Andreas Karyos
Andreas Karyos' research activities cover 19th and 20th Greek and Cypriot History, with a special interest in the development of the armed Enosis movement of EOKA (1955 - 1959), as well as the British response to suppress the insurgency. He has been teaching faculty in various academic institutions, providing education to undergraduate and postgraduate students but also to Cypriot policemen. Moreover, he has offered his expertise as Curator to the National Struggle Museum (Nicosia, Cyprus).
Supervisors: Professor Robert Holland
Supervisors: Professor Robert Holland
less
InterestsView All (66)
Uploads
Papers by Andreas Karyos
The Greek War of Independence also had a decisive effect on Cyprus. During the war Ottoman authorities in Cyprus executed Greek Cypriot political elites to stave off a possible Greek Cypriot uprising, while between 400 and 1000 Greek Cypriot volunteers participated in the mainland uprising. More significantly, though, the Greek Revolution and its immediate result, the establishment of an independent Hellenic state, became the foundation for the development of the Greek Cypriot enosis movement to liberate Cyprus and unite it with Greece .
In the period of British colonial rule following the Ottoman occupation of Cyprus, the historical legacy of the Greek Revolution held a pivotal role in the promotion of Greek national identity and political desiderata by the Greek Cypriot majority. Consequently, the image and perception of the Greek War of Independence became particularly influential in the late 1950s, when Greek Cypriot anti-colonial (and pro-enosis) efforts reached their zenith, triggering EOKA’s national liberation struggle and bringing British colonial rule to an end in the pattern of an independent Cyprus.
The present study discusses the multifaceted impact of the Greek War of Independence on the EOKA insurgency in Cyprus in 1955-1959. It draws on a variety of primary sources to fulfill its scope of research, including the collections in the National Struggle Museum, poems and songs written by EOKA fighters or sympathisers in 1955-1959, the EOKA movement’s underground publications, the correspondence of EOKA heroes, articles in the Greek press and material in the Cyprus State Archive.
Το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950 έχει προσεγγισθεί από την ιστορική έρευνα ως τμήμα της αντιπαράθεσης των διαφόρων πρωταγωνιστών της ελληνοκυπριακής πολιτικής σκηνής για την πρωτοκαθεδρία στη διεκδίκηση του ενωτικού αιτήματος. Επιπρόσθετα, ως μέρος της εξελικτικής διαδικασίας προς ριζοσπαστικότερες λύσεις που επικράτησε μεταπολεμικά στα ελληνοκυπριακά κοινωνικά σύνολα, η οποία συνεπαγόταν τη μετωπική αντιπαράθεση με τις βρετανικές αρχές και τη μαχητική διεκδίκηση της εθνικής ελευθερίας και η οποία μετεξελίχθηκε σε ένοπλη φυσική πάλη κατά την τετραετία 1955-1959. Μια διαφορετική διάσταση αποτελούν οι προσωπικές μαρτυρίες ατόμων που έζησαν τα γεγονότα (όπως αυτές καταγράφηκαν σε απομνημονεύματα ή άλλα δημοσιευμένα έργα τους) οι οποίες παραδίδουν -αν και σε περιορισμένη έκταση- τις αυξημένες προσδοκίες των Ελληνοκυπρίων αλλά και την συνεπακόλουθη έντονη απογοήτευση λόγω της κάθετης άρνησης της βρετανικής πλευράς. Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να θέσει στο επίκεντρο τα στάδια παρασκευής και διεξαγωγής του δημοψηφίσματος του 1950. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, επιδιώκεται η ανασύνθεση του ευρύτερου κλίματος που επικρατούσε στην ελληνική κοινότητα της Κύπρου, μέσω της καταγραφής ατομικών ή συλλογικών συμπεριφορών. Τα μεθοδολογικά μας εργαλεία αφορούν τη χρήση πραγματειών για τα γεγονότα της δεκαετίας του 1950 στην Κύπρο, καθώς και εκδόσεων που περιλαμβάνουν εμπειρίες ή αναμνήσεις των Ελληνοκυπρίων από αυτή την περίοδο. Επιπρόσθετα, εξαιρετικά χρήσιμη αποδείχθηκε η χρήση πληροφοριών από τις εφημερίδες Έθνος, Νέος Δημοκράτης και Ελευθερία οι οποίες περιλαμβάνονται στις συλλογές του Δημοτικού Αρχείου Λάρνακας (ΔΑΛ) και του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών (ΓΤΠ) στη Λευκωσία.
Η παρούσα μελέτη υποστηρίζει ότι οι χώροι μνήμης της περιόδου 1955-1959 μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό εργαλείο στη διαδικασία πρόσκτησης γνώσεων όσον αφορά σε γεγονότα του παρελθόντος. Ιδιαίτερα χρήσιμοι, δε, δύνανται να αποβούν και για το πεδίο της Τοπικής Ιστορίας. Ως περιπτωσιολογία επιλέχθηκε ένας τοπικός χώρος μνήμης και πιο συγκεκριμένα το αναστυλωμένο κρησφύγετο στο Όμοδος. Αρχικά γίνεται παρουσίαση του κτίσματος, καθώς και του ιστορικού υπόβαθρου που σχετίζεται με τη δημιουργία του. Στη συνέχεια αναδεικνύονται οι σημαντικές δυνατότητες που ο χώρος διαθέτει για την ανάπτυξη εκπαιδευτικών δράσεων προς οικοδόμηση ιστορικής γνώσης. Κατά τη διαδικασία έρευνας αξιοποιήθηκαν πληροφορίες που έδωσαν η Μαρούλλα Αντωνίου, σύζυγος του Αριστοκράτη (Άριστου) Θεοδώρου, στην οικία των οποίων κατασκευάστηκε το κρησφύγετο. Επίσης, πολύτιμη ήταν η μαρτυρία του Γιώργου Παλαιολόγου, μαχητή της ΕΟΚΑ που φιλοξενήθηκε στον συγκεκριμένο χώρο. Τέλος, πληροφορίες συγκεντρώθηκαν από τον τύπο της εποχής, καθώς και την επί τόπου επίσκεψη και μελέτη του κρησφύγετου.
Η προσπάθειά μας έχει ως βασικά εργαλεία σχετικές προκηρύξεις της ΕΟΚΑ από το ιδιωτικό αρχείο του Μιχάλη Νικολάου (ΙΑΜΝ) στη Λευκωσία. Επίσης, μαρτυρίες βετεράνων της ΕΟΚΑ οι οποίοι υπηρέτησαν το επαναστατικό κίνημα από τη θέση του τομεάρχη. Το πιο πάνω υλικό συνδυάστηκε με πληροφορίες που εξασφαλίστηκαν από αναφορές που συνέταξαν οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ή Βρετανοί στρατιωτικοί, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στις συλλογές του Κρατικού Αρχείου του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives of the United Kingdom-TNA) στο Λονδίνο, καθώς και από το προσωπικό αρχείο του Frederick William Bird, ο οποίος υπηρέτησε στο νησί την περίοδο του Αγώνα της ΕΟΚΑ, στο οποίο επιτρέπει πρόσβαση το Imperial War Museum (IWM) στις εγκαταστάσεις του στο Λονδίνο.
thematic structure to tie together the drivers behind the RoC’s alignment (or not) with key international organisations. This approach accommodates the better understanding of the country’s international orientation at various periods of its Modern History.
Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου είναι η εξέταση της πρόσληψης, της επιβίωσης και γενικά της επιρροής που άσκησε η Ελληνική Επανάσταση στον επαναστατημένο κυπριακό ελληνισμό στο β’ μισό της δεκαετίας του 1950. Η έρευνά μας βασίστηκε σε τεκμήρια από τις συλλογές του Μουσείου Αγώνος, σε δημοσιευμένο υλικό από την πνευματική παραγωγή μελών ή υποστηρικτών της ΕΟΚΑ, σε έντυπο υλικό με το οποίο η επαναστατική οργάνωση προωθούσε τον δημόσιο λόγο της (προκηρύξεις και περιοδικές εκδόσεις), σε απομνημονεύματα ή βιογραφίες αγωνιστών της ΕΟΚΑ, σε δημοσιευμένες επιστολές ηρώων του κυπριακού επαναστατικού κινήματος, στον ελληνόγλωσσο Τύπο της εποχής (από Ελλάδα και Κύπρο) και σε αρχειακό υλικό από το Κρατικό Αρχείο Κύπρου.
Recent years have witnessed the emergence of sophisticated studies examining aspects of EOKA’s subversive activities. Nevertheless, all tend to deal obliquely with its strategy, tactics and modus operandi. In many quarters, this obliqueness has given rise to a hazy understanding of EOKA’s campaign.
Against this background, this paper draws upon the doctoral and post-doctoral research of the author with the aim of achieving two main objectives: providing a broad operational overview of EOKA as a subversive organization; and inquiring into its strategy, tactics and modus operandi against the regular armed forces of the British colonial authorities in Cyprus. To these ends, the paper assesses the EOKA campaign as a whole. Particular emphasis is given to its mentality, evolution and political priorities.
In the late 1920s and the early 1930s, the Cyprus Question remained unsettled, as union with Greece remained a solid and direct demand of the Greeks in Cyprus. The British opposition to enosis, and Greek complaints about the colonial administration on both political and economic grounds, led to the spontaneous uprising known as “Oktovriana” (the October Events) in 1931, when civil disturbances erupted in the island and Government House was burned down. The riots soon spread to other parts of Cyprus; the prompt reaction of the British colonial authorities, however, as well as the spontaneous and uncoordinated character of the revolt, brought about the complete restoration of British control over Cyprus and the onset of even more authoritarian colonial governance.
The present study investigates the British campaign to suppress the Revolt of 1931, an event that stands out as a landmark in 20th century Cypriot History, the first effort of the Greek population of Cyprus to gain freedom by radical means. As it will be pointed out, the British response was not confined solely to normal policing: the colonial authorities did not appreciate the uprising as purely one of public disorder; on the contrary, they considered it far more serious and necessitating the engagement of both military and police forces. This study, therefore, concentrates on the interrelationship between, on the one hand, military matters and, on the other hand, public security, intelligence gathering, policing and public order relating to the October Events.
Η έρευνά μας στηρίχθηκε σε ελληνόγλωσσες και αγγλόγλωσσες εκδόσεις: τα έργα αυτά αποδείχτηκαν πολύ χρήσιμα για την ανασύνθεση των πολιτικών γεγονότων σε συνάρτηση με τα οποία έδρασε το ενωτικό κίνημα της Κύπρου. Επίσης, τα απομνημονεύματα του στρατιωτικού αρχηγού της ΕΟΚΑ, Γεώργιου Γρίβα-Διγενή, και ιδίως η επιστολογραφία του με τον πολιτικό ηγέτη των Ελλήνων Κυπρίων, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’, καθώς και με στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης, υπήρξαν χρήσιμα εργαλεία για την ερμηνεία των στόχων που έθετε ή των προκλήσεων που αντιμετώπιζε η επαναστατική οργάνωση. Τέλος, αξιοποιήθηκαν πρωτογενή δεδομένα από τα υπουργεία Πολέμου (War Office), Εξωτερικών (Foreign Office) και Αποικιών (Colonial Office) τα οποία περιλαμβάνονται στη συλλογή του Κρατικού Αρχείου του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives of the United Kingdom-TNA).
The Greek War of Independence also had a decisive effect on Cyprus. During the war Ottoman authorities in Cyprus executed Greek Cypriot political elites to stave off a possible Greek Cypriot uprising, while between 400 and 1000 Greek Cypriot volunteers participated in the mainland uprising. More significantly, though, the Greek Revolution and its immediate result, the establishment of an independent Hellenic state, became the foundation for the development of the Greek Cypriot enosis movement to liberate Cyprus and unite it with Greece .
In the period of British colonial rule following the Ottoman occupation of Cyprus, the historical legacy of the Greek Revolution held a pivotal role in the promotion of Greek national identity and political desiderata by the Greek Cypriot majority. Consequently, the image and perception of the Greek War of Independence became particularly influential in the late 1950s, when Greek Cypriot anti-colonial (and pro-enosis) efforts reached their zenith, triggering EOKA’s national liberation struggle and bringing British colonial rule to an end in the pattern of an independent Cyprus.
The present study discusses the multifaceted impact of the Greek War of Independence on the EOKA insurgency in Cyprus in 1955-1959. It draws on a variety of primary sources to fulfill its scope of research, including the collections in the National Struggle Museum, poems and songs written by EOKA fighters or sympathisers in 1955-1959, the EOKA movement’s underground publications, the correspondence of EOKA heroes, articles in the Greek press and material in the Cyprus State Archive.
Το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950 έχει προσεγγισθεί από την ιστορική έρευνα ως τμήμα της αντιπαράθεσης των διαφόρων πρωταγωνιστών της ελληνοκυπριακής πολιτικής σκηνής για την πρωτοκαθεδρία στη διεκδίκηση του ενωτικού αιτήματος. Επιπρόσθετα, ως μέρος της εξελικτικής διαδικασίας προς ριζοσπαστικότερες λύσεις που επικράτησε μεταπολεμικά στα ελληνοκυπριακά κοινωνικά σύνολα, η οποία συνεπαγόταν τη μετωπική αντιπαράθεση με τις βρετανικές αρχές και τη μαχητική διεκδίκηση της εθνικής ελευθερίας και η οποία μετεξελίχθηκε σε ένοπλη φυσική πάλη κατά την τετραετία 1955-1959. Μια διαφορετική διάσταση αποτελούν οι προσωπικές μαρτυρίες ατόμων που έζησαν τα γεγονότα (όπως αυτές καταγράφηκαν σε απομνημονεύματα ή άλλα δημοσιευμένα έργα τους) οι οποίες παραδίδουν -αν και σε περιορισμένη έκταση- τις αυξημένες προσδοκίες των Ελληνοκυπρίων αλλά και την συνεπακόλουθη έντονη απογοήτευση λόγω της κάθετης άρνησης της βρετανικής πλευράς. Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να θέσει στο επίκεντρο τα στάδια παρασκευής και διεξαγωγής του δημοψηφίσματος του 1950. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, επιδιώκεται η ανασύνθεση του ευρύτερου κλίματος που επικρατούσε στην ελληνική κοινότητα της Κύπρου, μέσω της καταγραφής ατομικών ή συλλογικών συμπεριφορών. Τα μεθοδολογικά μας εργαλεία αφορούν τη χρήση πραγματειών για τα γεγονότα της δεκαετίας του 1950 στην Κύπρο, καθώς και εκδόσεων που περιλαμβάνουν εμπειρίες ή αναμνήσεις των Ελληνοκυπρίων από αυτή την περίοδο. Επιπρόσθετα, εξαιρετικά χρήσιμη αποδείχθηκε η χρήση πληροφοριών από τις εφημερίδες Έθνος, Νέος Δημοκράτης και Ελευθερία οι οποίες περιλαμβάνονται στις συλλογές του Δημοτικού Αρχείου Λάρνακας (ΔΑΛ) και του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών (ΓΤΠ) στη Λευκωσία.
