1955-1959
0 Followers
Recent papers in 1955-1959
Το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου το 1945 σηματοδότησε τη διαμόρφωση ενός ισχυρού διπολικού συστήματος με τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) να αναδύονται ως οι κύριοι πρωταγωνιστές του. Ταυτόχρονα, ένα ακόμη σημαντικό... more
Το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου το 1945 σηματοδότησε τη διαμόρφωση ενός ισχυρού διπολικού συστήματος με τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) να αναδύονται ως οι κύριοι πρωταγωνιστές του. Ταυτόχρονα, ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό του μεταπολεμικού κόσμου υπήρξε η διαδικασία της από-αποκιοποίησης (decolonization), όταν οι ευρωπαϊκές αποικιακές αυτοκρατορίες (συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας) άρχισαν να αποσύρονται από τις αποικιακές κτήσεις ή προτεκτοράτα τους και σταδιακά διαλύθηκαν.
Στόχος του παρόντος δοκιμίου είναι να εξετάσει κατά πόσο ο ένοπλος αγώνας που διεξήγαγε το ελληνοκυπριακό απελευθερωτικό κίνημα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), κατά το β’ μισό της δεκαετίας του 1950, εναντίον των βρετανικών δυνάμεων στην Κύπρο, επιτάχυνε την πορεία των εξελίξεων προς τη λήψη εκ μέρους της Βρετανίας της απόφασης για τερματισμό της αποικιακής κυριαρχίας και της συναίνεσης στην εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η διεθνής ιστοριογραφία για την τετραετή επανάσταση στην Κύπρο αναμφισβήτητα έχει συνεισφέρει (ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια) στην παραγωγή εκδόσεων οι οποίες επικεντρώνονται στο πολιτικό, διπλωματικό ή στρατιωτικό πεδίο. Εντούτοις, υφίσταται περαιτέρω έδαφος το οποίο η επιστημονική έρευνα μπορεί να καλύψει, τουλάχιστον σε σχέση με το κατά πόσο το φαινόμενο που διατυπώνεται ως «επιτάχυνση της Ιστορίας», δηλαδή η επιτάχυνση της εξέλιξης των ιστορικών γεγονότων, δύναται να εντοπισθεί στην ύστερη περίοδο του ενωτικού κινήματος στην Κύπρο (1955-1959), κατά την οποία έλαβε χώρα η αποχώρηση της Βρετανίας από την Κύπρο. Ταυτόχρονα, αν και σε ένα δεύτερο επίπεδο, μέσω της προαναφερθείσας ερευνητικής διαδικασίας, θα εξεταστεί και μια θέση η οποία εκφράζεται κατά καιρούς σε ανεπίσημες συζητήσεις στην Κύπρο, η οποία συνοψίζεται ως εξής: «οι Έλληνες της Κύπρου δεν ήταν ανάγκη να ξεκινήσουν ένοπλο αγώνα εφόσον οι Βρετανοί θα αποχωρούσαν σε κάποια φάση από την Κύπρο». Η παρούσα ανάλυση στηρίζεται σε ένα σύνολο μελετών που αφορούν τις βρετανικές μεταπολεμικές αποικιακές πολιτικές ή τον Κυπριακό Αγώνα της περιόδου 1955-1959.
