Skip to main content
Το παρόν ιστορικό δοκίμιο αξιοποιεί πρωτογενές υλικό για τη διερεύνηση των προσπαθειών της Κυπριακής Δημοκρατίας σε επίπεδο αμυντικού σχεδιασμού κατά την πρώιμη περίοδο της κυπριακής ανεξαρτησίας. Πιο συγκεκριμένα, καλύπτει κύριες πτυχές... more
Το παρόν ιστορικό δοκίμιο αξιοποιεί πρωτογενές υλικό για τη διερεύνηση των προσπαθειών της Κυπριακής Δημοκρατίας σε επίπεδο αμυντικού σχεδιασμού κατά την πρώιμη περίοδο της κυπριακής ανεξαρτησίας. Πιο συγκεκριμένα, καλύπτει κύριες πτυχές του «Σχεδίου Αμύνης Κύπρου Αφροδίτη 1965», ενός αμυντικού σχεδίου που εκπονήθηκε το 1965 για την υπεράσπιση του νεότευκτου κράτους μετά από τις απειλές που διατύπωσε η Τουρκία (την περίοδο 1963-1964) για την πραγματοποίηση εισβολής εναντίον του. Εξετάζοντας θεματικές όπως τον σκοπό του σχεδίου, την αποστολή των ελληνικών κυπριακών δυνάμεων και τον εκτιμώμενο τρόπο δράσης για την απόκρουση ενδεχόμενης τουρκικής επίθεσης, η εν λόγω μελέτη συνεισφέρει στην ευρύτερη προσπάθεια που καταβάλλεται για σύνθεση και ερμηνεία της στρατιωτικής ιστορίας της Κύπρου.
The Greek Revolution of 1821-1830 (or the Greek War of Independence or the Struggle of 1821) is a significant chapter in modern history, for its impact was both regional and transnational: the efforts of the Greeks ended Ottoman rule and... more
The Greek Revolution of 1821-1830 (or the Greek War of Independence or the Struggle of 1821) is a significant chapter in modern history, for its impact was both regional and transnational: the efforts of the Greeks ended Ottoman rule and brought about the proclamation of the Greek independent state in 1830. In the decades that followed, Greek independence decisively generated a surge of nationalism in the Balkan Peninsula, spurring the formation of states across the region. 

The Greek War of Independence also had a decisive effect on Cyprus. During the war Ottoman authorities in Cyprus executed Greek Cypriot political elites to stave off a possible Greek Cypriot uprising,  while between 400 and 1000 Greek Cypriot volunteers participated in the mainland uprising.  More significantly, though, the Greek Revolution and its immediate result, the establishment of an independent Hellenic state, became the foundation for the development of the Greek Cypriot enosis movement to liberate Cyprus and unite it with Greece .

In the period of British colonial rule following the Ottoman occupation of Cyprus, the historical legacy of the Greek Revolution held a pivotal role in the promotion of Greek national identity and political desiderata by the Greek Cypriot majority.  Consequently, the image and perception of the Greek War of Independence became particularly influential in the late 1950s, when Greek Cypriot anti-colonial (and pro-enosis) efforts reached their zenith, triggering EOKA’s national liberation struggle and bringing British colonial rule to an end in the pattern of an independent Cyprus.

The present study discusses the multifaceted impact of the Greek War of Independence on the EOKA insurgency in Cyprus in 1955-1959. It draws on a variety of primary sources to fulfill its scope of research, including the collections in the National Struggle Museum, poems and songs written by EOKA fighters or sympathisers in 1955-1959, the EOKA movement’s underground publications, the correspondence of EOKA heroes, articles in the Greek press and material in the Cyprus State Archive.
Η αναβίωση της πολιτικής ζωής στην Κύπρο καθώς και η αναδιάταξη του σκηνικού που επέφερε η εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου προσέδωσε μια νέα δυναμική στο εθνικό ζήτημα της Κύπρου. Το αίτημα για τερματισμό της βρετανικής αποικιακής... more
Η αναβίωση της πολιτικής ζωής στην Κύπρο καθώς και η αναδιάταξη του σκηνικού που επέφερε η εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου προσέδωσε μια νέα δυναμική στο εθνικό ζήτημα της Κύπρου. Το αίτημα για τερματισμό της βρετανικής αποικιακής κυριαρχίας και ένωση του νησιού με την Ελλάδα άρχισε να τίθεται ξανά στο προσκήνιο, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα τη δημιουργία δύο πόλων για την έκφρασή του: την κυπριακή κομμουνιστική αριστερά (ΑΚΕΛ-Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού)  και το συνασπισμό της κυπριακής δεξιάς  με την Εκκλησία της Κύπρου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, αν και όχι χωρίς να προηγηθούν αμφιταλαντεύσεις στις επιλογές του ΑΚΕΛ,  οι δύο πόλοι πορεύθηκαν χωρίς συμβιβασμούς στη γραμμή της Ένωσης. Η γραμμή αυτή συνοψιζόταν στο σύνθημα «Ένωση και μόνο Ένωση». Το Δεκέμβριο του 1949, η Εκκλησία της Κύπρου στοχεύοντας στη διατήρηση του ηγετικού της ρόλου στο εθνικό ζήτημα, έστειλε εγκύκλιο με την οποία απεύθυνε κάλεσμα στους Έλληνες της Κύπρου για συμμετοχή στο δημοψήφισμα που προτίθετο να διοργανώσει στις 15 Ιανουαρίου 1950. Ο Robert Holland εύστοχα σχολιάζει ότι «Η διενέργεια του δημοψηφίσματος σηματοδοτούσε την έναρξη ενός νέου και πιο δυναμικού σταδίου για το ενωτικό κίνημα».
Το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950 έχει προσεγγισθεί από την ιστορική έρευνα ως τμήμα της αντιπαράθεσης των διαφόρων πρωταγωνιστών της ελληνοκυπριακής πολιτικής σκηνής για την πρωτοκαθεδρία στη διεκδίκηση του ενωτικού αιτήματος.  Επιπρόσθετα, ως μέρος της εξελικτικής διαδικασίας προς ριζοσπαστικότερες λύσεις που επικράτησε μεταπολεμικά στα ελληνοκυπριακά κοινωνικά σύνολα, η οποία συνεπαγόταν τη μετωπική αντιπαράθεση με τις βρετανικές αρχές και τη μαχητική διεκδίκηση της εθνικής ελευθερίας  και η οποία μετεξελίχθηκε σε ένοπλη φυσική πάλη κατά την τετραετία 1955-1959.  Μια διαφορετική διάσταση αποτελούν οι προσωπικές μαρτυρίες ατόμων που έζησαν τα γεγονότα (όπως αυτές καταγράφηκαν σε απομνημονεύματα ή άλλα δημοσιευμένα έργα τους) οι οποίες παραδίδουν -αν και σε περιορισμένη έκταση- τις αυξημένες προσδοκίες των Ελληνοκυπρίων αλλά και την συνεπακόλουθη έντονη απογοήτευση λόγω της κάθετης άρνησης της βρετανικής πλευράς.  Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να θέσει στο επίκεντρο τα στάδια παρασκευής και διεξαγωγής του δημοψηφίσματος του 1950. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, επιδιώκεται η ανασύνθεση του ευρύτερου κλίματος που επικρατούσε στην ελληνική κοινότητα της Κύπρου, μέσω της καταγραφής ατομικών ή συλλογικών συμπεριφορών. Τα μεθοδολογικά μας εργαλεία αφορούν τη χρήση πραγματειών για τα γεγονότα της δεκαετίας του 1950 στην Κύπρο, καθώς και εκδόσεων που περιλαμβάνουν εμπειρίες ή αναμνήσεις των Ελληνοκυπρίων από αυτή την περίοδο. Επιπρόσθετα, εξαιρετικά χρήσιμη αποδείχθηκε η χρήση πληροφοριών από τις εφημερίδες Έθνος, Νέος Δημοκράτης και Ελευθερία οι οποίες περιλαμβάνονται στις συλλογές του Δημοτικού Αρχείου Λάρνακας (ΔΑΛ) και του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών (ΓΤΠ) στη Λευκωσία.
Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ ή Κυπριακός Αγώνας (1955-1959) υπήρξε το τελευταίο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα ενός τμήματος του ελληνισμού. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της κυπριακής πολιτείας, η ιστορική εμπειρία της επαναστατικής... more
Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ ή Κυπριακός Αγώνας  (1955-1959) υπήρξε το τελευταίο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα ενός τμήματος του ελληνισμού. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της κυπριακής πολιτείας, η ιστορική εμπειρία της επαναστατικής τετραετίας ταυτίστηκε στη δημόσια εκφορά της (δίκαια βέβαια) με το στοιχείο του ηρωισμού.  Συνεπακόλουθα, ένας σημαντικός αριθμός χώρων μνήμης εδραιώθηκε, λειτουργώντας ως δίαυλος για να εκφραστεί η ανάγκη του λαού να αποδώσει σεβασμό και τιμή στους ήρωες, οι οποίοι θυσίασαν τη ζωή τους για την απελευθέρωση της πατρώας γης.
Η παρούσα μελέτη υποστηρίζει ότι οι χώροι μνήμης της περιόδου 1955-1959 μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό εργαλείο στη διαδικασία πρόσκτησης γνώσεων όσον αφορά σε γεγονότα του παρελθόντος. Ιδιαίτερα χρήσιμοι, δε, δύνανται να αποβούν και για το πεδίο της Τοπικής Ιστορίας. Ως περιπτωσιολογία επιλέχθηκε ένας τοπικός χώρος μνήμης και πιο συγκεκριμένα το αναστυλωμένο κρησφύγετο στο Όμοδος. Αρχικά γίνεται παρουσίαση του κτίσματος, καθώς και του ιστορικού υπόβαθρου που σχετίζεται με τη δημιουργία του. Στη συνέχεια αναδεικνύονται οι σημαντικές δυνατότητες που ο χώρος διαθέτει για την ανάπτυξη εκπαιδευτικών δράσεων προς οικοδόμηση ιστορικής γνώσης. Κατά τη διαδικασία έρευνας αξιοποιήθηκαν πληροφορίες που έδωσαν η Μαρούλλα Αντωνίου, σύζυγος του Αριστοκράτη (Άριστου) Θεοδώρου, στην οικία των οποίων κατασκευάστηκε το κρησφύγετο. Επίσης, πολύτιμη ήταν η μαρτυρία του Γιώργου Παλαιολόγου, μαχητή της ΕΟΚΑ που φιλοξενήθηκε στον συγκεκριμένο χώρο. Τέλος, πληροφορίες συγκεντρώθηκαν από τον τύπο της εποχής, καθώς και την επί τόπου επίσκεψη και μελέτη του κρησφύγετου.
Κατά την τελευταία δεκαπενταετία, η επιστημονική έρευνα για την περίοδο του Κυπριακού Αγώνα πραγματοποίησε σημαντική πρόοδο, ανασυνθέτοντας μερικά από τα χαρακτηριστικά της δράσης της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ). Για... more
Κατά την τελευταία δεκαπενταετία, η επιστημονική έρευνα για την περίοδο του Κυπριακού Αγώνα πραγματοποίησε σημαντική πρόοδο, ανασυνθέτοντας μερικά από τα χαρακτηριστικά της δράσης της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ). Για παράδειγμα, μια ομάδα μελετών ανέδειξε την έλλειψη αυθορμητισμού και τον προσεκτικό σχεδιασμό πριν την έναρξη της επαναστατικής δράσης στην Κύπρο  ή την επίδραση των διεθνών εξελίξεων στη διαμόρφωση της στρατηγικής και του επιχειρησιακού προγράμματος της οργάνωσης.  Εντούτοις, οι προοπτικές για περαιτέρω διερεύνηση της συμπεριφοράς του κυπριακού ένοπλου ενωτικού κινήματος είναι σημαντικές, εφόσον δεν έχουν εξαντληθεί όλες οι θεματικές. Η παρούσα ανάλυση επιδιώκει να καλύψει μέρος του υφιστάμενου ελλείμματος εξερευνώντας τις διάφορες πρωτοβουλίες που ανέπτυξε η ΕΟΚΑ στην προσπάθειά της να αποτρέψει την πιθανή διάβρωση των κλιμακίων της, στόχος ο οποίος μεγιστοποίησε τις πιθανότητές της για επιβίωση καθ’ όλη την τετραετία 1955-1959. Πιο συγκεκριμένα, θα αναλυθούν τα διάφορα μέτρα που υιοθετήθηκαν από την ΕΟΚΑ για να παρεμποδιστεί η ροή πληροφοριών προς τους Βρετανούς. Στο τελευταίο τμήμα επιχειρείται μία αποτίμηση των προσπαθειών της οργάνωσης για διαφύλαξη της ασφάλειας του σκληρού πυρήνα της.

Η προσπάθειά μας έχει ως βασικά εργαλεία σχετικές προκηρύξεις της ΕΟΚΑ από το ιδιωτικό αρχείο του Μιχάλη Νικολάου (ΙΑΜΝ) στη Λευκωσία. Επίσης, μαρτυρίες βετεράνων της ΕΟΚΑ οι οποίοι υπηρέτησαν το επαναστατικό κίνημα από τη θέση του τομεάρχη. Το πιο πάνω υλικό συνδυάστηκε με πληροφορίες που εξασφαλίστηκαν από αναφορές που συνέταξαν οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ή Βρετανοί στρατιωτικοί, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στις συλλογές του Κρατικού Αρχείου του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives of the United Kingdom-TNA) στο Λονδίνο, καθώς και από το προσωπικό αρχείο του Frederick William Bird, ο οποίος υπηρέτησε στο νησί την περίοδο του Αγώνα της ΕΟΚΑ, στο οποίο επιτρέπει πρόσβαση το Imperial War Museum (IWM) στις εγκαταστάσεις του στο Λονδίνο.
The aim of the present paper is to examine whether the struggle carried out in the late 1950s by the Greek-Cypriot liberation movement of EOKA (Ethniki Organosis Kyprion Agoniston-National Organisation of Cypriot Fighters) against the... more
The aim of the present paper is to examine whether the struggle carried out in the late 1950s by the Greek-Cypriot liberation movement of EOKA (Ethniki Organosis Kyprion Agoniston-National Organisation of Cypriot Fighters) against the British colonial forces in Cyprus hastened the British decision to terminate its colonial rule on the island and establish the Cyprus Republic (August 1960). International historiography about the four-year insurgency in Cyprus has, undoubtedly, produced works focused on the political, diplomatic and military planes, especially in recent years. There is further ground to be covered, however, not least concerning whether the phenomenon generally described as “acceleration of history”, the increased speed of historical events, was in evidence during the late period of British rule over Cyprus (the 1950s), which was marked by London’s decision to grant the island independence. A variety of works, bearing one way or another on British postwar colonial poli...
This paper draws on a variety of primary sources to investigate the various economic, political or sentimental perceptions of the Greek Cypriot political and economic elites over the prospective accession of the Republic of Cyprus to the... more
This paper draws on a variety of primary sources to investigate the various economic, political or sentimental perceptions of the Greek Cypriot political and economic elites over the prospective accession of the Republic of Cyprus to the Commonwealth. The debate was triggered at the onset of the Transitional Period (February 1959-August 1960)-when Cyprus evolved from a colonial possession to an independent state-and extended until the nascent republic joined the international organisation in 1961. By explaining these goals and concerns, this study contributes to the political history of Cyprus and benefits scholarly knowledge on the wider history of the Commonwealth.
The present analysis aims to produce a penetrating enquiry of selected aspects of the British security efforts during the conflict, which proved to be crucial in the British failure to maintain their position in Cyprus and helped widen... more
The present analysis aims to produce a penetrating enquiry of selected aspects of the British security efforts during the conflict, which proved to be crucial in the British failure to maintain their position in Cyprus and helped widen the divide between the British and the Greek-Cypriot population. In this regard, the historical background to the rebellion is reconstructed, focusing on Britain’s strategic plans for Cyprus and how these plans contradicted the political desires of Greek-Cypriots. The research agenda also includes the utility of imposing Law and Order, which was at the core of London’s preoccupation with a final settlement of the Cyprus Question. Special mention is made of the measures undertaken to strengthen the Police and the Army as forces of Law and Order. In the final segment, the British counter-insurgency effort is placed under critical examination.
This chapter provides a historical background to the present book and contributes to the international literature about the RoC by exploring the important drivers behind the country’s foreign policy, from 1960 to 2004. These drivers... more
This chapter provides a historical background to the present book and contributes to the international literature about the RoC by exploring the important drivers behind the country’s foreign policy, from 1960 to 2004. These drivers encompass not only the unfolding of the Cyprus Problem and important international developments but also the concepts of national survival and prosperity. The present overview is done through the prism of the RoC’s relations with international organisations and adopts a thematic structure to tie together the drivers behind the RoC’s alignment (or not) with key international organisations. This approach accommodates the better understanding of the country’s international orientation at various periods of its Modern History.
This chapter provides a historical background to the present book and contributes to the international literature about the RoC by exploring the important drivers behind the country’s foreign policy, from 1960 to 2004. These drivers... more
This chapter provides a historical background to the present book and contributes to the international literature about the RoC by exploring the important drivers behind the country’s foreign policy, from 1960 to 2004. These drivers encompass not only the unfolding of the Cyprus Problem and important international developments but also the concepts of national survival and prosperity. The present overview is done through the prism of the RoC’s relations with international organisations and adopts a
thematic structure to tie together the drivers behind the RoC’s alignment (or not) with key international organisations. This approach accommodates the better understanding of the country’s international orientation at various periods of its Modern History.
This paper draws on a variety of primary sources to investigate the various economic, political or sentimental perceptions of the Greek Cypriot political and economic elites over the prospective accession of the Republic of Cyprus to the... more
This paper draws on a variety of primary sources to investigate the various economic, political or sentimental perceptions of the Greek Cypriot political and economic elites over the prospective accession of the Republic of Cyprus to the Commonwealth. The debate was triggered at the onset of the Transitional Period (February 1959-August 1960)-when Cyprus evolved from a colonial possession to an independent state-and extended until the nascent republic joined the international organisation in 1961. By explaining these goals and concerns, this study contributes to the political history of Cyprus and benefits scholarly knowledge on the wider history of the Commonwealth.
This paper draws on a variety of primary sources to investigate the various economic, political or sentimental perceptions of the Greek Cypriot political and economic elites over the prospective accession of the Republic of Cyprus to the... more
This paper draws on a variety of primary sources to investigate the various economic, political or sentimental perceptions of the Greek Cypriot political and economic elites over the prospective accession of the Republic of Cyprus to the Commonwealth. The debate was triggered at the onset of the Transitional Period (February 1959-August 1960)-when Cyprus evolved from a colonial possession to an independent state-and extended until the nascent republic joined the international organisation in 1961. By explaining these goals and concerns, this study contributes to the political history of Cyprus and benefits scholarly knowledge on the wider history of the Commonwealth.
Η Ελληνική Επανάσταση (ή Αγώνας του 1821) αποτελεί ορόσημο στην ιστορική πορεία του Νεότερου Ελληνισμού. Οι αγώνες των επαναστατημένων Ελλήνων για τερματισμό της ξένης κυριαρχίας και δημιουργία ανεξάρτητης πολιτείας οδήγησαν το 1830 στην... more
Η Ελληνική Επανάσταση (ή Αγώνας του 1821) αποτελεί ορόσημο στην ιστορική πορεία του Νεότερου Ελληνισμού. Οι αγώνες των επαναστατημένων Ελλήνων για τερματισμό της ξένης κυριαρχίας και δημιουργία ανεξάρτητης πολιτείας οδήγησαν το 1830 στην επίσημη ανακήρυξη του ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Επανάσταση επηρέασε άμεσα και την ίδια την Κύπρο, με τον αντίκτυπο των γεγονότων να εκτείνεται τόσο μακριά στον ιστορικό χρόνο, ώστε η επίδρασή τους να είναι ιδιαίτερα εμφανής ακόμη και στην περίοδο του Αγώνα της ΕΟΚΑ  (κατά την τετραετία 1955-1959) όταν το κυπριακό ενωτικό κίνημα κορυφώθηκε, καταβάλλοντας την δική του επαναστατική προσπάθεια για κατάκτηση της ελευθερίας και επίτευξη της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα (Ένωση).
Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου είναι η εξέταση της πρόσληψης, της επιβίωσης και γενικά της επιρροής που άσκησε η Ελληνική Επανάσταση στον επαναστατημένο κυπριακό ελληνισμό στο β’ μισό της δεκαετίας του 1950. Η έρευνά μας βασίστηκε σε τεκμήρια από τις συλλογές του Μουσείου Αγώνος, σε δημοσιευμένο υλικό από την πνευματική παραγωγή μελών ή υποστηρικτών της ΕΟΚΑ, σε έντυπο υλικό με το οποίο η επαναστατική οργάνωση προωθούσε τον δημόσιο λόγο της (προκηρύξεις και περιοδικές εκδόσεις), σε απομνημονεύματα ή βιογραφίες αγωνιστών της ΕΟΚΑ, σε δημοσιευμένες επιστολές ηρώων του κυπριακού επαναστατικού κινήματος, στον ελληνόγλωσσο Τύπο της εποχής (από Ελλάδα και Κύπρο) και σε αρχειακό υλικό από το Κρατικό Αρχείο Κύπρου.
One of the most significant periods of the Cyprus Question is the years from 1955-1959, when the long-lasting polarization between the British and the Greek-Cypriots reached its peak and was transformed into an armed confrontation. In... more
One of the most significant periods of the Cyprus Question is the years from 1955-1959, when the long-lasting polarization between the British and the Greek-Cypriots reached its peak and was transformed into an armed confrontation. In particular as for the Greek-Cypriot side, EOKA (Ethniki Organosis Kyprion Agoniston - The National Organization of Cypriot Fighters), a subversive organization was created in order to carry out an armed struggle against the British security machinery in the island. The conflict ended in 1959 with the Zurich/London Agreements which terminated the British rule in the island and a new state in August 1960 was established, the Republic of Cyprus. However, during the post-independence years, contested views emerged in Cyprus as to the true character and aims of the ‘EOKA struggle’, which shaped the Greek-Cypriot political culture for the years ahead. The Greek-Cypriot politicians attempted to strengthen their political foothold against the opposition of hardcore enosis supporters, by connecting the goal of ‘independence’ with the aims of the insurgency during 1955-1959. Therefore, neologisms emerged during the last thirty years in the official Greek-language historiography, invariably presented as the incontrovertible historical ‘truth’, although acting on political expediency: the ‘EOKA struggle’ has therefore been described as a rebellion for independence, in spite of the fact that the latter goal never existed amongst its initial aspirations. Simultaneously, the same implicit version appeared in the official or unofficial literature in relation with the four-year physical struggle in Cyprus, where the terms ‘enosis’ and ‘the enosist struggle of EOKA’ were replaced by ‘liberty’ and ‘the liberation struggle of EOKA’, respectively.
In this chapter the authors examine the crisis that erupted when the Republic of Cyprus ordered the S-300 surface-to-air missiles from Russia in 1997 and due to Turkey’s threat to use military force in case the Russian missiles were... more
In this chapter the authors examine the crisis that erupted when the Republic of Cyprus ordered the S-300 surface-to-air missiles from Russia in 1997 and due to Turkey’s threat to use military force in case the Russian missiles were deployed in Cyprus. The overall approach is based on historical analysis, as well as on theories related with threat and the role of power in interstate relations. The main theoretical objective is to draw conclusions in relation with the effectiveness of threats under conditions of power asymmetry. For the sake of the analysis, especially in order to assess the Turkish strategy and the factors that defined the final outcome of the crisis, the authors make use of the concept of ‘coercive diplomacy’, which has been developed by Alexander George, as well as of George’s seven conditions that ‘favor (although they do not guarantee) effective coercive diplomacy.’
From 1955 until 1959, EOKA's paramilitary campaign against British colonial rule aimed at enosis, the union of Cyprus with Greece. For various reasons, this aim was not attained. However, the EOKA campaign did activate a seismic shift... more
From 1955 until 1959, EOKA's paramilitary campaign against British colonial rule aimed at enosis, the union of Cyprus with Greece.  For various reasons, this aim was not attained.  However, the EOKA campaign did activate a seismic shift in British policy.  In 1960, this shift resulted in the establishment of the Republic of Cyprus as an independent sovereign state.  In other words, the Republic of Cyprus is the outcome of a paramilitary campaign against the British.

Recent years have witnessed the emergence of sophisticated studies examining aspects of EOKA’s subversive activities.  Nevertheless, all tend to deal obliquely with its strategy, tactics and modus operandi.  In many quarters, this obliqueness has given rise to a hazy understanding of EOKA’s campaign.

