[go: up one dir, main page]

Academia.eduAcademia.edu

Urbanconflicts book

2015

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Κρατάτε στα χέρια σας μια συλλογή από κείμενα που παρουσιάστηκαν στο εργαστήριο «Συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη της κρίσης» από τον Απρίλιο του 2013 ως τον Ιούνιο του 2014 στην αίθουσα ‘Θουκυδίδης Βαλεντής’ της Αρχιτεκτονικής σχολής του ΑΠΘ. Η ιδέα για τη σύσταση του εργαστηρίου προέκυψε από υποψήφιες και υποψήφιους διδάκτορες της σχολής και σκοπός του εργαστηρίου ήταν η δημιουργία μιας σειράς ανοιχτών συζητήσεων, παρουσιάσεων και διαλέξεων για την πόλη και το χώρο στην εποχή της τρέχουσας κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Στη συγκυρία αυτή αναγνωρίσαμε την έλλειψη τέτοιων πεδίων συζήτησης εντός του πανεπιστημίου και τη συρρίκνωση των ήδη υπαρχόντων. Βρήκαμε κρίσιμη πια, όχι μόνο την προώθηση της ακαδημαϊκής γνώσης και έρευνας, αλλά και τη φυσική και πνευματική μας επιβίωση. Προσπαθήσαμε έτσι, να προσεγγίσουμε τις διδακτορικές μας διατριβές ως συλλογική δουλειά, μέσα από τη συνάντηση, τον διάλογο και την κυκλοφορία της γνώσης, με την ελπίδα να αναδυθούν και να συζητηθούν περιεχόμενα και εργασίες που συχνά αποτελούν μοναχικές δουλειές κλειδωμένες σε βιβλιοθήκες και ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Θεωρήσαμε καίρια την επικοινωνία των υποψήφιων διδακτόρων τόσο μεταξύ τους όσο και με τους προπτυχιακούς φοιτητές, ενώ παράλληλα κρίναμε απαραίτητη τη δικτύωση με ερευνητές εκτός συνόρων. Στο πλαίσιο αυτό, αναγνωρίσαμε τη διεπιστημονικότητα ως ένα απαραίτητο στοιχείο του εργαστηρίου απέναντι στον κατακερματισμό της γνώσης και την περιχαράκωση των επιστημονικών ειδικοτήτων. Απέναντι στην ιδιωτικοποιημένη και εμπορευματοποιημένη πανεπιστημιακή γνώση αλλά και στην επιδιωκόμενη ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αναζητήσαμε εκείνα τα ριζοσπαστικά επιστημολογικά εργαλεία παραγωγής γνώσης που ενθαρρύνουν τις κινήσεις για κοινωνική χειραφέτηση. Έτσι, μας ενδιέφερε να θέσουμε υπό συζήτηση κριτικά επιστημολογικά εργαλεία για την μελέτη των χωρικών εκφράσεων της κρίσης σε πολλαπλές κλίμακες. Συνεπώς θεωρούμε πως σήμερα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη η ανάδειξη, κυκλοφορία και εμβάθυνση σε κριτικές προσεγγίσεις καθώς και η διασύνδεσή τους με κοινωνικούς αγώνες. Μέσα από τις παρουσιάσεις και τις συζητήσεις του εργαστηρίου αναδύθηκαν προσεγγίσεις και επιστημολογικά εργαλεία όπως αυτά, της διαλεκτικής κριτικής θεωρίας του χώρου, της διαθεματικότητας, των πολιτισμικών και μεταποικιοκρατικών προσεγγίσεων. Ταυτόχρονα, οι συζητήσεις καταδύθηκαν σε πλήθος θεματικών με την διάσταση του χώρου να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Συζητήθηκαν έτσι, ζητήματα σχετικά με τις σύγχρονες νεοφιλελεύθερες χωρικές πολιτικές, τα κοινωνικά και πολιτισμικά κινήματα, τις γεωγραφίες της μετανάστευσης, τον ρόλο του κράτους και του έθνους και το αστικό περιβάλλον. Στοχεύοντας τόσο στην διεπιστημονικότητα όσο και στην επικοινωνία με ερευνητές και ερευνήτριες από άλλες περιοχές ή χώρες, επιδιώξαμε οι συμμετέχουσες και συμμετέχοντες του εργαστηρίου να προέρχονται κάθε φορά από διάφορα επιστημονικά πεδία όπως αυτά της αρχιτεκτονικής, της πολεοδομίας, της χωροταξίας και της περιφερειακής ανάπτυξης, της γεωγραφίας, της αρχαιολογίας, της κοινωνιολογίας, της ανθρωπολογίας, της ζωγραφικής/visual arts, των πολιτικών, νομικών και οικονομικών επιστημών και της παιδαγωγικής. Τα μεγαλύτερο μέρος των συνολικά 57 παρουσιάσεων βρίσκεται σε αυτή τη συλλογή. Ο τόμος προσπαθώντας να οργανώσει τις παραπάνω συζητήσεις χωρίζεται σε πέντε θεματικές ενότητες: Ι. Χωρικές πολιτικές και πρακτικές εξουσίας, και ελέγχου, ΙΙ. Σώμα, φύλο και σεξουαλικότητα στον αστικό χώρο, ΙΙΙ. Η διαχείριση της τέχνης και της μνήμης, ΙV. Γεωγραφίες της μετανάστευσης και αμφισβητούμενοι τόποι, V. Κοινός Χώρος και κοινωνικά κινήματα πόλης και περιφέρειας Το εργαστήριο ξεκίνησε από τους υποψήφιους διδάκτορες Βάσω Μακρυγιάννη, Ορέστη Πάγκαλο, Χάρη Τσαβδάρογλου και Ειρήνη Ωραιοπούλου και σήμερα συμμετέχουν οι Κώστας Αθανασίου, Ελένη Βασδέκη, Ελίνα Καπετανάκη, Μαρία Καραγιάννη, Ματίνα Καψάλη, Βάσω Μακρυγιάννη, Φωτεινή Μάμαλη, Ορέστης Πάγκαλος, Χάρης Τσαβδάρογλου. Ακόμη βοήθησαν με τη συμβολή τους η Εύη Αθανασίου, η Λία Γυιόκα, ο Δημήτρης Κωτσάκης και η Σάσα Λαδά. Θέλουμε να ευχαριστήσουμε όλες και όλους όσους συμμετείχαν και βοήθησαν στην πραγματοποίηση των συναντήσεων. Κλείνοντας, νιώθουμε την ανάγκη να αναφερθούμε, έστω και σύντομα, στον χώρο στον οποίo τα σεμινάρια έλαβαν χώρα αλλά φυσικά και στον χώρο σε σχέση με τον οποίο επιλέξαμε και επιδιώξαμε συνειδητά ως εργαστήριο να τοποθετούμαστε εντός, εκτός και εναντίον. Στην πρόσφατη ιστορία του ο χώρος του Πανεπιστημίου αποτέλεσε εύφορο πεδίο συλλογικών χειραφετικών χειρονομιών, κοινωνικών αγώνων και ριζοσπαστικών πειραμάτων αυτοοργάνωσης της παραγωγής της γνώσης. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες επιταχύνεται η αναδιάρθρωση του Πανεπιστημίου μέσα από την επιβολή νεοφιλελεύθερων πολιτικών σε κάθε επίπεδο της λειτουργίας του, από τους τρόπους συλλογικοποίησης μέχρι τα προγράμματα σπουδών, από τους απλήρωτους ερευνητές και ερευνήτριες, μέχρι τις απολυμένες εργαζόμενες και εργαζόμενους, τη συρρίκνωση του διδακτικού προσωπικού και την αλλαγή των σπουδών προς κατευθύνσεις που απορρίπτουν κριτικές προσεγγίσεις και ευθυγραμμίζονται με τις επιταγές της αγοράς. Στον καιρό της κρίσης, η νεοφιλελευθεροποίηση του δημόσιου Πανεπιστημίου φαίνεται να εντείνεται ακόμα περισσότερο. Απέναντι σε αυτή τη συνθήκη βλέπουμε να αναπτύσσονται δυναμικές αντιστάσεις σε πολλές γωνιές του κόσμου, με κοινωνικούς αγώνες εντός των πανεπιστημιακών χώρων που εμπνέονται, μαθαίνουν, επικοινωνούν και συνδέονται με κινήματα εκτός αυτών. Σε αυτό το τοπίο, εξακολουθούμε να βλέπουμε τις εργασίες μας ως ένα μέσο προώθησης και επικοινωνίας της κριτικής σκέψης και τα πανεπιστήμια ως ένα ζωντανό ανοιχτό εργαστήριο, ως τόπο και αφετηρία συνάντησης. Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2015

2 Urban Conflicts urban conflicts 3 4 Urban Conflicts 2015 Θεσσαλονίκη Εργαστήριο συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη Κώστας Αθανασίου, Ελένη Βασδέκη, Ελίνα Καπετανάκη, Μαρία Καραγιάννη, Ματίνα Καψάλη, Βάσω Μακρυγιάννη, Φωτεινή Μάμαλη, Ορέστης Πάγκαλος, Χάρης Τσαβδάρογλου http://urbanconflicts.wordpress.com/ Το βιβλίο «Urban Conflicts», εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 2015 από το εργαστήριο «συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη». Διανέμεται χωρίς αντίτιμο και η κάλυψη των εξόδων γίνεται με ελεύθερη συνεισφορά. Το περιεχόμενο του εντύπου αντιτίθεται στο copyright. Μια μεγάλη αγκαλιά σε όσες και όσους συνεισέφεραν στην έκδοση. Για επικοινωνία: urbanconflicts@gmail.com Urban Conflicts 5 Περιεχόμενα Ι 1 2 3 4 5 Πρόλογος Εργαστήριο συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη 11 Χωρικές πολιτικές και πρακτικές εξουσίας και ελέγχου 15 Η διερεύνηση των ετεραρχικών δομών της μινωικής κοινωνίας Κώστας Αθανασίου 20 Διεκδικούμενος χώρος στο κέντρο της πόλης: το Μεταξουργείο ανάμεσα στο φόβο και το hype Γεωργία Αλεξανδρή 35 Η πόλη, η κατοικία και η ανατροπή του καπιταλισμού: βασικά στοιχεία μιας θεωρητικήςιστορικής τοποθέτησης Θάνος Ανδρίτσος Ανάκτορο και κράτος στη μινωική Κρήτη: η σημασία της κοινωνικής αναπαραγωγής Γιώργος Βαβουρανάκης Ο χρόνος, η παρουσία και το βίωμα του δημόσιου χώρου ως συνέπεια των σχεδιαστικών πρακτικών στην πόλη Αντιγόνη Γέροντα 47 61 73 6 6 7 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Χωρικές αναπαραστάσεις της σύγκρουσης: το παράδειγμα της διαιρεμένης Λευκωσίας Ειρήνη Ηλιοπούλου Η ανάδυση μιας νέας χωροκοινωνικής τάξης στην Ελλάδα της κρίσης: η νομιμοποίηση της κρίσης κατοικίας και η αορατότητα των νέων περιθωριοποιημένων ομάδων Μαρία Καραγιάννη και Ματίνα Καψάλη 85 99 8 Τακτικές διακυβέρνησης διαπλεκόμενων κρίσεων στο κέντρο της Αθήνας Πέννυ (Παναγιώτα) Κουτρολίκου 115 9 Πόλεις άγριες, πόλεις ανθεκτικές: η αστικοποίηση ως αντικείμενο έρευνας της αντιεξέγερσης Χρήστος Φιλιππίδης 129 II 10 11 12 Σώμα, φύλο και σεξουαλικότητα στον αστικό χώρο Εμφύλ(ι)ες συγκρούσεις σε κρίσιμους χώρους: η κοινοτοπία του σεξισμού στους δημόσιους χώρους της Aθήνας Βάσω Μακρυγιάννη Ξεπερνώντας την κανονικότητα: Ο queer χώρος ενός βικτωριανού νεκροταφείου Φωτεινή Μάμαλη Απαγορευμένες υπάρξεις στον δημόσιο χώρο: νομοθεσία, νομολογία και φεμινιστικοί διάλογοι για την απαγόρευση της burqa στη Γαλλία Χαρά Τσαντίλη 145 151 166 180 Urban Conflicts 7 ΙΙΙ Η διαχείριση της τέχνης και της μνήμης 197 13 Ουτοπία και ρεαλισμός στη συμμετοχική τέχνη της ψηφιακής εποχής Χριστίνα Γραμματικοπούλου 203 Από τη δημόσια αρχαιολογία στο (αρχαιο)γνωσιακό προλεταριάτο Δέσποινα Καταπότη 215 Η οριακότητα υπό (δια)πραγμάτευση: επιτελώντας το psytrance βιωματικό συμβάν Λέανδρος Κυριακόπουλος 225 Πράξεις παρουσίας και υπερβάσεων: το γκράφιτι στην κρίση της Νέας Υόρκης την δεκαετία του ’70, από τα γκέτο σε όλο τον κόσμο Ορέστης Πάγκαλος 238 14 15 16 17 Μεταστροφή: η αυθεντική συλλογή Κωστάκη Μαρία Παπανικολάου 18 Ο ρόλος των πολιτισμικών πρακτικών στη συγκρότηση των κοινωνικών κινημάτων Νίκος Σούζας 19 «Κόκκινο» μουσείο είναι αυτό που καίγεται (;) Νάσια Χουρμουζιάδη IV Γεωγραφίες της μετανάστευσης και αμφισβητούμενοι τόποι 20 Ετεροτοπίες της μετανεωτερικότητας. το παράδειγμα των κέντρων υποδοχής ασυνόδευτων ανηλίκων αιτούντων άσυλο Χρύσα Γιαννοπούλου 253 266 278 291 296 8 21 22 23 24 25 26 V 27 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Στο όνομα της κρίσης, η έννοια του σπιτιού κατά την μετακίνηση από την Ελλάδα προς την Αλβανία Ελίνα Καπετανάκη 309 Συγκρουσιακές ταυτότητες αλλοδαπών μαθητών και μαθητριών: η εθνική ταυτότητα στο ενδιάμεσο Ευμορφία (Έφη) Κηπουροπούλου 318 Συναντώντας τον «ξένο»: μετανάστευση – σύνορα – αστικός χώρος Όλγα Λαφαζάνη 332 Γεωγραφίες της εγκατάστασης των μεταναστών στον δήμο Αθηναίων. Πρόσβαση στην (ιδιόκτητη) κατοικία και σχέσεις διεθνοτικής συνύπαρξης στις γειτονιές Δημήτρης Μπαλαμπανίδης Κρίση και χωρο-κοινωνικές ταυτότητες των μεταναστών. Εμπειρικές διερευνήσεις στην Αθήνα Εύα Παπατζανή Αστικός χώρος, θρησκευτική ποικιλότητα και το δικαιώμα στην πόλη: ισλαμικές γεωγραφίες στην Αθήνα Πάνος Χατζηπροκοπίου Ο Κοινός Χώρος και κοινωνικά κινήματα πόλης και περιφέρειας Εδαφικότητα, κυριαρχία και το χωρικό συμβόλαιο των Εξαρχείων Αντώνης Βραδής 342 357 368 381 386 Urban Conflicts 28 29 30 31 Η έννοια του κοινού: κοινωνικός χώρος και τρόπος επικοινωνίας Δημήτρης Κωτσάκης Απο την ποιητική του Ζαπατίστικου κινήματος στην ποιητική των κινημάτων πόλης και περιφέρειας: παραδείγματα από το Μεξικό και την Ελλάδα Κρίστη (Χρυσάνθη) Πετροπούλου Διαδικασίες υφαρπαγής και κοινωνικές αντιστάσεις. η περίπτωση του κινήματος της Χαλκιδικής ενάντια στην εξόρυξη χρυσού Κώστας Πετράκος Οι αναδυόμενοι κοινοί χώροι ως πρόκληση στην πόλη της κρίσης Σταύρος Σταυρίδης 32 Uncommon γνώση. Ένα εγκάρσιο λεξικό Πελίν Ταν (Pelin Tan) 33 Ο αναδυόμενος κοινός χώρος και οι διαθεματικές πολιτικές περίφραξής του στην Ελλάδα την εποχή της κρίσης Χάρης Τσαβδάρογλου Παράρτημα: ανοιχτές συζητήσεις 2013-2015 εργαστηρίου «συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη» 9 398 414 428 440 449 462 476 10 Urban Conflicts 11 Πρόλογος Εργαστήριο συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη Κρατάτε στα χέρια σας μια συλλογή από κείμενα που παρουσιάστηκαν στο εργαστήριο «Συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη της κρίσης» από τον Απρίλιο του 2013 ως τον Ιούνιο του 2014 στην αίθουσα ‘Θουκυδίδης Βαλεντής’ της Αρχιτεκτονικής σχολής του ΑΠΘ. Η ιδέα για τη σύσταση του εργαστηρίου προέκυψε από υποψήφιες και υποψήφιους διδάκτορες της σχολής και σκοπός του εργαστηρίου ήταν η δημιουργία μιας σειράς ανοιχτών συζητήσεων, παρουσιάσεων και διαλέξεων για την πόλη και το χώρο στην εποχή της τρέχουσας κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Στη συγκυρία αυτή αναγνωρίσαμε την έλλειψη τέτοιων πεδίων συζήτησης εντός του πανεπιστημίου και τη συρρίκνωση των ήδη υπαρχόντων. Βρήκαμε κρίσιμη πια, όχι μόνο την προώθηση της ακαδημαϊκής γνώσης και έρευνας, αλλά και τη φυσική και πνευματική μας επιβίωση. Προσπαθήσαμε έτσι, να προσεγγίσουμε τις διδακτορικές μας διατριβές ως συλλογική δουλειά, μέσα από τη συνάντηση, τον διάλογο και την κυκλοφορία της γνώσης, με την ελπίδα να αναδυθούν και να συζητηθούν περιεχόμενα και εργασίες που συχνά αποτελούν μοναχικές δουλειές κλειδωμένες σε βιβλιοθήκες και ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Θεωρήσαμε καίρια την επικοινωνία των υποψήφιων διδακτόρων τόσο μεταξύ τους όσο και με τους προπτυχιακούς φοιτητές, ενώ παράλληλα κρίναμε απαραίτητη τη δικτύωση με ερευνητές εκτός συνόρων. Στο πλαίσιο αυτό, αναγνωρίσαμε τη διεπιστημονικότητα ως ένα απαραίτητο στοιχείο του εργαστηρίου απέναντι στον κατακερματισμό της γνώσης και την περιχαράκωση των επιστημονικών ειδικοτήτων. Απέναντι στην ιδιωτικοποιημένη και εμπορευματοποιημένη πανεπιστημιακή γνώση αλλά και στην επιδιωκόμενη ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αναζητήσαμε εκείνα τα ριζοσπαστικά επιστημολογικά εργαλεία 12 ΠΡΟΛΟΓΟΣ παραγωγής γνώσης που ενθαρρύνουν τις κινήσεις για κοινωνική χειραφέτηση. Έτσι, μας ενδιέφερε να θέσουμε υπό συζήτηση κριτικά επιστημολογικά εργαλεία για την μελέτη των χωρικών εκφράσεων της κρίσης σε πολλαπλές κλίμακες. Συνεπώς θεωρούμε πως σήμερα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη η ανάδειξη, κυκλοφορία και εμβάθυνση σε κριτικές προσεγγίσεις καθώς και η διασύνδεσή τους με κοινωνικούς αγώνες. Μέσα από τις παρουσιάσεις και τις συζητήσεις του εργαστηρίου αναδύθηκαν προσεγγίσεις και επιστημολογικά εργαλεία όπως αυτά, της διαλεκτικής κριτικής θεωρίας του χώρου, της διαθεματικότητας, των πολιτισμικών και μεταποικιοκρατικών προσεγγίσεων. Ταυτόχρονα, οι συζητήσεις καταδύθηκαν σε πλήθος θεματικών με την διάσταση του χώρου να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Συζητήθηκαν έτσι, ζητήματα σχετικά με τις σύγχρονες νεοφιλελεύθερες χωρικές πολιτικές, τα κοινωνικά και πολιτισμικά κινήματα, τις γεωγραφίες της μετανάστευσης, τον ρόλο του κράτους και του έθνους και το αστικό περιβάλλον. Στοχεύοντας τόσο στην διεπιστημονικότητα όσο και στην επικοινωνία με ερευνητές και ερευνήτριες από άλλες περιοχές ή χώρες, επιδιώξαμε οι συμμετέχουσες και συμμετέχοντες του εργαστηρίου να προέρχονται κάθε φορά από διάφορα επιστημονικά πεδία όπως αυτά της αρχιτεκτονικής, της πολεοδομίας, της χωροταξίας και της περιφερειακής ανάπτυξης, της γεωγραφίας, της αρχαιολογίας, της κοινωνιολογίας, της ανθρωπολογίας, της ζωγραφικής/visual arts, των πολιτικών, νομικών και οικονομικών επιστημών και της παιδαγωγικής. Τα μεγαλύτερο μέρος των συνολικά 57 παρουσιάσεων βρίσκεται σε αυτή τη συλλογή. Ο τόμος προσπαθώντας να οργανώσει τις παραπάνω συζητήσεις χωρίζεται σε πέντε θεματικές ενότητες: Ι. Χωρικές πολιτικές και πρακτικές εξουσίας, και ελέγχου, ΙΙ. Σώμα, φύλο και σεξουαλικότητα στον αστικό χώρο, ΙΙΙ. Η διαχείριση της τέχνης και της μνήμης, ΙV. Γεωγραφίες της μετανάστευσης και αμφισβητούμενοι τόποι, V. Κοινός Χώρος και κοινωνικά κινήματα πόλης και περιφέρειας Το εργαστήριο ξεκίνησε από τους υποψήφιους διδάκτορες Βάσω Μακρυγιάννη, Ορέστη Πάγκαλο, Χάρη Τσαβδάρογλου και Ειρήνη Ωραιοπούλου και σήμερα συμμετέχουν οι Κώστας Αθανασίου, Ελένη Βασδέκη, Ελίνα Καπετανάκη, Μαρία Καραγιάννη, Ματίνα Καψάλη, Βάσω Μακρυγιάννη, Φωτεινή Μάμαλη, Ορέστης Πάγκαλος, Χάρης Τσαβδάρογλου. Ακόμη βοήθησαν με τη Urban Conflicts 13 συμβολή τους η Εύη Αθανασίου, η Λία Γυιόκα, ο Δημήτρης Κωτσάκης και η Σάσα Λαδά. Θέλουμε να ευχαριστήσουμε όλες και όλους όσους συμμετείχαν και βοήθησαν στην πραγματοποίηση των συναντήσεων. Κλείνοντας, νιώθουμε την ανάγκη να αναφερθούμε, έστω και σύντομα, στον χώρο στον οποίo τα σεμινάρια έλαβαν χώρα αλλά φυσικά και στον χώρο σε σχέση με τον οποίο επιλέξαμε και επιδιώξαμε συνειδητά ως εργαστήριο να τοποθετούμαστε εντός, εκτός και εναντίον. Στην πρόσφατη ιστορία του ο χώρος του Πανεπιστημίου αποτέλεσε εύφορο πεδίο συλλογικών χειραφετικών χειρονομιών, κοινωνικών αγώνων και ριζοσπαστικών πειραμάτων αυτοοργάνωσης της παραγωγής της γνώσης. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες επιταχύνεται η αναδιάρθρωση του Πανεπιστημίου μέσα από την επιβολή νεοφιλελεύθερων πολιτικών σε κάθε επίπεδο της λειτουργίας του, από τους τρόπους συλλογικοποίησης μέχρι τα προγράμματα σπουδών, από τους απλήρωτους ερευνητές και ερευνήτριες, μέχρι τις απολυμένες εργαζόμενες και εργαζόμενους, τη συρρίκνωση του διδακτικού προσωπικού και την αλλαγή των σπουδών προς κατευθύνσεις που απορρίπτουν κριτικές προσεγγίσεις και ευθυγραμμίζονται με τις επιταγές της αγοράς. Στον καιρό της κρίσης, η νεοφιλελευθεροποίηση του δημόσιου Πανεπιστημίου φαίνεται να εντείνεται ακόμα περισσότερο. Απέναντι σε αυτή τη συνθήκη βλέπουμε να αναπτύσσονται δυναμικές αντιστάσεις σε πολλές γωνιές του κόσμου, με κοινωνικούς αγώνες εντός των πανεπιστημιακών χώρων που εμπνέονται, μαθαίνουν, επικοινωνούν και συνδέονται με κινήματα εκτός αυτών. Σε αυτό το τοπίο, εξακολουθούμε να βλέπουμε τις εργασίες μας ως ένα μέσο προώθησης και επικοινωνίας της κριτικής σκέψης και τα πανεπιστήμια ως ένα ζωντανό ανοιχτό εργαστήριο, ως τόπο και αφετηρία συνάντησης. Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2015 14 15 Urban Conflicts Ι. ΧΩΡΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ 16 Urban Conflicts 17 Χωρικές πολιτικές και πρακτικές εξουσίας και ελέγχου Οι πόλεις ανέκαθεν αποτελούσαν τόπους ετερογένειας και ποικιλομορφίας. Ήταν και εξακολουθούν να είναι, το πρωταρχικό πεδίο για την έκφραση πολιτικών και πρακτικών εξουσίας και ελέγχου, ενώ παράλληλα αποτελούν το πεδίο ανάδυσης πολύπλευρων κινημάτων και εξεγέρσεων. Η έρευνα πάνω σε ζητήματα όπως είναι η αστικοποίηση και τα νοήματα του αστικού χώρου δεν είναι κάτι καινούριο. Εξάλλου, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις πόλεις αποτελεί κεντρικό θέμα πολλών αναλύσεων εδώ και χρόνια. Ήδη από το 1970, ο Henri Lefebvre μέσα από το βιβλίο του “The Urban Revolution” και υπό το πρίσμα των σημαντικών πολιτικών και κοινωνικών μετασχηματισμών της εποχής εκείνης, υποστήριξε πως είναι αναγκαίο να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο αναλύουμε τις πόλεις. Αυτό το επιχείρημα παραμένει επίκαιρο και μας προτρέπει να αναθεωρούμε συνεχώς τον τρόπο με τον οποίο καταλαβαίνουμε τις πόλεις και τα χαρακτηριστικά τους. Η συνεχής και έντονη αστικοποίηση, ή «πλανητική αστικοποίηση» όπως έχει οριστεί από πολλούς ερευνητές είναι η κινητήρια δύναμη της σημερινής αστικής ανάπτυξης και δημιουργεί μια εντελώς νέα χωρική τάξη. Σύμφωνα με τον Lefebvre, ο αστικός χώρος δεν είναι ένα κενό δοχείο το οποίο γεμίζει με δράσεις, εικόνες, σχέσεις και ιδεολογίες αλλά μια σύνθετη κοινωνική κατασκευή η οποία βασίζεται στην κοινωνική παραγωγή των νοημάτων. Από το 1990 και ιδιαίτερα κατά την δεκαετία του 2000, στο πλαίσιο μιας εντεινόμενης αστικοποίησης, η νεοφιλελεύθερη αστικοποίηση εδραιώθηκε στην βάση νέων αστικών πολιτικών ανάπτυξης, αναδεικνύοντας τον χώρο ως το κεντρικό πεδίο για το κέρδος και την ανάπτυξη μέσω διαδικασιών όπως είναι οι ιδιωτικοποιήσεις, το gentrification, οι νέοι τύποι κατοικίας (gated communities) αλλά και μέσω διαδικασιών παρακολούθησης και ελέγχου. Μέσω των παρα- 18 χωρικεσ πολιτικεσ & πρακτικεσ εξουσιασ & ελεγχου πάνω διαδικασιών ενισχύεται η άσκηση εξουσίας και ελέγχου και εφαρμόζεται το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης, εγγράφοντας και στο χώρο τις διάφορες διαιρέσεις, αποκλεισμούς και περιφράξεις που αυτό επιδιώκει. Στα πλαίσια της νεοφιλελευθεροποίησης των πόλεων, το ‘πολιτικό’ (political) συρρικνώνεται προς όφελος της ‘πολιτικής’ (police) προωθώντας ένα μεταπολιτικό, μεταδημοκρατικό μοντέλο διακυβέρνησης των πόλεων και επιδιώκοντας να καταστείλει την έκφραση/σκηνοθέτηση της διαφωνίας (staging of dissent) στο δημόσιο χώρο. Ωστόσο, οι αστικοί φορείς, τα άτομα και οι συλλογικότητες δεν αποτελούν παθητικούς δέκτες των κυρίαρχων πειραμάτων εξουσίας αλλά μέσα και μέσω του αστικού χώρου επαναδιαπραγματεύονται συνεχώς τις ταυτότητες τους. Τα άρθρα που ακολουθούν αρθρώνονται γύρω από τα παραπάνω ζητήματα αλλά καθένα από αυτά επικεντρώνεται, μέσα από ποικιλία παραδειγμάτων, σε διαφορετικές πτυχές τους. Έτσι, η ενότητα αυτή ξεκινά με το κείμενο του Κώστα Αθανασίου, ο οποίος μας περιγράφει πως η δομή της μινωικής κοινωνίας μπορεί να μην ήταν ιεραρχική όπως αυτή που βιώνουμε, αλλά ετεραρχική, δηλαδή μια κοινωνία η οποία διανέμει τα προνόμια και την εξουσία για τη λήψη των αποφάσεων της σε όλα τα μέλη της. Στη συνέχεια η Γεωργία Αλεξανδρή γράφει για τις πολιτικές εξευγενισμού (gentrification) στο Μεταξουργείο και προτείνει πως θα πρέπει να ιδωθούν ως διαδικασίες που περιπλέκονται ανάμεσα στον φόβο για τον ‘Άλλον’ και στο hype. Στο τρίτο κείμενο της ενότητας, ο Θάνος Ανδρίτσος επικεντρώνεται στο ζήτημα της κατοικίας για να υποστηρίξει πως «οι αγώνες που έχουν ως βάση τα ζητήματα της πόλης και της κατοικίας έχουν αποτελέσει κατά το παρελθόν αλλά και είναι ικανοί να αποτελέσουν και σήμερα βασικά κομμάτια της ταξικής αναμέτρησης και στοιχεία ενός συνολικού χειραφετητικού προτάγματος» (Ανδρίτσος, αυτός ο τόμος). Έπειτα, ο Γιώργος Βαβουρανάκης, εμπνεόμενος από τη θεωρία των Hardt & Negri, μελετάει τη μινωική κοινωνία μέσω της σχέσης που αναπτύσσει με τα «ανάκτορα» και υποστηρίζει ότι η θεσμική ανάδυση της πολιτικής εξουσίας βασίστηκε σε μία αντίστοιχη συγκρότηση του κοινωνικού συνόλου ως «πλήθους». Στο πέμπτο κείμενο μεταφερόμαστε στην Ιβηρική χερσόνησο, όπου η Αντιγόνη Γέροντα μέσα από τη συμμετοχική παρατήρηση, μια εθνογραφική μέθοδο έρευνας, εξερευνά τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται ο αστικός χώρος από τους Urban Conflicts 19 ντόπιους και κινούμενους πληθυσμούς σε τρεις διαφορετικές πόλεις. Από την άλλη, η Ειρήνη Ηλιοπούλου παρουσιάζει τα ευρήματα της έρευνας της που βασίζεται στην νοητική χαρτογράφηση των χωρικών πληροφοριών που έχουν οι κάτοικοι της «διαιρεμένης παλιάς πόλης της Λευκωσίας». Στην συνέχεια, η Μαρία Καραγιάννη και η Ματίνα Καψάλη, αναλύουν την κρίση κατοικίας όπως αυτή εκφράζεται στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, έτσι ώστε να αναδείξουν την ανάδυση μιας νέας κοινωνικο-χωρικής τάξης, ως μέρος της πολεοδομίας της λιτότητας που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια. Μένοντας στον αθηναϊκό χώρο, η Πέννυ Κουτρολίκου εξετάζει, μέσω της ανάλυσης του κυρίαρχου δημόσιου λόγου, τις διαπλεκόμενες τακτικές διακυβέρνησης του κέντρου της Αθήνας από το 2008 μέχρι σήμερα. Τέλος, ο Χρήστος Φιλιππίδης διερευνά τον τρόπο με τον οποίο οι σύγχρονες τάσεις αστικοποίησης επηρεάζουν τον τρόπο συγκρότησης της «νέας πολεμικής κανονικότητας» και αναδεικνύει μια κατανόηση των πόλεων μέσα σε αυτές «τόσο ως τόπους φιλοξενίας δυνάμει Εχθρών όσο και ως Εχθρούς καθ’ εαυτές». 20 01 Η διερεύνηση των ετεραρχικών δομών της μινωικής κοινωνίας Κώστας Αθανασίου Μεταδιδάκτορας ερευνητής στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Α.Π.Θ. athanasioukon@gmail.com 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το εργαστήριο «Συναντήσεις και Συγκρούσεις στην Πόλη», που διοργανώθηκε το 2013 και το 2014, είχε ως στόχο τη «δημιουργία μιας σειράς συζητήσεων, παρουσιάσεων και διαλέξεων για την πόλη και τον χώρο στην εποχή της παγκόσμιας κρίσης». Το συγκεκριμένο άρθρο, το οποίο πραγματεύεται ένα φαινόμενο, αυτό της ετεραρχικής διάρθρωσης της κοινωνίας, το οποίο, πιθανώς, συνέβη περίπου 4.000 χρόνια πριν, στη μινωική Κρήτη φαινομενικά δεν φαίνεται να παρουσιάζει κάποια σχέση με την εποχή μας. Η σημασία του συγκεκριμένου παραδείγματος από το απώτατο παρελθόν έχει ως στόχο να ανοίξει τη συζήτηση μεταξύ της σχέσης της εξουσίας του Κράτους με το πλήθος των ατόμων που απαρτίζουν μία κοινωνία. Η σχέση αυτή, υπό το πρίσμα κάτω από το οποίο εξετάζεται, θεωρείται ότι αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην εποχή της κρίσης, επειδή ήταν μάλλον διαφορετική από τη σύγχρονη: η πολιτική εξουσία και η κοινωνία στη μινωική Κρήτη είναι πιθανό να μην εμπλέκονταν σε ένα ιεραρχικό σύστημα διακυβέρνησης, αλλά αντίθετα, σε ένα μη ιεραρχικό. Urban Conflicts 21 Πριν αρχίσει, ωστόσο, η διερεύνηση της μινωικής κοινωνίας, κρίνεται αναγκαίο να μπουν τρεις επιστημολογικές οριοθετήσεις, οι οποίες αποτελούν προϋποθέσεις για τη συγκεκριμένη έρευνα. Το πρώτο και, ίσως, το πιο σημαντικό όριο, είναι θεωρητικής φύσης και σχετίζεται με τη βασική θέση που παρουσιάζεται, δηλαδή με την πεποίθηση ότι στη μινωική κοινωνία ήταν κυρίαρχες οι ετεραρχικές δομές. Η συγκεκριμένη θέση δεν είναι αποδεκτή από όλους τους μελετητές του μινωικού πολιτισμού (Warren, 2002, Betancourt, 2002). Είναι, ωστόσο, μια θέση, η οποία βρίσκει όλο και περισσότερους υποστηρικτές, αποτελώντας ίσως, πλέον, κυρίαρχο ρεύμα, καθώς απαντά σε μια σειρά από ζητήματα, τα οποία οι προηγούμενες θεωρίες αδυνατούσαν να απαντήσουν (Cunningham 2007, Driessen 2002, 2010 και υπό έκδοση, Hamilakis 2002, Schoep 2002, Schoep και Knappett 2004, Vansteenhuyse 2002). Το δεύτερο όριο, θέτει το χρονολογικό πλαίσιο στην έρευνα. Οι ετεραρχικές δομές δεν ήταν κυρίαρχες καθ’ όλη τη διάρκεια της μινωικής περιόδου αλλά σε ένα μεγάλο κομμάτι της. Πιο συγκεκριμένα, τέτοιες δομές παρατηρούνται από τα μέσα της πρωτομινωικής περιόδου, δηλαδή περίπου 2500 π.Χ. και φτάνουν μέχρι τις αρχές της υστερομινωικής περιόδου, κοντά στα 1700 με 1600 π.Χ.. Δηλαδή, έχουμε μια παράδοση σε τέτοιου είδους δομές και οργάνωση πολλών εκατοντάδων χρόνων (Schoep and Knappett, 2004) . Το άρθρο επικεντρώνεται προς το τέλος της περιόδου αυτής, στο τέλος της μεσομινωικής περιόδου, όταν οι ετεραρχικές δομές αποτελούσαν ένα ώριμο και δοκιμασμένο μέσο κοινωνικής οργάνωσης για πολλές γενιές. Η τρίτη, και τελευταία, οριοθέτηση σχετίζεται με τη χωρική διάσταση του φαινομένου της ετεραρχίας. Οι πόλεις της Κρήτης, στην περίοδο της συγκεκριμένης μελέτης, παρουσιάζουν εντυπωσιακή διαφορετικότητα ως προς την ανάπτυξη τους μέσα στο χρόνο. Είναι πολύ πιθανό, όπως η πλειοψηφία των μελετητών υποστηρίζει, ότι οι πόλεις αυτές δεν αναπτύχθηκαν το ίδιο κάτω από τον μανδύα μιας κυρίαρχης κεντρικής εξουσίας, αλλά η κάθε μια χάραξε τη δικιά της ανεξάρτητη πορεία (Driessen, 2001). Αυτό σημαίνει ότι οι ετεραρχικές δομές δεν είναι ευδιάκριτες σε όλες τις πόλεις, ούτε έχουν την ίδια μορφή, και ούτε οι δομές αυτές είναι ανεπτυγμένες στον ίδιο βαθμό. Παρ’όλα αυτά, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις για τις οποίες έχουμε επαρκή αρχαιολογικά δεδομένα, η ετεραρχία ως σύστημα κοινωνικής οργάνωσης είναι παρούσα. 22 Η διερεύνηση των ετεραρχικών δομών της μινωκής κοινωνίας 2. ΕΤΕΡΑΡΧΙΑ Έχοντας θέσει το χρονικό και χωρικό πλαίσιο της έρευνας, χρήσιμο είναι να εστιάσουμε στην έννοια αυτή καθαυτήν της ετεραρχίας. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε, όπως υποστηρίζει η Crumley, τo 1945 στην ιατρική από τον Warren McCullogh και είχε ως σκοπό να εξηγήσει τις εναλλακτικές νοητικές δομές του εγκεφάλου, των οποίων την οργάνωση ονόμασε ετεραρχία. O McCullogh απέδειξε ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι δομημένος ιεραρχικά. Η ανακάλυψη αυτή έφερε την επανάσταση στη μελέτη του εγκεφάλου, ενώ επηρέασε κι άλλους τομείς, όπως αυτόν της βιολογίας, της τεχνητής νοημοσύνης και της πληροφορικής (Crumley 1995). Η έννοια της ετεραρχίας μεταφέρθηκε στις κοινωνικές επιστήμες από την Carole Crumley το 1987, ορίζοντας την ως «τη σχέση μεταξύ στοιχείων τα οποία είναι είτε αταξινόμητα και αντιεραρχικά είτε μπορούν να ταξινομηθούν μεταξύ τους με διαφορετικούς τρόπους». Μια ετεραρχία διανέμει τα προνόμια και την εξουσία για τη λήψη αποφάσεων σε όλα τα μέλη της, ενώ μια ιεραρχία δίνει περισσότερη εξουσία και προνόμια σε λίγα μέλη, σε αυτά που βρίσκονται ψηλά στην πυραμίδα εξουσίας (Crumley 1987, 1995 και 2007, Christian 2007). Παρότι οι ιεραρχικές δομές αποτελούν αναμφισβήτητο χαρακτηριστικό των σχέσεων εξουσίας σε διάφορες κοινωνίες, υπάρχουν και παραδείγματα τόσο ιστορικά όσο και στο παρόν από ετεραρχίες. Οι ετεραρχικές αυτές δομές, έχοντας την μορφή συμμαχιών, συνομοσπονδιών, κολεκτίβων και άλλων δομών, έχουν αποδειχτεί επιτυχημένες με το να αντιστρέφουν τις γνωστές σε μας ιεραρχικές σχέσεις εξουσίας ή με το να διαχέουν την εξουσία στο κοινωνικό σύνολο. Η επιτυχία των ετεραρχικών αυτοοργανωμένων κοινωνιών βασίζεται κατά πολύ στην προσαρμοστικότητα του συστήματος τους και στις ευέλικτες σχέσεις εξουσίας που σχηματίζονται μέσα στην ίδια την κοινωνία (Crumley 1995). Ένα ακόμα στοιχείο, το οποίο πρέπει να επισημανθεί για την καλύτερη κατανόηση της ετεραρχίας, είναι η σχέση της τελευταίας με την ιεραρχία. Οι δύο αυτές έννοιες δεν είναι ασύμβατες μεταξύ τους. Μια ιεραρχία μπορεί να αφήσει στους κόλπους της τη δυνατότητα δημιουργίας ετεραρχικών δομών, ενώ ένα ετεραρχικό σύστημα μπορεί να κρύβει μέσα του μικρές ιεραρχίες, χωρίς να το επηρεάζουν. Εν ολίγοις, είναι δύο φαινόμενα τα οποία συνυπάρχουν σε όλες τις κοινωνίες και, ως Urban Conflicts 23 ένα βαθμό, μπορούν να λειτουργούν παράλληλα (Crumley 1995). Η εισαγωγή της έννοιας της ετεραρχίας στις κοινωνικές επιστήμες οδήγησε πλήθος ερευνητών να (επανα)εξετάσουν την οργάνωση των κοινωνιών του παρελθόντος. Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα σε πολλές κοινωνίες να αναγνωριστούν ετεραρχικές δομές που, πιθανώς, αποτελούσαν τον πυρήνα της οργάνωσης της κοινωνίας. Με τη συνοπτική παρουσίαση της έννοιας της ετεραρχίας, πλέον, είναι δυνατόν να παρουσιαστεί πώς οι δομές αυτές ήρθαν στο προσκήνιο της επιστημονικής κοινότητας και αποτέλεσαν την απάντηση σε άλυτα ζητήματα του μινωικού πολιτισμού. 3. «Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ» Αυτός ήταν ο κάπως προκλητικός τίτλος του άρθρου του Jan Driessen, που ο ίδιος παρουσίασε το 2000 στο συνέδριο “Monument of Minos: Rethinking the Minoan Palaces” (Driessen 2002). Σε εκείνο το συνέδριο, ο Driessen, o Χαμιλάκης, η Schoep κι άλλοι μελετητές εξέφρασαν την αμφισβήτηση τους για την κυρίαρχη άποψη της ιεραρχικής διάρθρωσης της μινωικής κοινωνίας. Υποστήριξαν ότι υπάρχει ανάγκη αναθεώρησης των πιο βασικών όρων που χρησιμοποιούνται από τη μινωική βιβλιογραφία, ανάμεσα σε αυτούς και οι ευρύτατα διαδομένοι όροι του «μινωικού παλατιού», του «ανακτόρου» και της «ανακτορικής περιόδου». Θεωρούν, και ίσως όχι εσφαλμένα, ότι ο πρώτος ανασκαφέας της Κνωσού, ο Sir Arthur Evans, εκφράζοντας το πνεύμα της εποχής του και της τάξης του, παρουσίασε τον μινωικό πολιτισμό με στοιχεία βασισμένα στη βικτωριανή κοινωνία, όπου ζούσε. Ο Evans αντί να διερευνήσει την κοινωνική διάρθρωση των μινωιτών, φαίνεται να την πήρε ως δεδομένη (Driessen, 2002). Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα ο πολιτισμός που ανέσκαπτε να αποτελεί αντανάκλαση της σύγχρονης κοινωνίας, όπου ζούσε, στην προϊστορική Κρήτη, ορίζοντας με αυτόν τον τρόπο εξαρχής μια κοινωνία με βασιλείς, άρχουσα τάξη και λαό. Ο Arthur Evans ξεκίνησε την ανασκαφή στην Κνωσό την άνοιξη του 1900, πιστεύοντας ότι ανασκάπτει ένα μυκηναϊκού τύπου κτίριο και γρήγορα κατέληξε ότι πρόκειται για ένα «παλάτι». Το 1902, κατά την εύρεση των Διαμερισμάτων Κατοικίας, δήλωσε πεπεισμένος ότι ανακάλυψε «το κέντρο της οικιακής και οικογενειακής ζωής του παλατιού» (Evans 1921: 28) και εξέφρασε τη σιγουριά ότι 24 Η διερεύνηση των ετεραρχικών δομών της μινωκής κοινωνίας «υπήρχε ένας αυστηρός διαχωρισμός των φύλων στον Οίκο του Μίνωα» (Evans 1921: 45). Από εκείνη τη στιγμή, ο μυθολογικός Μίνωας εισάγεται στις μελέτες ως ένα ψευδοϊστορικό πρόσωπο και με την έκδοση του “Palace of Minos”, το 1921, ο θρύλος γίνεται πραγματικότητα (Evans, 1921). Ο Μίνωας, είτε ως μια ιστορική προσωπικότητα είτε ως ένας βασιλικός ή θρησκευτικός τίτλος, όπως μερίδα μελετητών υποστηρίζει (Driessen, 2002), έχει κατακτήσει μια μόνιμη θέση στις σπουδές οι οποίες έχουν πάρει το όνομα του. Αυτό που είναι σίγουρο, πάντως, είναι ότι ο Μίνωας είναι μια μεταγενέστερη ανακάλυψη των αρχαίων Ελλήνων. Οι βασικές υποθέσεις του Evans, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, αμφισβητούνται. Οι όροι «μινωικά παλάτια» ή «ανάκτορα» αναθεωρούνται, καθώς δεν έχει βρεθεί ακόμα μία σίγουρη ένδειξη «βασιλείας» ή μία απόδειξη διακυβέρνησης από κάποιον άρχοντα ή, έστω, από κάποια ισχυρή πολιτικά προσωπικότητα, η οποία κυβερνούσε τους κατοίκους της Κρήτης. Οι μελετητές του μινωικού πολιτισμού έχουν στη διάθεση τους εργαλεία δουλειάς, ώστε να κάνουν εκτιμήσεις για τη διάρθρωση της εκάστοτε κοινωνίας. Αυτό, μπορούν να το καταφέρουν μέσω της προσεκτικής μελέτης της χωροταξίας, της αρχιτεκτονικής, της εικονογραφίας, των ταφικών πρακτικών, της αξίας και της διασποράς των τεχνουργημάτων. Το πιο σημαντικό επιχείρημα, το οποίο προτάσσουν οι μελετητές για τη μη ιεραρχική διάρθρωση της μινωικής κοινωνίας, βρίσκεται στην εικονογραφία (Cunningham, 2007). Η εικονογραφία αποτελεί μία από τις κατ’εξοχήν μορφές προπαγάνδας, διάδοσης και αναπαραγωγής της κεντρικής εξουσίας στους πολιτισμούς της νοτιοανατολικής Μεσογείου και Μεσοποταμίας κατά την εποχή του χαλκού. Είναι πολύ εντυπωσιακό ότι, ενώ ο μινωικός πολιτισμός μάς έχει δώσει έναν πολύ σημαντικό αριθμό από εικονογραφικά θέματα, οι μελετητές αδυνατούν να βρουν κάποιο στοιχείο βασιλείας ή συγκέντρωσης εξουσίας σε ένα πρόσωπο. Την ίδια περίοδο, σε πολιτισμούς οι οποίοι είναι σύγχρονοι και γειτονικοί με τους Μινωίτες, βρίσκουμε να κυριαρχούν στα εικονογραφικά τους θέματα οι αναπαραστάσεις των ηγεμόνων τους και της άρχουσας τάξης. Ενδιαφέρον είναι, επίσης, ότι η ύπαρξη κάποιου είδους βασιλιά διαφαίνεται από την εικονογραφία της επόμενης περιόδου στην Κρήτη, όταν η μυκηναϊκή επιρροή ήταν έντονη. Η μινωική τέχνη γενικά, και η εικονογραφία ειδικότερα, στην υπό μελέτη περίοδο, λειτουργούσαν ως μέσα διάδοσης της κυρίαρχης ιδεολογίας, Urban Conflicts 25 αλλά δεν διαφήμιζαν κάποια ηγετική θέση εξουσίας ή τη θεϊκή κατοχύρωση ενός άρχοντα, παρά, μάλλον, τον θεσμό και τη θεσμική κατοχύρωση της ίδιας της κοινοτικής τελετουργίας ή και της λατρείας (Cunningham, 2007). Τα κατ’εξοχήν σύμβολα της μινωικής εξουσίας, τα «μινωικά παλάτια», αποτέλεσαν και αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα σημεία αντιπαράθεσης μεταξύ των επιστημόνων. Οι προγενέστερες απόψεις τα ήθελαν να είναι η έδρα του βασιλιά, ή του βασιλιά–ιερέα, και να αποτελούν τη βάση της κεντρικής εξουσίας (Evans 1900, Warren 1985). Ωστόσο, έχουν τόσο μεγάλες διαφορές από τα αντίστοιχα παλάτια της Μέσης Ανατολής, της Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου και της ηπειρωτικής Ελλάδας, που ο καθαρά πολιτικός χαρακτήρας τους τίθεται σε αμφισβήτηση. Ίσως, η προτιμότερη ονομασία για τα κτίρια αυτά να είναι «Κεντρικό Συγκρότημα» (Driessen, 2002). Η πιο σημαντική ιδιαιτερότητα και διαφορά των Κεντρικών Συγκροτημάτων με τα παλάτια των παραπάνω περιοχών είναι ότι η πόλη φαίνεται να «εισβάλλει» μέσα τους, καθώς σε πολλές περιπτώσεις τα όρια μεταξύ πόλης και Κεντρικού Συγκροτήματος είναι δυσδιάκριτα. Επίσης, η αρχιτεκτονική διάταξη των Κεντρικών Συγκροτημάτων διαφέρει πολύ από αυτή των παλατιών. Στην Κρήτη, η κεντρική αυλή, ένας ανοιχτός, δημόσιος ή ημι-δημόσιος χώρος τελετουργικού ή και θρησκευτικού χαρακτήρα, αποτελεί τον πυρήνα όχι μόνο του Κεντρικού Συγκροτήματος αλλά και της ίδιας της πόλης (Palyvou 2002, Driessen 2002). Αντίθετα, στα παλάτια, όπως παραδείγματος χάρη σε αυτό των Μυκηνών, εξετάζοντας κάποιος τους δρόμους και τις διαδρομές, παρατηρεί ότι έχουν σημείο αναφοράς και εξυπηρετούν την αίθουσα του θρόνου. Αν στην τελευταία περίπτωση το σημείο εστίασης είναι ο ηγέτης, στην περίπτωση της Κρήτης, το κεντρικό σημείο είναι η πόλη και η κοινότητα. Την οριζόντια διασπορά εξουσιών στον αστικό ιστό την μεταφέρουν οι μελετητές με αναλογικό τρόπο και σε χωροταξικό επίπεδο. Παρατηρείται, δηλαδή, οικισμοί σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους να σχηματίζουν ομάδα, με τον κάθε οικισμό σε διαφορετικό και διακριτό ρόλο. Έτσι, παραδείγματος χάρη, στην περίπτωση της δυτικής Μεσαράς κατά τη νεοανακτορική περίοδο, στο «Μεγάλο Μινωικό Τρίγωνο» που ορίζεται από τρεις σημαντικούς οικισμούς, διακρίνεται μια δυναμική σχέση των οικονομικών, θρησκευτικών και διοικητικών εξουσιών ανάμεσα στη Φαιστό, την Αγία Τριάδα και τον Κομμό (Schoep 2001, 2002). Πιο 26 Η διερεύνηση των ετεραρχικών δομών της μινωκής κοινωνίας συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, πιθανολογείται να υπήρχε για κάποια περίοδο ένα είδος διάχυσης εξουσιών, με τον Κομμό να αποτελεί το εμπορικό κέντρο, δεδομένου ότι ήταν το λιμάνι της περιοχής, την Φαιστό να είναι το θρησκευτικό και τελετουργικό κέντρο και την Αγία Τριάδα να αποτελεί το διοικητικό κέντρο, καθώς βρέθηκαν πλήθος από πινακίδες γραφής Γραμμικής Α. Μία άλλη πηγή, από την οποία οι μελετητές αντλούν στοιχεία για την κοινωνική διαστρωμάτωση, είναι οι ταφικές πρακτικές. Οι τάφοι για τους αρχαιολόγους αποτελούν τον καθρέπτη της κοινωνίας, καθώς μπορούν να καταλάβουν από τον χώρο ταφής, από τον τρόπο ταφής και από τα κτερίσματα σημαντικές πληροφορίες, που πολλές φορές οδηγούν σε πολύτιμα συμπεράσματα για την κοινωνία. Στην Κρήτη, εν αντιθέσει με τα αντίστοιχα παραδείγματα της κυρίως Ελλάδας και των γύρω από την Κρήτη πολιτισμών, υπάρχει έλλειψη τάφων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως «βασιλικοί» (Schoep and Knappet 2004). Δηλαδή, ανάμεσα στους τάφους που έχουν βρεθεί, δεν φαίνεται κάποιος να είναι επιμελημένος παραπάνω από κάποιον άλλον κατά την κατασκευή του ή να έχει κτερίσματα τα οποία να δηλώνουν ότι ο ενταφιασμένος κατείχε μια θέση εξουσίας. Αντίθετα, συνηθισμένο φαινόμενο είναι οι ομαδικοί τάφοι, με κάποιους από αυτούς να λειτουργούν για πολλούς αιώνες. Παρατηρείται δηλαδή, ένα είδος οριζόντιας ιεραρχίας στις ταφικές πρακτικές. Στοιχεία ετεραρχίας μπορούν να αναζητηθούν επίσης στη μινωική γραφή (τη Γραμμική Α), στη σφραγιδολιθία και στα αντικείμενα γοήτρου. Σύμφωνα με την παλιότερη επικρατούσα άποψη, η γραφή συνδεόταν με τα ανάκτορα και την κεντρική εξουσία. Δηλαδή, οι αρχαιολόγοι ισχυρίζονταν ότι με την κατασκευή των πρώτων ανακτόρων δημιουργείται ένα γραφειοκρατικό σύστημα για να μπορεί να ελέγχει την επικράτεια του βασιλιά ή του άρχοντα. Ωστόσο, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, πινακίδες Γραμμικής Α δεν έχουν βρεθεί μόνο σε πιθανά κέντρα εξουσίας, όπως τα «παλάτια», αλλά είναι διεσπαρμένα σε διάφορες θέσεις εκτός αυτών των κέντρων. Επιπλέον, έχουν βρεθεί ευρήματα γραφής αρκετούς αιώνες νωρίτερα από την κατασκευή των πρώτων «ανακτόρων» (Πρώιμη Μινωική Εποχή ΙΙ), οδηγώντας, έτσι, στο συμπέρασμα ότι είναι πιθανό η γραφή να μην αποτελούσε ένα εργαλείο ελέγχου μιας πιθανής κεντρικής εξουσίας (Schoep and Knappett, 2004). Παρόμοια, όπως συμβαίνει με τις πινακίδες της Γραμμικής Α, έτσι και τα αντι- Urban Conflicts 27 κείμενα γοήτρου στην υπό μελέτη εποχή δεν είναι συγκεντρωμένα στα πιθανά κέντρα εξουσίας, αλλά είναι και αυτά διεσπαρμένα μέσα στον ιστό της πόλης. Κατά κύριο λόγο, ο υλικός πλούτος, και ειδικότερα τα αντικείμενα γοήτρου, τείνουν να συγκεντρώνονται σε αυτούς που κατέχουν την εξουσία, καθώς αποτελούν τη συμβολική αναπαράσταση της δύναμης τους. Στην περίπτωση της μινωικής Κρήτης, φαίνεται πως δεν υπήρχε ένα πρόσωπο το οποίο να είχε συγκεντρωμένο μεγάλο αριθμό τέτοιων αντικειμένων, πράγμα που μπορεί να σημαίνει ότι δεν υπήρχε κάποιο πρόσωπο που να είχε την ανώτατη εξουσία (Cunningham, 2007). 4. ΤΑ ΕΤΕΡΑΡΧΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ Οι μελετητές του μινωικού πολιτισμού, στην προσπάθεια τους να αναπαραστήσουν την ετεραρχική μινωική κοινωνία, δοκίμασαν διάφορα θεωρητικά μοντέλα κοινωνικής διάρθρωσης, κυρίως δανεισμένα από την ανθρωπολογία. Αυτά τα οποία βρήκαν την μεγαλύτερη αποδοχή έχουν ως βασικό τους χαρακτηριστικό την οργάνωση της κοινωνίας σε συλλογικά σώματα, δηλαδή ομάδες ανθρώπων με κοινούς σκοπούς. Η εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας βασίζεται στην αλληλεπίδραση αυτών των ομάδων. Δύο είναι οι θεωρίες οι οποίες έχουν προταθεί από τους μελετητές για τη φύση αυτών των ομάδων. Η πρώτη, ονομάζει τα συλλογικά αυτά σώματα ως φατρίες (factions) (Hamilakis, 2002), ενώ η δεύτερη, ως Οίκους (Houses) (Driessen, 2010). Στη συνέχεια, θα αναλυθούν οι Οίκοι, γιατί φαίνεται να δίνουν πειστικότερες απαντήσεις στους προβληματισμούς των μελετητών. Οι Οίκοι είναι συλλογικά σώματα, μερικές φορές σχετικά μεγάλα, οργανωμένα γύρω από την κοινή τους κατοικία και από τον κοινό τους τρόπο συντήρησης και παραγωγής, με άτομα που έχουν κοινή καταγωγή και τελούν κοινές τελετουργικές πράξεις. Οι Οίκοι ορίζουν και αναπαράγουν κοινωνικά τους εαυτούς τους μέσω τελετουργικών πράξεων, οι οποίες σχετίζονται με τη διατήρηση της υλικής τους υπόστασης, δηλαδή των κτιρίων αυτών καθαυτά, καθώς και των διάφορων άλλων κινητών αντικειμένων (Driessen, 2010). Έτσι, σύμφωνα με τον Driessen, κτίρια, ή και ολόκληρα τετράγωνα πόλεων, αποτελούν τη χωρική εκδήλωση των Οίκων. Παρ’όλα αυτά, ο Οίκος, σύμφωνα με την Gillespie (2000), δεν πρέπει να εκλαμβάνεται αυστηρά μόνο ως προς την αρχιτεκτονική του υπόσταση, αλλά να θεω- 28 Η διερεύνηση των ετεραρχικών δομών της μινωκής κοινωνίας ρείται ως μία «κοινωνική ομάδα που αντιπροσωπεύεται σε υλικό επίπεδο από μία κατασκευή στο χώρο, μέσα σε ένα διακριτό τόπο (locus), και ενταγμένα όλα αυτά στο τοπίο» (Gillespie, 2000:2-3 Η μεγαλύτερη διαφορά των Οίκων σε σχέση με τις φατρίες είναι η κεντρική στρατηγική τους. Ενώ οι φατρίες βασίζονται στον ανταγωνισμό, οι Οίκοι έχουν ως βασικό τους χαρακτηριστικό τον συναγωνισμό. Στην περίπτωση τους, η κοινωνική συνοχή και η κοινωνική ευρυθμία επιτυγχάνεται μέσω συναγωνιστικών πρακτικών (Driessen 2010). Το μοντέλο των Οίκων φαίνεται να δίνει απάντηση σε μια σειρά ζητημάτων αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής μορφής. Οι απαντήσεις αυτές, με τη σειρά τους, αλλάζουν και τον τρόπο που είδαν οι μελετητές τον θεσμό της οικογένειας. Οι δύο πόλεις που έχουν ανασκαφεί σε μεγάλο βαθμό στην Κρήτη, ώστε να έχουμε μια σχετικά καθαρή εικόνα του αστικού τους ιστού, είναι το Παλαίκαστρο και τα Γουρνιά. Κύριο χαρακτηριστικό και των δύο αυτών οικισμών είναι οι εκτεταμένες συμπαγείς οικιστικές μονάδες. Αυτά τα «οικοδομικά τετράγωνα», σύμφωνα με τους παλιότερους μελετητές, φιλοξενούσαν τα σπίτια της κάθε οικογένειας (Whitelaw, 2001). Ωστόσο, σύμφωνα με επανεκτίμηση των αρχαιολογικών δεδομένων, φαίνεται αρκετά πιθανό να λειτουργούσαν ως ένα ενιαίο οικιστικό και κοινωνικό σώμα. Κάθε τέτοιο οικιστικό τετράγωνο αποτελούσε κι έναν Οίκο (Driessen, 2010). Η παραπάνω υπόθεση, δηλαδή αυτή που θέλει ως βασικό κοινωνικό και οικιστικό σώμα τον Οίκο, άλλαξε και την άποψη που είχαν οι αρχαιολόγοι για τη μορφή της μινωικής οικογένειας. Ενώ παλιότερα ήταν γενικά αποδεκτό ότι η μινωική οικογένεια είχε τη δομή της οικείας σε μας πυρηνικής οικογένειας, σύμφωνα με τα καινούργια δεδομένα, η αντίληψη αυτή αναθεωρείται. Τα αρχαιολογικά και τα αρχιτεκτονικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι ο τύπος μιας μητροτοπικής οικογένειας φαίνεται να ταιριάζει πιο πολύ στη μορφή που έχουν οι μινωικές πόλεις (Driessen, 2010). Μητροτοπική θεωρείται η οικογένεια στην οποία το ζευγάρι μένει μαζί ή κοντά στους γονείς της γυναίκας (Perry, 1989). Σε τέτοιου είδους οικογένειες, είναι συνηθισμένο φαινόμενο τα εκτεταμένα σπιτικά, τα οποία φιλοξενούν τρεις ή τέσσερις γενιές. Τέτοιου είδους σπιτικά, μπορούν να αναγνωριστούν στην Κρήτη και να δώσουν απάντηση στην πολύπλοκη μορφή αρκετών κτιρίων και κτιριακών συγκροτημάτων (Γουρνιά, Παλαίκαστρο, Φούρνου Κορυφή, Κομμό, Μυρτό, Μάλια) (Driessen, 2010). Urban Conflicts 29 Παρ’όλα αυτά, ο κάθε Οίκος δεν αποτελούνταν κατ’ ανάγκη από μια οικογένεια. Το μεγάλο μέγεθος των οικοδομικών τετραγώνων στα Γουρνιά και το Παλαίκαστρο υποδηλώνει ότι οι κάθε Οίκος θα συνίστατο από έναν αριθμό μητροτοπικών οικογενειών και, πολύ πιθανά, μεμονωμένων ατόμων που υιοθετούνται από αυτούς. 5. Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΜΙΝΩΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΕ ΙΕΡΑΡΧΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ Στις αρχές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, το τοπίο αλλάξε στην Κρήτη και οι ετεραρχικές δομές σταδιακά έφθιναν. Το τι ακριβώς συνέβη, ποια είναι τα συγκεκριμένα γεγονότα και ποια η αλληλουχία τους είναι κάτι που προβληματίζει τους μελετητές του μινωικού πολιτισμού. Το σίγουρο είναι ότι η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν είναι μονοδιάστατη. Μια σειρά από ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες συντάραξαν την Κρήτη για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να αλλάξει η δομή της κοινωνίας της. Εξετάζοντας τους παράγοντες που επηρέασαν την αλλαγή αυτή, όπως έχει ήδη αναλυθεί παραπάνω, στη μινωική κοινωνία, παρά την κυριαρχία των ετεραρχικών δομών, πάντα υπήρχαν και οι ιεραρχικές. Οι τελευταίες, για αρκετούς αιώνες βρισκόταν στο περιθώριο της κοινωνίας, δεδομένου ότι η ετεραρχία ως σύστημα διαχείρισης της εξουσίας ήταν πετυχημένη. Παρ’όλα αυτά, με την κατασκευή των καινούριων Κεντρικών Συγκροτημάτων στις αρχές της νεοανακτορικής περιόδου, παρατηρούνται αλλαγές οι οποίες υποδηλώνουν αλλαγή νοοτροπίας. Οι αλλαγές αυτές αποτυπώνονται στην αυξημένη συγκέντρωση υλικού πλούτου, κυρίως με τη μορφή αντικειμένων γοήτρου, σε συγκεκριμένα κτίρια, καθώς και σε μια σειρά από άλλες εκφάνσεις της κοινωνίας. Γίνεται πλέον φανερό ότι, σταδιακά, μέσα στην κοινωνία, η ιεραρχία ενδυναμωνόταν και, άρα, η εξουσία περνούσε από την κοινότητα σε συγκεκριμένα άτομα. Αυτό, ίσως, να προκάλεσε εντάσεις μέσα στην κοινωνία. Το φαινόμενο, ωστόσο, δεν ήταν καθολικό για όλο το νησί. Το Παλαίκαστρο, όπου δεν υπάρχει Κεντρικό Συγκρότημα (ανάκτορο δηλαδή), φαίνεται να ακολουθεί μια δικιά του ξεχωριστή πορεία, ενισχύοντας τον θεσμό των Οίκων (Driessen, 1999). Η εμφάνιση της λεγόμενης «Αίθουσας Παλαικάστρου», καθώς και η ρήξη με παραδοσιακές μινωικές μορφές, όπως είναι η Μινωική Αίθουσα, οι Δεξαμενές 30 Η διερεύνηση των ετεραρχικών δομών της μινωκής κοινωνίας Καθαρμών και άλλες, συμβαίνουν ακριβώς αυτή την περίοδο και έχουν αποτέλεσμα, αφενός, την απόκλιση από τις αλλαγές που συμβαίνουν στην Κρήτη την περίοδο εκείνη, αφετέρου, την ενδυνάμωση των ετεραρχικών δομών. Παρά την ξεχωριστή πορεία του Παλαίκαστρου, οι αλλαγές στις κοινωνικές δομές που συμβαίνουν εκείνη την περίοδο στο νησί δείχνουν ότι η ιεραρχία και ο συγκεντρωτικός τρόπος διακυβέρνησης ενδυναμώνονται (Driessen and MacDonald, 1997). Καταλυτικά θα δράσουν και δύο παράγοντες εξωγενείς. Εκείνη την περίοδο, όλο το Αιγαίο θα συνταραχτεί από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Παρότι το νησί δεν πρέπει να υπέστη άμεσες καταστροφές από την έκρηξη αυτή καθαυτήν, οι έμμεσες συνέπειες πρέπει να ήταν σημαντικές. Το Ακρωτήρι στη Θήρα, μια ευημερούσα πόλη κάτω από την πολιτισμική σφαίρα επιρροής της Κρήτης, εξαφανίζεται. Αυτό, πρέπει να αποτέλεσε σημαντικό οικονομικό πλήγμα για την Κρήτη και, μάλλον, όξυνε την ήδη υπάρχουσα αναταραχή και αβεβαιότητα στη μινωική κοινωνία. Λίγο μετά από την έκρηξη, μπαίνουν στο προσκήνιο και οι Μυκηναίοι. Οι Μυκηναίοι, είτε άμεσα είτε έμμεσα, που είναι και το πιο πιθανό, διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στην πολιτική και στην κοινωνική ζωή των μινωιτών. Μετά από μία καταστροφή που έπληξε όλους σχεδόν τους οικισμούς στο νησί (Ύστερη Μινωική Εποχή ΙΒ), η Κνωσός αναδεικνύεται ως η μοναδική κυρίαρχη πολιτική δύναμη με καθαρά τα μυκηναϊκά στοιχεία (Driessen and MacDonald, 1997). Πινακίδες της μυκηναϊκής Γραμμικής Β μας πληροφορούν για το συγκεντρωτικό σύστημα αναδιανομής των αγαθών, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο (Driessen and MacDonald, 1997). Επίσης, οι αλλαγές στην αρχιτεκτονική υποδηλώνουν ότι τα Κεντρικά Συγκροτήματα χάνουν τον ανοιχτό προς την κοινότητα ρόλο που είχαν, δεδομένου ότι οι προσβάσεις προς αυτά πλέον ελέγχονται (Palyvou, 2002). Επιπλέον, η μινωική εικονογραφία, από εκείνη την περίοδο και μετά, μας δίνει θέματα που είναι πιθανόν να αναπαριστούν άτομα που κατείχαν εξουσία. Αυτή, είναι η περίοδος που η Κρήτη χάνει την πολιτική της ανεξαρτησία, καθώς φαίνεται να μπαίνει κάτω από τη σφαίρα επιρροής των Μυκηνών. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Betancourt P. P., 2002. «Who was in charge of the Palaces?», In: Jan Driessen, Urban Conflicts 31 Ilse Schoep and Robert Laffineur (ed.), Aegaeum 23, Monuments of Minos, Rethinking the Minoan Palaces. Proceedings of the International Workshop “Crete of the Hundred Palaces”, Université de Liége et UT-PASP, Liége, σ. 207–212. Christian D., 2007. «Hierarchy and Heterarchy in World History». In: Dmitri Bondarenko and Alexandre Nemirovskiy (ed.), Third International Conference “Hierarchy and Power in the History of Civilizations” June 18 – 21 2004 Moscow, Center for Civilizational and Regional Studies of the RAS, Moscow, σ. 34–45. Crumley L. C., 1987. «A Dialectical Critique of Hierarchy.» In: Thomas C. Patterson and Christine Ward Gailey (ed.), Power Relations and State Formation, American Anthropological Association, Washington σ. 155–168. Crumley L. C., 1995. «Heterarchy and the Analysis of Complex Societies.» In: Robert M. Ehrenreich, Carole L. Crumley, and Janet E. Levy (ed.), Heterarchy and the Analysis of Complex Societies, Archaeological Papers of the American Anthropological Association no. 6, American Anthropological Association, Washington, σ. 1–5. Crumley L. C., 2007. «Contextual Constraints on State Structure.» In: Dmitri Bondarenko and Alexandre Nemirovskiy (ed.), Third International Conference “Hierarchy and Power in the History of Civilizations” June 18 – 21 2004 Moscow, Center for Civilizational and Regional Studies of the RAS, Moscow, σ. 3–22. Cunningham T., 2007. «In the shadows of Kastri: an examination of domestic and civic space at Palaikastro (Crete)». In: Ruth Westgate, Nicolas Fisher, and James Whitley, (ed.), Building Communities: House, Settlement and Society in the Aegean and Beyond, Proceedings of a Conference held at Cardiff University, 17-21 April 2001. British School at Athens Studies 15, British School at Athens, London, σ. 99–109. Driessen J., 1999. The Dismantling of a Minoan Hall at Palaikastro (Knossians Go Home?). In: Philip P. Betancourt, Vassos Karageorghis, Robert Laffineur, and Wolf-Dietrich Niemeier, (ed.), Meletemata: Studies in Aegean Archaeology Presented to Malcolm H. Wiener as He Enters His 65th Year. Vol. I. Université de Liège, Histoire de l’art et archéologie de la Grèce antique; University of 32 Η διερεύνηση των ετεραρχικών δομών της μινωκής κοινωνίας Texas at Austin: Programs in Aegean Scripts and Prehistory, σ. 227–236. Driessen J., 2001. «History and hierarchy. Preliminary observations on the settlement pattern of Minoan Crete». In: Keith Branigan (ed.), Urbanism in the Aegean Bronze Age, Sheffield Academic Press, Sheffield, σ. 51–71. Driessen J., 2002. «“The King Must Die” Some Obsrvations on the Use of Minoan Court Compounds». In: Jan Driessen, Ilse Schoep and Robert Laffineur (ed.), Aegaeum 23, Monuments of Minos, Rethinking the Minoan Palaces. Proceedings of the International Workshop “Crete of the Hundred Palaces”, Université de Liége et UT-PASP, Liége, σ. 1–14. Driessen J., 2010. «Spirit of Place. Minoan Houses as Major Actors». In: Daniel J. Pullen (ed.), Political Economies of the Aegean Bronze Age. Papers from the Longford Conference, Florida State University. Tallahassee, 22 – 24 February 2007, Oxbow, Oxford and Oakville, σ. 35–65. Driessen J., υπό έκδοση. «Beyond Collective…The Minoan Palace in Action». In: Maria Relaki and Yannis Papadatos (ed.), From the foundations to the legacy of Minoan society. Proceedings of the international Sheffield colloquium in honor of Keith Branigan, 29 -31 January 2010. Sheffield studies in Aegean Archaeology 12, Oxbow, Oxford. Driessen J., MacDonald F., 1997. The Troubled Island, Minoan Crete Before and after the Santorini Eruption. Aegaeum 17, Université de Liége et UTPASP Liége. Evans A., 1900. «Excavations at Knossos, 1900», Annual of the British School at Athens 6 (1899-1900), σ. 3–70. Evans A., 1921. The Palace of Minos (Volume 1), McMillan, London. Gillespie S. D., 2000. «Beyond Kinship. An Introduction». In: Susan D. Gillespie and Rosemary A. Joyce (ed.) Beyond Kinship: Social and Material Reproduction in House Societies, University of Pennsylvania Press. Philadelphia, σ. 1–21. Hamilakis Y., 2002. «Too Many Chiefs? Factional Competition in Neopalatial Crete». In: Jan Driessen, Ilse Schoep and Robert Laffineur (ed.), Aegaeum 23, Monuments of Minos, Rethinking the Minoan Palaces. Proceedings of the International Workshop “Crete of the Hundred Palaces”, Université de Liége et UT-PASP, Liége, σ. 179–200. Urban Conflicts 33 Palyvou C., 2002. Central Courts: The Supremacy of the Void. In: Jan Driessen, Ilse Schoep and Robert Laffineur (ed.), Aegaeum 23, Monuments of Minos, Rethinking the Minoan Palaces. Proceedings of the International Workshop “Crete of the Hundred Palaces”, Université de Liége et UT-PASP, σ. 167–178. Perry R.J., 1989. “Matrilineal Descent in a Hunting Context: The Athapaskan Case”, Ethnology 28(1):33–51. Schoep I., 2001. «Managing the Hinterland: The Rural Concerns of Urban Administration». In Keith Branigan (ed.), Urbanism in the Aegean Bronze Age, Sheffield Academic Press, Sheffield, σ. 87–102. Schoep I., 2002. «The State of the Minoan Palaces or the Minoan PalaceState?». In: Jan Driessen Ilse Schoep and Robert Laffineur (ed.), Aegaeum 23, Monuments of Minos, Rethinking the Minoan Palaces. Proceedings of the International Workshop “Crete of the Hundred Palaces”, Université de Liége et UT-PASP, Liége, σ. 15–33. Schoep I., Κnappett C., 2004. Dual Emergence: Evolving Heterarchy, Exploding Hierarchy. In: John C. Barrett and Paul Halstead (ed.), The Emergence of Civilisation Revisited Sheffield Studies in Aegean Archaeology 6. Oxford, σ. 21–37. Vansteenhuyse K., 2002. «Minoan courts and ritual competition». In: Jan Driessen, Ilse Schoep and Robert Laffineur (ed.), Aegaeum 23, Monuments of Minos, Rethinking the Minoan Palaces. Proceedings of the International Workshop “Crete of the Hundred Palaces”, Université de Liége et UT-PASP, Liége, σ. 235–248. Warren P. – M., 1985. Minoan Palaces, Scientific American 253(1), σ. 94–103. Warren P. – M., 2002. Political Structure in Neopalatial Crete. In: Jan Driessen, Ilse Schoep and Robert Laffineur (ed.), Aegaeum 23, Monuments of Minos, Rethinking the Minoan Palaces. Proceedings of the International Workshop “Crete of the Hundred Palaces”, Université de Liége et UT-PASP, σ. 201–206. Whitelaw T., 2001. «From Sites to Communities: Defining the Human Dimensions of Minoan Urbanism.» In: Keith Branigan (ed.), Urbanism in the Aegean Bronze Age, Sheffield Academic Press, Sheffield, σ. 15–37. 34 02 Διεκδικούμενος χώρος στο κέντρο της πόλης: το Μεταξουργείο ανάμεσα στο φόβο και το hype Γεωργία Αλεξανδρή Ερευνήτρια με σύμβαση έργου, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) Κρατίνου 9, 10552 Αθήνα 1. ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ «ΕΞΕΥΓΕΝΙΣΜΟΥ» Ή –ΑΛΛΙΩΣ- GENTRIFICATION ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ Εδώ και περίπου δέκα χρόνια, ο όρος gentrification, ή η ελληνική του μεταφορά ως «εξευγενισμός»,1 αναφέρεται συχνά σε εγχώριες εφημερίδες και περιοδικά, όπως και σε διάφορες ιστοσελίδες (blogs, Facebook, Τwitter). Η διαδικασία περιγράφεται -ορθά- με ιδιαίτερα μελανά χρώματα, αλλά πολλές φορές οι (θεωρητικές) παρανοήσεις οδηγούν σε γενικεύσεις και ασάφειες. Παράδειγμα σκέψης που αποπροσανατολίζει από τον θεωρητικό διάλογο, όπως και από το γίγνεσθαι, είναι το ότι η περιοχή των Εξαρχείων στην Αθήνα -μια περιοχή με ιδιαίτερα υψηλές τιμές ακινήτων, με έντονο το σχήμα του κάθετου κοινωνικού διαχωρισμού και χωρίς σημεία εκτοπισμού- πλήττεται από το gentrification, ή το ότι, λόγω κρίσης, η Ελλάδα θα υποστεί ένα συνολικό gentrification (Vradis, 2014). Για να αποφευχθούν τέτοιες παρανοήσεις, αλλά και για να αντιμετωπίσουμε τις διάφορες διαδικασίες χωρο-κοινωνικής αναδιάρθρωσης με στιβαρή συζήτηση και αποτελεσματικές πράξεις αντίστασης, μπορούμε να ανατρέξουμε Urban Conflicts 35 στις αρχικές θεωρητικές ανησυχίες περί gentrification, αποδομώντας το φαινόμενο, ώστε να το ανατρέψουμε. Οι πρώτες επεξηγήσεις και θεωρήσεις gentrification προέρχονται από πόλεις της Αμερικής, της Βρετανίας και της Αυστραλίας. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, διάφοροι ακαδημαϊκοί, όπως η Ruth Glass, που επινοεί τον όρο το 1964 περιγράφοντας τη διαδικασία στο West End του Λονδίνου, αρχίζουν να μιλούν για το gentrification εργατικών συνοικιών στο κέντρο της πόλης. Σύμφωνα με τις περιγραφές τους, τα σπίτια σε παλιές εργατικές γειτονιές που κατοικούνται από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, αγοράζονται από γόνους των ανώτερων και μεσαίων τάξεων. Οι φτωχότεροι πληθυσμοί εκτοπίζονται, και τη θέση τους λαμβάνουν νέοι κάτοικοι, οι οποίοι ανακαινίζουν το οικιστικό απόθεμα σύμφωνα με τις αισθητικές τους προτιμήσεις και προδιαθέσεις (Glass, 1964). Ταυτόχρονα, ενεργοποιείται ο μηχανισμός της αγοράς ακινήτων, προωθούνται πολιτικές που ευνοούν νέες επενδύσεις και εισρέουν νέες χρήσεις γης που στοχεύουν στην ικανοποίηση των αναγκών των νέων κατοίκων. Οι παλιές και λιγότερο αποδοτικές χρήσεις εκτοπίζονται και αυτές. Μέσα από την όλη διαδικασία, οι τιμές γης και ακινήτων αυξάνουν σημαντικά, διαμορφώνοντας το χάσμα γαιοπροσόδου2 (Smith, 1979). Όταν το χάσμα γαιοπροσόδου γίνει το μέγιστο δυνατό, εμφανίζεται το gentrification, δηλαδή η ολική αναδιάρθρωση της κοινωνικής και αστικής γεωγραφίας μιας περιοχής σε όφελος των ανώτερων κοινωνικών ομάδων, με απόρροια τον εκτοπισμό των ασθενέστερων. Ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται η σκέψη γύρω από τη διαδικασία αυτή του gentrification διέπεται από συγκεκριμένες υποθέσεις και παραδοχές του αγγλοσαξονικού κόσμου. Για την κατανόηση και ερμηνεία της διαδικασίας, αρχικά, διαμορφώθηκαν δύο θεωρητικές σχολές: η σχολή της προσφοράς, με βασικό αντιπρόσωπο τον αστικό γεωγράφο Neil Smith (1996), και η σχολή της ζήτησης, με βασικούς θεωρητικούς τους Damaris Rose (1984), David Ley (1996), Chris Hamnett (1991) κ.ά. Η σχολή της προσφοράς, εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο παράγεται ο χώρος στην πόλη, και το φαινόμενο gentrification ερμηνεύεται με αναφορά στη συμπεριφορά των ιδιοκτητών και επενδυτών γης στην αγορά ακινήτων και στο χάσμα γαιοπροσόδου. Η σχολή της ζήτησης, υποστηρίζει ότι μέσω του gentrification αποτυπώνονται στο χώρο οι συνέπειες της μεταβολής της οικονομικής βάσης από τη βιομηχανία στον τομέα των υπηρεσι- 36 διεκδικουμενοσ χωροσ στο κεντρο τησ πολησ ών, οι αναδιαρθρώσεις στην αγορά εργασίας και η μεταβολή των καθημερινών προτύπων κατανάλωσης. Με την εμβάθυνση του θεωρητικού διαλόγου, πολλοί θεωρητικοί (Beauregaurd, 1986, Clark, 1992, Lees, 1994) άρχισαν να επικαλούνται την ανάγκη ολιστικής θεώρησης του φαινομένου και συμπληρωματικής εξέτασης των δυνάμεων της παραγωγής και της κατανάλωσης. Στην άποψη αυτή, συνέβαλε και η παρατήρηση ότι το gentrification, ως διαδικασία, εκτυλίσσεται διαφορετικά και εξαρτάται από τις τοπικές ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης (Shaw, 2005). Σε γενικές γραμμές, η σκέψη για το gentrification συγκροτείται βάσει ορισμένων υποθέσεων και παραδοχών του αγγλοσαξονικού κόσμου, τις οποίες οι ερευνητές της «περιφέρειας» καλούνται να ασπαστούν (Maloutas, 2012). Αυτό, δεν σημαίνει ότι σε άλλες πόλεις δεν μπορεί να αναπτυχθεί το φαινόμενο ή ότι οι έρευνες σε πόλεις της περιφέρειας, που δεν μπορούν να ακολουθήσουν per se τις αρχικές περιγραφές και διατυπώσεις, έχουν μικρότερο επιστημονικό κύρος (Chatzimichalis and Vaiou, 2004). Για να αποφεύγουμε, όμως, τη θεωρητική γενίκευση και παρανόηση, μπορούμε να αναζητήσουμε τα σημεία που επικαλούνται οι Davidson and Lees (2005) σε υποβαθμισμένες περιοχές της πόλης με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (όπως οικιστικό απόθεμα ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, γειτνίαση με τοπόσημα ή/και με αρχαιολογικούς, με πράσινους ή ελευθέρους χώρους, ή με υδάτινα περιβάλλοντα), στις οποίες κατοικούν ασθενέστερες και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Σε αυτές τις περιοχές, μπορούμε να παρατηρήσουμε αν υπάρχει α) επανεπένδυση του κεφαλαίου και μεταβολή στις αξίες γης με τη διαμόρφωση του χάσματος γαιοπροσόδου, β) κοινωνική αναβάθμιση της περιοχής από ομάδες υψηλότερου εισοδήματος από τις υπάρχουσες, γ) αλλαγή του αστικού τοπίου και δ) άμεσος ή έμμεσος εκτοπισμός των χαμηλότερων κοινωνικών ομάδων (Davidson and Lees, 2005: 1170). Σε αυτό το πλαίσιο, το τι συμβαίνει στο κέντρο των πόλεων της «περιφέρειας», όπως της Αθήνας, με όρους gentrification συμβάλλει στη θεώρηση της διαδικασίας το ίδιο σημαντικά όσο και οι θεωρήσεις από τις κυρίαρχες μελέτες περίπτωσης. Πόσο μάλλον, όταν το κέντρο της Αθήνας, όπως και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πόλης, διαφέρουν σημαντικά από αυτά που προβάλλονται στα κυρίαρχα μοντέλα περί gentrification. Urban Conflicts 37 2. ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ GENTRIFICATION Τα γενικά χαρακτηριστικά της Αθήνας, όπως το ιδιόμορφο ιδιοκτησιακό καθεστώς (η μικροϊδιοκτησία γης, η οριζόντια ιδιοκτησία μέσα από το σύστημα της αντιπαροχής, η μείξη των χρήσεων γης) και το σχήμα του κάθετου κοινωνικού διαχωρισμού (Maloutas and Karadimitriou, 2001), δύσκολα επιτρέπουν ριζικές χωρο-κοινωνικές αναδιαρθρώσεις τύπου gentrification. Αυτό, δεν σημαίνει ότι στην Αθήνα δεν μπορεί να αναπτυχθεί αυτό το φαινόμενο, αλλά ότι, μάλλον, έχει πολύ διαφορετική υπόσταση από εκείνη των αντίστοιχων αγγλοσαξονικών παραδειγμάτων. Αναφορικά με το κέντρο της πόλης, ο οικιστικός ιστός των περιοχών στο νοτιοδυτικό άκρο του κέντρου της πόλης, που συνδέεται με την ισχνή βιομηχανική ιστορία της, παρουσιάζει διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά σε σχέση με τις υπόλοιπες συνοικίες του κέντρου. Το σύστημα της αντιπαροχής δεν αλώνει ολόκληρες τις συνοικίες και μεγάλο μέρος του οικιστικού τους αποθέματος χαρακτηρίζεται από μονοκατοικίες και παλιές αθηναϊκές αυλές, ενώ ο αστικός ιστός διακρίνεται από χαμηλούς συντελεστές δόμησης και μικρότερες πυκνότητες (Αλεξανδρή, 2013). Στα ακίνητα της περιοχής διαμένουν ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως ηλικιωμένα νοικοκυριά, χειρώνακτες, μετανάστες με ή χωρίς χαρτιά, χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις, κυρίως ως ενοικιαστές (Τζιρτζιλάκη, 2009). Αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με κατάλληλες επενδυτικές κινήσεις και πρακτικές, κάνουν δυνατή τη διαμόρφωση τάσεων gentrification. Έτσι, οι δυναμικές gentrification στην Αθήνα εμφανίζονται στη μικροκλίμακα, στις συγκεκριμένες γειτονιές που είναι συνδεδεμένες με το ισχνό βιομηχανικό παρελθόν της πόλης, όπως στις όμορες της Πειραιώς περιοχές (Πλάκα, Ψυρρή, Θησείο, Πετράλωνα, Γκάζι, Μεταξουργείο), όπου διαμορφώνεται το χάσμα γαιοπροσόδου και οι μέχρι πρότινος κάτοικοι εκτοπίζονται. 3. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Για να μπορέσω να μελετήσω τον τρόπο με τον οποίο το gentrification εξελίσσεται στην Αθήνα και να κατανοήσω τις ιδιαίτερες δυναμικές του, στράφηκα στη μελέτη της γειτονιάς του Μεταξουργείου: μια περιοχή που, ενώ μέχρι τα 38 διεκδικουμενοσ χωροσ στο κεντρο τησ πολησ μέσα της δεκαετίας του 1990 είχε τη φήμη μιας λαϊκής συνοικίας, από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 αρχίζει να διαφημίζεται στον Τύπο ως η «νέα» καλλιτεχνική συνοικία της πόλης με «νέα» hype στέκια, στην οποία εγκαθίστανται δραστήριοι «νέοι» κάτοικοι (Αλεξανδρή, 2013). Στην προσέγγισή μου υιοθέτησα, πρωτίστως, ποιοτικές μεθόδους διερεύνησης και, συμπληρωματικά, ποσοτικές. Οι συχνές επισκέψεις, η επιτόπια παρατήρηση, η συλλογή τεκμηρίων (έρευνες, μελέτες, άρθρα εφημερίδων) και φωτογραφικού υλικού, και η διαδικτυακή αναζήτηση συνοδεύτηκαν από τη διεξαγωγή 74 ανοιχτών, ημιδομημένων, σε βάθος συνεντεύξεων με κατοίκους (50) της περιοχής (παλιούς κατοίκους, μετανάστες και νεο-κατοίκους,) καθώς και με δημοτικούς συμβούλους, πολεοδόμους και επενδυτές (24). Η περιοχή χαρτογραφήθηκε κατά την έναρξη της έρευνας πεδίου (καλοκαίρι 2009) και, ξανά, κατά τη λήξη της συγγραφής της διατριβής (καλοκαίρι 2013). Οι χαρτογραφήσεις αυτές, σε αντιπαράθεση με εκείνη της μελέτης του Δήμου Αθηναίων (1991), αποτυπώνουν τις χωρικές μεταβολές και συμπληρώνουν την εικόνα του gentrification της περιοχής. 4. ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ GENTRIFICATION ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟΥ Στην περίπτωση του Μεταξουργείου, η διαδικασία του gentrification είναι αποτέλεσμα κυρίως της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ενώ το κράτος δεν είναι ολότελα απόν, καθώς εμπλέκεται στην εξέλιξη της διαδικασίας. Οι πεζοδρομήσεις, η μετατροπή του εργοστασίου του Μεταξουργείου σε Πινακοθήκη του Δήμου (2010) και τα δημοσιεύματα περί δημιουργίας πολιτιστικού πόλου στον άξονα της Πειραιώς, αποτελούν πολεοδομικά εργαλεία που συνδράμουν στην ενεργοποίηση του gentrification. Ιδιαίτερης σημασίας στην πολεοδομική πρακτική που ακολουθείται αποδεικνύεται ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στις εξαγγελίες περί αναβάθμισης, τη θέσπιση νόμων και την έμπρακτη ανάληψη κρατικών πρωτοβουλιών. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως τις αρχές του 2000, το Μεταξουργείο αναφέρεται σε πολεοδομικά διατάγματα, καθώς και σε μελέτες και εκθέσεις ως περιοχή προς πολιτιστική αναβάθμιση (Χεκίμογλου, 2013). Το 2011 θεσπίζονται φορολογικά κίνητρα αποκατάστασης κτιρίων, ενισχύεται η παρουσία της αστυνομίας και η επιτήρηση στην περιοχή, και το Urban Conflicts 39 2013 το Μεταξουργείο προωθείται για ανάπλαση με χρηματοδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Jessica και ΕΣΠΑ) (Το Βήμα, 25/3/2013). Ουσιαστικά, οι κρατικές πολιτικές και οι σημειακές παρεμβάσεις υποδεικνύουν την περιοχή, παρέχοντας στο ιδιωτικό κεφάλαιο το χρόνο που χρειάζεται για την εδραίωση του gentrification. Νέες χρήσεις γης εμφανίζονται στην περιοχή από τα μέσα της δεκαετίας του 1990: αρχικά, θέατρα και καλλιτεχνικές σκηνές και, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, «νεο-καφενεία», μπαρ, και πολυτελή εστιατόρια. Αρκετοί επιχειρηματίες των νέων χρήσεων γης υποστηρίζουν ότι αποφάσισαν να επενδύσουν λόγω του γενικότερου «ανεβάσματος» της περιοχής, καθώς και της περιρρέουσας φήμης περί ανάπλασης. Ταυτόχρονα, το Μεταξουργείο έχει προσελκύσει το επενδυτικό ενδιαφέρον επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στην αγορά των ακινήτων. Η ανώνυμη εταιρεία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, με σκοπό την προσέλκυση μελών των μεσαίων τάξεων, έχει κατασκευάσει το περίκλειστο πολυτελές συγκρότημα κατοικιών στο ύψος του παλιού εργοστασίου του Μεταξουργείου, αλλοιώνοντας το οικιστικό τοπίο της περιοχής. Ενδιαφέρον στην τοπική αγορά ακινήτων έχει επιδείξει και η εταιρεία Oliaros, η οποία έχει στην ιδιοκτησία της το 4% του οικιστικού αποθέματος του Μεταξουργείου. Τα κτίρια της εταιρείας αυτής διατίθενται για καλλιτεχνικές δράσεις, όπως η έκθεση τέχνης Re-map, που διοργανώνεται κάθε δύο χρόνια από το 2007. Ο διευθύνων σύμβουλος της Οliaros έχει συγκεκριμένο όραμα «πολιτιστικής» αναβάθμισης της περιοχής, καθώς στις προτάσεις του συγκαταλέγονται clusters δημιουργικής επιχειρηματικότητας και κατοικίες που απευθύνονται σε μέλη της μεσαίας τάξης. Για την προώθηση των σχεδίων του για το Μεταξουργείο, έχει προβεί σε συνεργασίες με αρχιτεκτονικά γραφεία και σχολές αρχιτεκτόνων (εντός και εκτός της χώρας), έχει ιδρύσει με τους εύπορους νεο-κατοίκους της περιοχής τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό «Πρότυπη Γειτονιά» και συνδιαλέγεται με φορείς του κράτους για την αναβάθμιση της περιοχής (Αλεξανδρή, 2013). Οι ιδιαίτερες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε μεγαλοεπενδυτές στην περιοχή και σε κρατικούς φορείς δεν μπορούν να θεωρηθούν αμελητέες. Επί παραδείγματι, μέσω «πίεσης», ή ακόμα και λόγω διασύνδεσης της εταιρείας Oliaros, θεσμοθετούνται τα φορολογικά κίνητρα για την αποκατάσταση νεοκλασικών κτηρίων, εντατικοποιείται η αστυνόμευση και προκρίνεται η πρόταση ανάπλασης της 40 διεκδικουμενοσ χωροσ στο κεντρο τησ πολησ Oliaros μέσα από το χρηματοδοτικό σχήμα του Jessica3. Παράλληλα, ο Δήμος προκηρύσσει σχέδια που εντάσσονται στο ΕΣΠΑ4 (Αλεξανδρή, 2013). Στο Μεταξουργείο διακρίνονται δύο εισροές νέων κατοίκων με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, στην περιοχή εγκαθίστανται πιο εύπορα νοικοκυριά, που διακρίνονται από οικονομικό και πολιτισμικό κεφάλαιο και είναι ιδιοκτήτες ανακαινισμένων κατοικιών. Από τα μέσα της δεκαετία του 2000, αρχίζουν να εγκαθίστανται κάτοικοι με έντονο πολιτισμικό αλλά μικρότερο οικονομικό κεφάλαιο, οι οποίοι αυτοχαρακτηρίζονται ως «εναλλακτικοί». Διαμένουν με ενοίκιο σε διαμερίσματα των πολυκατοικιών της αντιπαροχής ή σε παλιές μονοκατοικίες και, συχνά, συγκατοικούν με φίλους για να μοιράζονται τα έξοδα (Αλεξανδρή, 2013). Οι εισροές νέων κατοίκων, νέων χρήσεων αλλά και το επενδυτικό ενδιαφέρον για την περιοχή έχει συμβάλλει στην ανάπτυξη των κερδοσκοπικών συμπεριφορών στην αγορά γης και ακινήτων. Όπως αναφέρει μεσίτης που δραστηριοποιείται στην περιοχή, οι τιμές αρχίζουν να αυξάνονται μετά το 1998, που εκδίδεται το πολεοδομικό διάταγμα χρήσεων γης για την περιοχή, παγώνουν το 2007 και, στη συνέχεια, ακολουθούν μια σχετικά φθίνουσα πορεία λόγω της κρίσης: από 300 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, σε παλιές και νεόδμητες πολυκατοικίες, κορυφώνονται το 2007 στα 1.700 ευρώ το τετραγωνικό σε νεόδμητες κατοικίες. Οι χωροκοινωνικές αναδιαρθρώσεις και οι κερδοσκοπικές συμπεριφορές στην αγορά γης έχουν ως αποτέλεσμα τον εκτοπισμό των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων που κατοικούσαν μέχρι πρότινος στο Μεταξουργείο. Ο εκτοπισμός έχει πλήξει κυρίως τους τσιγγάνους, οι οποίοι εγκαθίστανται στις όμορες περιοχές του Κολωνού και της Ακαδημίας Πλάτωνος. Μετανάστες που ζουν σε διαμερίσματα πολυκατοικιών ή σε παλιές μονοκατοικίες, όπως και καλλιτέχνες με πενιχρά εισοδήματα, εκτοπίζονται από τις κατοικίες τους με την πώληση του ακινήτου ή την εκμίσθωσή του σε νεοκατοίκους ή νέους επιχειρηματίες. Ηλικιωμένα νοικοκυριά που αναγκάζονται να φύγουν από την περιοχή και να ζήσουν με τις οικογένειες των απογόνων τους, αντικαθίστανται από νεότερους σε ηλικία νεοκατοίκους. Μετανάστες χωρίς χαρτιά, που αναγκάζονται να μείνουν παράνομα σε εγκαταλελειμμένα κτήρια της περιοχής, εκτοπίζονται από το καταφύγιό τους σε περίπτωση απόδοσης του ακινήτου στη βιομηχανία της διασκέδασης ή σε νέους κατοίκους (Αλεξανδρή, 2013). Urban Conflicts 41 5. Ο ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΥ ΣΥΝΟΡΟΥ ΤΟΥ GENTRIFICATION: Η ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟΥ Οι διαφορετικές καθημερινότητες λειτουργούν παράλληλα στον ίδιο χώρο, όπου η κάθε κοινωνική ομάδα βιώνει απομονωμένα τη δική της καθημερινότητα. Κοινωνικές τεκτονικές (κατά Butler and Robson, 2001) και δυσφορία αναπτύσσονται απέναντι σε αυτόν που ενοχλεί, δηλαδή στον «Άλλο» που αποτελεί απειλή στην ομαλή λειτουργία της καθημερινότητας του Μεταξουργείου. Ο φόβος του «Άλλου» αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία αναπτύσσεται η διεκδίκηση του χώρου από τις νεοεισερχόμενες ομάδες. Οι διάφοροι χρήστες του δημοσίου χώρου απειλούν το μέλλον της επένδυσης για τους νεοκατοίκους, καθώς διακυβεύεται η επιλογή μετεγκατάστασής τους στο Μεταξουργείο. Όπως υπογραμμίζει ο Αράπογλου (2013), η παράθεση ετερογενών ομάδων υπό την ετικέτα του περιθωρίου και της παραβατικότητας ή της διαφορετικότητας του «Άλλου», συμβάλλει στην απαξίωσή του και, ταυτόχρονα, συνεπάγεται τη σύσφιξη των αστυνομικών παρεμβάσεων και της καταστολής. Οι πρωτοβουλίες των νέων κατοίκων και, ιδιαιτέρως, της «Πρότυπης Γειτονιάς» σε συνεργασία με την εταιρεία Oliaros έχουν διπλή ανάγνωση. Τα οικονομικά κίνητρα για τη διεκδίκηση του δημοσίου χώρου της περιοχής είναι προφανή: οι gentrifiers έχουν επενδύσει κεφάλαιο και έχουν μετεγκατασταθεί από καλύτερες περιοχές της πόλης. Μέσα από τις δράσεις τους, προσπαθούν να διαφημίσουν τη ζωή στην περιοχή και να πιέσουν το δήμο να αναλάβει την ολική ανάπλαση της περιοχής, ώστε να έρθουν περισσότεροι άνθρωποι «σαν αυτούς». Οι απειλές που εμφανίζονται στο δημόσιο χώρο, όπως είναι οι μετανάστες χωρίς χαρτιά και οι παραβατικές συμπεριφορές, διακόπτουν την ηρεμία της ιδιωτικής ζωής. Στις πόλεις που αναπτύσσεται ο φόβος απέναντι στον «Άλλο», οι ψυχοκοινωνικές ανάγκες συνδέονται με τους εγκλεισμούς των μεσαίων τάξεων. Μορφή εγκλεισμού αποτελεί το gentrification, καθώς οι ιδιώτες προσπαθούν, ουσιαστικά, μέσα από διάφορες πρωτοβουλίες και διαδικασίες, να συμβάλλουν στη διαμόρφωση κατάλληλων συνθηκών για την «επώαση» (incubation) της περιοχής σε καταφύγιο της μεσαίας τάξης (Atkinson, 2006). Η «Πρότυπη Γειτονιά» και οι συνεργάτες της μπορεί να θεωρηθούν ως αμυντική συμμαχία προάσπισης της ιδιοκτησίας από τους φόβους της πόλης. Αμυντικές συμπεριφορές απένα- 42 διεκδικουμενοσ χωροσ στο κεντρο τησ πολησ ντι στους φόβους της πόλης δεν αναπτύσσονται μόνο από νέους κατοίκους. Οι επιχειρηματίες των νέων χρήσεων γης, πολλές φορές, αναπτύσσουν πρακτικές αστυνόμευσης : οι κινέζοι επιχειρηματίες έχουν προσλάβει ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας (security), ενώ διάσημοι καλλιτέχνες που μένουν στην περιοχή έχουν εξασφαλίσει να βρίσκονται περιπολικά της αστυνομίας σταθμευμένα κοντά στα σπίτια τους ή να διενεργούν συχνές περιπολίες. Οι πρακτικές αυτές δίνουν έντονα την αίσθηση της εκδικητικής αμυντικής δράσης απέναντι στους αστικούς φόβους. Όπως επισημαίνει ο Davis (2006), η αμυντική διάθεση και η επιδίωξη της «ασφάλειας» έχει να κάνει περισσότερο με τη διαμόρφωση απομονωμένων χώρων κατοικίας, εργασίας και αναψυχής, και την απομάκρυνση του «Άλλου» που μολύνει, παρά με την προσωπική ασφάλεια. Οι διαφορετικές πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται μέσα από ιδιωτικές πρακτικές επιτήρησης, ή από κεντρικές πολιτικές, και μέσα από την ωραιοποίηση του δημοσίου χώρου, προτάσσοντας την αισθητική των μεσαίων τάξεων και τον κοινωνικό έλεγχο των «ανεπιθύμητων», σχετίζονται με την κατάκτηση του κέντρου της πόλης από τις μεσαίες τάξεις. Όταν, όμως, αυτές οι πρακτικές αναφέρονται στον ίδιο τόπο που υφίσταται gentrification, ένα άλλου είδους αστικό σύνορο αρχίζει να διαμορφώνεται: το σύνορο που σχετίζεται με το φόβο στην πόλη, τη φοβία απέναντι στον «Άλλο» και την ανησυχία για το αποτέλεσμα της διεκδίκησης του χώρου. Άλλωστε, το αστικό σύνορο έχει να κάνει με τον ορίζοντα που ανοίγεται στην «αποικιοκρατική» διάθεση των μεσαίων τάξεων είτε πρόκειται για τους μεγαλοαστούς είτε τους εναλλακτικούς της πόλης (Αλεξανδρή, 2013). 6. ΣΥΖΗΤΗΣΗ Το gentrification αποτελεί βίαιη διαδικασία χωρο-κοινωνικής αλλαγής στο κέντρο της πόλης. Ως διαδικασία στην πόλη, το gentrification δεν σχετίζεται μόνο με τη μετατροπή της αξίας χρήσης σε ανταλλακτική αξία, την εμπορευματοποίηση και τον κοινωνικό έλεγχο στον χώρο. Σχετίζεται με την πολιτισμική πράξη επιβολής των ανώτερων κοινωνικών ομάδων και την προσπάθειά τους να επιβάλουν τα δικά τους πρότυπα περί βελτίωσης (De Angelis, 2010), καθώς και τη δική τους αισθητική και ηθική στο χώρο. Το gentrification αποτελεί πράξη Urban Conflicts 43 εποικισμού στο τοπικό επίπεδο (Clark, 2005). Σε κάθε περίπτωση, η κινητήρια δύναμη της διαδικασίας ποικίλλει τόσο, όσο και οι διάφορες χρονογεωγραφίες του gentrification. Ο χρόνος αλλά και η διάρκεια που απαιτείται για την εξάπλωση ή την εντατικοποίησή του, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται το gentrification, εξαρτώνται από τις ιδιαίτερες χωρο-κοινωνικές συνθήκες όχι μόνο της πόλης αλλά και της κάθε διεκδικούμενης περιοχής. Οι μικρο-γεωγραφίες της περιοχής του Μεταξουργείου αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο ο αστικός φόβος εμπλέκεται στη διεκδίκηση του χώρου από τις μεσαίες τάξεις. Η κρίση της πόλης και η υποβάθμιση του κέντρου απειλεί τις επενδυτικές στρατηγικές των μεσαίων τάξεων. Καθώς το μέλλον της περιοχής είναι ρευστό, διαμορφώνονται αμυντικές στρατηγικές και πρακτικές από ομάδες που προασπίζονται τα συμφέροντα της ιδιοκτησίας ή και συμβάλλουν στην καθημερινή διεκδίκηση του χώρου. Σε περιοχές που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο gentrification, αυτοσκοπός των μεσαίων τάξεων γίνεται η προβολή της περιοχής για την προσέλκυση κεφαλαίου και «ατόμων σαν εμάς». Είτε πρόκειται για εύπορους νεο-κατοίκους είτε για εναλλακτικούς, ο φόβος έγκειται στη βάση της διεκδίκησης και χαράζει το σύνορο του gentrification. Ουσιαστικά, ο φόβος που επικαλείται τον εκτοπισμό του «Άλλου» αποτελεί το Δούρειο Ίππο του gentrification της περιοχής. Τα όρια της διεκδίκησης δεν είναι σαφή ούτε εμφανή. Τα όρια αποτελούν νοητικές κατασκευές και εξαρτώνται από τις συλλογικές νοητικές διεργασίες τις οποίες παράγουν και στις οποίες επενδύουν τα υποκείμενα (Καυταντζόγλου, 2001). Ταυτόχρονα, τα όρια σηματοδοτούν το σημείο από το οποίο αρχίζει κάτι να ξεδιπλώνεται, δηλαδή τον ορίζοντα, το σύνορο (Heidegger, 1954, στο Elin, 2001). Στις περιοχές που εκδηλώνονται δυναμικές gentrification, τα όρια που χαράσσουν οι χωρο-κοινωνικές διεκδικήσεις σημειώνουν το απώτατο όριο από το οποίο αρχίζει να ξεδιπλώνεται το gentrification. Στην ουσία, το απώτατο όριο αντιπροσωπεύει τον ορίζοντα των χωρικών διεκδικήσεων και των αποικιοκρατικών τάσεων των μεσαίων τάξεων. Ο ορίζοντας του gentrification σημειώνεται από τον τρόπο που οι μεσαίες τάξεις διεκδικούν τον χώρο στο όνομα της βελτίωσης και της καταπολέμησης του φόβου (Alexandri, 2014). Υποδεικνύει το σημείο όπου το gentrification αρχίζει να νομιμοποιείται στην καθημερινή αντίληψη και να διεκδικεί τη μετουσίωσή του σε κανόνα (ibid). 