Στόχος του παρόντος δοκιμίου είναι να εξετάσει κατά πόσο ο ένοπλος αγώνας που διεξήγαγε το ελληνοκυπριακό απελευθερωτικό κίνημα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), κατά το β’ μισό της δεκαετίας του 1950, εναντίον των βρετανικών δυνάμεων στην Κύπρο, επιτάχυνε την πορεία των εξελίξεων προς τη λήψη εκ μέρους της Βρετανίας της απόφασης για τερματισμό της αποικιακής κυριαρχίας και της συναίνεσης στην εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η διεθνής ιστοριογραφία για την τετραετή επανάσταση στην Κύπρο αναμφισβήτητα έχει συνεισφέρει (ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια) στην παραγωγή εκδόσεων οι οποίες επικεντρώνονται στο πολιτικό, διπλωματικό ή στρατιωτικό πεδίο. Εντούτοις, υφίσταται περαιτέρω έδαφος το οποίο η επιστημονική έρευνα μπορεί να καλύψει, τουλάχιστον σε σχέση με το κατά πόσο το φαινόμενο που διατυπώνεται ως «επιτάχυνση της Ιστορίας», δηλαδή η επιτάχυνση της εξέλιξης των ιστορικών γεγονότων, δύναται να εντοπισθεί στην ύστερη περίοδο του ενωτικού κινήματος στην Κύπρο (1955-1959), κατά την οποία έλαβε χώρα η αποχώρηση της Βρετανίας από την Κύπρο. Ταυτόχρονα, αν και σε ένα δεύτερο επίπεδο, μέσω της προαναφερθείσας ερευνητικής διαδικασίας, θα εξεταστεί και μια θέση η οποία εκφράζεται κατά καιρούς σε ανεπίσημες συζητήσεις στην Κύπρο, η οποία συνοψίζεται ως εξής: «οι Έλληνες της Κύπρου δεν ήταν ανάγκη να ξεκινήσουν ένοπλο αγώνα εφόσον οι Βρετανοί θα αποχωρούσαν σε κάποια φάση από την Κύπρο». Η παρούσα ανάλυση στηρίζεται σε ένα σύνολο μελετών που αφορούν τις βρετανικές μεταπολεμικές αποικιακές πολιτικές ή τον Κυπριακό Αγώνα της περιόδου 1955-1959.
Μια από τις σημαντικότερες περιόδους του Κυπριακού Ζητήματος είναι τα χρόνια 1955-1959, όταν η μακροχρόνια κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ των Βρετανών και των Ελλήνων της Κύπρου κορυφώθηκε και μετατράπηκε σε ένοπλη αντιπαράθεση. Η Εθνική... more
Μια από τις σημαντικότερες περιόδους του Κυπριακού Ζητήματος είναι τα χρόνια 1955-1959, όταν η μακροχρόνια κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ των Βρετανών και των Ελλήνων της Κύπρου κορυφώθηκε και μετατράπηκε σε ένοπλη αντιπαράθεση. Η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), μια επαναστατική Ελληνοκυπριακή οργάνωση συγκροτήθηκε για να διεξάγει ένοπλο αγώνα εναντίον του Βρετανικού μηχανισμού ασφαλείας στο νησί. Η σύγκρουση έληξε το 1959 με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, οι οποίες τερμάτισαν τη Βρετανική κυριαρχία στην Κύπρο και οδήγησαν το 1960 στην ίδρυση μιας νέας κρατικής οντότητας, της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο όγκος της υπάρχουσας βιβλιογραφίας σχετικά με την περίοδο της Αγγλοκρατίας επικεντρώθηκε κυρίως (κατανοητά βέβαια) στη διπλωματική πτυχή του Κυπριακού κατά τη δεκαετία του 1950 ή στις ψυχοσωματικές εμπειρίες των Ελληνοκυπρίων από την φυσική πάλη εναντίον των Βρετανών. Αποτελεί δυσάρεστη διαπίστωση η (σε μεγάλο βαθμό) ανυπαρξία ειδικών μελετών, οι οποίες ακολουθώντας επιστημονική μεθοδολογία, να δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν, από τεχνικής άποψης, τις στρατιωτικές παραμέτρους του αγώνα της ΕΟΚΑ. Κατά συνέπεια, το ιστορικό φαινόμενο «ΕΟΚΑ» δεν έχει μελετηθεί επαρκώς και είναι επιστημονικά ακάλυπτο, κατάσταση η οποία αφήνει δυστυχώς άπλετο χώρο για παρανοήσεις ή ακόμη και χαλκεύσεις.