Against this background, this paper draws upon the doctoral and post-doctoral research of the author with the aim of achieving two main objectives: providing a broad operational overview of EOKA as a subversive organization; and inquiring into its strategy, tactics and modus operandi against the regular armed forces of the British colonial authorities in Cyprus.  To these ends, the paper assesses the EOKA campaign as a whole.  Particular emphasis is given to its mentality, evolution and political priorities.
This paper offers an in-depth and interdisciplinary reading of a masterpiece of political oratory, the so-called ‘We have triumphed’ (in Greek: Nenikikamen), which was delivered by Archbishop Makarios III on the 1st of March 1959, a few... more
This paper offers an in-depth and interdisciplinary reading of a masterpiece of political oratory, the so-called ‘We have triumphed’ (in Greek: Nenikikamen), which was delivered by Archbishop Makarios III on the 1st of March 1959, a few days after the ratification of the Zurich and London Agreements which provided for the independence of Cyprus. The historical value and political gravity of the speech that aimed to solidify popular support for independence over the perennial desire of the Greek Cypriots for enosis, the union of the island with Greece, make an updated examination of its linguistic and rhetorical features important in explaining how Makarios attempted to win over the audience and persuade it to accept a political fait accompli.
The call to the Paris Peace Conference (1919) concluded the peace treaties that ended the Great War: these treaties regulated various territorial disputes and contributed to the dissolution of certain empires and the creation of new... more
The call to the Paris Peace Conference (1919) concluded the peace treaties that ended the Great War: these treaties regulated various territorial disputes and contributed to the dissolution of certain empires and the creation of new states. The call to a peace settlement was met with enthusiasm by the Greek majority in the then British colony of Cyprus, which the United Kingdom had unilaterally annexed in 1914: the dominant issue in Cypriot politics at that time was the demand for the termination of British colonial rule and the union of Cyprus with Greece (enosis).  Such an aim was directly linked to the principle of self-determination that had already been gaining international impetus since 1917. Nevertheless, the efforts of the Greek Cypriot delegation (comprised of Greek Cypriot members of the Legislative Council and presided over by the Archbishop Kyrillos III of Cyprus) to Paris and, later on, to London, did not result in the settlement of the Cyprus Question in the pattern of enosis because of Britain’s decision to remain uncompromising regarding the prospect of Greek self-determination in Cyprus;  In the mind of Britain, the strategic value of Cyprus was closely linked to the security of British possessions in the Levant, especially given the potential of advances in aviation. Thus, Cyprus’ geostrategic location was considered ideal as a base in the near future.  The British stance hardened after the Treaty of Lausanne of 1923, under which Turkey recognised the annexation of 1914. The island was declared a British Crown Colony in 1925.  From the Greek perspective the Cyprus Question remained unresolved, despite the peace treaties under consideration at the Paris Peace Conference, the demise of the Ottoman Empire and the emergence of the doctrine of self-determination.
In the late 1920s and the early 1930s, the Cyprus Question remained unsettled, as union with Greece remained a solid and direct demand of the Greeks in Cyprus.  The British opposition to enosis, and Greek complaints about the colonial administration on both political and economic grounds, led to the spontaneous uprising known as “Oktovriana” (the October Events) in 1931, when civil disturbances erupted in the island and Government House was burned down.  The riots soon spread to other parts of Cyprus; the prompt reaction of the British colonial authorities, however, as well as the spontaneous and uncoordinated character of the revolt, brought about the complete restoration of British control over Cyprus and the onset of even more authoritarian colonial governance.
The present study investigates the British campaign to suppress the Revolt of 1931, an event that stands out as a landmark in 20th century Cypriot History, the first effort of the Greek population of Cyprus to gain freedom by radical means. As it will be pointed out, the British response was not confined solely to normal policing: the colonial authorities did not appreciate the uprising as purely one of public disorder; on the contrary, they considered it far more serious and necessitating the engagement of both military and police forces. This study, therefore, concentrates on the interrelationship between, on the one hand, military matters and, on the other hand, public security, intelligence gathering, policing and public order relating to the October Events.
Το 1958, ο Αγώνας της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) εισήλθε στην τελευταία φάση του. Κατά το διάστημα αυτό, η πολύμορφη πάλη της οργάνωσης με τις δυνάμεις του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος συνεχίστηκε αμείωτη, μέχρι την... more
Το 1958, ο Αγώνας της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ)  εισήλθε στην τελευταία φάση του. Κατά το διάστημα αυτό, η πολύμορφη πάλη της οργάνωσης με τις δυνάμεις του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος συνεχίστηκε αμείωτη, μέχρι την πολιτική διευθέτηση του Κυπριακού Ζητήματος (με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου) το Φεβρουάριο του 1959. Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται τις κύριες στρατιωτικές εξελίξεις στην Κύπρο, έχοντας ως κεντρικό άξονα αφήγησης την εξέλιξη των επιχειρήσεων της ΕΟΚΑ. Απώτερος στόχος μας είναι η κατανόηση και αποτίμηση των ανατρεπτικών δραστηριοτήτων του κυπριακού ενωτικού κινήματος κατά το τελικό στάδιο της επανάστασης στο νησί.
Η έρευνά μας στηρίχθηκε σε ελληνόγλωσσες και αγγλόγλωσσες εκδόσεις: τα έργα αυτά αποδείχτηκαν πολύ χρήσιμα για την ανασύνθεση των πολιτικών γεγονότων σε συνάρτηση με τα οποία έδρασε το ενωτικό κίνημα της Κύπρου. Επίσης, τα απομνημονεύματα του στρατιωτικού αρχηγού της ΕΟΚΑ, Γεώργιου Γρίβα-Διγενή, και ιδίως η επιστολογραφία του με τον πολιτικό ηγέτη των Ελλήνων Κυπρίων, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’, καθώς και με στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης, υπήρξαν χρήσιμα εργαλεία για την ερμηνεία των στόχων που έθετε ή των προκλήσεων που αντιμετώπιζε η επαναστατική οργάνωση. Τέλος, αξιοποιήθηκαν πρωτογενή δεδομένα από τα υπουργεία Πολέμου (War Office), Εξωτερικών (Foreign Office) και Αποικιών (Colonial Office) τα οποία περιλαμβάνονται στη συλλογή του Κρατικού Αρχείου του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives of the United Kingdom-TNA).
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (ο Μεγάλος Πόλεμος) αδιαμφισβήτητα αποτέλεσε νέα εμπειρία για την ανθρωπότητα και ιδίως για τα ευρωπαϊκά έθνη που πρωταγωνίστησαν σε αυτόν. Είχε, ωστόσο, σημαντικό αντίκτυπο και στα εσωτερικά μέτωπα των περιοχών... more
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (ο Μεγάλος Πόλεμος) αδιαμφισβήτητα αποτέλεσε νέα εμπειρία για την ανθρωπότητα και ιδίως για τα ευρωπαϊκά έθνη που πρωταγωνίστησαν σε αυτόν.  Είχε, ωστόσο, σημαντικό αντίκτυπο και στα εσωτερικά μέτωπα των περιοχών που βρίσκονταν μακριά από τα κέντρα των συγκρούσεων. Για παράδειγμα, το διεθνές καθεστώς της Κύπρου άλλαξε, ενόσω ο πόλεμος διαρκούσε, εξαιτίας γεγονότων που σχετίζονταν άμεσα με αυτόν: η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμάχησε με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, ενισχύοντας το συνασπισμό εναντίον της Βρετανίας (συμμάχου της Γαλλίας και της Ρωσίας),  με συνέπεια να εκπέσει η Σύμβαση Κύπρου, σύμφωνα με την οποία η κυριαρχία της μεγαλονήσου παρέμενε στον Οθωμανό σουλτάνο ενώ η διοίκηση ασκείτο από τους Βρετανούς. Το Λονδίνο αποφάσισε ότι δε δεσμευόταν πλέον από την εν λόγω συνθήκη και προσάρτησε μονομερώς το νησί το Νοέμβριο του 1914.
Η παρούσα μελέτη εξετάζει τον αντίκτυπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου, ιδίως σε επίπεδο προσδοκιών στον ελληνικό κυπριακό τύπο. Το πρώτο μέρος επικεντρώνεται στις ειδήσεις για το ξέσπασμα του πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, και την προσάρτηση της Κύπρου από τη Βρετανία τρεις μήνες αργότερα. Το δεύτερο τμήμα αναφέρεται στη στάση του τύπου μετά την ανακοίνωση για την σύναψη ανακωχής μεταξύ των εμπόλεμων μερών, το Νοέμβριο του 1918, και την επικείμενη σύγκληση της Συνδιάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού, η οποία έλαβε τελικά χώρα τον Ιανουάριο του 1919.  Πρωτογενές υλικό εντοπίστηκε στον τύπο της εποχής και πιο συγκεκριμένα στις εφημερίδες Ελευθερία, Ένωσις, Ηχώ της Κύπρου, Κήρυξ, Κυπριακός Φύλαξ, Νέον Έθνος, Πατρίς και Φωνή της Κύπρου. Η συχνή παράθεση αποσπασμάτων είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε ευκολότερα το κλίμα και το πνεύμα της εποχής.
Παρόλο που μεσολάβησαν εξήντα χρόνια από την έναρξη του Αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959), το μεγαλύτερο τμήμα της ιστοριογραφίας δε λαμβάνει υπόψη τη στενή αλληλεπίδραση μεταξύ του επιχειρησιακού προγράμματος και του οργανωτικού πρότυπου του... more
Παρόλο που μεσολάβησαν εξήντα χρόνια από την έναρξη του Αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959), το μεγαλύτερο τμήμα της ιστοριογραφίας δε λαμβάνει υπόψη τη στενή αλληλεπίδραση μεταξύ του επιχειρησιακού προγράμματος και του οργανωτικού πρότυπου του ένοπλου ενωτικού κινήματος της Κύπρου. Η δραστηριοποίηση των ένοπλων ομάδων της ΕΟΚΑ θα ήταν πολύ δύσκολο να διασφαλίσει την επιβίωσή τους μέσα σε ένα περιορισμένο επιχειρησιακό πεδίο όπως αυτό της Κύπρου (νησί απομακρυσμένο από τα ελληνικά παράλια το οποίο εύκολα μπορούσε να αποκλεισθεί από τη θάλασσα).  Επιπρόσθετα, η χρήση ένοπλων μεθόδων από μόνη της δε θα επαρκούσε να καταστήσει τη νήσο εστία ευρείας αναταραχής και συνεπώς να υποσκάψει αποτελεσματικά τη δυνατότητα των Βρετανών να ελέγχουν την αποικία (αυξάνοντας ταυτόχρονα το πολιτικό κόστος για διατήρησή της δια της βίας). Οι πιο πάνω στόχοι έγιναν κατορθωτοί μόνο όταν η μαχητική δράση συνδυάστηκε με την κινητοποίηση των λαϊκών μαζών για την ανάληψη επαναστατικών δράσεων, γεγονός που οφειλόταν στην πλατιά αποδοχή και υποστήριξη που απολάμβανε η ένοπλη οργάνωση στους κόλπους της ελληνικής κοινότητας της Κύπρου. Όπως ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου χαρακτηριστικά σχολιάζει: «Ήταν ο συνδυασμός αυτών των δύο -του ένοπλου αγώνα και της λαϊκής εξέγερσης- που ενοχλούσε τους Βρετανούς: μόνη η ένοπλη δράση ή μόνη η λαϊκή αναταραχή δεν θα μπορούσαν να τους απειλήσουν στον βαθμό που τους απείλησε η ΕΟΚΑ».  Το μεγαλύτερο τμήμα των ενεργειών αυτών έφερε εις πέρας ένα δραστήριο δίκτυο το οποίο συνεχώς διευρύνονταν στους κόλπους των νέων στης Κύπρου. Συνεπακόλουθα, είναι προφανές ότι η μελέτη του κινήματος νεολαίας ως σημαντικό τμήμα του οργανογράμματος της επαναστατικής οργάνωσης καθίσταται αναγκαία.

Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης, η ανάλυσή μας επικεντρώνεται στο ρόλο της νεολαίας στη στρατηγική σκέψη του αρχηγού της ΕΟΚΑ, του Γεώργιου Γρίβα (Διγενή), την ίδρυση, επέκταση, την οργανωτική δομή και τη δράση της νεολαίας υπό την καθοδήγηση της ΕΟΚΑ. Στο τελευταίο μέρος, θα επιχειρήσουμε μία αποτίμηση της υποστήριξης της νεολαίας προς το επαναστατικό κίνημα. Η έρευνά μας βασίστηκε στα έργα του Γ. Γρίβα (Διγενή) και τις πληροφορίες που παρείχαν με τη μέθοδο των προσωπικών συνεντεύξεων άτομα που υπηρέτησαν την ΕΟΚΑ από τη θέση του τομεάρχη. Το υλικό αυτό διασταυρώθηκε με βρετανικές στρατιωτικές αναφορές προς το βρετανικό υπουργείο Πολέμου (War Office-WO) ή υλικό από την εσωτερική αλληλογραφία του υπουργείου Αποικιών (Colonial Office-CO), τα οποία εντοπίστηκαν στις συλλογές του Κρατικού Αρχείου του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives).
The eighteen-month period that followed the signing of the Zurich and London Agreements in February 1959 proved crucial for the transition of Cyprus from a colony to an independent republic. During this period, after intense negotiations,... more
The eighteen-month period that followed the signing of the Zurich and London Agreements in February 1959 proved crucial for the transition of Cyprus from a colony to an independent republic. During this period, after intense negotiations, a resolution on two main issues was eventually achieved: The drafting of the Cypriot constitution (April 1960) and the definition of the size of the area of the British Sovereign Bases (July 1960). The settling of these two important matters cleared the way for the official establishment of the Republic of Cyprus on 16 August 1960.  On the Cypriot home front, a Transitional Committee/Government (comprised of seven Greek-Cypriot and four Turkish-Cypriot members)  worked with the British Governor’s Executive Council to bring independence to life. The Joint Council comprised both institutions and functioned as the principal administrative body.  As for EOKA (Ethniki Organosi Kyprion Agoniston ˗ The National Organisation of Cypriot Fighters), the Greek-Cypriot organisation that carried out the insurgent campaign against British colonial forces during 1955-1959, it formally announced its decision to cease armed operations on 9 March 1959.  Nevertheless, it aspired to play a pivotal role in the new arena of reconstruction. EOKA’s extension into peaceful Cyprus was represented by a political entity that supported the leader of the Greek-Cypriots, Archbishop Makarios III, in his effort to bring the foundation of the Republic of Cyprus into being. In early April 1959 leaflets signed EDMA (Enieo Dimokratiko Metopo Anadimiourgias – The Unitary Democratic Front of Reconstruction) circulated in Nicosia calling on all Cypriots to contribute in the building of the Cypriot state.
The present study seeks to chart the course of events relating to EDMA’s formation, function and development. In doing so, it aspires to fill part of the existing deficit of information about Cypriot political affairs during the early post-insurgency period. Our research draws on documents preserved in the National Archives of the United Kingdom and material collected from the local Greek-Cypriot press of the time.
The First World War, the Great War as it is often met in international historiography, undoubtedly constituted a new experience for humankind and especially for those nations of Europe that played a leading part in it. According to... more
The First World War, the Great War as it is often met in international historiography, undoubtedly constituted a new experience for humankind and especially for those nations of Europe that played a leading part in it.  According to Geoffrey Blainey “It was not only traumatic to live through but profound in its effects”.  Nevertheless, it should be also suggested that World War One had an apparent impact to the home fronts of those regions which were not the epicenter of all events. To take an instance, Cyprus’ international status witnessed a change during the First World War, specifically due to events that were closely connected with this war: the island came under British administration, at a time when the Ottoman Empire was under political, military and diplomatic electricity produced by the Russian expansionism. During the works of the Berlin Congress (in summer 1878), which ended the Russo-Turkish War of 1877, London engaged itself in secret diplomacy with Constantinople, assuring that it was willing to provide with assistance -in both military and diplomatic grounds- had the latter consented to the use of Cyprus as a base for British operations during a possible Russian attack against the Ottoman Empire.  In the face of this alarming danger, the Ottoman sultan ascended to the British proposal. The conclusion of a secret “treaty of defensive alliance”, the Cyprus Convention, subsequently followed and marked the beginning of the British administration of Cyprus; sovereignty, however, had remained vested with the Ottoman sultan.  In the early stages of the Great War, the Ottoman Empire allied with the Triple Alliance (Germany and Austria-Hungary), thereby significantly reinforcing the adversary coalition to Britain (an ally of France and Russia).  In the face of this development, the Cyprus Convention lapsed. London decided that it was no longer committed to this treaty, thus proceeded to the prompt unilateral annexation of the island on 8 November 1914.
The aim of the present study is to examine the impact of the Great War to Cyprus’ political affairs, particularly in terms of expectations and manifestations in the Greek-Cypriot press. The agenda in the first part focuses in the momentous news about the outbreak of the war in August 1914 and the annexation of Cyprus by Britain after three months. In the last segment, the attitudes to the announcement of an armistice in November 1918 between the belligerents and the call for the Peace Conference in Paris (it works commenced in January 1919)  will be explored. With regards to the methodology of this chapter, notable works provided an important backdrop for the reconstruction of the course of the main events. Moreover, since the analysis was concerned with the views expressed by the Greek-Cypriot newspapers about the ultimate status of Cyprus in relation with the changes that the Great War brought about, primary material has been collected from the contemporary press, mainly the newspapers Enosis, Echo tis Kyprou, Kyrix, Kypriakos Phylax, Neon Ethnos, Patris, Phoni tis Kyprou, Alithia and Eleftheria. This material is preserved in the Cultural Center of the Archbishop Makarios III Foundation, in Nicosia.  It should be also pointed out that the frequent use of quotations was necessary to help us depicting the spirit or way of thinking of those times.
Scientific research has neglected in many grounds the premises constructed during the years of the EOKA Struggle in 1955-1959, a period that acquires special importance as part of the Modern Cypriot History. Historical writing has,... more
Scientific research has neglected in many grounds the premises constructed during the years of the EOKA Struggle in 1955-1959, a period that acquires special importance as part of the Modern Cypriot History. Historical writing has, indeed, focused upon the political plane, therefore matters of a more ‘technical’ nature with relation to EOKA (Ethniki Organosi Kyprion Agoniston-National Organisation of Cypriot Fighters) have only recently started being elaborated. The aim of the present analysis is to serve as an introductory approach to the study of constructions which were called into being specifically during this period, bringing into light a vital element of EOKA’s security: the creation of hides to offer cover and hospitality to the armed groups of the organisation. Because of its perfect condition, a hide which was constructed in the fringe of the Avgorou community is offered as case study.

The research agenda includes matters such as the historical background, the construction method and the structure of the hide (in order to serve specific functional or everyday needs). In the final segment of the study is attempted a presentation of EOKA’s various types of hides, as well as the definition of the premise in Avgorou in accordance with one of these types.

As far as the methodology is concerned, oral evidence is gathered from the personal testimony of Panaiotis Vardakis, an EOKA veteran who participated in the construction of the hide. Furthermore, extremely useful is investigation on the spot, as well as British archival material held in the National Archives of the United Kingdom at Kew.
Ο ένοπλος αγώνας που διεξήγαγε η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) εναντίον της βρετανικής αποικιακής κυριαρχίας στην Κύπρο κατά την τετραετία 1955-1959, στοχεύοντας στην ένωση του νησιού με την Ελλάδα (Ένωση), αποτελεί αναντίλεκτα... more
Ο ένοπλος αγώνας που διεξήγαγε η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) εναντίον της βρετανικής αποικιακής κυριαρχίας στην Κύπρο κατά την τετραετία 1955-1959, στοχεύοντας στην ένωση του νησιού με την Ελλάδα (Ένωση), αποτελεί αναντίλεκτα μια από τις σημαντικότερες περιόδους της Νεότερης Κυπριακής Ιστορίας. Στον πυρήνα της πιο πάνω αντίληψης εδράζεται το γεγονός της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, ως προϊόν της προαναφερθείσας επαναστατικής προσπάθειας. Στην πεντηκοστή επέτειο από την έναρξη του Κυπριακού Αγώνα, διοργανώθηκε από διάφορους φορείς ένα επιστημονικό συνέδριο στη Λευκωσία, σε μια προσπάθεια αποτίμησης του ένοπλου ενωτικού κινήματος της Κύπρου. Κατά τη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου, ο ελλαδικής καταγωγής ιστορικός Ευάνθης Χατζηβασιλείου προέβη στην εξής σημαντική παρατήρηση: «Ενώπιον λοιπόν του ιστορικού αυτή τη στιγμή ανακύπτει το θέμα της αποτίμησης. Πριν κάποιος κάνει μια αποτίμηση, θα πρέπει να διερωτηθεί κατά πόσον έχει ολοκληρωθεί η μελέτη του Κυπριακού Αγώνα. Η απάντηση είναι όχι».  Όντως, στον ελλαδικό και κυπριακό χώρο αποτελεί θλιβερή διαπίστωση η απουσία επαρκούς αριθμού επιστημονικών αναλύσεων οι οποίες να ανταποκρίνονται στα ποικίλα ερωτήματα που θέτουν κατά περιόδους η επιστημονική κοινότητα ή το αναγνωστικό κοινό, για μια σειρά σημαντικών θεματικών (δράση της ΕΟΚΑ, πολιτική, διπλωματία, οικονομία, κοινωνία, πολιτισμό, σχέσεις Ελληνοκυπρίων-Τουρκοκυπρίων, παιδεία, κινήματα νεολαίας κλπ), ώστε να καταστεί δυνατή η αποτίμηση της κομβικής αυτής περιόδου της Νεότερης Κυπριακής Ιστορίας.

Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να συμβάλει στην προσπάθεια για μεθοδική διερεύνηση του ιστορικού φαινομένου που ορίζεται στην ελληνόγλωσση κυπρολογική ιστοριογραφία ως «Αγώνας της ΕΟΚΑ» ή «Κυπριακός Αγώνας».  Η μέθοδος που προτιμήθηκε είναι η παρουσίαση –στο μέτρο του δυνατού- των πτυχών που προσεγγίζει η αγγλόγλωσση ιστοριογραφία. Κίνητρο πίσω από την πρωτοβουλία μας είναι η γνωριμία της ελλαδικής και κυπριακής κοινωνίας των ερευνητών με το εν λόγω υλικό, ώστε να χρησιμοποιηθούν δεδομένα που περικλείει για την εκπόνηση περεταίρω ερευνών ή για να αποτελέσει την αφορμή για κριτικές προσεγγίσεις του (θέτοντας έτσι σε λειτουργία μηχανισμούς για τη διεξαγωγή ενός παραγωγικού διαλόγου). Σε κάθε περίπτωση, η ευρύτερη φιλοδοξία για νηφάλια αποτίμηση του Κυπριακού Αγώνα θα εξυπηρετηθεί καλύτερα, εφόσον θα δοθεί προσοχή σε ένα μεγαλύτερο αριθμό θεματικών. Σε αυτό το σημείο πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι λόγω της ύπαρξης μεγάλου αριθμού αγγλόγλωσσων εκδόσεων, η προσπάθειά μας δε θα επικεντρωθεί στην εξαντλητική έκθεση τίτλων και συγγραφέων: μια τέτοια ενέργεια θα κατέληγε απλώς στον καταρτισμό ενός καταλόγου βιβλίων. Αντίθετα, θα δοθεί έμφαση στην αναφορά των αντιπροσωπευτικότερων συγγραμμάτων του πολύμορφου πρίσματος μέσω του οποίου η αγγλόγλωσση βιβλιογραφία προσέγγισε την προσπάθεια της ΕΟΚΑ για τερματισμό της βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο και ενσωμάτωση του νησιού στην ελλαδική συνταγματική και εδαφική επικράτεια. Επιπρόσθετα, δε θα ληφθούν υπόψη εκδόσεις από επίσημους φορείς οι οποίες δημοσιεύτηκαν ενόσω η ελληνοκυπριακή επανάσταση βρισκόταν σε εξέλιξη και είχαν ως στόχο να διευρύνουν την υποστήριξη της κοινής γνώμης προς τη βρετανική ή την ελληνική πλευρά.
Η εκδοτική παραγωγή που εμφανίστηκε μετά τον Κυπριακό Αγώνα (1955-1959) και την ένοπλη διεκδίκηση του αιτήματος της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα (Ένωση) έδωσε έμφαση στις πολιτικές ή διπλωματικές εξελίξεις που οδήγησαν στις Συμφωνίες... more
Η εκδοτική παραγωγή που εμφανίστηκε μετά τον Κυπριακό Αγώνα (1955-1959) και την ένοπλη διεκδίκηση του αιτήματος της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα (Ένωση) έδωσε έμφαση στις πολιτικές ή διπλωματικές εξελίξεις που οδήγησαν στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959,  καθώς και στην προσωπική δράση μελών της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) που ανέλαβε επαναστατικές ενέργειες εναντίον των δυνάμεων του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος.  Επιπρόσθετα, τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε μια προσπάθεια μελέτης επιμέρους πτυχών του Κυπριακού Αγώνα, η οποία επικεντρώνεται στο επιχειρησιακό πρόγραμμα της ΕΟΚΑ,  αφενός, και τα βρετανικά αντίμετρα να τις αντιμετωπίσουν, αφετέρου.  Εντούτοις, η δράση των ένοπλων ομάδων της ΕΟΚΑ μέσα στο περιορισμένο νησιωτικό πλαίσιο της Κύπρου δεν θα ήταν δυνατό από μόνη της να εγγυηθεί την επιβίωσή τους∙ ούτε θα μπορούσε να αμφισβητήσει ευθέως τη δυνατότητα των Βρετανών να ελέγξουν το νησί στο βαθμό που έγινε αυτό κατορθωτό όταν άρχισαν να συμμετέχουν συλλογικά οι Έλληνες της Κύπρου στην επανάσταση, με αποκορύφωμα την εκστρατεία της Παθητικής Αντίστασης το 1958. Είναι προφανές, ότι η προσοχή μας πρέπει να στραφεί και στην Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνος (ΠΕΚΑ), την οργάνωση δηλαδή η οποία διεκπεραίωσε τη σημαντική αποστολή της καθοδήγησης των διαφόρων ομάδων της ελληνοκυπριακής κοινωνίας για λογαριασμό της ΕΟΚΑ.

Η παρούσα μελέτη δε φιλοδοξεί να αποτελέσει μια γεγονοτολογική αφήγηση των πεπραγμένων της ΠΕΚΑ, επομένως απουσιάζει η παράθεση προσωπικών ενεργειών των μελών της. Αντίθετα, μέσω της ανάλυσης πτυχών κριτικής σημασίας, θα επιδιωχθεί η κατανόηση της φύσης της θυγατρικής αυτής οργάνωσης της ΕΟΚΑ. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα θα επικεντρωθεί σε τέσσερις θεματικές ενότητες: το ρόλο που κατείχε η καλλιέργεια λαϊκής υποστήριξης στη στρατηγική της ΕΟΚΑ, τους λόγους που οδήγησαν στην ίδρυση της ΠΕΚΑ, την ιδιαίτερη δομή της οργάνωσης και τον τρόπο δράσης της.

Η έρευνά μας στηρίζεται σε αγγλόγλωσση και ελληνόγλωσση βιβλιογραφία που αναφέρεται στην περίοδο του Κυπριακού Αγώνα και κυρίως στα συγγράμματα του στρατιωτικού ηγέτη της ΕΟΚΑ, Γεώργιου Γρίβα. Επιπλέον, γίνεται χρήση αρχειακών συλλογών από τα βρετανικά υπουργεία Αποικιών (Colonial Office) και Πολέμου (War Office), καθώς και έγγραφα του υπουργείου Εξωτερικών και Κοινοπολιτειακών Υποθέσεων (Foreign and Commonwealth Office) που αποχαρακτηρίστηκαν τα τελευταία χρόνια και είναι γνωστά ως Migrated Archives. Το εν λόγω υλικό εντοπίζεται στο Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου (The National State Archives - NSA). Επιπρόσθετες πληροφορίες συγκεντρώθηκαν από δημοσιευμένες συλλογές εγγράφων που περιλαμβάνουν το έντυπο υλικό της πολιτικής πτέρυγας της ΕΟΚΑ. Τέλος, βετεράνοι της ΕΟΚΑ οι οποίοι υπηρέτησαν στην κομβική θέση του τομεάρχη (ηγέτης μεγάλης γεωγραφικής περιφέρειας),  καθώς και αγωνιστές οι οποίοι ορίστηκαν από την ηγεσία του ένοπλου ενωτικού κινήματος ως υπεύθυνοι ΠΕΚΑ Λευκωσίας, προσέφεραν τις πολύτιμες μαρτυρίες τους.
Ένα έντονο στοιχείο στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων Κυπρίων που αποκόμισαν εμπειρίες από την περίοδο του Κυπριακού Αγώνα (1955-1959) αφορά την πικρία που νιώθουν λόγω των πολιτικών που εφήρμοσε ο Στρατάρχης Sir John Harding κατά θητεία... more
Ένα έντονο στοιχείο στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων Κυπρίων που αποκόμισαν εμπειρίες από την περίοδο του Κυπριακού Αγώνα (1955-1959) αφορά την πικρία που νιώθουν λόγω των πολιτικών που εφήρμοσε ο Στρατάρχης Sir John Harding κατά θητεία του ως Βρετανός Κυβερνήτης της Κύπρου (Οκτώβριος 1955-Οκτώβριος 1957). Για τον Harding έχουν χρησιμοποιηθεί απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί σε στίχους της πνευματικής παραγωγής που έλκει έμπνευση από το ένοπλο ενωτικό κίνημα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ): για παράδειγμα ο Στρατάρχης έχει χαρακτηριστεί «άτιμος»  και «μεγάλο σκυλί».  Επίσης, ενόσω διαρκούσε ακόμη η επανάσταση στο νησί χρησιμοποιήθηκαν σε επαναστατικές προκηρύξεις της οργάνωσης τα επίθετα «γκαουλάιτερ»  και «σατραπίσκος».  Αναντίλεκτα, σε τέτοιου είδους προσλήψεις και εκφράσεις συνέβαλαν οι κατασταλτικές πρωτοβουλίες που ανέλαβε ο Harding ήδη από τα πρώτα στάδια της θητείας του στην αποικία.