44 διεκδικουμενοσ χωροσ στο κεντρο τησ πολησ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Στο κείμενο θα προτιμήσω την αναφορά στον αγγλικό όρο, καθώς θεωρώ ότι η ελληνική αναφορά, όντας πολιτικά ουδέτερη, αποπροσανατολίζει τη σκέψη από την ουσία της διαδικασίας. 2. Πρόκειται για τη διαφορά που προκύπτει ανάμεσα στην πραγματική και τη δυνητική τιμή του ακινήτου. 3. Κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανταποδοτικών επενδύσεων. 4. Έχει, ήδη, ξεκινήσει το έργο βιοκλιματικού βρεφονηπιακού σταθμού στη συμβολή των οδών Λεωνίδου και Θερμοπυλών στο πλαίσιο του έργου Αθήνα. 7. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Alexandri, G., 2014. Reading between the lines; gentrification tendencies and issues of urban fear in the midst of Athens’ crisis, Urban Studies, DOI: 10.1177/0042098014538680 Αλεξανδρή, Γ. 2013. Χωρικές και κοινωνικές μεταβολές στο κέντρο της Αθήνας: η περίπτωση του Μεταξουργείου, Διδακτορική Διατριβή, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, τμήμα Γεωγραφίας. Αράπογλου, Β., 2013. Κρίση στο κέντρο της Αθήνας: προνοιακές πολιτικές στη νεοφιλελεύθερη εποχή, στο Μαλούτας, Θ., Κανδύλης, Γ., Πέτρου, Μ και Σουλιώτης, Ν. (επιμ.), Το κέντρο της πόλης ως πολιτικό διακύβευμα, Αθήνα: ΕΚΚΕ-Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, σ. 283-303. Atkinson, R., 2006. Padding the bunker: strategies of middle-class disaffiliation and colonisation in the city, Urban Studies, 43 (4), σ. 819–832. Beauregard, R., 1986. The chaos and the complexity of gentrification, in Smith, N. and Williams, P. (eds), Gentrification of the city, London, Sydney: Allen and Unwin, σ. 35-55. Butler, T. and Robson, G. (2001) Social capital, gentrification and neighbourhood change in London: a comparison of three South London neighbourhoods, Urban Studies, 38 (12), pp.2145-2162. Clark, E., 2005. The order and simplicity of gentrification –a political challenge, In Atkinson, R. and Bridge G. (eds), Gentrification in the global context: the new urban colonialism, Oxon, New York: Routledge, σ. 256-564. Urban Conflicts 45 Glass, R., 1964. London: aspects of change. In Brown- Saraccino, J. (ed), 2010. The gentrification debates, New York and London: Routledge, σ. 19-29. Hadjimichalis, C. and Vaiou, D., 2004. ‘Local’ illustrations for ‘international’ geographical theory, In Baerenholdt, J.O. and Simonsen, K. (eds), Space Odysseys, Aldershot: Ashgate Davidson, M and Lees, L., 2005. New build gentrification and London’s riverside renaissance, Environment and Planning D, 37, σ. 1165- 1190 Davis, M., 2006. City of quartz: excavating the future in Los Angeles. London, New York: Verso. De Angelis, M., 2010, The production of commons and the “explosion” of the middle class, Antipode, 42 (4), σ. 954-977. Ellin, N., 2001, Thresholds of fear: embracing the urban shadow, Urban Studies, 38 (5-6), σ. 869-883. Hamnett, C., 1991. The Blind Men and the Elephant: The Explanation of Gentrification, Transactions of the Institute of the British Geographers, 16 (1), σ 173-189. Κανδύλης, Γ., 2013. Ο χώρος και ο χρόνος της απόρριψης των μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας, Στο Μαλούτας, Θ., Κανδύλης, Γ., Πέτρου, Μ και Σουλιώτης, Ν. (επιμ), Το κέντρο της πόλης ως πολιτικό διακύβευμα, Αθήνα: ΕΚΚΕ- Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, σ. 257-279. Καυταντζόγλου, Ρ., 2001. Στη σκιά του Ιερού Βράχου: τόπος και μνήμη στα Αναφιώτικα, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Lees, L., 1994. Rethinking Gentrification, beyond the Positions of Economics and Culture, Progress in Human Geography, 18 (2), σ. 137-150. Ley, D., 1996. The new middle class and the remaking of the central city, Oxford, New York: Oxford University Press. Maloutas, T., 2012. Contextual diversity in gentrification research, Critical Sociology, 38 (1), σ. 33-48. Maloutas, T. and Karadimitriou, N., 2001. Vertical social differentiation in Athens: alternative or complement to community segregation?, International Journal of Urban and Regional Research, 25 (4), σ. 699-716. Shaw, K., 2005. Local limits to gentrification: implications for a new urban policy, Ιn Atkinson, R. and Bridge G. (eds), Gentrification in the global 46 διεκδικουμενοσ χωροσ στο κεντρο τησ πολησ context: the new urban colonialism, Oxon, New York: Routledge, σ. 256564. Smith, N., 1996. The new urban frontier: gentrification and the revanchist city, Oxon, New York: Routledge. Smith, N. (1979), Toward a theory of gentrification: a back to the city movement by capital, not people, Journal of the American Planning Association, 45 (4), pp.538-548. Rose, D., 1984. Rethinking gentrification: beyond the uneven development of marxist urban theory, Environment and Planning D: Society and Space, 1 (1), σ. 47-74. Τζιρτζιλάκη, Ε. (2008), Εκτοπισμένοι, αστικοί νομάδες στις μητροπόλεις, Αθήνα: Νήσος. Χεκίμογλου, Α. (2013), «Κληρώνει» 100 εκατ. ευρώ για Κεραμεικό –Μεταξουργείο, Σχέδιο μετεξέλιξης ενός χώρου παραβατικότητας σε κέντρο δημιουργικής και νεανικής επιχειρηματικότητας, Το Βήμα (23/3/2013), ανάκτηση 24/3/2013, διαθέσιμο στο:http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=503946 Vradis, A., 2014. From crisis to gentrination, Political Geography, 40, DOI: 10.1016/j.polgeo.2013.11.006 Urban Conflicts 47 03 Η πόλη, η κατοικία και η ανατροπή του καπιταλισμού: βασικά στοιχεία μιας θεωρητικής-ιστορικής τοποθέτησης Θάνος Ανδρίτσος Υποψήφιος Διδάκτορας, τμήμα Γεωγραφίας- Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο t.andritsos@gmail.com 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το κείμενο αυτό, δεν περιλαμβάνει μια επαρκή ερευνητική δουλειά γύρω από όλα τα ζητήματα που εγγίζει ο γενικόλογος τίτλος του αλλά την κατάθεση μιας μεθοδολογίας, μιας θεωρητικής–πολιτικής θέσης, βασισμένης συχνά σε γενικεύσεις και υπεραπλουστεύσεις, με –ίσως ανεπίτρεπτα- ιστορικά άλματα, επιλεκτικές θεωρητικές «κλοπές» και, πιθανώς, άδικες κριτικές. Πάνω από όλα, εκκινεί από τη βαθιά πεποίθηση ότι για αυτούς που αναφέρονται στην κοινωνική χειραφέτηση, ο ειλικρινής διάλογος, ακόμα και όταν εμπεριέχει διαφωνίες, είναι εξαιρετικά πιο χρήσιμος τόσο από τις άγονες δογματικές πολιτικές αντιπαραθέσεις όσο και από αποστειρωμένες ακαδημαϊκές σεμνοτυφίες. Η προσπάθεια μου δεν κρύβει μια μεγαλομανία για τη διατύπωση της μιας και μοναδικής αλήθειας ή μεθοδολογίας, ούτε την αποτύπωση ενός οδικού χάρτη απελευθερωτικής πολιτικής. Εκκινεί από την προσωπική πολιτική και ερευνητική αγωνία που προέκυψε από ερωτήματα και αντιπαραθέσεις των τελευταίων πέντε ετών· πέντε ετών έκτακτης ανάγκης, κοινωνικής καταστροφής και ισχυ- 48 Η πόλη, η κατοικία και η ανατροπή του καπιταλισμού ρών, αλλά ακόμα ανολοκλήρωτων, κοινωνικών αγώνων, που θέτουν ακόμα πιο επιτακτικά την ανάγκη αναμέτρησης με το τεράστιο καθήκον της κοινωνικής χειραφέτησης. Μπορεί η αφήγηση που προτείνεται να είναι λανθασμένη, όμως κάθε οπτική που θέλει να διαχωριστεί από τη βαρβαρότητα του σύγχρονου καπιταλισμού οφείλει να καταπιαστεί και με το ερώτημα της ανατροπής του. Για αυτό, και σήμερα είναι που έχει ακόμα μεγαλύτερη ισχύ η φράση που χρησιμοποίησε ο David Harvey τέσσερις δεκαετίες πριν: «Πες κάτι με νόημα και συνοχή ή μείνε σιωπηλός» (Harvey 2009, 129). Για πολλούς λόγους, οι επιστήμες του χώρου βρίσκονται όλο και περισσότερο στο προσκήνιο, τόσο για την ανάλυση των αιτιών της οικονομικής κρίσης όσο και για την κατανόηση των αγώνων σε ολόκληρο τον κόσμο. Κινήματα με χωρική βάση, όπως οι πλατείες, οι αγώνες για την κατοικία ή την υπεράσπιση των κοινών, πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, συλλογικότητες ανέργων, όλα αυτά που συμπεριλαμβάνουμε συνήθως στον όρο κινήματα πόλης, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της κοινωνικής αναμέτρησης. Είναι άραγε «νέα» ή όχι; Ποια η σχέση τους με το εργατικό κίνημα; Τα γνωστά, τουλάχιστον από τη δεκαετία του ΄60, ερωτήματα επανέρχονται ακόμα πιο άμεσα. Και όπως αρεσκόμαστε, σε πολιτικό και επιστημονικό επίπεδο, αυτά που από πριν υποστηρίζαμε, τα δίπολα στα οποία από πριν είχαμε ενταχθεί, προσπαθούμε να τα επιβεβαιώσουμε στις νέες συνθήκες. Έτσι, έκανε ξανά την εμφάνισή του ο δογματικός κομισάριος, χλευάζοντας τα κινήματα αυτά σαν παιδικά παιχνίδια και προφητεύοντας τον ερχομό ενός ρωμαλέου εργατικού κινήματος βγαλμένου μέσα από εργοστάσια με φουγάρα. Και απέναντι σε αυτόν, ιδέες που κλείνουν πια μισό αιώνα ζωής κάνουν ότι μπορούν για να επιδείξουν ότι παραμένουν έφηβες, ξορκίζοντας το «παλιό» εργατικό κίνημα, υψώνοντας σινικά τείχη με τα «νέα» κινήματα και κατηγορώντας τη διάθεση γενίκευσης και ενότητας σαν μια ξεκάθαρη προσπάθεια αποκλεισμού και υποταγής. Στο «βιβλίο του Ντάνιελ» (Doctorow, 2006) οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες των γονιών από τους εργατικούς αγώνες του μεσοπολέμου εναλλάσσονται με τις έγχρωμες των παιδιών από το αντιπολεμικό κίνημα και τους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα τις δεκαετίες του’60. Στο κολάζ των ημερών μας, και οι δύο πρέπει να φυλαχτούν με ευλάβεια, όμως στην εποχή του τρισδιάστατου εκτυπωτή, τόσο οι έγχρωμες όσο και οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες φαντάζουν εξίσου παλιές ή εξίσου νέες. Urban Conflicts 49 2. ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ «ΚΑΘ’ΕΑΥΤΗ» ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ «ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ» Το επιχείρημα μου, αν και καθόλου πρωτότυπο, είναι συγκεκριμένο: τα κινήματα για την πόλη και την κατοικία, ακόμα και οι αγώνες για τη φύση και τα κοινά, αποτελούν, ή μάλλον μπορούν να αποτελέσουν, αναπόσπαστο κομμάτι της ταξικής πάλης. Η πάλη των τάξεων, πηγή της ιστορικής εξέλιξης της κοινωνίας (Μαρξ & Ένγκελς, 2004), διεξάγεται με πολλούς τρόπους, σε πολλαπλές κλίμακες, και δεν περιλαμβάνει μονάχα μια στενή έννοια του εργατικού κινήματος προσανατολισμένη στο βιομηχανικό προλεταριάτο. Γνωρίζοντας τον τεράστιο βαθμό γενίκευσης, υποστηρίζω ότι στην πλειονότητα των κοινωνικών αναμετρήσεων που λαμβάνουν χώρα σε περιόδους κρίσης του καπιταλισμού, οι αιτίες συνδέονται, περισσότερο ή λιγότερο άμεσα, με τον κοινωνικό ανταγωνισμό και την προσπάθεια της αστικής τάξης να συνεχίσει και να διευρύνει τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Αυτό, δεν σημαίνει ότι όλες οι αντιθέσεις υποτάσσονται στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, ούτε ότι κινήματα που βασίζονται σε ζητήματα φύλου, εθνικότητας και σεξουαλικότητας είναι υποδεέστερα. Τα τελευταία, έχουν τεράστια σημασία σε αστικά και περιβαλλοντικά κινήματα παράλληλα, ωστόσο, με μια βασική παράμετρο∙ την προσπάθεια του κεφαλαίου να υπερβεί μέσα από τον χώρο την κρίση του. Παρότι οι αιτίες εκδήλωσης των αγώνων συνδέονται με την πολιτική του κεφαλαίου, δεν είναι όλοι αναγκαστικά κομμάτι της ταξικής πάλης. Έτσι, πράγματι, η υπεράσπιση ενός δημόσιου χώρου ή η διεκδίκηση του δικαιώματος στην κατοικία για μια οικογένεια, αν και είναι αποτέλεσμα του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα της κοινωνίας, δεν αποτελεί συνειδητή προσπάθεια υπέρβασής της. Όμως, το ίδιο δεν ισχύει και για μια μεμονωμένη κινητοποίηση ή απεργία; Δεν είναι καμιά ιδιαίτερη πρωτοτυπία αυτή η διαπίστωση. Ο ίδιος ο Λένιν υποστήριζε πως: «Όταν οι εργάτες ενός ορισμένου εργοστασίου, ενός ορισμένου επαγγέλματος, αρχίζουν να παλεύουν ενάντια στ’ αφεντικά τους ή ενάντια στ’ αφεντικά, είναι άραγε αυτό ταξική πάλη; Όχι… Μόνο όταν ο κάθε εργάτης νοιώθει τον εαυτό του μέλος όλης της εργατικής τάξης, όταν στους καθημερινούς μικροαγώνες του ενάντια στα χωριστά αφεντικά και στους χωρι- 50 Η πόλη, η κατοικία και η ανατροπή του καπιταλισμού στούς κρατικούς λειτουργούς βλέπει την πάλη ενάντια σ’ όλη την αστική τάξη και ενάντια σ’ όλη την κυβέρνηση, μόνο τότε η πάλη του γίνεται πάλη ταξική» (Λένιν 1976, 191-192). Άλλωστε ο Μαρξ, ήδη από το 1847, στην «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας» (Μάρξ, χ.χ.), αναδεικνύει τη διάκριση ανάμεσα στην «τάξη καθ’εαυτήν» και στην «τάξη για τον εαυτό της» ή «τάξη δι’εαυτήν». Η εργατική τάξη προκύπτει μέσα από τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, ωστόσο, εμφανίζεται και δρα ως τέτοια μόνο συνειδητοποιώντας την ταξική της θέση και παλεύοντας ενάντια στο κεφάλαιο για να επιτύχει τα ταξικά της συμφέροντα. Τότε, σταματά να είναι τάξη καθ’εαυτήν και γίνεται τάξη για τον εαυτό της. Αν μεταφέρουμε αυτή τη σκέψη στο επίπεδο των συγκεκριμένων αγώνων, κατανοούμε ότι ένας αγώνας μπορεί να είναι ταξικός καθαυτόν, δηλαδή να προκύπτει ή να συνδέεται με την άντληση υπεραξίας και τη συσσώρευση του κεφαλαίου, αλλά να μην είναι ταξικός για τον εαυτό του, δηλαδή να μη γίνεται αντιληπτός από τους συμμετέχοντες σε αυτόν σαν κομμάτι της ταξικής πάλης, σαν κομμάτι ενός συνολικού σχεδίου ανατροπής της αστικής εξουσίας, μιας συνειδητής πάλης για την κοινωνική χειραφέτηση. Υπό το πρίσμα αυτό, ακόμα και η υπεράσπιση μιας μικρής πλατείας είναι ταξική πάλη, αν γίνει αντιληπτή ως συνειδητή επιλογή των εκμεταλλευόμενων με στόχο να την αποσπάσουν από την κερδοφορία του κεφαλαίου, αποτελώντας πλευρά ενός ευρύτερου αντικαπιταλιστικού σχεδίου με στόχο την κοινωνική ανατροπή, μαζί με εργατικές απεργίες, μαχητικές διαδηλώσεις, πρωτοβουλίες ανέργων κ.α. Η άρνηση του ταξικού χαρακτήρα ενός αγώνα, στη βάση της μη αναγνώρισής του ως ταξικού από τους συμμετέχοντες σε αυτόν, είναι ένα ανεπαρκές επιχείρημα, ακριβώς διότι, και στον ίδιο τον μαρξισμό, ένας αγώνας που δεν γίνεται με ταξική συνείδηση δεν είναι ταξικός. Αυτό, δεν είναι μια καινοτομία της εποχής μας, η οποία βεβαίως και έχει εκρηκτικά νέα χαρακτηριστικά, αλλά αφετηριακή θέση του μαρξισμού και του εργατικού κινήματος. Ήταν μια βάση από την οποία εκκίνησαν όλα τα μετέπειτα- συχνά αντικρουόμενα- μαρξιστικά και μη ρεύματα. Είναι δεδομένο ότι γύρω από αυτό το ζήτημα έχει γίνει τεράστια θεωρητική συζήτηση και αντιπαράθεση που δεν θα μπορούσε να παρουσιαστεί επαρκώς σε αυτό το κείμενο. Ο βασικός στόχος είναι να γίνει ορατή η οριοθέτηση από Urban Conflicts 51 έναν μαρξισμό που αντιλαμβάνεται την ταξική πάλη στενά και δογματικά και από έναν ανάποδο δογματισμό που αποδέχεται τα κοινωνικά κινήματα πόλης ως μη ταξικά και, ίσως, ως ανταγωνιστικά με το εργατικό κίνημα. Υποστηρίζω, μάλιστα, ότι αυτό το δίπολο, εκτός από πολιτικά και κινηματικά άγονο και καταστροφικό, είναι θεωρητικά και ιστορικά ευάλωτο. 3. ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. ENGELS, LEFEBVRE, HARVEY 170 χρόνια πριν, το 1845, εκδόθηκε ένα από τα πρώτα και θεμελιώδη έργα του μαρξισμού, η «Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία», από τον 24χρονο τότε Φρειδερίκο Ένγκελς. Είναι το αποτέλεσμα μιας αδιάκοπης δουλειάς ετών που έφερε εις πέρας μετά από τη μετακόμισή του στην Αγγλία, όπου τον έστειλε ο πατέρας του για να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, αλλά και για να περιορίσει τις ανατρεπτικές συναναστροφές του στη Γερμανία. Ο νεαρός Φρειδερίκος βρίσκεται έτσι στην καρδιά του σύγχρονου κόσμου, στο κέντρο της βιομηχανίας και του νεαρού προλεταριάτου. «Αν το Βερολίνο, με τις αίθουσες διαλέξεων και τις συζητήσεις στις μπυραρίες, ήταν η πόλη του πνεύματος, τότε το Μάντσεστερ ήταν η πόλη της ύλης. Κατά μήκος της Deansgate και της Great Ducie Street… ο Ένγκελς συνέλεξε τα ‘δεδομένα, δεδομένα, δεδομένα’ της βιομηχανικής Αγγλίας, σε υπερβολικό βαθμό», γράφει ένας σύγχρονος βιογράφος του (Hunt 2009, 78). Το πολυσέλιδο βιβλίο του αποτελεί μια από τις πιο συγκλονιστικές περιγραφές της Αγγλίας των μέσων του 19ου αιώνα. Το αφιερώνει «στους εργάτες», συμπληρώνοντας: «Έζησα αρκετό καιρό μαζί σας, για να είμαι καλά πληροφορημένος για τις συνθήκες ζωής σας∙ αφιέρωσα όλη μου την προσοχή, για να τις γνωρίσω καλά …δεν με ενδιέφερε μια αφηρημένη μονάχα γνώση για λογαριασμό μου, ήθελα να σας δω στις κατοικίες σας, να σας παρατηρήσω στην καθημερινή σας ύπαρξη, να μιλήσω μαζί σας για τις συνθήκες ζωής σας και τα βάσανά σας, να είμαι μάρτυρας στους αγώνες σας ενάντια στην κοινωνική και πολιτική εξουσία των καταπιεστών σας.» (Ένγκελς 1974, 33 - υπογράμμιση στο πρωτότυπο). Οι γραμμές αυτές, δείχνουν ότι τα πρώτα κείμενα των Μαρξ και Ένγκελς δεν βασίζονται σε μια αφ’ υψηλού μελέτη της κοινωνίας, χωρίς εστίαση στην 52 Η πόλη, η κατοικία και η ανατροπή του καπιταλισμού πραγματική ζωή των κοινωνικών υποκειμένων. Το πιο εντυπωσιακό είναι το ενδιαφέρον του για τις εργατικές συνοικίες των βιομηχανικών πόλεων, και κυρίως του Μάντσεστερ. Οι πρώτες 150 σελίδες (στην ελληνική μετάφραση) αναφέρονται αποκλειστικά στις συνθήκες κατοικίας, συνοδευόμενες από εκπληκτικής -για την εποχή- ακρίβειας χάρτες, σκίτσα, μέχρι και σχέδια της ρυμοτομίας και των κατασκευαστικών τεχνικών. Σαφώς, πολλές κριτικές θα μπορούσαν να ασκηθούν στο εγχείρημα του Ένγκελς. Μια φεμινιστική οπτική, ορθώς θα αναγνώριζε μια υποτίμηση του ρόλου των γυναικών. Ο Hobsbawm αναφέρει και άλλες αδυναμίες του έργου, συμπληρώνοντας, ωστόσο, ότι οφείλουμε να εντυπωσιαστούμε από τα πλεονεκτήματα, που δείχνουν ότι «στον τομέα των κοινωνικών ερευνών, κανένας δεν θα μπορέσει να κάνει έργο επιστημονικό, χωρίς προηγούμενα να απαλλαχθεί από τις αυταπάτες της αστικής τάξης.» (πρόλογος στο Ένγκελς 1974, 23). Αξίζει να επιμείνουμε στη σημασία που έχει αυτού του είδους η κοινωνική και οικονομική έρευνα που πραγματοποίησε για τη συγκρότηση των θεμελίων του μαρξισμού. Η μεγάλη βιομηχανική πόλη είναι ταυτόχρονα η κόλαση και ο παράδεισος της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι το επιβλητικό βασίλειο των επιτευγμάτων της προόδου, αλλά και ένας βάλτος δυστυχίας, ο τόπος της δύναμης και του πλούτου, αλλά και η αρένα του διαρκούς απάνθρωπου ανταγωνισμού. Ο Ένγκελς κοίταζε τη σύγχρονη πόλη και τους κολασμένους της και έβλεπε τον τόπο που θα διεξαγόταν η κοινωνική επανάσταση που οραματιζόταν και το υποκείμενο που θα την έφερνε εις πέρας. Μια κοινωνική επανάσταση που θα προκύψει ως απάντηση στη συνεχιζόμενη εκμετάλλευση και καταπίεση που το προλεταριάτο δέχεται στους χώρους δουλειάς, αλλά και στις πόλεις και τις κατοικίες του. Καθόλου δεν υποτιμούσε αυτό το δεύτερο σκέλος. Αυτή η πλευρά του μαρξιστικού έργου, δηλαδή η ενδελεχής ανάλυση των συνθηκών διαβίωσης και κατοίκησης του προλεταριάτου, αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία του και ένα νήμα που συνδέει τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς με ορισμένες από τις σημαντικότερες εμβαθύνσεις και επεκτάσεις του μαρξισμού από τον 19ο μέχρι τον 21ο αιώνα. Υποστηρίζω ότι αποτέλεσε «γέφυρα» για την «είσοδο» του μαρξισμού στη Ρωσία (βλ. αναλυτικά Ανδρίτσος, υπό έκδοση). Ο ίδιος ο Μαρξ έμαθε ρώσικα και ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για τη Ρωσία μέσα από τα έργα του μεγάλου διανοητή και συγγραφέα Τσερνισέφσκι, Urban Conflicts 53 και κυρίως μέσα από το βιβλίο του Flerovsky (ψευδώνυμο του Vasily Bervi) με τον καθόλου τυχαίο τίτλο «Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στη Ρωσία». Θεωρεί ότι έργα σαν κι αυτό δείχνουν μια αλλαγή στο θεωρητικό τοπίο μιας χώρας, που μέχρι τότε εχθρευόταν βαθιά, και αρχίζει να δείχνει μια διαλλακτικότητα σχετικά με την προοπτική της επανάστασης στη Ρωσία και τη σημασία της κοινοκτημοσύνης της γης. Θα ήταν άσκοπο να προσπαθήσω σε λίγες γραμμές να επιλέξω θεωρητικές συνεισφορές του μεσοπολεμικού μαρξισμού, άλλωστε, και στην ίδια την προεπαναστατική Ρωσία αναφέρθηκα εστιάζοντας μόνο σε μια λιγότερο γνωστή πλευρά. Κατανοώντας το θεωρητικό ρίσκο, θα επιχειρήσω ένα ιστορικό άλμα δεκαετιών, σε έναν από τους πιο διαβασμένους στοχαστές για τα ζητήματα του χώρου, τον Ανρί Λεφέβρ. Αμέσως μετά από τον πόλεμο, ο Γάλλος θεωρητικός επαναφέρει στο κέντρο της έρευνας και της πολιτικής δράσης την καθημερινή ζωή. Όπως αποτυπώνεται από τον πρώτο τόμο του «Critique of Everyday Life», του 1947, η αφετηρία της σκέψης του είναι ότι τόσο στις καπιταλιστικές όσο και στις «σοσιαλιστικές» χώρες η καθημερινή ζωή απείχε πολύ από το να αλλάξει ριζικά, όπως ήλπιζαν μετά από την απελευθέρωση. Αυτό σήμαινε ότι δεν αρκούσε μια αλλαγή στην παραγωγή, αν δε συνοδευόταν από μια αλλαγή στις πόλεις που ζούμε και σε όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την καθημερινότητά μας. Μια τέτοια οπτική, ήταν πια αιρετική σε σχέση με ένα σώμα μαρξισμού που έθετε ως ανώτερες αρχές τους δείκτες παραγωγικότητας. Την πραγματική δυναμική και ουσία του έργου των Μαρξ και Ένγκελς νομίζω ότι προσπάθησε, στο μεγαλύτερο κομμάτι του ώριμου έργου του, να φέρει στο φως ο Ανρί Λεφέβρ. Προτείνει μια ανάγνωση του μαρξισμού ως την «‘επιστήμη του προλεταριάτου’. Αυτή η έκφραση μπορεί να γίνει διπλά κατανοητή: Ο Μαρξισμός μελετά το προλεταριάτο, τη ζωή του, την πραγματικότητά του, την κοινωνική λειτουργία του, την ιστορική του κατάσταση. Την ίδια στιγμή, αυτή η επιστήμη προέρχεται από το προλεταριάτο και εκφράζει την ιστορική του πραγματικότητα και την κοινωνική και πολιτική του ανύψωση» (Lefebvre 1991, 147). Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στο έργο του Ένγκελς για την κατάσταση της εργατικής τάξης, θεωρώντας ότι αποτελεί το ουσιαστικό υλικό θεμέλιο πάνω στο οποίο πάτησε η μαρξιστική φιλοσοφία και εισηγείται μια διαφορετική διαδρομή στη μελέτη της μαρξιστικής σκέψης. «Μήπως υπάρχουν πολλοί τρόποι για 54 Η πόλη, η κατοικία και η ανατροπή του καπιταλισμού να μπει κανείς στη μαρξιστική σκέψη; Γιατί να υπάρχει μια και μοναδική προσπέλαση, μια και μοναδική υποχρεωτική διαδρομή, πάντοτε η ίδια, που να πηγαίνει από τα ίδια αποσπάσματα στις ίδιες αναφορές, χαραγμένη από την τάδε ή τη δείνα αυθεντία, και που θα έπρεπε αναγκαστικά να την ακολουθούμε με τυφλή υπακοή; Με το να βεβαιώνουμε ότι ο Ένγκελς συνέβαλε από δικού του στη διαμόρφωση της λεγόμενης μαρξιστικής σκέψης, με το να υπερασπίζουμε τη μνήμη του δείχνοντας ότι δεν ήταν το δεύτερο βιολί… δεν σημαίνει ότι φτωχαίνουμε αυτή τη σκέψη∙ μήπως σημαίνει, αντίθετα, ότι αγωνιζόμαστε ενάντια στο δογματικό και σχολαστικό φτώχεμά της;» (Λεφέβρ 1983, 12). Αυτή η γραμμή σκέψης, ενάντια στο δογματικό φτώχεμα του μαρξισμού, αποτυπώνεται και στο πιο γνωστό, σε σχέση με τα κινήματα πόλης, έργο του. Το «Δικαίωμα στην Πόλη», που δεν είναι προφανώς συμπαθητικό σλόγκαν για την προεκλογική εκστρατεία του μνημονιακού Δημάρχου της Αθήνας, δεν είναι ούτε ένας αιρετικός μεταμαρξιστικός νεολογισμός. Είναι ένα ταξικό αίτημα, είναι μια επανανοηματοδότηση της ταξικής πάλης ως πάλης για τη διεκδίκηση της καθημερινής ζωής και της πόλης που είναι το έδαφός της. Είναι μια νέα διατύπωση της σοσιαλιστικής προοπτικής, για την οποία δεν αρκεί η κατάληψη των μέσων παραγωγής. Η «στρατηγική της πόλης», που προτείνει, «δεν μπορεί παρά να στηριχθεί στην παρουσία και τη δράση της εργατικής τάξης, μόνης τάξης ικανής να βάλει τέλος στο στεγανό διαχωρισμό… Αυτό, δεν σημαίνει ότι η εργατική τάξη θα φτιάξει από μόνη της την κοινωνία πόλης, αλλά ότι χωρίς αυτήν τίποτα δεν είναι εφικτό» (Lefebvre 1977, 138). Κάνοντας ένα ακόμα χρονικό άλμα, ας έρθουμε σε έναν από τους γνωστότερους εκπροσώπους της ριζοσπαστικής γεωγραφίας, τον David Harvey, ο οποίος το 2012, μετά από ένα παγκόσμιο κύμα εξεγέρσεων, εκδίδει τις «Εξεγερμένες Πόλεις», αφιερώνοντας το πρώτο κεφάλαιο στο «όραμα του Ανρί Λεφέβρ». Επισημαίνει ότι «το δικαίωμα στην πόλη είναι ένα κενό σημαίνον. Όλα εξαρτώνται από το ποιος θα του προσδώσει ένα νόημα. Οι επενδυτές και οι υπερεργολάβοι μπορούν να το διεκδικήσουν, και έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν. Το ίδιο, όμως, ισχύει και για τους άστεγους και τους χωρίς χαρτιά» (Harvey 2013, 31). Η πόλη και το δικαίωμα σε αυτήν είναι πεδίο ταξικής αναμέτρησης. Για να επικυρώσει αυτή την άποψη, προτείνει τρεις άξονες. Πρώτον, την αναδιαμόρφωση του «εδάφους» της ταξικής πάλης. Αφού η συσσώρευση του Urban Conflicts 55 Κεφαλαίου δεν γίνεται μόνο μέσα από την παραγωγή αλλά μέσα από τη συνολική κυκλοφορία του Κεφαλαίου μέχρι την πραγμάτωση της υπεραξίας, τότε οι αγώνες που εκτυλίσσονται στο σύνολο αυτής της διαδικασίας είναι εξίσου ταξικοί. Και αν η πόλη και η αστικοποίηση παίζουν καθοριστικό ρόλο για τις διαδικασίες συσσώρευσης, τότε η διεκδίκηση του δικαιώματος στην πόλη και την παραγωγή του χώρου βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της ταξικής αναμέτρησης. Δεύτερον, την επέκταση του ορισμού της εργατικής τάξης, ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες και τους μηχανισμούς συσσώρευσης του Κεφαλαίου, αναδεικνύοντας ειδικά το τεράστιο κομμάτι εργαζομένων που κινούν την οικονομία των πόλεων στους τομείς των υπηρεσιών, του εμπορίου, του επισιτισμού, των κατασκευών, των μεταφορών κ.α. Τρίτον, ένα «ξαναγράψιμο» της ιστορίας των ταξικών αγώνων, καθώς, ακόμα και στους ηρωικούς αγώνες του βιομηχανικού προλεταριάτου, η πάλη ποτέ δεν περιοριζόταν στου χώρους δουλειάς, αλλά είχαν ιδιαίτερη διάσταση στους τόπους που λάμβαναν χώρα. Θα σταθούμε λίγο παραπάνω στην τρίτη πρόταση. 4. ΓΙΑ ΕΝΑ ΞΑΝΑΓΡΑΨΙΜΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΤΑΞΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ Σαφώς, δεν θα επιχειρηθεί σε αυτό το σημείο υλοποίηση της παραπάνω πρότασης του Harvey. Ωστόσο, στην ίδια γραμμή σκέψης ,θα αναδειχθεί ένα ακόμη, κατά τη γνώμη μου, λανθασμένο δίπολο. Αυτό της ανάγνωσης των μεγάλων αγώνων του παρελθόντος είτε με την αποκλειστική ιδιότητα των κινημάτων πόλης είτε με μια περιορισμένη πρόσληψη της ταξικής πάλης. Η δεύτερη πλευρά δεν είναι τόσο δημοφιλής στα ερευνητικά μας ενδιαφέροντα, ωστόσο, η πρώτη είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένη. Μια από τις αφετηρίες αυτών των προσεγγίσεων, που, βεβαίως, δεν είναι η μόνη ούτε εκφράζει συνολικά τις θεωρίες κοινωνικών κινημάτων, είναι το παλαιότερο έργο του Castells, «City and the Grassroots» (Castells, 1983). Ο γνωστός κοινωνιολόγος της πόλης επιδιώκει να κατανοήσει και να διαμορφώσει μια θεωρία για τα κοινωνικά κινήματα της εποχής τους που, κατά τη γνώμη του, αναπτύσσονταν γύρω από τρία μεγάλα θέματα: τη συλλογική κατανάλωση, την πολιτιστική ταυτότητα γύρω από μια ιδιαίτερη περιοχή και την πολιτική κινητοποίηση σε σχέση με το κράτος, με έμφαση στον ρόλο της τοπικής κυβέρνησης. Η προσπάθεια του εκκινεί από την εστίαση στις 56 Η πόλη, η κατοικία και η ανατροπή του καπιταλισμού πολλαπλές εκδηλώσεις αγώνων στις πόλεις, που συναντούσαν την αδιαφορία ή και την εχθρότητα των παραδοσιακών κομματιών της Αριστεράς και του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Διευρύνει τη σκέψη του σε μια σειρά ιστορικών παραδειγμάτων. Το πιο πολυσυζητημένο από αυτά είναι η Παρισινή Κομμούνα του 1871. Το επιχείρημα που θέτει είναι ότι η Κομμούνα ήταν μια αστική-δημοτική επανάσταση, και όχι εργατική-σοσιαλιστική, όπως την είχαν παρουσιάσει οι Μαρξ και Λένιν. Την άποψή αυτή, στηρίζει στην κοινωνική σύνθεση των Κομμουνάρων, που δεν προέρχονταν κατά πλειοψηφία από το βιομηχανικό προλεταριάτο -ενώ πρωταγωνιστούσαν παράλληλα γυναίκες και παιδιά, στον αυτοπροσδιορισμό τους περισσότερο ως πολιτών παρά ως εργατών/τριών, στα μέτρα της Κομμούνας σε σχέση με την πόλη, στις συνθήκες κατοικίας, στη διαχείριση των δανείων, και στην αναγνώριση του εχθρού στους «ελεγκτές της καθημερινής ζωής» και όχι στους βιομήχανους. Ο Harvey επιχειρεί μια διαφορετική προσέγγιση. Αναδεικνύει πώς οι μετασχηματισμοί του Παρισιού, τις προηγούμενες δεκαετίες, συνδέονταν άρρηκτα με την κρίση και την ανάπτυξη της οικονομίας της εποχής, και υποστηρίζει ότι ο αστικός-δημοτικός χαρακτήρας της εξέγερσης δεν είναι αντιπαραθετικός αλλά συμπληρωματικός με τον ταξικό, όπως και η ταξική συνείδηση δεν αποκλείει τον αυτοπροσδιορισμό στη βάση της κοινότητας. «Υποστηρίζω ότι από παλιά υπήρχαν προσδιορισμοί της τάξης σε επίπεδο τοπικό, γειτονιάς και κοινότητας. Αυτοί οι μαρξιστές που αρνούνται να αναγνωρίσουν τη σημασία της κοινότητας στη διαμόρφωση της ταξικής αλληλεγγύης κάνουν σοβαρό λάθος. Αλλά, για τον ίδιο λόγο, αυτοί που υποστηρίζουν ότι η κοινοτική αλληλεγγύη δεν έχει τίποτα να κάνει με την τάξη είναι παρόμοια τυφλοί. Σημάδια της τάξης και της ταξικής συνείδησης είναι ακριβώς το ίδιο σημαντικά στον χώρο της καθημερινής ζωής όσο και στον χώρο εργασίας. Η ταξική θέση μπορεί να εκφράζεται μέσα από τους τρόπους κατανάλωσης όσο και μέσα από τις σχέσεις στην παραγωγή» (Harvey 2003, 220-221). Μια παρόμοια προσέγγιση, αναφορικά με το υποκείμενο της Παρισινής Κομμούνας, φαίνεται να ασπάζεται ο Eric Hobsbawm (2006: 336): «Μπορούμε άραγε να μιλήσουμε για ‘τους εργάτες’ ως ενιαία κατηγορία ή τάξη; Τι κοινό υπήρχε ανάμεσα σε ομάδες ανθρώπων που συχνά είχαν τόσο μεγάλες διαφορές;… Τους ένωνε όλους, ωστόσο, η κοινή αίσθηση της χειρωνακτικής εργασίας Urban Conflicts 57 και της εκμετάλλευσης…η κοινή μοίρα των μεροκαματιάρηδων… ο όλο και μεγαλύτερος διαχωρισμός τους από μια αστική τάξη της οποίας ο πλούτος αυξανόταν ραγδαία, ενώ η δική τους κατάσταση παρέμενε επισφαλής…». Η ταύτιση της ταξικής πάλης, και συχνά και του μαρξισμού, με το οργανωμένο εργατικό κίνημα των μεγάλων εργοστασίων, εκτός από τις ορθές θεωρητικές κριτικές για το προβαλλόμενο μοντέλο του λευκού ετεροφυλόφιλου εργάτη που προκαλεί, είναι και ιστορικά ατεκμηρίωτη. Στην πραγματικότητα, η συνθήκη της μόνιμης και σταθερής απασχόλησης σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες για ένα πλειοψηφικό κομμάτι της εργατικής τάξης δεν ίσχυσε παρά μόνο για κάποιες δεκαετίες, σε συγκεκριμένες περιοχές του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Δεν ήταν, βέβαια, αυτή η πραγματικότητα που έζησαν οι Μαρξ και Ένγκελς, των οποίων οι παραστάσεις, ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις, να έμοιαζαν πιο πολύ με πλευρές της σύγχρονης εποχής, παρά, για παράδειγμα, με τη μεταπολεμική Γαλλία. Η επισφαλής θέση της εργατικής τάξης, η μείωση του εφεδρικού στρατού των ανέργων, η βελτίωση των συνθηκών κατοίκησης και εργασίας, δεν ήταν καμία δοσμένη σταθερή πραγματικότητα αλλά αποτελέσματα επαναστάσεων και διαρκή επίδικα της ταξικής πάλης. Ακόμα, όμως, και στους πιο σημαντικούς αγώνες του βιομηχανικού προλεταριάτου, η πάλη και η οργάνωση στους χώρους της δουλειάς συνδυαζόταν με αντίστοιχα βήματα στο επίπεδο της πόλης, όπως δείχνει το πιο γνωστό παράδειγμα των «Σπιτιών του Λαού» στην Ιταλία των Εργατικών Συμβουλίων. Ο Αντόνιο Γκράμσι, σε κείμενό του με τίτλο «Εργατική Δημοκρατία», προτείνει τη δημιουργία «συνοικιακής επιτροπής»: «θα έπρεπε να τείνουν να ενσωματωθούν σε αυτή την ομάδα που προέρχεται από το εργοστάσιο οι εκπρόσωποι των άλλων κατηγοριών εργαζομένων κατοίκων της συνοικίας: γκαρσόνια, αμαξάδες, σιδηροδρομικοί, οδοκαθαριστές, υπηρέτες, πωλητές κλπ. Η επιτροπή της συνοικίας θα έπρεπε να είναι η εκδήλωση όλης της εργαζόμενης τάξης που κατοικεί στη συνοικία, μια εκδήλωση νομιμοποιημένη και με επιρροή, ικανή να εμπνεύσει σεβασμό σε μια πειθαρχία, περιβεβλημένη με μια εξουσία αυθόρμητα εκπροσωπούμενη, και σε θέση να διατάξει την άμεση παύση της εργασίας στο σύνολο της συνοικίας» (Gramsci, 2012). Στα μεγαλύτερα ξεσπάσματα της ιστορίας οι διαφορετικές ταυτότητες και συνειδήσεις αλληλεπιδρούσαν και συνδυάζονταν. «Καθαροί» ταξικοί αγώνες, 58 Η πόλη, η κατοικία και η ανατροπή του καπιταλισμού προερχόμενοι από ένα πλήρως συνειδητοποιημένο προλεταριάτο που στοχεύει μονοσήμαντα στην οικονομική εξουσία, υπάρχουν μόνο σε εγχειρίδια, ακριβώς όπως «καθαρά» κινήματα πόλης που οριοθετούνται από τον ταξικό ανταγωνισμό βρίσκονται μόνο σε επιστημονικές δημοσιεύσεις. Τις περισσότερες φορές, υφίσταται μια διαρκής συνύπαρξη, που, συχνά, συνδυάζεται με μια εσωτερική διαπάλη μεταξύ διαφορετικών συνειδήσεων, ταυτοτήτων και πολιτικών προταγμάτων. Η καθοριστικότητα του ταξικού χαρακτήρα προκύπτει ίσως από αυτό που περιγράφει ο Raymond Williams (1989: 115): «Ο μοναδικός και ιδιόμορφος χαρακτήρας της αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης ήταν ότι προσπάθησε να συνδέσει ειδικούς αγώνες σε ένα γενικό αγώνα με έναν ξεχωριστό τρόπο. Σαν κίνημα, έθεσε το στόχο να κάνει αληθινό αυτό που είναι από πρώτη ματιά η ιδιόμορφη αξίωση ότι η υπεράσπιση και η ανάπτυξη συγκεκριμένων ειδικών συμφερόντων, αν συνδυαστούν κατάλληλα, είναι στην πραγματικότητα το γενικό συμφέρον». 5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Το κείμενο δεν εστίασε σκόπιμα σε αγώνες που λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και διεθνώς. Μια συνοπτική και επιλεκτική αναφορά θα αποδυνάμωνε και δεν θα ενίσχυε τα βασικά επιχειρήματα. Ωστόσο, αυτή η σύντομη θεωρητική και ιστορική αναζήτηση έχει στόχο να καταπιαστεί με ερωτήματα του σήμερα και του αύριο, που δεν εμφανίζονται για πρώτη φορά στην ιστορία. Μια μόνο γρήγορη ματιά στο παγκόσμιο κύμα των «αγανακτισμένων», των πλατειών και του Occupy, φέρνει στο προσκήνιο δύο τουλάχιστον κεντρικά ζητήματα. Αυτό του κοινωνικού υποκειμένου της αναμέτρησης, του γνωστού 99%, και αυτό της εξουσίας, της «πραγματικής δημοκρατίας». Πράγματι, αυτή η κραυγή της τεράστιας μάζας των «αποκάτω», μέσα στο καθεστώς της μεγαλύτερης παγκόσμιας ανισότητας στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεν θυμίζει σε πολλά τον αυτοπροσδιορισμό των υποκειμένων σε μεγάλα ξεσπάσματα που αναφέρθηκαν παραπάνω; Οι μικροί και μεγάλοι αγώνες που εκτυλίσσονται σε πολλαπλές κλίμακες στην Ελλάδα και παγκόσμια μπορούν να συνδυαστούν και να ενοποιηθούν ως κομμάτια μιας σύγχρονης ανανεωμένης ταξικής πάλης που στοχεύει στην Urban Conflicts 59 αντικαπιταλιστική ανατροπή (βλ. μια συνολική τοποθέτηση στο Andritsos & Velegrakis, forthcoming). Μέσα από μια τέτοια διαδικασία, μπορεί να επιτευχθεί η μετάβαση από τους επιμέρους αγώνες και τις σποραδικές λαϊκές εξεγέρσεις στον εξεγερμένο λαό, που αναμετριέται καθημερινά σε διαφορετικά επίπεδα με την εξουσία του κεφαλαίου, συγκροτώντας δικές του δομές και όργανα, και στοχεύει προς την ανατροπή του καπιταλισμού. Πιθανόν κάτι τέτοιο να είναι ακόμα μακριά από την πραγματική κατάσταση και βούληση των αγωνιζόμενων, ωστόσο, είναι καιρός η θεωρητική έρευνα να προσανατολιστεί σε αυτά που ενώνουν και όχι αυτά που χωρίζουν τα αγωνιζόμενα τμήματα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Andritsos Th., Velegrakis G., forthcoming. «From Past Struggles to Social Resistances in times of Crisis. Radical heterogeneity and the challenge of unification of the current social movements in Greece», Partecipazione e Conflitto 8,2. Ανδρίτσος Θ., υπό έκδοση. «Από το Λονδίνο της Πρώτης Διεθνούς και το βιομηχανικό Μάντσεστερ στις ρώσικες στέπες. Η μελέτη των συνθηκών διαβίωσης των «προλετάριων όλων των χωρών» ως θεμελιώδης πλευρά του μαρξισμού», Ουτοπία 109. Castells M., 1983. The City and the Grassroots. University of California Press, California. Doctorow E.L., 2006 [1971]. Το βιβλίο του Ντάνιελ (μετάφραση Π. Κοντογιάννης), Πόλις, Αθήνα. Engels F., 1974 [1845]. Η κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία (μετάφραση Λ. Αποστόλου), Μπάυρον, Αθήνα. Gramsci A., 2012 [1919]. «Εργατική Δημοκρατία», Διαθέσιμο στο http:// paranagnostis.blogspot.de/2012/03/gramsi.html [Προσπελάστηκε 20 Νοεμβρίου 2014]. Harvey D., 2009 [1973]. Social Justice and the City, University of Georgia Press, Athens, GA. Harvey D., 2003. Paris, Capital of Modernity, Routledge, New York-London Harvey D., 2013 [2012]. Εξεγερμένες Πόλεις. Από το δικαίωμα στην πόλη στην 60 Η πόλη, η κατοικία και η ανατροπή του καπιταλισμού επανάσταση της πόλης (μετάφραση Κ. Χαλμούκου), ΚΨΜ, Αθήνα Hobsbawm E.,2006 [1968]. H εποχή του κεφαλαίου, (μετάφραση Δ. Κούρτοβικ), ΜΙΕΤ, Αθήνα Hunt T., 2009. Marx’s General: The Revolutionary Life of Friedrich Engels, Metropolitan Books, New York Λένιν Β.Ι., 1976. Άπαντα- Τόμος 4 (μετάφραση Ομάδα Ελλήνων Επιστημόνων Μαρξιστών), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα Λεφέβρ A., 1983 [1972]. Μαρξισμός και πόλη (μετάφραση Γ. Αποστολάκος), Οδυσσέας, Αθήνα Lefebvre H., 1977 [1968]. Δικαίωμα στην πόλη- Χώρος και πολιτική (μετάφραση Π. Τουρνικιώτης, Κ. Λωράν), Παπαζήσης, Αθήνα Lefebvre H., 1991 [1947]. Critique of Everyday Life, Verso, London Μαρξ Κ., 1973 [1847]. Η αθλιότητα της φιλοσοφίας (μετάφραση Γεωργία Δεληγιάννη- Αναστασιάδη), Νέοι Στόχοι, Αθήνα Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ., 2004 [1848]. Το μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος (μετάφραση Γιώργος Κόττης), Θεμέλιο, Αθήνα Williams R., 1989. Resources of Hope: Culture, Democracy, Socialism, Verso, London Urban Conflicts 61 04 Ανάκτορο και κράτος στη μινωική Κρήτη: H σημασία της κοινωνικής αναπαραγωγής1 Γιώργος Βαβουρανάκης Επίκουρος Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, gvavour@arch.uoa.gr 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η μινωική Κρήτη, συχνά, θεωρείται παράδειγμα πρώιμης μορφής κράτους, εξαιτίας των ανακτόρων, των οποίων η εμφάνιση, συχνά και ενδεχομένως όχι άδικα, θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα φαινόμενα της Προϊστορίας στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου. Το φαινόμενο των ανακτόρων χωρίζεται σε δύο χρονολογικές περιόδους, την Παλαιοανακτορική ή Μεσομινωική Ι-ΙΙΙ, με όρους τυπολογίας της κεραμικής (περίπου 2000-1700 π.