Η παρούσα μελέτη δε φιλοδοξεί να απαντήσει όλα τα σχετικά ζητήματα, πρωτίστως λόγω έλλειψης χώρου. Εντούτοις θα επιδιώξει να συμβάλει στη διερεύνηση μιας μικρής, αλλά όχι αμελητέας, στρατιωτικής πτυχής του ένοπλου ενωτικού κινήματος: του επιπέδου γνώσης των Βρετανών σχετικά με τη λειτουργία του Συστήματος Συνδέσμων της ΕΟΚΑ. Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι δε θα εξετάσουμε τη λειτουργία ολόκληρου του Συστήματος Επικοινωνιών του ένοπλου κινήματος, ούτε αυτού καθαυτού του δικτύου συνδέσμων• επίσης, δε θα γίνει καν εξιστόρηση των προσωπικών ενεργειών των αγωνιστών. Αντίθετα, η προσοχή μας θα στραφεί στην αντίληψη που είχαν ο Στρατός και η Αστυνομία για τους αγγελιαφόρους της οργάνωσης. Επιπρόσθετα, στο τελευταίο μέρος θα παραθέσουμε τους λόγους αποτυχίας του Βρετανικού μηχανισμού ασφαλείας στο να παρεμποδίσει δραστικά την κυκλοφορία μηνυμάτων από τα υψηλά προς τα χαμηλά κλιμάκια (ή και αντιστρόφως) της ΕΟΚΑ, όπως τους εντοπίζει η ίδια η στρατιωτική ηγεσία του. Η παρούσα μελέτη στηρίζεται σε υλικό από τα Βρετανικά αρχεία και πιο συγκεκριμένα σε συγκεντρωτική αναφορά που ετοίμασε το 1960 για το Υπουργείο Πολέμου (War Office) ο Διευθυντής Επιχειρήσεων εναντίον της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, Υποστράτηγος Kenneth Darling. Για τη σύνταξη της αναφοράς ο Darling βασίστηκε σε πληροφορίες που δόθηκαν από συνεργάτες των Βρετανών ή που αποσπαστήκαν από μέλη της ΕΟΚΑ κατά τη διάρκεια ανάκρισης. Ένα άλλο μέρος αυτών αποκτήθηκαν από ανακαλυφθέντα έγγραφα της οργάνωσης, όπως για παράδειγμα μέρος του ημερολογίου του στρατιωτικού αρχηγού της ΕΟΚΑ, Γεώργιου Γρίβα-Διγενή.
One of the most significant periods in the history of Cyprus as it relates to the Cyprus Question is 1955 to 1959, when the lengthy crisis of trust between Britain and the Greek-Cypriots erupted in physical confrontation. EOKA (Ethniki Organosi Kyprion Agoniston – National Organization of Cypriot Fighters), a Greek-Cypriot insurgent organization, was created to undertake an armed struggle against the British garrison in the colony. This struggle came to an end with the Zurich-London Agreements in 1959, which did not provide for union of Cyprus with Greece (enosis) as the majority of the Greek inhabitants of the island desired, but for the establishment of an independent state in 1960, the Republic of Cyprus.
Since the founding of the Republic, most of the bibliography pertaining to British rule over Cyprus has understandably focused on diplomatic activities during the 1950s or on the response of the Greek-Cypriots to the imperial power’s political maneuvers or policing in an effort to maintain direct sovereignty over the island. It is an objective of the current analysis to expand that historiography beyond the political plane to the physical insurgency, which has thus far been ignored or downplayed. More specifically, the current analysis isolates and explores a specific military aspect of the armed enosis movement, the extent of British awareness of EOKA’s courier system during the uprising. It is crucial to underline that this analysis does not fully examine the operation of EOKA’s system of communications and its network of couriers, nor does it include personal accounts from EOKA members. On the contrary, we direct our attention to the sum of information the Army and the Police obtained regarding the organization’s couriers and, in the final section, we cite the reasons behind the British failure to obstruct the circulation of messages between the various levels of EOKA, as this circulation had been identified by the supreme British military leadership itself.