Η παρούσα μελέτη φιλοδοξεί να σκιαγραφήσει ένα ιστορικό πορτραίτου του Στρατάρχη Sir John Harding, ερμηνεύοντας τις ενέργειές του σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο κατά το έτος 1956, όταν στην Κύπρο κορυφώθηκε η σύγκρουση της βρετανικής φρουράς με την ΕΟΚΑ. Η ανάλυσή μας θα στηριχτεί σε πληροφορίες που εντοπίζονται στην αγγλόγλωσση ή ελληνόγλωσση ιστοριογραφία που πραγματεύεται την περίοδο του Κυπριακού Αγώνα. Το εν λόγω υλικό συμπληρώθηκε με αρχειακά δεδομένα από τις συλλογές των βρετανικών κρατικών αρχείων («The National Archives»-TNA) στο Kew και κυρίως το υπόμνημα του ίδιου του Harding προς τον Βρετανό Υπουργό Αποικιών, Alan Lennox-Boyd, για τα πεπραγμένα του ως Κυβερνήτης της Κύπρου, έκτασης 405 σελίδων (μη συμπεριλαμβανομένων των  παραρτημάτων).
Η Κύπρος επήλθε υπό βρετανική διοίκηση το 1878 αν και η επικυριαρχία ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1925 ανακηρύχθηκε αποικία του βρετανικού στέμματος. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της βρετανικής κυριαρχίας, το νησί υπήρξε ήσσονος... more
Η Κύπρος επήλθε υπό βρετανική διοίκηση το 1878 αν και η επικυριαρχία ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.  Το 1925 ανακηρύχθηκε αποικία του βρετανικού στέμματος.  Κατά το μεγαλύτερο μέρος της βρετανικής κυριαρχίας, το νησί υπήρξε ήσσονος αξίας για τα στρατηγικά συμφέροντα της αποικιοκρατικής δύναμης. Η Κύπρος απέκτησε επιπρόσθετη ύψιστη στρατηγική σημασία για τη Βρετανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από τις αποικίες και τα προτεκτοράτα της στη Μέση Ανατολή. Έκτοτε η βρετανική πλευρά θεωρούσε το νησί ως ζωτικής σημασίας βάση, ώστε να μπορεί να ασκεί επιρροή στη Μέση Ανατολή αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο.  Ωστόσο, πιέσεις από το εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου δεν άργησαν να εμφανιστούν στο προσκήνιο. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού του νησιού υποστήριζε έντονα τον τερματισμό του αποικιακού καθεστώτος και την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (Ένωση). Το 1931, το πολιτικό αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου οδήγησε σε εκτεταμένες -αν και αυθόρμητες- αναταραχές, οι οποίες καταστάληκαν βίαια από τις δυνάμεις της Βρετανίας. Επιπλέον, το αποικιακό καθεστώς προέβηκε σε αναστολή των συνταγματικών θεσμών.  Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τον οποίο οι Έλληνες της Κύπρου πολέμησαν στο πλευρό της Βρετανίας, το αίτημα για Ένωση άρχισε να εκφράζεται πιο έντονα.  Η Εκκλησία της Κύπρου διοργάνωσε το 1950 δημοψήφισμα στο οποίο περίπου 96% των Ελληνοκυπρίων ψήφισαν υπέρ της ‘Ενωσης.  Μερικά χρόνια αργότερα η κυβέρνηση της Ελλάδας προσανατολίστηκε προς μια πολιτική διεθνοποίησης του Κυπριακού Ζητήματος. Εντούτοις, το Λονδίνο δεν συζητούσε καν οποιαδήποτε προοπτική απόσυρσης από το νησί.  Το Βρετανικό Γενικό Επιτελείο επέμενε ότι η διατήρηση του αποικιακού καθεστώτος στην Κύπρο ήταν απαραίτητη για τους αμυντικούς σκοπούς της Βρετανίας.  Έχοντας υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν την άμεση κυριαρχία επί της Παλαιστίνης το 1948, η ιδέα του να χάσουν μια αποικία την οποία χρησιμοποιούσαν ανεμπόδιστα (χωρίς τους περιορισμούς μιας διεθνούς συμφωνίας) για τους μεσανατολικούς ή νοτιοανατολικούς σχεδιασμούς τους ήταν αδιανόητη.  Συνεπακόλουθα, η πολιτική του Λονδίνου απέναντι στην έκρηξη του ένοπλου ενωτικού κινήματος της ΕΟΚΑ τον Απρίλιο του 1955 δεν ήταν άλλη από το να επιδιώξει την επιτυχή αντιμετώπισή του, τόσο με πολιτικά όσο και με βίαια μέσα.

Παρόλο που η αγγλόγλωσση βιβλιογραφία  επικεντρώθηκε στη φυσική πάλη μεταξύ των βρετανικών δυνάμεων και του ένοπλου ενωτικού κινήματος της Κύπρου, η ελληνόγλωσση ιστοριογραφία αγνόησε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη βρετανική κατασταλτική αντίδραση, ιδίως από τεχνικής πλευράς. Αντίθετα, οι περισσότερες εκδόσεις συμπεριέλαβαν τις πικρές ψυχοσωματικές εμπειρίες που δημιούργησαν τα βρετανικά αντεπαναστατικά μέτρα στις μάζες των Ελλήνων της Κύπρου.  Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να συνεισφέρει στην αύξηση του επιπέδου γνώσης (από τεχνικής πλευράς) αναφορικά με τις μεθόδους των Βρετανών για καταστολή της επανάστασης στην Κύπρο. Ειδικότερα, θα γίνει παρουσίαση και ανάλυση των αντεπαναστατικών πρωτοβουλιών της Βρετανίας κατά την περίοδο μεταξύ Απριλίου 1955-Μαρτίου 1956, εφόσον αποτελέστε το πρελούδιο της προσπάθειάς της για στρατιωτική λύση του Κυπριακού Ζητήματος. Η έρευνά μας, επικεντρώνεται στη χρησιμότητα της επιβολής της «έννομης τάξης» ως μέρος της στρατηγικής του Λονδίνου για τελική διευθέτηση του Κυπριακού. Ακόμη, εξετάζονται μερικά από τα μέτρα που λήφθηκαν στο πεδίο της αστυνόμευσης ώστε να ισχυροποιήσουν την Αστυνομία και το Στρατό ως δυνάμεις επιβολής του νόμου και της τάξης. Στο τελευταίο μέρος της ανάλυσής μας, οι τεχνικές της Βρετανίας θέτονται υπό κριτικό πρίσμα.

Μεθοδολογικά εργαλεία στην προσπάθειά μας αποτελούν αγγλόγλωσσες επιστημονικές μελέτες εγχειρίδια για τις βρετανικές αντεπαναστατικές πολιτικές. Επιπρόσθετα, σημαντική πηγή πληροφοριών αποτελούν βρετανικές συγκεντρωτικές αναφορές από άτομα που υπηρετούσαν στα υψηλά κλιμάκια του Βρετανικού Στρατού στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του Κυπριακού Αγώνα, οι οποίες βρίσκονται στο Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives of the United Kingdom-TNA) στο Λονδίνο.
British colonial rule over Cyprus lasted from 1878 until 1960, and the final stages of the British regime were marked with high tension. A physical Greek-Cypriot insurgency started in April 1955 against the British colonial forces. This... more
British colonial rule over Cyprus lasted from 1878 until 1960, and the final stages of the British regime were marked with high tension. A physical Greek-Cypriot insurgency started in April 1955 against the British colonial forces. This insurgency was terminated by the Zurich-London Agreements in February 1959, which provided for the establishment of the Republic of Cyprus in August 1960.
The conflict in Cyprus (international historiography uses the terms “the Cyprus Revolt” or the “Cyprus Emergency”)  was undoubtedly a bitter experience for both Britain and the Greek-Cypriot population. On the one hand, the British failure in their military effort to suppress the Greek-Cypriot rebellion for many years went unmentioned in the contents of counter-insurgency manuals, which gave priority to the lessons the British learned from their successful campaigns, as in Malaya during 1948-1960.  On the other hand, Britain’s political maneuvers were made to stymie the Greek-Cypriot national desiderata for union of Cyprus with Greece, Enosis, which resulted in the bitter sentiment of Greek-Cypriots, the island’s largest ethnic group, toward the British. Let us also consider that the British unsuccessful policing intervention –including such sensitive matters as curfews, large-scale detention of Greek-Cypriot suspects, alleged mistreatment of individuals during interrogations by security forces and the imposition of the death penalty for Greek-Cypriots convicted of insurgent activities – to contain the armed anti-colonial movement also had a harmful impact on domestic Greek-Cypriot perception of the island’s political situation: it prejudiced the Greek-Cypriot masses to incline favorably towards the insurgents and against the British garrison while the rebellion was still on.  Furthermore, it inevitably contributed to the transposing of bitter psychosomatic experiences onto one strand of post-independence Greek-Cypriot historical writing.  In addition, the debate that arose recently regarding the “anti-terrorist” British methods during the era of decolonisation encouraged a group of Greek-Cypriots who fought against British colonial rule in the 1950s to bring their case to court, claiming abuse by British security personnel.  Their initiative follows the case of three Kenyans who took legal action against the United Kingdom for their mistreatment by British forces during the Mau-Mau rebellion in Kenya in the 1960s. The effort of the Kenyan claimants resulted in the United Kingdom government’s apology and payment of compensation to those tortured.
The present analysis aims to produce a penetrating enquiry of selected aspects of the British security efforts during the conflict, which proved to be crucial in the British failure to maintain their position in Cyprus and helped widen the divide between the British and the Greek-Cypriot population. In this regard, the historical background to the rebellion is reconstructed, focusing on Britain’s strategic plans for Cyprus and how these plans contradicted the political desires of Greek-Cypriots. The research agenda also includes the utility of imposing Law and Order, which was at the core of London’s preoccupation with a final settlement of the Cyprus Question. Special mention is made of the measures undertaken to strengthen the Police and the Army as forces of Law and Order. In the final segment, the British counter-insurgency effort is placed under critical examination.
As far as the methodology of the paper is concerned, the historiographical context of the British counter-insurgency campaigns in various colonies (including Cyprus)  and Britain’s initiatives in Cyprus (both political and military),  including works fully based on primary documentation, provide an important backdrop to the present project. The invaluable information included in such publications is supplemented with archival material, such as reports or memoranda from high-ranking members of the British Army who served in Cyprus during the various phases of the four-year insurgency.  Another source is the annual reports produced by the colonial government in Cyprus about developments in various sectors, including the security campaign.  The bulk of this type of documentation bears mainly on British political and military initiatives to control the rebellion in the colony. It is held in the National Archives of the United Kingdom at Kew (hereafter TNA) and the Cyprus State Archives in Nicosia (hereafter CSA).
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακολούθησαν σοβαρές πιέσεις στο εσωτερικό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για μείωση των αυτοκρατορικών της υποχρεώσεων. Παρόλο που το Λονδίνο ανταποκρίθηκε και απομακρύνθηκε από διάφορα στρατιωτικά... more
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακολούθησαν σοβαρές πιέσεις στο εσωτερικό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για μείωση των αυτοκρατορικών της υποχρεώσεων. Παρόλο που το Λονδίνο ανταποκρίθηκε και απομακρύνθηκε από διάφορα στρατιωτικά συμφέροντα, αποδείχτηκε εξαιρετικά αρνητικό σε οτιδήποτε θα μπορούσε να απειλήσει τις Βρετανικές κτήσεις στη Μέση Ανατολή, με τις οποίες η Κύπρος συνδεόταν άμεσα. Η Βρετανική κυβέρνηση των Εργατικών είχε λάβει ήδη δύο δύσκολες αποφάσεις: να παραχωρήσει ανεξαρτησία στην Ινδία το 1947 και να αποσυρθεί από την Παλαιστίνη το 1948. Ήταν λοιπόν απρόθυμο να συναινέσει σε οποιαδήποτε επιπρόσθετη εξέλιξη η οποία θα μπορούσε να αμφισβητήσει το υφιστάμενο status quo ή να οδηγήσει σε περαιτέρω συρρίκνωση της αυτοκρατορίας. Η συγκεκριμένη πολιτική προδιάθεση ίσχυε ιδιαίτερα για την Κύπρο, στην οποία η Βρετανία απέβλεπε να διατηρήσει άμεση κυριαρχία. Συνεπακόλουθα, ήταν σε σχέση με αυτό το υπόβαθρο που έλαβε χώρα το αδιέξοδο για το συνταγματικό μέλλον του νησιού και η έναρξη της ένοπλης δράσης της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) που ακολούθησε.

Ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου έχει ορθότατα υποδείξει πως σημείο έναρξης μιας μελέτης σχετικά με τον Κυπριακό Αγώνα συνήθως αποτελούν η δράση του Γεώργιου Γρίβα και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, επειδή οι πρώτες ερμηνείες για το ένοπλο ενωτικό κίνημα βασίστηκαν σε στοιχεία που συγκεντρώθηκαν ενόσω αυτό βρισκόταν σε εξέλιξη.  Η διερεύνηση όμως ενός επαναστατικού κινήματος δε μπορεί να αποκοπεί από την προϊστορία του. Ήταν οι προσωπικότητες του Γεώργιου Γρίβα και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου οι πιο καταλυτικές κατά τη διάρκεια των διεργασιών που οδήγησαν στην εμφάνιση μιας ένοπλης οργάνωσης εναντίον των Βρετανών στην Κύπρο ή μήπως πρέπει να λάβουμε υπόψη άλλους παράγοντες ή σχηματισμούς; Δυστυχώς, η διαδικασία προς τη λήψη της απόφασης για την ίδρυση της ΕΟΚΑ συνήθως δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη∙ αν όμως την αγνοήσουμε, θα οδηγηθούμε σε εσφαλμένα συμπεράσματα στην προσπάθειά μας να ερμηνεύσουμε την πορεία των γεγονότων για το προπαρασκευαστικό στάδιο της φυσικής εξέγερσης στην Κύπρο. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα αποτελέσματα της έρευνάς μας ελάχιστα θα απέχουν από μια προσωποπαγή αφήγηση γύρω από το Γεώργιο Γρίβα, κάτι που παρατηρείται κυρίως στα απομνημονεύματα του αρχηγού της ΕΟΚΑ,  καθώς και στην πρώιμη Βρετανική ιστοριογραφία.  Στόχος της παρούσας ανάλυσης είναι να διεισδύσει στις οργανωτικές και πολιτικές ρίζες της ΕΟΚΑ. Η προσοχή μας, λοιπόν, θα στραφεί στην πορεία προς τη λήψη της απόφασης για την έναρξη ένοπλου αγώνα καθώς και στην ανάδειξη του Γεώργιου Γρίβα ως τον ηγέτη που θα καθοδηγούσε την εν λόγω προσπάθεια. Επιπρόσθετα, θα ανιχνεύσουμε τα στοιχεία που συντέλεσαν στη διαμόρφωση του αρχικού χαρακτήρα της ΕΟΚΑ.

Η έρευνά μας στηρίζεται στην υπάρχουσα Αγγλόγλωσση και Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία για τον Κυπριακό Αγώνα, συμπεριλαμβανομένων σπάνιων εκδόσεων των δεκαετιών του 1960 και 1970. Επιπρόσθετα, γίνεται χρήση πρωτογενούς αρχειακού υλικού από το Βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο είναι προσβάσιμο στις συλλογές του Κρατικού Αρχείου του Ηνωμένου Βασιλείου (The National State Archives - NSA) στο Λονδίνο. Τέλος, χρήσιμα μεθοδολογικά εργαλεία για την προσπάθειά μας αποτελούν υπόγειες εκδόσεις που κυκλοφορούσαν η ΕΟΚΑ και οι θυγατρικές οργανώσεις της, ΠΕΚΑ και ΑΝΕ, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, όπως αυτές συγκεντρώθηκαν και δημοσιεύτηκαν ως συλλογές εγγράφων την περίοδο μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου.
Κατά την περίοδο 1955-1959, η κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ Βρετανίας και ελληνοκυπρίων έφτασε στο αποκορύφωμά της και μετεξελίχθηκε σε ένοπλη αντιπαράθεση. Πιο συγκεκριμένα, στην Κύπρο δημιουργήθηκε μια επαναστατική ελληνοκυπριακή οργάνωση,... more
Κατά την περίοδο 1955-1959, η κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ Βρετανίας και ελληνοκυπρίων έφτασε στο αποκορύφωμά της και μετεξελίχθηκε σε ένοπλη αντιπαράθεση. Πιο συγκεκριμένα, στην Κύπρο δημιουργήθηκε μια επαναστατική ελληνοκυπριακή οργάνωση, η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), με στόχο τον τερματισμό της Βρετανικής κυριαρχίας και την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Η διένεξη έληξε το Φεβρουάριο του 1959 με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, οι οποίες οδήγησαν στην ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Αύγουστο του 1960.

Τα τελευταία χρόνια αναφύονται εξαιρετικές μελέτες οι οποίες φέρνουν στην επιφάνεια τη φύση των επαναστατικών δραστηριοτήτων της ΕΟΚΑ. Τα εν λόγω συγγράμματα εστιάζουν στον προμελετημένο σχεδιασμό και εφαρμογή των επιχειρήσεων, καθώς και στο ότι δεν ήταν απότοκες ενός αυθόρμητου ανοργάνωτου ξεσηκωμού των καταπιεσμένων μαζών.  Παρά ταύτα, η ιστοριογραφία δεν έχει ασχοληθεί επισταμένως με την ένοπλη εκστρατεία της ΕΟΚΑ, με αποτέλεσμα την ανεπαρκή κατανόηση των επιχειρησιακών επιλογών της ανατρεπτικής οργάνωσης. Η παρούσα εισήγηση φιλοδοξεί να καλύψει μέρος αυτού του κενού επιδιώκοντας να παρουσιάσει τη διαμόρφωση και ανάπτυξη του επιχειρησιακού προγράμματος της ΕΟΚΑ σε σχέση με τις εξελίξεις για το διεθνές καθεστώς της Κύπρου. Πιο συγκεκριμένα, θα επισημανθεί η αναμφισβήτητη εξάρτηση των στρατηγικών επιλογών του ένοπλου ενωτικού κινήματος από τις διακυμάνσεις των διεθνών πρωτοβουλιών για το Κυπριακό Ζήτημα.

Η έρευνά μας στηρίζεται στην υπάρχουσα Αγγλόγλωσση και Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία. Επιπρόσθετα, γίνεται χρήση πρωτογενούς αρχειακού υλικού από τα Βρετανικά υπουργία Αποικιών, Εξωτερικών και Πολέμου, το οποίο φυλάσσεται στο Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου (The National State Archives - NSA). Τέλος, πληροφορίες συγκεντρώνονται από αδημοσίευτο υλικό τόσο από τα προσωπικά αρχεία Βρετανών στρατιωτικών που βρίσκονται στο Imperial War Museum (IWM) του Λονδίνου, όσο και από το Ίδρυμα Απελευθερωτικού Αγώνα ΕΟΚΑ 1955-1959 (ΙΔΑΑΕ) στη Λευκωσία.
Μια από τις σημαντικότερες περιόδους του Κυπριακού Ζητήματος είναι τα χρόνια 1955-1959, όταν η μακροχρόνια κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ των Βρετανών και των Ελλήνων της Κύπρου κορυφώθηκε και μετατράπηκε σε ένοπλη αντιπαράθεση. Η Εθνική... more
Μια από τις σημαντικότερες περιόδους του Κυπριακού Ζητήματος είναι τα χρόνια 1955-1959, όταν η μακροχρόνια κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ των Βρετανών και των Ελλήνων της Κύπρου κορυφώθηκε και μετατράπηκε σε ένοπλη αντιπαράθεση. Η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), μια επαναστατική Ελληνοκυπριακή οργάνωση συγκροτήθηκε για να διεξάγει ένοπλο αγώνα εναντίον του Βρετανικού μηχανισμού ασφαλείας στο νησί. Η σύγκρουση έληξε το 1959 με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, οι οποίες τερμάτισαν τη Βρετανική κυριαρχία στην Κύπρο και οδήγησαν το 1960 στην ίδρυση μιας νέας κρατικής οντότητας, της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο όγκος της υπάρχουσας βιβλιογραφίας σχετικά με την περίοδο της Αγγλοκρατίας επικεντρώθηκε κυρίως (κατανοητά βέβαια) στη διπλωματική πτυχή του Κυπριακού κατά τη δεκαετία του 1950 ή στις ψυχοσωματικές εμπειρίες των Ελληνοκυπρίων από την φυσική πάλη εναντίον των Βρετανών. Αποτελεί δυσάρεστη διαπίστωση η (σε μεγάλο βαθμό) ανυπαρξία ειδικών μελετών, οι οποίες ακολουθώντας επιστημονική μεθοδολογία, να δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν, από τεχνικής άποψης, τις στρατιωτικές παραμέτρους του αγώνα της ΕΟΚΑ. Κατά συνέπεια, το ιστορικό φαινόμενο «ΕΟΚΑ» δεν έχει μελετηθεί επαρκώς και είναι επιστημονικά ακάλυπτο, κατάσταση η οποία αφήνει δυστυχώς άπλετο χώρο για παρανοήσεις ή ακόμη και χαλκεύσεις.

Η παρούσα μελέτη δε φιλοδοξεί να απαντήσει όλα τα σχετικά ζητήματα, πρωτίστως λόγω έλλειψης χώρου. Εντούτοις θα επιδιώξει να συμβάλει στη διερεύνηση μιας μικρής, αλλά όχι αμελητέας, στρατιωτικής πτυχής του ένοπλου ενωτικού κινήματος: του επιπέδου γνώσης των Βρετανών σχετικά με τη λειτουργία του Συστήματος Συνδέσμων της ΕΟΚΑ. Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι δε θα εξετάσουμε τη λειτουργία ολόκληρου του Συστήματος Επικοινωνιών του ένοπλου κινήματος, ούτε αυτού καθαυτού του δικτύου συνδέσμων• επίσης, δε θα γίνει καν εξιστόρηση των προσωπικών ενεργειών των αγωνιστών. Αντίθετα, η προσοχή μας θα στραφεί στην αντίληψη που είχαν ο Στρατός και η Αστυνομία για τους αγγελιαφόρους της οργάνωσης. Επιπρόσθετα, στο τελευταίο μέρος θα παραθέσουμε τους λόγους αποτυχίας του Βρετανικού μηχανισμού ασφαλείας στο να παρεμποδίσει δραστικά την κυκλοφορία μηνυμάτων από τα υψηλά προς τα χαμηλά κλιμάκια (ή και αντιστρόφως) της ΕΟΚΑ, όπως τους εντοπίζει η ίδια η στρατιωτική ηγεσία του. Η παρούσα μελέτη στηρίζεται σε υλικό από τα Βρετανικά αρχεία και πιο συγκεκριμένα σε συγκεντρωτική αναφορά που ετοίμασε το 1960 για το Υπουργείο Πολέμου (War Office) ο Διευθυντής Επιχειρήσεων εναντίον της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, Υποστράτηγος Kenneth Darling. Για τη σύνταξη της αναφοράς ο Darling βασίστηκε σε πληροφορίες που δόθηκαν από συνεργάτες των Βρετανών ή που αποσπαστήκαν από μέλη της ΕΟΚΑ κατά τη διάρκεια ανάκρισης. Ένα άλλο μέρος αυτών αποκτήθηκαν από ανακαλυφθέντα έγγραφα της οργάνωσης, όπως για παράδειγμα μέρος του ημερολογίου του στρατιωτικού αρχηγού της ΕΟΚΑ, Γεώργιου Γρίβα-Διγενή.

One of the most significant periods in the history of Cyprus as it relates to the Cyprus Question is 1955 to 1959, when the lengthy crisis of trust between Britain and the Greek-Cypriots erupted in physical confrontation. EOKA (Ethniki Organosi Kyprion Agoniston – National Organization of Cypriot Fighters), a Greek-Cypriot insurgent organization, was created to undertake an armed struggle against the British garrison in the colony. This struggle came to an end with the Zurich-London Agreements in 1959, which did not provide for union of Cyprus with Greece (enosis) as the majority of the Greek inhabitants of the island desired, but for the establishment of an independent state in 1960, the Republic of Cyprus.

Since the founding of the Republic, most of the bibliography pertaining to British rule over Cyprus has understandably focused on diplomatic activities during the 1950s or on the response of the Greek-Cypriots to the imperial power’s political maneuvers or policing in an effort to maintain direct sovereignty over the island. It is an objective of the current analysis to expand that historiography beyond the political plane to the physical insurgency, which has thus far been ignored or downplayed. More specifically, the current analysis isolates and explores a specific military aspect of the armed enosis movement, the extent of British awareness of EOKA’s courier system during the uprising. It is crucial to underline that this analysis does not fully examine the operation of EOKA’s system of communications and its network of couriers, nor does it include personal accounts from EOKA members. On the contrary, we direct our attention to the sum of information the Army and the Police obtained regarding the organization’s couriers and, in the final section, we cite the reasons behind the British failure to obstruct the circulation of messages between the various levels of EOKA, as this circulation had been identified by the supreme British military leadership itself.

Extremely useful in this regard is material found in the National Archives of the United Kingdom (TNA), particularly the comprehensive memorandum prepared for the War Office in April 1960, after the final stage of the insurgency, by the Director of Operations against EOKA, Major-General Kenneth Darling. In his report, Darling reveals much of the intelligence obtained by the British, which was provided to them by collaborators or extracted from EOKA cadres during ‘interrogation’. Other information was secured from correspondence intercepted by the British, such as sections of the diaries of EOKA commander George Grivas.  Darling’s memorandum comprises 94 pages, seven of which explain EOKA’s communications system.
One of the most significant periods of the Cyprus Question is the years from 1955-1959, when the long-lasting polarization between the British and the Greek-Cypriots reached its peak and was transformed into an armed confrontation. In... more
One of the most significant periods of the Cyprus Question is the years from 1955-1959, when the long-lasting polarization between the British and the Greek-Cypriots reached its peak and was transformed into an armed confrontation. In particular as for the Greek-Cypriot side, EOKA (Ethniki Organosis Kyprion Agoniston - The National Organization of Cypriot Fighters), a subversive organization was created in order to carry out an armed struggle against the British security machinery in the island. The conflict ended in 1959 with the Zurich/London Agreements which terminated the British rule in the island and a new state in August 1960 was established, the Republic of Cyprus. However, during the post-independence years, contested views emerged in Cyprus as to the true character and aims of the ‘EOKA struggle’, which shaped the Greek-Cypriot political culture for the years ahead. The Greek-Cypriot politicians attempted to strengthen their political foothold against the opposition of hardcore enosis supporters, by connecting the goal of ‘independence’ with the aims of the insurgency during 1955-1959. Therefore, neologisms emerged during the last thirty years in the official Greek-language historiography, invariably presented as the incontrovertible historical ‘truth’, although acting on political expediency: the ‘EOKA struggle’ has therefore been described as a rebellion for independence, in spite of the fact that the latter goal never existed amongst its initial aspirations. Simultaneously, the same implicit version appeared in the official or unofficial literature in relation with the four-year physical struggle in Cyprus, where the terms ‘enosis’ and ‘the enosist struggle of EOKA’ were replaced by ‘liberty’ and ‘the liberation struggle of EOKA’, respectively.

This paper seeks to explore the essential political aim of the leadership and the active members of the organization EOKA. Consequently, special consideration will be taken of what EOKA fought for, as revealed in the leaflets and other literature circulated by the subversive movement. In addition, we will trace the movement’s goals as they were later defined in response to successive British suggestions and ‘plans’-from the Makarios-Harding negotiations through to the Zurich/ London Agreements. It must be underlined, though, that this segment of our analysis does not intend any full analysis of each plan, which would entail a constitutional history of Cyprus during the four-year revolt. It will only be demonstrated how each formula failed to meet the insurgent organization’s aspirations. Finally, we will explore the reasons why the leadership of EOKA eventually accepted a settlement based on an independent Cyprus, which was critically different from the original desire of the movement for union of Cyprus with Greece.
Η διετία 1996-1998 υπήρξε κρίσιμη για την πορεία του Κυπριακού Προβλήματος μετά το 1974. Η απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας να προχωρήσει στην αγορά του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-300, προκάλεσε την έντονη αντίδραση της... more
Η διετία 1996-1998  υπήρξε κρίσιμη για την πορεία του Κυπριακού Προβλήματος μετά το 1974. Η απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας να προχωρήσει στην αγορά του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-300, προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Τουρκίας, καθώς και τις παρεμβάσεις άλλων χωρών. Συνεπακόλουθα, η ένταση στην Κύπρο κλιμακώθηκε κατακόρυφα και το ξέσπασμα ενός θερμού επεισοδίου έμοιαζε εξαιρετικά πιθανό.
Η παρούσα μελέτη εξετάζει την Κρίση των Πυραύλων S-300 υπό το πρίσμα της ιστορικής ανάλυσης και θεωριών που σχετίζονται με την απειλή χρήσης βίας ως εργαλείο πολιτικής στις διεθνείς σχέσεις.
Ο Μεγάλος Πόλεμος αδιαμφισβήτητα αποτέλεσε νέα εμπειρία για την ανθρωπότητα και ιδίως για τα ευρωπαϊκά έθνη που πρωταγωνίστησαν σε αυτόν. Είχε, ωστόσο, σημαντικό αντίκτυπο και στα εσωτερικά μέτωπα των περιοχών που βρίσκονταν μακριά από... more
Ο Μεγάλος Πόλεμος αδιαμφισβήτητα αποτέλεσε νέα εμπειρία για την ανθρωπότητα και ιδίως για τα ευρωπαϊκά έθνη που πρωταγωνίστησαν σε αυτόν.  Είχε, ωστόσο, σημαντικό αντίκτυπο και στα εσωτερικά μέτωπα των περιοχών που βρίσκονταν μακριά από τα μέτωπα των συγκρούσεων. Για παράδειγμα, το διεθνές καθεστώς της Κύπρου άλλαξε ενόσω ο πόλεμος διαρκούσε εξαιτίας γεγονότων που σχετίζονταν άμεσα με τον πόλεμο: η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμάχησε με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, ενισχύοντας το συνασπισμό εναντίον της Βρετανίας (συμμάχου της Γαλλίας και της Ρωσίας),  με συνέπεια να εκπέσει η Σύμβαση Κύπρου. Το Λονδίνο αποφάσισε ότι δε δεσμευόταν πλέον από την εν λόγω συνθήκη και προσάρτησε μονομερώς το νησί το Νοέμβριο του 1914.