Χ.), και τη Νεοανακτορική ή Μεσομινωική ΙΙΙ – Υστερομινωική Ι (1700-1450 π.Χ.). Τα ανάκτορα ήσαν σχετικά εκτεταμένα και σύνθετα στη διάταξη των χώρων κτήρια με κεντρική, και συχνότατα, και δυτική αυλή. Διέθεταν περισσότερους του ενός ορόφους καθώς και μνημειακά χαρακτηριστικά, όπως κιονοστοιχίες, συστήματα αιθουσών με πολύθυρα και τοιχογραφίες. Οι πτέρυγές τους κάλυπταν λειτουργίες διαμονής, δεξίωσης, αποθήκευσης, βιοτεχνικών, και κυρίως τελετουργικών δραστηριοτήτων (Σχήμα 1). Τα πρώτα ανάκτορα εμφανίσθηκαν στην Κνωσό, τη Φαιστό και τα Μάλια (Σχήμα 2). Ανακτορικού τύπου κτήριο, δηλαδή με αρκετά αλλά όχι όλα τα 62 Ανάκτορο και κράτος στη μινωική Κρήτη Σχήμα 1: Κάτοψη του ανακτόρου της Κνωσού (Αλεξίου χωρίς έτος, πίν. ΚΘ) Σχήμα 2: Χάρτης της Κρήτης με τις θέσεις που αναφέρονται στο κείμενο. Urban Conflicts 63 διακριτικά γνωρίσματα, οικοδομήθηκε και στο Μοναστηράκι, στη δυτική Κρήτη, ενώ στη συνέχεια ιδρύθηκε το σχετικά μικρού μεγέθους ανάκτορο στον Πετρά Σητείας. Στη Νεοανακτορική περίοδο ιδρύθηκαν και άλλα κατά το μάλλον ή ήττον ανάκτορα, όπως αυτά στην Κάτω Ζάκρο, στις Αρχάνες, στο Γαλατά Πεδιάδας και στον Κομμό. Η λεγόμενη έπαυλη στην Αγία Τριάδα συγκέντρωνε σαφώς περισσότερες ανακτορικές λειτουργίες από ό,τι το αντίστοιχο ανάκτορο της Φαιστού κατά την ίδια, Νεοανακτορική περίοδο (για πρόσφατη πραγμάτευση βλ. συμβολές στο Driessen et al., 2002). Τα ανάκτορα βρίσκονται πάντοτε μέσα σε οικισμό και ποτέ απομονωμένα. Μάλιστα, η εμφάνιση των πρώτων ανακτόρων είναι σύμφυτη με την ανάπτυξη των αντίστοιχων οικισμών σε σύνολα αστικού μεγέθους και χαρακτήρα. Ο συσχετισμός ανακτόρου και πόλης ενίσχυσε την τάση ερμηνείας του ανακτορικού φαινομένου ως εμφάνισης μίας πρώιμης μορφής κράτους. Το παρόν κείμενο ξεκινά από μία κριτική ανασκόπηση επιμέρους ερμηνευτικών προσπαθειών των μινωικών ανακτόρων σε σχέση, αφενός, με τον εξαστισμό της Κρήτης κατά τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. και, αφετέρου, με τη σύνδεση των δύο αυτών φαινομένων με την πιθανότητα συγκρότησης κρατικών ή άλλων πολιτικών δομών. Σε αντίθεση με την έμφαση που έχει ως τώρα δοθεί στην ταυτότητα και τη δράση των ηγεμονικών ομάδων που έλεγχαν τα ανάκτορα, εδώ γίνεται στροφή στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας ως απαραίτητου συστατικού της ανάδυσης οιασδήποτε μορφής εξουσίας. Υποστηρίζεται ότι η ικανότητα των μινωικών κοινοτήτων, αστικών και μη, για αυτοοργάνωση και κοινωνική αναπαραγωγή συντέλεσε στην ανάδυση πολιτικών θεσμών, με ταυτόχρονη διατήρηση μίας κοινωνικής ρευστότητας, στην οποία οφείλονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ανακτορικού φαινομένου. 2. ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΑΚΤΟΡΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ Η σύνδεση ανακτόρου και κράτους είναι τόσο παλαιά όσο και η μινωική αρχαιολογία. Όταν ο Sir Arthur Evans ανέσκαψε το ανάκτορο της Κνωσού, θεώρησε ότι βρήκε την έδρα του μυθικού βασιλέα Μίνωα, τον οποίο ερμήνευσε ως τίτλο επικεφαλής κράτους, ανάλογο των Φαραώ της Αιγύπτου (Evans, 1921). 64 Ανάκτορο και κράτος στη μινωική Κρήτη Η ερμηνεία του Evans αποδομήθηκε με το πέρασμα του χρόνου, καθώς δεν ήταν επαρκώς βασισμένη σε αρχαιολογικά δεδομένα. Ενδεικτικά, μπορεί να αναφερθεί η απουσία της μορφής του ηγεμόνα στη μινωική εικονογραφία, ενώ η περίφημη τοιχογραφία του λεγόμενου «Πρίγκηπα των Κρίνων», τελικά, αποτελεί συνονθύλευμα άλλων τοιχογραφιών (Niemeier, 1988). Η έρευνα, ιδίως κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, στράφηκε από την ιστορική ταύτιση της ανακτορικής εξουσίας στον τρόπο λειτουργίας της, ιδίως στις οικονομικές και κοινωνικές συνιστώσες της. Θεωρήθηκε ότι το κάθε ένα από τα πρώτα ανάκτορα, δηλαδή της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων, ήταν έδρα ενός πρώιμου τύπου κράτους, η εξουσία του οποίου εδραζόταν στη διαχείριση του αγροτικού πλεονάσματος στις αποθήκες των ανακτόρων, στην υποστήριξη των διοικητικών τους λειτουργιών μέσω της ιερογλυφικής και της γραμμικής γραφής Α, στον έλεγχο των βιοτεχνικών δραστηριοτήτων μέσα από την ικανότητα των ανακτορικών ομάδων να χρησιμοποιούν και να καταναλώνουν τροχήλατη κεραμική με περίτεχνη διακόσμηση -όπως η λεγόμενη «καμαραϊκή»- και, τέλος, στην ικανότητα διατήρησης εμπορικών και άλλων επαφών με την υπόλοιπη ανατολική Μεσόγειο. Η συμμετοχή ευρειών πληθυσμιακών ομάδων στα τελετουργικά δρώμενα των ανακτορικών αυλών έδινε τη δυνατότητα στις ηγεμονικές ομάδες για περαιτέρω επίδειξη πλούτου και ισχύος, η οποία συνδυαζόταν με το μεταφυσικό περιεχόμενο των τελετουργιών προς την ιδεολογική κάλυψη της εξουσίας του ανακτόρου (ενδεικτικά βλ. Cherry, 1986). Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, διαμορφώθηκε μία νέα ερευνητική τάση, η οποία, με τη σειρά της, αποδόμησε τις οικονομικές λειτουργίες του ανακτόρου. Διαπιστώσεις όπως η προέλευση σημαντικού μέρους της υψηλής ποιότητας κεραμικής της Κνωσού από τη Φαιστό (Day and Wilson, 2002) οδήγησαν στην άποψη ότι τα πρώιμα μινωικά κράτη ήσαν μάλλον αποκεντρωμένα ως προς τις λειτουργίες τους (Knappett, 1999). Έκτοτε, το ερευνητικό βάρος έχει πλέον μετατοπισθεί στη σημασία του ιδεολογικού εποικοδομήματος ως υποβάθρου της ανακτορικής εξουσίας. Έτσι, η έμφαση των ανακτορικών τελετουργικών δρωμένων στην κατανάλωση του φαγητού και του ποτού θεωρείται μηχανισμός αναπαραγωγής της συλλογικής μνήμης, και άρα των αξιών που συνείχαν τον μινωικό κοινωνικό ιστό (Hamilakis, 2014). Η προσέγγιση αυτή, σε μεγάλο βαθμό μεταθέτει την έμφαση από την ταύτι- Urban Conflicts 65 ση ή τη λειτουργία της κορυφής της κοινωνικής πυραμίδας στη σχέση της τελευταίας με την κοινωνική βάση. Η μετάθεση αυτή, είναι εμφανής στην ερμηνεία των επαύλεων γύρω από το ανάκτορο της Κνωσού κατά τη νεοανακτορική περίοδο ως εδρών φρατριών, δηλαδή ετεραρχικών συνομαδώσεων εταιρικού χαρακτήρα, οι οποίες εναλλάσσονταν μεταξύ τους στην άσκηση της εξουσίας στο ανάκτορο (Hamilakis, 2002). Αντίστοιχο μοντέλο έχει προταθεί για τα παλαιοανακτορικά Μάλια, όπου δίπλα στο ανάκτορο αναπτύχθηκαν, αφενός, η λεγόμενη «Συνοικία Μ» και, αφετέρου, η λεγόμενη «Αγορά». Η Συνοικία Μ είναι ένα συγκρότημα με βιοτεχνικές, διοικητικές και τελετουργικές λειτουργίες, εφάμιλλες και, σε κάποιες περιπτώσεις, υπέρτερες σε κλίμακα του ανακτόρου, ενώ η Αγορά αποτελεί ανοικτό δημόσιο χώρο στον ιστό των κατοικιών της πόλης, αλλά διαθέτει και κλειστούς χώρους ιερών και αποθηκών. Στα Μάλια, η προτεινόμενη ετεραρχική οργάνωση αφορούσε τις κοινωνικές ομάδες που έλεγχαν τους τρεις προαναφερθέντες χώρους (Schoep, 2002). Τα Μάλια αποτέλεσαν αφορμή για την πλήρη αποδόμηση της σχέσης ανάμεσα στο ανάκτορο και την πολιτική εξουσία. Έτσι, το ανάκτορο έχει αποδομηθεί πλήρως, σε βαθμό υποκατάστασης του όρου από τη φράση «κτήριο με κεντρική αυλή» με τελετουργική μόνο δραστηριότητα (Schoep, 2010). 3. Η ΕΠΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΚΤΟΡΟΥ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ Η εννοιολογική ανανέωση της μινωικής έρευνας έχει, δίκαια, τονίσει ότι τα κοινωνικά φαινόμενα είναι εξαιρετικά ποικίλα και πολυσχιδή, ενώ κατέστησε σαφές ότι η διερεύνηση των φαινομένων πολιτικής εξουσίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους οι ομάδες αρχόντων εξασφάλιζαν την ευρύτερη κοινωνική συναίνεση. Τα οφέλη αυτά, ωστόσο, αντισταθμίζονται από την πλήρη αποδόμηση του ανακτόρου, η οποία αμφισβητεί την ύπαρξη, αφενός, μίας έστω ελάχιστης πολιτικής χροιάς στο ανακτορικό φαινόμενο, και, αφετέρου, την ύπαρξη του ίδιου του φαινομένου, καθώς έμμεσα το αντιμετωπίζει ως κατασκευή της αρχαιολογικής έρευνας του 20ου αιώνα, η οποία κατηγορείται ότι συνεξέτασε διαφορετικά κτήρια και αντίστοιχα ετερόκλητα κοινωνικά συμφραζόμενα ως δείγματα της ίδιας αρχιτεκτονικής και ιστορικοκοινωνικής κατηγορίας. 66 Ανάκτορο και κράτος στη μινωική Κρήτη Όσο και αν η μία και μοναδική αφήγηση ως προς την ερμηνεία των μινωικών ανακτόρων ήταν άδικη προς την ποικιλομορφία και του αρχαιολογικού υλικού και του μινωικού κοινωνικού ιστού, η τρέχουσα έμφαση στις ετεραρχικές συνομαδώσεις και τις τελετουργίες συλλογικής μνήμης έχει υποβαθμίσει το ζήτημα των πολιτικών θεσμών. Επομένως, η αποδόμηση του ανακτόρου καθιστά απαραίτητη μία επαναπλαισίωση του πολιτικού φαινομένου της παλαιοανακτορικής Κρήτης, για την καλύτερη κατανόηση και του ανακτορικού φαινομένου καθ’εαυτό και της λειτουργίας της μινωικής κοινωνίας γενικότερα. 4. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ (ΑΥΤΟ-)ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ Η επανεξέταση της πολιτικής οργάνωσης στην Κρήτη των αρχών της 2ης χιλιετίας π.Χ. οφείλει να ξεκινήσει από τη σε σημαντικό βαθμό αστικοποίηση του νησιού κατά την περίοδο αυτή. Υπάρχουν τουλάχιστον 24 υποψήφιες θέσεις μινωικών πόλεων με έκταση από 1,5 έως 75 εκτάρια (Branigan, 2001). Αν και τα περισσότερα ανεσκαμμένα αστικά σύνολα χρονολογούνται στη Νεοανακτορική περίοδο, τα δεδομένα των ερευνών επιφανείας συνηγορούν όχι μόνο σε αύξηση του αριθμού των Παλαιοανακτορικών θέσεων (Driessen, 2001), αλλά και, σε πολλές περιπτώσεις -ιδίως στην ανατολική Κρήτη, σε μία συγκέντρωση πληθυσμού από μικρές διεσπαρμένες κοινότητες σε λιγότερα αλλά εκτεταμένα κέντρα (Haggis, 2002). Τα αστικά σύνολα υποστηρίζουν την ύπαρξη πολιτικών θεσμών και η εμφάνιση των ανακτόρων θα πρέπει να τοποθετηθεί επάνω σε αυτόν τον βασικό καμβά αστικής εξέλιξης. Εδώ, η πρώτη διαπίστωση είναι ότι τα πρώτα ανάκτορα αποτελούν, κυρίως, φαινόμενο της κεντρικής Κρήτης, ενώ στην ανατολική Κρήτη, και μέχρι την ίδρυση του αρκετά υστερότερου ανακτόρου του Πετρά, κυριαρχούν αστικά σύνολα χωρίς ανάκτορα. Επομένως, είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι η θεσμική συγκρότηση του πολιτικού στοιχείου υλοποιήθηκε -εν μέρει τουλάχιστον- εκτός ανακτορικού πεδίου και χωρίς συσχετισμό με αυτό. Η δυνατότητα συλλογικής αυτοοργάνωσης των αστικών κοινωνικών συνόλων της Κρήτης μπορεί να φωτισθεί και με επιπλέον τρόπους. Ενδεικτικά, αναφέρεται η ύπαρξη τειχών, δηλαδή μεγάλων δημοσίων έργων σε μη ανακτορικές θέσεις, όπως ο Μύρτος-Πύργος (Cadogan, 1977-1978) και το Παλαίκαστρο Urban Conflicts 67 (MacGillivray et al., 1984). Το τελευταίο μάλιστα, αποτελεί αστικό σύνολο στην άκρα ανατολική Κρήτη, και άρα εκτός ανακτορικής εμβέλειας, για το μεγαλύτερο μέρος της Παλαιοανακτορικής περιόδου. Άλλη ένδειξη συλλογικής αυτοοργάνωσης, και σε κλίμακα μεγαλύτερη της πόλης, είναι η ύπαρξη φυλασσόμενου δικτύου δρόμων, επίσης στην άκρα ανατολική Κρήτη (Tzedakis et al., 1989). Στην κεντρική Κρήτη αντίστοιχα, στην περιοχή της Πεδιάδας, δηλαδή νότια της Κνωσού, αναπτύχθηκε ένα παρόμοιο δίκτυο, όχι δρόμων αλλά φρυκτωριών. Η εγγύτητα της Πεδιάδας με τα ανακτορικά κέντρα της Κνωσού και των Μαλίων, και οι απαιτήσεις συντήρησης του δικτύου φρυκτωριών έχουν οδηγήσει στην υπόθεση ότι το δίκτυο ελεγχόταν από μία πολύ σημαντική αρχή (Panagiotakis et al., 2013). Κατά την Παλαιοανακτορική όμως περίοδο, ούτε η Κνωσός κατίσχυε του υπόλοιπου νησιού. Επομένως, το δίκτυο της Πεδιάδας θα μπορούσε να έχει ως αφορμή την πίεση από τα δύο ανακτορικά κέντρα, αλλά να έχει υλοποιηθεί, λειτουργήσει και διατηρηθεί χάρη στην οργάνωση των ίδιων των κοινοτήτων της Πεδιάδας. Τα ιερά κορυφής δείχνουν δυνατότητα συλλογικής αυτοοργάνωσης, επίσης πέρα από τα όρια της πόλης, σε επίπεδο λατρευτικό. Τα ιερά κορυφής ήσαν χώροι με ελάχιστη ή καθόλου αρχιτεκτονική διαμόρφωση στις κορυφές βουνών. Διέθεταν δυνατότητα φιλοξενίας μεγάλου αριθμού λατρευτών, των οποίων τα αφιερώματα δεν δείχνουν κάποια εξάρτηση από τα ανάκτορα. Όλες οι θέσεις ιερών κορυφής διατηρούν οπτική επαφή με κάποιες άλλες αντίστοιχες. Έτσι, η τέλεση των λατρευτικών δρωμένων θα επέτρεπε την οπτική σύνδεση με άλλες θέσεις αντίστοιχων δρωμένων και, έτσι, οι λατρευτές θα είχαν την αίσθηση ότι ανήκουν σε ένα εκτενές κοινωνικό δίκτυο (Peatfield, 1990). 5. Η ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ ΩΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΑΝΑΔΥΣΗΣ ΤΟΥ «ΠΛΗΘΟΥΣ» Καθίσταται σαφές ότι η Παλαιοανακτορική Κρήτη χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη συνομαδώσεων σε τοπικό/αστικό και υπερ-τοπικό/αστικό επίπεδο. Οι συνομαδώσεις αυτές, διακρίνονταν για την ομοιομορφία αλλά και, συνάμα, για την ετερότητα της οργάνωσής τους, καθώς η κάθε πόλη ή το κάθε ιερό κορυφής διακρινόταν από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η αυξημένη φροντίδα για την άμυνα, την οποία προδίδουν τα τείχη, οι φυλασσόμενοι δρόμοι και οι φρυ- 68 Ανάκτορο και κράτος στη μινωική Κρήτη κτωρίες υποδεικνύουν ότι, ακόμη και στην κεντρική Κρήτη, όπου εντοπίζονται τα πρώτα και ισχυρά ανακτορικά κέντρα, οι αντίστοιχες ηγεμονικές ομάδες δεν κατίσχυσαν χωρίς αμφισβήτηση ή/και αντίσταση (MacGillivray, 1997). Επομένως, η ανακτορική εξουσία είχε ως συνομιλητή ένα οργανωμένο σύνολο πληθυσμού, το οποίο ωστόσο δεν είχε συγκροτηθεί σε πολιτικό σώμα. Η απουσία αυτή, οδηγεί σχεδόν αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι η κοινωνική βάση στην Κρήτη είχε τη μορφή «πλήθους». Η έννοια αυτή, έχει πρόσφατα διερευνηθεί από τους Paolo Virno (2007 [2001]), και Michael Hardt και Antonio Negri (2011 [2004]). Αυτοί, ορίζουν το πλήθος ως ανοιχτό δίκτυο διακριτών κοινωνικών υποκειμένων, είτε ατόμων είτε και ομάδων, χωρίς ξεκάθαρη εθνική ή ταξική συνείδηση. Οι συνιστώσες του πλήθους συνδέονται μεταξύ τους στη βάση παραγωγής και κατανάλωσης πόρων κοινής χρήσης, και σύμφωνα με αντίστοιχα κοινά αποδεκτά συστήματα αξιών. Η έννοια του πλήθους έχει υιοθετηθεί για να περιγράψει την κοινωνική βάση στο σημερινό καθεστώς της παγκοσμιοποίησης και της υπέρβασης ή/και κατάργησης των εθνικών κρατών. Συγκεκριμένα, οι Hardt και Negri θεωρούν ότι το πλήθος είναι προσηλωμένο στην ιδέα της ελευθερίας και αντιστέκεται στην καταπίεση και την κάθε είδους άνωθεν εξουσία. Για τον λόγο αυτό, είναι η μοναδική ελπίδα χειραφέτησης από την παγκοσμιοποιημένη αυτοκρατορική εξουσία, που κυριαρχεί σήμερα και απειλεί με προλεταριοποίηση τον πληθυσμό ολόκληρης της υδρογείου. Οι ρίζες της σκέψης για το πλήθος ανάγονται στον Βαρούχ Σπινόζα (2000 [1675-1676]), και συγκεκριμένα στη χρήση του όρου “multitudino”. Ο όρος αυτός, που αποδίδεται ως πλήθος, σημαίνει την πολλαπλότητα η οποία εμμένει χωρίς να συγχωνεύεται σε κάποια άκαμπτη ενότητα, όπως ο λαός, έννοια που υποβαθμίζει σχετικά την ατομικότητα των επιμέρους κοινωνικών υποκειμένων και αποτελεί χαρακτηριστικό κυρίως του εθνικού κράτους -καθώς ο λαός υπόκειται στα κελεύσματα των θεσμών της κρατικής εξουσίας, έστω και αν αντιδρά σε αυτά. Το πλήθος, αντίθετα, δεν δεσμεύεται με αυτόν τον τρόπο, διότι αποτελεί τον πραγματικό και θεμελιώδη ιδιοκτήτη της εξουσίας, και όχι έναν αντιπρόσωπο-κάτοχό της, όπως ο μονάρχης ή μία ηγεμονική ομάδα, είτε κοινοβουλευτικά είτε αριστίνδην διαμορφωμένη. Μάλιστα, το πλήθος για τον Σπινόζα, και σε αντίθεση με τη σύγχρονη εννοιολόγησή του, συμπεριλαμβάνει και τους άρχοντες και τους αρχόμενους. Η δυνατότητα αυτή, εξηγείται με την Urban Conflicts 69 παρατήρηση του Τόμας Χόμπς (2006 [1651]), ότι το πλήθος ανήκει στη φυσική κατάσταση των πραγμάτων, πριν από την παγίωση του (σύγχρονου δυτικού) κράτους και, επομένως, πριν από την αυστηρή διάκριση εξουσιών και την αντίστοιχη κοινωνική περιχαράκωση των σχετικών θεσμικών ρόλων. Η παλαιότερη, και αρχική, εννοιολόγηση του πλήθους αναφέρεται σε ρευστά κρατικά ή άλλα πολιτικά μορφώματα και, επομένως, ταιριάζει καλύτερα στη μινωική Κρήτη, με βάση την ανάλυση που έχει προηγηθεί εδώ. Από τη σκέψη των Virno, Hardt και Negri ωστόσο, μπορεί κανείς να κρατήσει την ενεργητική διάθεση για διατήρηση της ελευθερίας και για αντίσταση κατά φαινομένων που την αμφισβητούν. Η διάθεση αυτή, μπορεί να βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα συλλογικής αυτοοργάνωσης στην Παλαιονακτορική περίοδο που αναφέρθηκαν παραπάνω. 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Η ανάδειξη της σημασίας του πλήθους για την πολιτική οργάνωση της Παλαιοανακτορικής Κρήτης συνεπάγεται ότι η εικόνα των ανακτόρων και των λίγων ηγεμονικών ομάδων που ώθησαν ολόκληρη την κοινωνία του νησιού σε μία -έστω και ατελώς- θεσμισμένη κοινωνία πρέπει να αντικατασταθεί από αυτοοργανωμένες συνομαδώσεις με θεσμισμένες σχέσεις, παράλληλο σεβασμό στη διαφορετικότητα και την πολλαπλότητα (Σχήμα 3). Σχήμα 3: Ανάκτορο και πλήθος στην Υστερομινωική τοιχογραφία της «ανακτορικής γιορτής» (Grand Stand Fresco) από το ανάκτορο της Κνωσού (Evans 1930: pl. XVI). 70 Ανάκτορο και κράτος στη μινωική Κρήτη Εάν στόχος των συνομαδώσεων αυτών ήταν η μεγιστοποίηση της ισχύος και της ελευθερίας του πλήθους, τότε τα ανάκτορα υπήρξαν η απάντηση κάποιων παραδοσιακά προνομιακών κοινωνικών ομάδων οι οποίες θέλησαν να διατηρήσουν τη θέση τους -όπως η Κνωσός (Tomkins, 2011) και η Φαιστός (Todaro, 2013), αφενός, από τα αρχαιότερα κέντρα του νησιού με κατοίκηση από τη Νεολιθική περίοδο και, αφετέρου, με υπερτοπική ακτινοβολία κατά την Προανακτορική περίοδο, μέσα από τελετουργικά δρώμενα με ευρεία συμμετοχή στους χώρους των μετέπειτα ανακτόρων. Το παραπάνω αφήγημα για την Παλαιοανακτορική πολιτική οργάνωση και τη γενικότερη ιστορική και κοινωνική εξέλιξη της προϊστορικής Κρήτης, δεν τοποθετεί το ανακτορικό φαινόμενο στη θέση του κύριου μοχλού των εξελίξεων αλλά του αντίθετου πόλου στη γενικευμένη τάση για ευρείας κλίμακας θεσμισμένη αυτοοργάνωση και δράση της Παλαιοανακτορικής Κρήτης. Ως δυνάμεις της ιστορίας δεν αναγνωρίζονται μόνο οι τάσεις συγκρότησης ηγεμονικών ομάδων, αλλά το σύνολο των πολιτικών και ευρύτερα κοινωνικών συνομαδώσεων του μινωικού κοινωνικού ιστού. Η ρευστότητα στην πολιτική οργάνωση δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως αδυναμία των ηγεμονικών ομάδων να ολοκληρώσουν το έργο τους αλλά ως χαρακτηριστικό ενός καθολικού κοινωνικού μετασχηματισμού με κύριο όχημα τον εξαστισμό της κοινωνικής ζωής. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Ευχαριστώ πολύ την ομάδα του Εργαστηρίου «συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη» για την πρόσκληση να συμμετάσχω στο εργαστήριο και τον συλλογικό τόμο. Ευχαριστώ, επίσης, τον Δημήτρη Κωτσάκη για τις πολλές διαφωτιστικές συζητήσεις μας επάνω στην έννοια του κράτους. Ωστόσο, η ευθύνη για τις όποιες αδυναμίες του κειμένου ανήκει αποκλειστικά σε εμένα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αλεξίου Σ., χωρίς έτος. Μινωικός Πολιτισμός, Υιοί Σπ. Αλεξίου, Ηράκλειο. Branigan K., 2001. Aspects of Minoan Urbanism, In: Keith Branigan (ed.), Urbanism in the Aegean Bronze Age, Sheffield Academic Press, Sheffield, σ. 38-50. Urban Conflicts 71 Cadogan G., 1977-1978. “Pyrgos, Crete, 1970-77”, Archaeological Reports, σ. 70-84. Cherry J.F., 1986. Polities and Palaces. Some Problems in Minoan State Formation, In: Colin Renfrew and John F. Cherry (ed.), Peer Polity Interaction and Sociopolitical Change. Cambridge University Press, Cambridge, σ. 19-46. Day P.M. and Wilson D. E., 2002. Landscapes of Memory, Craft and Power in Pre-Palatial and Proto-Palatial Knossos, In: Yiannis Hamilakis (ed.) Labyrinth Revisited. Rethinking ‘Minoan’ Archaeology, Oxbow, Oxford, σ. 143-166. Driessen J., 2001. History and Hierarchy. Preliminary Observations on the Settlement Pattern in Minoan Crete. In: Keith Branigan (ed.), Urbanism in the Aegean Bronze Age, Sheffield Academic Press, Sheffield, σ. 51-71. Driessen J., Schoep I., Laffineur R. (ed.) 2002. Aegaeum 23, Monuments of Minos: Rethinking the Minoan Palaces. Proceedings of the International Workshop “Crete of the Hundred Palaces”, Université de Liège et UT-PASP, Liège. Evans A., 1921. The Palace of Minos (Volume 1), McMillan, London. Haggis D.C., 2002. Integration and Complexity in the Late Prepalatial Period: A View from the Countryside in Eastern Crete, In: Yiannis Hamilakis (ed.) Labyrinth Revisited. Rethinking ‘Minoan’ Archaeology, Oxbow, Oxford, σ. 120-142. Hamilakis Y., 2002. Too many Chiefs? Factional Competition in Neopalatial Crete, In Jan Driessen, Ilse Schoep and Robert Laffineur (ed.), Aegaeum 23, Monuments of Minos, Rethinking the Minoan Palaces. Proceedings of the International Workshop “Crete of the Hundred Palaces”, Université de Liége et UT-PASP, Liége, σ. 179 – 200. Hamilakis Y., 2014. Archaeology and the Senses. Human Experience, Memory, and Affect, Cambridge University Press, Cambridge. Hardt M. and Negri A., 2011 [2004]. Πλήθος. Πόλεμος και δημοκρατία στην εποχή της Αυτοκρατορίας (μετάφραση Γ. Καράμπελας), Αθήνα, Αλεξάνδρεια. Hobbes T., 2006 [1651]. Λεβιάθαν ή Ύλη, Μορφή και Εξουσία μιας Εκκλησιαστικής και Λαϊκής Πολιτικής Κοινότητας (μετάφραση Γ. Πασχαλίδης, Α. Μεταξόπουλος), Γνώση, Αθήνα. Knappett C., 1999. “Assessing a polity in Protopalatial Crete: The Malia-Lasithi State”, American Journal of Archaeology 103, σ. 615-639. 72 Ανάκτορο και κράτος στη μινωική Κρήτη MacGilivray A.J. 1997. The Cretan Countryside in the Old Palace Period, In: Robin Hågg (ed.), The Function of the “Minoan Villa” (Acta Instituti Regni Sueciae Series in 4o 46), The Swedish Institute at Athens, Stockholm, σ. 21-25. MacGilivray A.J., Sackett H., Smyth D., Driessen J., Lyness D. G., Hobbs B. A., Peatfield A. A. D., 1984. An Archaeological Survey of the Roussolakkos Area at Palaikastro, Annual of the British School at Athens 79, σ. 129-159. Niemeier W.-D., 1988. The ‘Priest King’ Fresco from Knossos. A New Reconstruction and Interpretation. In: Elizabeth B. French and Kenneth A. Wardle (ed.), Problems in Greek Prehistory, Bristol Classical Press, Bristol, σ. 235-244. Panagiotakis N., Panagiotaki M., Sarris A., 2013. “The Earliest Communication System in the Aegean”, Electryone 1.2, σ. 13-27, Διαθέσιμο στο http://www. electryone.gr [Προσπελάστηκε 15 Οκτωβρίου 2014]. Peatfield, A.A.D., 1990. “Minoan Peak Sanctuaries: History and Society”, Opuscula Atheniensia 18.8, σ. 117-131. Schoep I., 2002. “Social and Political Organization on Crete in the ProtoPalatial Period”, Journal of Mediterranean Archaeology 15.1, σ. 101-132. Schoep I., 2010. “The Minoan ‘Palace-Temple’ Reconsidered: A Critical Assessment of the Spatial Concentration of Political, Religious and Economic Power in Bronze Age Crete”, Journal of Mediterranean Archaeology 23.2, σ. 219-243. Spinoza Β., 2000 [1675-1676]. Πολιτική Πραγματεία (μετάφραση Ά. Στυλιανός), Παττάκης, Αθήνα. Todaro S., 2013. The Phaistos Hills before the Palace: A Contextual Reappraisal, Polimetrica, Milano. Tomkins P., 2011. Behind the Horizon: Reconsidering the Genesis and Function of the ‘First Palace’ at Knossos (Final Neolithic IV–Middle Minoan IB), In: Ilse Schoep, Peter Tomkins and Jan Driessen (ed.), Back to the Beginning. Reassessing Social and Political Complexity on Crete during the Early and Middle Bronze Age, Oxbow, Oxford and Oakeville, σ. 32-80. Tzedakis Y., Chryssoulaki S., Voutsaki S., Veniéri Y., 1989. “Les routes minoennes: Rapport préliminaire - Défense de la circulation ou circulation de la defense”, Bulletin de Correspondance Hellénique 113.1, σ. 43-75. Virno P., 2007 [2001]. Γραμματική του Πλήθους (μετάφραση Β. Πασσάς), Αλεξάνδρεια, Αθήνα. 73 Urban Conflicts 05 Ο χρόνος, η παρουσία και το βίωμα του δημόσιου χώρου ως συνέπεια των σχεδιαστικών πρακτικών στην πόλη1 Αντιγόνη Γέροντα Υποψήφια διδάκτωρ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών UPC Βαρκελώνη ant.igger@gmail.com Δραματικές ανισότητες δύναμης διαμορφώνουν διαφορετικές αντιλήψεις για τον τόπο – εντέλει διαφορετικούς τόπους. (Hadjimichalis και Vaiou, 2012: 190) Στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης και κρίσης, η νοηματοδότηση του τόπου μεταβάλλεται, καθώς αποτελεί την προβολή των νέων, συνεχώς επαναπροσδιοριζόμενων, κοινωνικών διαδράσεων και ταυτοτήτων, που οι σύγχρονοι τόποι ενσωματώνουν. Προσεγγίζοντας κοινωνιολογικά τις παραμέτρους που διαμορφώνουν την αίσθηση του τόπου, διακρίνουμε δύο έννοιες: τη σχέση με τον τόπο, και την προσκόλληση στην κοινότητα (Tsoukala, 2009). Η πρώτη, όπως αναλύεται από τη Jennifer Cross, περιλαμβάνει έξι τύπους σχέσεων: τον βιογραφικό, τον πνευματικό, τον ιδεολογικό, τον αφηγηματικό, τον πρακτικό και τον εξαρτημένο. Η δεύτερη, διακρίνεται σε τέσσερις υποκατηγορίες: το ρίζωμα, τη σχετικότητα του τόπου, την αποξένωση από τον τόπο και την απώλεια του τόπου (Cross, 2001). Το βίωμα του εκάστοτε τόπου, ως μια συγκεκριμένη χωροχρονική εμπειρία, σχετίζεται άμεσα με την ταυτότητα, την ύπαρξη και τη 74 Ο χρόνος, η παρουσία και το βίωμα του δημόσιου χώρου συμβίωση διαφορετικών ταυτοτήτων, που με τη σειρά τους συμβάλλουν στην κοινωνική κατασκευή του τόπου. Στη διαλεκτική της ταυτότητας έχει διακριθεί το ρίζωμα από τη ρίζα (Deleuze και Guattari, 2010), ως μία διαδικασία πολλαπλότητας (Lefebvre, 2004) που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος και βρίσκεται πάντα στο ενδιάμεσο. Η διαμόρφωση της αντίληψης του τόπου και η σχέση με αυτόν αποτελούν διαδικασίες που εξελίσσονται στον χρόνο και που δεν είναι απαραίτητα ομοιογενείς για τα μέλη μιας κοινότητας. Διέπονται, άλλωστε, από αντιφατικές έννοιες, όπως τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις, η κοινή ιστορία και τα βιώματα (που πολλές φορές επιβιώνουν μέσα από τους μύθους), και η συλλογική μνήμη. Η νοητική κατασκευή του τόπου (Lynch, 1972) σχετίζεται άμεσα με την κινητικότητα των πληθυσμών σήμερα και την παραγωγή του χώρου (Lefebvre, 2007), καθώς και τη λεγόμενη πολιτική του χώρου, ενώ προέκταση της προσέγγισης αυτής αποτελεί και η εξέταση της έμφυλης εμπειρίας του χώρου (Shields, 1999). Το βίωμα συγκεκριμένων ετεροτοπιών, δηλαδή το βίωμα των νοημάτων και της σηματοδότησης των νέων μορφών δημόσιου χώρου (των λεγόμενων μητόπων που περιγράφει ο Augé (2000), και η υπαγωγή του περιεχομένου της ζωής σε εξωτερικές ανάγκες, με τον υποβιβασμό της ζωής σε απλή επιβίωση (Jappe, 2007), προσδιορίζεται μέσα από το πλαίσιο της σχέσης πολεοδομίας (ως πολιτική και πρακτική) και αστικού χώρου. «Η καπιταλιστική ανάγκη που ικανοποιείται με την πολεοδομία, που είναι ορατή παγίωση του βίου, δύναται να εκφραστεί -με εγελιανούς όρους- ως η απόλυτη κυριάρχηση της ‘ήρεμης συνύπαρξης του χώρου’ επί του ‘ανήσυχου γίγνεσθαι της διαδοχής του χρόνου’» (Debord, 2000). Αυτή ακριβώς η ήρεμη συνύπαρξη, έχει πυροδοτήσει τακτικές εξευγενισμού αστικών περιοχών και ανάπλασης, θέτοντας ένα καίριο ερώτημα για το πότε ακριβώς ο δημόσιος χώρος άρχισε να αποτελεί κεντρικό ζήτημα για τις πολιτικές και διοικητικές αρχές (Delgado, 2004). Οι δημόσιοι χώροι και η αρχιτεκτονική τους αποτελούν, σαφώς, το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται η συλλογική καθημερινή ζωή, αλλά και τους τόπους αλλαγής παραστάσεων (Pellegrino, 2000) και διαθεσιμότητας του ελεύθερου χρόνου, δηλαδή της διαθεσιμότητας του χρόνου ως παραμέτρου οικειοποίησης, παρουσίας στο δημόσιο χώρο και συνύπαρξης. Βέβαια, «ο ελεύθερος χρόνος έχει τα δικά του γκέτο. Στις περιπτώσεις όπου κάποια συνειδητή πράξη επιχείρησε να αναμείξει κοινωνικά στρώματα και τά- Urban Conflicts 75 ξεις, μια αυθόρμητη μετάγγιση τις ξεχωρίζει σύντομα» (Lefebvre, 2007). Άλλωστε, «η ιστορία της αρχιτεκτονικής και των πραγματοποιημένων αστικών συντελεστών είναι πάντα η ιστορία της αρχιτεκτονικής των κυρίαρχων τάξεων. Θα άξιζε να βλέπαμε μέσα σε ποια όρια και με τι αποτελέσματα οι δυνάμεις που δρουν στις επαναστατικές περιόδους αντιπαραθέτουν ένα δικό τους συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της πόλης» (Rossi, 1985). Σε αυτό το πλαίσιο, το παρόν άρθρο εξετάζει τον ρόλο των αρχιτεκτονικών πρακτικών και των κοινωνικών και πολιτισμικών διεργασιών που παρουσιάζονται στην Afurada, ένα πορτογαλικό χωριό και τόπο μιας κοινότητας ψαράδων, η οποία διανύει, αναμφισβήτητα, μια πολύ καθοριστική στιγμή στην ιστορία της. Η Afurada βιώνει ένα σημαντικό κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό, λόγω της μείωσης της αλιευτικής δραστηριότητας (ως αποτέλεσμα της επιβολής ευρωπαϊκών κανονισμών), καθώς και μια διαδικασία αστικής μεταμόρφωσης, με μια σειρά έργων «ανάπλασης και αναβάθμισης», που εφαρμόζεται από το 2001 με το πρόγραμμα «Programa Polis» (στο εξής Πρόγραμμα Πόλις). Το πρόγραμμα αυτό, εκπονείται από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Χωροταξίας και αφορά αστικές αναπλάσεις σε 22 πόλεις της Πορτογαλίας. Επιχειρώντας, λοιπόν, μια ανάλυση της χωρικότητας και της χωροχρονικής εμπειρίας στο δημόσιο χώρο, προσεγγίζουμε, αρχικά, τις αστικές επεμβάσεις μέσω των δυναμικών που διέπουν τις πολιτισμικές πολιτικές των μητροπόλεων και τον αντίκτυπό τους στην ευρύτερη κλίμακα της πόλης. Στη συνέχεια, επικεντρωνόμαστε στον ρόλο των επεμβάσεων αυτών σε επίπεδο γειτονιάς, παρατηρώντας τη δυναμική τους στο εκάστοτε περιβάλλον, και καταλήγουμε στην περιοχή της Afurada. Εξετάζουμε εν συντομία την εξέλιξή της, τη διαίρεσή της σε επιμέρους γειτονιές και τα χαρακτηριστικά τους, εστιάζοντας, τέλος, στη γειτονιά της Afurada de Baixo, που αποτελεί και το κύριο αντικείμενο μελέτης. Αντί επιλόγου, συνοψίζουμε, αποδίδοντας την ερμηνεία της χωροχρονικής εμπειρίας στο δημόσιο χώρο στη σημασία της επιτόπιας εθνογραφικής έρευνας. 1. Όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, η πολιτική των αστικών επεμβάσεων μελετάται σε δύο κλίμακες. Μία πρώτη, ευρεία, που επικεντρώνεται στην παρα- 76 Ο χρόνος, η παρουσία και το βίωμα του δημόσιου χώρου τήρηση των κοινωνικοοικονομικών και πολιτισμικών μεταβολών σε μεσαίου μεγέθους πόλεις, όπως η Βαρκελώνη, η Βαλένθια και το Πόρτο. Μια δεύτερη, συγκεκριμενοποιημένη, που εστιάζει στην παράδοση, την αρχιτεκτονική και την ιστορία τριών αλιευτικών περιοχών, γειτονιών ψαράδων και ναυτικών: της Barceloneta στη Βαρκελώνη, του Cabanyal στη Βαλένθια και της Afurada στο Πόρτο. Από τις τρεις, η Afurada αποτελεί την κύρια περιοχή μελέτης, καθώς είναι η μόνη κοινότητα που μελετάται με βάση την επιτόπια εθνογραφική παρατήρηση, ενώ οι άλλες δύο εξετάζονται με βάση το διαθέσιμο αρχειακό υλικό και την υπάρχουσα βιβλιογραφία. Η συγκριτική έρευνα2, ως προς τις αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές προτάσεις που έχουν διεξαχθεί με επιτυχία ή όχι σε αυτές τις γειτονιές, αποσκοπεί στη σύνθεση δύο παραμέτρων ανάλυσης. Από τη μία πλευρά, παρουσιάζει τις ομοιότητες και τις αναλογίες που υπάρχουν μεταξύ αυτών των παραδειγμάτων. Αξίζει να σημειωθεί πως παρατηρούνται σύγχρονες «μοντέρνες» επεμβάσεις στο αστικό τοπίο, χωρίς σεβασμό ή συνέπεια στο υπάρχον περιβάλλον, κτισμένο ή άκτιστο, ωστόσο, με κοινή στρατηγική των προγραμμάτων αυτών την προβολή και ανάδειξη της ιδιαιτερότητας του τόπου ή της τοπικής κοινότητας. Πρόκειται για τον ρόλο της πολιτιστικής κληρονομιάς (Reventós, 2007) και της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς (Santamarina, 2013) στον ολοένα και περισσότερο κερδοφόρο τουριστικό μηχανισμό. Από την άλλη πλευρά, στόχος είναι να εντοπιστούν οι διαφορές, εφιστώντας την προσοχή στο γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις της Ισπανίας, οι τοπικές κοινότητες στράφηκαν εναντίον των μέτρων που προμήνυαν την οριστική μεταμόρφωση, έως και καταστροφή του τόπου, και αντιστάθηκαν με μαζικές κινητοποιήσεις και πολύχρονες συγκρούσεις. Στην περίπτωση της Afurada, η τοπική κοινότητα –σχεδόν αποκλειστικά ομοιογενής ως προς τον πληθυσμό της ακόμη– επέτρεψε και εξακολουθεί να επιτρέπει την υλοποίηση των έργων, ιδωμένη, κατά γενική παραδοχή, ως «ευλογία» για τον τόπο. Σε αυτό το πλαίσιο, εισέρχονται στη συζήτηση τα εννοιολογικά δίπολα των ταυτόχρονα επιθυμητών πρακτικών, της ομογενοποίησης και της ετερογένειας, καθώς και της εδαφικοποίησης και της απεδαφικοποίησης (Hernandez i Marti, 2006). Οι πρακτικές αυτές, συνοδεύονται, σχεδόν πάντα, από τακτικές εξευγενισμού των περιοχών, και εδώ ακριβώς βρίσκεται η σημασία του παραδείγματος της Afurada. Εξακολουθεί να αποτελεί κυριολεκτικά μια παραδοσιακή εστία, περιτρι- Urban Conflicts 77 γυρισμένη από το μοντέρνο αστικό παρόν. Βρίσκεται ακριβώς στο σημείο και τη στιγμή πριν από (αν όχι ήδη βιώνοντας) τη διαδικασία εξευγενισμού. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι σε ποιο βαθμό οι επεμβάσεις αυτές, όντας καθορισμένες (από τη σύλληψή τους έως την υποτιθέμενη μορφή λειτουργίας και χρήσης τους), είναι και καθοριστικές; Με άλλα λόγια, κατορθώνουν να καθορίσουν και να διαμορφώσουν μία νέα αστική συμπεριφορά στον τόπο εφαρμογής τους ή ο τρόπος ζωής και η νοοτροπία των ντόπιων μπορεί να καθορίσει τον βαθμό αφομοίωσης, ενσωμάτωσης, ή ακόμη και πραγματοποίησης των επεμβάσεων αυτών; Οι αναλογίες που συναντούμε μεταξύ των τριών προς σύγκριση πόλεων βασίζονται σε χαρακτηριστικά που συνδέονται άμεσα με το πολιτικό σκηνικό των δύο χωρών. Αναφερόμαστε τόσο στο γεγονός των αποικιοκρατικών πρακτικών εντυπωσιακής γεωγραφικής εμβέλειας των δύο κρατών όσο και στα επιβληθέντα απολυταρχικά καθεστώτα επί σειρά δεκαετιών, τα οποία συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην αστική φυσιογνωμία των πόλεων. Ως προς τις ίδιες τις πόλεις, παρατηρούμε σημαντικές ομοιότητες. Κύριο γνώρισμα αποτελεί ο ορισμός τους ως πόλεις-λιμάνια και η παρουσία ισχυρών δεσμών μεταξύ θάλασσας και πόλης. Επίσης, χαρακτηρίζονται για την παραδοσιακή, αλλά και τη σύγχρονη αρχιτεκτονική τους, συντηρώντας «ανέπαφο» το ιστορικό κέντρο της πόλης και αναπτύσσοντας πολιτικές ανάδειξής του σε κύριο τουριστικό πόλο έλξης. Ήδη με την προαστιοποίηση των τριών πόλεων, διαφαίνεται η πρώτη τάση υποβάθμισης της σημασίας του ιστορικού κέντρου και η επιδίωξη βέλτιστης σύνδεσης των προαστίων με τη θάλασσα. Ως εκ τούτου, τα λεγόμενα στη διεθνή βιβλιογραφία «waterfronts» έρχονται στο προσκήνιο με μια σειρά διαγωνισμών που εκπονούνται και αφορούν σε επεμβάσεις στο θαλάσσιο μέτωπο. Παράλληλα, πληθώρα ανταγωνιστικών αστικών επεμβάσεων υλοποιείται στο πλαίσιο πολιτιστικών και αθλητικών εκδηλώσεων παγκόσμιας ή τοπικής εμβέλειας. Ξεκινώντας από τις Διεθνείς Εκθέσεις (1888 και 1929 στη Βαρκελώνη) και την τοπική έκθεση της Βαλένθια το 1909, φτάνουμε σε μια σειρά από γεγονότα της τελευταίας 20ετίας, όπως η ανακήρυξη του Πόρτο σε Πολιτιστική Πόλη της Ευρώπης για το 2001, η διεξαγωγή Ολυμπιακών Αγώνων (1992, 25η Θερινή Ολυμπιάδα) και το Παγκόσμιο Φόρουμ Πολιτισμού το 2004 στη Βαρκελώνη, το Ευρωπαικό Gran Prix της Formula 1 το 2008, και, μεταξύ άλλων, οι ιστιοπλοϊκοί αγώνες Copa America το 2010 στη Βαλένθια. 78 Ο χρόνος, η παρουσία και το βίωμα του δημόσιου χώρου Τα έργα αυτά, συμβάλλουν στη μεταβολή της φυσιογνωμίας της πόλης, μετατοπίζοντας τα «στερεότυπα» και τα σύμβολα που πλαισίωναν την εικόνα της μέχρι πριν. Επικρατεί το μοντέλο της μάρκας της πόλης, καθώς παρατηρούμε το συλλογικό φαντασιακό να μετατοπίζεται από το ιστορικό κέντρο της πόλης στις νέες αστικές μεταμορφώσεις (Cucó, 2013). Οι μεταμορφώσεις αυτές, πολλές φορές αναπτύσσονται και καταλαμβάνουν ολόκληρες ζώνες, όπως στην περίπτωση του παραθαλάσσιου μετώπου της Βαρκελώνης (Villa Olympica, 1992) και της Πόλης των Τεχνών και των Επιστημών στη Βαλένθια (Ciudad de Artes y Ciencias, 1998). Άλλες φορές, συνιστούν σημειακές επεμβάσεις, κτίρια ή αρχιτεκτονικά συγκροτήματα που μετατρέπονται στα νέα σύμβολα του μάρκετινγκ πόλεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Casa de Música, του Koolhaas στο Πόρτο. Κοινό στοιχείο, και στις δύο περιπτώσεις, αποτελεί ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας των επεμβάσεων αυτών, καθώς και η ανάπτυξη των τουριστικών υποδομών που συνήθως τις συνοδεύει. 