Η παρούσα μελέτη υποστηρίζει ότι οι χώροι μνήμης της περιόδου 1955-1959 μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό εργαλείο στη διαδικασία πρόσκτησης γνώσεων όσον αφορά σε γεγονότα του παρελθόντος. Ιδιαίτερα χρήσιμοι, δε, δύνανται να αποβούν και για το πεδίο της Τοπικής Ιστορίας. Ως περιπτωσιολογία επιλέχθηκε ένας τοπικός χώρος μνήμης και πιο συγκεκριμένα το αναστυλωμένο κρησφύγετο στο Όμοδος. Αρχικά γίνεται παρουσίαση του κτίσματος, καθώς και του ιστορικού υπόβαθρου που σχετίζεται με τη δημιουργία του. Στη συνέχεια αναδεικνύονται οι σημαντικές δυνατότητες που ο χώρος διαθέτει για την ανάπτυξη εκπαιδευτικών δράσεων προς οικοδόμηση ιστορικής γνώσης. Κατά τη διαδικασία έρευνας αξιοποιήθηκαν πληροφορίες που έδωσαν η Μαρούλλα Αντωνίου, σύζυγος του Αριστοκράτη (Άριστου) Θεοδώρου, στην οικία των οποίων κατασκευάστηκε το κρησφύγετο. Επίσης, πολύτιμη ήταν η μαρτυρία του Γιώργου Παλαιολόγου, μαχητή της ΕΟΚΑ που φιλοξενήθηκε στον συγκεκριμένο χώρο. Τέλος, πληροφορίες συγκεντρώθηκαν από τον τύπο της εποχής, καθώς και την επί τόπου επίσκεψη και μελέτη του κρησφύγετου.
Η προσπάθειά μας έχει ως βασικά εργαλεία σχετικές προκηρύξεις της ΕΟΚΑ από το ιδιωτικό αρχείο του Μιχάλη Νικολάου (ΙΑΜΝ) στη Λευκωσία. Επίσης, μαρτυρίες βετεράνων της ΕΟΚΑ οι οποίοι υπηρέτησαν το επαναστατικό κίνημα από τη θέση του τομεάρχη. Το πιο πάνω υλικό συνδυάστηκε με πληροφορίες που εξασφαλίστηκαν από αναφορές που συνέταξαν οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ή Βρετανοί στρατιωτικοί, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στις συλλογές του Κρατικού Αρχείου του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives of the United Kingdom-TNA) στο Λονδίνο, καθώς και από το προσωπικό αρχείο του Frederick William Bird, ο οποίος υπηρέτησε στο νησί την περίοδο του Αγώνα της ΕΟΚΑ, στο οποίο επιτρέπει πρόσβαση το Imperial War Museum (IWM) στις εγκαταστάσεις του στο Λονδίνο.
thematic structure to tie together the drivers behind the RoC’s alignment (or not) with key international organisations. This approach accommodates the better understanding of the country’s international orientation at various periods of its Modern History.
Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου είναι η εξέταση της πρόσληψης, της επιβίωσης και γενικά της επιρροής που άσκησε η Ελληνική Επανάσταση στον επαναστατημένο κυπριακό ελληνισμό στο β’ μισό της δεκαετίας του 1950. Η έρευνά μας βασίστηκε σε τεκμήρια από τις συλλογές του Μουσείου Αγώνος, σε δημοσιευμένο υλικό από την πνευματική παραγωγή μελών ή υποστηρικτών της ΕΟΚΑ, σε έντυπο υλικό με το οποίο η επαναστατική οργάνωση προωθούσε τον δημόσιο λόγο της (προκηρύξεις και περιοδικές εκδόσεις), σε απομνημονεύματα ή βιογραφίες αγωνιστών της ΕΟΚΑ, σε δημοσιευμένες επιστολές ηρώων του κυπριακού επαναστατικού κινήματος, στον ελληνόγλωσσο Τύπο της εποχής (από Ελλάδα και Κύπρο) και σε αρχειακό υλικό από το Κρατικό Αρχείο Κύπρου.
Recent years have witnessed the emergence of sophisticated studies examining aspects of EOKA’s subversive activities. Nevertheless, all tend to deal obliquely with its strategy, tactics and modus operandi. In many quarters, this obliqueness has given rise to a hazy understanding of EOKA’s campaign.
Against this background, this paper draws upon the doctoral and post-doctoral research of the author with the aim of achieving two main objectives: providing a broad operational overview of EOKA as a subversive organization; and inquiring into its strategy, tactics and modus operandi against the regular armed forces of the British colonial authorities in Cyprus. To these ends, the paper assesses the EOKA campaign as a whole. Particular emphasis is given to its mentality, evolution and political priorities.
In the late 1920s and the early 1930s, the Cyprus Question remained unsettled, as union with Greece remained a solid and direct demand of the Greeks in Cyprus. The British opposition to enosis, and Greek complaints about the colonial administration on both political and economic grounds, led to the spontaneous uprising known as “Oktovriana” (the October Events) in 1931, when civil disturbances erupted in the island and Government House was burned down. The riots soon spread to other parts of Cyprus; the prompt reaction of the British colonial authorities, however, as well as the spontaneous and uncoordinated character of the revolt, brought about the complete restoration of British control over Cyprus and the onset of even more authoritarian colonial governance.
The present study investigates the British campaign to suppress the Revolt of 1931, an event that stands out as a landmark in 20th century Cypriot History, the first effort of the Greek population of Cyprus to gain freedom by radical means. As it will be pointed out, the British response was not confined solely to normal policing: the colonial authorities did not appreciate the uprising as purely one of public disorder; on the contrary, they considered it far more serious and necessitating the engagement of both military and police forces. This study, therefore, concentrates on the interrelationship between, on the one hand, military matters and, on the other hand, public security, intelligence gathering, policing and public order relating to the October Events.
Η έρευνά μας στηρίχθηκε σε ελληνόγλωσσες και αγγλόγλωσσες εκδόσεις: τα έργα αυτά αποδείχτηκαν πολύ χρήσιμα για την ανασύνθεση των πολιτικών γεγονότων σε συνάρτηση με τα οποία έδρασε το ενωτικό κίνημα της Κύπρου. Επίσης, τα απομνημονεύματα του στρατιωτικού αρχηγού της ΕΟΚΑ, Γεώργιου Γρίβα-Διγενή, και ιδίως η επιστολογραφία του με τον πολιτικό ηγέτη των Ελλήνων Κυπρίων, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’, καθώς και με στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης, υπήρξαν χρήσιμα εργαλεία για την ερμηνεία των στόχων που έθετε ή των προκλήσεων που αντιμετώπιζε η επαναστατική οργάνωση. Τέλος, αξιοποιήθηκαν πρωτογενή δεδομένα από τα υπουργεία Πολέμου (War Office), Εξωτερικών (Foreign Office) και Αποικιών (Colonial Office) τα οποία περιλαμβάνονται στη συλλογή του Κρατικού Αρχείου του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives of the United Kingdom-TNA).
Η παρούσα μελέτη εξετάζει την Κρίση των Πυραύλων S-300 υπό το πρίσμα της ιστορικής ανάλυσης και θεωριών που σχετίζονται με την απειλή χρήσης βίας ως εργαλείο πολιτικής στις διεθνείς σχέσεις.