Η παρούσα μελέτη εξετάζει τον αντίκτυπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στα πολιτικά πράγματα της Κύπρου, ιδίως σε επίπεδο προσδοκιών στον ελληνοκυπριακό τύπο. Το πρώτο μέρος επικεντρώνεται στις ειδήσεις για το ξέσπασμα του πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, και την προσάρτηση της Κύπρου από τη Βρετανία τρεις μήνες αργότερα. Το δεύτερο τμήμα αναφέρεται στη στάση του τύπου μετά την ανακοίνωση για την σύναψη ανακωχής μεταξύ των εμπόλεμων χωρών το Νοέμβριο του 1918 και την επικείμενη σύγκληση της Συνδιάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού, η οποία έλαβε τελικά χώρα τον Ιανουάριο του 1919.  Πρωτογενές υλικό εντοπίστηκε στον τύπο της εποχής. Η συχνή παράθεση αποσπασμάτων είναι απαραίτητη για να εισαχθούμε στο κλίμα της εποχής.
Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-1959) υπήρξε το τελευταίο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα ενός τμήματος του ελληνισμού. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της κυπριακής πολιτείας, η ιστορική εμπειρία της επαναστατικής τετραετίας ταυτίστηκε στη... more
Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-1959) υπήρξε το τελευταίο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα ενός τμήματος του ελληνισμού. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της κυπριακής πολιτείας, η ιστορική εμπειρία της επαναστατικής τετραετίας ταυτίστηκε στη δημόσια εκφορά της (δίκαια βέβαια) με το στοιχείο του ηρωισμού.  Συνεπακόλουθα, σημαντικός αριθμός έργων μνήμης δημιουργήθηκε, λειτουργώντας ως δίαυλος έκφρασης της λαϊκής ανάγκης για την απόδοση σεβασμού και τιμής στους ήρωες, οι οποίοι θυσίασαν τη ζωή τους για την απελευθέρωση της πατρώας γης. Η πάροδος τόσων χρόνων δεν μείωσε το ενδιαφέρον για διατήρηση της μνήμης του Κυπριακού Αγώνα. Στο γεγονός αυτό αναμφίβολα συνέβαλε και η ίδρυση, στις 26 Μαρτίου 1993, του Συμβουλίου Ιστορικής Μνήμης Αγώνα ΕΟΚΑ 1955-1959 (ΣΙΜΑΕ), το οποίο έχοντας ως σκοπό «τη συντήρηση της Ιστορικής Μνήμης του Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959 » αποτέλεσε την κρατική ενεργοποίηση στον τομέα της συλλογικής μνήμης. Έκτοτε, στις δράσεις που αναπτύσσει το ΣΙΜΑΕ, εξέχουσα θέση καταλαμβάνει η χρηματοδότηση μνημείων ή η κάλυψη του κόστους συντήρησης σε παγκύπρια κλίμακα.

Η παρούσα μελέτη προσεγγίζει ως περιπτωσιολογία έναν τοπικό χώρο μνήμης και πιο συγκεκριμένα το αναπαλαιωμένο κρησφύγετο στο Αυγόρου. Αρχικά γίνεται παρουσίαση του κτίσματος, καθώς και του ιστορικού υπόβαθρου που οδήγησε στη δημιουργία του. Στη συνέχεια αναδεικνύονται οι σημαντικές δυνατότητες που ο χώρος διαθέτει για την ανάπτυξη εκπαιδευτικών δράσεων προς οικοδόμηση ιστορικής γνώσης. Κατά τη διαδικασία έρευνας αξιοποιήθηκαν πληροφορίες που έδωσε ο Παναγιώτης Βαρδάκης, ένας εκ των δημιουργών του κρησφύγετου . Επίσης, στοιχεία συγκεντρώθηκαν κατά την επί τόπου επίσκεψη και μελέτη της κατασκευής .
Research Interests:
Η δεκαετία του 1950 υπήρξε περίοδος έντονων ζυμώσεων για την Κύπρο, με τα γεωστρατηγικά συμφέροντα του Λονδίνου στην περιοχή να συγκρούονται με την μακροχρόνια επιθυμία του κυπριακού ελληνισμού για τερματισμό της ξένης κυριαρχίας και... more
Η δεκαετία του 1950 υπήρξε περίοδος έντονων ζυμώσεων για την Κύπρο, με τα γεωστρατηγικά συμφέροντα του Λονδίνου στην περιοχή να συγκρούονται με την μακροχρόνια επιθυμία του κυπριακού ελληνισμού για τερματισμό της ξένης κυριαρχίας και ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας, μία συνωμοτική ένοπλη οργάνωση, η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), πραγματοποίησε την εμφάνισή της στο προσκήνιο. Οι επαναστατικές δραστηριότητες της οργάνωσης υπήρξαν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην υπονόμευση των θεμελίων του αποικιακού ελέγχου της Κύπρου και στην απόφαση της Βρετανίας για αποχώρηση από το νησί, με αντάλλαγμα τη διατήρηση δύο κυρίαρχων στρατιωτικών βάσεων. Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-1959) υπήρξε, επομένως, το τελευταίο εθνικοαπελευθερωτικό επαναστατικό κίνημα ενός τμήματος του ελληνισμού.

Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται υπό το πρίσμα της Τοπικής Ιστορίας την περιπτωσιολογία της Αγίας Ειρήνης Κερύνειας, φιλοδοξώντας να παρουσιάσει τη συμμετοχή της στην ελληνοκυπριακή επαναστατική προσπάθεια κατά την τετραετία 1955-1959. Συνεπώς, η αφήγηση παρακολουθεί την ίδρυση και δράση του συγκεκριμένου κλιμακίου της ΕΟΚΑ σε συνάρτηση με την εξέλιξη των επιχειρήσεων της οργάνωσης σε παγκύπρια κλίμακα.  Λόγω της ένδειας αρχειακού υλικού, η έρευνα αναγκαστικά στράφηκε στη συλλογή πληροφοριών με τη μέθοδο των συνεντεύξεων.
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
EOKA and Grivas
Research Interests:
ANE and EOKA
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
The First World War, the Great War as it is often met in international historiography, undoubtedly constituted a new experience for humankind and especially for the nations of Europe that played a leading part in it. Nevertheless, it... more
The First World War, the Great War as it is often met in international historiography, undoubtedly constituted a new experience for humankind and especially for the nations of Europe that played a leading part in it.  Nevertheless, it should be also suggested that World War I had an impact to the home fronts of regions which were not the epicenter of all developments. To take an instance, Cyprus’ international status changed during the First World War, due to events closely connected with this warfare: the island had come under British administration in 1878, sovereignty, however, had remained vested with the Ottoman sultan. In the first stage of World War I, the Ottoman Empire allied with the Triple Alliance, the adversary coalition to Britain. In the face of this development, London proceeded with the unilateral annexation of Cyprus in November 1914.

The aim of the present presentation is to examine the impact of the Great War to Cyprus’ political scenery, particularly in terms of expectations and manifestations in the Greek-Cypriot press. The agenda in the first part will focus on the news about the outbreak of the war in August 1914 and the annexation of Cyprus by Britain after three months. In the last segment the reactions to the announcement of an armistice between the belligerent countries and the call for the Peace Conference in Paris will be explored. Primary material has been collected from the contemporary press, mainly the newspapers Enosis, Echo tis Kyprou, Kyrix, Kypriakos Phylax, Neon Ethnos, Patris, Phoni tis Kyprou, Alithia and Eleftheria. This material is preserved in the Cultural Center of the Archbishop Makarios III Foundation, in Nicosia.  The frequent use of quotations is necessary to help us depicting the climate of the times.
Research Interests:
Research Interests:
Το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνοκυπριακής συλλογικής μνήμης για την περίοδο του Κυπριακού Αγώνα (1955-1959), αφορά πικρές εμπειρίες από τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν από το Στρατάρχη Sir John Harding, ο οποίος υπηρέτησε ως Βρετανός... more
Το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνοκυπριακής συλλογικής μνήμης για την περίοδο του Κυπριακού Αγώνα (1955-1959), αφορά πικρές εμπειρίες από τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν από το Στρατάρχη Sir John Harding, ο οποίος υπηρέτησε ως Βρετανός Κυβερνήτης της Κύπρου από τον Οκτώβριο του 1955-Οκτώβριο του 1957. Για τον Harding έχουν συμπεριληφθεί απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί στους στίχους της έμμετρης παραγωγής που σχετίζεται με το ένοπλο ενωτικό κίνημα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), ενώ στις επαναστατικές προκηρύξεις της οργάνωσης χρησιμοποιήθηκαν τα επίθετα «γκαουλάιτερ»  και «σατραπίσκος».  Σε τέτοιου είδους εκφράσεις συνέβαλαν αναντίλεκτα οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε ο Harding ήδη από τα πρώτα στάδια της θητείας του ως κυβερνήτης της αποικίας.

Στόχος της παρούσας εισήγησης είναι η σκιαγράφηση του προφίλ του Στρατάρχη Sir John Harding, ερμηνεύοντας τη λογική πίσω από το σκέπτεσθαι και το πράττειν του ως κυβερνήτη της Κύπρου, ιδίως κατά το έτος 1956, όταν κορυφώθηκε η ένοπλη αντιπαράθεση των βρετανικών δυνάμεων καταστολής με την ΕΟΚΑ. Η ανάλυσή μας θα στηριχτεί στην αγγλόγλωσση ή ελληνόγλωσση βιβλιογραφία που επικεντρώνεται στον Κυπριακό Αγώνα γενικότερα, ή τις βρετανικές πολιτικές ειδικότερα. Το εν λόγω υλικό διασταυρώνεται με αρχειακό υλικό από το Βρετανικό Κρατικό Αρχείο στο Λονδίνο και κυρίως με το υπόμνημα του ίδιου του Harding για τα πεπραγμένα του ως Κυβερνήτης της Κύπρου, έκτασης 405 σελίδων μη συμπεριλαμβανομένων των  παραρτημάτων.
Scientific research has neglected in many grounds the premises constructed during the years of the EOKA Struggle in 1955-1959, a period that acquires special importance as part of the Modern Cypriot History. Historical writing has,... more
Scientific research has neglected in many grounds the premises constructed during the years of the EOKA Struggle in 1955-1959, a period that acquires special importance as part of the Modern Cypriot History. Historical writing has, indeed, focused upon the political plane, therefore matters of a more ‘technical’ nature with relation to EOKA (Ethniki Organosi Kyprion Agoniston-National Organisation of Cypriot Fighters) have only recently started being elaborated. The aim of the present analysis is to serve as an introductory approach to the study of constructions which were called into being specifically during this period, bringing into light a vital element of EOKA’s security: the creation of hides to offer cover and hospitality to the armed groups of the organisation. Because of its perfect condition, a hide which was constructed in the fringe of the Avgorou community is offered as case study.

The research agenda includes matters such as the historical background, the construction method and the structure of the hide (in order to serve specific functional or everyday needs). In the final segment of the study is attempted a presentation of EOKA’s various types of hides, as well as the definition of the premise in Avgorou in accordance with one of these types.

As far as the methodology is concerned, oral evidence is gathered from the personal testimony of Panaiotis Vardakis, an EOKA veteran who participated in the construction of the hide. Furthermore, extremely useful is investigation on the spot, as well as British archival material held in the National Archives of the United Kingdom at Kew.
Research Interests:
One of the most significant periods in the history of Cyprus as it relates to the Cyprus Question is 1955 to 1959, when the lengthy crisis of trust between Britain and the Greek-Cypriots erupted in physical confrontation. EOKA (Ethniki... more
One of the most significant periods in the history of Cyprus as it relates to the Cyprus Question is 1955 to 1959, when the lengthy crisis of trust between Britain and the Greek-Cypriots erupted in physical confrontation. EOKA (Ethniki Organosi Kyprion Agoniston – National Organization of Cypriot Fighters), a Greek-Cypriot insurgent organization, was created to undertake an armed struggle against the British garrison in the colony. This struggle came to an end with the Zurich-London Agreements in 1959, which did not provide for union of Cyprus with Greece (enosis) as the majority of the Greek inhabitants of the island desired, but for the establishment of an independent state in 1960, the Republic of Cyprus.

Since the founding of the Republic, most of the bibliography pertaining to British rule over Cyprus has understandably focused on diplomatic activities during the 1950s or on the response of the Greek-Cypriots to the imperial power’s political maneuvers or policing in an effort to maintain direct sovereignty over the island. It is an objective of the current analysis to expand that historiography beyond the political plane to the physical insurgency, which has thus far been ignored or downplayed. More specifically, the current analysis isolates and explores a specific military aspect of the armed enosis movement, the extent of British awareness of EOKA’s courier system during the uprising. It is crucial to underline that this analysis does not fully examine the operation of EOKA’s system of communications and its network of couriers, nor does it include personal accounts from EOKA members. On the contrary, we direct our attention to the sum of information the Army and the Police obtained regarding the organization’s couriers and, in the final section, we cite the reasons behind the British failure to obstruct the circulation of messages between the various levels of EOKA, as this circulation had been identified by the supreme British military leadership itself.

Extremely useful in this regard is material found in the National Archives of the United Kingdom (TNA), particularly the comprehensive memorandum prepared for the War Office in April 1960, after the final stage of the insurgency, by the Director of Operations against EOKA, Major-General Kenneth Darling. In his report, Darling reveals much of the intelligence obtained by the British, which was provided to them by collaborators or extracted from EOKA cadres during ‘interrogation’. Other information was secured from correspondence intercepted by the British, such as sections of the diaries of EOKA commander George Grivas.  Darling’s memorandum comprises 94 pages, seven of which explain EOKA’s communications system.
Research Interests:
Η εντονότερη περίοδος της Κυπριακής Διένεξης κατά τη δεκαετία του 1950 υπήρξε ο Κυπριακός Αγώνας της τετραετίας 1955-1959 όταν η μακροχρόνια κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ των Ελλήνων της Κύπρου και της Βρετανίας ως αποικιοκρατικής δύναμης... more
Η εντονότερη περίοδος της Κυπριακής Διένεξης κατά τη δεκαετία του 1950 υπήρξε ο Κυπριακός Αγώνας της τετραετίας 1955-1959 όταν η μακροχρόνια κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ των Ελλήνων της Κύπρου και της Βρετανίας ως αποικιοκρατικής δύναμης κορυφώθηκε και μετατράπηκε σε ένοπλη αντιπαράθεση. Ωστόσο, η εν λόγω αντιπαράθεση δεν πήρε τη μορφή μιας συμβατικής σύγκρουσης στρατιωτικών σχηματισμών. Αντίθετα, η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), μια επαναστατική οργάνωση συγκροτήθηκε στην Κύπρο, η οποία είχε ως κύριο στόχο της την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το επιχειρησιακό πρόγραμμα της ΕΟΚΑ περιλάμβανε διάφορες μορφές ανορθόδοξου πολέμου καθώς και μαζικές πολιτικές κινητοποιήσεις. Η επανάσταση στην Κύπρο τερματίστηκε το Φεβρουάριο του 1959 με την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, απότοκο των οποίων ήταν η ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1960.

Παρά τη συμβολή του Κυπριακού Αγώνα στην ίδρυση του Κυπριακού κράτους, η επανάσταση της περιόδου 1955-1959 διέλαθε της επιστημονικής έρευνας και τεκμηρίωσης από την ελληνική κυπριακή πλευρά για περισσότερο από πενήντα χρόνια. Ειδικότερα, οι πρώτες εκδόσεις αφορούσαν γεγονοτολογικές αναγνώσεις του Κυπριακού Αγώνα. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια μια νέα γενιά ιστορικών έθεσε την ερμηνεία των πολιτικοστρατιωτικών γεγονότων της περιόδου υπό την κριτική προσέγγιση της ιστορικής επιστήμης.

Η παρούσα ανάλυση επιδιώκει να συμβάλει στη γενικότερη μελέτη του Κυπριακού Αγώνα αναδεικνύοντας την πτυχή που άπτεται των πηγών συλλογής πληροφοριών και των τρόπων διείσδυσης της ΕΟΚΑ στα διάφορα τμήματα της αποικιακής διοίκησης στην Κύπρο (συμπεριλαμβανομένης και της εισχώρησης στα κλιμάκια της Αστυνομίας και του Στρατού). Χρήσιμα εργαλεία στην προσπάθειά μας αποτελούν τα συγγράμματα του αρχηγού της ΕΟΚΑ, του Γεώργιου Γρίβα, καθώς και οι μαρτυρίες από μέλη της ΕΟΚΑ που υπηρέτησαν ως τομεάρχες. Το συγκεκριμένο υλικό διασταυρώθηκε με τις περιοδικές αναφορές των Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στις συλλογές του The National Archives of the United Kingdom στο Kew Gardens του Λονδίνου.
Research Interests:
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σοβαρές πιέσεις ακολούθησαν στο εσωτερικό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για μείωση των αυτοκρατορικών της υποχρεώσεων. Παρόλο που το Λονδίνο ανταποκρίθηκε και απομακρύνθηκε από διάφορες περιοχές... more
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σοβαρές πιέσεις ακολούθησαν στο εσωτερικό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για μείωση των αυτοκρατορικών της υποχρεώσεων. Παρόλο που το Λονδίνο ανταποκρίθηκε και απομακρύνθηκε από διάφορες περιοχές συμφερόντων, αποδείχτηκε εξαιρετικά αρνητικό σε οτιδήποτε θα μπορούσε να απειλήσει τις βρετανικές κτήσεις στη Μέση Ανατολή, με τις οποίες η Κύπρος συνδεόταν άμεσα. Η βρετανική κυβέρνηση των Εργατικών είχε λάβει ήδη δύο δύσκολες αποφάσεις: να παραχωρήσει ανεξαρτησία στην Ινδία το 1947 και να αποσυρθεί από την Παλαιστίνη το 1948. Η αποικιοκρατική δύναμη ήταν, λοιπόν, απρόθυμη να συναινέσει σε οποιαδήποτε εξέλιξη, η οποία θα μπορούσε να αμφισβητήσει το υφιστάμενο status quo ή να οδηγήσει σε περαιτέρω συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας. Η συγκεκριμένη πολιτική προδιάθεση ίσχυε ιδιαίτερα για την Κύπρο στην οποία η Βρετανία επιθυμούσε να διατηρήσει άμεση κυριαρχία. Είναι σε σχέση με αυτό το υπόβαθρο, λοιπόν, που έλαβε χώρα το αδιέξοδο για το συνταγματικό μέλλον του νησιού και η συνεπακόλουθη έναρξη της ένοπλης δράσης της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) τον Απρίλιο του 1955. Η επανάσταση στην Κύπρο τερματίστηκε το Φεβρουάριο του 1959 με την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, απότοκο των οποίων δεν ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, όπως επιθυμούσε η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων του νησιού, αλλά η ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1960.

Κατά τα τελευταία χρόνια μια σειρά επιστημονικών μελετών κατέδειξαν εύστοχα τη φύση των ανατρεπτικών ενεργειών της ΕΟΚΑ εναντίον των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Οι συγκεκριμένες εκδόσεις επικεντρώθηκαν στην έλλειψη αυθορμητισμού και στον προσεκτικό σχεδιασμό πίσω από την ίδρυση της οργάνωσης. Εντούτοις, όλες ασχολήθηκαν με την επανάσταση στην Κύπρο πλαγίως και δευτερευόντως, καταλήγοντας σε μια ομιχλώδη ερμηνεία των περισσότερων πτυχών της εκστρατείας της ΕΟΚΑ. Η παρούσα ανάλυση επιδιώκει να καλύψει μέρος του υφιστάμενου ελλείμματος εξερευνώντας τις διάφορες πρωτοβουλίες που ανέπτυξε η ΕΟΚΑ στην προσπάθειά της να αποτρέψει την πιθανή διάβρωση των κλιμακίων της, στόχος ο οποίος μεγιστοποίησε τις πιθανότητές της για επιβίωση. Ειδικότερα, θα ερευνηθούν τα διάφορα μέτρα που εφαρμόστηκαν από την οργάνωση για να σταματήσει τη ροή πληροφοριών προς τους Βρετανούς, δίνοντας έμφαση στην εξουδετέρωση των συνεργατών τους. Κεντρικό θέμα στην έρευνά μας αποτελέσει, επίσης, η αξιολόγηση της ασφάλειας του σκληρού πυρήνα της ΕΟΚΑ. Στο τελευταίο μέρος της εισήγησης θα εξεταστεί εκτενώς το ζήτημα κατά πόσο οι Βρετανοί είχαν εντοπίσει τον αρχηγό του κινήματος, το Γεώργιο Γρίβα, κατά τα τελευταία στάδια του Κυπριακού Αγώνα.

Όπως προαναφέρθηκε, η έρευνά μας φιλοδοξεί να αποτελέσει μια πρώτη απόπειρα επιστημονικής προσέγγισης του συστήματος αντικατασκοπίας του ένοπλου ενωτικού κινήματος. Επομένως, κινείται μακριά από τις ερμηνείες που προώθησε ο βρετανικός μηχανισμός προπαγάνδας κατά την τετραετία 1955-1959 και οι οποίες υιοθετήθηκαν από ορισμένες κυπρολογικές μελέτες στα χρόνια που ακολούθησαν την ανεξαρτησία της Κύπρου. Επίσης, δεν στηρίζεται στις επιλεκτικές αναγνώσεις των γραπτών έργων του Γεώργιου Γρίβα που αναπαράγονται μέχρι σήμερα, οι οποίες συντελούν σε παρανοήσεις, παρερμηνείες ή ακόμη και χαλκεύσεις. Αντίθετα, χρήσιμα μεθοδολογικά εργαλεία στην προσπάθειά μας αποτελούν ελληνόγλωσσα συγγράμματα που αφορούν τον Κυπριακό Αγώνα, αρχειακό υλικό από το Ίδρυμα Αγώνος ΕΟΚΑ στη Λευκωσία, καθώς και μαρτυρίες από μέλη της ΕΟΚΑ που υπηρέτησαν το επαναστατικό κίνημα από τη θέση του τομεάρχη. Το συγκεκριμένο υλικό διασταυρώθηκε με μια πληθώρα πληροφοριών οι οποίες συγκεντρώθηκαν από αγγλόγλωσσες εκδόσεις για την επανάσταση στην Κύπρο, από τις περιοδικές αναφορές των Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στις συλλογές του Υπουργείου Εξωτερικών (Foreign Office) και του Υπουργείου Αποικιών (Colonial Office) στο Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου-The National Archives of the United Kingdom (TNA) στο Λονδίνο, καθώς και από τα προσωπικά αρχεία Βρετανών στρατιωτικών οι οποίοι υπηρέτησαν στο νησί, τα οποία είναι διαθέσιμα στο Imperial War Museum (IWM) στο Λονδίνο.
Η Κύπρος επήλθε υπό βρετανική διοίκηση το 1878 αν και η επικυριαρχία ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1925 ανακηρύχθηκε αποικία του βρετανικού στέμματος. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της βρετανικής κυριαρχίας, το νησί υπήρξε ήσσονος... more
Η Κύπρος επήλθε υπό βρετανική διοίκηση το 1878 αν και η επικυριαρχία ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.  Το 1925 ανακηρύχθηκε αποικία του βρετανικού στέμματος.  Κατά το μεγαλύτερο μέρος της βρετανικής κυριαρχίας, το νησί υπήρξε ήσσονος αξίας για τα στρατηγικά συμφέροντα της αποικιοκρατικής δύναμης. Η Κύπρος απέκτησε επιπρόσθετη ύψιστη στρατηγική σημασία για τη Βρετανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από τις αποικίες και τα προτεκτοράτα της στη Μέση Ανατολή. Έκτοτε η βρετανική πλευρά θεωρούσε το νησί ως ζωτικής σημασίας βάση, ώστε να μπορεί να ασκεί επιρροή στη Μέση Ανατολή αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο.  Ωστόσο, πιέσεις από το εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου δεν άργησαν να εμφανιστούν στο προσκήνιο. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού του νησιού υποστήριζε έντονα τον τερματισμό του αποικιακού καθεστώτος και την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (Ένωση). Το 1931, το πολιτικό αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου οδήγησε σε εκτεταμένες -αν και αυθόρμητες- αναταραχές, οι οποίες καταστάληκαν βίαια από τις δυνάμεις της Βρετανίας. Επιπλέον, το αποικιακό καθεστώς προέβηκε σε αναστολή των συνταγματικών θεσμών.  Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τον οποίο οι Έλληνες της Κύπρου πολέμησαν στο πλευρό της Βρετανίας, το αίτημα για Ένωση άρχισε να εκφράζεται πιο έντονα.  Η Εκκλησία της Κύπρου διοργάνωσε το 1950 δημοψήφισμα στο οποίο περίπου 96% των Ελληνοκυπρίων ψήφισαν υπέρ της ‘Ενωσης.  Μερικά χρόνια αργότερα η κυβέρνηση της Ελλάδας προσανατολίστηκε προς μια πολιτική διεθνοποίησης του Κυπριακού Ζητήματος. Εντούτοις, το Λονδίνο δεν συζητούσε καν οποιαδήποτε προοπτική απόσυρσης από το νησί.  Το Βρετανικό Γενικό Επιτελείο επέμενε ότι η διατήρηση του αποικιακού καθεστώτος στην Κύπρο ήταν απαραίτητη για τους αμυντικούς σκοπούς της Βρετανίας.  Έχοντας υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν την άμεση κυριαρχία επί της Παλαιστίνης το 1948, η ιδέα του να χάσουν μια αποικία την οποία χρησιμοποιούσαν ανεμπόδιστα (χωρίς τους περιορισμούς μιας διεθνούς συμφωνίας) για τους μεσανατολικούς ή νοτιοανατολικούς σχεδιασμούς τους ήταν αδιανόητη.  Συνεπακόλουθα, η πολιτική του Λονδίνου απέναντι στην έκρηξη του ένοπλου ενωτικού κινήματος της ΕΟΚΑ τον Απρίλιο του 1955 δεν ήταν άλλη από το να επιδιώξει την επιτυχή αντιμετώπισή του, τόσο με πολιτικά όσο και με βίαια μέσα.

Παρόλο που η αγγλόγλωσση βιβλιογραφία  επικεντρώθηκε στη φυσική πάλη μεταξύ των βρετανικών δυνάμεων και του ένοπλου ενωτικού κινήματος της Κύπρου, η ελληνόγλωσση ιστοριογραφία αγνόησε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη βρετανική κατασταλτική αντίδραση, ιδίως από τεχνικής πλευράς. Αντίθετα, οι περισσότερες εκδόσεις συμπεριέλαβαν τις πικρές ψυχοσωματικές εμπειρίες που δημιούργησαν τα βρετανικά αντεπαναστατικά μέτρα στις μάζες των Ελλήνων της Κύπρου.  Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να συνεισφέρει στην αύξηση του επιπέδου γνώσης (από τεχνικής πλευράς) αναφορικά με τις μεθόδους των Βρετανών για καταστολή της επανάστασης στην Κύπρο. Ειδικότερα, θα γίνει παρουσίαση και ανάλυση των αντεπαναστατικών πρωτοβουλιών της Βρετανίας κατά την περίοδο μεταξύ Απριλίου 1955-Μαρτίου 1956, εφόσον αποτελέστε το πρελούδιο της προσπάθειάς της για στρατιωτική λύση του Κυπριακού Ζητήματος. Η έρευνά μας, επικεντρώνεται στη χρησιμότητα της επιβολής της «έννομης τάξης» ως μέρος της στρατηγικής του Λονδίνου για τελική διευθέτηση του Κυπριακού. Ακόμη, εξετάζονται μερικά από τα μέτρα που λήφθηκαν στο πεδίο της αστυνόμευσης ώστε να ισχυροποιήσουν την Αστυνομία και το Στρατό ως δυνάμεις επιβολής του νόμου και της τάξης. Στο τελευταίο μέρος της ανάλυσής μας, οι τεχνικές της Βρετανίας θέτονται υπό κριτικό πρίσμα.