2. Η Afurada βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Douro στον Ατλαντικό ωκεανό και ανήκει στην πόλη Vila Nova de Gaia, που με τη σειρά της ανήκει στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή του Πόρτο. Αποτελεί τόπο εσωτερικής μετανάστευσης πληθυσμών προερχόμενων από τα γύρω χωριά (Espinho, Ovar, Furadouro Murtosa), οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε αυτή την περιοχή (στη σημερινή γειτονιά της Afurada de Baixo), εξαιτίας της ευνοϊκής της γεωγραφικής θέσης για την αλιευτική δραστηριότητα (Araújo, 1992). Οι πληθυσμοί αυτοί, αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις αντίξοες συνθήκες του τόπου (συνεχείς πλημμύρες, απουσία βασικών υποδομών και δικτύων, μηδενική κρατική μέριμνα) και, σταδιακά, δημιούργησαν τις επιθυμητές συνθήκες διαβίωσης. Το 1952 εγκαινιάζεται η ενορία Freguesia de S. Pedro de Afurada, που σήμερα απαρτίζεται από 3.500 κατοίκους. Κατά την εξέλιξη της παρούσας έρευνας, παρατηρείται μια διάκριση μεταξύ του γεωγραφικού ορισμού της Afurada, όπως οριοθετείται στους επίσημους χάρτες και όπως διαμορφώνεται από την χωρική αντίληψη των ντόπιων σε έναν νοητικό χάρτη. Επισήμως, η Afurada αποτελείται από τρεις γειτονιές. Afurada de Baixo, είναι ο αρχικός τόπος εγκατάστασης των ψαράδων. Bairro dos Pescadores, Urban Conflicts 79 είναι η πρώτη περιοχή επέκτασης του πληθυσμού και, παρά την ονομασία της ως «γειτονιά των ψαράδων», στην πραγματικότητα, δεν κατοικείται ιδιαίτερα από ψαράδες, εξαιτίας της απόστασής του από το ποτάμι. Afurada de Cima, είναι η περιοχή που, κατά η δεκαετία του ‘90, αρχίζει να κατοικείται κυρίως από πληθυσμό μεσαίας τάξης. Οι τρεις γειτονιές παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές, ως προς την αρχιτεκτονική τους, αλλά και ως προς τη δομή της κοινοτικής ζωής, τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής. Εντοπίζοντας τις διακρίσεις στην αστική συγκρότηση και στην καθημερινότητα μεταξύ των τριών, εστιάζουμε στη γειτονιά της Afurada de Baixo για τρεις κύριους λόγους. Αρχικά, αποτελεί την περιοχή που επηρεάζεται άμεσα από τις νέες αστικές επεμβάσεις, εξαιτίας της εγγύτητάς της στην παραποτάμια ζώνη, ενώ, ταυτόχρονα, επιβεβαιώνει την υπεροχή του παραδοσιακού πλάι στο μοντέρνο, σε μια παράταιρη και παράδοξη συνύπαρξη. Δεύτερο κριτήριο, αποτελεί το γεγονός πως η Afurada είναι ένα τοπωνύμιο που στο συλλογικό φαντασιακό (Castoriadis, 1975) οριοθετείται στην περιοχή της Afurada de Baixo. Η αντίληψη αυτή, συμπίπτει και με την προσωπική πεποίθηση των ντόπιων, οι οποίοι δεν ταυτίζονται με τους νέους γείτονες της Afurada de Cima. Στην Afurada de Baixo επιβιώνουν ιδιαίτεροι θεσμοί και αξίες, όπως το ρίζωμα της κοινότητας στον τόπο (πρόκειται, άλλωστε, για την ενορία του Αγίου Πέτρου της Afurada), οι θρησκευτικές τελετές (Γιορτές του Αγίου Πέτρου) και οι ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί (δεκαετίες ενδογαμικών σχέσεων συντελούν σε πολυδιάστατες σχέσεις μεταξύ των συγγενών και γειτόνων, που αντιμετωπίζονται ως μία εκτενής οικογένεια). Σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο ρόλος της γυναίκας και του άντρα στην κοινότητα, τόσο στον ιδιωτικό χώρο της κατοικίας και στη ρύθμιση της οικογενειακής ζωής όσο και στο δημόσιο χώρο (Malpique, 1980). Τρίτο κριτήριο, αποτελεί η ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει ως προς την οργάνωση και τη χρήση του δημόσιου χώρου. Ο δημόσιος χώρος εμφανίζεται αλληλένδετος με τις δραστηριότητες που εκτυλίσσονται, πρωτίστως, στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού. Το κατώφλι του σπιτιού, το πεζοδρόμιο και, πολλές φορές, ο ίδιος ο δρόμος συνθέτουν το σκηνικό όπου οι ντόπιοι μαγειρεύουν, τρώνε, πλένουν και απλώνουν τα ρούχα τους (Costa, 2003). Η συνήθεια αυτή, συνιστά ένα ιδιαίτερο μοτίβο οικειοποίησης του δημόσιου χώρου που αναπαράγεται επί δεκαετίες και ανακαλεί μνήμες και εικόνες που συναντούσαμε χρόνια πριν ή βρί- 80 Ο χρόνος, η παρουσία και το βίωμα του δημόσιου χώρου σκουμε σε ανάλογα κλειστές κοινότητες σήμερα. Η ιδιωτική και η οικιακή ζωή προβάλλονται μέσα από τη συλλογική καθημερινότητα. Και πράγματι, ο δημόσιος χώρος αποτελεί την προέκταση του σπιτιού. Το ερώτημα που τίθεται στην ερμηνεία του φαινομένου αυτού, είναι εάν αποτελεί κατά κύριο λόγο μια ανάγκη ή μια συνήθεια. Και επιπλέον, πώς σχετίζονται οι παλαιότερες και οι σύγχρονες ανάγκες/συνήθειες στέγασης με τον τρόπο που διαμορφώνεται η κοινοτική ζωή στο δημόσιο χώρο; Μελετώντας το αρχειακό υλικό της ιστορικής εξέλιξης των μορφών και των τύπων κατοικίας στην Afurada, καθώς και των συνθηκών κατοίκησης (κοινωνική διαστρωμάτωση, διάθεση υλικών κατασκευής, κλιματικές συνθήκες), διαπιστώνουμε πως ο βασικός παράγοντας που συνδέεται με την οργάνωση και τη χρήση του δημόσιου χώρου είναι η τυπολογία της κατοικίας, και συγκεκριμένα οι πρακτικές της αυτοστέγασης. Οι κατοικίες στην Afurada de Baixo, που αρχικά κτίζονται με ξύλο και λάσπη και αργότερα αντικαθίστανται από πέτρινες κατασκευές, είναι συνήθως μικρές, διαθέτουν δύο ή τρεις εσωτερικούς χώρους, ενώ απουσιάζουν στοιχεία, όπως αποθηκευτικοί χώροι, διάδρομοι, αυλή, κήπος ή εξωτερικές σκάλες. Κατά συνέπεια, ένα μεγάλο μέρος της οικιακής δραστηριότητας και εργασίας αναπτύσσεται στον «περι-οικιακό» χώρο (Tapada, 2002), ο οποίος συμπίπτει με τον δημόσιο χώρο. Στη συγκεκριμένη χωρική οργάνωση, το βίωμα του δημόσιου χώρου είναι αλληλένδετο τόσο με τις έννοιες της συλλογικότητας και των κοινών, της γειτνίασης και της οικειότητας, όσο και με ζητήματα κοινωνικού ελέγχου, προσωπικής έκθεσης και επιτήρησης (Jacobs, 1992). Επιπλέον, δεν απουσιάζουν οι πρακτικές επίδειξης κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας, όπως και οι συγκρούσεις και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Στη μεταγενέστερη γειτονιά του Barrio de Pescadores, όπου οι κατοικίες διαθέτουν πλέον υπαίθριους χώρους, παρατηρούμε πώς η τυπολογική αυτή συνθήκη επηρεάζει τη δημόσια ζωή. Τα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου είναι αυστηρώς καθορισμένα και ο δρόμος δεν πρωταγωνιστεί στην κοινοτική καθημερινότητα και τις οικιακές εργασίες. Βλέπουμε, λοιπόν, πώς οι συνθήκες και οι συνήθειες κατοίκησης συνδέονται άμεσα με το βίωμα του δημόσιου χώρου, που αποτελεί συνέπεια των σχεδιαστικών πρακτικών. Στην παρούσα πραγματικότητα, η κοινότητα της Afurada de Baixo εκτίθεται σε μια «αναγκαστική» συμβίωση με τα νέα έργα του Προγράμματος Πόλις, τα Urban Conflicts 81 οποία μετατρέπουν τόσο τη φυσιογνωμία του τόπου όσο και την καθημερινότητα του. Το Πρόγραμμα Πόλις στη Vila Nova de Gaia αποτελεί μια εκτεταμένη επιχείρηση αστικής ανάπλασης, όντας η «αναδιάρθρωση» της Afurada, ένας από τους κύριους άξονες επέμβασης. Η αναδιάρθρωση αυτή, περιλαμβάνει την ανάπλαση του αλιευτικού λιμένα, την κατασκευή νέων αποθηκών αλιείας, τη μαρίνα που προορίζεται να φιλοξενήσει 300 θέσεις για ιδιωτικά σκάφη και την ευρύτερη ανάπλαση των δημόσιων χώρων. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η δημιουργία της Reserva Natural Local do Estuário do Douro (Τοπικό Πάρκο στις Εκβολές του Douro) για την προστασία και τη διατήρηση της φύσης και της βιοποικιλότητας της περιοχής, καθώς και το Μουσείο –Κέντρο Ερμηνείας της Κληρονομιάς της Afurada (CIPA - Centro Interpretativo do Patrimonio da Afurada). Οι επεμβάσεις αυτές, ανεξάρτητα από τη φύση τους και τις προθέσεις τους, έχουν ως αποτέλεσμα την κατάληψη και την ιδιωτικοποίηση περιοχών της παραποτάμιας ζώνης, που μέχρι πριν ήταν δημόσιοι, στερώντας τους πλέον από την κοινότητα και διαθέτοντας τους στον τουρισμό. Συνεπώς, παρά τη διατήρηση του παραδοσιακού τρόπου ζωής στον τόπο, ήδη παρατηρείται η ανάγκη προσαρμογής με βάση τη νέα χωρική διαμόρφωση. 3. Συμπερασματικά, η διερεύνηση των παραδειγμάτων αμφισβήτησης και σύγκρουσης ή ενσωμάτωσης και αποδοχής των σχεδιαστικών πρακτικών από τις κοινότητες που πλήττονται άμεσα από τη νέα διαχείριση του χώρου αποδεικνύει τη σημασία της επιτόπιας καταγραφής των συνθηκών διαβίωσης μέσω των άμεσων συνεντεύξεων και της συμμετοχικής παρατήρησης. Για την ανάλυση και την ερμηνεία του εκάστοτε πλαισίου μελέτης, θεωρούμε πως απαιτείται μια μεθοδολογική προσέγγιση που θα βασίζεται σε δύο μέρη. Ένα θεωρητικό, που περιλαμβάνει την έρευνα ιστορικού αρχειακού υλικού της περιοχής, την ιστορία της αρχιτεκτονικής της πόλης, όπως και της ανθρωπολογίας του ψαρέματος. Ένα πρακτικό, που αφορά στην προσωπική εμπειρία και την επιτόπια διαμονή για τη διεξαγωγή της εθνογραφικής μεθόδου της συμμετοχικής παρατήρησης. Ο συνδυασμός αυτός, μπορεί να παράσχει αποτελέσματα που κατορθώνουν να έρθουν σε ρήξη με τις διαδεδομένες προκαταλήψεις και τα στερεότυπα. 82 Ο χρόνος, η παρουσία και το βίωμα του δημόσιου χώρου Είναι ακριβώς αυτή η στιγμή της ρήξης, στην οποία επιχειρούμε να αντιληφθούμε και να ερμηνεύσουμε τους ρυθμούς και την αίσθηση του τόπου. Επιπλέον, η Afurada παρουσιάζει μια ιδιαίτερη σχέση με τον χρόνο και κρίνεται ενδιαφέρουσα μια προσπάθεια χαρτογράφησης αυτής της σχέσης. Η μεταβλητή του χρόνου συμβάλλει στη σύνθεση της έρευνας με τους εξής τρόπους. Αρχικά, μέσω της ιστορίας και της μνήμης, που αποτελούν βασικά ένα σύνολο στιγμών, επιμελώς επιλεγμένων. Έπειτα, μέσω της χωρικότητας, οι μεταμορφώσεις της οποίας αποτελούν τον μοναδικό τρόπο για να συλλάβουμε το πέρασμα του χρόνου. Τέλος, μέσω της εθνογραφίας, που αποτελεί το βιωμένο χρόνο σε κατάσταση ταυτόχρονης δράσης/ενεργητικότητας και στάσης/παθητικότητας, ώστε να μπορέσουμε να αφουγκραστούμε τα συμβάντα και τις καταστάσεις στον χώρο. Η ανάλυση αυτή, προβάλλεται ως μια συμπληρωματική μορφή ψυχογεωγραφικής ανάγνωσης της πόλης, όπου η πραγματικότητα και το περιβάλλον δεν παύουν να διαμορφώνονται και να αναδιαμορφώνονται συνεχώς. Αυτό που μένει είναι η σημασία των καταστάσεων και του ανθρώπινου παράγοντα στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, σε αντιδιαστολή με το βίωμα μιας διαμεσολαβημένης πραγματικότητας, ή όπως επισημαίνει ο Lefebvre (2004) στη ρυθμανάλυσή του: η σημασία της διάκρισης μεταξύ του παρόντος (present - ως χρόνου) και της παρουσίας (presence - στο χώρο). ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Η έρευνα αυτή, πραγματοποιείται στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής «Tiempografía en São Pedro da Afurada. Construcción y composición de una villa pesquera», Τομέας Αρχιτεκτονικής Σύνθεσης - Θεωρία και Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πολυτεχνείου της Καταλονίας, στη Βαρκελώνη. Παράλληλα με τη βιβλιογραφική έρευνα και την έρευνα αρχείου, διεξάγεται επιτόπια έρευνα, η οποία ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 2013 και βρίσκεται σε εξέλιξη μέχρι σήμερα. Βασίζεται στην εθνογραφική μέθοδο της συμμετοχικής παρατήρησης: προσωπικές συνεντεύξεις και επιτόπια παρατήρηση, σε συνδυασμό με διαμονή και εργασία στον τόπο από τον Φλεβάρη του 2014 έως σήμερα. 2. Δεν θεωρείται σκόπιμο στο παρόν άρθρο να αναφέρουμε εκτενώς τις πολιτικές τουριστικοποίησης, κερδοσκοπίας, ανταγωνισμού και εξευγενισμού που βιώνουν τόσο η Barceloneta όσο και το Cabanyal. Συνοπτικά, να πούμε πως η Barceloneta έχει βρεθεί τα Urban Conflicts 83 τελευταία είκοσι χρόνια στο στόχαστρο πολλαπλών πολεμικών στρατηγικών, με σκοπό την εκδίωξη των κατοίκων και τη μετατροπή των διαμερισμάτων τους σε τουριστικά διαμερίσματα (2012 - Ψήφιση νόμου περί αλλαγής χρήσεων στο κέντρο της πόλης και εισαγωγή περισσότερων τουριστικών υποδομών). Μέσα από οργανωμένους συλλόγους πολιτών (Asociación de la Ostia) και συνεχόμενους αγώνες, οι κάτοικοι υπερασπίζονται και διεκδικούν τον χώρο και την καθημερινότητά τους. Αντίστοιχα, το Cabanyal απειλείται από τη διάνοιξη μιας λεωφόρου πλάτους 100μ., ως προέκταση της κεντρικής λεωφόρου που επιχειρεί να συνδέσει το κέντρο με την παραθαλάσσια ζώνη. Υπολογίζεται η ισοπέδωση 1600 κατοικιών, εκ των οποίων οι 500 ανήκουν στο διατηρητέο τμήμα της περιοχής, γεγονός που έχει επιφέρει τον διχασμό της κοινής γνώμης και τη δημιουργία συγκρούσεων μεταξύ πολιτών και κράτους, αλλά και των ίδιων των γειτόνων μεταξύ τους. Χάρη στις συνεχείς προσπάθειες της Asociación de Vecinos CabanyalCanyamelar, τον Απρίλιο του 2012, η περιοχή συμπεριλαμβάνεται στην «Lista Roja del Patrimonio» της Hispania Nostra. Τον Ιούλιο του 2012, η Audiencia Nacional της Ισπανίας εγκρίνει την απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού (που εκκρεμεί από το 2009) για αναστολή του έργου που θα κατεδάφιζε ένα μεγάλο τμήμα της γειτονιάς. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Augé, M., 2000 [1992]. Los «no lugares». Espacios del anonimato. Una antropología de la sobremodernidad, Editorial Gedisa, Barcelona. Araújo J., 1992. História da Afurada, Junta de Freguesia de São Pedro da Afurada, Vila Nova de Gaia. Castoriadis C., 1975. La institución imaginaria de la sociedad, Tusquets Editores, Barcelona. Costa F., 2003. S. Pedro da Afurada. Notas monográficas, Gailivro, Vila Nova da Gaia. Cross J., 2001. “What is sense of place”, Διαθέσιμο στο http://western.edu/ sites/default/files/documents/cross_headwatersXII.pdf [6/11/2014]. Cucó J., (ed.) 2013. Metamorfosis urbanas. Ciudades españolas en la dinámica global, Icaria Barcelona. Debord G. 2000 [1967] Η Κοινωνία του Θεάματος (μετάφραση Σύλβια), ΔΙΕΘΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Αθήνα. 84 Ο χρόνος, η παρουσία και το βίωμα του δημόσιου χώρου Deleuze G., Guattari, F., 2010 [1977]. Rizoma. Introducción, PRE-TEXTOS, Valencia. Delgado M., 2004. “De la ciudad concebida a la ciudad practicada”, Archipiélago: Cuadernos de crítica de la cultura 62, σ. 7-12. Hadjimichalis C., Vaiou D., 2012. Ο χώρος στην αριστερή σκέψη, Νήσος, Αθήνα. Hernandez i Marti G., 2006. “The deterritorialization of cultural heritage in a globalized modernity”, Transfer 1, σ. 92-107. Jacobs J., 1992 [1961]. The death and life of great american cities, Vintage books, Νέα Υόρκη. Jappe A., 2008 [1999]. Το τέλος της τέχνης. Στον Αντόρνο και τον Ντεμπόρ (μετάφραση Λ. Γυιόκα), εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη. Lefebvre H., 2007 [1968]. Δικαίωμα στην πόλη. Χώρος και πολιτική (μετάφραση Π. Τουρνικιώτης, Κ. Λωράν), EΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΥΚΙΔΑ, Αθήνα. Lefebvre H., 2004 [1992]. Rhythmanalysis: Space, Time and Everyday Life, Continuum, Λονδίνο. Lynch K., 1972. What time is this place?, The MIT press, Λονδίνο. Malpique C., 1990. A ausência do pai, Edições Afrotamento, Porto. Pellegrino P., 2006 [2000]. Το νόημα του χώρου. Η Εποχή και ο Τόπος (μετάφραση Κ. Τσουκαλά), ΤΥΠΩΘΗΤΩ, Αθήνα. Reventós A., 2007. “Patrimonios Incómodos para la imagen que Barcelona ofrece al mundo”, PASOS: Revista de Turismo y Patrimonio Cultural 5, n. 3, σ. 287-305. Rossi A., 1985 [1966]. Η αρχιτεκτονική της πόλης (μετάφραση Β. Πετρίδου), University Studio Press, Θεσσαλονίκη. Santamarina B., 2013. “Los mapas geopolíticos de la Unesco: entre la distinción y la diferencia están las asimetrías. El éxito (exótico) del patrimonio inmaterial», Revista de Antropología Social 22, σ. 263-286. Shields R., 2007 [1999]. Λεφέβρ: Έρωτας και Αγώνας. Διαλεκτικές του Χώρου (μετάφραση Λ. Γυιόκα), Εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ, Θεσσαλονίκη. Tapada T., 2002. “Antropología, vivienda y realojamiento urbano: la necesidad de diseños arquitectónicos más flexibles y adaptados”, Gitanos: Pensamiento y Cultura 16, σ. 46-51. Tsoukala K., 2009. Εξαστισμός και ταυτότητα, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη. Vrichea A., 2003. Κατοίκιση και κατοικία. Διερευνώντας τα όρια της αρχιτεκτονικής. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Αθήνα. Urban Conflicts 85 06 Χωρικές αναπαραστάσεις της σύγκρουσης: το παράδειγμα της διαιρεμένης Λευκωσίας Ειρήνη Ηλιοπούλου Αρχιτέκτων Μηχ/κός, Υπ. Δρ. στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής Ινστιτούτο Habitat Unit (TU-Berlin) eirini.iliopoulou@mailbox.tu-berlin.de 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σε ένα τοπίο σύγκρουσης, σε μια πόλη πολλαπλών διαιρέσεων, όπου τα σύνορα και η χωρική ασυνέχεια ορίζουν την πρόσβαση καθορίζοντας την ίδια την καθημερινότητα, κατασκευάζεται ένα ιδιαίτερο και, επιπλέον, ενδιαφέρον κοινωνικό φαντασιακό. Οι μη προσβάσιμοι τόποι ερεθίζουν τη φαντασία, ενώ το «άγνωστο» λαμβάνει μυθικές διαστάσεις. Όπως θα σημειώσει ο Joseph Campbell (1972:13), «οι μύθοι είναι δημόσια όνειρα, τα όνειρα είναι ιδιωτικοί μύθοι». Τα παραδείγματα μέσα στην ιστορία είναι πολλά για τον τρόπο που το «ανεξήγητο» γίνεται πυρήνας θρύλων και μύθων, επηρεάζοντας την ιστορία, τη θρησκεία, την πολιτική ή την τέχνη, δημιουργώντας αυτό που οι Karlins, Coffman και Walters (1969:1) θα ονομάσουν «μια μεγάλη πολιτισμική μήτρα, στην οποία οι εικόνες αναπτύσσονται και επιμένουν ανεξάρτητα από την πραγματικότητα την οποία αναπαριστούν». Ο διαιρεμένος χώρος είναι υλικός και συγκεκριμένος, αφού ορατά οδοφράγματα απαγορεύουν ή επιτρέπουν την κίνηση, μα είναι και φαντασιακός, όσο η άλλη πλευρά παραμένει ένας απρόσιτος τόπος, κατειλημμένος από τον εχθρικό, άγνωστο «άλλο». Όμως τι συμβαίνει, όταν αυτός ο «άλλος» δεν είναι πια απρόσιτος ή μακρινός; Στην περίπτωση της Λευκωσίας, τα σύνορα παρέμεναν κλειστά μέχρι και το 2003, όταν τα πρώτα οδοφράγματα άνοιξαν και η συνοριογραμμή με- 86 Χωρικές αναπαραστάσεις της σύγκρουσης τατράπηκε σε ένα διαπερατό όριο. Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, έχει ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς σε ποιο βαθμό αλληλεπιδρούν οι δράστες των δύο πλευρών, αλλά και πώς μια τέτοια αλληλεπίδραση, ή η απουσία της, καθορίζουν την παραγωγή του κοινωνικού χώρου της σύγκρουσης και τη διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικού φαντασιακού. Με τον όρο αλληλεπίδραση πηγαίνω πέρα από τις διαπροσωπικές σχέσεις, τις συναλλαγές ή τις επίσημες διαπραγματεύσεις και τα μακρο-γεωπολιτικά σχέδια, προς μια διερεύνηση της χωρικής πληροφορίας που κατέχουν οι καθημερινοί δράστες μέσα στα χρόνια της (ημι-)ελεύθερης πρόσβασης. Το άρθρο αυτό, συζητά για τις «νοητικές αναπαραστάσεις των χωρικών σχέσεων» (McNamara, 1986), ως κομμάτι της παραγωγής του κοινωνικού χώρου της σύγκρουσης1. Πιο απλά, υποστηρίζω πως οι νοητικές αναπαραστάσεις του χώρου παρέχουν πληροφορία για την ποικιλία των διαχωρισμών και των επαφών τόσο ως προς το χώρο όσο και ως προς τις κοινωνικές σχέσεις. Το πεδίο που λαμβάνουν τούτα χώρα είναι ο χώρος της αναπαράστασης ως στιγμή του κοινωνικού χώρου, όπως το διατυπώνει ο Ανρί Λεφέβρ. Ο Λεφέβρ (1991:39) μας οδηγεί προς την έννοια του χώρου της αναπαράστασης ως χώρο «κατοίκων» και «χρηστών», που «λίγο πολύ τείνει σε συνεκτικά συστήματα μη λεκτικών συμβόλων και σημείων». Στο τριμερές του χώρου2, ο χώρος της αναπαράστασης αποτελεί μια πτυχή του που αγγίζει τον πυρήνα του βιωμένου χώρου, πηγαίνοντας πέρα από συγκεκριμένες συλλήψεις, ιδέες και σχέδια, προς μια στιγμή όπου πραγματώνεται η χωροποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Ακόμη, το περιεχόμενο των παρακάτω γραμμών μπορεί να συμπυκνωθεί μέσα στη σχέση της συναισθηματικής εμπλοκής με την «άλλη» πλευρά και της χωρικής πρόσληψης των δραστών, μια σχέση που μελέτησε σε βάθος ο Claus Christian Carbon (2007) στην έρευνά του για την πρώην διαιρεμένη Γερμανία. Η χωρική πρόσληψη αποτυπώνεται μέσα από μια διαδικασία νοητικής χαρτογράφησης, η οποία είναι στην πραγματικότητα η αναπαράσταση «της χωρικής έκφρασης των ανθρώπινων αποφάσεων», όπως θα σημειώσει ο Gould (1970:261)3. Η διερεύνηση και η ανάλυση των παραπάνω προσφέρουν ευρήματα τέτοια, που επιβεβαιώνουν την υπόθεση πως υπάρχουν ποικίλες «διαιρέσεις», πέραν της ορατής-υλικής, ενώ, νοητά, η συνοριογραμμή μεταμορφώνεται, μετακινείται, δυναμώνει ή αναιρείται. Urban Conflicts 87 2. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ Αρχικά, έχει σημασία να θέσουμε ένα πλαίσιο συζήτησης. Υπό αυτήν την έννοια, έχει αξία να συζητηθεί η κατασκευή και η ανάπτυξη των χωροκοινωνικών συστημάτων πρόσληψης. Προτείνω μια διαλεκτική εικόνων και στερεοτύπων που διαμορφώνει χωροκοινωνικά συστήματα πρόσληψης σε δύο βασικά, διαλεκτικά δεμένα, επίπεδα: προσωπικό/γνωσιακό και κοινωνικο/πολιτικό επίπεδό. Η Burgess (1974:167) το σημειώνει με ακρίβεια, εισάγοντας μια διαφοροποίηση στερεοτύπων και αστικών εικόνων, λέγοντας πως «τα στερεότυπα είναι εικόνες που ενέχουν αλλοιωμένη ή λανθασμένη πληροφορία». Πίσω στην προτεινόμενη διαλεκτική, το προσωπικό/γνωσιακό επίπεδο αναφέρεται στις χωροκοινωνικές προσλήψεις των ατόμων –φτιαγμένες με εικόνες και στερεότυπα, που αποτυπώνουν πρωτογενή εμπειρία, αλλά και δευτερογενή (Collison και Kennedy, 1981), μέσα από κατασκευές που επιβάλλουν ο κυρίαρχος λόγος, το κεφάλαιο, η κρατική εξουσία ή τα Μέσα. Βασισμένος στη διαλεκτική προσωπικού/γνωσιακού - κοινωνικού/πολιτικού, καθώς και πραγματικότητας – φαντασιακού, ο Fredric Jameson (1990) υποστηρίζει πως η χωρική ανάλυση του Kevin Lynch (1960) στο έργο του για την Εικόνα της Πόλης μπορεί να επεκταθεί στη σφαίρα της κοινωνικής δομής. Προτείνει μια χαρτογράφηση των κοινωνικών και ταξικών σχέσεων -μια χαρτογράφηση πληρέστερων και ανώτερων μορφών πρόσληψης του κόσμου και των ανθρώπινων εμπειριών. Με άλλα λόγια, μια χαρτογράφηση της ολότητας της κοινωνικής ζωής, όπου το κενό ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό, τη θεωρία και την πράξη, το συνειδητό και το ασυνείδητο, γεφυρώνεται. Γυρνώντας πίσω στο ρόλο των στερεοτύπων στην κατασκευή των συστημάτων πρόσληψης, ο Walter Lippmann (1922) είναι εκείνος που εισάγει την έννοια πίσω στο 1922 και στο έργο του για την Κοινή Γνώμη. Σύμφωνα με τον ίδιο (1922:90), «έχουμε μάθει για τον κόσμο, πριν τον δούμε. Φανταζόμαστε τα περισσότερα πράγματα, πριν τα βιώσουμε. Και αυτές οι προκαταλήψεις, εκτός αν η παιδεία μας το έχει κάνει γνωστό, κυβερνούν βαθιά όλη τη διαδικασία της πρόσληψης. Σημαδεύουν τα αντικείμενα ως γνωστά ή άγνωστα, υπογραμμίζοντας τη διαφορά, έτσι ώστε το ελάχιστα γνωστό να μοιάζει πολύ γνωστό και το κάπως ξένο, οξύτατα αλλότριο». Ακόμα, τα στερεότυπα είναι κομμάτι του προσωπικού και του 88 Χωρικές αναπαραστάσεις της σύγκρουσης κοινωνικού φαντασιακού, χωρίς να είναι αυστηρά «ψευδή», από τη στιγμή που αποτυπώνουν συγκεκριμένες αντιλήψεις, ιδιαίτερες εμπειρίες, αλλά και συσχετισμούς στο ιδεολογικό πεδίο. Ο Fishman (1956:54) σημειώνει πως «τα στερεότυπα γίνονται αυτόνομα, ακριβώς γιατί η ακρίβειά τους δεν μπορεί να μετρηθεί». Τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες πίσω από την κατασκευή συστημάτων πρόσληψης που εμπεριέχουν εικόνες και στερεότυπα: η ανάγκη των κυρίαρχων να διατηρήσουν την εξουσία μέσα από τον κυρίαρχο λόγο και την ιδεολογία, η ανάγκη καθορισμού του «εαυτού» σε αντίθεση με τον «άλλο» ή η ανάγκη προστασίας μιας «ταυτότητας σε απειλή» (Calame και Charlesworth, 2009) και ενός αξιακού συστήματος, και, τέλος, η ανάγκη συγκέντρωσης ομάδων και εμπειριών, κάτω από μία ενιαία ομπρέλα που παρέχει αυτόματες και κοινές κατανοήσεις. Οι παράγοντες αυτοί, υπογραμμίζουν την προαναφερόμενη διαλεκτική, ενώ δείχνουν πως τα στερεότυπα λειτουργούν ως κρίσιμα στοιχεία του περιβάλλοντος και του ψευδοπεριβάλλοντός μας. Σε αυτήν τη διαδικασία κατασκευής, κεντρικό ρόλο παίζουν ο φόβος και η κατασκευή του «άλλου». Εδώ, χρησιμοποιώ την έννοια του φόβου ως προς το κοινωνικά κατασκευασμένο συναίσθημα, αφήνοντας έξω μεταφυσικές και υπαρξιακές πτυχές, ενώ ενδιαφέρομαι για τις πλευρές εκείνες που αναδεικνύουν το φόβο ως προϊόν και παραγωγό κοινωνικών συμπεριφορών. Αντιμετωπίζω τον «φοβισμένο» κατά τον «φυλακισμένο» του Μισέλ Φουκώ (1977), ως υποκείμενο φτιαγμένο από συγκεκριμένες ιδέες (έγκλημα, τρομοκρατία, θάνατος κ.λπ.), θεσμούς και ειδικούς (κρατική εξουσία, αστυνομία, Μέσα κ.λπ.). Πρόκειται για τον φόβο - εργαλείο παρακολούθησης, πειθάρχησης και κοινωνικού ελέγχου, αλλά και για τον φόβο - κέντρο ενός ολόκληρου εμπορίου, μιας οικονομίας. Ωστόσο, επιχειρώ να προσθέσω τον παράγοντα του κοινωνικού χώρου στο σημείο αυτό, ώστε να συζητήσω για τη χρήση του φόβου σε σχέση με συγκεκριμένους τόπους. Οι Matei κ.α. (2007:198) υποστηρίζουν πως «τα χωρο-κοινωνικά στερεότυπα δημιουργούν το αίσθημα του πόθου και της αποφυγής ως προς συγκεκριμένες συνιστώσες μιας αστικής περιοχής. Αυτό το αίσθημα, βάζει στιγματισμένες περιοχές σε ένα φαύλο κύκλο δημόσιας αποεπένδυσης, κοινωνικής παρακμής και περισσότερων στερεοτύπων». Μέσα από το έργο τους, δείχνουν τον φόβο στο πλαίσιο της επικοινωνιακής δράσης, αποδεικνύοντας ότι σε δεδομένες περιοχές που υφίστανται εθνοφυλετικό στιγματισμό ο φόβος δεν Urban Conflicts 89 συμπίπτει με αντικειμενικά επίπεδα εγκληματικότητας. Στο σκεπτικό τους διαβάζω πως οι διαλεκτικές του χώρου και οι διαλεκτικές της επικοινωνίας δημιουργούν ένα είδος «νοητικής χαρτογράφησης» της πραγματικότητας, η οποία, όπως σημειώνουν (2007:198), «απορροφά μνήμες σύγκρουσης και σχηματίζει την κοινωνική πραγματικότητα, τοποθετώντας την μέσα σε μια πληθώρα χωρικών στερεοτύπων». Ο δεύτερος παράγοντας που ανέφερα, είναι η κατασκευή του «άλλου». Στέκομαι στη σκέψη του Homi K. Bhabha (1983), ο οποίος εξετάζει αναλυτικά την κατασκευή και τη λειτουργία των στερεοτύπων στο πλαίσιο του αποικιοκρατικού λόγου, εισάγοντας μια κατανόηση των στερεοτύπων ως μια διαδικασία υποκειμενικοποίησης ως προς τον λόγο, και ως παράγοντα-κλειδί στα χέρια της εξουσίας για τις διακρίσεις, την προκατάληψη, την παρακολούθηση και την καταπίεση. Για τον Bhabha (1983:18), τα στερεότυπα είναι «μια μορφή γνώσης και ταυτοποίησης, η οποία ταλαντεύεται ανάμεσα σε αυτό που είναι πάντα ‘στη θέση του’, ήδη γνωστό, και σε αυτό που πρέπει να επαναλαμβάνεται με αγωνία». Η άρχουσα τάξη και το παγκόσμιο κεφάλαιο κατασκευάζουν, μέσα από τον κυρίαρχο λόγο, κανονικότητες και μια αδιαμφισβήτητη «αλήθεια», που θολώνει τις φυλετικές, πολιτισμικές, σεξουαλικές διακρίσεις, υιοθετώντας ιδέες όπως η «διαφορετικότητα» και ο «σεβασμός» της ταυτότητας του «άλλου», όλες αναπτυσσόμενες αρμονικά σε μια σύγχρονη «πολυπολιτισμικότητα». Η πολυπολιτισμικότητα αυτή, όπως σημειώνει ο Σλάβοϊ Ζίζεκ (1997:44), αποτελεί την ιδανική ιδεολογία του παγκόσμιου κεφαλαίου, «που αντιμετωπίζει κάθε τοπική κουλτούρα με τον τρόπο που ο αποικιοκράτης αντιμετωπίζει τους άποικους –ως ‘γηγενείς’, των οποίων τα ήθη πρέπει προσεκτικά να μελετήσει και να ‘σεβαστεί’». Στον πυρήνα της κατασκευής του «άλλου», βρίσκεται η κατασκευή ενός αντικειμένου έκθετου στην έλξη και την αποφυγή. Κάτι τέτοιο, δεν αφορά μόνο σε πρόσωπα αλλά και σε τόπους. Είναι η κατασκευή κανονικοτήτων που είτε απειλούνται από είτε συνυπάρχουν με «διαφορετικότητες», οι οποίες πρέπει είτε να εξαφανιστούν είτε να υπάρχουν με «σεβασμό», ώστε συνεχόμενα να υπενθυμίζουν –επιβεβαιώνοντας- την υπεροχή των κυρίαρχων. Γυρνώντας στο συγκεκριμένο παράδειγμα που θα μας απασχολήσει εδώ, τελικά, είναι όλα αυτά το πραγματικό Τείχος που χωρίζει στα δυο την πόλη της Λευκωσίας; 90 Χωρικές αναπαραστάσεις της σύγκρουσης 3. ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ Η περίπτωση που εξετάζω είναι η διαιρεμένη Λευκωσία, και συγκεκριμένα η παλιά, εντός των Τειχών, πόλη, ένα ιδιαίτερο χωρικό όλον ή, σωστότερα, ένα χωρικό σύστημα που ορίζεται από τα κυκλικά Ενετικά Τείχη4, και το οποίο είναι διαιρεμένο στα δύο, φτιάχνοντας τον Τουρκοκυπριακό Βορρά και τον Ελληνοκυπριακό Νότο. Στο σήμερα, και μετά από την πρώτη διαίρεση της πόλης το 1963 με την Πράσινη Γραμμή και την de facto διαίρεση του νησιού το 1974, η Πράσινη Γραμμή και η Νεκρή Ζώνη, στο ενδιάμεσο των δύο συνοριογραμμών, αποτελούν ένα Τείχος μέσα στο Τείχος· δυο ποιότητες που αντανακλούν τόσο το φόβο όσο και την ασφάλεια, όπως σημειώνει και ο Πέτερ Μαρκούζε (Ellin, 1999). Από τη μία, το Τείχος περιμετρικά της πόλης και, από την άλλη, το Τείχος εντός της∙ το Τείχος που εμπερικλείει, που περιλαμβάνει για να προστατέψει, και το Τείχος που κόβει, που διαιρεί, αυξάνοντας την ανασφάλεια, το φόβο και την απουσία της εμπιστοσύνης. Το κυκλικό σχήμα της αγκαλιάς και το γραμμικό σχήμα του κοψίματος ή της ρήξης συνυπάρχουν, μετατρέποντας την παλιά Πόλη της Λευκωσίας από ένα κλειστό σύστημα στη μέση του νησιού σε ένα διεκδικούμενο τόπο στην άκρη δύο κοινοτήτων, κρατών, κόσμων. Ωστόσο, σε αυτό ακριβώς το σημείο, συντελείται η κορύφωση τόσο του διαχωρισμού όσο και της επαφής μεταξύ των δύο πλευρών, λόγω και της μεγάλης χωρικής εγγύτητας στο σημείο του ανοιχτού οδοφράγματος στη Λήδρα/ Lokmaci, όπου η μία από την άλλη πλευρά απέχουν μόλις μερικά βήματα. Αυτός ακριβώς ο τόπος, έχει οριστεί ως τόπος έρευνας, ενώ ως πληθυσμιακό δείγμα επιλέχθηκαν κάτοικοι, θαμώνες, ιδιοκτήτες μαγαζιών και, γενικά, αυτό που θα λέγαμε «η γειτονιά» ή «ο κόσμος» της παλιάς πόλης και από τις δύο πλευρές. Στόχος του άρθρου σε αυτό το σημείο της συζήτησης είναι να δώσει μια γεύση των διαφορετικών εικόνων των πλευρών της πόλης, όπως αυτές προκύπτουν από μια διαδικασία νοητικής χαρτογράφησης. Επιχειρώ με πυκνό τρόπο να δώσω μια εικόνα αυτής της διαδικασίας, παρουσιάζοντας πέντε διαφορετικά σημεία του χαρτογραφημένου χώρου, αφήνοντας για την ώρα έξω το κομμάτι των αφηγηματικών συζητήσεων και των ημιδομημένων συνεντεύξεων. Μέσα από αυτό το κομμάτι, επιθυμώ να δέσω το πλαίσιο συζήτησης που προηγήθηκε ως προς τα συστήματα χωρικής πρόσληψης με τη συγκεκριμένη περίπτωση του τοπίου της Urban Conflicts 91 διαίρεσης, προς μια κατανόηση των χωρικών αναπαραστάσεων της σύγκρουσης, όπως τις αποδίδουν οι καθημερινοί δράστες. Τα πέντε σημεία του χαρτογραφημένου χώρου επιχειρούν μια μετάφραση των πέντε σημείων του Λιντς (1960): i) πράσινη γραμμή ως άκρο, ii) κατοικία/ κατάστημα/ τόπος διασκέδασης ως συνοικία, iii) χαρακτηριστικά σημεία της μίας και της άλλης πλευράς ως ορόσημα, iv) ρουτίνες/ πορείες ως διαδρομές και v) εντοπισμός στο χώρο ως κόμβος. 3.1 ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ (ΑΚΡΑ) Η Πράσινη Γραμμή και ο τόπος της νεκρής ζώνης, ως άκρα, αποτυπώνουν μέχρι ποιό σημείο εκτείνεται ο «κόσμος» των δραστών, ως κοινός ή εν δυνάμει κοινός, προσφέροντας τη δυνατότητα να ελεγχθεί το κρίσιμο, δηλαδή, αν το όριο της Πράσινης Γραμμής είναι και το όριο του κάθε προσωπικού ή συλλογικού χώρου, ή αν η διαπερατότητά του φτιάχνει έναν κόσμο που το συμπεριλαμβάνει μεν, αλλά το ξεπερνά δε. Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες έδωσαν χάρτες με την Πράσινη Γραμμή στο όριο του χαρτιού, δείχνοντας πως η άλλη πλευρά είναι εκτός του σχεδιαστικού πλαισίου, με άλλα λόγια δεν υπάρχει. Ο κόσμος τους τελείωνε στο όριο, ενώ τους ενδιέφερε να αποδώσουν στοιχεία μόνο της δικής τους πλευράς. Άλλες εκδοχές χαρτών απέδιδαν τα κυκλικά Τείχη ως το «όλον» της παλιάς πόλης, αλλά η Πράσινη Γραμμή είτε δεν τοποθετούνταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να δείχνει τη διχοτόμηση σε δύο ίσα μέρη, είτε τοποθετούνταν εκτός των κυκλικών Τειχών. Με αυτόν τον τρόπο, διατύπωναν την ύπαρξη της άλλης πλευράς, αλλά αυτή ήταν είτε πολύ μικρότερη ως μέρος -συγκριτικά με τη δική τους- είτε κάπου έξω από το χωρικό σύστημα που δημιουργούν τα Ενετικά Τείχη και που προσέδιδαν στη δική τους πλευρά. Τέλος, σε άλλες αποδόσεις χαρτών, η Πράσινη Γραμμή αποδόθηκε σωστά, διαιρώντας την Παλιά Πόλη στα δύο, ενώ σε άλλες προτιμήθηκε να μη σχεδιαστεί, ώστε ο συμμετέχων να υπογραμμίσει πως δεν αναγνωρίζει το χωρικό σύνορο. Την ίδια στιγμή, η Νεκρή Ζώνη είναι πολιτικός χώρος. Ένας πολιτικός χώρος που αναζητά έναν κοινό χώρο διεκδίκησης, με αναφορά στα κοινωνικά κινήματα, στις πλατφόρμες επαναπροσέγγισης ή στις ΜΚΟ, και συγκρούεται με το κράτος και τα Ηνωμένα Έθνη. Συγκεκριμένα, η Νεκρή Ζώνη είναι ο τόπος όπου λάμβαναν χώρα όλες οι δικοινοτικές συναντήσεις (στο Λήδρα Πάλας), 92 Χωρικές αναπαραστάσεις της σύγκρουσης πριν από το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, ενώ στη συνέχεια φιλοξενεί από θεσμικού χαρακτήρα δικοινοτικές πρωτοβουλίες μέχρι το κίνημα του Occupy the Buffer Zone, που σημάδεψε το «από τα κάτω» επαναπροσεγγιστικό κίνημα στην Κύπρο τη χρονιά 2011-2012. Απαντώντας στο διεθνές κάλεσμα του «Occupy movement», ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι νέοι καταλαμβάνουν μέρος της Νεκρής Ζώνης τον Οκτώβρη του 2011, μεταφράζοντας το κάλεσμα στο τοπικό λεξιλόγιο με κεντρικό σύνθημα την επανένωση του νησιού, την αποστρατικοποίηση και την ειρηνική συνύπαρξη. Το γραμμικό κενό -πέρασμα της νεκρής ζώνης- μετατρέπεται σε πλατεία, όπου για μήνες πραγματοποιούνταν συνελεύσεις, συναυλίες, κουζίνες, παιχνίδια, δημόσιες συζητήσεις, κάμπινγκ κλπ. Έτσι, ο τόπος εκείνος, από κενός χώρος που δεν ανήκει σε κανέναν («no man’s land») γίνεται κοινός χώρος διεκδίκησης, όπου το αίτημα της επανένωσης γίνεται βιωματική εμπειρία στον χώρο εδώ και τώρα. Ή, όπως αναγράφεται στο κεντρικό πανό της κατάληψης, «Ζούμε τη λύση». Το τέλος των δράσεων θα δοθεί από το κράτος με μια πρωτοφανώς βίαιη, για την περιοχή, επέμβαση της αστυνομίας, αφού είχε προηγηθεί μια εξίσου βίαιη επίθεση στο κίνημα και τους διοργανωτές σε επίπεδο κυρίαρχου δημόσιου λόγου μέσω των ΜΜΕ. Συμπερασματικά, έχουμε ήδη πολλαπλές χωρικές αναπαραστάσεις: μια αδιαπέραστη -αν και διαπερατή- συνοριογραμμή, ένα μετατοπισμένο σύνορο υποβάθμισης της άλλης πλευράς, ένα σύνορο που είναι ασθενέστερο μπροστά στην ένταση του «όλου» που αντιπροσωπεύει η αγκαλιά των Τειχών, αλλά και ένα σύνορο που μετατρέπεται σε γέφυρα, όπου συγκρούονται διαφορετικές χωροκοινωνικές διεκδικήσεις. 3.2 ΚΑΤΟΙΚΙΑ/ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ/ΤΟΠΟΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗΣ (ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ) Σε αυτήν την κατηγορία, ανάλογα με τη δραστηριότητα του ατόμου, εννοείται η κατοικία, το κατάστημα, κάποιο στέκι και ούτω καθεξής. Ο ιδιωτικός χώρος, ως χώρος που περιλαμβάνει το σπίτι και τη συνοικία, κατανοείται ως ο χώρος του εαυτού αλλά και της προέκτασής του, ως ο τόπος που το ίδιο το άτομο ορίζει γύρω του. Ο δεύτερος, μπορεί να είναι δημόσιος, προσωπικός ή κοινόχρηστος, σε κάθε περίπτωση όμως, είναι το σημείο αναφοράς, από το οποίο οι δράστες ξεκινούν αφετηριακά να σκιαγραφούν το νοητό «κόσμο» τους. Το στοιχείο της Urban Conflicts 93 συνοικίας είναι επίσης σημαντικό, ώστε να κατανοηθεί ο αυτοπροσδιορισμός του ατόμου ως προς το βαθμό απομόνωσης ή συνάφειας, εγγύτητας ή απόστασης, οικειότητας ή αποξένωσης. Κατά τη μελέτη της συνοικίας, αποδόθηκαν πληροφορίες για τον περιβάλλοντα χώρο της «συνοικίας», δημιουργώντας ένα χώρο μέσα στον οποίο συμπεριελάμβαναν και τοποθετούσαν το σπίτι, το μαγαζί ή το στέκι τους. Το ενδιαφέρον σε αυτές τις αποδόσεις είναι το σημείο που τοποθετείται ο προσωπικός χώρος σε συνάρτηση με υπόλοιπα στοιχεία του χάρτη. Άλλοτε με μια εγγύτητα, ή συνηθέστερα απόσταση, που μαρτυρά το διαχωρισμό ή τη συνάφεια του προσωπικού χώρου με όσα διαδραματίζονται έξω από αυτόν. Εδώ, πρέπει να σημειωθεί ξανά ο ισχυρός πολιτικός χαρακτήρας τούτης της χωρικής ποιότητας. Ο κόσμος της παλιάς πόλης, ενώ βρίσκεται στο κέντρο του νησιού και της ευρύτερης επαρχίας, αποδίδει στον εαυτό του ακριτική ταυτότητα, αφού το σύνορο είναι και το όριο ως τέλος του εαυτού και αρχή του άλλου. Πολλοί είναι εκείνοι που απέδωσαν στον εαυτό τους αλλά και στο χώρο που ορίζουν, και άρα προστατεύουν, ηρωική στάση, αφού υπερασπίζονται έναν ιδιωτικό χώρο, που γίνεται πολιτικός/συλλογικός, σε διαρκή απειλή. 3.3 ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ (ΟΡΟΣΗΜΑ) Το ζητούμενο της σχεδίασης βασικών ορόσημων της μίας και της άλλης πλευράς ήταν, ίσως, το πιο κατανοητό και βατό ζητούμενο. Σε αυτό το ζητούμενο, συμπεριλαμβάνονται χαρακτηριστικοί δρόμοι, μνημεία, κτιριακά σύνολα, ορόσημα και τόποι-σύμβολα που, ως τέτοια, συγκροτούν την ταυτότητα του χώρου, αλλά και συμβάλλουν στον προσανατολισμό του ατόμου. Στην κατηγορία αυτή, ενδιαφέρει η διερεύνηση της ύπαρξης μιας πιο αποστασιοποιημένης, ορθολογικής χωρικής αναπαράστασης, όπως αυτή του «τουρίστα», ο οποίος, για παράδειγμα, χαρτογραφεί την πόλη μέσα από ορόσημα που ήδη γνωρίζει ή έχει πληροφορηθεί για αυτά από τουριστικούς οδηγούς, ιστορικά βιβλία ή τουριστικούς χάρτες. Κατά αυτήν την έννοια, σε αυτό το σημείο, μας απασχολεί, από τη μία, ο βαθμός της δομημένης, και όχι μόνο της εμπειρικής, χωρικής πληροφορίας αλλά και, από την άλλη, ο τρόπος που θα συμβολισθεί η άλλη πλευρά. Ο χώρος που σχεδιάζεται είναι ξανά πολιτικός. Είναι το συμβολικό τοπίο της 94 Χωρικές αναπαραστάσεις της σύγκρουσης σύγκρουσης, όπως το περιγράφουν οι Kliot & Mansfield (1997) και όπως διαμορφώνεται με κυρίαρχο τρόπο από την κρατική εξουσία μέσα από μνημονικές πρακτικές. Αξιοσημείωτος είναι ο χάρτης μιας νεαρής Ελληνοκύπριας που δεν είχε επισκεφτεί την άλλη πλευρά και συμβόλισε τον «άλλο» σχεδιάζοντας την τουρκοκυπριακή σημαία στην πλαγιά του Πενταδάκτυλου, ορατή στον Ελληνοκυπριακό Νότο. Άλλοι ελληνοκύπριοι κάτοικοι σημειώνουν χαρακτηριστικά μνημεία και πλατείες, ενώ στον τουρκοκυπριακό Βορρά συνηθέστερες είναι οι σημειώσεις πολυκαταστημάτων και χώρων αναψυχής, που αποτελούν και κύριους πόλους έλξης στις επισκέψεις τους. Αξιοσημείωτο είναι ακόμα, πως από τα ορόσημα λείπουν οι αναμενόμενοι λατρευτικοί χώροι. Το γεγονός αυτό εξηγείται, αν αναλογιστεί κανείς πως η μεν τουρκοκυπριακή πλευρά έχει ακολουθήσει μια κοσμική κοινωνικοπολιτική συγκρότηση, ενώ, για τους Ελληνοκύπριους, οι χριστιανικοί ναοί που έχουν μετατραπεί σε τζαμιά είναι μικρότερης συναισθηματικής αξίας, μιας και αυτοί ήταν προηγουμένως καθολικοί. Συμπερασματικά, τα ορόσημα είναι σε συνάφεια με τον τρόπο που οι δράστες κάνουν χρήση του χώρου και κατά πολύ λιγότερο με ευρύτερες γνώσεις για τον ιστορικό χώρο και τα σύμβολα της μίας και της άλλης πλευράς, γεγονός που προκύπτει τόσο από τη χαρτογράφηση όσο και από τη διαδικασία των συνεντεύξεων. Με μια πρόταση, θα λέγαμε πως ως ορόσημα γίνονται αντιληπτά αυτά που αφορούν τους ίδιους και τη δραστηριότητά τους και όχι τον «άλλο». Οι μνημονικές πρακτικές εγγράφουν τις κυρίαρχες αφηγήσεις στον χώρο, αλλά αυτές φαίνεται να υπερβαίνονται μέσα στην καθημερινή πρακτική. 3.4 ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ/ΠΟΡΕΙΕΣ (ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ) Οι διαδρομές, ως στοιχείο της πόλης, μπορούν να κατανοηθούν ως ίνες του ίδιου του αστικού ιστού. Είναι κομμάτι της οικειοποίησης, της ρουτίνας του χρήστη μέσα στη δραστηριότητά του, άρρηκτα δεμένο με την καθημερινότητα, την αίσθηση του οικείου, τη μνήμη, αλλά και με χωρικές ποιότητες, όπως η κλίμακα, η άνεση, το πλάτος των δρόμων, οι υποδομές, η αίσθηση της ασφάλειας, οι αποστάσεις, το δομημένο περιβάλλον και άλλα. Ένα χαρακτηριστικό που διέπει την ενότητα αυτή είναι η υπερβολή στην κλίμακα, μιας και η οικειότητα, ως προς τη διαδρομή που ακολουθείται, παράγει ένα «ζουμ» στο χάρτη με Urban Conflicts 95 λεπτομέρειες που δε θα βρούμε σε άλλα του σημεία. Ακόμα, στις περισσότερες εκδοχές, η ποιοτική διαφορά που κυριαρχεί στην απόδοση των διαδρομών μαρτυρά πως οι χρήστες γνωρίζουν ποια διαδρομή να ακολουθήσουν για να φτάσουν κάπου, αλλά η σπάνια επίσκεψή τους τούς κάνει να διαφοροποιούν την κλίμακα, την απόσταση και το εύρος της πληροφορίας σε σχέση με άλλα σημεία που ανήκουν στη ρουτίνα χρήσης. Εδώ, πρέπει να σημειωθεί πως οι διαδρομές είναι και ραφές της νοητής χωρικής ουλής που δημιουργεί το σύνορο της Πράσινης Γραμμής. Η διάσχιση του οδοφράγματος από εκατοντάδες εργαζόμενους, φίλους, επισκέπτες, παίχτες των καζίνο ή πελάτες των οίκων ανοχής, είναι ένα νοητό καθημερινό γάζωμα που παρακάμπτει τη διαίρεση για επαγγελματικούς, οικονομικούς και παραοικονομικούς, προσωπικούς, ψυχαγωγικούς ή άλλους λόγους. Έτσι, παράγεται χώρος πέραν του υλικού, με κίνητρα στα οποία η προσωπική εμπειρία έχει πολλά περισσότερα να καταδείξει από τις θεσμικές αφηγήσεις και ιστοριογραφίες. 3.5 ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ (ΚΟΜΒΟΙ) Κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας όπως η νοητική χαρτογράφηση, όπου οι δράστες καλούνται να φανταστούν, να δομήσουν και να αποτυπώσουν το χώρο στο χαρτί, το ερώτημα «που βρίσκονται αυτή τη στιγμή» είναι, ουσιαστικά, η παρότρυνση να πλάσουν αόρατα ένα πλέγμα κόμβων μέσα στο οποίο θα τοποθετηθούν οι ίδιοι. Κοιτούν από μακριά τη διαδικασία και τα όσα μόλις προηγουμένως έχουν αφηγηθεί μέσα από τη σχεδίαση; Βρίσκονται εντός της διαδικασίας, ομολογώντας πως είναι μέρος των όσων σχεδιάζουν, έχοντας την κοντινή εποπτεία του περιπλανώμενου που τη στιγμή της περιπλάνησης και της νοητικής χαρτογράφησής της παράλληλα παράγει χώρο; Αυτό το ζητούμενο ζητήθηκε τελευταίο στη διαδικασία της χαρτογράφησης. Ίσως, αυτή η ενότητα ήταν και η πιο ακριβής ως προς την πιστότητά της. Συνήθως, οι ερωτώμενοι μπορούσαν να αυτοχωροθετηθούν με σχετική ακρίβεια, γεγονός που εντείνει την ταυτότητά τους ως ο «κόσμος» της παλιάς πόλης. Γνώριζαν που βρίσκονται, με μια ματιά στον περιβάλλοντα χώρο μπορούσαν να εντοπίσουν τον εαυτό τους στο ευρύτερο πλέγμα και να αναγνωρίσουν το γύρω χώρο μέσα από οικεία σημάδια και χαρακτηριστικά τοπόσημα. 96 Χωρικές αναπαραστάσεις της σύγκρουσης Σχήμα 1. Παραδείγματα νοητικών χαρτών 4. ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ Ο Σ. ζει σε μια «οριακή» κατοικία στη νότια πλευρά, όπου την περίφραξη σε σημεία συμπληρώνουν συρματοπλέγματα και αμυντικά βαρέλια, όμοια με αυτά που συνθέτουν την οριογραμμή κατά μήκος. Από την αυλή της «οριακής» τούτης κατοικίας, δίνεται η δυνατότητα να ακούει κανείς καθαρά τα γέλια, τις φωνές και τις ομιλίες των «άλλων», κάνοντας την άλλη πλευρά μέρος της γειτονιάς στις καθημερινές δραστηριότητές της. Ο Σ. λέει: «για χρόνια άκουγα γέλια, φωνές, παιδιά να παίζουν, μανάδες να τους φωνάζουν. Δεν τους είχα δει και ούτε πίστευα ότι θα τους δω ποτέ. Για μένα δεν υπήρχαν. Τόσο πολύ δεν υπήρχαν, που κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν οι θερμοκρασίες ήταν πολύ υψηλές, συνήθιζα να βγαίνω στην αυλή μου και να κάνω μπάνιο εντελώς γυμνός. Δεν ντρεπόμουν καθόλου. Παρόλο που ήξερα την παρουσία άλλων ανθρώπων κοντά, που τους άκουγα, για μένα ήταν σα να μην υπάρχουν». Ο Bourdieu (1990:137) θα σχολίαζε πως «η μικρότερη αντικειμενική απόσταση στον κοινωνικό χώρο μπορεί να συμπίπτει με τη μεγαλύτερη υποκειμενική απόσταση», μετατρέποντας μια χωρική απόσταση Urban Conflicts 97 λίγων μέτρων σε πολύ μεγαλύτερη, αν όχι χαοτική. Το αντίστροφο μπορούν να ισχυριστούν άλλες αφηγήσεις και είναι, ίσως, αυτό που μπορεί να δίνει την ελπίδα στο σήμερα για την οριστική άρση των συνόρων στο χώρο και το μυαλό. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Στο παρόν άρθρο, παραθέτω μια γενική γεύση της παραπάνω σχέσης, την οποία μελετώ εκτενέστερα στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής. 2. Ο Λεφέβρ προτείνει μία τριμερή διαλεκτική του χώρου, όπου ο πραγματικός, ο νοητός και ο βιωμένος χώρος αλληλοδιαπλέκονται. Συγκεκριμένα, το τριμερές του χώρου, κατά τον Λεφέβρ, συνίσταται, πρώτον, στον αντιληπτό, σαφή, υλικό χώρο, όπου οι δράστες ζουν, ενεργούν και πράττουν στην καθημερινή ζωή. Δεύτερον, στον νοητικό χώρο ή αλλιώς στις αναπαραστάσεις, ιδέες και κατασκευές του χώρου και, τέλος, στον χώρο της αναπαράστασης ή αλλιώς στον βιωμένο χώρο, όπου συντελείται η χωροποίηση της κοινωνικής ζωής. 3. Η πτυχή της συναισθηματικής εμπλοκής ιχνηλατείται μέσα από μια διαδικασία ημιδομημένων συνεντεύξεων που φτιάχνουν το προφίλ των δραστών, αλλά δεν θα σταθούμε σε αυτήν εδώ. 4. Η πρώτη εκδοχή των Τειχών εντοπίζεται την περίοδο των Λουζινιάν, όπου κατά βάση προστάτευαν από την αναρχία της υπαίθρου και πιθανές εισβολές. Από τους Ενετούς στους Οθωμανούς, ως τους Βρετανούς, τα κυκλικά Τείχη λειτουργούσαν ως προστατευτική μεμβράνη, πορώδης στις πύλες και, την ίδια στιγμή, σταθερή και προστατευτική σε άλλα σημεία. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Bhabha H.K., 1983. The Other Question, Screen 24, σ. 18-36. Bourdieu P., 1990. The logic of practice, Stanford University Press, Stanford. Burgess J. A., 1974. “Stereotypes and Urban Images”, Area 6, σ. 167-171. Calame J., Charlesworth E. R., 2009. Divided Cities: Belfast, Beirut, Jerusalem, Mostar, and Nicosia, University of Pennsylvania Press, Philadelphia. Campbell J., 1972. Myths to Live By, Viking, New York. Carbon C. C., 2007. “Autobahn People: Distance Estimations Between German 98 Χωρικές αναπαραστάσεις της σύγκρουσης Cities Biased by Social Factors and the Autobahn”, Spacial Cognition V, σ. 489-500. Collison P., Kennedy J., 1981. “The Social Pattern of Personal Geographies”, Regional Studies 15, σ. 247-262. Fishman J. A., 1956. “An Examination of the Process and Function of Social Stereotyping”, The Journal of Social Psychology 43, σ. 27-64. Foucault M., 1975. Discipline and Punish: The Birth of Prison, Random House, New York. Gould P. R., 1970. On Mental Maps, In: English P. W., Mayfield R. C. (ed.), Man, Space, and Environment: Concepts in Contemporary Human Geography, Oxford University Press, New York, σ. 260-282. Jameson F., 1990. Cognitive Mapping, In: Nelson C., Grossberg, L. (ed.), Marxism and the Interpretation of Culture, University of Illinois Press, σ. 347-60. Karlins M., Coffman T. L., Walters G., 1969. “On the Fading of Social Stereotypes: Studies in Three Generations of College Students”, Journal of Personality and Social Psychology 13, σ. 1-16. Kliot Ν., Mansfield Υ., 1997. “The Political Landscape of Partition. The Case of Cyprus”, Political Geography 16, σ. 495-521. Lefebvre H., 1991 [1974]. The Production of Space, Blackwell, Oxford. Lippmann W., 1922. Public Opinion, Transaction Publishers, New Brunswick and London. Lynch K., 1960. The Image of the City, M.I.T. Press, Cambridge MA and London. Marcuse P., 1997. Walls of Fear and Walls of Support, In: Ellin N. (ed.), Architecture of Fear, Princeton Architectural Press, Princeton, σ. 101-114. Matei S., Ball-Rokeach S. J., Ungurean S., 2007. “Communication Channels, Spatial Stereotyping, and Urban Conflict: A Cross-Scale and Spatio-Temporal Perspective”, Journal of Dispute Resolution 2007, σ. 195-204. McNamara, 1986. “Mental Representations of Spatial Relations”, Cognitive Psychology 18, σ. 87-121. Zizek S., 1997. “Multiculturalism or the Cultural Logic of Multinational Capitalism?”, New Left Review 225, σ. 28-51. Urban Conflicts 99 07 Η ανάδυση μιας νέας χωροκοινωνικής τάξης στην Ελλάδα της κρίσης: η νομιμοποίηση της κρίσης κατοικίας και η αορατότητα των νέων περιθωριοποιημένων ομάδων Μαρία Καραγιάννη Υποψήφια Διδάκτωρ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, ΑΠΘ maria.a.karagianni@gmail.com Ματίνα Καψάλη Υποψήφια Διδάκτωρ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, ΑΠΘ kapsali.matina@gmail.com 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι Gordon και Townsend (2000) γράφουν πως «η ταχύτητα της κοινωνικής πόλωσης φαίνεται να έχει αυξηθεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περίοδο, επειδή οι μισθοί και η αγορά εργασίας έχουν απορρυθμιστεί, η κοινωνική ασφάλιση έχει αποδυναμωθεί και οι δημόσιες επιχειρήσεις και υπηρεσίες έχουν ιδιωτικοποιηθεί» (2000: 9). Στόχος αυτού άρθρου είναι να προχωρήσει ένα βήμα πέρα από τις θεωρήσεις της κρίσης κατοικίας ως αποτέλεσμα της έλλειψης ενός επαρκούς κράτους-πρόνοιας, υποστηρίζοντας πως πρέπει να γίνει κατανοητή ως μια διαδικασία ενσωματωμένη στο πλαίσιο της νέας κοινωνικό-χωρικής τάξης που δημιουργείται στη νεοφιλελεύ- 100 Η ανάδυση μιας νέας χωροκοινωνικής τάξης θερη πόλη. Μέσω αυτής, και στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης αστικής αναδιάρθρωσης, δημιουργούνται δύο κατηγορίες πολιτών, αυτοί που δικαιούνται την παρουσία τους στην πόλη, καθώς συνδέονται με την οικονομική ανάπτυξη, και αυτοί που δεν την δικαιούνται, και παραμένουν περιθωριοποιημένοι. Όσον αφορά τη μεθοδολογία της έρευνας, ακολουθώντας τη μετααποικιακή θεωρία, η έρευνα βασίζεται στην παραδοχή πως συνθήκες που έως σήμερα χαρακτήριζαν τις πόλεις του Παγκόσμιου Νότου1, όπως γενικευμένη φτώχεια, αστεγία και περιθωριοποίηση, σήμερα μπορεί κανείς να τις συναντήσει σε χτυπημένες από την κρίση πόλεις του Ευρωπαϊκού Νότου. Έτσι, κινούμαστε πέρα από διαχωρισμούς όπως Βορράς/Νότος και υιοθετούμε μια προσέγγιση συγκριτικής πολεοδομίας (McFarlane και Robinson, 2012) που βασίζεται σε μια διατοπική ανάγνωση της κίνησης των αστικών φαινομένων. Εξάλλου, ο McFarlane υποστηρίζει πως η εμπειρία από πόλεις του Παγκόσμιου Νότου μπορεί να προσφέρει ένα χρήσιμο υπόβαθρο, έτσι ώστε να μετακινηθούμε προς μια «μετααποικιακή παγκόσμια συζήτηση» (McFarlane, 2011:167). Σε αυτή της διερεύνηση, λοιπόν, δεν στοχεύουμε στο να εξετάσουμε και να συγκρίνουμε εμπειρικά διαφορετικές περιπτώσεις, αλλά χρησιμοποιούμε τη συγκριτική πολεοδομία ως έναν «ευρετικό» μηχανισμό με στόχο να ξανασκεφτούμε κάποιες έννοιες-κλειδιά και την έκφρασή τους σε συγκεκριμένα πλαίσια. Η έρευνα πεδίου έγινε τον Ιούνιο και Ιούλιο του 2013, και τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2014, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Χρησιμοποιήθηκαν πρωτεύουσες και δευτερεύουσες πηγές, και πιο συγκεκριμένα: (i) δευτερεύοντα αριθμητικά στοιχεία (από την απογραφή πληθυσμού του 2011, ερευνητικές εργασίες ΜΚΟ και Υπουργείων), (ii) επίσημα έγγραφα από ΜΚΟ, το Υπουργείο Υγείας, το ΥΠΕΚΑ, από νόμους και ανάλυση λόγου των τοπικών ΜΜΕ και εφημερίδων και (iii) ημι-δομημένες συνεντεύξεις με φορείς χάραξης πολιτικής, εκπροσώπους από δήμους, το ΕΚΚΕ, τον ΟΕΚ, μέλη και εθελοντές ΜΚΟ και ανεξάρτητους ερευνητές. 2. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΙΑ Το δικαίωμα σε επαρκή κατοικία έχει ερμηνευτεί από πολλές διαφορετικές πλευρές τις τελευταίες δεκαετίες. Απομακρυνόμενες από ερμηνείες που βλέπουν το δικαίωμα στην κατοικία ως ένα δικαίωμα στην ιδιοκτησία ή ως ένα Urban Conflicts 101 αγαθό του κράτους πρόνοιας (King, 2003), προτείνουμε μια πιο ευρεία ερμηνεία του, ως «το δικαίωμα του καθένα να ζει κάπου με ασφάλεια, ειρήνη και αξιοπρέπεια»2 (Un-Habitat, 2009:3). Το να ζει κάποιος/α σε συνθήκες ανασφαλούς κατοικίας συμπεριλαμβάνει την περιορισμένη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, ανεπαρκείς υποδομές, και πιο σημαντικά, την διαρκή απειλή και πιθανότητα αναγκαστικής έξωσης (UN-Habitat, 2007). Oι αναγκαστικές εξώσεις μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες και να εκφράζονται ως αποτέλεσμα: (i) αστικής ανάπτυξης, (ii) φυσικών καταστροφών και κλιματικής αλλαγής και (iii) οικονομικών δυσκολιών, και πιο συγκεκριμένα αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (UN-Habitat, 2004; UN-Habitat, 2007; du Plessis, 2005; Audefroy, 1994). Ο τύπος, η βαρύτητα και οι επιπτώσεις τους εξαρτώνται άμεσα από τις εκάστοτε ευρύτερες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Ωστόσο, στο κείμενο αυτό θα επικεντρωθούμε στις οικονομικές εξώσεις στην παρούσα κρίση. Η κρίση κατοικίας αναγνωρίζεται ως ένα εγγενές στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος στο οποίο η γη και η κατοικία εμπορευματοποιούνται όλο και περισσότερο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Marcuse (2009:352), η κρίση κατοικίας «δεν συμβαίνει επειδή [το σύστημα] αποτυγχάνει, αλλά επειδή δουλεύει». Σε καιρούς οικονομικής κρίσης, οι κυβερνήσεις τείνουν να μειώνουν τις δαπάνες τους (Leckie, 1989), κάτι που οδηγεί στη μείωση των κοινωνικών προγραμμάτων και στην αύξηση των εξόδων γύρω από την κατοικία (ενοίκιο, ρεύμα, νερό κ.λπ.). Κάτω από την πίεση των μέτρων λιτότητας, οι πόλεις υποβάλλονται σε διαρκείς μετασχηματισμούς που κινούνται «πάνω και πέρα από τις ανάγκες των κατοίκων τους» (Leontidou, 2010:1194). Ως αποτέλεσμα, οι πόλεις είναι εκτεθειμένες σε μια δυναμική διαδικασία «συσσώρευσης δια υφαρπαγής» (Harvey, 2012:55) και μια νέα συνθήκη περιθωριοποίησης εμφανίζεται. 3. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΠΟΛΕΩΝ Στην ανάλυση μας βασιζόμαστε στις πιο πρόσφατες θεωρήσεις του νεοφιλελευθερισμού. Αυτές, δεν τον αναλύουν ως ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αλλά ως μια δυναμική, ιστορικά εξελισσόμενη και αντιφατική διαδικασία (Springer, 2010; 102 Η ανάδυση μιας νέας χωροκοινωνικής τάξης Brenner and Theodore, 2002). Επίσης, η νεοφιλελευθεριοποίηση των πόλεων δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική διαδικασία, η οποία ενσωματώνει τις άνισες σχέσεις της εξουσίας του κάθε χωροκοινωνικού πλαισίου. Σημείοκλειδί αυτής της διαδικασίας είναι η αλλαγή της σχέσης κράτους-κεφαλαίου και η ανάδυση νέων συμμαχιών μεταξύ τους (Fernandes, 2004; Schmalz and Ebenau, 2012). Δεν πρόκειται, όμως, για μια υποχώρηση του κράτους αλλά για μια αλλαγή στον τρόπο που αυτό ασκεί εξουσία (Fernandes, 2004), η οποία προβάλλεται συχνά ως μια α-πολιτική, τεχνοκρατική διαδικασία. Η πολιτικο-οικονομική αναδιάρθρωση εν μέσω κρίσης ενισχύει την ανάδυση νέων περιθωριοποιημένων υποκειμένων. Η αστική περιθωριοποίηση εξαρτάται από τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, και τα εκάστοτε υποκείμενα παίρνουν διαφορετικά ονόματα, όπως φτωχοί, χωρίς δικαιώματα, κατώτερη τάξη, πρεκαριάτο ή περιθωριοποιημένοι (Wacquant, 1996). Κατά τη διάρκεια της παρούσας κρίσης, οι πόλεις του Ε. Νότου χαρακτηρίζονται από μία νέα συνθήκη περιθωριοποίησης η οποία, όπως ισχυριζόμαστε και αναλύουμε παρακάτω, συνδυάζει χαρακτηριστικά του φαινομένου στις χώρες του Π. Νότου και του Π. Βορρά. Η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση των χωρών του Π. Νότου, που είναι αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων αστικών πολιτικών και των Προγραμμάτων Διαρθρωτικής Προσαρμογής, επηρέασε πολύ τον φτωχό πληθυσμό και έθεσε σε κίνδυνο την ασφάλεια της κατοικίας του (Bayat, 2000). Η διαφορά μεταξύ των προηγούμενων και των νέων περιθωριοποιημένων, είναι κυρίως η αλλαγή των ποιοτικών χαρακτηριστικών τους. Μετά από την αναδιάρθρωση, ο περιθωριοποιημένος πληθυσμός δεν περιελάμβανε μόνο τους «παραδοσιακά φτωχούς» (Bayat, 2000), όπως τους κατοίκους των παραγκουπόλεων, τους πλανόδιους πωλητές ή τους πρόσφυγες. Οι νεόπτωχοι είναι άτομα «μορφωμένα, πρώην εύπορα, της μεσαίας τάξης», των οποίων η παρούσα κατάσταση είναι αποτέλεσμα μιας συνθήκης «γενικευμένης ανεργίας και εξαιρετικά χαμηλών μισθών» (Auyero, 1999:65). Παράλληλα, για να ορίσουμε τον περιθωριοποιημένο πληθυσμό του Π. Βορρά, στηριζόμαστε στην ανάλυση του Wacquant (2007, 2008). Σύμφωνα με αυτή, ο περιθωριοποιημένος πληθυσμός έχει τρία κύρια χαρακτηριστικά: (i) είναι έκφραση μια γενικευμένης «επισφαλειοποίησης και από-προλεταριοποίησης» (Wacquant, 2007:72) (ii) είναι συγκεντρωμένος σε συγκεκριμένες, σαφώς ορισμένες περιοχές της πόλης, οι οποίες, στη συνέχεια, στιγματίζονται και Urban Conflicts 103 απομονώνονται (2008; 2007) και (iii) δεν έχει μια συλλογική ταυτότητα, με βάση την οποία να ενοποιηθεί συμβολικά (ο.π.). Όσον αφορά το τελευταίο, οι νέοι περιθωριοποιημένοι πληθυσμοί δεν μοιράζονται ένα «ρεπερτόριο κοινών εικόνων» (Wacquant, 2007:72) και οι μεταξύ τους δεσμοί είναι πολύ χαλαροί. 4. Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΣΕ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη αποτελούν τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Πιο συγκεκριμένα, η Αθήνα είναι το μεγαλύτερο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό κέντρο της χώρας (Maloutas, 2007; Gospondini, 2001), με πληθυσμό 27.7% επί του συνολικού πληθυσμού (EL.STAT., 2013). Η Θεσσαλονίκη είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας και σημαντικό οικονομικό κέντρο (ΟΡΘ, 2008). Ο πληθυσμός της έφτανε τους 878.194 κατοίκους το 2011 (ΕΛΣΤΑΤ, 2011). Όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς στις ελληνικές πόλεις, το 2011, το 77.2% του πληθυσμού της χώρας ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία, ενώ μόνο το 22.8% σε ενοικιαζόμενη (EUROSTAT, 2013). Προφανώς, η ιδιοκατοίκηση είναι ιδιαίτερα αυξημένη στην Ελλάδα, αλλά ούτε η ιδιόκτητη κατοικία ούτε η ενοικιαζόμενη προσδίδουν εξ ορισμού ένα συγκεκριμένο βαθμό ασφάλειας. Για να προχωρήσουμε την ανάλυσή μας, πρέπει, αρχικά, να αναφερθούμε στα επίπεδα της φτώχειας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (Ματσαγγάνης και Λεβέντη, 2013), το ποσοστό φτώχειας με σταθερό όριο αυξήθηκε από 19,4% το 2009 σε 44,3% το 2013 (ο.π.). Στην Αθήνα συγκεκριμένα, αυτά τα ποσοστά ήταν 16,1% και 40,4% αντίστοιχα (ο.π.). Από την άλλη, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, σήμερα το 35,7% του πληθυσμού της χώρας (3,904,000 κάτοικοι) διαβιούν υπό τον κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, ενώ το 2007 το ποσοστό αυτό έφτανε το 27,7% (2014)3. Αξίζει να σημειωθεί πως ο κίνδυνος φτώχειας δεν επηρεάζει μόνο τα ήδη φτωχά νοικοκυριά αλλά και τα μη φτωχά. Εξαιτίας της μείωσης του εισοδήματος των νοικοκυριών, το 2012 το 36.9% του συνολικού πληθυσμού αντιμετώπιζε υπερκείμενο κόστος στέγασης (ELSTAT, 2014). Τέλος, είναι σημαντικό το ότι ο αριθμός όσων έχουν καθυστερούμενες πληρωμές ενοικίου ή στεγαστικού δανείου αυξήθηκε από 8.1% το 2009 σε 42% το 2013, ενώ το 33,3% δεν μπορεί να εξοφλήσει λογαριασμούς κοινής ωφέλειας4 (ο.π.). 104 Η ανάδυση μιας νέας χωροκοινωνικής τάξης Η κρίση κατοικίας γίνεται εντονότερη λόγω της απουσίας προγραμμάτων κοινωνικής κατοικίας. Στην Ελλάδα, δεν υπήρχαν ποτέ προγράμματα κοινωνικής κατοικίας, όπως αυτά που υπάρχουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Mantouvalou et al., 1995). Τον ρόλο αυτό κάλυπτε ο Οργανισμός Κοινωνικής Κατοικίας. Ωστόσο, το 2012 η λειτουργία του διακόπηκε στο πλαίσιο του 2ου μνημονίου, σύμφωνα με το οποίο ο ΟΕΚ αποτελούσε «μια κοινωνική δαπάνη που δεν αποτελεί προτεραιότητα» (European Comission, 2012: 110). Η έλλειψη προσιτής κατοικίας και η διάλυση του ΟΕΚ οδήγησαν στην αναζήτηση υπηρεσιών για άστεγους, που αυξήθηκαν κατά 20% σε ολόκληρη την χώρα (FEANTSA, 2011). 5. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΔΥΣΗ ΝΕΩΝ ΤΟΠΙΩΝ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Τις τελευταίες δεκαετίες, οι αναγκαστικές εξώσεις στην Ελλάδα σχετίζονταν περισσότερο με διακρίσεις απέναντι σε Ρομά κοινότητες και με μεγάλα αθλητικά ή πολιτιστικά γεγονότα (πχ. Ολυμπιακοί Αγώνες) (UN-Habitat, 2004; Delladetsima, 2003), ενώ υπήρχαν και κάποια περιστατικά αναγκαστικών εξώσεων λόγω ανεπαρκούς αστικού σχεδιασμού και αστικής ανάπτυξης. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι οικονομικές εξώσεις αναδεικνύονται σε ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, επηρεάζοντας έντονα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, και ιδιαίτερα το πιο ευάλωτο τμήμα του. Το δικαίωμα σε επαρκή κατοικία προστατεύεται από το άρ.21 του Ελληνικού Συντάγματος. Σύμφωνα με αυτό, «η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που την στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο της ειδικής φροντίδας του Κράτους» (Σύνταγμα της Ελλάδας, 1975:36). Παρά τη συμμετοχή της Ελλάδας σε διεθνείς συνθήκες (π.χ. την Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) και την ύπαρξη ενός εθνικού πλαισίου το οποίο προστατεύει το δικαίωμα σε επαρκή κατοικία, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης ποικίλες, και πολλές φορές αντιφατικές, αλλαγές συνέβησαν στο νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τις οικονομικές εξώσεις. Αρχικά, όσον αφορά την ενοικιαζόμενη κατοικία, το 2012 ένας νέος νόμος (Ν. 4055/12, 2012) εισήχθηκε και μετέτρεψε τη διαδικασία έξωσης ενοικια- Urban Conflicts 105 στών σε μια πολύ πιο εύκολη, γρήγορη και οικονομική διαδικασία. Συγκρίνοντας τον νέο με τον παλιό νόμο, τρεις κεντρικές διαφορές εντοπίζονται. Αρχικά, η προθεσμία για τη διαχείριση των χρωστούμενων μειώθηκε από 30 σε 15 ημέρες. Δεύτερον, ο ένοικος πρέπει να εγκαταλείψει το σπίτι μέσα σε 20 ημέρες, χωρίς τη διεξαγωγή δίκης, και η συνολική διαδικασία μπορεί να ολοκληρωθεί σε 40-50 ημέρες. Τέλος, ο ένοικος υποχρεώνεται να καταβάλει, εκτός από τα οφειλόμενα ενοίκια, και πιθανές άλλες καθυστερήσεις πληρωμών, όπως λογαριασμούς νερού, ρεύματος κ.λπ. Οι αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τις οικονομικές εξώσεις οδηγούν σε μια εκρηκτική κατάσταση. Η Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων (2012) εκτιμά πως το 50% των ενοικιαστών στο κέντρο της Αθήνας δεν μπορεί να πληρώσει το ενοίκιο του, και τα χρέη του φτάνουν, πολλές φορές, τα 3.500 ευρώ (όπως αναφέρεται στην Καλαμά, 2013). Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ιδιόκτητη κατοικία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές των τραπεζών και του κράτους. Η χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών και ο εκτενής δανεισμός των προηγούμενων ετών δημιουργούν μια εκρηκτική κατάσταση. Εξάλλου, η κατοικία αποτελούσε εδώ και χρόνια ένα σημαντικό κεφάλαιο για τις οικογένειες στην Ελλάδα. Μεταφερόταν ως κληρονομιά από γενιά σε γενιά ή χρησιμοποιούνταν για την εξασφάλιση ενός στεγαστικού δανείου. Από το 2008, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξήθηκαν λόγω της αδυναμίας πολλών να αποπληρώσουν τις δόσεις των στεγαστικών δανείων, κάτι το οποίο καταλήγει στον πλειστηριασμό της ιδιοκτησίας. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια υπολογίζονται πάνω από 320.000, και αντιστοιχούν στο ποσό των 80 δις. ευρώ (τα 2/3 του συνολικού ΑΕΠ). Από αυτά, τα 110.000 είναι «κόκκινα» δάνεια, δηλαδή παρουσιάζουν καθυστέρηση εξυπηρέτησης μεγαλύτερη των τριών μηνών (Τριανταφυλλόπουλος και Κανδύλα, 2010). Από την αρχή της κρίσης, η πρώτη κατοικία προστατεύεται από τον γνωστό νόμο για τα «υπερχρεωμένα νοικοκυριά» (Ν. 3986/08, 2008). Ο νόμος αυτός ανανεωνόταν κάθε χρόνο. Ωστόσο, το 2013 και 2014 υπήρξε μια εκτενής συζήτηση γύρω από την πιθανότητα άρσης της προστασίας της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς. Η κοινωνική πόλωση που δημιουργείται είναι τεράστια. Από την 1η Ιανουαρίου απελευθερώθηκαν οι πλειστηριασμοί για όλα τα περιουσιακά στοιχεία, καθώς καταργήθηκε το όριο προστασίας για οφειλές 106 Η ανάδυση μιας νέας χωροκοινωνικής τάξης μέχρι 200.000 ευρώ προς τις τράπεζες. Η πρώτη κατοικία συνεχίζει να προστατεύεται για ένα χρόνο, με αυστηρότερους όμως όρους και προϋποθέσεις, οι οποίες συντρέχουν σωρευτικά. Αυτά τα μέτρα αφήνουν εκτεθειμένους όλους τους δανειολήπτες, καθώς οι τράπεζες μπορούν ανενόχλητες να προβαίνουν σε πλειστηριασμούς περιουσιακών στοιχείων, και οι δανειολήπτες πρέπει να αποδείξουν στο δικαστήριο πως πρόκειται για την πρώτη κατοικία τους. Όλα τα παραπάνω έχουν οδηγήσει σε μια ραγδαία αύξηση του αριθμού των αστέγων. Η αστεγία είναι ένα ευρύ ζήτημα που έχει προσεγγιστεί από πολλές και διαφορετικές πλευρές στις αστικές σπουδές. Όπως αναφέρουν οι Minnery και Greenhalg (2007), ως πρόσφατα, θεωρούνταν ότι χαρακτηρίζει μόνο τις πόλεις του Π. Νότου. Ωστόσο, πιο πρόσφατες έρευνες επιτυγχάνουν μια ευρύτερη κατανόηση της και η αστεγία αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως μέρος των ευρύτερων κοινωνικών ανισοτήτων (Edgar et al., 2000). Όπως φάνηκε στην παραπάνω ανάλυση, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη αναδύεται μια νέα συνθήκη περιθωριοποίησης, που διαφέρει από τις προϋπάρχουσες μορφές της. Είναι ο γείτονας μας που έμεινε άστεγος, είμαστε εμείς που ζούμε σε διαρκή επισφάλεια (Kaika, 2012). Ο επίσημος ορισμός του ελληνικού κράτους για την αστεγία είναι αρκετά περιοριστικός και δεν επιτρέπει την ολοκληρωμένη κατανόηση της (άρθρο 29 Ν.4052/ΦΕΚ Α’ 41/01.03.2012). Παρόλο που θεωρητικά είναι βασισμένος σε εκείνον του ευρωπαϊκού οργανισμού FEANTSA (European Federation of National Associations Working with the Homeless) και στην τυπολογία ETHOS5 (Ευρωπαϊκή Τυπολογία για την Έλλειψη Στέγης και τον Αποκλεισμό από την Κατοικία) που αυτός έχει δημιουργήσει (FEANTSA, 2005), ο ορισμός του ελληνικού κράτους αποκλείει ευρείες κοινωνικές ομάδες, όπως είναι οι μετανάστες χωρίς χαρτιά. Στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη απαντώνται όλες οι κατηγορίες αστέγων της τυπολογίας ETHOS, αλλά η έμφαση, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δίνεται από τους επίσημους φορείς μόνο στη διαβίωση στο δρόμο. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν σκιαγραφεί το ζήτημα στην ολότητα του, καθώς, τα τελευταία χρόνια, τα περιστατικά ανεπαρκούς ή μη ασφαλούς κατοικίας έχουν αυξηθεί. Η αυξημένη φορολογία στο ηλεκτρικό ρεύμα και τη θέρμανση (Alexandri και Chatzi, 2012) έχει αυξήσει το ποσοστό του πληθυσμού που δεν μπορεί να καλύψει επαρκώς βασικές καθημερινές ανάγκες. Urban Conflicts 107 Ορμώμενες από την παραπάνω ανάλυση, προτείνουμε πως θα πρέπει να υιοθετήσουμε μια πιο διευρυμένη οπτική και να αναφερόμαστε σε εκείνες τις ομάδες του πληθυσμού που ζουν στο περιθώριο και σε γενικευμένη επισφάλεια. Έτσι, πέρα από τους ανθρώπους που συνεχώς ζουν υπό την απειλή της έξωσης λόγω του βάρους των στεγαστικών δανείων ή των ενοικίων (δηλαδή σε επισφαλείς συνθήκες κατοικίας), και με βάση τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν μέσω των συνεντεύξεων, οι προτεινόμενες κατηγορίες του περιθωριοποιημένου πληθυσμού σε σχέση με την κατοικία έχουν ως εξής: άνθρωποι που (i) έχουν χάσει την κατοικία τους και φιλοξενούνται προσωρινά από τρίτους (στερούμενοι κατοικίας), (ii) ζουν στα αυτοκίνητα, τα τροχόσπιτα, τις σκηνές τους ή σε κατοικίες με ελλείψεις σε βασικές υποδομές και/ή ανέσεις (άνθρωποι με ανεπαρκή-ακατάλληλη κατοικία) και (iii) ζουν στον δρόμο, σε αεροδρόμια ή σιδηροδρομικούς σταθμούς (άστεγοι/ες). Ο/η νεοάστεγος/η έχει κοινά με τον/ την «παραδοσιακό/ή» άστεγο/η, αλλά παρουσιάζει και πολλές διαφορές. Καταρχάς, η νέα μορφή περιθωριοποίησης με κριτήριο την κατοικία συνδέεται στενά με την ανεργία. Σύμφωνα με μια έρευνα της ΜΚΟ Κλίμακα (Αλαμάνου κ.ά., 2011), ο νεοάστεγος χαρακτηρίζεται από μεσαίο ή υψηλό μορφωτικό επίπεδο και έχει υψηλά επίπεδα κοινωνικής ενσωμάτωσης. Επιπλέον, ο νεοάστεγος και περιθωριοποιημένος πληθυσμός απασχολούνταν την προηγούμενη περίοδο σε οικονομικούς κλάδους που επηρεάστηκαν από την κρίση. Πρόκειται, λοιπόν, για μια κοινωνική ομάδα με ρευστά όρια που προέκυψε στο πλαίσιο της γενικευμένης επισφάλειας που επέφερε η κρίση. 6. ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΧΩΡΙΚΗ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ Στόχος της ανάλυσης ήταν να δείξει πως η κρίση κατοικίας στις ελληνικές πόλεις είναι μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου αστικής και κοινωνικής πόλωσης, και άνισης αστικής ανάπτυξης, που στοχεύει στο να καταστήσει τον με χαμηλό εισόδημα πληθυσμό αδύναμο και αόρατο στο νέο αστικό τοπίο. Για να επιτευχθεί αυτό, υποστηρίζουμε πως η αναδιαμόρφωση του χαρακτήρα του κράτους στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης κοινωνικής και αστικής αναδιάρθρωσης μειώνει το ζήτημα της κρίσης κατοικίας από κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα σε οικονομικό και νομικό. Στην Ελλάδα, η νεοφιλελευθεροποίηση δεν βασίζεται 108 Η ανάδυση μιας νέας χωροκοινωνικής τάξης μόνο σε ένα πλαίσιο ευνοϊκό για την αγορά, αλλά έρχεται ως συνδυασμός τριών παράλληλων διαδικασιών: (i) υποχώρηση του κοινωνικού χαρακτήρα του κράτους, (ii) νέα σχέση μεταξύ κράτους και ιδιωτικής πρωτοβουλίας και (iii) αυξανόμενη παρέμβαση του κράτους μέσω νόμων και φόρων. Με βάση τα δυο πρώτα στοιχεία, η κρίση κατοικίας μετατρέπεται από κοινωνική και πολιτική διαδικασία σε οικονομική και νομική, και με βάση το τρίτο, ο περιθωριοποιημένος πληθυσμός γίνεται αόρατος και ανύπαρκτος στον κυρίαρχο λόγο. Δυο διακριτές ομάδες πληθυσμού δημιουργούνται στις ελληνικές πόλεις, αυτή που αξίζει την παρουσία της εκεί, καθώς είναι συνδεδεμένη με την οικονομική ανάπτυξη, και αυτή που δεν την αξίζει και παραμένει περιθωριοποιημένη και υποβαθμισμένη (Βαταβάλη και Σιατίτσα, 2011). Αυτό είναι που η Fernandes (2004: 2446) ορίζει ως «πολιτική της λήθης» μελετώντας την περίπτωση του Δελχί, όπου ο περιθωριοποιημένος αστικός πληθυσμός γίνεται «αόρατος και ξεχασμένος από τον κυρίαρχο πολιτικό πολιτισμό» (Fernandes, 2004:2416). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των πολιτικών της χωρικής καθαρότητας, οι άνθρωποι του περιθωρίου προβάλλονται ως απειλή στη νεοφιλελεύθερη πόλη, καθώς προκαλούν φόβο κοινωνικής αναταραχής, απειλή για τη δημόσια υγεία και την αγορά ακινήτων (ο.π.). Με βάση αυτό το επιχείρημα, μια νέα αντίληψη για το αστικό τοπίο αναζητά να «μετατοπίσει τις πολιτικές απαιτήσεις των κοινωνικά περιθωριοποιημένων ομάδων σε πόρους όπως εργασία και κατοικία» (ο.π.: 2428). Αυτού του είδους η ανάλυση μας βοηθά να καταλάβουμε την παρούσα κατάσταση στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο φτωχός πληθυσμός των δύο πόλεων είναι περισσότερο απαρατήρητος (καθώς στην πλειοψηφία του αποτελείται από νόμιμους –sic- πολίτες), παρά άμεσα ποινικοποιημένος. Η ιδιότητα τους, όμως, του πολίτη αρχίζει να αμφισβητείται. Ή αλλιώς, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Caldeira (2000) μελετώντας την περίπτωση της Βραζιλίας, «η ανισότητα δεν χρειάζεται πλέον να κρύβεται ή να δικαιολογείται» (όπως αναφέρεται στον Bhan, 2009). Από εδώ και στο εξής, οι φτωχοί είναι απλά μια ανεπιθύμητη εικόνα και όχι ένα ζήτημα πολιτικής, και η ύπαρξή τους δεν συνδέεται ούτε με την αποτυχία του κράτους να εξασφαλίσει χαμηλού κόστους κατοικία ούτε με διαρθρωτικές ανισότητες και αποκλεισμούς. Urban Conflicts 109 7. ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΙΑ Οι αυξανόμενες παραβάσεις στον τομέα της κατοικίας θέτουν ως καίριο το ζήτημα της απάντησής τους. Η σε εξέλιξη κρίση βασίζεται στην «υπαρξιακή κατάσταση του χρεωμένου ανθρώπου, που είναι παράλληλα υπεύθυνος και ένοχος για την ίδια του την μοίρα» (Lazzarato, 2011). Έτσι, προβάλλεται ως αναγκαίο να προσπεράσουμε τις ανθρωπιστικού τύπου προσεγγίσεις που απο-πολιτικοποιούν το ζήτημα και στιγματίζουν τα χρεωμένα νοικοκυριά. Δράσεις όπως η δημιουργία ομάδων πληροφόρησης και άμεσης υποστήριξης των χρεωμένων νοικοκυριών (Solidarity for All, 2013) είναι αδιαμφησβήτητα χρήσιμες. Ωστόσο, τα αιτήματα δεν θα πρέπει να περιστρέφονται γύρω από την επιστροφή στο «κοινωνικό» κράτος της προηγούμενης περιόδου. Για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η εντατική νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας, απαιτείται μια κίνηση πέρα από ατομικιστικές προσεγγίσεις, προς μια ριζοσπαστικοποίηση των αιτημάτων. Οι νέες περιφράξεις νομιμοποιούνται μέσω ποικίλων τρόπων: από την εμπορευματοποίηση της κατοικίας και τις ποικίλες ιδιωτικοποιήσεις, μέχρι την επισφαλειοποίηση της εργασίας και την ποινικοποίηση συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων. Ωστόσο, το προνόμιο της παραγωγής του αστικού χώρου ανήκει στους κατοίκους που επιτελούν την καθημερινή τους ζωή μέσα σε αυτόν (Lefebvre, 1974). Έτσι, χρειάζεται να ενσωματώσουμε το δικαίωμα στην κατοικία σε μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συζήτηση, ιδωμένο μέσα από διαθεματικές προσεγγίσεις και συνδεδεμένο με συλλογικούς αγώνες, σχετικούς με την εργασία, την υγεία και την εκπαίδευση. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Ο όρος «Παγκόσμιος Νότος» αναφέρεται σε χώρες της Αφρικής, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και σε χώρες της Καραϊβικής, ενώ ο όρος «Παγκόσμιος Βορράς» σε χώρες της Ευρώπης και των ΗΠΑ. 2. Η μετάφραση των αποσπασμάτων από ξενόγλωσσες πηγές στο παρόν άρθρο έχει γίνει από τις συντάκτριες του κειμένου. 3. Αυτά τα ποσοστά έχουν υπολογιστεί με βάση το σημερινό κατώφλι της φτώχειας. 110 Η ανάδυση μιας νέας χωροκοινωνικής τάξης Αν χρησιμοποιήσουμε εκείνο του 2005, δηλαδή με τα δεδομένα που ίσχυαν πριν την κρίση, το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 40% (ΕΛΣΤΑΤ, 2014). 4. Το κόστος στέγασης θεωρείται υπερκείμενο όταν ισούται με ή ξεπερνά το 40% του συνολικού εισοδήματος του νοικοκυριού. 5. Ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, φυσικό αέριο κτλ. 6. Σύμφωνα με αυτόν, υπάρχουν τέσσερις υποκατηγορίες αστέγων. Οι άστεγοι στο δρόμο, οι άνθρωποι στερούμενοι κατοικίας (π.χ. όσοι μένουν σε ξενώνες αστέγων), οι άνθρωποι που ζουν σε επισφαλείς συνθήκες στέγασης (π.χ. όσοι ζουν υπό την απειλή έξωσης) και, τέλος, τα άτομα που διαβιούν σε ανεπαρκή-ακατάλληλα καταλύματα (π.χ. όσοι αναγκάζονται να ζουν χωρίς θέρμανση ή ηλεκτρικό ρεύμα) (ο.π.). 8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Alexandri, G. & Chatzi, V., 2012. Switching the Power off, turning the Power on. In: Writing and doing human geography research in Greece during a turbulent decade: From the ‘relative security’ of fragmented neoliberalization to the ‘insecurity’ of the Greek debt crisis, 2012 London. RGS-IBG Annual International Conference 2012. Audefroy, J., 1994. «Eviction trends worldwide and the role of local authorities the right to housing», Environment and Urbanization, 6(1), 8-24. Auyero, J., 1999. ‘This is a lot like the Bronx, isn’t it?’ Lived experiences of marginality in an Argentine slum. International Journal of Urban and Regional Research, 23(1), 45-69. Bayat, A., 2000. «From `Dangerous Classes’ to `Quiet Rebels’: Politics of the Urban Subaltern in the Global South», International Sociology, 15(3), 533-557. Bhan, G., 2009. «“This is no longer the city I once knew”. Evictions, the urban poor and the right to the city in millennial Delhi», Environment and Urbanization, 21(1), 127-142. Brenner, N. & Theodore, N., 2002. «Cities and the Geographies of “Actually Existing Neoliberalism”», Antipode, 34(3), 349-379. Caldeira, T., 2000. City of Walls. Berkeley: University of California Press. Delladetsima, P.-M., 2003. The Olympic Village: A Redevelopment Marathon Urban Conflicts 111 in Greater Athens. In: Moulaert, F., Rodriguez, A. & Swyngedouw, E. (eds.) The Globalized City: Economic Restructuring and Social Polarization in European: Economic Restructuring and Social Polarization in European Cities. New York: Oxford University Press. Du Plessis, J., 2005. «The growing problem of forced evictions and the crucial importance of community-based, locally appropriate alternatives», Environment and Urbanization, 17(1), 123-134. Edgar, B., Doherty, J., Mina-Coull, A., Research, J. C. f. S. H. & FEANTSA, 2000. Support and Housing in Europe: Tackling Social Exclusion in the European Union: Policy Press. ELSTAT, 2013. «De Jure (registered) population». Hellenic Statistical Authority, Διαθέσιμο στο: http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ E S Y E / PA G E - t h e m e s ? p _ p a r a m = A 1 6 0 3 & r _ p a r a m = S A N 2 1 & y _ param=2011_00&mytabs=0 [Προσπελάστηκε 10 Ιουνίου 2013]. ELSTAT, 2014. «Press release: Statistics on Income and living conditions 2013 (Income reference period 2012)», Διαθέσιμο στο: http://www.statistics.gr/ portal/page/portal/ESYE/BUCKET/A0802/PressReleases/A0802_SFA10_ DT_AN_00_2013_08_F_EN.pdf [Προσπελάστηκε 22 Νοεμβρίου 2014]. European Comission, 2012. The Second Economic Adjustment Programme for Greece: March 2012. Brussels: European Commission, Directorate-General for Economic and Financial Affairs. EUROSTAT, 2013. Housing Statistics. Διαθέσιμο στο: http://epp.eurostat. ec.europa.eu/statistics_explained/index.php/Housing_statistics [Προσπελάστηκε 10 Μαΐου 2013]. FEANTSA, 2005. ETHOS Typology on Homelessness and Housing Exclusion. Διαθέσιμο στο: http://www.feantsa.org/spip.php?article120 [Προσπελάστηκε 11 Μαιου 2013]. FEANTSA, 2011. «Impact of anti-crisis austerity measures on homeless services across the EU», FEANTSA Policy Paper, June 2011. Διαθέσιμο στο: http://www.feantsa.org/ [Προσπελάστηκε 13 Μαιου 2013]. Fernandes, L., 2004. «The Politics of Forgetting: Class Politics, State Power and the Restructuring of Urban Space in India”, Urban Studies, 41(12), 2415-2430. Gordon, D. & Townsend, P., 2000. Breadline Europe: The Measurement of 112 Η ανάδυση μιας νέας χωροκοινωνικής τάξης Poverty: Policy Press. Gospondini, A., 2001. «Urban Waterfront Redevelopment in Greek Cities: a framework for redesigning space», Cities, 18(5), 285-295. Harvey, D., 2012. Rebel cities: from the right to the city to the urban revolution. London and New York: Verso. Kaika, M., 2012. «The economic crisis seen from the everyday: Europe’s nouveau poor and the global affective implications of a ‘local’debt crisis», City, 16(4), 422-430. King, P., 2003. «Housing as a Freedom Right», Housing Studies, 18(5), 661672. Lazzarato, M., 2011. The making of the indebted man: an essay on the neoliberal condition. Amsterdam: Semiotext(e). Leckie, S., 1989. «Housing as a human right», Environment and Urbanization, 1(2), 90-108. Lefebvre, H., 1974. The production of Space. Paris: Antropos. Leontidou, L., 2010. «Urban Social Movements in ‘Weak’ Civil Societies: The Right to the City and Cosmopolitan Activism in Southern Europe», Urban Studies, 47(6), 1179-1203. Maloutas, T., 2007. «Segregation, Social Polarization and Immigration in Athens during the 1990s: Theoretical Expectations and Contextual Difference», International Journal of Urban and Regional Research, 31(4), 733-758. Mantouvalou, M., Mavridou, M. & Vaiou, D., 1995. «Processes of social integration and Urban development in Greece: Southern challenges to European unification», European Planning Studies, 3(2), 189-204. Marcuse, P., 2009. «A Critical Approach to the Subprime Mortgage Crisis in the United States: Rethinking the Public Sector in Housing», City & Community, 8(3), 351-356. McFarlane, C., 2011. Learning the city: knowledge and translocal assemblage. Malden, USA, Oxford and West Sassex, UK: Wiley-Blackwell. McFarlane, C. & Robinson, J., 2012. «Experiments in comparative urbanism: Introduction», Urban Geography, 33(6), 765-773. Minnery, J. & Greenhalgh, E., 2007. «Approaches to Homelessness Policy in Europe, the United States, and Australia», Journal of Social Issues, 63(3), Urban Conflicts 113 641-655. Schmalz, S. & Ebenau, M., 2012. «After Neoliberalism? Brazil, India, and China in the Global Economic Crisis», Globalizations, 9(4), 487-501. Solidarity for All., 2013. Evictions: They concern all of us, we should resist, Διαθέσιμο στο: http://candiaalternativa.info/files/2013/11/odigos-pleistiriasmoi. pdf [Προσπελάστηκε 10 Ιουνίου 2014]. Springer, S., 2010. «Neoliberalism and Geography: Expansions, Variegations, Formations», Geography Compass, 4(8), 1025-1038. UN-Habitat, 2004. Forced evictions: Global crisis, Global solutions. UNHabitat. UN-Habitat, 2007. Global Urban Report on Human Settlements 2007: Enhancing Urban Safety and Security. Στο: UN-Habitat (εκδ.) United Nations Human Settlements Programme. London: United Nations. Un-Habitat, 2009. The Right to Adequate Housing. Fact Sheet No. 21/ Rev. 1. Geneva Office of the United Nations High Commissioner for Human Rights. Wacquant, L., 1996. «The Rise of Advanced Marginality: Notes on its Nature and Implications», Acta Sociologica, 39(2), 121-139. Wacquant, L., 2007. «Territorial Stigmatization in the Age of Advanced Marginality», Thesis Eleven, 91(1), 66-77. Wacquant, L., 2008. «The Militarization of Urban Marginality: Lessons from the Brazilian Metropolis», International Political Sociology, 2(1), 56-74. Αλαμάνου, Α., Σταματογιαννοπούλου, Ε., Θεοδωρικάκου, Ο. & Κατσαδόρος, Κ., 2011. Η αποτύπωση της έλλειψης στέγης στην Ελλάδα κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης. ΜΚΟ ΚΛΙΜΑΚΑ. Διαθέσιμο στο: http://www. klimaka.org.gr/newsite/downloads/astegoi_apotyposi_2011.pdf [Προσπελάστηκε 06 Μαρτίου 2013]. Βαταβάλη, Φ. & Σιατίτσα, Δ., 2011. Η «κρίση» της κατοικίας και η ανάγκη για μία νέα στεγαστική πολιτική. Encounter Athens. Διαθέσιμο στο: http:// encounterathens.wordpress.com/2011/05/11/stegastikespolitikes/ [Προσπελάστηκε 07 Ιουνίου 2013]. ΕΛΣΤΑΤ, 2011. Απογραφή Πληθυσμού 2011. Αθήνα: Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία. ΕΛΣΤΑΤ, 2014. Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα. Ελληνική Στατιστική Υπη- 114 Η ανάδυση μιας νέας χωροκοινωνικής τάξης ρεσία. Διαθέσιμο στο: http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/ BUCKET/General/LivingConditionsInGreece_1114.pdf [Προσπελάστηκε 22 Νοεμβρίου 2014]. Καλαμά Β. 2013. Κρίση κατοικίας στην Ελλάδα: παρελθόν και παρόν, οικιστικό απόθεμα και διαδικασίες πρόσβασης, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Ματσαγγάνης, Μ. & Λεβέντη, Χ., 2013. Η ανατομία της φτώχειας στην Ελλάδα του 2013. Ενημερωτικό Δελτίο 5/2013, Ομάδα Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διαθέσιμο στο: http://www.paru.gr/ files/newsletters/NewsLetter_05.pdf [Προσπελάστηκε 22 Νοεμβρίου 2013]. ΟΡΘ, 2008. Επικαιροποίηση Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: ΥΠΕΚΑ, ΟΡΘ. Σύνταγμα της Ελλάδας, 1975. Προστασία οικογένειας, γάμου, μητρότητας και παιδικής ηλικίας, δικαιώματα ατόμων με αναπηρίες. 21. Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων. Τριανταφυλλόπουλος, Ν. & Κανδύλα, Τ., 2010. «H συμπεριφορά των αγοραστών κατοικίας κατά την περίοδο 2004-2007», Αειχώρος, (138), 94-117. Urban Conflicts 115 08 Τακτικές διακυβέρνησης διαπλεκόμενων κρίσεων στο κέντρο της Αθήνας Πέννυ (Παναγιώτα) Κουτρολίκου Επίκουρη καθηγήτρια, Σχολή Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών ΕΜΠ pennykk@gmail.com 1. ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ Ήδη από τις αρχές του 21ου αιώνα παρατηρείται μια αύξηση «κρίσιμων συμβάντων» και ολοένα και εντονότερη συζήτηση σχετικά με τις στρατηγικές διακυβέρνησής τους. Όπως γράφουν οι Hall κ.α. (1978), σπάνια οι κρίσεις αποτελούν μονοθεματικές καταστάσεις, αλλά αντίθετα διαμορφώνονται από πολλαπλότητες στιγμών που ξεδιπλώνονται παράλληλα και σε διαφορετικές κλίμακες. Παρόλο που κατά την πρόσφατη κρίση, η κυρίαρχη προσέγγιση (συζήτησης, ερμηνείας και επίλυσης) είναι η οικονομική, η κρίση αυτή είναι πολύπλευρη, εμπεριέχοντας πολιτικές, κοινωνικές ακόμη και ηθικές διαστάσεις. Αλλά είναι ταυτόχρονα και αστική κρίση (Harvey 2012; Peck 2011). Οι πόλεις γίνονται ένα προνομιακό πεδίο έκφρασης των συνεπειών της κρίσης ενώ παράλληλα αποτελούν τόπους εξουσίας και επίδικο πολιτικών που σχετίζονται με την κρίση. Κατά τους Hall και Massey (2010:38) «οι κρίσεις μπορούν να θεωρηθούν και ως ‘συγκυρίες’ (conjunctures) που διαμορφώνονται μέσω κρίσιμων ‘στιγμών’ (moments) και διαπλεκόμενων διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα σε δια- 116 Τακτικές διακυβέρνησης διαπλεκόμενων κρίσεων φορετικές κλίμακες αλλά «συμπυκνώνονται» στο ίδιο σημείο. Εξετάζοντας «κρίσιμες στιγμές» οι οποίες συμπυκνώνονται στην κατάσταση που ονομάστηκε «κρίση του κέντρου της Αθήνας», συζητούνται διαπλεκόμενες τακτικές διακυβέρνησης οι οποίες εκφράστηκαν κατά τα τελευταία χρόνια στο χωρο-κοινωνικό πεδίο της πόλης1. Οι τεχνικές αυτές περιλαμβάνουν: (α) τη ρητορική της έκτακτης ανάγκης (με τα συνεπακόλουθα «αναγκαία» μέτρα), (β) πολιτικές με έμφαση στο φόβο (που ενίοτε μετατρέπονται σε γεωγραφίες του φόβου), (γ) προσδιορισμούς «εχθρών» και «απειλών» του «δημοσίου συμφέροντος», (δ) επανακαθορισμούς του τι θεωρείται ή/και είναι (μη) νόμιμο ή άνομο.2 1.1 ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ Οι Shirlow and Pain (2003) ισχυρίζονται ότι «ο φόβος είναι ένας όρος ο οποίος ελέγχεται μέσω διαδικασιών νομιμοποίησης, αποκλεισμού και προδιαγεγραμμένης ερμηνείας». Οι πολιτικές του φόβου νομιμοποιούν συγκεκριμένους φόβους και αιτήματα, αντικατοπτρίζοντας την νομιμοποίηση των ομάδων που τους εκφράζουν. Παράλληλα, υποδεικνύουν ή κατασκευάζουν και την απειλή, η οποία συχνά μετουσιώνεται στο «Άλλο» ενώ διαδικασίες ετεροποίησης διαχωρίζουν τους «άξιους» πολίτες3 από τους Άλλους (Altheide, 2003). Αντίθετα, όποια ομάδα μετατρέπεται στο υποκείμενο του φόβου αντιμετωπίζεται ως απειλή και στιγματίζεται, αντιμετωπίζοντας συχνά πολλαπλούς αποκλεισμούς. Επιπρόσθετα, διαδικασίες προδιαγεγραμμένης ερμηνείας επηρεάζουν πραγματικότητες, εγκαθιδρύοντας «καθεστώτα αλήθειας» (Foucault, 1991), προδιαγράφοντας έτσι τις «εφικτές» λύσεις σε κρίσιμα προβλήματα. Οι πολιτικές του φόβου δύναται να μετατραπούν σε ηθικούς πανικούς (Cohen, 2011), να «κατασκευάζουν» δημόσια συναίνεση (Gramsci, 1971), να κανονικοποιούν έκτακτα μέτρα και να νομιμοποιούν την καταπίεση και την «υπερβάλλουσα άσκηση ελέγχου» μέσω κρίσεων (Hall κ.α. 1978:221). Ταυτόχρονα αφορούν τόσο το καθημερινό όσο και το έκτακτο, καθώς η συνεχής χρήση του φόβου μετατρέπεται σε κανονικότητα στην καθημερινή ζωή (Altheide 2003) «κανονικοποιώντας το έκτακτο» (Clarke, 2010). Τέλος, οι πολιτικές του φόβου τείνουν να διαμορφώνουν γεωγραφίες του φόβου, οι οποίες συχνά αποτελούν τη χωρική έκφραση των αστικών κρίσεων. Urban Conflicts 117 Οι γεωγραφίες αυτές, συχνά καταλήγουν στον στιγματισμό περιοχών και ανθρώπων αλλά και σε αυξημένα μέτρα ελέγχου ή εκτοπισμού χωρίς να επιλύουν τα υπάρχοντα προβλήματα (Wacquant, 2008; Tissot, 2007). 1.2 ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΚΑΙ ΟΙ «ΕΧΘΡΟΙ» ΤΟΥ Παρόλο που η έννοια του δημοσίου έχει πολλαπλά νοήματα, στο πλαίσιο της κρίσης έχει συνυφανθεί (ιδιαίτερα στον πολιτικό λόγο) με αυτή του δημοσίου συμφέροντος. Έτσι, τα μέτρα που λαμβάνονται λόγω της παρουσιαζόμενης «έκτακτης ανάγκης» συχνά επικαλούνται το «δημόσιο» για την δικαιολόγηση και νομιμοποίησή τους. Σε ανάλογες περιόδους, η δικαιολόγηση πράξεων «για το δημόσιο συμφέρον» υποδηλώνει προειλημμένες προσεγγίσεις για την «επίλυση» της κρίσης άσχετα με τις συνέπειες που μπορεί να έχουν. Το δημόσιο συμφέρον θέτει ερωτήματα σχετικά με το ποια άτομα αποτελούν αυτό το δημόσιο και ποιων συμφέροντα αντικατοπτρίζονται σ’ αυτό. Υπό τους παραπάνω όρους, η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος τείνει να εμπεριέχει διαχωρισμούς και αποκλεισμούς ανάμεσα σε άτομα που θεωρούνται μέλη του «Δήμου» και Άλλους (που συχνά στιγματίζονται και από-νομιμοποιούνται). Παράλληλα με την υπεράσπιση αυτού του «δημόσιου συμφέροντος» ξετυλίγεται και μια διαδικασία καθορισμού «εχθρών», όπου ένα γενικευμένο «δημόσιο» αντιπαρατίθεται με άτομα ή κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζονται ως απειλή προς αυτό –ομάδες οι οποίες προσωποποιούνται ως η αιτία της κρίσης, της χειροτέρευσής της, ή της αποτυχίας των μέτρων. Σε κάθε περίπτωση, μια τουλάχιστον ομάδα συνδέεται αρνητικά με την έκτακτη ανάγκη ενώ παράλληλα αποσυνδέεται από τους νομιμόφρονες, «άξιους πολίτες». Ηθικές αναπαραστάσεις και νομικές διατάξεις ενισχύουν (ή χτίζονται) πάνω σ’ αυτούς τους διαχωρισμούς (Clarke 2010). Κατά αυτόν τον τρόπο έχουμε μια τακτική διαφοροποίησης, από-οικειοποίησης και διαμόρφωσης εχθρών, η οποία χωρίζει τους πολίτες ανάμεσα σε «εμείς και αυτοί», ανάμεσα σε «άξιους» πολίτες και συμφέροντα, και «απειλητικούς Άλλους» (Bianchi 2001) ενώ παράλληλα αυτή η διχαστική τακτική επιβοηθάει την «κατασκευή ενός διακυβερνήσιμου υποκειμένου» (Rose 1999:47). 118 Τακτικές διακυβέρνησης διαπλεκόμενων κρίσεων 2. ΚΡΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ4 Μέσα από την οπτική της κρίσης, αναλύεται η πύκνωση κρίσιμων αστικών ζητημάτων, λόγων, πρακτικών και τεχνικών διακυβέρνησης που έχουν διαμορφώσει αυτό που γενικά ονομάζεται «κρίση του κέντρου της Αθήνας». Παρόλο που η κρίση αυτή εκδηλώνεται εν μέσω της παγκόσμιας κρίσης (και συσχετισμένα με αυτή) τρεις διαπλεκόμενες κρίσιμες στιγμές μπορούν να αναγνωρισθούν5: (α) Κρίση του κέντρου της Αθήνας Ι: «Ακυβέρνητη χώρα στο έλεος κουκουλοφόρων» (ΝΕΑ, 09/12/2008) (Δεκέμβρης 2008-2009) (β) Κρίση του κέντρου της Αθήνας ΙΙ: «Φόβος και τρόμος στα γκέτο του Κέντρου» (2008-2012) (γ) Κρίση του κέντρου της Αθήνας ΙΙΙ: Δομικές αναπροσαρμογές ανάμεσα στη «σωτηρία της χώρας» και την «ανθρωπιστική κρίση» (2010 – 2014) Βέβαια, και πριν από τις συγκεκριμένες στιγμές, λαμβάνανε χώρα διεργασίες και μετασχηματισμοί οι οποίοι συμπυκνώνονται και επικαιροποιούνται κατά τα τελευταία χρόνια (π.χ. οι νομοθετικές αλλαγές της περιόδου των Ολυμπιακών Αγώνων, η οικονομική κρίση που αρχίζει να εκδηλώνεται από το 2007 και μετά). 2.1 ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ Ι: «ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΧΩΡΑ ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΩΝ» (ΔΕΚΕΜΡΗΣ 2008-2009) Μετά τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου από την αστυνομία στα Εξάρχεια (6/12/2008) διαδηλώσεις/εξεγέρσεις λαμβάνουν χώρα αρχικά στο κέντρο της πόλης, οι οποίες γρήγορα εξαπλώνονται και σε άλλες περιοχές της Αθήνας, καθώς και σε άλλες πόλεις. Παρόλο που δεν ήταν η πρώτη ανάλογη δολοφονία, η συμμετοχή κόσμου από όλες τις ηλικίες ήταν μεγάλη, όπως και ο οργή που ήταν αισθητή (για πολλούς λόγους). Από τότε, και για εβδομάδες μετά, διαδηλώσεις, πολιτικές συζητήσεις, καταλήψεις, δράσεις ανυπακοής, συγκρούσεις με την αστυνομία και επιθέσεις σε σύμβολα της καπιταλιστικής οικονομίας γινόντουσαν σε ολόκληρη την πόλη καθώς και σε άλλες ελληνικές (και όχι μόνο) πόλεις. Το κέντρο της Αθήνας ήταν ένα από τα βασικά πεδία των δράσεων αυτών με τα Εξάρχεια να αποτελούν ένα σημαντικό σημείο αναφοράς. Η αρχική αντιμετώπιση της κατάστασης από την τότε κυβέρνηση ήταν να Urban Conflicts 119 προσπαθήσει να δικαιολογήσει τόσο το γεγονός, όσο και τον πυροβολισμό από τον ειδικό φρουρό. Παρόλα αυτά, τις πρώτες μέρες η κυβέρνηση δεν ακολούθησε πολύ σκληρή πολιτική καταστολής, πιθανά φοβούμενη περαιτέρω «ατυχήματα» και ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση της έντασης (ΒΗΜΑ, 14/12/2008). Καθώς η πολιτική πίεση και η πίεση από τα ΜΜΕ αυξανόταν, η κυβέρνηση έπρεπε να φανεί ότι ελέγχει την κατάσταση. Για πολλές ημέρες εικόνες συγκρούσεων με την αστυνομία και καμένων αυτοκινήτων και μαγαζιών αναπαράγονταν συνεχώς από τα ΜΜΕ (και διεθνώς), παράγοντας ένα «θέαμα της βίας». Το πορτραίτο του κέντρου της Αθήνας ως κατεστραμμένη ή ακόμη και ‘εμπόλεμη’ ζώνη τροφοδότησε τους φόβους του κόσμου για την έκταση της βίας (σε πολλές περιπτώσεις μεγεθυμένη από τα ΜΜΕ) και για την καθημερινότητά του. Στο πλαίσιο αυτό, πλήθαιναν οι φωνές (στα ΜΜΕ και στη Βουλή) που απαιτούσαν τη λήψη σκληρών μέτρων «για τη δημόσια ασφάλεια». Έτσι, με υποτιθέμενη δημόσια συναίνεση, η εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων και άλλων τεχνολογιών, αστυνομικής καταστολής και βίας έγινε συνεχής. Πέρα από τον φόβο και την τιμωρία των συμμετεχόντων, αυτή η συνεχής αναπαραγωγή αστυνομικής βίας και συγκρούσεων από τα ΜΜΕ στόχευε και τους συμπαθούντες, καταδεικνύοντας τι θα μπορούσε να τους συμβεί αν τελικά συμμετείχαν. Αυτή η πολιτική του φόβου «μεταφράστηκε» χωρικά σε γεωγραφίες του φόβου με επίκεντρο τα Εξάρχεια. Όπως αναφέρθηκε και στη δίκη των θυτών, τα Εξάρχεια αποτελούν άβατο (ακόμη και γκέτο) το οποίο δύναται να αναιρέσει την αθωότητα οποιουδήποτε συχνάζει εκεί (Νικολόπουλος, 2010). Οι πανεπιστημιακές σχολές της περιοχής παρουσιαζόντουσαν να συντελούν στη δημιουργία ενός άβατου ανομίας ενώ η συζήτηση για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου (και της μεταφοράς των κεντρικών σχολών) ήταν ευρεία (Παπαχελάς, 2009). Επιπρόσθετα, έδωσε έναυσμα για νομοθετικές αλλαγές που τέθηκαν σε εφαρμογή αργότερα. 2.1.1 ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ, ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ Τόσο τα ΜΜΕ, όσο και οι πολιτικοί διαμέσου αυτών, προσπάθησαν να διαχωρίσουν τους «καλούς», νομιμόφρονες πολίτες των οποίων η θέληση να διαδηλώ- 120 Τακτικές διακυβέρνησης διαπλεκόμενων κρίσεων σουν ήταν, αρχικά, «κατανοητή», από τους «κουκουλοφόρους» οι οποίοι ήθελαν μόνο την καταστροφή ή/και το πλιάτσικο. Από τη μία δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην καταστροφή ιδιωτικής περιουσίας προκαλώντας τη συμπάθεια του κοινού και την αντίθεσή του στους «κουκουλοφόρους» και από την άλλη σε κλοπές που συνέβησαν, προσπαθώντας έτσι να απαξιώσουν τα αιτήματα και τις δράσεις της περιόδου εν γένει. Με ιδιαίτερη αναφορά στη Χριστουγεννιάτικη περίοδο, ως μια ευκαιρία για να βγάλουν κάποιο κέρδος οι επιχειρήσεις του κέντρου που ήδη είχαν αρχίσει να πλήττονται από την οικονομική κρίση, οι διαδηλώσεις παρουσιάζονταν και ως επιθέσεις στο ιδιωτικό αλλά και στο δημόσιο συμφέρον. Σε συνδυασμό με δημοσιεύματα περί διεθνών συστάσεων για όσους επισκέπτονταν την Αθήνα, οι διαδηλώσεις (και οι συμμετέχοντες) παρουσιάζονταν ως επίθεση στην εικόνα της χώρας και στην τουριστική της βιομηχανία, ως «εσωτερικός εχθρός» (Ιός, 2009). Παράλληλα, ο τότε δήμαρχος καλούσε τους πολίτες να κατέβουν στο κέντρο για ψώνια, εξασκώντας το «δικαίωμά τους στην κατανάλωση» και ανακοινώνοντας την ανάλογη πρωτοβουλία («ΠΑΜΕ ΑΘΗΝΑ / Πάμε Κέντρο»). Έτσι, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε «άξιους» πολίτες και «κουκουλοφόρους» εδραιώθηκε, με τους τελευταίους να παρουσιάζονται ως «εχθροί του κράτους». Πέρα από τον πολιτικό και μιντιακό λόγο, μια άλλη ομάδα εναντιώθηκε σ’ αυτούς τους «εχθρούς»: οι «αγανακτισμένοι πολίτες» (οι οποίοι δεν σχετίζονται με το Σύνταγμα), οι οποίοι παρουσιάζονταν στα ΜΜΕ ως εξαγριωμένοι κάτοικοι και μαγαζάτορες οι οποίοι ήταν εκεί «για να προστατευόσουν τις περιουσίες εαυτών και άλλων» και να εμποδίσουν τις καταστροφές από «αλήτες» που το μόνο που θέλουν είναι να κλέψουν και να καταστρέψουν». Παρόλο που ανάλογες ομάδες «αγανακτισμένων πολιτικών» προϋπήρχαν του Δεκέμβρη, η συσπείρωση των ομάδων αυτών τη συγκεκριμένη περίοδο καθώς και η ανάδειξή τους από τα ΜΜΕ, άφησε σημαντική κληρονομιά για την εξέλιξη μιας παράλληλης και επερχόμενης κρίσιμης στιγμής. 2.2 ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΙΙ: «ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ ΣΤΑ ΓΚΕΤΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ» (2008-2012) Ήδη από το 2005, εμφανίζονται λίγα άρθρα τα οποία μιλάνε συγκεκριμένα για το ή τα «γκέτο» της Αθήνας ενώ από το 2008 πρωτοβουλίες κατοίκων ζητούν Urban Conflicts 121 να ληφθούν μέτρα για την υποβάθμιση και την «γκετοποίηση» γειτονιών του κέντρου της πόλης (αρχικά για το εμπορικό τρίγωνο ή Γεράνι, τον Άγιο Παντελεήμονα και το Μεταξουργείο). Η περίοδος του Δεκεμβρίου του 2008 έστρεψε τη δημόσια συζήτηση σε άλλα, πιο επίκαιρα, ζητήματα αλλά παρόλα αυτά το κέντρο της Αθήνας δεν εξαφανίστηκε από το δημόσιο λόγο. Αντίθετα, από το 2009, το «γκέτο του κέντρου της Αθήνας» έγινε μια από τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις και θέσφατα του δημόσιου λόγου, ενώ η «κρίση του κέντρου της Αθήνας» ένα από τα πιο φλέγοντα ζητήματα (μαζί με την οικονομική κρίση). Η κυρίαρχη αφήγηση παρουσίαζε συγκεκριμένες γειτονιές, αλλά και το κέντρο της Αθήνας εν γένει, ως γκέτο που κυριαρχείται από χιλιάδες μετανάστες με ανεξέλεγκτες συμμορίες και εγκληματικότητα, υποβαθμισμένο, εγκαταλειμμένο και, ενίοτε, ως απειλή για την υγεία όσων μένουν εκεί. Ως ένας τόπος στον οποίο οι «ντόπιοι» δεν μπορούν «να βγουν από τα σπίτια τους», που «ακόμη και η αστυνομία δεν μπορεί να εισέλθει». Παράλληλα με το «καθεστώς αλήθειας» του «γκέτο» του κέντρου, ολοένα και περισσότερες φωνές στα ΜΜΕ απαιτούν τη λήψη μέτρων. Το ζήτημα του φόβου και της (αν)ασφάλειας ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα αλλά και βασική επίκληση του συγκεκριμένου δημόσιου λόγου. Ακόμη και μια μικρή περιήγηση σε τίτλους άρθρων της περιόδου είναι αρκετά αντιπροσωπευτική του τρόπου με τον οποίο ο φόβος χρησιμοποιήθηκε, εμπλέκοντας πολιτικές και γεωγραφίες του φόβου και εγκαθιδρύοντας «καθεστώτα αλήθειας». Η κυρίαρχη αναπαράσταση του γκέτο (όρος αμφισβητούμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση), ανακαλεί στο μυαλό κινηματογραφικές αφηγήσεις κυρίως από τις ΗΠΑ. Συνδυαζόμενη με συνεχείς αναφορές στον –ανεπιβεβαίωτο– αριθμό μεταναστών που ζούσαν στις συγκεκριμένες γειτονιές, σε γενικόλογα στοιχεία εγκληματικότητας και ειδικότερα στην εγκληματικότητα που αποδίδεται σε μετανάστες και με την συνεχή τηλεοπτική παρουσία συγκεκριμένων «επιτροπών κατοίκων» που αναπαρήγαγαν όλα τα παραπάνω με εμφατική απελπισία, η δραματουργία του κέντρου της Αθήνας ως ενός τόπου φόβου εδραιώθηκε. Καίρια σ’ αυτήν την αφήγηση ήταν η προνομιακή τηλεοπτική παρουσία συγκεκριμένων ομάδων «αγανακτισμένων κατοίκων», που για ακόμη μια φορά παρουσιάζονταν ως θύματα μιας ανεξέλεγκτης κατάστασης «απειλών» και απουσίας κρατικής παρέμβασης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση συγκεκριμένης επιτροπής κατοίκων του Αγίου Παντελεήμονα, στην οποία είχε δοθεί 122 Τακτικές διακυβέρνησης διαπλεκόμενων κρίσεων ιδιαίτερος τηλεοπτικός χρόνος (Jungle Report, 2010; Press Project 2012), ενώ η κριτική τόσο στον λόγο όσο και στις πράξεις της, όσο και η αναγνώριση σχέσεών της με την ήδη ανερχόμενη άκρα δεξιά ήταν περιορισμένη. Καθώς οι φωνές που απαιτούσαν δράσεις για την επίλυση αυτής της «κρίσης» αυξάνονταν, παρείχαν και την αναγκαία «δημόσια συναίνεση» για τη λήψη «σκληρών αλλά αναγκαίων» μέτρων από την εκάστοτε κυβέρνηση. Αφού τα βασικά προβλήματα αφορούσαν την «λαθρομετανάστευση» και την εγκληματικότητα, τα περισσότερα μέτρα που εφαρμόστηκαν σχετίζονταν με αυτά. Έγιναν εκτεταμένες επιχειρήσεις «σκούπα» παρέχοντας ακόμη ένα «θέαμα επιβολής και βίας», ενώ τα δικαιώματα μεταναστών παραβιάζονταν συχνά και εμφανώς. Περαιτέρω μέτρα που ανακοινώθηκαν περιλάμβαναν αναπλάσεις πλατειών και κίνητρα «επανακατοίκησης» του κέντρου από «επιθυμητές ομάδες κατοίκων» καθώς και απομάκρυνση δομών βοήθειας σε τοξικο-εξαρτημενα άτομα. 2.2.1. Η ΑΠΕΙΛΗ ΤΩΝ «ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΛΛΩΝ» ΚΑΙ ΤΟ «ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ» Όπως προαναφέρθηκε, οι μετανάστες –ιδιαίτερα οι μετανάστες από την Αφρική και τη Ν.Α. Ασία– προσδιορίστηκαν ως οι βασικοί υπαίτιοι της κρίσιμης κατάστασης του κέντρου της Αθήνας (εγκληματικότητα, εγκατάλειψη, πρόβλημα υγιεινής, κρίση εμπορίου). Οι συνθήκες διαβίωσής τους καθώς και η σχετική συγκέντρωσή τους σε συγκεκριμένες γειτονιές παρουσιάστηκαν ως απειλή για τη γειτονιά, για την δημόσια υγεία και τη δημόσια ασφάλεια. Η εγκληματικότητα που τους αποδόθηκε αποτέλεσε κυρίαρχο χαρακτηριστικό και συνόδευε την «λαθραία» ύπαρξη τους (δηλ. την πιθανή έλλειψη νομιμοποιητικών εγγράφων), μετατρέποντάς τους σε «εγκληματικούς Άλλους». Σε ένα κλίμα κρίσης, η συνεχόμενη στοχοποίηση και ο στιγματισμός μεταναστευτικών ομάδων ενέτεινε το αυξανόμενα αντι-μεταναστευτικό και ρατσιστικό κλίμα και εν μέρει διευκόλυνε ή δικαιολόγησε τις αυξανόμενες επιθέσεις εναντίων τους. Οι μετανάστες έγιναν ένα από τα βασικά πολιτικά «χαρτιά» κατά την τελευταία προεκλογική περίοδο που χαρακτηρίστηκε από δηλώσεις όπως «θα ανακαταλάβουμε τις πόλεις και τις γειτονιές μας, θα απομακρύνουμε τα γκέτο των λαθρομεταναστών τις συμμορίες των παρανόμων» (Σαμαράς, Urban Conflicts 123 07/04/2012), από την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή και από την αυξημένη επιρροή της ακροδεξιάς στη διαμόρφωση πολιτικών και νομοθετημάτων. Όμως η αφήγηση για το «κέντρο του φόβου και τρόμου» περιλάμβανε και άλλες κοινωνικές ομάδες όπως τοξικο-εξαρτημένα άτομα και εκδιδόμενες γυναίκες (αλλά όχι τους εκμεταλλευτές τους). Με πρόσχημα την «υγειονομική βόμβα» του AIDS που «έφυγε από τα γκέτο των αλλοδαπών» και μεταδίδεται στην ελληνική κοινωνία (ΕΘΝΟΣ, 01/05/2012) ο τότε υπουργός Υγείας Λοβέρδος ξεκίνησε ένα ακόμη κυνήγι παραβιάζοντας κατάφορα τα δικαιώματα των γυναικών που συνελήφθηκαν. Έτσι, εν μέσω αυξημένης διεθνούς κριτικής για τις παραβιάσεις δικαιωμάτων μεταναστών, ένας νέος «εχθρός» και υπαίτιος της κρίσης της Αθήνας δημιουργήθηκε. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν γειτονιές και κάτοικοι του κέντρου της Αθήνας ήταν και είναι σημαντικά, και η συγκεκριμένη ανάλυση δεν ισχυρίζεται ότι το κέντρο της Αθηνάς δεν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Όμως, καθόσον «κατασκευαζόταν» το αντικείμενο του φόβου και ο δημόσιος λόγος λάμβανε χώρα υπό αυτούς τους όρους, άλλα ουσιαστικά ζητήματα έμεναν στο περιθώριο αφήνοντας παράλληλα χιλιάδες ανθρώπους ιδιαίτερα ευάλωτους στη βία και την εκμετάλλευση, διευκολύνοντας παράλληλα την άνοδο της Χρυσής Αυγής. 2.3 ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΙΙΙ: ΔΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ «ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ» ΚΑΙ ΤΗΝ «ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ» (2010-2014) Η πιο «διάσημη» κρίση που αφορά την Αθήνα σχετίζεται με την κρίση χρέους της Ελλάδας. Παρόλο που αναφορές στην επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση γίνονται ήδη από το 2007-8, ως αρχή της καθορίζεται το 2010 και ειδικότερα η υπογραφή του Μνημονίου με την Τρόικα. Η «έκτακτη ανάγκη» του δημόσιου χρέους και η επικείμενη απομόνωση από τις αγορές αποτέλεσαν βασικά σημεία των τότε κυβερνητικών ανακοινώσεων, παράλληλα με την «ανάγκη» του προγράμματος βοήθειας. Έτσι το 1ο Μνημόνιο υπογράφηκε, περιλαμβάνοντας μια σειρά μέτρων λιτότητας και «αναπροσαρμογών» και σημαντικές νομοθετικές αλλαγές, ενώ ταυτόχρονα μεγάλες διαδηλώσεις λάμβαναν χώρα στην πλατεία Συντάγματος (και αλλού). 124 Τακτικές διακυβέρνησης διαπλεκόμενων κρίσεων Από νωρίς η Αθήνα βίωσε τόσο τα παιχνίδια εξουσίας για την ψήφιση και εφαρμογή των μέτρων, όσο και τις αντιδράσεις στα μέτρα αυτά αλλά και τις συνέπειες τους. Παράλληλα, η πόλη βιώνει το ολοένα αυξανόμενο κλείσιμο μαγαζιών, τρομερή αύξηση ανεργίας και φτώχειας, ενώ οι άστεγοι αυξάνονται και η πρόσβαση σε πρόνοια και κοινωνικές παροχές μειώνεται συνεχώς. Ήδη από το 2010, το τοπικό γραφείο των Γιατρών του Κόσμου προειδοποιούσε για την ανθρωπιστική κρίση της Αθήνας. Παρόλα αυτά, η έμφαση παρέμενε (και παραμένει) στην αναδιαμόρφωση του οικονομικού και δημόσιου τομέα και στην εδραίωση της νεοφιλελευθεροποίησης. 2.3.1. ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ Ο φόβος υπήρξε ουσιαστικός στη διακυβέρνηση (και) αυτής της κρίσης, ακόμη και πριν την υπογραφή του Μνημονίου. Η απειλή της χρεοκοπίας και της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος (υποδηλώνοντας την πιθανή ανικανότητα πληρωμών του κράτους) ήταν συνεχείς αναφορές σε έναν κυρίαρχο λόγο διαμορφωμένο γύρω από δίπολα όπως Μνημόνιο ή χρεοκοπία, ευρώ ή δραχμή και βασισμένο στη μη ύπαρξη εναλλακτικής. Χαρακτηριστικά εκφρασμένο από το «Μαζί τα φάγαμε», καλλιεργήθηκε ένα αίσθημα συλλογικής (συν)ενοχής που ενισχύθηκε τόσο εσωτερικά όσο και διεθνώς. Αρχικά, αυτός ο συνδυασμός άμεσης απειλής, στιγματισμού και συνενοχής ήταν κρίσιμος για την αδρανοποίηση ευρύτερων αντιδράσεων και υποστήριξης εναλλακτικών πρωτοβουλιών (παράλληλα με την έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολιτικούς). Καθώς οι συνέπειες των «αναπροσαρμογών» άρχισαν να φαίνονται πιο ξεκάθαρα, το παραπάνω επιχείρημα άρχισε να αποδυναμώνεται και άλλοι φόβοι έπρεπε να κινητοποιηθούν. Οι διαδηλώσεις ενάντια στο Μνημόνιο, αρχικά κατάφεραν να προσελκύσουν σημαντικό αριθμό ανθρώπων και να ξεκινήσουν συζητήσεις για πιθανές εναλλακτικές (Σταυρίδης, 2011). Σε κάποιες περιπτώσεις κατάφεραν να μεταφερθούν και στις γειτονιές και να δημιουργήσουν τοπικές πρωτοβουλίες. Όμως, για τους παραπάνω λόγους καθώς και λόγω έλλειψης άμεσων αποτελεσμάτων αλλά και λόγω διασπαστικών τακτικών «από τα πάνω» η δυναμική αυτών των κινητοποιήσεων άρχισε να μειώνεται. Η εκτεταμένη αστυνομική καταστολή των διαδηλώσεων έπαιξε ση- Urban Conflicts 125 μαντικό ρόλο σ’ αυτό. Παρόλο που στην αρχή δεν ήταν όσο σκληρή αναμένονταν, σύντομα έγινε. Τρεις κρίσιμες στιγμές υπήρξαν καθοριστικές για αυτό, και πιθανά συνεισέφεραν στη μείωση της συμμετοχής και στον διαχωρισμό του κόσμου: η διαδήλωση τον Μάιο του 2010 κατά την οποία τρεις άνθρωποι πέθαναν παγιδευμένοι σε μια τράπεζα (Marfin) που πήρε φωτιά, μια διαδήλωση τον Φεβρουάριο του 2012 κατά την οποία κάηκε το κτίριο του Αττικόν και η υπέρμετρη αστυνομική καταστολή και βία στις διαδηλώσεις στο Σύνταγμα κατά τον Ιούνιο του 2011. Τα πρώτα δύο περιστατικά προκάλεσαν εντονότατη κριτική ενάντια στη βία και σε όσους συσχετίστηκαν με αυτή, από-νομιμοποιώντας εν μέρη τους διαδηλωτές. Επιπρόσθετα ενίσχυσαν τον κυρίαρχο λόγο περί «γενικευμένης ανομίας» και συνέβαλαν σ’ αυτό που ονομάστηκε «θεωρία των δύο άκρων». Κατά αυτόν τον τρόπο, εγκαθιδρύθηκαν επιπλέον διαχωριστικές γραμμές ενώ αυξήθηκε η «κοινή» συναίνεση για αυξημένη αστυνομική παρουσία και καταστολή. Ή τουλάχιστον έτσι παρουσιάστηκε σε μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ και μέσω πολιτικών ανακοινώσεων. 2.3.2. ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ Κατά τα τελευταία χρόνια υπήρξε εκτεταμένη χρήση τακτικών διχασμού μέσω των οποίων μια συγκεκριμένη ομάδα στοχοποιούνταν ως διεφθαρμένη ή συμφεροντολόγα (μέσω παραδειγματικών περιπτώσεων) και ως εχθρός του «δημοσίου», ενώ συχνά άλλες ομάδες ή η κοινή γνώμη εν γένει στρεφόταν εναντίον αυτής και των διεκδικήσεων της. «Παίζοντας» έτσι τη μία ομάδα ενάντια στην άλλη, μειώθηκε η πιθανότητα συμμαχιών ή συμπαράστασης ενώ τα προτεινόμενα μέτρα υιοθετούνταν με μειωμένη αντίσταση. Σε μία συγκυρία που χαρακτηρίζεται από ευρεία δυσαρέσκεια, άνοδο ακροδεξιών κομμάτων και αστυνομική και ακροδεξιά βία, στη δημόσια συζήτηση κυριάρχησε το θέμα της βίας και της ανομίας και ενίσχυσε την παραπάνω διχαστική τακτική. Ο κυρίαρχος αυτός λόγος απαιτούσε την καταδίκη του οτιδήποτε κρινόταν (μιντιακά) ως βία («καταδικάζοντας τη βία από όπου κι αν προέρχεται») και προσπάθησε να εξισώσει πράξεις αντίστασης ή ανυπακοής με ακροδεξιά ή κρατική βία. Κατά αυτόν τον τρόπο έθεσε το πλαίσιο για αυτό που ονομάστηκε «θεωρία των δύο άκρων» (Ζενάκος, 2012; Πουλής, 2013) όπου ακροδεξιά βία και ακροαριστερές/αριστερές δράσεις εξισώνονταν και παρουσι- 126 Τακτικές διακυβέρνησης διαπλεκόμενων κρίσεων άζονταν ως απειλές στη δημοκρατία και συνεπώς και στο δημόσιο συμφέρον και την κοινωνία. Όπως χαρακτηριστικά εκφράστηκε από γνωστούς δημοσιογράφους «όταν νομιμοποιείται η έστω χαμηλής έντασης πολιτική βία, στη συνείδηση των ανθρώπων νομιμοποιείται κάθε βία» (Μανδραβέλης στον Πουλή, 2013). Τέλος, καθ’ όλη την τελευταία περίοδο, η έννοια του δημοσίου και ειδικότερα του δημοσίου συμφέροντος, εξισώθηκε με την αποπληρωμή του χρέους και με την υλοποίηση των αναπροσαρμογών, άσχετα από τις συνέπειες τους στον «Δήμο». Έτσι, «για το δημόσιο συμφέρον», έκτακτα μέτρα, πολιτικές και αναπροσαρμογές κρίθηκαν απαραίτητα και επείγοντα –πολλά από αυτά αμφισβητούμενα ή ακόμη και παράνομα. Με τις συνέπειες της κρίσης και των πολιτικών της ολοένα και πιο εμφανείς, ο φόβος της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης αυξανόταν ενώ η δυσπιστία στη «βοήθεια από το εξωτερικό» εντείνονταν. Για το λόγο αυτό, θετικές ειδήσεις και επιτυχίες έπρεπε να κινητοποιηθούν για να ελαττώσουν τη δυσπιστία και τη δυσαρέσκεια. Παράλληλα, διαφορετικοί φόβοι επικαλούνται όποτε είναι χρήσιμο –όπως π.χ. την τελευταία περίοδο σχετικά με την (αν)ασφάλεια και την τρομοκρατία ή ξανά με τη μετανάστευση. 3. ΑΝΟΙΧΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ Γινόμενη αντιληπτή ως «ρωγμή» σε ένα κατά τα άλλα λειτουργικό σύστημα, η επίκληση της κρίσης σπάνια εξετάζει ουσιαστικά τις υποθέσεις ή «αλήθειες» του συγκεκριμένου συστήματος και των τρόπων λειτουργίας του. Αυτό έγινε εμφανές και κατά την τελευταία –χρηματο-οικονομική– κρίση κατά την οποία οι αναφορές στα δομικά προβλήματα του ευρύτερου συστήματος είναι ελάχιστες. Η παραπάνω ανάλυση δεν στοχεύει να απαξιώσει ατομικές, συλλογικές ή δημόσιες ανασφάλειες ισχυριζόμενη ότι όλα είναι μια χαρά, αλλά να αποδομήσει κάποιες από τις διαδικασίες και «τεχνολογίες» εξουσίας που εμπλέκονται στη διακυβέρνηση αστικών κρίσεων και συγκεκριμένα στην περίπτωση της Αθήνας από το 2008 και μετά. Όπως αναφέρουν διεθνείς οργανισμοί και οργανώσεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες «σε κρίση», οι ακολουθούμενες πολιτικές έχουν οδηγήσει ή φαίνεται να οδηγούν σε παραβιάσεις ή και καταργήσεις εδραιωμένων δικαιωμά- Urban Conflicts 127 των. Από την άλλη, ακριβώς σε αυτό το κλίμα, πολλά από αυτά τα δικαιώματα (καθώς και άλλα νέα) αναδύονται ξανά ως διεκδικήσεις (και όχι μόνο μέσω νόμων). Και όπως έγραφαν οι Shirlow και Pain (2003), η πολιτικοποίηση του φόβου και των πολιτικών του είναι αναγκαία ώστε να αποκαλυφθούν οι συνέπειες τέτοιων πολιτικών σε ανθρώπους και τόπους. Το ίδιο ισχύει και για τις κρίσεις. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Το θεωρητικό αυτό πλαίσιο δεν υποδηλώνει μια συνειδητή και οργανωμένη δημιουργία και χειραγώγηση των καταστάσεων, αλλά δίνει έμφαση στην έννοια της συγκυρίας (conjuncture) και στα «καθεστώτα διακυβέρνησης κρίσεων». 2. Το τμήμα της μελέτης που παρουσιάζεται εδώ εστιάζει σε δύο από τις τεχνικές: τις πολιτικές με έμφαση τον φόβο και τον καθορισμό ‘εχθρών’ και ‘απειλών’ για το δημόσιο συμφέρον. 3. Ο όρος ‘άξιοι’ πολίτες χρησιμοποιείται για να σημάνει τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε πολίτες που προβάλλονται (από πολιτικούς και ΜΜΕ) ως άξιοι σημασίας και άλλους που αντιμετωπίζονται ως πρόβλημα ή απλά αγνοούνται (μετάφραση από deserving). 4. Η μελέτη αυτή βασίζεται σε κριτική ανάλυση πολιτικού λόγου και ΜΜΕ καθώς και σε ανάλυση προτεινόμενων ή εφαρμοζόμενων πολιτικών και μέτρων και νομοθετικών αλλαγών. 5. Οι φράσεις που περιγράφουν καθεμία από τις κρίσιμες στιγμές έχουν επιλεγεί με βάση το πώς είχαν περιγραφεί στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο για να αναδείξουν της κυρίαρχες αναπαραστάσεις. 4. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Agamben G., 2007. Κατάσταση εξαίρεσης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα Altheide D., 2003. «Notes Towards A Politics Of Fear», Journal for Crime, Conflict and the Media 1(1) σ. 37-54. Βύθουλκας Δ., Χεκίμογλου Α., 2008. «Κουκουλοφόροι, χρυσαυγίτες και αγανακτισμένοι πολίτες», ΒΗΜΑ, 14 Δεκεμβρίου Clarke J., 2010. «Of crises and conjunctures: The problem of the present», Journal of Communication Inquiry, 34(4) σ. 337–354. Cohen S., 2011. Folk devils and Moral Panics. The creation of the Mods and 128 Τακτικές διακυβέρνησης διαπλεκόμενων κρίσεων Rockers, Routledge, London. ΕΘΝΟΣ, 2012. Λοβέρδος: Απασφαλισμένη υγειονομική βόμβα οι μολυσμένες με HIV ιερόδουλες, 1η Μαΐου Foucault M., 1991. Discipline and Punish: the birth of a prison, Penguin, Lodnon. Gramsci A (2005[1971]) Selections from the prison notebooks. London: Lawrence and Wishart Hall S., Massey D., 2010. Interpreting the crisis, Στο: Richard Grayson & Jonathan. Rutherford (ed.) After the crash: Re-inventing the left in Britain, Lawrence and Wishart, London pp. 37-46 Hall, S., Critcher, C., Jefferson, T., Clarke, J., Roberts, J., 1978, Policing the crisis. Mugging, the state, and law and order, MacMillan Press, London and Basingstone. Harvey D., 2012. Rebel cities, Verso, London. Ιός, 2009. «Ο νέος εσωτερικός εχθρός», Διαθέσιμο στο http://tinyurl.com/ mlhz6qc [15/9/2014]. JUNGLE-report, 2010. «Οι χρυσαγανακτισμένοι πολίτες του Αγίου Παντελεήμονα», Διαθέσιμο στο http://tinyurl.com/kp6upjt [15/09/2014]. Νικολόπουλος Γ., 2010. «Το παιδί μου το σκότωσαν δύο φορές», ΒΗΜΑ 23 Ιανουαρίου Shirlow P., Pain R., 2003. «The geographies and politics of fear», Capital & Class, 27(2) σ. 15-26 Παπαχελάς Α., 2009. «Απασφαλίσαμε ως χώρα;» Καθημερινή, 13 Μαΐου. Πουλής Κ., 2012. «10. Η θεωρία των δύο άκρων», ΦΑΚΕΛΟΣ: Γιατί δεν κουνιέται φύλλο, Διαθέσιμο στο http://tinyurl.com/lfg9k27 [15/9/2014]. Rose N., 1999. Powers of Freedom: Reframing Political Thought, Cambridge University Press, Cambridge. Tissot S., 2007. «French Suburbs»: A New Problem or a New Approach to Social Exclusion? CES Working Papers Series 160. The Press Project, 2012. «Ο φασισμός στο σαλόνι μας», Διαθέσιμο στο http:// tinyurl.com/khzgdeo [15/9/2014]. Wacquant, L., 2008. Urban Outcasts. A Comparative Sociology of Advanced Marginality, Cambridge Polity Press, Cambridge. Ζενάκος Α., 2012. «Συνοπτικό μάθημα περί βίας και άκρων», Unfollow 7. Urban Conflicts 129 09 Πόλεις άγριες, πόλεις ανθεκτικές: Η αστικοποίηση ως αντικείμενο έρευνας της αντιεξέγερσης Χρήστος Φιλιππίδης ch.krumel@gmail.com 1. ΠΟΛΕΙΣ ΑΓΡΙΕΣ, ΠΟΛΕΙΣ ΑΝΘΕΚΤΙΚΕΣ – Η ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΕΞΕΓΕΡΣΗΣ Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνιστά μία κομβική στιγμή για τον τομέα της στρατιωτικής παραγωγής/έρευνας. Και ένα μέρος αυτής της έρευνας καταπιάστηκε εξαρχής με την επίδραση των χαρακτηριστικών του αστικού περιβάλλοντος στη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων (US Army Field Manual 3-06 2006: 1-7). Πριν, καλά-καλά, φανούν λοιπόν οι γεωπολιτικές επιπτώσεις του πολυδιαφημιζόμενου «Τέλους της Ιστορίας», οι Jennifer Morrison Taw και Bruce Hoffman θα εξέδιδαν, για λογαριασμό της RAND Corporation, μία σύντομη μελέτη πάνω στις αστικές διαστάσεις των ασύμμετρων συγκρούσεων. Η πραγματεία με το χαρακτηριστικό τίτλο The Urbanization of Insurgency αποτελεί μία πρώτη προσπάθεια χαρτογράφησης των προκλήσεων που συνεπάγεται για τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις η ανεξέλεγκτη διόγκωση των μητροπόλεων του «αναπτυσσόμενου» κόσμου. «Μία δημογραφική αναταραχή με πρωτοφανείς ρυθμούς μετατρέπει σήμερα το σύνολο σχεδόν του αναπτυσσόμενου κόσμου […] από μία επικρατούσα αγροτική κοινωνία σε μία αστική. 