Η παρούσα μελέτη εξετάζει τον αντίκτυπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στα πολιτικά πράγματα της Κύπρου, ιδίως σε επίπεδο προσδοκιών στον ελληνοκυπριακό τύπο. Το πρώτο μέρος επικεντρώνεται στις ειδήσεις για το ξέσπασμα του πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, και την προσάρτηση της Κύπρου από τη Βρετανία τρεις μήνες αργότερα. Το δεύτερο τμήμα αναφέρεται στη στάση του τύπου μετά την ανακοίνωση για την σύναψη ανακωχής μεταξύ των εμπόλεμων χωρών το Νοέμβριο του 1918 και την επικείμενη σύγκληση της Συνδιάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού, η οποία έλαβε τελικά χώρα τον Ιανουάριο του 1919. Πρωτογενές υλικό εντοπίστηκε στον τύπο της εποχής. Η συχνή παράθεση αποσπασμάτων είναι απαραίτητη για να εισαχθούμε στο κλίμα της εποχής.
Η παρούσα μελέτη προσεγγίζει ως περιπτωσιολογία έναν τοπικό χώρο μνήμης και πιο συγκεκριμένα το αναπαλαιωμένο κρησφύγετο στο Αυγόρου. Αρχικά γίνεται παρουσίαση του κτίσματος, καθώς και του ιστορικού υπόβαθρου που οδήγησε στη δημιουργία του. Στη συνέχεια αναδεικνύονται οι σημαντικές δυνατότητες που ο χώρος διαθέτει για την ανάπτυξη εκπαιδευτικών δράσεων προς οικοδόμηση ιστορικής γνώσης. Κατά τη διαδικασία έρευνας αξιοποιήθηκαν πληροφορίες που έδωσε ο Παναγιώτης Βαρδάκης, ένας εκ των δημιουργών του κρησφύγετου . Επίσης, στοιχεία συγκεντρώθηκαν κατά την επί τόπου επίσκεψη και μελέτη της κατασκευής .
Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται υπό το πρίσμα της Τοπικής Ιστορίας την περιπτωσιολογία της Αγίας Ειρήνης Κερύνειας, φιλοδοξώντας να παρουσιάσει τη συμμετοχή της στην ελληνοκυπριακή επαναστατική προσπάθεια κατά την τετραετία 1955-1959. Συνεπώς, η αφήγηση παρακολουθεί την ίδρυση και δράση του συγκεκριμένου κλιμακίου της ΕΟΚΑ σε συνάρτηση με την εξέλιξη των επιχειρήσεων της οργάνωσης σε παγκύπρια κλίμακα. Λόγω της ένδειας αρχειακού υλικού, η έρευνα αναγκαστικά στράφηκε στη συλλογή πληροφοριών με τη μέθοδο των συνεντεύξεων.
Για την υλοποίηση του εθνικού της οράματος (που ήταν και πολιτική επιδίωξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων Κυπρίων), η ΕΟΚΑ στήριξε τον στρατηγικό της σχεδιασμό στην υποταγή του στρατιωτικού κριτηρίου στο πολιτικό. Γι’ αυτό, οι στρατιωτικές μέθοδοι της ΕΟΚΑ δεν επιλέχθηκαν με την ψευδαίσθηση της επίτευξης μιας καθαρά στρατιωτικής νίκης, όπου οι Έλληνες Κύπριοι μαχητές θα «πετούσαν» τους Βρετανούς στη θάλασσα. Αντίθετα, το ένοπλο ενωτικό κίνημα επιδίωξε να υποχρεώσει την βρετανική κυβέρνηση να συνειδητοποιήσει ότι η Κύπρος θα αποτελούσε επιβάρυνση, αν η αποικιακή κυριαρχία έπρεπε να επιβάλλεται δια της βίας. Επομένως, μέσω της επαναστατικής δράσης επιζητούσε να ασκήσει ισχυρή πίεση στους Βρετανούς ώστε να αποδεχτούν διαπραγματεύσεις, παρέχοντας τοιουτοτρόπως στην πολιτική ηγεσία (Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ και ελληνική κυβέρνηση) ευκαιρίες για την επίτευξη μιας πολιτικής λύσης.
Η επαναστατική δράση στην Κύπρο ήταν μια σύνθεση ανορθόδοξου πολέμου (επιδρομών, τοποθέτησης βομβών, ενεδρών, δολιοφθορών, εμπρησμών, επιθέσεων εναντίον προσωπικού της βρετανικής αποικιακής φρουράς κλπ.) και λαϊκής εξέγερσης (διαμαρτυριών, απεργιών, διαδηλώσεων και παθητικής αντίστασης). Ως προς την τελευταία μορφή δράσης, η οργάνωση επέδειξε εντυπωσιακή ικανότητα στην καλλιέργεια λαϊκής υποστήριξης και την κινητοποίηση της ελληνικής κυπριακής κοινωνίας.
Οι πράξεις αυτοθυσίας των μελών της ΕΟΚΑ συντέλεσαν ώστε η προσοχή της ιστορικής έρευνας να επικεντρώνεται στις ένοπλες ενέργειες και γενικότερα στην επαναστατική δράση που ανέπτυξε το απελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου. Εντούτοις, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη ότι η στρατηγική και οι τακτικές της ΕΟΚΑ περιέλαβαν και περιπτώσεις κήρυξης «εκεχειριών», κατά τις οποίες τα μαχητικά κλιμάκια απείχαν από επιθετικές ενέργειες, ώστε η πολιτική ηγεσία να αναλάβει διαπραγματευτικές πρωτοβουλίες. Εξάλλου, η κήρυξη «εκεχειριών» είχε εφαρμοστεί και από τις ένοπλες εβραϊκές οργανώσεις στον αντιαποικιακό αγώνα τους εναντίον των Βρετανών κατά το β’ μισό της δεκαετίας του 1940.
Ο όρος «εκεχειρίες» είναι χρήσιμος για να διακρίνουμε αυτές τις περιπτώσεις από άλλες παρόμοιες, όπου η ΕΟΚΑ, μετά από περιόδους εντατικών επιχειρήσεων ή πριν από τη συζήτηση του Κυπριακού Ζητήματος στον ΟΗΕ, απείχε από επιθετικές ενέργειες χωρίς να προβεί σε επίσημη ανακοίνωση περί των προθέσεών της. Κατά τη διάρκεια της τετραετίας 1955-1959 ανακοινώθηκαν από τον αρχηγό της ΕΟΚΑ, τον Γεώργιο Γρίβα-Διγενή, τέσσερις «εκεχειρίες» σε κάποια χρονική στιγμή των ετών 1956, 1957 και 1958. Αυτές δεν ήταν «εκεχειρίες» με την κυριολεκτική σημασία του όρου, δηλαδή βραχείες αναστολές εχθροπραξιών με αμοιβαίες συμφωνίες των δύο πλευρών: οι Βρετανοί δεν τις αποδέχτηκαν και συνέχισαν την εκστρατεία καταστολής, επειδή θεωρούσαν ότι η ΕΟΚΑ τις προκήρυξε προς ίδιον όφελος, δηλαδή για να αναδιοργανωθεί και να συνεχίσει το επαναστατικό της πρόγραμμα. Ωστόσο, παρόλο που τέτοιου είδους μονομερείς ανάπαυλες χρησιμοποιήθηκαν από τους Κύπριους επαναστάτες για να ανασυνταχθούν, θα ήταν αφελές να υποστηρίξουμε ότι αυτός ήταν ο μοναδικός σκοπός τους. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια του Αγώνα της ΕΟΚΑ σημειώθηκαν περιπτώσεις όπου η οργάνωση διέκοψε προσωρινά τις ενέργειές της, χωρίς όμως να προσδίδει επίσημο χαρακτήρα στην απόφασή της. Για παράδειγμα, η βραχεία αναστολή επιχειρήσεων στα τέλη του Ιουνίου του 1955 ή κατά την περίοδο του Ιουλίου 1956 (όταν η ΕΟΚΑ αναπλήρωνε τις απώλειές της μετά από τις επιχειρήσεις των βρετανικών στρατευμάτων εναντίον των ανταρτών στις ορεινές περιοχές) αποδεικνύουν ότι όποτε η ΕΟΚΑ επιθυμούσε να αναδιοργανωθεί δε χρειαζόταν μια επίσημη «εκεχειρία» για να το πετύχει.