Extremely useful in this regard is material found in the National Archives of the United Kingdom (TNA), particularly the comprehensive memorandum prepared for the War Office in April 1960, after the final stage of the insurgency, by the Director of Operations against EOKA, Major-General Kenneth Darling. In his report, Darling reveals much of the intelligence obtained by the British, which was provided to them by collaborators or extracted from EOKA cadres during ‘interrogation’. Other information was secured from correspondence intercepted by the British, such as sections of the diaries of EOKA commander George Grivas. Darling’s memorandum comprises 94 pages, seven of which explain EOKA’s communications system.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο όγκος της υπάρχουσας βιβλιογραφίας σχετικά με την περίοδο της Αγγλοκρατίας επικεντρώθηκε κυρίως (κατανοητά βέβαια) στη διπλωματική πτυχή του Κυπριακού κατά τη δεκαετία του 1950 ή στις ψυχοσωματικές εμπειρίες των Ελληνοκυπρίων από την φυσική πάλη εναντίον των Βρετανών. Αποτελεί δυσάρεστη διαπίστωση η (σε μεγάλο βαθμό) ανυπαρξία ειδικών μελετών, οι οποίες ακολουθώντας επιστημονική μεθοδολογία, να δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν, από τεχνικής άποψης, τις στρατιωτικές παραμέτρους του αγώνα της ΕΟΚΑ. Κατά συνέπεια, το ιστορικό φαινόμενο «ΕΟΚΑ» δεν έχει μελετηθεί επαρκώς και είναι επιστημονικά ακάλυπτο, κατάσταση η οποία αφήνει δυστυχώς άπλετο χώρο για παρανοήσεις ή ακόμη και χαλκεύσεις.
Η παρούσα μελέτη δε φιλοδοξεί να απαντήσει όλα τα σχετικά ζητήματα, πρωτίστως λόγω έλλειψης χώρου. Εντούτοις θα επιδιώξει να συμβάλει στη διερεύνηση μιας μικρής, αλλά όχι αμελητέας, στρατιωτικής πτυχής του ένοπλου ενωτικού κινήματος: του επιπέδου γνώσης των Βρετανών σχετικά με τη λειτουργία του Συστήματος Συνδέσμων της ΕΟΚΑ. Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι δε θα εξετάσουμε τη λειτουργία ολόκληρου του Συστήματος Επικοινωνιών του ένοπλου κινήματος, ούτε αυτού καθαυτού του δικτύου συνδέσμων• επίσης, δε θα γίνει καν εξιστόρηση των προσωπικών ενεργειών των αγωνιστών. Αντίθετα, η προσοχή μας θα στραφεί στην αντίληψη που είχαν ο Στρατός και η Αστυνομία για τους αγγελιαφόρους της οργάνωσης. Επιπρόσθετα, στο τελευταίο μέρος θα παραθέσουμε τους λόγους αποτυχίας του Βρετανικού μηχανισμού ασφαλείας στο να παρεμποδίσει δραστικά την κυκλοφορία μηνυμάτων από τα υψηλά προς τα χαμηλά κλιμάκια (ή και αντιστρόφως) της ΕΟΚΑ, όπως τους εντοπίζει η ίδια η στρατιωτική ηγεσία του. Η παρούσα μελέτη στηρίζεται σε υλικό από τα Βρετανικά αρχεία και πιο συγκεκριμένα σε συγκεντρωτική αναφορά που ετοίμασε το 1960 για το Υπουργείο Πολέμου (War Office) ο Διευθυντής Επιχειρήσεων εναντίον της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, Υποστράτηγος Kenneth Darling. Για τη σύνταξη της αναφοράς ο Darling βασίστηκε σε πληροφορίες που δόθηκαν από συνεργάτες των Βρετανών ή που αποσπαστήκαν από μέλη της ΕΟΚΑ κατά τη διάρκεια ανάκρισης. Ένα άλλο μέρος αυτών αποκτήθηκαν από ανακαλυφθέντα έγγραφα της οργάνωσης, όπως για παράδειγμα μέρος του ημερολογίου του στρατιωτικού αρχηγού της ΕΟΚΑ, Γεώργιου Γρίβα-Διγενή.
One of the most significant periods in the history of Cyprus as it relates to the Cyprus Question is 1955 to 1959, when the lengthy crisis of trust between Britain and the Greek-Cypriots erupted in physical confrontation. EOKA (Ethniki Organosi Kyprion Agoniston – National Organization of Cypriot Fighters), a Greek-Cypriot insurgent organization, was created to undertake an armed struggle against the British garrison in the colony. This struggle came to an end with the Zurich-London Agreements in 1959, which did not provide for union of Cyprus with Greece (enosis) as the majority of the Greek inhabitants of the island desired, but for the establishment of an independent state in 1960, the Republic of Cyprus.