Μεθοδολογικά εργαλεία στην προσπάθειά μας αποτελούν αγγλόγλωσσες επιστημονικές μελέτες εγχειρίδια για τις βρετανικές αντεπαναστατικές πολιτικές. Επιπρόσθετα, σημαντική πηγή πληροφοριών αποτελούν βρετανικές συγκεντρωτικές αναφορές από άτομα που υπηρετούσαν στα υψηλά κλιμάκια του Βρετανικού Στρατού στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του Κυπριακού Αγώνα, οι οποίες βρίσκονται στο Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives of the United Kingdom-TNA) στο Λονδίνο.
Ένας από τους σκοπούς της εκπόνησης διδακτορικής διατριβής με τίτλο ΕΟΚΑ, 1955-1959: A Study of the Military Aspects of the Cyprus Revolt ήταν να επεκτείνει τη συγκεκριμένη ιστοριογραφία από το πολιτικό στο στρατιωτικό πεδίο, το οποίο... more
Ένας από τους σκοπούς της εκπόνησης διδακτορικής διατριβής με τίτλο ΕΟΚΑ, 1955-1959: A Study of the Military Aspects of the Cyprus Revolt ήταν να επεκτείνει τη συγκεκριμένη ιστοριογραφία από το πολιτικό στο στρατιωτικό πεδίο, το οποίο μέχρι τότε είχε σχετικά αγνοηθεί ή θεωρηθεί ως δευτερεύουσας σημασίας. Εκτενέστερα, έγινε προσπάθεια να απομονωθεί μια σημαντική εμπειρία, αυτή που ορίζεται στην κυπριακή μνήμη και πολιτική κουλτούρα ως «Κυπριακός Αγώνας». Ταυτόχρονα επιδιώχτηκε η ανάλυση του ιστορικού φαινομένού «ΕΟΚΑ» σε ένα ερευνητικό πλαίσιο το οποίο διέφερε από τις προκατειλημμένες ή χαλκευμένες Βρετανικές εκδόσεις αφενός και από τις μυθολογικές Ελληνοκυπριακές περιγραφές αφετέρου. Όπως γίνεται αντιληπτό, κύριος σκοπός της προσέγγισής μας ήταν η νηφάλια και συστηματική παρουσίαση και ανάλυση της ΕΟΚΑ. Επιπλέον, έγινε κατορθωτή η περιοδιοποίηση της ανάπτυξης του κινήματος, η αποτίμηση της αποτελεσματικότητάς της τόσο ως μαχητική οργάνωση όσο και σε σύγκριση με τις πολιτικές της επιδιώξεις. Ωστόσο, η έρευνά μας δεν προσπάθησε να διεισδύσει εκτενώς στις ρίζες του ενωτικού κινήματος στην Κύπρο. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη πως το τελικό αποτέλεσμα της μελέτης μας δεν αποτελεί μια εξιστόρηση της Κυπριακής Διένεξης εφόσον κάτι ανάλογο μπορεί να συναντηθεί εύκολα στην προϋπάρχουσα βιβλιογραφία. Τέλος, σίγουρα δεν αποτελεί ένα απολογισμό των προσωπικών ιστοριών αγωνιστών τη ΕΟΚΑ, παρόλο που οι προσωπικές τους μαρτυρίες είναι πολύτιμες πηγές.

Στρέφοντας τον όγκο της παρούσας μελέτης στη στρατιωτική πτυχή του Κυπριακού Αγώνα που ταυτίζεται με το κίνημα της ΕΟΚΑ, διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με το ξέσπασμα της επανάστασης διερευνήθηκαν σε βάθος. Μεγαλύτερη, δε, προσοχή δόθηκε στη συνεπακόλουθη εξέλιξή τους. Για παράδειγμα, ποιες ήταν οι πολιτικές και ιδεολογικές ρίζες της ΕΟΚΑ; Από ποια πρόσωπα προήλθε η ιδέα για ένοπλο αγώνα; Ποιοι παράγοντες οδήγησαν στην ανάδειξη του Αντισυνταγματάρχη Γεώργιου Γρίβα στην ηγεσία της ΕΟΚΑ; Ποιοι ήταν οι όροι αλληλεπίδρασης μεταξύ του κινήματος και του πολιτικού και διπλωματικού περιβάλλοντος στα οποία έδρασε; Ποιες ήταν οι πολιτικές φιλοδοξίες της ένοπλης οργάνωσης και με ποιο τρόπο η ΕΟΚΑ διαφέρει από άλλα επαναστατικά κινήματα; Πώς η ΕΟΚΑ εξέφρασε την πολιτική της θέληση σε σχέση με τις διαδοχικές Βρετανικές συνταγματικές φόρμουλες; Και πιο σημαντικά, κατάφερε τελικά η ΕΟΚΑ να πετύχει τους βασικούς της στόχους;

Επιπρόσθετα, ζητήματα πιο «τεχνικής» φύσης σε σχέση με την ΕΟΚΑ έχουν τύχει επεξεργασίας. Σημαντικό αντικείμενο διερεύνησης οπωσδήποτε αποτέλεσε η αποκάλυψη του συνωμοτικού χαρακτήρα τόσο κατά την προετοιμασία όσο και κατά τη διεξαγωγή της μαχητικής δράσης. Ακόμη, ποια ήταν η στρατηγική λογική και η επιχειρησιακή μεθοδολογία της οργάνωσης; Ποιος προμήθευε την ΕΟΚΑ με στρατιωτικό υλικό; Πώς ήταν διορθωμένη η ΕΟΚΑ και ποιες αλλαγές παρατηρήθηκαν στη δομή της κατά την εξέλιξη της επανάστασης; Πώς λειτουργούσαν τα συστήματα κατασκοπείας, αντικατασκοπείας και επικοινωνίας της οργάνωσης;
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακολούθησαν σοβαρές πιέσεις στο εσωτερικό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για μείωση των αυτοκρατορικών της υποχρεώσεων. Παρόλο που το Λονδίνο ανταποκρίθηκε και απομακρύνθηκε από διάφορα στρατιωτικά... more
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακολούθησαν σοβαρές πιέσεις στο εσωτερικό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για μείωση των αυτοκρατορικών της υποχρεώσεων. Παρόλο που το Λονδίνο ανταποκρίθηκε και απομακρύνθηκε από διάφορα στρατιωτικά συμφέροντα, αποδείχτηκε εξαιρετικά αρνητικό σε οτιδήποτε θα μπορούσε να απειλήσει τις Βρετανικές κτήσεις στη Μέση Ανατολή, με τις οποίες η Κύπρος συνδεόταν άμεσα. Η Βρετανική κυβέρνηση των Εργατικών είχε λάβει ήδη δύο δύσκολες αποφάσεις: να παραχωρήσει ανεξαρτησία στην Ινδία το 1947 και να αποσυρθεί από την Παλαιστίνη το 1948. Ήταν λοιπόν απρόθυμο να συναινέσει σε οποιαδήποτε επιπρόσθετη εξέλιξη η οποία θα μπορούσε να αμφισβητήσει το υφιστάμενο status quo ή να οδηγήσει σε περαιτέρω συρρίκνωση της αυτοκρατορίας. Η συγκεκριμένη πολιτική προδιάθεση ίσχυε ιδιαίτερα για την Κύπρο, στην οποία η Βρετανία απέβλεπε να διατηρήσει άμεση κυριαρχία. Συνεπακόλουθα, ήταν σε σχέση με αυτό το υπόβαθρο που έλαβε χώρα το αδιέξοδο για το συνταγματικό μέλλον του νησιού και η έναρξη της ένοπλης δράσης της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) που ακολούθησε.

Ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου έχει ορθότατα υποδείξει πως σημείο έναρξης μιας μελέτης σχετικά με τον Κυπριακό Αγώνα συνήθως αποτελούν η δράση του Γεώργιου Γρίβα και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, επειδή οι πρώτες ερμηνείες για το ένοπλο ενωτικό κίνημα βασίστηκαν σε στοιχεία που συγκεντρώθηκαν ενόσω αυτό βρισκόταν σε εξέλιξη.  Η διερεύνηση όμως ενός επαναστατικού κινήματος δε μπορεί να αποκοπεί από την προϊστορία του. Ήταν οι προσωπικότητες του Γεώργιου Γρίβα και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου οι πιο καταλυτικές κατά τη διάρκεια των διεργασιών που οδήγησαν στην εμφάνιση μιας ένοπλης οργάνωσης εναντίον των Βρετανών στην Κύπρο ή μήπως πρέπει να λάβουμε υπόψη άλλους παράγοντες ή σχηματισμούς; Δυστυχώς, η διαδικασία προς τη λήψη της απόφασης για την ίδρυση της ΕΟΚΑ συνήθως δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη∙ αν όμως την αγνοήσουμε, θα οδηγηθούμε σε εσφαλμένα συμπεράσματα στην προσπάθειά μας να ερμηνεύσουμε την πορεία των γεγονότων για το προπαρασκευαστικό στάδιο της φυσικής εξέγερσης στην Κύπρο. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα αποτελέσματα της έρευνάς μας ελάχιστα θα απέχουν από μια προσωποπαγή αφήγηση γύρω από το Γεώργιο Γρίβα, κάτι που παρατηρείται κυρίως στα απομνημονεύματα του αρχηγού της ΕΟΚΑ,  καθώς και στην πρώιμη Βρετανική ιστοριογραφία.  Στόχος της παρούσας ανάλυσης είναι να διεισδύσει στις οργανωτικές και πολιτικές ρίζες της ΕΟΚΑ. Η προσοχή μας, λοιπόν, θα στραφεί στην πορεία προς τη λήψη της απόφασης για την έναρξη ένοπλου αγώνα καθώς και στην ανάδειξη του Γεώργιου Γρίβα ως τον ηγέτη που θα καθοδηγούσε την εν λόγω προσπάθεια. Επιπρόσθετα, θα ανιχνεύσουμε τα στοιχεία που συντέλεσαν στη διαμόρφωση του αρχικού χαρακτήρα της ΕΟΚΑ.

Η έρευνά μας στηρίζεται στην υπάρχουσα Αγγλόγλωσση και Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία για τον Κυπριακό Αγώνα, συμπεριλαμβανομένων σπάνιων εκδόσεων των δεκαετιών του 1960 και 1970. Επιπρόσθετα, γίνεται χρήση πρωτογενούς αρχειακού υλικού από το Βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο είναι προσβάσιμο στις συλλογές του Κρατικού Αρχείου του Ηνωμένου Βασιλείου (The National State Archives - NSA) στο Λονδίνο. Τέλος, χρήσιμα μεθοδολογικά εργαλεία για την προσπάθειά μας αποτελούν υπόγειες εκδόσεις που κυκλοφορούσαν η ΕΟΚΑ και οι θυγατρικές οργανώσεις της, ΠΕΚΑ και ΑΝΕ, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, όπως αυτές συγκεντρώθηκαν και δημοσιεύτηκαν ως συλλογές εγγράφων την περίοδο μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου.
Η εκδοτική παραγωγή που εμφανίστηκε μετά τον Κυπριακό Αγώνα (1955-1959) και την ένοπλη διεκδίκηση του αιτήματος της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα (Ένωση) έδωσε έμφαση στις πολιτικές ή διπλωματικές εξελίξεις που οδήγησαν στις Συμφωνίες... more
Η εκδοτική παραγωγή που εμφανίστηκε μετά τον Κυπριακό Αγώνα (1955-1959) και την ένοπλη διεκδίκηση του αιτήματος της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα (Ένωση) έδωσε έμφαση στις πολιτικές ή διπλωματικές εξελίξεις που οδήγησαν στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959,  καθώς και στην προσωπική δράση μελών της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) που ανέλαβε επαναστατικές ενέργειες εναντίον των δυνάμεων του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος.  Επιπρόσθετα, τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε μια προσπάθεια μελέτης επιμέρους πτυχών του Κυπριακού Αγώνα, η οποία επικεντρώνεται στο επιχειρησιακό πρόγραμμα της ΕΟΚΑ,  αφενός, και τα βρετανικά αντίμετρα να τις αντιμετωπίσουν, αφετέρου.  Εντούτοις, η δράση των ένοπλων ομάδων της ΕΟΚΑ μέσα στο περιορισμένο νησιωτικό πλαίσιο της Κύπρου δεν θα ήταν δυνατό από μόνη της να εγγυηθεί την επιβίωσή τους∙ ούτε θα μπορούσε να αμφισβητήσει ευθέως τη δυνατότητα των Βρετανών να ελέγξουν το νησί στο βαθμό που έγινε αυτό κατορθωτό όταν άρχισαν να συμμετέχουν συλλογικά οι Έλληνες της Κύπρου στην επανάσταση, με αποκορύφωμα την εκστρατεία της Παθητικής Αντίστασης το 1958. Είναι προφανές, ότι η προσοχή μας πρέπει να στραφεί και στην Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνος (ΠΕΚΑ), την οργάνωση δηλαδή η οποία διεκπεραίωσε τη σημαντική αποστολή της καθοδήγησης των διαφόρων ομάδων της ελληνοκυπριακής κοινωνίας για λογαριασμό της ΕΟΚΑ.

Η παρούσα μελέτη δε φιλοδοξεί να αποτελέσει μια γεγονοτολογική αφήγηση των πεπραγμένων της ΠΕΚΑ, επομένως απουσιάζει η παράθεση προσωπικών ενεργειών των μελών της. Αντίθετα, μέσω της ανάλυσης πτυχών κριτικής σημασίας, θα επιδιωχθεί η κατανόηση της φύσης της θυγατρικής αυτής οργάνωσης της ΕΟΚΑ. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα θα επικεντρωθεί σε τέσσερις θεματικές ενότητες: το ρόλο που κατείχε η καλλιέργεια λαϊκής υποστήριξης στη στρατηγική της ΕΟΚΑ, τους λόγους που οδήγησαν στην ίδρυση της ΠΕΚΑ, την ιδιαίτερη δομή της οργάνωσης και τον τρόπο δράσης της.

Η έρευνά μας στηρίζεται σε αγγλόγλωσση και ελληνόγλωσση βιβλιογραφία που αναφέρεται στην περίοδο του Κυπριακού Αγώνα και κυρίως στα συγγράμματα του στρατιωτικού ηγέτη της ΕΟΚΑ, Γεώργιου Γρίβα. Επιπλέον, γίνεται χρήση αρχειακών συλλογών από τα βρετανικά υπουργεία Αποικιών (Colonial Office) και Πολέμου (War Office), καθώς και έγγραφα του υπουργείου Εξωτερικών και Κοινοπολιτειακών Υποθέσεων (Foreign and Commonwealth Office) που αποχαρακτηρίστηκαν τα τελευταία χρόνια και είναι γνωστά ως Migrated Archives. Το εν λόγω υλικό εντοπίζεται στο Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου (The National State Archives - NSA). Επιπρόσθετες πληροφορίες συγκεντρώθηκαν από δημοσιευμένες συλλογές εγγράφων που περιλαμβάνουν το έντυπο υλικό της πολιτικής πτέρυγας της ΕΟΚΑ. Τέλος, βετεράνοι της ΕΟΚΑ οι οποίοι υπηρέτησαν στην κομβική θέση του τομεάρχη (ηγέτης μεγάλης γεωγραφικής περιφέρειας),  καθώς και αγωνιστές οι οποίοι ορίστηκαν από την ηγεσία του ένοπλου ενωτικού κινήματος ως υπεύθυνοι ΠΕΚΑ Λευκωσίας, προσέφεραν τις πολύτιμες μαρτυρίες τους.
Κατά την περίοδο 1955-1959, η κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ Βρετανίας και ελληνοκυπρίων έφτασε στο αποκορύφωμά της και μετεξελίχθηκε σε ένοπλη αντιπαράθεση. Πιο συγκεκριμένα, στην Κύπρο δημιουργήθηκε μια επαναστατική ελληνοκυπριακή οργάνωση,... more
Κατά την περίοδο 1955-1959, η κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ Βρετανίας και ελληνοκυπρίων έφτασε στο αποκορύφωμά της και μετεξελίχθηκε σε ένοπλη αντιπαράθεση. Πιο συγκεκριμένα, στην Κύπρο δημιουργήθηκε μια επαναστατική ελληνοκυπριακή οργάνωση, η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), με στόχο τον τερματισμό της Βρετανικής κυριαρχίας και την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Η διένεξη έληξε το Φεβρουάριο του 1959 με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, οι οποίες οδήγησαν στην ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Αύγουστο του 1960.

Τα τελευταία χρόνια αναφύονται εξαιρετικές μελέτες οι οποίες φέρνουν στην επιφάνεια τη φύση των επαναστατικών δραστηριοτήτων της ΕΟΚΑ. Τα εν λόγω συγγράμματα εστιάζουν στον προμελετημένο σχεδιασμό και εφαρμογή των επιχειρήσεων, καθώς και στο ότι δεν ήταν απότοκες ενός αυθόρμητου ανοργάνωτου ξεσηκωμού των καταπιεσμένων μαζών.  Παρά ταύτα, η ιστοριογραφία δεν έχει ασχοληθεί επισταμένως με την ένοπλη εκστρατεία της ΕΟΚΑ, με αποτέλεσμα την ανεπαρκή κατανόηση των επιχειρησιακών επιλογών της ανατρεπτικής οργάνωσης. Η παρούσα εισήγηση φιλοδοξεί να καλύψει μέρος αυτού του κενού επιδιώκοντας να παρουσιάσει τη διαμόρφωση και ανάπτυξη του επιχειρησιακού προγράμματος της ΕΟΚΑ σε σχέση με τις εξελίξεις για το διεθνές καθεστώς της Κύπρου. Πιο συγκεκριμένα, θα επισημανθεί η αναμφισβήτητη εξάρτηση των στρατηγικών επιλογών του ένοπλου ενωτικού κινήματος από τις διακυμάνσεις των διεθνών πρωτοβουλιών για το Κυπριακό Ζήτημα.

Η έρευνά μας στηρίζεται στην υπάρχουσα Αγγλόγλωσση και Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία. Επιπρόσθετα, γίνεται χρήση πρωτογενούς αρχειακού υλικού από τα Βρετανικά υπουργία Αποικιών, Εξωτερικών και Πολέμου, το οποίο φυλάσσεται στο Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου (The National State Archives - NSA). Τέλος, πληροφορίες συγκεντρώνονται από αδημοσίευτο υλικό τόσο από τα προσωπικά αρχεία Βρετανών στρατιωτικών που βρίσκονται στο Imperial War Museum (IWM) του Λονδίνου, όσο και από το Ίδρυμα Απελευθερωτικού Αγώνα ΕΟΚΑ 1955-1959 (ΙΔΑΑΕ) στη Λευκωσία.
One of the most significant periods of the Cyprus Question is the years from 1955-1959, when the long-lasting polarization between the British and the Greek-Cypriots reached its peak and was transformed into armed confrontation. In... more
One of the most significant periods of the Cyprus Question is the years from 1955-1959, when the long-lasting polarization between the British and the Greek-Cypriots reached its peak and was transformed into armed confrontation. In particular, a subversive organization under the name of EOKA (Ethniki Organosis Kyprion Agoniston - The National Organization of Cypriot Fighters), was created in order to carry out an armed struggle against the colonial British security machinery aiming at the union of Cyprus with Greece –a goal that was supported by the Greek-Cypriot majority. The conflict ended in 1959 with the Zurich and London Agreements which terminated the British rule in the island. However, these Agreements did not follow the passing into the constitutional fabric of Greece, but the establishment of a new self-standing state in August 1960, the Republic of Cyprus.

Recent years have witnessed the emergence of a sophisticated historiography which has revealed the nature of EOKA’s subversive activities, focusing on the lack of spontaneity or the deliberateness and centralized nature of its creation. Nevertheless, all deal with the physical insurgency obliquely, resulting in a hazy understanding of EOKA’s campaign in many quarters. This paper seeks to provide a broad operational overview of EOKA as a subversive organization, inquiring primarily into both the strategy and pattern of activities against the security machinery of the British Administration in Cyprus. Nevertheless, the analysis neither constitutes a history of certain EOKA groups, nor the record of individual actions. Instead, EOKA’s campaign will be periodized as a whole, exploring its mentality and evolution, in relation to its key political priorities, and the efforts of the Security Forces to repress the rebellion, influenced as all those were by the political environment.

As will be demonstrated, EOKA’s strategic mentality and modus operandi allowed the organization to sustain a consistent level of activity for the duration of the Revolt and its core to be more or less intact when a settlement was reached in 1959. The physical insurgency not only confused and exasperated Security Forces but also raised the political cost for the British presence in the island: it provoked such a repressive reaction by the British that damaged Anglo-Cypriot relations and increased the separation between the masses and the Cyprus Government. Consequently, the challenge posed by EOKA kept the armed struggle ‘on the front page’ of the newspapers, increased international pressure on the ‘enemy’ and sometimes caused even diplomatic intervention by third parties. Above all, EOKA’s efforts (always backed by the intensive international diplomatic campaign by Greece) played a major role in forcing Whitehall to view the Cyprus Question in a new light, moving away from its ‘never’ position of 1954.
Research Interests:
One of the most significant periods of the Cyprus Question is the years from 1955-1959, when the long-lasting polarization between the British and the Greek-Cypriots reached its peak and was transformed into an armed confrontation. In... more
One of the most significant periods of the Cyprus Question is the years from 1955-1959, when the long-lasting polarization between the British and the Greek-Cypriots reached its peak and was transformed into an armed confrontation. In particular as for the Greek-Cypriot side, a subversive organization under the name of EOKA (Ethniki Organosis Kyprion Agoniston - The National Organization of Cypriot Fighters), was created in order to carry out an armed struggle against the colonial British security machinery aiming at the union of the island with Greece – a goal that was supported by the Greek Cypriot majority. The conflict ended in 1959 with the Zurich and London Agreements which terminated the British rule in the island. However, these Agreements did not follow the passing into the constitutional fabric of Greece; on the contrary a new self-standing state in August 1960 was established, the Republic of Cyprus.