Επομένως, εφόσον η ΕΟΚΑ μπορούσε να κινηθεί υπογείως και ανεπίσημα για να ανασυνταχθεί, για ποιο λόγο κήρυξε τέσσερις «εκεχειρίες» κατά τη διάρκεια της επανάστασης; Αυτό συνέβη διότι η ελληνική κυβέρνηση (υπό τον Κων/νο Καραμανλή) ήταν πεπεισμένη ότι από το επιχειρησιακό πρόγραμμα της ΕΟΚΑ έπρεπε να απουσιάζει η μονολιθικότητα. Ειδικότερα, η κυβέρνηση Καραμανλή πίστευε ότι οι εθνικές επιδιώξεις της ΕΟΚΑ μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μέσω της επαναστατικής δράσης, αλλά σε συνδυασμό με την προγραμματισμένη αποχή από αυτή (αναλόγως των εκάστοτε εξελίξεων). Τον Αύγουστο του 1956, ο Άγγελος Βλάχος, ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην Κύπρο, σε συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση, έπεισε τον Γεώργιο Γρίβα-Διγενή να κηρύξει «εκεχειρία» για μερικές μέρες. Η συγκεκριμένη κίνηση αποσκοπούσε στο να αντικρούσει το επιχείρημα της βρετανικής κυβέρνησης (υπό τον Anthony Eden) ότι διαπραγματεύσεις για το μέλλον της Κύπρου δε μπορούν να λάβουν χώρα ενόσω στο νησί γινόταν εκτεταμένη χρήση βίας. Επιπλέον, να επιφέρει διεθνή πίεση στο Λονδίνο για να δοθεί προβάδισμα στον διάλογο. Παρά ταύτα, το Λονδίνο παρερμήνευσε την πρωτοβουλία της ΕΟΚΑ ως αδυναμία και απάντησε με την ανακοίνωση όρων παράδοσης για τους Έλληνες Κύπριους αγωνιστές, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για μια πολιτική διευθέτηση.
Η δεύτερη «εκεχειρία» κηρύχθηκε από τον Γεώργιο Γρίβα-Διγενή στα μέσα Μαρτίου του 1957, ένα δύσκολο χρονικό σημείο για την ΕΟΚΑ σε επίπεδο απωλειών (λόγω θανάτου ή σύλληψης ικανότατων στελεχών). Παρόλο που η ενέργεια της οργάνωσης αναμφίβολα υπαγορεύτηκε από την εν λόγω επείγουσα κατάσταση, οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης, ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου (1957), διαδραμάτισαν και αυτές ρόλο στη διαδικασία λήψης της απόφασης για «εκεχειρία». Η «εκεχειρία» του 1957, η οποία τελικά διήρκεσε αρκετούς μήνες, ήταν μέρος της πολιτικής χαμηλών τόνων που προωθούσε η κυβέρνηση Καραμανλή στο Κυπριακό. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη της ΕΟΚΑ (ή για να είμαστε ακριβείς, η απειλή για επανάληψη των επιθετικών ενεργειών της) παρέμενε σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί για την ελληνική πλευρά. Κίνητρο πίσω από τις πιέσεις της Αθήνας στην ΕΟΚΑ για κήρυξη μονομερούς «εκεχειρίας» ήταν να εμποδιστεί η Άγκυρα να χρησιμοποιεί την επανάσταση στην Κύπρο ως πρόφαση για διακοινοτικές ταραχές. Ακόμη, να υποβοηθηθούν οι προσπάθειες της κυβέρνησης Καραμανλή προς το Λονδίνο και να πεισθεί η βρετανική πλευρά να διατάξει την απελευθέρωση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από την εξορία (σκοπός που τελικά επετεύχθη). Μακροπρόθεσμα, η Αθήνα αποσκοπούσε στην αναζωογόνηση των ελληνοβρετανικών σχέσεων, αποκλείοντας ταυτόχρονα τη Διχοτόμηση ως φόρμουλα επίλυσης του Κυπριακού.
Η τρίτη «εκεχειρία», τον Αύγουστο του 1958, κηρύχθηκε μετά από μια αιματηρή περίοδο διακοινοτικών συγκρούσεων στην Κύπρο. Οι κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας έκαναν έκκληση για τερματισμό της αιματοχυσίας και επαναφορά της ηρεμίας. Η ΕΟΚΑ, παρόλο που η επαναστατική οργάνωση δεν ήταν ο κύριος υπαίτιος αυτής της κατάστασης, διέβλεψε τους κινδύνους και απέφυγε περαιτέρω αντίποινα εναντίον των Τούρκων της Κύπρου. Η ηγεσία του επαναστατικού κινήματος αντιλαμβανόταν ότι μια μετωπική σύγκρουση με τη μουσουλμανική μειονότητα δεν θα βοηθούσε τις προσπάθειες υπέρ της Ένωσης, εφόσον το Κυπριακό θα εξελισσόταν από αποικιακό ζήτημα σε διακοινοτική κρίση. Με το να θέσει την ένοπλη δράση στο περιθώριο για ένα μικρό διάστημα, η ΕΟΚΑ πραγματοποίησε ένα βήμα προσέγγισης των Βρετανών, αναμένοντας ότι οι τελευταίοι θα ανταποκρίνονταν σε πολιτικό επίπεδο. Επιπλέον, η ΕΟΚΑ διατηρούσε το πλεονέκτημα της απειλής για επανέναρξη των επιθέσεων εναντίον του αποικιακού καθεστώτος της Κύπρου. Δεν πρέπει, επίσης, να αγνοήσουμε τους δύο άμεσους επιχειρησιακούς στόχους της, δηλαδή της αναδιοργάνωσης των διαφόρων κλιμακίων, καθώς και την απαγκίστρωση από τη διακοινοτική αντιπαράθεση ώστε το ανθρώπινο δυναμικό και οι υλικοί πόροι της ΕΟΚΑ να δύνανται να αφιερωθούν εξ ολοκλήρου στον αντιαποικιακό αγώνα.