Since the founding of the Republic, most of the bibliography pertaining to British rule over Cyprus has understandably focused on diplomatic activities during the 1950s or on the response of the Greek-Cypriots to the imperial power’s political maneuvers or policing in an effort to maintain direct sovereignty over the island. It is an objective of the current analysis to expand that historiography beyond the political plane to the physical insurgency, which has thus far been ignored or downplayed. More specifically, the current analysis isolates and explores a specific military aspect of the armed enosis movement, the extent of British awareness of EOKA’s courier system during the uprising. It is crucial to underline that this analysis does not fully examine the operation of EOKA’s system of communications and its network of couriers, nor does it include personal accounts from EOKA members. On the contrary, we direct our attention to the sum of information the Army and the Police obtained regarding the organization’s couriers and, in the final section, we cite the reasons behind the British failure to obstruct the circulation of messages between the various levels of EOKA, as this circulation had been identified by the supreme British military leadership itself.
Extremely useful in this regard is material found in the National Archives of the United Kingdom (TNA), particularly the comprehensive memorandum prepared for the War Office in April 1960, after the final stage of the insurgency, by the Director of Operations against EOKA, Major-General Kenneth Darling. In his report, Darling reveals much of the intelligence obtained by the British, which was provided to them by collaborators or extracted from EOKA cadres during ‘interrogation’. Other information was secured from correspondence intercepted by the British, such as sections of the diaries of EOKA commander George Grivas. Darling’s memorandum comprises 94 pages, seven of which explain EOKA’s communications system.
Η εκδοτική παραγωγή που εμφανίστηκε μετά τον Κυπριακό Αγώνα (1955-1959) και την ένοπλη διεκδίκηση του αιτήματος της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα (Ένωση) έδωσε έμφαση στις πολιτικές ή διπλωματικές εξελίξεις που οδήγησαν στις Συμφωνίες... more
Η εκδοτική παραγωγή που εμφανίστηκε μετά τον Κυπριακό Αγώνα (1955-1959) και την ένοπλη διεκδίκηση του αιτήματος της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα (Ένωση) έδωσε έμφαση στις πολιτικές ή διπλωματικές εξελίξεις που οδήγησαν στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959, καθώς και στην προσωπική δράση μελών της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) που ανέλαβε επαναστατικές ενέργειες εναντίον των δυνάμεων του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος. Επιπρόσθετα, τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε μια προσπάθεια μελέτης επιμέρους πτυχών του Κυπριακού Αγώνα, η οποία επικεντρώνεται στο επιχειρησιακό πρόγραμμα της ΕΟΚΑ, αφενός, και τα βρετανικά αντίμετρα να τις αντιμετωπίσουν, αφετέρου. Εντούτοις, η δράση των ένοπλων ομάδων της ΕΟΚΑ μέσα στο περιορισμένο νησιωτικό πλαίσιο της Κύπρου δεν θα ήταν δυνατό από μόνη της να εγγυηθεί την επιβίωσή τους∙ ούτε θα μπορούσε να αμφισβητήσει ευθέως τη δυνατότητα των Βρετανών να ελέγξουν το νησί στο βαθμό που έγινε αυτό κατορθωτό όταν άρχισαν να συμμετέχουν συλλογικά οι Έλληνες της Κύπρου στην επανάσταση, με αποκορύφωμα την εκστρατεία της Παθητικής Αντίστασης το 1958. Είναι προφανές, ότι η προσοχή μας πρέπει να στραφεί και στην Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνος (ΠΕΚΑ), την οργάνωση δηλαδή η οποία διεκπεραίωσε τη σημαντική αποστολή της καθοδήγησης των διαφόρων ομάδων της ελληνοκυπριακής κοινωνίας για λογαριασμό της ΕΟΚΑ.
Η παρούσα μελέτη δε φιλοδοξεί να αποτελέσει μια γεγονοτολογική αφήγηση των πεπραγμένων της ΠΕΚΑ, επομένως απουσιάζει η παράθεση προσωπικών ενεργειών των μελών της. Αντίθετα, μέσω της ανάλυσης πτυχών κριτικής σημασίας, θα επιδιωχθεί η κατανόηση της φύσης της θυγατρικής αυτής οργάνωσης της ΕΟΚΑ. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα θα επικεντρωθεί σε τέσσερις θεματικές ενότητες: το ρόλο που κατείχε η καλλιέργεια λαϊκής υποστήριξης στη στρατηγική της ΕΟΚΑ, τους λόγους που οδήγησαν στην ίδρυση της ΠΕΚΑ, την ιδιαίτερη δομή της οργάνωσης και τον τρόπο δράσης της.