Recent years have witnessed the emergence of a sophisticated historiography which has indeed revealed the true nature of EOKA’s subversive activities, focusing on the lack of spontaneity or the deliberateness and centralized nature of its creation. Nevertheless, all deal with the physical struggle in the island obliquely and often secondarily, resulting for the most part in a hazy understanding of the EOKA’s campaign in many quarters. This paper seeks to fill a part of this deficit by investigating certain aspects of EOKA’s counter-intelligence. We will therefore explore the policies implemented by EOKA to stop any possible flow of information to the British side, giving special importance to the liquidation of traitors. Another key matter in the research agenda will be the maintenance of EOKA’s leadership personal security, examining primarily whether the British had tracked Colonel Grivas down in the late stage of the Cyprus Revolt. Finally, since the main projected reason behind EOKA’s clash with AKEL (Anorthotikon Komma Ergazomenou Laou – Progressive Party of Working People, the communist party of Cyprus) was treachery, the divisive legacy that lasts until nowadays on this front will be examined in the last part of our treatment.
Research Interests:
Research Interests:
Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-1959) αποτέλεσε την τελευταία εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ελληνισμού. Απώτερος στόχος του επαναστατικού κινήματος ήταν ο τερματισμός της ξένης κυριαρχίας, η απελευθέρωση του κυπριακού ελληνισμού και η ένωση... more
Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-1959) αποτέλεσε την τελευταία εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ελληνισμού. Απώτερος στόχος του επαναστατικού κινήματος ήταν ο τερματισμός της ξένης κυριαρχίας, η απελευθέρωση του κυπριακού ελληνισμού και η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (Ένωση).
Για την υλοποίηση του εθνικού της οράματος (που ήταν και πολιτική επιδίωξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων Κυπρίων), η ΕΟΚΑ στήριξε τον στρατηγικό της σχεδιασμό στην υποταγή του στρατιωτικού κριτηρίου στο πολιτικό. Γι’ αυτό, οι στρατιωτικές μέθοδοι της ΕΟΚΑ δεν επιλέχθηκαν με την ψευδαίσθηση της επίτευξης μιας καθαρά στρατιωτικής νίκης, όπου οι Έλληνες Κύπριοι μαχητές θα «πετούσαν» τους Βρετανούς στη θάλασσα. Αντίθετα, το ένοπλο ενωτικό κίνημα επιδίωξε να υποχρεώσει την βρετανική κυβέρνηση να συνειδητοποιήσει ότι η Κύπρος θα αποτελούσε επιβάρυνση, αν η αποικιακή κυριαρχία έπρεπε να επιβάλλεται δια της βίας. Επομένως, μέσω της επαναστατικής δράσης επιζητούσε να ασκήσει ισχυρή πίεση στους Βρετανούς ώστε να αποδεχτούν διαπραγματεύσεις, παρέχοντας τοιουτοτρόπως στην πολιτική ηγεσία (Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ και ελληνική κυβέρνηση) ευκαιρίες για την επίτευξη μιας πολιτικής λύσης.
Η επαναστατική δράση στην Κύπρο ήταν μια σύνθεση ανορθόδοξου πολέμου (επιδρομών, τοποθέτησης βομβών, ενεδρών, δολιοφθορών, εμπρησμών, επιθέσεων εναντίον προσωπικού της βρετανικής αποικιακής φρουράς κλπ.) και λαϊκής εξέγερσης (διαμαρτυριών, απεργιών, διαδηλώσεων και παθητικής αντίστασης). Ως προς την τελευταία μορφή δράσης, η οργάνωση επέδειξε εντυπωσιακή ικανότητα στην καλλιέργεια λαϊκής υποστήριξης και την κινητοποίηση της ελληνικής κυπριακής κοινωνίας.
Οι πράξεις αυτοθυσίας των μελών της ΕΟΚΑ συντέλεσαν ώστε η προσοχή της ιστορικής έρευνας να επικεντρώνεται στις ένοπλες ενέργειες και γενικότερα στην επαναστατική δράση που ανέπτυξε το απελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου. Εντούτοις, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη ότι η στρατηγική και οι τακτικές της ΕΟΚΑ περιέλαβαν και περιπτώσεις κήρυξης «εκεχειριών», κατά τις οποίες τα μαχητικά κλιμάκια απείχαν από επιθετικές ενέργειες, ώστε η πολιτική ηγεσία να αναλάβει διαπραγματευτικές πρωτοβουλίες. Εξάλλου, η κήρυξη «εκεχειριών» είχε εφαρμοστεί και από τις ένοπλες εβραϊκές οργανώσεις στον αντιαποικιακό αγώνα τους εναντίον των Βρετανών κατά το β’ μισό της δεκαετίας του 1940.
Ο όρος «εκεχειρίες» είναι χρήσιμος για να διακρίνουμε αυτές τις περιπτώσεις από άλλες παρόμοιες, όπου η ΕΟΚΑ, μετά από περιόδους εντατικών επιχειρήσεων ή πριν από τη συζήτηση του Κυπριακού Ζητήματος στον ΟΗΕ, απείχε από επιθετικές ενέργειες χωρίς να προβεί σε επίσημη ανακοίνωση περί των προθέσεών της. Κατά τη διάρκεια της τετραετίας 1955-1959 ανακοινώθηκαν από τον αρχηγό της ΕΟΚΑ, τον Γεώργιο Γρίβα-Διγενή, τέσσερις «εκεχειρίες» σε κάποια χρονική στιγμή των ετών 1956, 1957 και 1958. Αυτές δεν ήταν «εκεχειρίες» με την κυριολεκτική σημασία του όρου, δηλαδή βραχείες αναστολές εχθροπραξιών με αμοιβαίες συμφωνίες των δύο πλευρών: οι Βρετανοί δεν τις αποδέχτηκαν και συνέχισαν την εκστρατεία καταστολής, επειδή θεωρούσαν ότι η ΕΟΚΑ τις προκήρυξε προς ίδιον όφελος, δηλαδή για να αναδιοργανωθεί και να συνεχίσει το επαναστατικό της πρόγραμμα. Ωστόσο, παρόλο που τέτοιου είδους μονομερείς ανάπαυλες χρησιμοποιήθηκαν από τους Κύπριους επαναστάτες για να ανασυνταχθούν, θα ήταν αφελές να υποστηρίξουμε ότι αυτός ήταν ο μοναδικός σκοπός τους. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια του Αγώνα της ΕΟΚΑ σημειώθηκαν περιπτώσεις όπου η οργάνωση διέκοψε προσωρινά τις ενέργειές της, χωρίς όμως να προσδίδει επίσημο χαρακτήρα στην απόφασή της. Για παράδειγμα, η βραχεία αναστολή επιχειρήσεων στα τέλη του Ιουνίου του 1955 ή κατά την περίοδο του Ιουλίου 1956 (όταν η ΕΟΚΑ αναπλήρωνε τις απώλειές της μετά από τις επιχειρήσεις των βρετανικών στρατευμάτων εναντίον των ανταρτών στις ορεινές περιοχές) αποδεικνύουν ότι όποτε η ΕΟΚΑ επιθυμούσε να αναδιοργανωθεί δε χρειαζόταν μια επίσημη «εκεχειρία» για να το πετύχει.
Επομένως, εφόσον η ΕΟΚΑ μπορούσε να κινηθεί υπογείως και ανεπίσημα για να ανασυνταχθεί, για ποιο λόγο κήρυξε τέσσερις «εκεχειρίες» κατά τη διάρκεια της επανάστασης; Αυτό συνέβη διότι η ελληνική κυβέρνηση (υπό τον Κων/νο Καραμανλή) ήταν πεπεισμένη ότι από το επιχειρησιακό πρόγραμμα της ΕΟΚΑ έπρεπε να απουσιάζει η μονολιθικότητα. Ειδικότερα, η κυβέρνηση Καραμανλή πίστευε ότι οι εθνικές επιδιώξεις της ΕΟΚΑ μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μέσω της επαναστατικής δράσης, αλλά σε συνδυασμό με την προγραμματισμένη αποχή από αυτή (αναλόγως των εκάστοτε εξελίξεων). Τον Αύγουστο του 1956, ο Άγγελος Βλάχος, ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην Κύπρο, σε συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση, έπεισε τον Γεώργιο Γρίβα-Διγενή να κηρύξει «εκεχειρία» για μερικές μέρες. Η συγκεκριμένη κίνηση αποσκοπούσε στο να αντικρούσει το επιχείρημα της βρετανικής κυβέρνησης (υπό τον Anthony Eden) ότι διαπραγματεύσεις για το μέλλον της Κύπρου δε μπορούν να λάβουν χώρα ενόσω στο νησί γινόταν εκτεταμένη χρήση βίας. Επιπλέον, να επιφέρει διεθνή πίεση στο Λονδίνο για να δοθεί προβάδισμα στον διάλογο. Παρά ταύτα, το Λονδίνο παρερμήνευσε την πρωτοβουλία της ΕΟΚΑ ως αδυναμία και απάντησε με την ανακοίνωση όρων παράδοσης για τους Έλληνες Κύπριους αγωνιστές, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για μια πολιτική διευθέτηση.
Η δεύτερη «εκεχειρία» κηρύχθηκε από τον Γεώργιο Γρίβα-Διγενή στα μέσα Μαρτίου του 1957, ένα δύσκολο χρονικό σημείο για την ΕΟΚΑ σε επίπεδο απωλειών (λόγω θανάτου ή σύλληψης ικανότατων στελεχών). Παρόλο που η ενέργεια της οργάνωσης αναμφίβολα υπαγορεύτηκε από την εν λόγω επείγουσα κατάσταση, οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης, ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου (1957), διαδραμάτισαν και αυτές ρόλο στη διαδικασία λήψης της απόφασης για «εκεχειρία». Η «εκεχειρία» του 1957, η οποία τελικά διήρκεσε αρκετούς μήνες, ήταν μέρος της πολιτικής χαμηλών τόνων που προωθούσε η κυβέρνηση Καραμανλή στο Κυπριακό. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη της ΕΟΚΑ (ή για να είμαστε ακριβείς, η απειλή για επανάληψη των επιθετικών ενεργειών της) παρέμενε σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί για την ελληνική πλευρά. Κίνητρο πίσω από τις πιέσεις της Αθήνας στην ΕΟΚΑ για κήρυξη μονομερούς «εκεχειρίας» ήταν να εμποδιστεί η Άγκυρα να χρησιμοποιεί την επανάσταση στην Κύπρο ως πρόφαση για διακοινοτικές ταραχές. Ακόμη, να υποβοηθηθούν οι προσπάθειες της κυβέρνησης Καραμανλή προς το Λονδίνο και να πεισθεί η βρετανική πλευρά να διατάξει την απελευθέρωση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από την εξορία (σκοπός που τελικά επετεύχθη). Μακροπρόθεσμα, η Αθήνα αποσκοπούσε στην αναζωογόνηση των ελληνοβρετανικών σχέσεων, αποκλείοντας ταυτόχρονα τη Διχοτόμηση ως φόρμουλα επίλυσης του Κυπριακού.
Η τρίτη «εκεχειρία», τον Αύγουστο του 1958, κηρύχθηκε μετά από μια αιματηρή περίοδο διακοινοτικών συγκρούσεων στην Κύπρο. Οι κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας έκαναν έκκληση για τερματισμό της αιματοχυσίας και επαναφορά της ηρεμίας. Η ΕΟΚΑ, παρόλο που η επαναστατική οργάνωση δεν ήταν ο κύριος υπαίτιος αυτής της κατάστασης, διέβλεψε τους κινδύνους και απέφυγε περαιτέρω αντίποινα εναντίον των Τούρκων της Κύπρου. Η ηγεσία του επαναστατικού κινήματος αντιλαμβανόταν ότι μια μετωπική σύγκρουση με τη μουσουλμανική μειονότητα δεν θα βοηθούσε τις προσπάθειες υπέρ της Ένωσης, εφόσον το Κυπριακό θα εξελισσόταν από αποικιακό ζήτημα σε διακοινοτική κρίση. Με το να θέσει την ένοπλη δράση στο περιθώριο για ένα μικρό διάστημα, η ΕΟΚΑ πραγματοποίησε ένα βήμα προσέγγισης των Βρετανών, αναμένοντας ότι οι τελευταίοι θα ανταποκρίνονταν σε πολιτικό επίπεδο. Επιπλέον, η ΕΟΚΑ διατηρούσε το πλεονέκτημα της απειλής για επανέναρξη των επιθέσεων εναντίον του αποικιακού καθεστώτος της Κύπρου. Δεν πρέπει, επίσης, να αγνοήσουμε τους δύο άμεσους επιχειρησιακούς στόχους της, δηλαδή της αναδιοργάνωσης των διαφόρων κλιμακίων, καθώς και την απαγκίστρωση από τη διακοινοτική αντιπαράθεση ώστε το ανθρώπινο δυναμικό και οι υλικοί πόροι της ΕΟΚΑ να δύνανται να αφιερωθούν εξ ολοκλήρου στον αντιαποικιακό αγώνα.
Οι λόγοι πίσω από την τέταρτη επίσημη «εκεχειρία», η οποία τέθηκε σε εφαρμογή τον Δεκέμβριο του 1958, διακρίνονται πιο εύκολα. Η πρωτοβουλία της ΕΟΚΑ ήταν αποτέλεσμα συντονισμένων πιέσεων από τον Μακάριο και την ελληνική διπλωματία κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Παρά τους δισταγμούς της, η ηγεσία του ένοπλου ενωτικού κινήματος έδωσε τελικά τη συγκατάθεσή της: η αναστολή επιχειρήσεων προς διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων για μια τελική συμφωνία σχετικά με το μελλοντικό καθεστώς της Κύπρου ήταν εντελώς λογική. Με την τελευταία επίσημη «εκεχειρία» της ΕΟΚΑ, η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση στην μεγαλόνησο ουσιαστικά έφτασε στο τέλος της (βέβαια, η επαναστατική οργάνωση τερμάτισε επίσημα τη λειτουργία της τον Μάρτιο του 1959).
Τον Νοέμβριο του 1956 οι προσπάθειες της Βρετανίας επικεντρώθηκαν στη διασφάλιση των στρατηγικών της συμφερόντων στο Σουέζστη Μέση Ανατολή, εφόσον εκείνο το διάστημα κλιμακωνόταν στρατιωτικά η ομώνυμη Κρίση του Σουέζ στην Αίγυπτο.... more
Τον Νοέμβριο του 1956 οι προσπάθειες της Βρετανίας επικεντρώθηκαν στη διασφάλιση των στρατηγικών της συμφερόντων στο Σουέζστη Μέση Ανατολή, εφόσον εκείνο το διάστημα κλιμακωνόταν στρατιωτικά η ομώνυμη Κρίση του Σουέζ στην Αίγυπτο. Εντούτοις, ο συνωστισμός βρετανικών στρατευμάτων στην Κύπρο, ενόψει λόγω της βρετανικής εισβολής στην Αίγυπτο (επιχείρηση «Musketeer»), παρείχε στο ένοπλο επαναστατικό κίνημα της Κύπρου, την ΕΟΚΑ, μια ξεκάθαρη ευκαιρία για ευκολότερο εντοπισμό στόχων. Όντως, λόγω των πολλών χτυπημάτων που δέχτηκε το βρετανικό αποικιακό καθεστώς από την ΕΟΚΑ, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα έλαβε την ονομασία «Μαύρος Νοέμβριος». Μεταξύ της ένοπλης δράσης της επαναστατικής οργάνωσης εκείνη την περίοδο, σημαντική θέση καταλαμβάνει η ενέδρα στην Ξεραρκάκαν, στις 12 Νοεμβρίου 1956, λόγω της σφοδρότητας με την οποία διεξήχθη, την μεγάλη ισχύ πυρός που χρησιμοποιήθηκε, τον ατομικό οπλισμό των αγωνιστών της ΕΟΚΑ που συμμετείχαν –με επικεφαλής τον ήρωα Μάρκο Δράκο- και την προετοιμασία-διάταξη της σε τακτικό/επιχειρησιακό επίπεδο. Με αφορμή την επέτειο της 1ης Απριλίου, στο εν λόγω άρθρο θα αναλύσουμε τα γεγονότα της ενέδρας και μέσω του small arms identification, αλλά και της χρήσης βρετανικών αρχειακών πηγών, θα περιγράψουμε την μάχη και την χρήση οπλισμού –εκ μέρους μιας τυπικής ανταρτικής ομάδας της ΕΟΚΑ της περιόδου.
Κάθε 1η Απριλίου ο κυπριακός ελληνισμός τιμάει με πλήθος εκδηλώσεων την επέτειο της τελευταίας εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης του ελληνισμού (πόσοι άραγε έχουμε συνειδητοποιήσει την εμβέλεια του εν λόγω γεγονότος;) και πιο συγκεκριμένα... more
Κάθε 1η Απριλίου ο κυπριακός ελληνισμός τιμάει με πλήθος εκδηλώσεων την επέτειο της τελευταίας εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης του ελληνισμού (πόσοι άραγε έχουμε συνειδητοποιήσει την εμβέλεια του εν λόγω γεγονότος;) και πιο συγκεκριμένα τις αιματηρές προσπάθειες που κατέβαλαν οι Έλληνες Κύπριοι εναντίον της βρετανικής αποικιοκρατίας και υπέρ των δικαιωμάτων της Ελευθερίας και της Αυτοδιάθεσης κατά τη διάρκεια του Αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959). Ταυτόχρονα, η εν λόγω εθνική επέτειος αποτελεί για την κοινότητα των ερευνητών μια χρήσιμη ευκαιρία για ενίσχυση της ιστορικής γνώσης, αναδεικνύοντας ειδικότερες πτυχές της τετραετούς επανάστασης στην Κύπρο.
Η εφημερίδα «Φιλελεύθερος», με πρόσφατο ρεπορτάζ της με τίτλο «Σενέρ Λεβέντ: απαγχονίστηκε χωρίς να είναι ένοχος ο Πατάτσος» (ημερομηνίας 22 Μαρτίου 2022), πληροφόρησε το αναγνωστικό κοινό για τον ρόλο της Τουρκοκύπριας Εμινέ στη σύλληψη του ήρωα Ιάκωβου Πατάτσου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που η ίδια η Εμινέ έδωσε στον Τουρκοκύπριο δημοσιογράφο Σενέρ Λεβέντ, το βρετανικό αποικιοκρατικό καθεστώς επέβαλε στον Ι. Πατάτσο τη θανατική ποινή για μια πράξη που δεν έκανε: τον φόνο του Τουρκοκύπριου αστυνομικού Νιχάτ. Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι σύμφωνα με τον Σ. Λεβέντ, η Εμινέ άλλαξε στάση και ανακάλεσε τα λεγόμενά της λίγο αργότερα.
Η έρευνα στα βρετανικά κρατικά αρχεία (The National Archives) τεκμηριώνει την μαρτυρία της Τουρκοκύπριας Εμινέ προς τον Σ. Λεβέντ για τον ρόλο-κλειδί που η ίδια διαδραμάτισε στην υπόθεση του ήρωα Ι. Πατάτσου. Σε τηλεγράφημα (βλ. Εικόνα 1) του Βρετανού κυβερνήτη της Κύπρου, στρατάρχη Sir John Harding, προς τον Βρετανό υπουργό αποικιών, Alan Lennox-Boyd, αναφέρονται τα εξής:
«Προς ενημέρωσή σας, η Κυρία Εμινέ Ν., μια Τουρκάλα Κύπρια η οποία συνέλαβε τον προσφάτως εκτελεσθέντα τρομοκράτη Πατάτσο θα ταξιδέψει με τον σύζυγό της στην Τουρκία την Κυριακή 16 Αυγούστου διότι θεωρεί ότι εδώ η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο.
Στην Κυρία Ν. χορηγήθηκε (εντελώς εμπιστευτικά) αμοιβή £5,000 για την πολύ θαρραλέα πράξη της και επομένως  καμία χρηματική βοήθεια δεν είναι αναγκαία».
Οι πληροφορίες για την παροχή χρηματικής αμοιβής σε ένα συνεργάτη (στην προκειμένη περίπτωση στην Εμινέ Ν.), καθώς και διευκολύνσεων για μετάβαση στο εξωτερικό, αναπόφευκτα στρέφουν την προσοχή μας σε ένα φαινόμενο της περιόδου 1955-1959 το οποίο απασχόλησε κατά καιρούς τον δημόσιο διάλογο, αλλά όχι μέσα από ένα επιστημονικό πρίσμα: το φαινόμενο του δοσιλογισμού. Ως δοσιλογισμός ορίζεται η συνεργασία Κυπρίων με τις βρετανικές αποικιακές αρχές για την καταστολή της επαναστατικής δράσης της ΕΟΚΑ. Η συγκεκριμένη πτυχή κατέστη δυνατό να μελετηθεί συστηματικά μόλις τα τελευταία χρόνια, με τη βοήθεια τεκμηρίων από βρετανικές αρχειακές συλλογές.
Ένα καλοδιατηρημένο πιστόλι, που βρίσκονταν στο οπλοστάσιο της ΕΟΚΑ, FN-1910 της FN Herstal Βελγίου, προσθέτει μια σειρά νέων στοιχείων για τα όπλα της ΕΟΚΑ και ταυτόχρονα «ενώνει» τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1955-1959 με δύο άλλα... more
Ένα καλοδιατηρημένο πιστόλι, που βρίσκονταν στο οπλοστάσιο της ΕΟΚΑ, FN-1910 της FN Herstal Βελγίου, προσθέτει μια σειρά νέων στοιχείων για τα όπλα της ΕΟΚΑ και ταυτόχρονα «ενώνει» τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1955-1959 με δύο άλλα ιστορικά γεγονότα. Τον αγώνα των Ιρλανδών για ανεξαρτησία και μια σειρά ιστορικών γεγονότων που οδήγησαν στην έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Α’ ΠΠ). Κοινό στοιχείο ένα πιστόλι, μικρού μεγέθους, με σχεδιαστικές ρίζες, όπως καταδεικνύει και ο τύπος του στο μακρινό.. 1910!
Το να μελετήσει κανείς τον αγώνα της ΕΟΚΑ σε τακτικό επίπεδο και από την σκοπιά του ατομικού οπλισμού που χρησιμοποιήθηκε είναι ένα συναρπαστικό πεδίο, σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητο και με επιμέρους ενδιαφέρουσες πτυχές. Πέραν της... more
Το να μελετήσει κανείς τον αγώνα της ΕΟΚΑ σε τακτικό επίπεδο και από την σκοπιά του ατομικού οπλισμού που χρησιμοποιήθηκε είναι ένα συναρπαστικό πεδίο, σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητο και με επιμέρους ενδιαφέρουσες πτυχές. Πέραν της ιστοριογραφίας, η καταγραφή του οπλισμού μέσω ενός συνδυασμού τεχνικών και ερευνητικών μεθόδων –όπως η εξειδικευμένη γνώση οπλουργίας και το “small arms identification” (εξακρίβωση προέλευσης όπλων από τα μοναδικά του χαρακτηριστικά) μπορεί να προσφέρει ένα νέο πεδίο για την Στρατιωτική Ιστορία και την Ιστορία των Μικρών Όπλων της πιο κρίσιμης, ίσως, καμπής της νεότερης κυπριακής ιστορίας. Με τον δρ Ανδρέα Κάρυο ιστορικό της περιόδου του αγώνα της ΕΟΚΑ και επιστημονικό συνεργάτη του Μουσείου Αγώνος μελετήσαμε, για τις ανάγκες του περιοδικού «Χρονικό» του «Π» (Δ’ Έκδοση, τ. 15, Ιούνιος 2018), για πρώτη φορά, τα είδη και την προέλευση του οπλισμού της ΕΟΚΑ με έμφαση στα ατομικά όπλα (περίστροφα, πιστόλια, υποπολυβόλα, τυφέκια, οπλοπολυβόλα). Η διαρκής μας ενασχόληση με το αντικείμενο (ατομικός οπλισμός στα χρόνια της ΕΟΚΑ) μας οδήγησε, σχεδόν δύο χρόνια μετά, να καταγράψουμε ακόμη δύο όπλα –ίσως τα πλέον συναρπαστικά σε επίπεδο ατομικού οπλισμού- που χρησιμοποιήθηκαν από την επαναστατική οργάνωση την περίοδο της ενόπλου δράσης της: Τις περιπτώσεις της χρήσης του πρώτου, στην ιστορία των ατομικών όπλων, τυφεκίου εφόδου (“assault rifle”), του γερμανικού σχεδιασμού και κατασκευής MP-44/StG-44 και ενός γαλλικού υποπολυβόλου, του MAT-49. H ιστορία του πώς αυτά τα δύο όπλα βρέθηκαν στα χέρια αγωνιστών –ακόμη και ηρώων- της ΕΟΚΑ είναι συναρπαστική. Όχι μόνο λόγω της διαδρομής τους αλλά και λόγω της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για να ερευνηθούν και να ταυτοποιηθούν: ένα εξ’ αυτών υπάρχει ακόμη ενώ και η ύπαρξη καταγεγραμμένων (από τους Βρετανούς) καλύκων στην συλλογή του Μουσείου Αγώνος επιβεβαιώνει την χρήση τους σε επιθετικές ενέργειες της ΕΟΚΑ. Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία του γερμανικού τυφεκίου εφόδου ΜP-44 και του γαλλικού υποπολυβόλου ΜΑΤ-49 στα χέρια της ΕΟΚΑ.
Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-1959) αποτέ-λεσε την τελευταία εθνικοαπελευθερω-τική προσπάθεια που εκδηλώθηκε από ένα τμήμα του Ελληνισμού. Οι παράτολμες επι-χειρήσεις των μαχητών της οργάνωσης, οι μάχες με τα βρετανικά στρατεύματα, όπου οι... more
Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-1959) αποτέ-λεσε την τελευταία εθνικοαπελευθερω-τική προσπάθεια που εκδηλώθηκε από ένα τμήμα του Ελληνισμού. Οι παράτολμες επι-χειρήσεις των μαχητών της οργάνωσης, οι μάχες με τα βρετανικά στρατεύματα, όπου οι αγωνιστές έπιπταν μαχόμενοι (γενόμενοι ακόμη και ολοκαυτώματα), η λεβεντιά με την οποία οι αρχάγγελοι της αγχόνης ανέβαιναν στο ικρίωμα, οι συμπλοκές σώμα με σώμα των νεαρών μαθητών με τους Βρετανούς αποικιοκράτες έκαναν την ΕΟΚΑ να περάσει στη σφαίρα του θρύλου, το Κυπριακό να απασχολεί καθημερινά τον διεθνή Τύπο, καθώς και τις κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Ελλά-δας και τις Τουρκίας να εμπλέκονται σε θυελλώδεις διπλωματικές αντιπαραθέσεις στα διεθνή φόρα. Εξ αφορμής της συμπλήρωσης εξήντα χρόνων από τον τερματισμό της επανά-στασης στην Κύπρο, θα ήταν χρήσιμο να αναλύσουμε (λαμβάνοντας πάντα τους πε-ριορισμούς που υπάρχουν από πλευράς έκτασης) τους λόγους για τους οποίους οι ηγεσίες της Ελλάδας, της Βρετανίας, της Τουρκίας και των δύο μεγαλύτερων εθνοτικών πληθυσμών της νήσου προ-χώρησαν το 1959 στη διευθέτηση του Κυπριακού Ζητήματος υπό τη μορφή των Συμφωνιών-Ζυρίχης Λονδίνου. Ο συγκεκριμένος διακανονισμός αποτέλε-σε έναν διεθνή συμβιβασμό μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, στη βάση της ανα-κήρυξης της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος. Ταυτόχρονα, το μακραίωνο αίτημα της ελληνικής πλειοψηφίας για ένωση με την Ελλάδα (Ένωση), για το οποίο είχε παλέ-ψει τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια και είχε υποστεί αιματηρές θυσίες, αφηνόταν ανικανοποίητο. Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου υπήρξαν προϊόν του ελληνο-τουρκικού διαλόγου, που ξεκίνησε παρασκηνιακά στη Νέα Υόρκη στις αρχές Δεκεμβρίου 1958, κατά τη σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Οι μυστικές διαβουλεύσεις συ-νεχίστηκαν, καταλήγοντας σε διάσκεψη μεταξύ των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας στη Ζυρίχη (5-11 Φεβρου-αρίου 1959). Εκεί τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, για την οποία απαγορευόταν στο διηνεκές η επιλογή της Ένωσης ή της Διχοτόμησης (διεκδίκηση της τουρκικής πλευράς). Καθόρισαν, ακόμη, τη «Βασική Διάρθρωση», δηλαδή τις βασικές αρχές του μελλοντικού κυπριακού συντάγματος. Στο προεδρικό πολίτευμα του νεότευκτου κράτους ο Πρόεδρος θα εκλεγόταν από την ελληνική κυπριακή κοινότητα, ενώ ο Αντιπρόεδρος από τους Τούρκους Κυ-πρίους. Οι δύο αυτοί αξιωματούχοι θα είχαν δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) πάνω σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και εσωτερικής ασφάλειας. Επιπρόσθετα, θα ιδρύονταν δύο κοινοτικές συνελεύ-σεις, μία ελληνική και μία τουρκική. Η Συμφωνία προνοούσε και τη δημιουργία ενός ενιαίου Κοινοβουλίου, στο οποίο οι βουλευτές θα προέρχονταν κατά 70% από τις τάξεις των Ελλήνων Κυπρίων και κατά 30% από αυτές των Τούρκων Κυπρίων. Η συγκεκριμένη αναλογία θα εφαρμοζόταν και στο Υπουργικό Συμβούλιο, όπου, επι-πλέον, το αξίωμα του Υπουργού Άμυνας, Οικονομικών ή Εξωτερικών θα έπρεπε να αναλαμβάνεται από Τούρκο Κύπριο. Για τη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας, πάλι θα ίσχυε η αναλογία 7:3. Εντούτοις, το ποσοστό αυτό διαμορφωνόταν σε 6:4 για τον Κυπριακό Στρατό. Στον τομέα της τοπικής αυτοδιοίκησης, προβλεπόταν η ίδρυση χωριστών δημοτικών Αρχών-ελληνικών και τούρκικων-για τους μεγαλύτερους δήμους. Τέλος, θα ιδρύονταν δύο δικα-στήρια, το Ανώτατο και το Συνταγματικό. Οι πιο πάνω βασικές αρχές για τον 60 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ: ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΖΥΡΙΧΗΣ-ΛΟΝΔΙΝΟΥ Έτσι γράφτηκε το τέλος της ΕΟΚΑ Ο Γεώργιος Γρίβας-Διγενής Είναι αναγκαίο να διερευνηθεί και η στάση της ηγεσίας της ΕΟΚΑ ως προς τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Απώ-τερος στόχος της επαναστατικής δράσης της οργάνωσης ήταν η Ένωση. Μάλιστα, ο Γεώργιος Γρίβας-Διγενής είχε απορρίψει τις βρετανικές συνταγματικές προτάσεις που είχαν υποβληθεί τα προηγούμενα χρόνια επειδή δεν ικανοποιούσαν το συλλογικό αυτό αίτημα του κυπριακού Ελληνισμού. Τελικά, όμως, αναγκάστηκε να αποδεχτεί (αν και μετά από μια περίοδο βασανιστι-κής περισυλλογής) τη-βασισμένη στην ανεξαρτησία-διευθέτηση της Ζυρίχης-Λονδίνου. Ο στρατιωτικός αρχηγός της ΕΟΚΑ υποχρεώθηκε στη λήψη αυτής της απόφασης για δύο βασικούς λόγους: ο πρώτος σχετιζόταν με τον φόβο του ότι αν αποφάσιζε να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα θα πολεμούσε όχι μόνο εναντίον των Βρετανών αλλά και εναντίον της ελλη-νικής Κυβέρνησης και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Κάτι τέτοιο, αναπόφευκτα, θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν πιο αποφασιστικής ση-μασίας. Η στάση του Γ. Γρίβα-Διγενή ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την υλική αρωγή ή τη διεθνή υποστήριξη που παρείχαν στο ένοπλο κίνημα ο Μακάριος και η ελληνική ηγεσία. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το δεδο-μένο, η ΕΟΚΑ δε μπορούσε να συνεχίσει να αγωνίζεται χωρίς την συγκεκριμένη, ζωτικής σημασίας, υποστήριξη. Επομένως, η στρατιωτική ηγεσία της οργάνωσης δεν είχε άλλη επιλογή από το να αποδεχτεί μια συμβιβαστική λύση όπως αυτή της Ζυρίχης-Λονδίνου, στην οικοδόμηση της οποίας (παρά την απροθυμία και τους εν-δοιασμούς της ΕΟΚΑ) οι πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης και του Μακαρίου έπαιξαν τον ρόλο τους. Η Βρετανία Από πλευράς Βρετανίας, οι επιχειρήσεις της ΕΟΚΑ αδιαμφισβήτητα υποχρέωσαν το Λονδίνο να μετακινηθεί από την άρνησή του να αποσυρθεί από την Κύπρο. Συνε-πακόλουθα, κατά τη διάρκεια του 1957, η βρετανική κυβέρνηση είχε αρχίσει να επεξεργάζεται μία νέα πολιτική, που δεν θα απέκλειε τη διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας επί ενός τμήματος (και όχι επί του συνόλου) της Κύπρου. Ωστόσο, για να γίνει αποδεκτή από το Λονδίνο μία τέτοια ρύθμιση, θα έπρεπε να ικανοποιούνταν τρεις σημαντικότατες προϋποθέσεις: η διασφάλιση των γεωστρατηγικών συμ-φερόντων του στη Μέση Ανατολή (μέσω της Κύπρου), η ικανοποίηση της τουρκι-κής κυβέρνησης (σημαντικός εταίρος της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας προς ανάσχεση του σοβιετικού κινδύνου στην περιοχή) και η αποφυγή ενός ελληνο-τουρκικού πολέμου (ενδεχομένου που θα οδηγού-σε σε κατάρρευση των περιφερειακών σχεδιασμών ασφαλείας του ΝΑΤΟ). Όταν ξεκίνησε ο ελληνο-τουρκικός διάλογος στα τέλη του 1958, η Βρετανία διατύπωσε-αν και με δισταγμό-τη σύμφωνη γνώμη της. Εν τέλει, εφόσον η ρύθμιση της Ζυρί-χης-Λονδίνου ικανοποιούσε τις πιο πάνω προϋποθέσεις, προσυπέγραψε.
Το 1958 ο Αγώνας της ΕΟΚΑ εισήλθε στην τελευταία φάση του, με την ένοπλη αντιπαράθεση της οργάνωσης με τις δυνάμεις καταστολής του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος να συνεχίζεται αμείωτη. Παράλληλα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, το... more
Το 1958 ο Αγώνας της ΕΟΚΑ εισήλθε στην τελευταία φάση του, με την ένοπλη αντιπαράθεση της οργάνωσης με τις δυνάμεις καταστολής του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος να συνεχίζεται αμείωτη.  Παράλληλα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, το επαναστατικό κίνημα δέχτηκε και πιέσεις λόγω της δράσης των Τούρκων Κυπρίων υπό τη μορφή διακοινοτικής βίας: το καλοκαίρι οι Τούρκοι Κύπριοι επεδίωξαν (αν και ανεπιτυχώς) τη de facto διχοτόμηση του νησιού επί του εδάφους μέσω επιθέσεων εναντίον των Ελλήνων Κυπρίων ή των περιουσιών τους.