Οι λόγοι πίσω από την τέταρτη επίσημη «εκεχειρία», η οποία τέθηκε σε εφαρμογή τον Δεκέμβριο του 1958, διακρίνονται πιο εύκολα. Η πρωτοβουλία της ΕΟΚΑ ήταν αποτέλεσμα συντονισμένων πιέσεων από τον Μακάριο και την ελληνική διπλωματία κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Παρά τους δισταγμούς της, η ηγεσία του ένοπλου ενωτικού κινήματος έδωσε τελικά τη συγκατάθεσή της: η αναστολή επιχειρήσεων προς διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων για μια τελική συμφωνία σχετικά με το μελλοντικό καθεστώς της Κύπρου ήταν εντελώς λογική. Με την τελευταία επίσημη «εκεχειρία» της ΕΟΚΑ, η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση στην μεγαλόνησο ουσιαστικά έφτασε στο τέλος της (βέβαια, η επαναστατική οργάνωση τερμάτισε επίσημα τη λειτουργία της τον Μάρτιο του 1959).
Η εφημερίδα «Φιλελεύθερος», με πρόσφατο ρεπορτάζ της με τίτλο «Σενέρ Λεβέντ: απαγχονίστηκε χωρίς να είναι ένοχος ο Πατάτσος» (ημερομηνίας 22 Μαρτίου 2022), πληροφόρησε το αναγνωστικό κοινό για τον ρόλο της Τουρκοκύπριας Εμινέ στη σύλληψη του ήρωα Ιάκωβου Πατάτσου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που η ίδια η Εμινέ έδωσε στον Τουρκοκύπριο δημοσιογράφο Σενέρ Λεβέντ, το βρετανικό αποικιοκρατικό καθεστώς επέβαλε στον Ι. Πατάτσο τη θανατική ποινή για μια πράξη που δεν έκανε: τον φόνο του Τουρκοκύπριου αστυνομικού Νιχάτ. Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι σύμφωνα με τον Σ. Λεβέντ, η Εμινέ άλλαξε στάση και ανακάλεσε τα λεγόμενά της λίγο αργότερα.
Η έρευνα στα βρετανικά κρατικά αρχεία (The National Archives) τεκμηριώνει την μαρτυρία της Τουρκοκύπριας Εμινέ προς τον Σ. Λεβέντ για τον ρόλο-κλειδί που η ίδια διαδραμάτισε στην υπόθεση του ήρωα Ι. Πατάτσου. Σε τηλεγράφημα (βλ. Εικόνα 1) του Βρετανού κυβερνήτη της Κύπρου, στρατάρχη Sir John Harding, προς τον Βρετανό υπουργό αποικιών, Alan Lennox-Boyd, αναφέρονται τα εξής:
«Προς ενημέρωσή σας, η Κυρία Εμινέ Ν., μια Τουρκάλα Κύπρια η οποία συνέλαβε τον προσφάτως εκτελεσθέντα τρομοκράτη Πατάτσο θα ταξιδέψει με τον σύζυγό της στην Τουρκία την Κυριακή 16 Αυγούστου διότι θεωρεί ότι εδώ η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο.
Στην Κυρία Ν. χορηγήθηκε (εντελώς εμπιστευτικά) αμοιβή £5,000 για την πολύ θαρραλέα πράξη της και επομένως καμία χρηματική βοήθεια δεν είναι αναγκαία».
Οι πληροφορίες για την παροχή χρηματικής αμοιβής σε ένα συνεργάτη (στην προκειμένη περίπτωση στην Εμινέ Ν.), καθώς και διευκολύνσεων για μετάβαση στο εξωτερικό, αναπόφευκτα στρέφουν την προσοχή μας σε ένα φαινόμενο της περιόδου 1955-1959 το οποίο απασχόλησε κατά καιρούς τον δημόσιο διάλογο, αλλά όχι μέσα από ένα επιστημονικό πρίσμα: το φαινόμενο του δοσιλογισμού. Ως δοσιλογισμός ορίζεται η συνεργασία Κυπρίων με τις βρετανικές αποικιακές αρχές για την καταστολή της επαναστατικής δράσης της ΕΟΚΑ. Η συγκεκριμένη πτυχή κατέστη δυνατό να μελετηθεί συστηματικά μόλις τα τελευταία χρόνια, με τη βοήθεια τεκμηρίων από βρετανικές αρχειακές συλλογές.
Το 1958 έμελλε να αποτελέσει ορόσημο για την ιδιαίτερη πορεία του ιστορικότερου αθλητικού σωματείου της Κύπρου, της «Ανόρθωσης» Αμμοχώστου. Η ανατίναξη του οικήματός του από τους Βρετανούς αποικιοκράτες, στις 8 Ιουλίου 1958, αποτέλεσε ένα ακόμη τεκμήριο της συμβολής του στην τελευταία εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ελληνισμού.
Η παρούσα μελέτη φιλοδοξεί να ανασυνθέσει τα ιστορικά γεγονότα σχετικά με την καταστροφή του οικήματος της «Ανόρθωσης» με απόφαση των αποικιακών αρχών. Η προσπάθειά μας βασίστηκε σε πληροφορίες που παραδίδονται στον Τύπο της εποχής. Επίσης, χρήσιμες πληροφορίες αντλήθηκαν από το Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives of the United Kingdom).
Η παρούσα μελέτη δεν αποτελεί μία ανάλυση της δράσης του Γ. Γρίβα-Διγενή, ούτε των κινήτρων πίσω από αυτή. Εξυπακούεται ότι μια τέτοια φιλοδοξία θα ήταν αδύνατο να υλοποιηθεί εντός των ορίων της έκτασης που έχουν καθοριστεί για την ανά χείρας έκδοση. Αντίθετα, κύρια επιδίωξή μας είναι να συμβάλουμε στη γενικότερη συζήτηση αναφορικά με τον Γ. Γρίβα-Διγενή ως ιστορικό πρόσωπο, θέτοντας υπόψη του αναγνώστη μία σχετικά άγνωστη πτυχή: την απόπειρα που εκδηλώθηκε από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες για τη σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ του στρατιωτικού αρχηγού της «Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών» (ΕΟΚΑ).
Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στο σοβαρό τραυματισμό του Στυλιανού Λένα στην περιοχή της Ποταμίτισσας, στις 17 Φεβρουαρίου 1957. Η επιλογή του συγκεκριμένου γεγονότος πραγματοποιήθηκε εξ αφορμής της συμπλήρωσης εξήντα χρόνων από το θάνατο του εν λόγω μαχητικού στελέχους της ΕΟΚΑ. Επιπλέον, σημαντικό κίνητρο αποτέλεσε το γεγονός ότι πρόσφατα επετράπηκε πρόσβαση στο σχετικό υλικό του Κρατικού Αρχείου Κύπρου (στη Λευκωσία). Οφείλουμε ωστόσο να διευκρινίσουμε ότι η έρευνά μας στηρίζεται κυρίως σε βρετανικές πρωτογενείς πηγές. Τα εν λόγω αρχειακά δεδομένα δεν θεωρούνται πηγή πληροφοριών που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Αντίθετα, πρέπει πάντα να προσεγγίζονται με κριτικό πνεύμα. Δεν παύει, όμως, η αξιοποίησή τους να αποβαίνει εξαιρετικά χρήσιμη, αφενός παρέχοντας τεκμήρια για διασταύρωση πληροφοριών από άλλες πηγές και αφετέρου ρίχνοντας φως σε άγνωστες πτυχές για τις οποίες εμφανίζεται παντελής έλλειψη υλικού από ελληνικής κυπριακής πλευράς. Στην προκειμένη περίπτωση, μέσω των βρετανικών μαρτυριών τεκμηριώνεται ότι ο εντοπισμός του Στυλιανού Λένα από το κλιμάκιο της αποικιακής φρουράς έγινε στη βάση σαφούς πληροφόρησης. Επίσης, ενισχύεται το επίπεδο γνώσης που έχουμε για τη βρετανική εκστρατεία καταστολής στην Κύπρο και ειδικότερα για την αλλαγή στις μεθόδους εξουδετέρωσης των αντάρτικων ομάδων, η οποία άρχισε να σημειώνεται στις αρχές του 1957 (περίοδος που πραγματοποιήθηκε και η ενέδρα εναντίον του Στυλιανού Λένα) και περιλάμβανε την αύξηση της αποτελεσματικότητας μέσω στοιχείων όπως «η πανουργιά και η ταχύτητα και, πάνω από όλα, οι πληροφορίες».