Η έρευνά μας στηρίζεται σε αγγλόγλωσση και ελληνόγλωσση βιβλιογραφία που αναφέρεται στην περίοδο του Κυπριακού Αγώνα και κυρίως στα συγγράμματα του στρατιωτικού ηγέτη της ΕΟΚΑ, Γεώργιου Γρίβα. Επιπλέον, γίνεται χρήση αρχειακών συλλογών από τα βρετανικά υπουργεία Αποικιών (Colonial Office) και Πολέμου (War Office), καθώς και έγγραφα του υπουργείου Εξωτερικών και Κοινοπολιτειακών Υποθέσεων (Foreign and Commonwealth Office) που αποχαρακτηρίστηκαν τα τελευταία χρόνια και είναι γνωστά ως Migrated Archives. Το εν λόγω υλικό εντοπίζεται στο Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου (The National State Archives - NSA). Επιπρόσθετες πληροφορίες συγκεντρώθηκαν από δημοσιευμένες συλλογές εγγράφων που περιλαμβάνουν το έντυπο υλικό της πολιτικής πτέρυγας της ΕΟΚΑ. Τέλος, βετεράνοι της ΕΟΚΑ οι οποίοι υπηρέτησαν στην κομβική θέση του τομεάρχη (ηγέτης μεγάλης γεωγραφικής περιφέρειας), καθώς και αγωνιστές οι οποίοι ορίστηκαν από την ηγεσία του ένοπλου ενωτικού κινήματος ως υπεύθυνοι ΠΕΚΑ Λευκωσίας, προσέφεραν τις πολύτιμες μαρτυρίες τους.
Η παρούσα μελέτη δε φιλοδοξεί να αποτελέσει μια γεγονοτολογική αφήγηση των πεπραγμένων της ΠΕΚΑ, επομένως απουσιάζει η παράθεση προσωπικών ενεργειών των μελών της. Αντίθετα, μέσω της ανάλυσης πτυχών κριτικής σημασίας, θα επιδιωχθεί η κατανόηση της φύσης της θυγατρικής αυτής οργάνωσης της ΕΟΚΑ. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα θα επικεντρωθεί σε τέσσερις θεματικές ενότητες: το ρόλο που κατείχε η καλλιέργεια λαϊκής υποστήριξης στη στρατηγική της ΕΟΚΑ, τους λόγους που οδήγησαν στην ίδρυση της ΠΕΚΑ, την ιδιαίτερη δομή της οργάνωσης και τον τρόπο δράσης της.
Η έρευνά μας στηρίζεται σε αγγλόγλωσση και ελληνόγλωσση βιβλιογραφία που αναφέρεται στην περίοδο του Κυπριακού Αγώνα και κυρίως στα συγγράμματα του στρατιωτικού ηγέτη της ΕΟΚΑ, Γεώργιου Γρίβα. Επιπλέον, γίνεται χρήση αρχειακών συλλογών από τα βρετανικά υπουργεία Αποικιών (Colonial Office) και Πολέμου (War Office), καθώς και έγγραφα του υπουργείου Εξωτερικών και Κοινοπολιτειακών Υποθέσεων (Foreign and Commonwealth Office) που αποχαρακτηρίστηκαν τα τελευταία χρόνια και είναι γνωστά ως Migrated Archives. Το εν λόγω υλικό εντοπίζεται στο Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου (The National State Archives - NSA). Επιπρόσθετες πληροφορίες συγκεντρώθηκαν από δημοσιευμένες συλλογές εγγράφων που περιλαμβάνουν το έντυπο υλικό της πολιτικής πτέρυγας της ΕΟΚΑ. Τέλος, βετεράνοι της ΕΟΚΑ οι οποίοι υπηρέτησαν στην κομβική θέση του τομεάρχη (ηγέτης μεγάλης γεωγραφικής περιφέρειας), καθώς και αγωνιστές οι οποίοι ορίστηκαν από την ηγεσία του ένοπλου ενωτικού κινήματος ως υπεύθυνοι ΠΕΚΑ Λευκωσίας, προσέφεραν τις πολύτιμες μαρτυρίες τους.