Το 1958 έμελλε να αποτελέσει ορόσημο για την ιδιαίτερη πορεία του ιστορικότερου αθλητικού σωματείου της Κύπρου, της «Ανόρθωσης» Αμμοχώστου. Η ανατίναξη του οικήματός του από τους Βρετανούς αποικιοκράτες, στις 8 Ιουλίου 1958, αποτέλεσε ένα ακόμη τεκμήριο της συμβολής του στην τελευταία εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ελληνισμού.

Η παρούσα μελέτη φιλοδοξεί να ανασυνθέσει τα ιστορικά γεγονότα σχετικά με την καταστροφή του οικήματος της «Ανόρθωσης» με απόφαση των αποικιακών αρχών. Η προσπάθειά μας βασίστηκε σε πληροφορίες που παραδίδονται στον Τύπο της εποχής. Επίσης, χρήσιμες πληροφορίες αντλήθηκαν από το Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives of the United Kingdom).
Τον Νοέμβριο του 1956 οι προσπάθειες της Βρετανίας επικεντρώθηκαν στη διασφάλιση των στρατηγικών της συμφερόντων στη Μέση Ανατολή, εφόσον εκείνο το διάστημα κλιμακωνόταν στρατιωτικά η Κρίση του Σουέζ στην Αίγυπτο. Εντούτοις, ο συνωστισμός... more
Τον Νοέμβριο του 1956 οι προσπάθειες της Βρετανίας επικεντρώθηκαν στη διασφάλιση των στρατηγικών της συμφερόντων στη Μέση Ανατολή, εφόσον εκείνο το διάστημα κλιμακωνόταν στρατιωτικά η Κρίση του Σουέζ στην Αίγυπτο. Εντούτοις, ο συνωστισμός βρετανικών στρατευμάτων στην Κύπρο, λόγω της βρετανικής εισβολής στην Αίγυπτο (επιχείρηση «Musketeer»), παρείχε στο ένοπλο επαναστατικό κίνημα της Κύπρου, την ΕΟΚΑ, μια ξεκάθαρη ευκαιρία για ευκολότερο εντοπισμό στόχων. Όντως, λόγω των πολλών χτυπημάτων που δέχτηκε το βρετανικό αποικιακό καθεστώς από την ΕΟΚΑ, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα έλαβε την ονομασία «Μαύρος Νοέμβριος». Μεταξύ της ένοπλης δράσης της επαναστατικής οργάνωσης εκείνη την περίοδο, σημαντική θέση καταλαμβάνει η ενέδρα στην Ξεραρκάκαν, στις 12 Νοεμβρίου 1956, λόγω της σφοδρότητας με την οποία διεξήχθη, την μεγάλη ισχύ πυρός που χρησιμοποιήθηκε, τον ατομικό οπλισμό των αγωνιστών της ΕΟΚΑ που συμμετείχαν –με επικεφαλής τον ήρωα Μάρκο Δράκο- και την προετοιμασία-διάταξη της σε τακτικό/επιχειρησιακό επίπεδο. Με αφορμή την επέτειο της 1ης Απριλίου, στο εν λόγω άρθρο θα αναλύσουμε τα γεγονότα της ενέδρας και μέσω του small arms identification, αλλά και της χρήσης βρετανικών αρχειακών πηγών, θα περιγράψουμε την μάχη και την χρήση οπλισμού –εκ μέρους μιας τυπικής ανταρτικής ομάδας της ΕΟΚΑ της περιόδου.
Το να μελετήσει κανείς τον αγώνα της ΕΟΚΑ σε τακτικό επίπεδο και από την σκοπιά του ατομικού οπλισμού που χρησιμοποιήθηκε είναι ένα συναρπαστικό πεδίο, σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητο και με επιμέρους ενδιαφέρουσες πτυχές. Πέραν της... more
Το να μελετήσει κανείς τον αγώνα της ΕΟΚΑ σε τακτικό επίπεδο και από την σκοπιά του ατομικού οπλισμού που χρησιμοποιήθηκε είναι ένα συναρπαστικό πεδίο, σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητο και με επιμέρους ενδιαφέρουσες πτυχές. Πέραν της ιστοριογραφίας, η καταγραφή του οπλισμού μέσω ενός συνδυασμού τεχνικών και ερευνητικών μεθόδων –όπως η εξειδικευμένη γνώση οπλουργίας και το “small arms identification” (εξακρίβωση προέλευσης όπλων από τα μοναδικά του χαρακτηριστικά) μπορεί να προσφέρει ένα νέο πεδίο για την Στρατιωτική Ιστορία και την Ιστορία των Μικρών Όπλων της πιο κρίσιμης, ίσως, καμπής της νεότερης κυπριακής ιστορίας. Με τον δρ Ανδρέα Κάρυο ιστορικό της περιόδου του αγώνα της ΕΟΚΑ και επιστημονικό συνεργάτη του Μουσείου Αγώνος μελετήσαμε, για τις ανάγκες του περιοδικού «Χρονικό» του «Π» (Δ’ Έκδοση, τ. 15, Ιούνιος 2018), για πρώτη φορά, τα είδη και την προέλευση του οπλισμού της ΕΟΚΑ με έμφαση στα ατομικά όπλα (περίστροφα, πιστόλια, υποπολυβόλα, τυφέκια, οπλοπολυβόλα). Η διαρκής μας ενασχόληση με το αντικείμενο (ατομικός οπλισμός στα χρόνια της ΕΟΚΑ) μας οδήγησε, σχεδόν δύο χρόνια μετά, να καταγράψουμε ακόμη δύο όπλα –ίσως τα πλέον συναρπαστικά σε επίπεδο ατομικού οπλισμού- που χρησιμοποιήθηκαν από την επαναστατική οργάνωση την περίοδο της ενόπλου δράσης της: Τις περιπτώσεις της χρήσης του πρώτου, στην ιστορία των ατομικών όπλων, τυφεκίου εφόδου (“assault rifle”), του γερμανικού σχεδιασμού και κατασκευής MP-44/StG-44 και ενός γαλλικού υποπολυβόλου, του MAT-49. H ιστορία του πώς αυτά τα δύο όπλα βρέθηκαν στα χέρια αγωνιστών –ακόμη και ηρώων- της ΕΟΚΑ είναι συναρπαστική. Όχι μόνο λόγω της διαδρομής τους αλλά και λόγω της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για να ερευνηθούν και να ταυτοποιηθούν: ένα εξ’ αυτών υπάρχει ακόμη ενώ και η ύπαρξη καταγεγραμμένων (από τους Βρετανούς) καλύκων στην συλλογή του Μουσείου Αγώνος επιβεβαιώνει την χρήση τους σε επιθετικές ενέργειες της ΕΟΚΑ. Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία του γερμανικού τυφεκίου εφόδου ΜP-44 και του γαλλικού υποπολυβόλου ΜΑΤ-49 στα χέρια της ΕΟΚΑ.
Ο Γεώργιος Γρίβας-Διγενής αποτελεί ιστορικό πρόσωπο με καθοριστική συμμετοχή στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας και της Κύπρου για μια περίοδο διάρκειας τριών περίπου δεκαετιών. Για την συμβολή του στην απελευθερωτική προσπάθεια του... more
Ο Γεώργιος Γρίβας-Διγενής αποτελεί ιστορικό πρόσωπο με καθοριστική συμμετοχή στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας και της Κύπρου για μια περίοδο διάρκειας τριών περίπου δεκαετιών. Για την συμβολή του στην απελευθερωτική προσπάθεια του κυπριακού ελληνισμού τιμήθηκε από τα επίσημα πολιτειακά όργανα τόσο της Κύπρου όσο και της Ελλάδας. Το ελληνικό κράτος μάλιστα τον τίμησε με την ανώτατη διάκριση για την εθνική προσφορά του, ανακηρύσσοντας τον «Άξιον της Πατρίδος» και προάγοντάς τον στο βαθμό του Αντιστράτηγου. Σε επίπεδο δημόσιου διαλόγου, ωστόσο, η αποτίμηση της πολιτικής και στρατιωτικής δράσης του εξακολουθεί να μην είναι ανέφελη: η αναφορά στο πρόσωπό του συγκεντρώνει διαρκώς πλήθος συζητήσεων με κύριους πυλώνες τον απεριόριστο θαυμασμό (σε σημείο λατρείας), αλλά και την έντονη αμφισβήτηση (σε βαθμό μηδενιστικού κυνισμού). Από αυτή τη σκοπιά, ο Γ. Γρίβας-Διγενής αποτελεί μία από τις πλέον δυσερμήνευτες φυσιογνωμίες της ελληνικής και της κυπριακής ιστορίας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Η παρούσα μελέτη δεν αποτελεί μία ανάλυση της δράσης του Γ. Γρίβα-Διγενή, ούτε των κινήτρων πίσω από αυτή. Εξυπακούεται ότι μια τέτοια φιλοδοξία θα ήταν αδύνατο να υλοποιηθεί εντός των ορίων της έκτασης που έχουν καθοριστεί για την ανά χείρας έκδοση. Αντίθετα, κύρια επιδίωξή μας είναι να συμβάλουμε στη γενικότερη συζήτηση αναφορικά με τον Γ. Γρίβα-Διγενή ως ιστορικό πρόσωπο, θέτοντας υπόψη του αναγνώστη μία σχετικά άγνωστη πτυχή: την απόπειρα που εκδηλώθηκε από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες για τη σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ του στρατιωτικού αρχηγού της «Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών» (ΕΟΚΑ).
Η έναρξη της τελευταίας φάσης του Αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) έλαβε χώρα το 1958. Κατά την περίοδο αυτή, η πολύμορφη και πολυσχιδής πάλη της ένοπλης οργάνωσης με τις δυνάμεις του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος... more
Η έναρξη της τελευταίας φάσης του Αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) έλαβε χώρα το 1958. Κατά την περίοδο αυτή, η πολύμορφη και πολυσχιδής πάλη της ένοπλης οργάνωσης με τις δυνάμεις του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος συνεχίστηκε αμείωτη, μέχρι την πολιτική διευθέτηση του Κυπριακού Ζητήματος με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το Φεβρουάριο του 1959. Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στις κύριες στρατιωτικές εξελίξεις στην Κύπρο, αξιοποιώντας ως άξονα αφήγησης την πρόοδο των επαναστατικών ενεργειών της ΕΟΚΑ. Η έρευνά μας στηρίχθηκε στη διεθνή βιβλιογραφία, καθώς και στην επιστολογραφία που περιλαμβάνεται στα απομνημονεύματα του στρατιωτικού αρχηγού της ΕΟΚΑ, Γεώργιου Γρίβα-Διγενή, και στο έργο του Σπύρου Παπαγεωργίου Κυπριακή Θύελλα. Επίσης, αξιοποιήθηκαν πρωτογενή δεδομένα από τη συλλογή του Κρατικού Αρχείου του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives of the United Kingdom-TNA).
Ο εθνικοαπελευθερωτικός και αντιαποικιακός αγώνας της ΕΟΚΑ 1955-1959 εντάσσεται στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και ως τέτοιος οφείλει να ιδωθεί ως προς την πρακτική του εφαρμογή. Πρόκειται περί κλασικής περίπτωσης ανταρτοπολέμου. Σε όλα... more
Ο εθνικοαπελευθερωτικός και αντιαποικιακός αγώνας της ΕΟΚΑ 1955-1959 εντάσσεται στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και ως τέτοιος οφείλει να ιδωθεί ως προς την πρακτική του εφαρμογή. Πρόκειται περί κλασικής περίπτωσης ανταρτοπολέμου. Σε όλα τα αντάρτικα που ξεχώρισαν στον 20ο αιώνα κατά την διάρκεια της αποαποικιοποίησης ή αργότερα, οι στρατιωτικές συγκρούσεις διακρίνονται από τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά, σε διαφορετικές όμως κλίμακες: οργανωμένοι τακτικοί στρατοί (συνήθως μεγάλων αποικιακών δυνάμεων) συγκρούονται με ελαφρά οπλισμένους μαχητές. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ εξετάζεται ως περιπτωσιολογία σε ένα εκ των κλασικότερων εγχειριδίων ανταρτοπόλεμου. Στο «Θεωρία και Πρακτική του Ανταρτοπόλεμου: Ο Πόλεμος του Ψύλλου», o Ρόμπερτ Τέιμπερ, ο Αμερικανός δημοσιογράφος που πολέμησε στον Κόλπο των Χοίρων και είχε ακολουθήσει τον Φιντέλ Κάστρο στη Σιέρα Μάστρε το 1957, αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στον αγώνα των Κυπρίων του 1955-1959. Η ιστορική αποτύπωση των πενιχρών μέσων με τα οποία οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν έναν εκ των πλέον οργανωμένων στρατών του κόσμου, τον βρετανικό, αποτελεί ένα «λιγότερο δημοφιλές» κεφάλαιο ειδίκευσης της ιστορίας της ΕΟΚΑ. Και σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να καλυφθεί πλήρως για τις ανάγκες συγγραφής ενός ιστορικού περιοδικού –όπως το «Χρονικό». Ωστόσο με τον ιστορικό Δρα Ανδρέα Κάρυο, εγγονό του αγωνιστή-ήρωα της περιόδου, Ανδρέα Κάρυου, που θυσιάστηκε στο Λιοπέτρι τον Σεπτέμβρη του 1958, παραδίδουμε σε εσένα φίλε αναγνώστη του «Χρονικού» μια μικρή ιστορική αποτίμηση των όπλων, και των τρόπων εύρεσής των, με τα οποία οι Κύπριοι κλήθηκαν να εκπληρώσουν το όραμα της Ένωσης με την Ελλάδα. Ας ελπίσουμε ότι αυτό το τεύχος του «Χρονικού» θα σταθεί η αφορμή για μια νέα γενιά ακαδημαϊκών ιστορικών, αλλά και ιστοριοδιφών ή ερευνητών προκειμένου να ρίξουν περισσότερο φως σε μια πτυχή του αγώνα του 1955-1959 που όχι μόνον δεν έχει καλυφθεί επαρκώς αλλά και που αποτελεί, οπωσδήποτε, ένα συναρπαστικό πεδίο έρευνας και καταγραφής.
Ο Στυλιανός Λένας υπήρξε αδιαμφισβήτητα μία επιφανής μορφή του ένοπλου ενωτικού κινήματος της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), που έδρασε στην Κύπρο εναντίον της βρετανικής αποικιακής κυριαρχίας την περίοδο 1955-1959. Οι... more
Ο Στυλιανός Λένας υπήρξε αδιαμφισβήτητα μία επιφανής μορφή του ένοπλου ενωτικού κινήματος της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), που έδρασε στην Κύπρο εναντίον της βρετανικής αποικιακής κυριαρχίας την περίοδο 1955-1959. Οι επαναστατικές δραστηριότητές του στις τάξεις της ΕΟΚΑ υπήρξαν πολυσχιδείς και διήρκεσαν από την έναρξη του επιχειρησιακού προγράμματος της οργάνωσης, την 1η Απριλίου 1955, μέχρι το σοβαρό τραυματισμό και σύλληψή του από βρετανικό στρατιωτικό κλιμάκιο, στις 17 Φεβρουαρίου 1957.  Μερικές βδομάδες αργότερα, στις 28 Μαρτίου 1957, ο Λένας υπέκυψε στα τραύματά του. Η φήμη που απέκτησε λόγω της ένοπλης δράσης του γίνεται αντιληπτή μεταξύ άλλων και μέσα από τη στάση που τήρησαν οι βρετανικές αρχές αναφορικά με την ταφή του: το νεκρό σώμα δεν παραδόθηκε στους οικείους του αγωνιστή για τέλεση της κηδείας. Αντίθετα, ο Λένας τάφηκε σε ένα μικρό κοιμητήριο στον περίβολο των Κεντρικών Φυλακών, ο οποίος είναι γνωστός ως «Φυλακισμένα Μνήματα».  Ο θάνατός του αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την πνευματική παραγωγή στην Κύπρο, με την ποιητική έκφραση του Κυπριακού Αγώνα να εξυμνεί τη λεβεντιά και την αντρειοσύνη του νεκρού αγωνιστή.
Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στο σοβαρό τραυματισμό του Στυλιανού Λένα στην περιοχή της Ποταμίτισσας, στις 17 Φεβρουαρίου 1957. Η επιλογή του συγκεκριμένου γεγονότος πραγματοποιήθηκε εξ αφορμής της συμπλήρωσης εξήντα χρόνων από το θάνατο του εν λόγω μαχητικού στελέχους της ΕΟΚΑ. Επιπλέον, σημαντικό κίνητρο αποτέλεσε το γεγονός ότι πρόσφατα επετράπηκε πρόσβαση στο σχετικό υλικό του Κρατικού Αρχείου Κύπρου (στη Λευκωσία). Οφείλουμε ωστόσο να διευκρινίσουμε ότι η έρευνά μας στηρίζεται κυρίως σε βρετανικές πρωτογενείς πηγές. Τα εν λόγω αρχειακά δεδομένα δεν θεωρούνται πηγή πληροφοριών που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Αντίθετα, πρέπει πάντα να προσεγγίζονται με κριτικό πνεύμα. Δεν παύει, όμως, η αξιοποίησή τους να αποβαίνει εξαιρετικά χρήσιμη, αφενός παρέχοντας τεκμήρια για διασταύρωση πληροφοριών από άλλες πηγές και αφετέρου ρίχνοντας φως σε άγνωστες πτυχές για τις οποίες εμφανίζεται παντελής έλλειψη υλικού από ελληνικής κυπριακής πλευράς. Στην προκειμένη περίπτωση, μέσω των βρετανικών μαρτυριών τεκμηριώνεται ότι ο εντοπισμός του Στυλιανού Λένα από το κλιμάκιο της αποικιακής φρουράς έγινε στη βάση σαφούς πληροφόρησης. Επίσης, ενισχύεται το επίπεδο γνώσης που έχουμε για τη βρετανική εκστρατεία καταστολής στην Κύπρο και ειδικότερα για την αλλαγή στις μεθόδους εξουδετέρωσης των αντάρτικων ομάδων, η οποία άρχισε να σημειώνεται στις αρχές του 1957 (περίοδος που πραγματοποιήθηκε και η ενέδρα εναντίον του Στυλιανού Λένα) και περιλάμβανε την αύξηση της αποτελεσματικότητας μέσω στοιχείων όπως «η πανουργιά και η ταχύτητα και, πάνω από όλα, οι πληροφορίες».
Κατά την τελευταία δεκαπενταετία έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος με τη δημοσίευση όλο και περισσότερων πραγματειών σχετικά με διάφορες πτυχές της τετραετίας 1955 - 1959 στην Κύπρο. Οι μελέτες αυτές, οπωσδήποτε ποιοτικές και στηριγμένες... more
Κατά την τελευταία δεκαπενταετία έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος με τη δημοσίευση όλο και περισσότερων πραγματειών σχετικά με διάφορες πτυχές της τετραετίας 1955 - 1959 στην Κύπρο. Οι μελέτες αυτές, οπωσδήποτε ποιοτικές και στηριγμένες σε αρχειακά δεδομένα, ανταποκρίνονται σε ποικίλα ερωτήματα που θέτουν κατά περιόδους η επιστημονική κοινότητα και η κοινωνία των πολιτών, ανασυνθέτοντας και αναλύοντας ποικίλες όψεις της πολύ σημαντικής περιόδου που
ορίζεται στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία ως «Κυπριακός Αγώνας» ή «Αγώνας της ΕΟΚΑ» και στην αγγλόγλωσση βιβλιογραφία κυρίως ως «The Cyprus Revolt» ή «The Cyprus Emergency». Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έχουν καταβληθεί από τους μελετητές και τη
μεθοδική διερεύνηση μίας σειράς σημαντικών θεματικών, η φύση του αγώνα της «Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών» (ΕΟΚΑ) δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς.
Research Interests:
Η θητεία του Στρατάρχη Sir John Harding ως Βρετανός Κυβερνήτης της Κύπρου (Οκτώβριος 1955-Οκτώβριος 1957) έχει αποτυπωθεί ως πικρή εμπειρία στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινότητας της Κύπρου. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του... more
Η θητεία του Στρατάρχη Sir John Harding ως Βρετανός Κυβερνήτης της Κύπρου (Οκτώβριος 1955-Οκτώβριος 1957) έχει αποτυπωθεί ως πικρή εμπειρία στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινότητας της Κύπρου. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του Κυπριακού Αγώνα, η ίδια η ένοπλη οργάνωση ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) χρησιμοποίησε τους όρους «γκαουλάιτερ»  και «σατραπίσκος»  στις αναφορές για τον Κυβερνήτη που περιλαμβάνονταν στις επαναστατικές προκηρύξεις της. Επίσης, ο Harding έχει περιγραφεί με περιφρονητικούς χαρακτηρισμούς, πχ «άτιμος»  και «μεγάλο σκυλί»,  σε έργα της πνευματικής παραγωγής που έλκουν θεματολογία από την περίοδο του Αγώνα της ΕΟΚΑ. Αδιαμφισβήτητα, τέτοιας μορφής προσλήψεις και εκφράσεις οφείλονται στα τα μέτρα που εφήρμοσε ο Στρατάρχης στην προσπάθειά του να καταστείλει τη δράση του ένοπλου ενωτικού κινήματος της Κύπρου ήδη από τα πρώτα στάδια της θητείας του στην αποικία. Επιπρόσθετα, η ελληνόγλωσση ιστοριογραφία δίνει έμφαση στη διαδικασία διαπραγμάτευσης του Sir John Harding (Οκτώβριος1955-Φεβρουάριος 1956) με τον πολιτικό ηγέτη των Ελλήνων Κυπρίων, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’, για τη διευθέτηση του Κυπριακού Ζητήματος,  ενώ η ξενόγλωσση ιστορική παραγωγή ανασυνθέτει την εκστρατεία του Στρατάρχη για καταστολή της ΕΟΚΑ, η κορύφωση της οποίας σημειώθηκε κατά το διάστημα μετά την κατάληξη των συνομιλιών σε αδιέξοδο.  Απεναντίας, η παρούσα μελέτη πραγματεύεται αυτή καθαυτή την πολιτική διάσταση της εμπλοκής του Harding στο Κυπριακό, από την έναρξη της θητείας του τον Οκτώβριο του 1955 μέχρι τα τέλη του 1956. Σημαντικό ζήτημα που απασχολεί την ανάλυσή μας είναι το παρασκήνιο της επιλογής του Sir John Harding από τη βρετανική πολιτική ηγεσία για τη θέση του Κυβερνήτη της Κύπρου. Επιπλέον, το μεγαλύτερο τμήμα της έρευνάς μας αφιερώνεται στις απόψεις του Κυβερνήτη για την επίλυση του Κυπριακού και το πώς αυτές εξελίχθηκαν κατά την υπό διερεύνηση περίοδο.
Παρόλο που μεσολάβησαν εξήντα χρόνια από την έναρξη του Αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959), το μεγαλύτερο τμήμα της ιστοριογραφίας δε λαμβάνει υπόψη τη στενή αλληλεπίδραση μεταξύ του επιχειρησιακού προγράμματος και του οργανωτικού πρότυπου του... more
Παρόλο που μεσολάβησαν εξήντα χρόνια από την έναρξη του Αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959), το μεγαλύτερο τμήμα της ιστοριογραφίας δε λαμβάνει υπόψη τη στενή αλληλεπίδραση μεταξύ του επιχειρησιακού προγράμματος και του οργανωτικού πρότυπου του ένοπλου ενωτικού κινήματος της Κύπρου. Η δραστηριοποίηση των ένοπλων ομάδων της ΕΟΚΑ θα ήταν πολύ δύσκολο να διασφαλίσει την επιβίωσή τους μέσα σε ένα περιορισμένο επιχειρησιακό πεδίο όπως αυτό της Κύπρου (νησί απομακρυσμένο από τα ελληνικά παράλια το οποίο εύκολα μπορούσε να αποκλεισθεί από τη θάλασσα).  Επιπρόσθετα, η χρήση ένοπλων μεθόδων από μόνη της δε θα επαρκούσε να καταστήσει τη νήσο εστία ευρείας αναταραχής και συνεπώς να υποσκάψει αποτελεσματικά τη δυνατότητα των Βρετανών να ελέγχουν την αποικία (αυξάνοντας ταυτόχρονα το πολιτικό κόστος για διατήρησή της δια της βίας). Οι πιο πάνω στόχοι έγιναν κατορθωτοί μόνο όταν η μαχητική δράση συνδυάστηκε με την κινητοποίηση των λαϊκών μαζών για την ανάληψη επαναστατικών δράσεων, γεγονός που οφειλόταν στην πλατιά αποδοχή και υποστήριξη που απολάμβανε η ένοπλη οργάνωση στους κόλπους της ελληνικής κοινότητας της Κύπρου. Όπως ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου χαρακτηριστικά σχολιάζει: «Ήταν ο συνδυασμός αυτών των δύο -του ένοπλου αγώνα και της λαϊκής εξέγερσης- που ενοχλούσε τους Βρετανούς: μόνη η ένοπλη δράση ή μόνη η λαϊκή αναταραχή δεν θα μπορούσαν να τους απειλήσουν στον βαθμό που τους απείλησε η ΕΟΚΑ».  Το μεγαλύτερο τμήμα των ενεργειών αυτών έφερε εις πέρας ένα δραστήριο δίκτυο το οποίο συνεχώς διευρύνονταν στους κόλπους των νέων στης Κύπρου. Συνεπακόλουθα, είναι προφανές ότι η μελέτη του κινήματος νεολαίας ως σημαντικό τμήμα του οργανογράμματος της επαναστατικής οργάνωσης καθίσταται αναγκαία.

Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης, η ανάλυσή μας επικεντρώνεται στο ρόλο της νεολαίας στη στρατηγική σκέψη του αρχηγού της ΕΟΚΑ, του Γεώργιου Γρίβα (Διγενή), την ίδρυση, επέκταση, την οργανωτική δομή και τη δράση της νεολαίας υπό την καθοδήγηση της ΕΟΚΑ. Στο τελευταίο μέρος, θα επιχειρήσουμε μία αποτίμηση της υποστήριξης της νεολαίας προς το επαναστατικό κίνημα. Η έρευνά μας βασίστηκε στα έργα του Γ. Γρίβα (Διγενή) και τις πληροφορίες που παρείχαν με τη μέθοδο των προσωπικών συνεντεύξεων άτομα που υπηρέτησαν την ΕΟΚΑ από τη θέση του τομεάρχη. Το υλικό αυτό διασταυρώθηκε με βρετανικές στρατιωτικές αναφορές προς το βρετανικό υπουργείο Πολέμου (War Office-WO) ή υλικό από την εσωτερική αλληλογραφία του υπουργείου Αποικιών (Colonial Office-CO), τα οποία εντοπίστηκαν στις συλλογές του Κρατικού Αρχείου του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives).
Το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου το 1945 σηματοδότησε τη διαμόρφωση ενός ισχυρού διπολικού συστήματος με τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) να αναδύονται ως οι κύριοι πρωταγωνιστές του. Ταυτόχρονα, ένα ακόμη σημαντικό... more
Το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου το 1945 σηματοδότησε τη διαμόρφωση ενός ισχυρού διπολικού συστήματος με τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) να αναδύονται ως οι κύριοι πρωταγωνιστές του. Ταυτόχρονα, ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό του μεταπολεμικού κόσμου υπήρξε η διαδικασία της από-αποκιοποίησης (decolonization), όταν οι ευρωπαϊκές αποικιακές αυτοκρατορίες (συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας) άρχισαν να αποσύρονται από τις αποικιακές κτήσεις ή προτεκτοράτα τους και σταδιακά διαλύθηκαν.
Στόχος του παρόντος δοκιμίου είναι να εξετάσει κατά πόσο ο ένοπλος αγώνας που διεξήγαγε το ελληνοκυπριακό απελευθερωτικό κίνημα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ),  κατά το β’ μισό της δεκαετίας του 1950, εναντίον των βρετανικών δυνάμεων στην Κύπρο, επιτάχυνε την πορεία των εξελίξεων προς τη λήψη εκ μέρους της Βρετανίας της απόφασης για τερματισμό της αποικιακής κυριαρχίας και της συναίνεσης στην εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η διεθνής ιστοριογραφία για την τετραετή επανάσταση στην Κύπρο αναμφισβήτητα έχει συνεισφέρει (ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια) στην παραγωγή εκδόσεων οι οποίες επικεντρώνονται στο πολιτικό, διπλωματικό ή στρατιωτικό πεδίο. Εντούτοις, υφίσταται περαιτέρω έδαφος το οποίο η επιστημονική έρευνα μπορεί να καλύψει, τουλάχιστον σε σχέση με το κατά πόσο το φαινόμενο που διατυπώνεται ως «επιτάχυνση της Ιστορίας», δηλαδή η επιτάχυνση της εξέλιξης των ιστορικών γεγονότων, δύναται να εντοπισθεί στην ύστερη περίοδο του ενωτικού κινήματος στην Κύπρο (1955-1959), κατά την οποία έλαβε χώρα η αποχώρηση της Βρετανίας από την Κύπρο. Ταυτόχρονα, αν και σε ένα δεύτερο επίπεδο, μέσω της προαναφερθείσας ερευνητικής διαδικασίας, θα εξεταστεί και μια θέση η οποία εκφράζεται κατά καιρούς σε ανεπίσημες συζητήσεις στην Κύπρο, η οποία συνοψίζεται ως εξής: «οι Έλληνες της Κύπρου δεν ήταν ανάγκη να ξεκινήσουν ένοπλο αγώνα εφόσον οι Βρετανοί θα αποχωρούσαν σε κάποια φάση από την Κύπρο». Η παρούσα ανάλυση στηρίζεται σε ένα σύνολο μελετών που αφορούν τις βρετανικές μεταπολεμικές αποικιακές πολιτικές ή τον Κυπριακό Αγώνα της περιόδου 1955-1959.
Η εκδοτική παραγωγή που εμφανίστηκε μετά τον Κυπριακό Αγώνα (1955-1959) αφιερώθηκε στις πολιτικές ή διπλωματικές εξελίξεις που οδήγησαν στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959, καθώς και στην προσωπική δράση μελών της Εθνικής Οργάνωσης... more
Η εκδοτική παραγωγή που εμφανίστηκε μετά τον Κυπριακό Αγώνα (1955-1959) αφιερώθηκε στις πολιτικές ή διπλωματικές εξελίξεις που οδήγησαν στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959,  καθώς και στην προσωπική δράση μελών της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ).  Επιπρόσθετα, τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε μια προσπάθεια μελέτης επιμέρους πτυχών της τετραετούς επανάστασης, η οποία επικεντρώνεται στο επιχειρησιακό πρόγραμμα της ΕΟΚΑ,  καθώς και στα βρετανικά αντίμετρα που εφαρμόστηκαν για να το αντιμετωπίσουν.  Εντούτοις, η δράση των ένοπλων ομάδων της ΕΟΚΑ μέσα στο περιορισμένο νησιωτικό πλαίσιο της Κύπρου δεν θα ήταν δυνατό από μόνη της να εγγυηθεί την επιβίωσή τους∙ ούτε θα μπορούσε να αμφισβητήσει ευθέως τη δυνατότητα των Βρετανών να ελέγξουν το νησί στο βαθμό που έγινε αυτό κατορθωτό όταν άρχισαν να συμμετέχουν συλλογικά οι Έλληνες της Κύπρου στην επανάσταση, με αποκορύφωμα την εκστρατεία της Παθητικής Αντίστασης (1958). Είναι προφανές, ότι η προσοχή μας πρέπει να στραφεί και στην Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνος (ΠΕΚΑ), την οργάνωση η οποία διεκπεραίωσε τη σημαντική αποστολή της καθοδήγησης των ελληνοκυπριακών μαζών για λογαριασμό της ΕΟΚΑ.
Η παρούσα μελέτη δε φιλοδοξεί να αποτελέσει μια γεγονοτολογική αφήγηση των πεπραγμένων της ΠΕΚΑ. Αντίθετα, μέσω της ανάλυσης σημαντικών παραμέτρων, θα επιδιωχθεί μια εισαγωγική προσέγγιση στη φύσης της θυγατρικής αυτής οργάνωσης της ΕΟΚΑ. Πιο συγκεκριμένα, θα επικεντρωθούμε σε τέσσερις θεματικές ενότητες: το ρόλο που κατείχε η καλλιέργεια λαϊκής υποστήριξης στη στρατηγική της ΕΟΚΑ, τους λόγους που οδήγησαν στην ίδρυση της ΠΕΚΑ, την ιδιαίτερη δομή της οργάνωσης και τον τρόπο δράσης της.
Η έρευνά μας στηρίζεται σε αγγλόγλωσση και ελληνόγλωσση βιβλιογραφία που αφορά την περίοδο του Κυπριακού Αγώνα. Επιπλέον, γίνεται χρήση αρχειακών συλλογών από το Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου (The National State Archives - NSA). Επιπρόσθετες πληροφορίες συγκεντρώθηκαν από δημοσιευμένες συλλογές εγγράφων που περιλαμβάνουν το έντυπο υλικό της πολιτικής πτέρυγας της ΕΟΚΑ. Τέλος, βετεράνοι της ΕΟΚΑ οι οποίοι υπηρέτησαν στην κομβική θέση του τομεάρχη (ηγέτης μεγάλης γεωγραφικής περιφέρειας),  καθώς και αγωνιστές οι οποίοι ορίστηκαν από την ηγεσία του ένοπλου ενωτικού κινήματος ως υπεύθυνοι ΠΕΚΑ Λευκωσίας, προσέφεραν τις πολύτιμες μαρτυρίες τους.
Η αντίδραση του Λονδίνου απέναντι στην έκρηξη του ένοπλου ενωτικού κινήματος της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) τον Απρίλιο του 1955 δεν ήταν άλλη από το να επιδιώξει την επιτυχή αντιμετώπισή του με πολιτικά, καθώς και με... more
Η αντίδραση του Λονδίνου απέναντι στην έκρηξη του ένοπλου ενωτικού κινήματος της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) τον Απρίλιο του 1955 δεν ήταν άλλη από το να επιδιώξει την επιτυχή αντιμετώπισή του με πολιτικά, καθώς και με αντεπαναστατικά μέσα.  Παρόλο που η αγγλόγλωσση βιβλιογραφία  επικεντρώθηκε στη φυσική πάλη μεταξύ των βρετανικών δυνάμεων και της ΕΟΚΑ, η ελληνόγλωσση ιστοριογραφία αγνόησε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη βρετανική κατασταλτική αντίδραση, ιδίως από τεχνικής πλευράς. Αντίθετα, οι περισσότερες εκδόσεις συμπεριέλαβαν τις πικρές ψυχοσωματικές εμπειρίες που δημιούργησαν τα βρετανικά αντεπαναστατικά μέτρα στις μάζες των Ελλήνων της Κύπρου. 

Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να συνεισφέρει στην αύξηση του επιπέδου γνώσης (από τεχνικής πλευράς) αναφορικά με τις μεθόδους των Βρετανών για αστυνόμευση της επανάστασης στην Κύπρο. Ειδικότερα, θα γίνει παρουσίαση και ανάλυση των αντεπαναστατικών πρωτοβουλιών της Βρετανίας κατά την περίοδο μεταξύ Απριλίου 1955-Μαρτίου 1956, εφόσον αποτελέσε το πρελούδιο της βρετανικής προσπάθειας για στρατιωτική λύση του Κυπριακού Ζητήματος. Η έρευνά μας, επικεντρώνεται στη χρησιμότητα της επιβολής της «έννομης τάξης» ως μέρος της υψηλής στρατηγικής του Λονδίνου για τελική διευθέτηση του Κυπριακού. Ακόμη, εξετάζονται μερικά από τα μέτρα που λήφθηκαν στο πεδίο της αστυνόμευσης ώστε να ισχυροποιήσουν την Αστυνομία και το Στρατό ως δυνάμεις επιβολής του νόμου και της τάξης. Στο τελευταίο μέρος της ανάλυσής μας, οι τεχνικές της Βρετανίας θέτονται υπό κριτικό πρίσμα.

Μεθοδολογικά εργαλεία στην προσπάθειά μας αποτελούν ακαδημαϊκά εγχειρίδια για τις βρετανικές αντεπαναστατικές πολιτικές που εκπονήθηκαν από Βρετανούς ή Αμερικανούς μελετητές. Επιπρόσθετα, βρετανικές συγκεντρωτικές αναφορές από άτομα που υπηρετούσαν στα υψηλά κλιμάκια του Βρετανικού Στρατού στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του Κυπριακού Αγώνα, οι οποίες βρίσκονται στο Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives of the United Kingdom-TNA) στο Λονδίνο, αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών.
Ο Κυριάκος Μάτσης, ένα από τα σημαντικότερα στελέχη του ένοπλου ενωτικού κινήματος της ΕΟΚΑ, σκοτώθηκε στις 19 Νοεμβρίου 1958 όταν Βρετανικές στρατιωτικές μονάδες ανακάλυψαν την τοποθεσία του κρησφυγέτου του στην κοινότητα Δικώμου. Τα... more
Ο Κυριάκος Μάτσης, ένα από τα σημαντικότερα στελέχη του ένοπλου ενωτικού κινήματος της ΕΟΚΑ,  σκοτώθηκε στις 19 Νοεμβρίου 1958 όταν Βρετανικές στρατιωτικές μονάδες ανακάλυψαν την τοποθεσία του κρησφυγέτου του στην κοινότητα Δικώμου. Τα γεγονότα που συνδέονται με το θάνατο του αγωνιστή καταλαμβάνουν ξεχωριστή θέση στην ελληνόγλωσση  και την αγγλόγλωσση  ιστορική παραγωγή λόγω της προσωπικότητας, της πλούσιας δράσης του ως στέλεχος της ΕΟΚΑ και του ηρωικού τρόπου με τον οποίο επήλθε το τέλος του επιλέγοντας να μην παραδοθεί.  Η συντριπτική πλειοψηφία των εν λόγω εκδόσεων συνηγορεί ότι ο θάνατος του αγωνιστή ήταν ακαριαίος και απότοκο της ενέργειας των Βρετανών στρατιωτών να ρίξουν χειροβομβίδες στην κρύπτη όπου βρισκόταν. Ωστόσο, αρχειακά δεδομένα που εντοπίστηκαν στη συλλογή του Κρατικού Αρχείου Κύπρου στη Λευκωσία,  παρέχουν μία εντελώς διαφορετική εκδοχή για την εξέλιξη των γεγονότων. Το βρετανικό ερευνητικό πόρισμα του Criminal Investigation Department (CID), σχετικά με τα γεγονότα της 19ης Νοεμβρίου 1958 στο Δίκωμο, καταλήγει ότι ο Μάτσης «έχοντας αποφασίσει να μην παραδοθεί, έθεσε τέρμα στη ζωή του παρά να διακινδυνέψει να πληγωθεί ή να αιχμαλωτιστεί από τις Δυνάμεις Ασφαλείας».

Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η εξέταση της πιο πάνω θέσης, δηλαδή κατά πόσο ο τερματισμός της ζωής του Κυριάκου Μάτση ήταν απόρροια αυτοχειρίας. Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η προσέγγιση που επιχειρείται είναι διεπιστημονική εφόσον γίνεται συνδυασμός μεθόδων τόσο της ιστορικής  όσο και της ιατροδικαστικής  επιστήμης. Επομένως, στο πρώτο μέρος γίνεται ανασύνθεση των ιστορικών γεγονότων όπως αυτά σημειώνονται στα σχετικά βρετανικά έγγραφα, καθώς και η κριτική προσέγγισή του υλικού αυτού. Στη δεύτερη ενότητα διερευνώνται οι συνθήκες του θανάτου του Μάτση δίνοντας έμφαση στην αξιολόγηση της φύσης και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των τραυμάτων που –σύμφωνα με την έκθεση της μεταθανάτιας εξέτασης που τότε διενεργήθηκε– έφερε στο σώμα του.

Μεθοδολογικά εργαλεία στην προσπάθειά μας είναι εκδόσεις που αναφέρονται σε διάφορες πτυχές της ζωής του Κυριάκου Μάτση καθώς και η σχετική ιατροδικαστική βιβλιογραφία. Επιπρόσθετα, πολύτιμη είναι η συμβολή στοιχείων που προέκυψαν από το αρχειακό υλικό του Κρατικού Αρχείου Κύπρου,  καθώς και πληροφορίες που λήφθηκαν μέσω προσωπικής συνέντευξης από τον αδελφό του αγωνιστή, Γιαννάκη Μάτση,  ή εμπεριέχονται στο ιδιωτικό του αρχείο.
Κατά τη διάρκεια του Κυπριακού Αγώνα (1955-1959), και ιδίως μετά τον εκτοπισμό του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' (Μάρτιος 1956) από το βρετανικό αποικιακό καθεστώς, η προσοχή αναφορικά με το Κυπριακό Ζήτημα μετακινήθηκε από το πολιτικό στο... more
Κατά τη διάρκεια του Κυπριακού Αγώνα (1955-1959), και ιδίως μετά τον εκτοπισμό του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' (Μάρτιος 1956) από το βρετανικό αποικιακό καθεστώς, η προσοχή αναφορικά με το Κυπριακό Ζήτημα μετακινήθηκε από το πολιτικό στο στρατιωτικό πεδίο. Ως απόρροια αυτής της εξέλιξης, συντελέστηκε η ανάδειξη νέων προσωπικοτήτων στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου με επίκεντρο τη δράση τους στα πεδία των μαχών. Ωστόσο, μετά τον τερματισμό της επανάστασης στο νησί με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1959, η μετέπειτα αγγλόγλωσση και ελληνόγλωσση ακαδημαϊκή ιστοριογραφία επικεντρώθηκε στην ανάλυση των πολιτικών παραμέτρων.  Συνεπακόλουθα, η συστηματική εξέταση της φυσικής πάλης μεταξύ των δυνάμεων καταστολής του αποικιακού καθεστώτος και του ένοπλου ενωτικού κινήματος της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) συσκοτίστηκε σε μεγάλο βαθμό τόσο σε ευρύτερο όσο και σε ειδικότερο επίπεδο. Βέβαια, ένας προσεκτικός ερευνητής μπορεί να αντιτείνει ότι έχει εκπονηθεί ένας αριθμός συγγραμμάτων για Έλληνες μαχητές της Κύπρου, οι οποίοι σκοτώθηκαν στην υπηρεσία της ΕΟΚΑ. Η συγκεκριμένη παραγωγή στηρίζεται σε προφορικές ή γραπτές μαρτυρίες από την ελληνοκυπριακή πλευρά και επικεντρώνεται στην ανάδειξη της ηρωικής διάστασης των υπό εξέταση μορφών ως πρότυπα αρετής, θάρρους και πνεύματος θυσίας. Εντούτοις, η χρήση πηγών από τη βρετανική πλευρά συνήθως απουσιάζει, ενώ και οι λεπτομέρειες για τις συνθήκες θανάτου στο πεδίο της μάχης παρουσιάζουν σοβαρή ένδεια.

Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να καταδείξει με ποιο τρόπο το βρετανικό αρχειακό υλικό μπορεί να συμβάλει στην επιστημονική μελέτη εξειδικευμένων πτυχών του Κυπριακού Αγώνα. Η συγκεκριμένη δράση μπορεί να επιτελεστεί παρέχοντας πληροφορίες για την τεκμηρίωση της επί μέρους ένοπλης δράσης μαχητών της ΕΟΚΑ, ενδυναμώνοντας τις μαρτυρίες της ελληνοκυπριακής πλευράς σχετικά με ένα ιστορικό γεγονός, καθώς επίσης φέρνοντας στο φως άγνωστες πτυχές. Ως περίπτωση μελέτης, επιλέγηκε η δράση και ο θάνατος του Μάρκου Δράκου το 1957. Ο λόγος της εν λόγω επιλογής εδράζεται στη φήμη που απέκτησε -ήδη ενόσω διαρκούσε η επανάσταση στο νησί- ως ένα από τα ικανότερα μαχητικά στελέχη της ΕΟΚΑ. Επιπρόσθετο λόγο αποτελεί το γεγονός ότι μόλις πρόσφατα επιτράπηκε η πρόσβαση σε πρωτογενείς πηγές του Κρατικού Αρχείου Κύπρου (στη Λευκωσία), οι οποίες αναφέρονται στην απώλεια του Δράκου.

Η παρούσα ανάλυση στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στις βρετανικό αναφορές που διατηρούνται στο Κρατικό Αρχείο Κύπρου.  Eπιπρόσθετα, έγινε χρήση γραπτών πηγών από το The National Archives of the United Kingdom (TNA) στο Λονδίνο. Οι δε πρωτογενείς μαρτυρίες διασταυρώθηκαν ή εμπλουτίστηκαν -όπου υπήρχε μια τέτοια δυνατότητα- με πληροφορίες από ελληνόγλωσσες ή αγγλόγλωσσες δευτερεύουσες πηγές.
Η Μάχη του Αχυρώνα έλαβε χώρα στην κοινότητα Λιοπετρίου της επαρχίας Αμμοχώστου στις 2 Σεπτεμβρίου 1958. Σύμφωνα με την κυριολεκτική ερμηνεία του όρου, το επεισόδιο στο Λιοπέτρι δεν αποτέλεσε «μάχη», δηλαδή την ένοπλη σύγκρουση δύο... more
Η Μάχη του Αχυρώνα έλαβε χώρα στην κοινότητα Λιοπετρίου της επαρχίας Αμμοχώστου στις 2 Σεπτεμβρίου 1958. Σύμφωνα με την κυριολεκτική ερμηνεία του όρου, το επεισόδιο στο Λιοπέτρι δεν αποτέλεσε «μάχη», δηλαδή την ένοπλη σύγκρουση δύο μεγάλων σε όγκο συμβατικών στρατιωτικών μονάδων. Ωστόσο, στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων της Κύπρου έχει επικρατήσει με αυτό τον όρο εφόσον αποτελεί ένα από τα γνωστότερα περιστατικά του Κυπριακού Αγώνα κατά την περίοδο 1955-1959 κυρίως για δύο λόγους: ο πρώτος αφορά την πολύωρη και εξαιρετικά σθεναρή αντίσταση που πρόβαλαν τέσσερις μαχητές της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), οι Ανδρέας Κάρυος, Φώτης Πίττας, Ηλίας Παπακυριακού και Χρίστος (Ξάνθος) Σαμάρας, όταν περικυκλώθηκαν από πολυάριθμες Βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις.  Η εν λόγω αντίσταση στάθηκε αδύνατο να καμφθεί με συμβατικές στρατιωτικές τακτικές και είχε ως αποτέλεσμα τη χρήση εμπρηστικών υλών από μέρους των Βρετανών. Ο δεύτερος λόγος έγκειται στο αποτέλεσμα της μάχης για την ίδια την επαναστατική οργάνωση, εφόσον οι τέσσερις μαχητές επέλεξαν να πέσουν μέχρι ενός, καθιστώντας την έτσι ως την μεγαλύτερη σε αριθμό νεκρών απώλεια της ΕΟΚΑ.

Το αιματηρό γεγονός στο Λιοπέτρι απέκτησε ξεχωριστή θέση στη μνήμη των Ελλήνων της Κύπρου, ωστόσο, αποτελεί δυσάρεστη διαπίστωση η ανυπαρξία κάποιας επιστημονικής μελέτης που να επικεντρώνεται στις διάφορες πτυχές του. Οι μέχρι σήμερα απόπειρες ιστορικής διερεύνησης ασχολήθηκαν με τα γεγονότα της Μάχης του Αχυρώνα στα πλαίσια εκδόσεων για τον Κυπριακό Αγώνα της περιόδου 1955-1959, δηλαδή δευτερευόντως,  ενώ δεν συμπεριέλαβαν στα εργαλεία διερεύνησης το Βρετανικό πρωτογενές υλικό. Συνεπακόλουθα, επικρατεί σύγχυση και συσκοτισμός πτυχών ή γεγονότων που διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης καθώς και μετά από αυτήν.

Η παρούσα μελέτη φιλοδοξεί πρωτίστως να φέρει στο επίκεντρο της ιστορικής έρευνας πτυχές της μάχης στο Λιοπέτρι οι οποίες παραμένουν άγνωστες μέχρι σήμερα ή που έχουν παρερμηνευθεί λόγω σκοπιμοτήτων, ακούσιας παρανόησης ή αδυναμίας χρήσης των πρωτογενών πηγών. Πιο συγκεκριμένα, θα καταπιαστούμε με τις διάφορες φάσεις της μάχης. Επιπρόσθετα, θα καταδείξουμε με ποιο τρόπο οι Βρετανικές πηγές μπορούν να μας βοηθήσουν στην ερμηνεία της απόφασης του αρχηγού της ΕΟΚΑ, Γεώργιου Γρίβα, να διατάξει την εκτέλεση του προσώπου που έδωσε πληροφορίες στους Βρετανούς  για το ακριβές σημείο όπου βρισκόταν κρυμμένη η ομάδα της ΕΟΚΑ.

Χρήσιμο εργαλείο στη διερεύνησή μας αποτελεί το Βρετανικό αρχειακό υλικό που υπάρχει στο Κρατικό Αρχείο στη Λευκωσία.  Eπιπρόσθετα, γίνεται χρήση αρχείων από το Imperial War Museum (IWM) στο Λονδίνο καθώς και έγγραφα ή αναφορές από το The National Archives of the United Kingdom (TNA) στο Λονδίνο. Θα χρησιμοποιηθεί επίσης από το TNA –αν και συμπληρωματικά βέβαια- υλικό στο οποίο απαγορευόταν μέχρι πρόσφατα η πρόσβαση και που τελικά δόθηκε στη δημοσιότητα ως The Migrated Archives  μετά από απόφαση Βρετανικού Δικαστηρίου.
Research Interests:
Research Interests:
In this chapter the authors examine the crisis that erupted when the Republic of Cyprus ordered the S-300 surface-to-air missiles from Russia in 1997 and due to Turkey’s threat to use military force in case the Russian missiles were... more
In this chapter the authors examine the crisis that erupted when the Republic of Cyprus ordered the S-300 surface-to-air missiles from Russia in 1997 and due to Turkey’s threat to use military force in case the Russian missiles were deployed in Cyprus. The overall approach is based on historical analysis, as well as on theories related with threat and the role of power in interstate relations. The main theoretical objective is to draw conclusions in relation with the effectiveness of threats under conditions of power asymmetry. For the sake of the analysis, especially in order to assess the Turkish strategy and the factors that defined the final outcome of the crisis, the authors make use of the concept of ‘coercive diplomacy’, which has been developed by Alexander George, as well as of George’s seven conditions that ‘favor (although they do not guarantee) effective coercive diplomacy.’
We willingly imagine that the speed of development of events has always remained constant here on earth. This is reflected in the fact that it is generally believed that the rate of natural phenomena is the same today as it has always... more
We willingly imagine that the speed of development of events has always remained constant here on earth. This is reflected in the fact that it is generally believed that the rate of natural phenomena is the same today as it has always been in the past and will remain this way more or less in the future. It is, now, a fact that the speed of progression of events is not constant over time. It was ascertained that since around the beginning of the 20th century the rate has accelerated in various fields, hence the term "acceleration of history" came to describe this phenomenon. This acceleration continues its course today and will even intensify.
Τhe Cyprus Historical Studies Society, the School of Law of the University of Nicosia, together with the Department of History of the University of Cyprus and the NUP, organise one of the largest historical conferences ever to be held in... more
Τhe Cyprus Historical Studies Society, the School of Law of the University of Nicosia, together with the Department of History of the University of Cyprus and the NUP, organise one of the largest historical conferences ever to be held in Cyprus, and the largest on colonial history, with an astonishing 75 speakers in 16 parallel sessions, as well as a plenary session where the Minister of Foreign Affairs Nicos Christodoulides will deliver an opening address and Prof. Robert Holland of King’s College will provide the keynote address.
The Conference is in memory of the late Aristides Coudounaris and will be held at the University of Nicosia on 7-8 February 2020.
Research Interests:
Η Επιστημονική Επετηρίς της Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών, καλεί τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τα κείμενά τους για τον Τόμο ΙΣΤ' της Επετηρίδας στην ηλεκτρονική διεύθυνση: contact@keis.org.cy. Καταληκτική ημερομηνία υποβολής... more
Η Επιστημονική Επετηρίς της Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών, καλεί τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τα κείμενά τους για τον Τόμο ΙΣΤ' της Επετηρίδας στην ηλεκτρονική διεύθυνση: contact@keis.org.cy. Καταληκτική ημερομηνία υποβολής των κειμένων ορίζεται η 31η Ιανουαρίου 2024. Αποδεκτά για τη διαδικασία της αξιολόγησης θα γίνουν κείμενα στην ελληνική γλώσσα. Eπισυνάπτονται οι οδηγίες προς τους συγγραφείς.
Η Επιστημονική Επετηρίς της Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών, καλεί τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τα κείμενά τους για τον Τόμο ΙΕ' της Επετηρίδας στην ηλεκτρονική διεύθυνση: contact@keis.org.cy. Καταληκτική ημερομηνία υποβολής... more
Η Επιστημονική Επετηρίς της Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών, καλεί τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τα κείμενά τους για τον Τόμο ΙΕ' της Επετηρίδας στην ηλεκτρονική διεύθυνση: contact@keis.org.cy. Καταληκτική ημερομηνία υποβολής των κειμένων ορίζεται η 31η Ιανουαρίου 2022. Αποδεκτά για τη διαδικασία της αξιολόγησης θα γίνουν κείμενα στην ελληνική γλώσσα. Eπισυνάπτονται οι οδηγίες προς τους συγγραφείς.
In March 2022, the Laboratory for Black Sea and Mediterranean Studies (Faculty of Political and Economic Sciences, Aristotle University of Thessaloniki) and the School of Law of the University of Nicosia announced their new partnership... more
In March 2022, the Laboratory for Black Sea and Mediterranean Studies (Faculty of Political and Economic Sciences, Aristotle University of Thessaloniki) and the School of Law of the University of Nicosia announced their new partnership for the operation of the Black Sea and Eastern Mediterranean Review (BSEMR). The BSEMR is an open access peer reviewed e-journal focusing on the Black Sea and Eastern Mediterranean (BSEM)and it is the first of this kind. It aims to publish and promote original research pertinent to the BSEM on a cross-section of disciplines, including politics and international relations, history, social and economic issues, energy, sustainable development, governance, culture, media and education.
Research Interests:
An original, innovative and timely study on the cultural history of Cyprus under British rule, offering a new interpretative framework for studying the colonial past of Cyprus. The book focuses on the cultural dimension of the island's... more
An original, innovative and timely study on the cultural history of Cyprus under British rule, offering a new interpretative framework for studying the colonial past of Cyprus. The book focuses on the cultural dimension of the island's colonial experience and demonstrates the crucial, but in this case understudied, significance of culture in Cyprus and how this has affected the current identity of the island. It is the first volume to address different aspects of the island's cultural life from 1878, when the island changed hands from Ottoman to British rule, to 1960 when the Republic of Cyprus came into existence. The book presents a comprehensive survey of culture in colonial Cyprus, covering such aspects as photography, architecture, literature, art, cultural policy, advertisement, fashion, antiquities and archaeology, public gardens, environmental commons, and sports clubs.