ορίζεται στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία ως «Κυπριακός Αγώνας» ή «Αγώνας της ΕΟΚΑ» και στην αγγλόγλωσση βιβλιογραφία κυρίως ως «The Cyprus Revolt» ή «The Cyprus Emergency». Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έχουν καταβληθεί από τους μελετητές και τη
μεθοδική διερεύνηση μίας σειράς σημαντικών θεματικών, η φύση του αγώνα της «Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών» (ΕΟΚΑ) δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς.
Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης, η ανάλυσή μας επικεντρώνεται στο ρόλο της νεολαίας στη στρατηγική σκέψη του αρχηγού της ΕΟΚΑ, του Γεώργιου Γρίβα (Διγενή), την ίδρυση, επέκταση, την οργανωτική δομή και τη δράση της νεολαίας υπό την καθοδήγηση της ΕΟΚΑ. Στο τελευταίο μέρος, θα επιχειρήσουμε μία αποτίμηση της υποστήριξης της νεολαίας προς το επαναστατικό κίνημα. Η έρευνά μας βασίστηκε στα έργα του Γ. Γρίβα (Διγενή) και τις πληροφορίες που παρείχαν με τη μέθοδο των προσωπικών συνεντεύξεων άτομα που υπηρέτησαν την ΕΟΚΑ από τη θέση του τομεάρχη. Το υλικό αυτό διασταυρώθηκε με βρετανικές στρατιωτικές αναφορές προς το βρετανικό υπουργείο Πολέμου (War Office-WO) ή υλικό από την εσωτερική αλληλογραφία του υπουργείου Αποικιών (Colonial Office-CO), τα οποία εντοπίστηκαν στις συλλογές του Κρατικού Αρχείου του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives).
Στόχος του παρόντος δοκιμίου είναι να εξετάσει κατά πόσο ο ένοπλος αγώνας που διεξήγαγε το ελληνοκυπριακό απελευθερωτικό κίνημα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), κατά το β’ μισό της δεκαετίας του 1950, εναντίον των βρετανικών δυνάμεων στην Κύπρο, επιτάχυνε την πορεία των εξελίξεων προς τη λήψη εκ μέρους της Βρετανίας της απόφασης για τερματισμό της αποικιακής κυριαρχίας και της συναίνεσης στην εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η διεθνής ιστοριογραφία για την τετραετή επανάσταση στην Κύπρο αναμφισβήτητα έχει συνεισφέρει (ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια) στην παραγωγή εκδόσεων οι οποίες επικεντρώνονται στο πολιτικό, διπλωματικό ή στρατιωτικό πεδίο. Εντούτοις, υφίσταται περαιτέρω έδαφος το οποίο η επιστημονική έρευνα μπορεί να καλύψει, τουλάχιστον σε σχέση με το κατά πόσο το φαινόμενο που διατυπώνεται ως «επιτάχυνση της Ιστορίας», δηλαδή η επιτάχυνση της εξέλιξης των ιστορικών γεγονότων, δύναται να εντοπισθεί στην ύστερη περίοδο του ενωτικού κινήματος στην Κύπρο (1955-1959), κατά την οποία έλαβε χώρα η αποχώρηση της Βρετανίας από την Κύπρο. Ταυτόχρονα, αν και σε ένα δεύτερο επίπεδο, μέσω της προαναφερθείσας ερευνητικής διαδικασίας, θα εξεταστεί και μια θέση η οποία εκφράζεται κατά καιρούς σε ανεπίσημες συζητήσεις στην Κύπρο, η οποία συνοψίζεται ως εξής: «οι Έλληνες της Κύπρου δεν ήταν ανάγκη να ξεκινήσουν ένοπλο αγώνα εφόσον οι Βρετανοί θα αποχωρούσαν σε κάποια φάση από την Κύπρο». Η παρούσα ανάλυση στηρίζεται σε ένα σύνολο μελετών που αφορούν τις βρετανικές μεταπολεμικές αποικιακές πολιτικές ή τον Κυπριακό Αγώνα της περιόδου 1955-1959.
Η παρούσα μελέτη δε φιλοδοξεί να αποτελέσει μια γεγονοτολογική αφήγηση των πεπραγμένων της ΠΕΚΑ. Αντίθετα, μέσω της ανάλυσης σημαντικών παραμέτρων, θα επιδιωχθεί μια εισαγωγική προσέγγιση στη φύσης της θυγατρικής αυτής οργάνωσης της ΕΟΚΑ. Πιο συγκεκριμένα, θα επικεντρωθούμε σε τέσσερις θεματικές ενότητες: το ρόλο που κατείχε η καλλιέργεια λαϊκής υποστήριξης στη στρατηγική της ΕΟΚΑ, τους λόγους που οδήγησαν στην ίδρυση της ΠΕΚΑ, την ιδιαίτερη δομή της οργάνωσης και τον τρόπο δράσης της.
Η έρευνά μας στηρίζεται σε αγγλόγλωσση και ελληνόγλωσση βιβλιογραφία που αφορά την περίοδο του Κυπριακού Αγώνα. Επιπλέον, γίνεται χρήση αρχειακών συλλογών από το Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου (The National State Archives - NSA). Επιπρόσθετες πληροφορίες συγκεντρώθηκαν από δημοσιευμένες συλλογές εγγράφων που περιλαμβάνουν το έντυπο υλικό της πολιτικής πτέρυγας της ΕΟΚΑ. Τέλος, βετεράνοι της ΕΟΚΑ οι οποίοι υπηρέτησαν στην κομβική θέση του τομεάρχη (ηγέτης μεγάλης γεωγραφικής περιφέρειας), καθώς και αγωνιστές οι οποίοι ορίστηκαν από την ηγεσία του ένοπλου ενωτικού κινήματος ως υπεύθυνοι ΠΕΚΑ Λευκωσίας, προσέφεραν τις πολύτιμες μαρτυρίες τους.
Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να συνεισφέρει στην αύξηση του επιπέδου γνώσης (από τεχνικής πλευράς) αναφορικά με τις μεθόδους των Βρετανών για αστυνόμευση της επανάστασης στην Κύπρο. Ειδικότερα, θα γίνει παρουσίαση και ανάλυση των αντεπαναστατικών πρωτοβουλιών της Βρετανίας κατά την περίοδο μεταξύ Απριλίου 1955-Μαρτίου 1956, εφόσον αποτελέσε το πρελούδιο της βρετανικής προσπάθειας για στρατιωτική λύση του Κυπριακού Ζητήματος. Η έρευνά μας, επικεντρώνεται στη χρησιμότητα της επιβολής της «έννομης τάξης» ως μέρος της υψηλής στρατηγικής του Λονδίνου για τελική διευθέτηση του Κυπριακού. Ακόμη, εξετάζονται μερικά από τα μέτρα που λήφθηκαν στο πεδίο της αστυνόμευσης ώστε να ισχυροποιήσουν την Αστυνομία και το Στρατό ως δυνάμεις επιβολής του νόμου και της τάξης. Στο τελευταίο μέρος της ανάλυσής μας, οι τεχνικές της Βρετανίας θέτονται υπό κριτικό πρίσμα.
Μεθοδολογικά εργαλεία στην προσπάθειά μας αποτελούν ακαδημαϊκά εγχειρίδια για τις βρετανικές αντεπαναστατικές πολιτικές που εκπονήθηκαν από Βρετανούς ή Αμερικανούς μελετητές. Επιπρόσθετα, βρετανικές συγκεντρωτικές αναφορές από άτομα που υπηρετούσαν στα υψηλά κλιμάκια του Βρετανικού Στρατού στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του Κυπριακού Αγώνα, οι οποίες βρίσκονται στο Κρατικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives of the United Kingdom-TNA) στο Λονδίνο, αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών.
Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η εξέταση της πιο πάνω θέσης, δηλαδή κατά πόσο ο τερματισμός της ζωής του Κυριάκου Μάτση ήταν απόρροια αυτοχειρίας. Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η προσέγγιση που επιχειρείται είναι διεπιστημονική εφόσον γίνεται συνδυασμός μεθόδων τόσο της ιστορικής όσο και της ιατροδικαστικής επιστήμης. Επομένως, στο πρώτο μέρος γίνεται ανασύνθεση των ιστορικών γεγονότων όπως αυτά σημειώνονται στα σχετικά βρετανικά έγγραφα, καθώς και η κριτική προσέγγισή του υλικού αυτού. Στη δεύτερη ενότητα διερευνώνται οι συνθήκες του θανάτου του Μάτση δίνοντας έμφαση στην αξιολόγηση της φύσης και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των τραυμάτων που –σύμφωνα με την έκθεση της μεταθανάτιας εξέτασης που τότε διενεργήθηκε– έφερε στο σώμα του.
Μεθοδολογικά εργαλεία στην προσπάθειά μας είναι εκδόσεις που αναφέρονται σε διάφορες πτυχές της ζωής του Κυριάκου Μάτση καθώς και η σχετική ιατροδικαστική βιβλιογραφία. Επιπρόσθετα, πολύτιμη είναι η συμβολή στοιχείων που προέκυψαν από το αρχειακό υλικό του Κρατικού Αρχείου Κύπρου, καθώς και πληροφορίες που λήφθηκαν μέσω προσωπικής συνέντευξης από τον αδελφό του αγωνιστή, Γιαννάκη Μάτση, ή εμπεριέχονται στο ιδιωτικό του αρχείο.
Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να καταδείξει με ποιο τρόπο το βρετανικό αρχειακό υλικό μπορεί να συμβάλει στην επιστημονική μελέτη εξειδικευμένων πτυχών του Κυπριακού Αγώνα. Η συγκεκριμένη δράση μπορεί να επιτελεστεί παρέχοντας πληροφορίες για την τεκμηρίωση της επί μέρους ένοπλης δράσης μαχητών της ΕΟΚΑ, ενδυναμώνοντας τις μαρτυρίες της ελληνοκυπριακής πλευράς σχετικά με ένα ιστορικό γεγονός, καθώς επίσης φέρνοντας στο φως άγνωστες πτυχές. Ως περίπτωση μελέτης, επιλέγηκε η δράση και ο θάνατος του Μάρκου Δράκου το 1957. Ο λόγος της εν λόγω επιλογής εδράζεται στη φήμη που απέκτησε -ήδη ενόσω διαρκούσε η επανάσταση στο νησί- ως ένα από τα ικανότερα μαχητικά στελέχη της ΕΟΚΑ. Επιπρόσθετο λόγο αποτελεί το γεγονός ότι μόλις πρόσφατα επιτράπηκε η πρόσβαση σε πρωτογενείς πηγές του Κρατικού Αρχείου Κύπρου (στη Λευκωσία), οι οποίες αναφέρονται στην απώλεια του Δράκου.
Η παρούσα ανάλυση στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στις βρετανικό αναφορές που διατηρούνται στο Κρατικό Αρχείο Κύπρου. Eπιπρόσθετα, έγινε χρήση γραπτών πηγών από το The National Archives of the United Kingdom (TNA) στο Λονδίνο. Οι δε πρωτογενείς μαρτυρίες διασταυρώθηκαν ή εμπλουτίστηκαν -όπου υπήρχε μια τέτοια δυνατότητα- με πληροφορίες από ελληνόγλωσσες ή αγγλόγλωσσες δευτερεύουσες πηγές.
Το αιματηρό γεγονός στο Λιοπέτρι απέκτησε ξεχωριστή θέση στη μνήμη των Ελλήνων της Κύπρου, ωστόσο, αποτελεί δυσάρεστη διαπίστωση η ανυπαρξία κάποιας επιστημονικής μελέτης που να επικεντρώνεται στις διάφορες πτυχές του. Οι μέχρι σήμερα απόπειρες ιστορικής διερεύνησης ασχολήθηκαν με τα γεγονότα της Μάχης του Αχυρώνα στα πλαίσια εκδόσεων για τον Κυπριακό Αγώνα της περιόδου 1955-1959, δηλαδή δευτερευόντως, ενώ δεν συμπεριέλαβαν στα εργαλεία διερεύνησης το Βρετανικό πρωτογενές υλικό. Συνεπακόλουθα, επικρατεί σύγχυση και συσκοτισμός πτυχών ή γεγονότων που διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης καθώς και μετά από αυτήν.
Η παρούσα μελέτη φιλοδοξεί πρωτίστως να φέρει στο επίκεντρο της ιστορικής έρευνας πτυχές της μάχης στο Λιοπέτρι οι οποίες παραμένουν άγνωστες μέχρι σήμερα ή που έχουν παρερμηνευθεί λόγω σκοπιμοτήτων, ακούσιας παρανόησης ή αδυναμίας χρήσης των πρωτογενών πηγών. Πιο συγκεκριμένα, θα καταπιαστούμε με τις διάφορες φάσεις της μάχης. Επιπρόσθετα, θα καταδείξουμε με ποιο τρόπο οι Βρετανικές πηγές μπορούν να μας βοηθήσουν στην ερμηνεία της απόφασης του αρχηγού της ΕΟΚΑ, Γεώργιου Γρίβα, να διατάξει την εκτέλεση του προσώπου που έδωσε πληροφορίες στους Βρετανούς για το ακριβές σημείο όπου βρισκόταν κρυμμένη η ομάδα της ΕΟΚΑ.
Χρήσιμο εργαλείο στη διερεύνησή μας αποτελεί το Βρετανικό αρχειακό υλικό που υπάρχει στο Κρατικό Αρχείο στη Λευκωσία. Eπιπρόσθετα, γίνεται χρήση αρχείων από το Imperial War Museum (IWM) στο Λονδίνο καθώς και έγγραφα ή αναφορές από το The National Archives of the United Kingdom (TNA) στο Λονδίνο. Θα χρησιμοποιηθεί επίσης από το TNA –αν και συμπληρωματικά βέβαια- υλικό στο οποίο απαγορευόταν μέχρι πρόσφατα η πρόσβαση και που τελικά δόθηκε στη δημοσιότητα ως The Migrated Archives μετά από απόφαση Βρετανικού Δικαστηρίου.
The Conference is in memory of the late Aristides Coudounaris and will be held at the University of Nicosia on 7-8 February 2020.