130 Πόλεις άγριες, πόλεις ανθεκτικές Για πρώτη φορά, εξαιτίας της απρόσκοπτης πληθυσμιακής αύξησης και μίας σχετικής μετάβασης από αγροτικές σε αστικές κοινωνίες, ζουν περισσότεροι άνθρωποι σε πόλεις του αναπτυσσόμενου παρά σε πόλεις του βιομηχανικού κόσμου» (Taw 1994: 1). Οι δύο συγγραφείς εστιάζουν, καταρχάς, στην έκταση που λαμβάνει το φαινόμενο της αστικοποίησης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οι ρυθμοί που περιγράφουν γνώρισαν μία περαιτέρω επιτάχυνση εκεί στην αλλαγή του αιώνα, οδηγώντας κάποιες σύγχρονες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για πέντε δισεκατομμύρια κατοίκους πόλεων μέχρι το 2025, εκ των οποίων τα δύο τρίτα θα κατοικούν σε «αναπτυσσόμενα» κράτη (Graham 2010: 1-3). Οι Taw και Hoffman, όμως, δεν αρκούνται απλώς σε μία ανάγνωση ρυθμών, λόγων και ποσοστών. Επισημαίνουν, επιπλέον, τους κινδύνους που κυοφορεί αυτή η ανεξέλεγκτη οικιστική τάση αναφορικά με τις πιθανότητες ξεσπάσματος κοινωνικών ταραχών και εξεγέρσεων. «Η πιθανότητα αστικής εξέγερσης […] αυξάνεται στο βαθμό που η διπλή δημογραφική τάση της ραγδαίας πληθυσμιακής αύξησης και της αστικοποίησης συνεχίζει να αλλάζει την εικόνα του αναπτυσσόμενου κόσμου», γράφουν χαρακτηριστικά (Taw 1994: ix). Στη βάση αυτής της παραδοχής, η μικρή αυτή πραγματεία επιχειρεί να αναδείξει τα ελλείμματα στις μέχρι τότε τρέχουσες αντιλήψεις των αμερικανικών δυνάμεων αναφορικά με τις επιχειρήσεις σε αστικό έδαφος και κυρίως με τις επιχειρήσεις αστικής αντιεξέγερσης. Τα ζητήματα κλίμακας, ποικιλομορφίας και πολυπλοκότητας που εγείρονται μέσα από την ανεξέλεγκτη εξάπλωση των αστικών περιοχών του «αναπτυσσόμενου» κόσμου καθιστούν, πλέον, τις αντιλήψεις αυτές επικίνδυνα ανεπαρκείς, σύμφωνα με τους δύο συγγραφείς. Εν τούτοις, στον πυρήνα αυτής της φιλολογίας που εγκαινίαζε, κατά μία έννοια, αυτή η μικρή πραγματεία μπορούσε κανείς να παρατηρήσει μία διεύρυνση των σημασιών που χαρακτηρίζουν τη σχέση της πόλης με τις ασύμμετρες συγκρούσεις. Καθώς οι δημογραφικές τάσεις της εποχής συνοδεύονται από μία ανεξέλεγκτη αστικοποίηση της φτώχειας, οι Taw και Hoffman επιλέγουν να μην εστιάσουν τόσο στις επιχειρησιακές δυσκολίες που συνεπάγεται η αναγκαστική «μετακόμιση των εξεγερμένων» στο αστικό περιβάλλον, όσο στο κατά πόσο το φαινόμενο της εξέγερσης, και άρα της όποιας ασυμμετροποίησης, μπορεί να ερμηνευθεί ως (παρα)προϊόν ακριβώς αυτού του περιβάλλοντος. Δεν πρόκειται, επομένως, για μια πραγματεία που διερευνά μόνο τις τύχες και τους Urban Conflicts 131 μετασχηματισμούς της ασυμμετροποίησης στην αναπόφευκτη μετάβασή της από τα αγροτικά τοπία στα σύγχρονα πολύπλοκα αστικά πεδία. Αλλά για ένα κείμενο που επιπλέον περιγράφει το αστικό περιβάλλον ως παραγωγό ασύμμετρων προκλήσεων. Σε πρώτο βαθμό όμως, όχι το αστικό περιβάλλον γενικά και αφηρημένα. Μέσα από την ανάγνωση αυτής της σύντομης μελέτης διαφαίνεται η κρίσιμη σημασία που διατηρούν για το σχεδιασμό των σύγχρονων χερσαίων επιχειρήσεων κάποιες συγκεκριμένες και ταχύτατα αναπτυσσόμενες εκδοχές του κτισμένου περιβάλλοντος κυρίως σε περιοχές του παγκόσμιου Νότου. Παραδείγματα που, όπως επισημαίνει ο Mike Davis, δεν μπορούν παρά να γίνουν κατανοητά τόσο μέσα από τις πολιτικές αγροτικής απορρύθμισης και τα προγράμματα δομικής προσαρμογής που δοκιμάστηκαν σε χώρες του «αναπτυσσόμενου» κόσμου όσο και μέσα από την ανάγνωση των διαδικασιών αναδιάρθρωσης που χαρακτηρίζουν τη σχέση εργασίας/Κεφαλαίου σε πλανητική κλίμακα, από τις αρχές του ’80 και έπειτα (Davis 2004a). Οι παραγκουπόλεις ―τα περιβόητα slums― φιλοξενούν, σήμερα, περισσότερους από ένα δισεκατομμύριο κατοίκους, από τα 3,5 δισεκατομμύρια που ζουν συνολικά σε αστικά περιβάλλοντα (Sörensen 2012: 8-9). Μια συγκέντρωση που θα συνεχίζει να αυξάνεται, μιας και εκτιμάται πως το μεγαλύτερο ποσοστό της παγκόσμιας πληθυσμιακής αύξησης μέχρι το 2050 θα απορροφηθεί στις αστικές περιοχές των φτωχότερων χωρών του πλανήτη (Kilcullen 2013: 29). Πρόκειται, λοιπόν, για παραδείγματα που διαμορφώνονται ταχύτατα και άτυπα στις περιφέρειες επίσημων αστικών πυρήνων, κυρίως σε περιοχές του παγκόσμιου Νότου, και συνιστούν μία διακριτή οικιστική κατηγορία με τα δικά της μορφολογικά χαρακτηριστικά και τα δικά της επιχειρησιακά αδιέξοδα στο πλαίσιο αυτής της στρατιωτικής φιλολογίας. Μελέτες, λοιπόν, όπως αυτή της RAND, φωτίζουν τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν αυτούς τους άτυπους αστικούς σχηματισμούς, υποστηρίζοντας πως η ίδια τους η ασαφής μορφολογία σε συνδυασμό με τις «εκρηκτικές» κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στο εσωτερικό τους, δημιουργούν ένα περιβάλλον αφενός πολλαπλάσιων εξεγερτικών πιθανοτήτων/δυνατοτήτων, αφετέρου ένα πεδίο επιχειρήσεων υψηλού κινδύνου. Οι παραγκουπόλεις, ως «τόπος και μορφή κατοικίας εξαθλιωμένης εργατικής τάξης», επί της ουσίας περιγράφουν τη συσσώρευση ενός ακραίου πλεονάσματος εργατικού δυναμικού που σχετίζεται κυρίως με «τη διάλυση 132 Πόλεις άγριες, πόλεις ανθεκτικές και κατάρρευση της προκαπιταλιστικής ή πρώιμης καπιταλιστικής αγροτικής οικονομίας, και την αναγκαστική εισροή των κατεστραμμένων αγροτών στις πόλεις, που επιβιώνουν μέσα σε μία γενικώς παρασιτική οικονομία» (Σαρηγιάννης 2008).1 Οι Taw και Hoffman προσθέτουν πως «οι μετανάστες από αγροτικές περιοχές φτάνουν στις πόλεις του αναπτυσσόμενου κόσμου για να συνειδητοποιήσουν πως αντί να έχουν διαφύγει της πείνας, της απελπισίας και της φτώχειας, ακόμη χειρότερες συνθήκες τους περιμένουν εκεί» (Taw 1994: 4, Rosenau 1997: 374). Τα callampas σε όλη την έκταση της Λατινικής Αμερικής, οι favelas στη Βραζιλία, τα villas miseria στην Αργεντινή, τα pueblos jóvenes στο Περού και τα gecekondu στην Τουρκία αποτελούν κάποιες από τις βασικές τους αναφορές (Taw 1994: 11). Η άτυπη κατασκευαστική διαδικασία που δίνει τη γνωστή χαοτική και αχαρτογράφητη μορφή στις παραγκουπόλεις και οι συνθήκες γενικευμένης επιθετικής φτωχοποίησης που χαρακτηρίζουν την κοινωνική τους καθημερινότητα, είναι τα στοιχεία εκείνα που απασχολούν τα στρατιωτικά επιτελεία. Δεν πρόκειται, επομένως, απλώς για ένα επιχειρησιακό πεδίο ανάμεσα σε άλλα, αλλά για ένα κοινωνικό, πρώτα απ’ όλα, περιβάλλον με συγκεκριμένες μορφολογικές και τοπογραφικές ιδιαιτερότητες. Ο όρος «παραγκουπόλεις» πρώτα περιγράφει μία γενικευμένη κοινωνική συνθήκη ―και άρα και τις αυξημένες πιθανότητες κοινωνικών εντάσεων και βίαιων διεκδικήσεων που αυτή παράγει― και έπειτα μία χωρική συνθήκη ―και άρα και τις επιχειρησιακές δυσκολίες που αυτή συνεπάγεται για τις συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις. Αυτό είναι ξεκάθαρο μέσα από τις παρατηρήσεις της RAND, η οποία αντιλαμβάνεται τις εν λόγω γειτονιές ως «δεξαμενές ανυπότακτων», περιγράφοντας την κοινωνική ανέχεια και φτώχεια καταρχάς ως το γονιμότερο έδαφος για αστικές εξεγέρσεις και κατά δεύτερον ως ένα δύσκολα διαχειρίσιμο πεδίο στρατιωτικής επέμβασης (Taw 1994: 4,19). «Οι μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου…», γράφει επιπλέον ο Paul Hirst, «…τα αληθινά γιγαντιαία είδη της σύγχρονης πολεοδομίας, είναι αντιπόλεις ―αν δεχτούμε πως η πόλη είναι πάνω απ’ όλα ένας αποτελεσματικός πολιτικός θεσμός. […] Η ίδια τους η εξάπλωση, που καθορίζεται από την ανεξέλεγκτη αγροτική μετανάστευση τις καθιστά κάθε άλλο παρά κυβερνήσιμες» (Hirst 2005: 25). Ενώ ο Davis παραπέμποντας στις συζητήσεις που βρίσκονταν σε εξέλιξη στο εσωτερικό του αμερικανικού στρατού, εκεί στα τέλη του 20ού Urban Conflicts 133 αιώνα, τονίζει: «Το μέλλον των πολέμων […] βρίσκεται στους δρόμους, στα σοκάκια, στα ψηλά κτίρια και στους λαβύρινθους των σπιτιών που σχηματίζουν τις αποτυχημένες πόλεις του κόσμου» (Davis 2004b: 42)· εκείνα τα περιβόητα «μεταμοντέρνα ισοδύναμα της ζούγκλας και του βουνού» (Peters 1996: 43,44). Βλέπουμε, λοιπόν, πως η εστίαση της στρατιωτικής φιλολογίας στο φαινόμενο της αστικοποίησης, και κυρίως σε επίλεκτες εκδοχές του όπως τα slums, είναι πολυδιάστατη. Θα μπορούσε, όμως, κανείς να διακρίνει τρία βασικά σημεία που οργανώνουν τη φιλολογία αυτή. Καταρχάς, τις κοινωνικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τις παγκόσμιες παραγκουπόλεις, και άρα και ένα λόγο (discourse) σχετικά με τις κοινωνικές προκλήσεις που κυοφορούν και τα αιτήματα επέμβασης που αυτές εγείρουν. Κατά δεύτερον, τους ίδιους τους τρόπους με τους οποίους σχηματίζονται, και που καθιστούν τις παραγκουπόλεις εμβληματικά παραδείγματα ενός χωρικά και δημογραφικά αχαρτογράφητου, αν όχι μη χαρτογραφήσιμου, πεδίου. Και τρίτον, τις μορφολογικές τους ιδιαιτερότητες, που τις μετατρέπουν σε ένα επιχειρησιακό πεδίο υψηλού ρίσκου και που επιβάλλουν τροποποιήσεις στα τρέχοντα επιχειρησιακά δόγματα. Η αστικοποίηση εισάγεται, λοιπόν, στην καρδιά της στρατιωτικής συζήτησης, καταρχάς, μέσα από τις απροσδιόριστες αστικές γεωγραφίες των παραγκουπόλεων. Εν τούτοις, τα slums δε αποτελούν μόνο ένα φυσικό πεδίο πραγματικών επιχειρησιακών προκλήσεων. Συνιστούν, κατά μία έννοια, και ένα προνομιακό ορμητήριο στρατιωτικών προβληματοποιήσεων, καθώς όπως θα δούμε, ο ρόλος τους σε αυτή τη φιλολογία διατηρεί επιπλέον μία συγκεκριμένη λειτουργικότητα, που επιτρέπει σε μεγάλο βαθμό την προσαρμογή των προτάσεων ως προς τις πολιτικές δημόσιας ασφάλειας γενικά, στα ιδιαίτερα δεδομένα τους. Μερικά χρόνια μετά τους Taw και Hoffman, ο καθηγητής Υποθέσεων Εθνικής Ασφάλειας στο Naval War College των ΗΠΑ Richard Norton, θα δοκίμαζε να συμπυκνώσει τα βασικότερα σημεία της συζήτησης. Στο άρθρο του με τον τίτλο Άγριες Πόλεις (Feral Cities) επιχειρεί να αναδείξει τη φύση των δυσκολιών που εγείρουν για τον αμερικανικό στρατό οι σύγχρονες μητροπόλεις, εστιάζοντας εκ νέου στα παραδείγματα των slums. Όμως, αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι πως η ανάλυση του Norton, αν και συγκροτείται εμφανώς στη βάση των ιδιαιτεροτήτων που χαρακτηρίζουν τις παραγκουπόλεις, είναι ταυτόχρονα σε θέση να προτείνει μία γενικότερη μεθοδολογία ταξινόμησης των σύγ- 134 Πόλεις άγριες, πόλεις ανθεκτικές χρονων πόλεων, με κεντρικό άξονα τη δημόσια ασφάλεια και κάποιους ακόμη επιμέρους δείκτες. «“Άγρια πόλη”…», γράφει ο Αμερικανός στρατιωτικός, «… είναι μία μητρόπολη με πληθυσμό μεγαλύτερο του ενός εκατομμυρίου, σε ένα κράτος του οποίου η κυβέρνηση έχει χάσει την ικανότητα να διαφυλάξει την έννομη τάξη μέσα στα όρια αυτής της πόλης» (Norton 2003: 98). Ο Norton σπεύδει εξαρχής να διευκρινίσει πως η άγρια πόλη ενδέχεται να περιγράφει ένα φαινόμενο που δεν εμφανίζεται ποτέ στην πραγματικότητα. Εν τούτοις, η χρησιμότητα του όρου είναι εμφανής, στο βαθμό που αποδίδει μία απτή και κατανοητή μορφή σε ένα σύνολο χαρακτηριστικών δυσκολιών και ιδεοτυπικών προκλήσεων ως προς τη χάραξη αποτελεσματικότερων πολιτικών ασφαλείας. Μέσα από τη μεθοδολογία που αυτό το άρθρο προτείνει, οι πόλεις χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, αξιολογούμενες στη βάση των τεσσάρων δεικτών της διακυβέρνησης, της οικονομίας, των υπηρεσιών, και της ασφάλειας. Το αποτέλεσμα είναι μία ταξινόμηση σε πράσινες (υγιείς), κίτρινες (οριακές), και κόκκινες (που τείνουν προς άγριες) πόλεις. Οι τελευταίες θα έλεγε κανείς πως εκφράζονται παραδειγματικά μέσα από τις περιπτώσεις των slums. Αλλά αν κάτι έχει σημασία στη συγκεκριμένη μεθοδολογία, αυτό είναι το γεγονός πως μέσα από τη φασματική της φύση, και συγκεκριμένα με την πρόβλεψη μιας ενδιάμεσης και απεριόριστης «κίτρινης» ζώνης, επιτυγχάνεται η σύνδεση των δύο άκρων, και επομένως η τρομακτική διεύρυνση του πεδίου μέσα στο οποίο προβληματοποιείται η σχέση των πόλεων εν γένει με τις στρατιωτικές εφαρμογές και τα ζητήματα δημόσιας ασφάλειας.2 Τόσο η φασματικότητα της συγκεκριμένης μεθοδολογίας όσο και ο υποθετικός χαρακτήρας του όρου «άγρια πόλη», περιγράφουν ένα χωρίς όρια πεδίο προβληματοποίησης και επέμβασης στη βάση ενός μόνιμου «κινδύνου» για την εθνική και δημόσια ασφάλεια, που συγκεκριμενοποιείται μέσα στα όρια και τις λειτουργίες των σύγχρονων μητροπόλεων. Και μέσα σε τούτο το σκόπιμα διευρυμένο περιβάλλον που διαμορφώνουν οι χαρακτηριστικοί αυτοί «κίνδυνοι» είναι που οφείλει κανείς να διακρίνει τα βασικά γνωρίσματα της σημερινής εμπλοκής του στρατιωτικού κλάδου τόσο σε επίπεδο μορφής όσο και σε επίπεδο λειτουργίας των σύγχρονων πόλεων. Ενός κλάδου που, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Norton, θα πρέπει να αντικαταστήσει σταδιακά τις αστυνομικές δυνάμεις, εξαιτίας της νέας κλίμακας και της νέας φύσης των προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο τομέας της δημόσιας ασφάλειας (Norton 2003: 100). Urban Conflicts 135 Μέσα από την οριστική μετακόμιση των ασύμμετρων συγκρούσεων στα αστικά πεδία φαίνεται έτσι να αοριστικοποιείται το ίδιο το αντικείμενο των στρατιωτικών εφαρμογών, για τις οποίες σήμερα η έμφαση στον αυστηρό προσδιορισμό του Εχθρού φαντάζει, εν πολλοίς, ως μία αναχρονιστική εμμονή μη λειτουργική και μη παραγωγική. Απεναντίας, το μοντέλο που φαίνεται να κατευθύνει τους βασικούς σχεδιασμούς της αντιεξέγερσης περιγράφει τον Εχθρό ως ένα πεδίο σχέσεων, πιθανοτήτων, πληθυσμών και χώρων, οδηγώντας σε μία νέα αντίληψη του πεδίου επέμβασης που εστιάζει στις λειτουργίες και τις δομές εκείνου του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ο Εχθρός ζει και κινείται. Οδηγώντας, με άλλα λόγια, σε μία επιχειρησιακή κουλτούρα που δεν μπορεί να αντιληφθεί τον Εχθρό παρά μόνο ως σύμπτωμα του ίδιου του αστικού περιβάλλοντος, μετατρέποντας, εν τέλει, εξ ολοκλήρου την πόλη και τις λειτουργίες της σε κατεξοχήν στρατιωτικά αντικείμενα.3 Επισημαίνοντας, για παράδειγμα, τη σχέση της ραγδαίας αστικοποίησης με τις χώρες του Μουσουλμανικού κόσμου ―μια σχέση που διατηρεί τις δικές της αναλυτικές και ιδεοτυπικές διαστάσεις μέσα σε αυτό το στρατιωτικό λόγο ― ο David Kilcullen, ο σημαντικότερος ίσως θεωρητικός της αντιεξέγερσης σήμερα, τονίζει πως αναμένονται στο μέλλον μεγαλύτερες επιχειρησιακές προκλήσεις στα αστικά κέντρα των Μουσουλμανικών χωρών συγκριτικά με άλλες περιοχές του πλανήτη. Εν τούτοις, όπως υποστηρίζει χαρακτηριστικά, «[ο]μάδες όπως η Al Qaeda θα εξακολουθούν να υφίστανται και να εγείρουν κινδύνους που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Όμως, η κύρια δέσμη απειλών, τόσο για τα άτομα (γνωστές, μερικές φορές, ως απειλές για την ανθρώπινη ασφάλεια) όσο και από μία συλλογική σκοπιά (απειλές για τη δημόσια ή την εθνική ασφάλεια), θα προέλθει από το ίδιο το περιβάλλον, όχι από κάποια ομάδα μέσα σε αυτό» (Kilcullen 2013: 30). Οι πολυπλοκότητες που συνοδεύουν την αποδόμηση της διάκρισης Φίλος/ Εχθρός διαπλέκονται έτσι με τις πολυπλοκότητες που περιγράφουν τις μορφές και τις λειτουργίες των σύγχρονων μητροπόλεων. Σε τέτοιο βαθμό που θα δικαιούταν κανείς να αντιληφθεί σήμερα την ασυμμετροποίηση των συγκρούσεων ως υπόθεση κατεξοχήν αστική και τα αινίγματα που βασάνιζαν τον κλάδο της αντιεξέγερσης, ήδη από τη συγκρότησή του, ως απευθείας ερωτήματα προς τους πολεοδόμους και τους γεωγράφους της πόλης. Οι νέες, λοιπόν, πολεμικές 136 Πόλεις άγριες, πόλεις ανθεκτικές ασυμμετρίες μπορούν και μιλούν σήμερα για τον αστικό χώρο, αν όχι κατεξοχήν γι’ αυτόν.5 Και το κάνουν με τρόπο τέτοιο που επιβάλλει μια συνολική στρατιωτική διαχείριση του αστικού φαινομένου. Κάπως έτσι, μπορεί κανείς να συναντήσει, στο πλάι των προαναφερθέντων «άγριων» τοπίων, κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα «πρωτοκοσμικών» αστικών γεωγραφιών. Οι αμερικανικές «μαύρες» συνοικίες, τα γαλλικά banlieues, οι βραζιλιάνικες φαβέλες, διεκδικούν σήμερα μια ισότιμη θέση δίπλα στις αχαρτογράφητες αστικές εκφάνσεις του «αναπτυσσόμενου κόσμου» στη σύγχρονη ατζέντα της αντιεξέγερσης. Μια διεκδίκηση που είχε ήδη διατυπωθεί μέσα από τη χοντροκομμένη μεθοδολογία του Norton, όταν αυτός πρότεινε να αντιληφθούμε τις πόλεις ως μωσαϊκά (βλ. τον όρο city mosaics). Να αντιληφθούμε, με άλλα λόγια, τα εν λόγω παραδείγματα ως «άγριες» πόλεις μέσα σε «εύρωστα» κράτη ή ως «άγριες» περιοχές μέσα σε «υγιείς», κατά τ’ άλλα, πόλεις. O Norton σπεύδει να σημειώσει πως κρίνεται πιθανότερη η εμφάνιση τέτοιων «άγριων» αστικών μορφωμάτων σε αναπτυσσόμενα παρά σε ανεπτυγμένα κράτη. Εν τούτοις, αναφερόμενος προφανώς στις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τις φαβέλες, ξεκαθαρίζει πως «ακόμη και ανεπτυγμένα κράτη, όπως η Βραζιλία, αντιμετωπίζουν την απειλή των άγριων πόλεων» (Norton 2003: 105). Μέσα σε αυτό το απροσδιόριστο φάσμα αστικής «αγριότητας» οι παραπάνω περιπτώσεις συνιστούν μία κατηγορία που σχεδόν διεκδικεί τη δική της αναλυτική αυτονομία. Οι τρομακτικές ανισότητες και διακρίσεις που δομούν τη βραζιλιάνικη μητροπολιτική καθημερινότητα χάνονται εσκεμμένα μέσα στην έπαρση που κυριεύει τη στρατιωτική ματιά. Και στη βαριά σκιά της (νεο)φιλελεύθερης πολιτικής παράδοσης τα αποτελέσματά τους ερμηνεύονται ως φυσικά φαινόμενα που πρέπει να δαμαστούν. Μια φυσικότητα που δικαιώνει σήμερα τόσο τις στρατιωτικές επεμβάσεις της όψιμης laissez faire κουλτούρας, όσο και την ίδια την επιλογή του Norton να εξορίσει τα «επικίνδυνα» αυτά μητροπολιτικά τοπία από τις «προνομιακές» ιδιότητες του πολιτισμού, φυσικοποιώντας τα τελικά μέσα από μια εικονογραφία της «αγριότητας». Τα (περι)αστικά παραδείγματα της Βραζιλίας μας βοηθούν να κατανοήσουμε βαθύτερα τα επίδικα και τους θεωρητικούς ελιγμούς της σύγχρονης στρατιωτικής ατζέντας. Και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως συνιστούν τον ιδεότυπο των σύγχρονων στρατιωτικών προκλήσεων και προβληματοποιήσεων. Ακραίες κοινωνικές πολώσεις, μεγάλη πυκνότητα κατασκευών, άτυπη αστικο- Urban Conflicts 137 ποίηση, ανεξέλεγκτη πληθυσμιακή συγκέντρωση, επιμέρους περιοχές μη ελεγχόμενες από το κράτος και πρωτοφανείς χωρικές κλίμακες, είναι μόνο μερικά από τα βασικά τους χαρακτηριστικά. Στο φυσικοποιημένο συγκείμενο της φιλελεύθερης ερμηνευτικής οι παραπάνω ενδείξεις περιγράφουν ένα φυσικό οργανισμό που δυσλειτουργεί. Ή για να το διατυπώσουμε με τα ευφάνταστα λόγια του Kilcullen, περιγράφουν ένα «οικοσύστημα σύγκρουσης ―τον μη γραμμικό, πολύπλευρο, άγριο και ακατάστατο κόσμο της πραγματικής σύγκρουσης» (Kilcullen 2013: 17). Η προσκόλληση του Kilcullen σε οργανικές ερμηνείες ― βλ. για παράδειγμα τους όρους microecology of urban violence και urban social metabolism (Kilcullen 2013: 17,41,43)― αφενός αξιοποιεί μια μακρά παράδοση βιολογικοποίησης των λειτουργιών της πόλης,6 αφετέρου παραμένει συνεπής στη γενικότερη επιλογή του φιλελευθερισμού να αποδίδει φυσικές ιδιότητες στις δυνάμεις και τα αποτελέσματα του οικονομικού ανταγωνισμού. Οι πόλεις, λοιπόν, συνιστούν φυσικά συστήματα (οικοσυστήματα ή βιολογικούς οργανισμούς) και ως τέτοια μεταβολίζουν.7 Η σχηματική αυτή απόδοση περιγράφει τα αστικά περιβάλλοντα μέσα από μοντέλα «που εξερευνούν ροές πληθυσμών, χρήματος, εμπορικών αγαθών και πληροφοριών μέσα σε μια πόλη, προσπαθώντας να κατανοήσουν το πώς η αστική περιοχή μετασχηματίζει αυτά τα εισαγόμενα δεδομένα (inputs) και αναλύοντας τους τρόπους με τους οποίους αυτές οι πόλεις διαχειρίζονται τα παραπροϊόντα αυτού του μετασχηματισμού», όπως είναι οι οικονομικές ανισότητες, το έγκλημα, οι συγκρούσεις και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Και όπως υποστηρίζει ο Kilcullen, «αναλύσεις αυτού του είδους μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη φέρουσα ικανότητα των συστημάτων διακυβέρνησης μιας πόλης, παράλληλα με τη φυσική της υποδομή, και περαιτέρω να κατανοήσουμε τη σταθερότητα, τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητά της» (Kilcullen 2013: 43). Στη συγκεκριμένη ανάγνωση η πόλη αναπαρίσταται ως ένας αυτόνομος φυσικός οργανισμός, που λειτουργεί με βάση την απολύτως δική του διάνοια και μετασχηματίζει τα inputs που χρειάζεται σύμφωνα με τις απολύτως δικές του λειτουργίες. Αυτό που δε δείχνει αυτή η ανάγνωση είναι πως ο εν λόγω «μετασχηματισμός» δεν προκύπτει και δεν εξελίσσεται φυσικά, αλλά καθοδηγείται προσεκτικά από συγκεκριμένες πολιτικές και απ’ τις δυνάμεις της αγοράς, κάνοντας έτσι τις όποιες «οικονομικές ανισότητες» και τον όποιο «κοινωνικό αποκλεισμό» να φαίνονται ως απλά παραπροϊόντα αυτού του μετασχηματισμού 138 Πόλεις άγριες, πόλεις ανθεκτικές και όχι ως βασική του στοχοθεσία. Η έννοια της ανθεκτικότητας (resilience) εισάγεται σε αυτό το σημείο ως εγγυητής αυτής της οργανικής παραπλάνησης. Και μας εκπαιδεύει να ζούμε με αυτά τα «παραπροϊόντα», όπως ζούμε με τη σκέψη μιας φυσικής ενδεχομενικότητας που ενίοτε εκδηλώνεται καταστροφικά, υποδεικνύοντας εν τέλει έναν τρόπο να σχετιζόμαστε με την ίδια μας την ευαλωτότητα.8 Η επιλογή των ερευνητών της πόλης να καταφύγουν στα μυστήρια του μεταβολισμού δεν εκπλήσσει. O Tom Slater μας θυμίζει, για παράδειγμα, την ισχυρή επίδραση που άσκησαν ήδη από την εποχή της Σχολής του Σικάγο τα βιολογικά σχήματα αναφορικά με τις προβληματοποιήσεις των πόλεων.9 Εστιάζει, όμως, για λίγο στην ειδική θέση που καταλαμβάνει η έννοια της ανθεκτικότητας στις σύγχρονες κοινωνικο-αστικές φυσικοποιήσεις. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «[σ]την περίπτωση της ανθεκτικότητας, μια παγκόσμια ύφεση μεταμορφώνεται από πολιτικό δημιούργημα σε φυσικό φαινόμενο, που απαιτεί ένα πρόγραμμα καταστροφικής περικοπής δημόσιων δαπανών για να επιστρέψει πίσω στη φυσική του πορεία» (Slater 2014). Με φόντο τις ευρηματικές ατζέντες της φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας, η ανθεκτικότητα επιμελείται σήμερα και τις κυρίαρχες αφηγήσεις της δημόσιας ασφάλειας (Sörensen 2012: 13-14, Neocleous 2013: 5). Η επιλογή του Kilcullen να περιγράψει τις σύγχρονες μητροπόλεις μέσα από τη θεωρία των (φυσικών) συστημάτων κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να θεωρηθεί. Και δεν είναι ο μόνος. Στην έκθεση με τίτλο Megacities and the United States Army, που ετοίμασε τον Ιούνιο του 2014 η Ομάδα Στρατηγικών Μελετών του Αρχηγού του Αμερικανικού Στρατού, μπορεί να διαβάσει κανείς: «Ανεξάρτητα από την ευθραυστότητα ή την ανθεκτικότητα μιας πόλης, η σταθερή της λειτουργία εξαρτάται από συστήματα πεπερασμένης δυνατότητας. Όταν αυτά τα συστήματα […] έρθουν αντιμέτωπα με απαιτήσεις που υπερβαίνουν τη δυνατότητά τους, τότε το φορτίο που ασκείται πάνω τους διαβρώνει τους υποστηρικτικούς τους μηχανισμούς, αυξάνοντας την ευθραυστότητά τους». Και παρακάτω: «Η ικανότητα της πόλης να ανασυγκροτήσει τα συστήματά της ή να προσαρμοσθεί σε μία νέα κανονικότητα συνιστά ένα μέτρο ως προς την ικανότητά της για ανθεκτικότητα» (Chief of Staff of the Army 2014: 12,13).10 Βλέπουμε, λοιπόν, πως η ανθεκτικότητα των πόλεων μετατρέπεται σταδιακά σε πρωταρχική μέριμνα των αντιεξεγερτικών δεξαμενών σκέψης. Και τούτο γιατί ως έννοια έχει Urban Conflicts 139 την ικανότητα να μας «συμφιλιώνει» με τη προσχεδιασμένη καταστροφικότητα αυτού του κόσμου, μέρος της οποίας καταλαμβάνουν και οι ίδιες οι στρατιωτικές εφαρμογές. Όπως γράφουν οι Sörensen και Söderbaum, οι κυρίαρχες αφηγήσεις περί δημόσιας ασφάλειας κατευθύνονται σήμερα από «μια πολιτική που εστιάζει στην ανθεκτικότητα και στη διαρκή διαχείριση των παγκόσμιων καταστροφών, όπου η επέμβαση γίνεται μία κανονικοποιημένη πρακτική» (Sörensen 2012: 13). Η κανονικοποίηση αυτή αποτελεί, λοιπόν, έναν από τους βασικούς στόχους πίσω από τις «αθώες» θεωρητικές χρήσεις της ανθεκτικότητας.11 Και επενδύει στην παραγωγή ενός προσαρμοστικού υποκειμένου. Στην προσαρμοστικότητα αυτή εντοπίζεται, εν τέλει, η σημασία της συνειδητής προσφυγής στη θεωρία των φυσικών συστημάτων και της ανθεκτικότητας (Reid 2012: 71). Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Marc Neocleous, «[ε]κκινώντας από την ιδέα ενός συστήματος και με ρίζες στην οικολογική σκέψη, ο όρος περιγράφει την ικανότητα ενός συστήματος να επιστρέφει σε μια προηγούμενη κατάσταση, να ανακάμπτει έπειτα από ένα σοκ ή να αναρρώνει έπειτα από μία κρίση ή ένα τραύμα» (Neocleous 2013: 3). Ποιο είναι όμως αυτό το τραύμα στην περίπτωση των πόλεων που μελετά ο Kilcullen και οι υπόλοιποι θεωρητικοί του στρατού; Είναι οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει απορρύθμιση στις βασικές τους λειτουργίες, εγείροντας ζητήματα διακυβέρνησης και δημιουργώντας «κενά» στον τομέα της ασφάλειας. Και κυρίως, είναι αυτό που ο Kilcullen αποκαλεί μη κρατική βία (Kilcullen 2013: 21)· ήτοι, οι εσωτερικές συγκρούσεις, οι βίαιες διεκδικήσεις και οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί που προκαλεί η ίδια η (νεο)φιλελεύθερη κουλτούρα των διαχωρισμών και της εκμετάλλευσης, που στα μάτια των γκουρού της αντιεξέγερσης συνιστά το μοναδικό δείκτη φυσικής υγείας και ευρωστίας ενός αστικού συστήματος.12 Επομένως, η ανθεκτικότητα των πόλεων απέναντι στα ξεσπάσματα βίας που οι ίδιες παράγουν δεν μπορεί παρά να σημαίνει, στη στενή αυτή διαχειριστική ορολογία, μια στωική ανθεκτικότητα των ευάλωτων μητροπολιτικών υποκειμένων απέναντι στα καταστροφικά αποτελέσματα της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των φυλετικών διακρίσεων. Δεν μπορεί, με άλλα λόγια, παρά να συνεπάγεται γι’ αυτά ένα είδος εξοικείωσης με τη δυστοπική τους αστική μοίρα. Είτε αυτό σημαίνει προσαρμοστικότητα απέναντι στη δομική τους υποτίμηση είτε προσαρμοστικότητα απέναντι στη συστημική βία που αναλαμβάνει να 140 Πόλεις άγριες, πόλεις ανθεκτικές καταστείλει τις αντιδράσεις που αυτή η υποτίμηση γεννάει, για να «επουλώσει» τελικά τα όποια αφηρημένα «τραύματα» του αστικού συστήματος. Όπως επισημαίνουν σωστά οι Sörensen και Söderbaum, «το να παράγεις ανθεκτικά υποκείμενα προϋποθέτει έναν καταστροφικό κόσμο· έναν κόσμο συνεχούς έκθεσης στη συμφορά και την καταστροφή» (Sörensen 2012: 14). Όταν ο στρατιωτικός κλάδος αναλαμβάνει, λοιπόν, να καταστήσει τα σύγχρονα αστικά συστήματα ανθεκτικότερα, αναλαμβάνει επί της ουσίας να εξασφαλίσει τις συνθήκες μιας απρόσκοπτης πρόκλησης πραγματικών κοινωνικών τραυμάτων. Αναλαμβάνει, με άλλα λόγια, να παράσχει πλήρη κάλυψη στην όξυνση των αποκλεισμών και να αποκαταστήσει το συντομότερο τις ροές της εκμετάλλευσης, παράγοντας ανθεκτικές υποκειμενικότητες. Έτσι, οι κοινωνικές ασυμμετρίες, φυσικοποιημένες και απο-ιστορικοποιημένες, μετατρέπονται σε πολεμικές ασυμμετρίες. Και τότε, είναι δουλειά των θεωρητικών του ασύμμετρου πολέμου να φανταστούν, να σχεδιάσουν και να κτίσουν τις ανθεκτικές πόλεις.13 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Ο Davis κάνει λόγο συγκεκριμένα για informal economy (άτυπη οικονομία) και informal sector (άτυπος τομέας) (Davis 2004a: 23-27). 2. Βλ. για παράδειγμα τις απροσδιόριστες υβριδικές περιπτώσεις που περιγράφονται μέσα από τους όρους patchwork governance και diurnal governance που ο Norton χρησιμοποιεί (Norton 2003: 101). 3. Ως προς αυτό, είναι ενδεικτικό το γεγονός πως το αμερικανικό εγχειρίδιο πεδίου για αστικές επιχειρήσεις δεν εστιάζει τόσο στην έννοια του Εχθρού όσο σε εκείνη της Απειλής, καταδεικνύοντας πως η διχοτομία Φίλος/Εχθρός δεν επαρκεί, πλέον, τόσο για την κατανόηση του πολύπλοκου αστικού και κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο διεξάγονται οι χερσαίες επιχειρήσεις, όσο και για τον ίδιο τους το σχεδιασμό (US Army Field Manual 3-06 2006: viii). 4. Ενδεικτικά, ο Stephen Graham τονίζει πως ο αμερικανικός στρατός μελέτησε, για παράδειγμα, σχολαστικά την εισβολή του Ισραηλινού στρατού στην Jenin τον Απρίλιο του 2002, αντλώντας χρήσιμα συμπεράσματα και συμβουλές τακτικής για τη διαχείριση των πυκνοδομημένων και λαβυρινθωδών Ισλαμικών πόλεων, που θα αποτελούσαν το βασικό στόχο του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας» (Graham 2004: 211). 5. Στη σκιά αυτής της παρατήρησης δεν προκαλεί καμία απορία το γεγονός πως τόσο Urban Conflicts 141 το αμερικανικό εγχειρίδιο πεδίου για αστικές επιχειρήσεις FM 3-06 όσο και εκείνο για επιχειρήσεις αντιεξέγερσης FM 3-24 εκδόθηκαν μέσα στην ίδια χρονιά, με απόσταση μόλις ενάμιση μήνα μεταξύ τους. Η έκδοσή τους οφείλει να ιδωθεί μέσα στο περιβάλλον που διαμόρφωναν εκείνη την εποχή οι αντιεξεγερτικές εκστρατείες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν· με την πρώτη περίπτωση μάλιστα να εξελίσσεται κατά κύριο λόγο σε αστικό περιβάλλον (Petraeus 2013). Επιπλέον, στο αναθεωρημένο FM 3-24, που εκδόθηκε το Μάιο του 2014, φιλοξενείται μια ειδική προσθήκη περί παγκόσμιας αστικοποίησης και δημογραφικής εξάπλωσης, ως εισαγωγική μάλιστα για την κατανόηση του σύγχρονου επιχειρησιακού περιβάλλοντος (US Army Field Manual 3-24 2014: 2-2). 6. Βλ. σχετικά Sennett 1994: 255-270, αναφορικά με τις οργανικές εμπνεύσεις των σχεδιαστών της πόλης του Διαφωτισμού, και Foucault 2007: 17, σχετικά με τη σημασία της κυκλοφορίας για τον αστικό σχεδιασμό του 18ου αιώνα και την υπαγωγή της στον κλάδο της βιολογίας. 7. Ας μην ξεχνάμε σε αυτό το σημείο πως ο Kilcullen είχε επιχειρήσει να περιγράψει και το ίδιο το φαινόμενο των εξεγέρσεων με όρους οικοσυστημάτων και βιολογικών οργανισμών· και να το εξαρτήσει, συγκεκριμένα, από το περιβάλλον μέσα στο οποίο εμφανίζεται και αναπτύσσεται (Kilcullen 2010: 196-198) 8. Η φυσικοποίηση των κοινωνικών διαχωρισμών επιβεβαιώνεται και από το γεγονός πως η κοινωνική (αντι)βία που προκαλούν συγκαταλέγεται σε μια μακρά λίστα καταστροφικών αστικών συμβάντων που συντάσσει ο κλάδος της δημόσιας ασφάλειας, ένα μεγάλο μέρος των οποίων αφορά φυσικές καταστροφές. Τα κύματα βίας που μπορεί να απορρυθμίσουν τα αστικά συστήματα, μαρτυρώντας την ευθραυστότητά τους, ξεσπούν λοιπόν όπως ξεσπά μια πυρκαγιά, μία πλημμύρα ή ένας σεισμός. 9. Ευχαριστώ την Πέννυ Κουτρολίκου για την υπόδειξη της συγκεκριμένης πηγής και για τα γενικότερα σχόλιά της πάνω σε μια πρώτη μορφή αυτού του κειμένου. 10. Ευχαριστώ τον Αλέξανδρο Πετειναρέλη για την υπόδειξη της συγκεκριμένης πηγής. 11. Είναι ενδεικτικό το γεγονός πως, αναφορικά με τις πολιτικές αντιμετώπισης κρίσεων στην αφρικανική ήπειρο, ο αμερικανικός στρατός χρησιμοποιεί, ήδη από τα μέσα του 2013, την έννοια New Normal. Μια έννοια που του προσφέρει την ευκαιρία να τροποποιήσει τους όρους εμπλοκής του, αυξάνοντας τη δυνατότητα τού να επεμβαίνει στρατιωτικά για να προστατεύσει τα αμερικανικά συμφέροντά, όπου αυτά κρίνεται πως απειλούνται (Reeve 2014: 4,13). 142 Πόλεις άγριες, πόλεις ανθεκτικές 12. Ο Neocleous γράφει πως «η ανθεκτικότητα είναι εξ’ ορισμού ενάντια στην αντίσταση» (Neocleous 2013: 7). 13. Βλ. για παράδειγμα τη δουλειά της ιδιωτικής εταιρείας Caerus Assosiates που διευθύνει ο Kilcullen (Hughes) 2. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Chief of Staff of the Army, Strategic Studies Group, 2014. «Megacities and the United States Army – Preparing for a Complex and Uncertain Future», Διαθέσιμο στο http://usarmy.vo.llnwd.net/e2/c/downloads/351235.pdf. [Προσπελάστηκε 20 Σεπτεμβρίου 2014] Davis M., 2004a. «Planet of Slums – Urban Involution and the Informal Proletariat», New Left Review 26, σ. 5-34. Davis M., 2004b. Πόλεμος στις πόλεις: Είναι το Ιράκ πρόβα για τους αμερικάνους καραβανάδες;, Στο: Αδειάζοντας υπνοδωμάτια με οπλοπολυβόλα – Συλλογή σχεδίων για τη μετατροπή των πόλεων σε πεδία στρατιωτικής δράσης, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα, σ. 42-44. Foucault M., 2007. Security, Territory, Population – Lectures at the Collège de France, 1977-78, Palgrave Macmillan, New York. Graham S., 2004. Constructing Urbicide by Bulldozer in the Occupied Territories, In: Stephen Graham (ed.), Cities, War and Terrorism – Towards an urban geopolitics, Blackwell, Oxford, σ. 192-213. Graham S., 2010. Cities Under Siege – The New Military Urbanism, Verso, London & New York. Hirst P., 2005. Space and Power – Politics, war and architecture, Polity Press, Cambridge & Malden. Hughes A., «Building Safer Cities», Διαθέσιμο στο http://caerusassociates.com/ ideas/building-safer-cities/. [Προσπελάστηκε 20 Σεπτεμβρίου 2014] Kilcullen D., 2010. Counterinsurgency, Oxford University Press, Oxford & New York. Kilcullen D., 2013. Out of the Mountains – The Coming Age of the Urban Guerrilla, Oxford University Press, Oxford & New York. Neocleous M., 2013. «Resisting Resilience», Radical Philosophy 178, σ. 2-7. Urban Conflicts 143 Norton R., 2003. «Feral Cities», Naval War College Review, 56 (4), σ. 97-106. Peters R., 1996. «Our Soldiers, their Cities», Parameters, 26 (1), σ. 4-12. Petraeus D. H., 2013. «Reflections on the “Counterinsurgency Decade”: Small Wars Journal Interview with General David H. Petraeus», Διαθέσιμο στο http://smallwarsjournal.com/jrnl/art/reflections-on-the-counterinsurgencydecade-small-wars-journal-interview-with-general-david. [Προσπελάστηκε 20 Σεπτεμβρίου 2014] Reid J., 2012. «The Disastrous Politically Debased Subject of Resilience», Development Dialogue 58, σ. 67-79. Reeve R., Pelter Z., 2014. «From New Frontier to New Normal: Counter-terrorism operations in the Sahel-Sahara», Διαθέσιμο στο http://remotecontrolproject. org/wp-content/uploads/2014/08/Sahel-Sahara-report.pdf. [Προσπελάστηκε 20 Σεπτεμβρίου 2014] Rosenau W. G., 1997. «“Every Room Is a New Battle”: The Lessons of Modern Urban Warfare», Studies in Conflict & Terrorism 20, σ. 371-394. Σαρηγιάννης Γ., 2008. «Παραγκουπόλεις, ένα τυπικό καπιταλιστικό φαινόμενο», Διαθέσιμο στο http://historiasmarginales.wordpress.com/2009/03/05/ paragoupolis/. [Προσπελάστηκε 20 Σεπτεμβρίου 2014] Sennett R., 1994. Flesh and Stone – The Body and the City in Western Civilization, Faber and Faber, London. Slater T., 2014. «The Resilience of Neoliberal Urbanism», Διαθέσιμο στο http:// www.opendemocracy.net/ opensecurity /tom-slater/resilience-of-neoliberalurbanism. [Προσπελάστηκε 20 Σεπτεμβρίου 2014] Sörensen S. J., Söderbaum F., 2012. «Introduction – The End of the DevelopmentSecurity Nexus?», Development Dialogue 58, σ. 7-19. Taw J. M., Hoffman B., 1991. «The Urbanization of Insurgency - The Potential Challenge to U.S. Army Operations», Διαθέσιμο στο http://www.rand.org/ content/dam/rand/pubs/monograph_reports/2005/MR398.pdf. [Προσπελάστηκε 20 Σεπτεμβρίου 2014] US Army Field Manual 3-06: Urban Operations, 2006. Headquarters Department of The Army, Washington DC. US Army Field Manual 3-24: Insurgencies and Countering Insurgencies, 2014. Headquarters Department of The Army, Washington DC. 144 145 Urban Conflicts Ιι. Σώμα, φύλο και σεξουαλικότητα στον αστικό χώρο 146 Urban Conflicts 147 Σώμα, φύλο και σεξουαλικότητα στον αστικό χώρο Στην ενότητα αυτή ανοίγει η συζήτηση για το χώρο και τις έμφυλες διαστάσεις της καθημερινής ζωής και της τρέχουσας κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκουμε να προσθέσουμε σημαντικές οπτικές για την ερμηνεία της σημερινής κατάστασης, εμπλουτίζοντας την ίδια στιγμή τις προσεγγίσεις για την κρίση, το χώρο, τις σχέσεις εξουσίας, αντίστασης και χειραφέτησης που αναλύονται διεξοδικά στις άλλες θεματικές του τόμου. Παρά την ενδυνάμωση των κινημάτων για τα ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας τα τελευταία χρόνια, και την εισαγωγή τέτοιων θεματικών σε ένα ευρύ πεδίο της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης, η συζήτηση παραμένει ακόμη όχι μόνο ελλιπής αλλά και συχνά υποτιμημένη. Θεωρούμε πως μέσα από αυτή τη θεματική αναδύονται προσεγγίσεις και θέσεις που όχι μόνο είναι εξαιρετικά επίκαιρες αλλά και ιδιαίτερα χρήσιμες για την κατανόηση και το ξεπέρασμα της τωρινής συνθήκης. Βρίσκουμε χρήσιμο να σημειωθεί και σε αυτή την ενότητα o τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την έννοια «χώρος». Ως μια σύνθεση δηλαδή του «βιωμένου», του «νοητού» και του «αντιληπτού» όπως μας εξηγεί ο Lefebvre, ως ο «σχεσιακός χώρος» όπως μας δίνει να καταλάβουμε ο Harvey, ως το αποτέλεσμα πράξεων και υποκειμένων στο φυσικό χώρο. Υπό αυτό το πρίσμα, τα υποκείμενα και οι πράξεις τους κατέχουν σημαίνοντα ρόλο στην έννοια «χώρος» και μάλιστα γίνεται αντιληπτό πως ο χώρος εκτείνεται ως και το σώμα των εν λόγω υποκειμένων. Στο σημείο αυτό, ξεκινά και η κατάδυσή μας στις συναντήσεις και συγκρούσεις των υποκειμένων, των σωμάτων, των φύλων που νοηματοδοτούν και διαμορφώνουν χώρους πολλούς και διαφορετικούς στις σύγχρονες πόλεις. Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν τα κινήματα αντίστασης και αμφισβήτησης ταρακουνούσαν τον δυτικό κόσμο, αναδύθηκαν κρίσιμες προβλημα- 148 Σώμα, φύλο και σεξουαλικότητα στον αστικό χώρο τικές σχετικά με το σώμα, το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Μέσα στο λεγόμενο ‘’δεύτερο κύμα’’ του φεμινισμού, και με ιδιαίτερα κομβική τη συμβολή των μαύρων φεμινιστριών, προέκυψε μια ριζοσπαστική νέα θεώρηση που έθετε στο επίκεντρο τις διαφορετικές ταυτότητες των υποκειμένων με σκοπό τον εντοπισμό και τη ρήξη των πολλαπλών συστημάτων καταπίεσης και των σχέσεων εξουσίας που τα διαμορφώνουν. Η διαθεματικότητα (Intersectionality) όπως εννοιολογήθηκε από τις Angela Davis, bell hooks, Patricia Hill Colins, Kimberle Crenshaw εκκινούσε από τις εμπειρίες τους ως έμφυλα, φυλετικά και ταξικά υποκείμενα και διατύπωσε την αντίληψη πως οι ταυτότητες, οι κατηγορίες, οι διαδικασίες και τα συστήματα κυριαρχίας δεν λειτουργούν απομονωμένα το ένα από το άλλο. Παράλληλα, μέσα σε αυτές τις διαδικασίες ριζοσπαστικής θεώρησης, αναπτύχθηκε ένας πολιτικός λόγος που στόχευε την αμφισβήτηση της κυρίαρχης ετεροκανονικής σεξουαλικότητας. Αναδείχθηκε ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο εύρος, ο θεμελιώδης ρόλος της στη διαμόρφωση της πατριαρχικής καπιταλιστικής συνθήκης, αλλά και οι τρόποι με τους οποίους αυτή η σεξουαλικότητα δημιουργεί χώρους αποκλεισμού και συμπερίληψης στην πόλη. Συνολικά, οι χειραφετικές κινήσεις που αναπτύχθηκαν τις δύο αυτές δεκαετίες, αποτέλεσαν κομβικά σημεία στην εξέλιξη των τρόπων με τους οποίους κατανοούνται τα υποκείμενα και οι πρακτικές τους στον αστικό χώρο. Ταυτόχρονα έθεσαν τις βάσεις για την δημιουργία ριζοσπαστικών λόγων και πρακτικών ενάντια στις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των υποκειμένων. Οι σύγχρονες προσεγγίσεις τονίζουν τη σημασία μιας πολυδιάστατης επισκόπησης των σχέσεων επικοινωνίας εξουσίας, χειραφέτησης και αντίστασης που περιλαμβάνουν παραπάνω από ένα υποκείμενο, παραπάνω από μια ταυτότητα, παραπάνω από έναν χώρο. Χρειάζεται να παρατηρήσουμε πως οι θέσεις των κινημάτων αλλά και των θεωρητικών ρευμάτων που έχουν κατατεθεί τις τελευταίες δεκαετίες, δύσκολα περιχαρακώνονται και κατηγοριοποιούνται. Αυτό που μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε όμως, είναι πως τουλάχιστον από το δεύτερο κύμα του φεμινισμού και ύστερα αναδύθηκε ένας πολύ χρήσιμος και πλούσιος διάλογος γύρω από έννοιες όπως φύλο, σώμα, χώρος, πόλη και κρίση. Η φεμινιστική πολιτική θεωρία προσέφερε επιστημολογικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις που αντιμετωπίζουν κριτικά την ανάλυση και κατανόηση των σχέσεων γνώσης και Urban Conflicts 149 εξουσίας, εφιστούν την προσοχή στη θέση της ερευνήτριας και του ερευνητή (positionality/standpoint theory) και θέτουν ερωτήματα για την εγκυρότητα των κοινωνικών συμβάσεων και εξουσιαστικών δομών που οργανώνουν το χώρο της καθημερινής ζωής. Τα άρθρα που ακολουθούν αρθρώνονται γύρω από τα παραπάνω ζητήματα και επιχειρούν να φωτίσουν αθέατες πλευρές μέσα από το πρίσμα του χώρου. Το άρθρο της Βάσως Μακρυγιάννη επιχειρεί να αναδείξει μια ακόμη διάσταση του χώρου και της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών, την έμφυλη. Μέσα από την μελέτη παραδειγμάτων σε πόλεις της ελληνικής επικράτειας αναδεικνύεται η «κοινοτοπία του σεξισμού» και σηματοδοτείται η πόλη ως πεδίο έμφυλης αντιπαράθεσης. Εξετάζοντας τις συγκρούσεις στο χώρο με έναυσμα το φύλο και τη σεξουαλικότητα επισημαίνεται πως οι χώροι του εθνικισμού, του φασισμού και του σεξισμού ως γνήσια τέκνα της καπιταλιστικής συνθήκης, επικαλύπτονται κι αυτό είναι πια παραπάνω από ορατό στο δημόσιο χώρο της σύγχρονης πόλης. Στη συνέχεια, το άρθρο της Φωτεινής Μάμαλη αναδεικνύει τις κοινωνικές εντάσεις, συγκρούσεις και νέες σχέσεις που αναδύονται σε έναν δημόσιο χώρο, που παράγεται στο κοινωνικό, πολιτισμικό και οικονομιικό περιθώριο. Παράλληλα μας θυμίζει πως το ζήτημα του φύλου δεν μπορεί να ταυτίζεται με τη γυναικεία ταυτότητα. Διερευνά έτσι την πολιτική σημασία της έννοιας ‘’queer χώρος’’, ως έναν όρο που μπορει να περιγράψει την δυναμική ρευστότητα και εφήμερη κατάσταση υποκειμένων, δράσεων και τόπων απέναντι στην ταξινόμηση σταθερών ταυτοτήτων και την ενσωμάτωση πρακτικών και επιθυμιών εντός του κανονιστικού πλαισίου της καθημερινής ζωής. Το τρίτο άρθρο της Χαράς Τσαντίλη μας φέρνει αντιμέτωπες με ερωτήματα κρίσιμα σχετικά με την έννοια του δημοσίου χώρου, την ιδιότητα της πολίτιδας, τη διαπλοκή των συστημάτων εξουσίας στα σώματα των γυναικών. Εννοιολογώντας της σχέσεις εξουσίας ως πολλαπλές ,αξεδιάλυτες, δυναμικές, από κοινού παραγόμενες και δρώσες, έστω και αν δεν είναι πάντα ορατές, επιχειρείται μια κατάδυση στο χώρο όπου η εξουσία (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική) υπαγορεύει συμπεριφορές, επιχειρώντας να κανονικοποιήσει τα υποκείμενα αλλά και εκεί που τα υποκείμενα συχνά αρνούνται να πειθαρχήσουν παρανομώντας εκ νέου.» 150 Σώμα, φύλο και σεξουαλικότητα στον αστικό χώρο Και τα τρία κείμενα επιχειρούν μια επισκόπηση στην σχέση του χώρου της πόλης με το σώμα, το φύλο και την σεξουαλικότητα. Όπως θα δούμε, οι έμφυλες συγκρούσεις είναι διαρκείς στο χώρο, παρότι σπάνια αναφέρονται σε ακαδημαϊκά κείμενα και στον δημόσιο πολιτικό λόγο. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια αορατότητα την οποία και τα τρία κείμενα επιχειρούν να σπάσουν μέσα από παραδείγματα που αφορούν τον πιο «ορατό» χώρο της πόλης, τον δημόσιο. Ταυτόχρονα στρέφουν την προσοχή σε σχέσεις εξουσίας, αντίστασης και χειραφέτησης και επιχειρούν να διαπραγματευτούν έννοιες όπως αυτές του φύλου και της σεξουαλικότητας μέσα από τις χωρικές αποτυπώσεις τους αναδεικνύοντας έτσι μια ακόμη πτυχή του, συχνά συγκρουσιακή και εν δυνάμει χειραφετική. Urban Conflicts 151 10 Εμφύλ(ι)ες συγκρούσεις σε κρίσιμους χώρους: η κοινοτοπία του σεξισμού στους δημόσιους χώρους της Aθήνας Βάσω Μακρυγιάννη Υποψήφια Διδάκτορας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΑΠΘ makrygianniv@arch.auth.gr 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Την ίδια στιγμή που η πόλη φωτίζεται ως ο χώρος των αντιστάσεων, των εξεγέρσεων και των αγώνων για ελευθερία και χειραφέτηση (Harvey 2012, Merrifield 2014), πλήθος έμφυλων, φυλετικών, εθνοτικών και ταξικών συγκρούσεων γεννά και αναπαράγει αποκλεισμούς και σχέσεις επιβολής και εξουσίας. Η σύγχρονη Αθήνα λοιδορείται και παράλληλα υμνείται ως μια εμπόλεμη ζώνη, ως ο χώρος των συγκρούσεων, των εξεγέρσεων, των αγώνων, αλλά και της παρακμής και του φόβου (Harvey 2012, Κουτρολίκου 2015, Brekke et al. 2014). Ο αστικός χώρος δεν προκύπτει μονομερώς από την αλλαγή μιας οικονομικής συνθήκης αλλά από τις συναντήσεις και συγκρούσεις πλήθους υποκειμένων με διαφορετικά έμφυλα, φυλετικά εθνικά, εθνοτικά ή ταξικά χαρακτηριστικά (Athanasiou 2014, Carastathis 2015,Vaiou 2014). Στον αστικό χώρο της ελληνικής επικράτειας, κατά την τρέχουσα κοινωνική και οικονομική κρίση, είναι χαραγμένα τα σημάδια ρατσιστικών, σεξιστικών και ομοφοβικών επιθέσεων. Αναδεικνύεται έτσι μια ακόμη διάσταση της κρίσης που αφορά τις έμφυλες συγκρούσεις και μάλιστα στους πιο ορατούς χώρους της πόλης, τους δημόσιους. Η συνθήκη της κρίσης 152 Εμφύλ(ι)ες συγκρούσεις σε κρίσιμους χώρους είχε ως αποτέλεσμα την όξυνση των συγκρούσεων, φέρνοντας στην επιφάνεια καλά κρυμμένες σχέσεις εξουσίας (που προϋπήρχαν της κρίσης), γέννημα των πιο καθημερινών ανθρώπων, των πιο ευυπόληπτων και «κανονικών» πολιτών. Καθώς η μελέτη και έρευνα των σπουδών για το φύλο και τη σεξουαλικότητα σε σχέση με το χώρο έχουν συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, το άρθρο επιχειρεί να συμβάλλει στη συζήτηση αναδεικνύοντας τον έμφυλο χαρακτήρα της τρέχουσας κρίσης. Το άρθρο αναφέρεται σε έμφυλες συγκρούσεις στους δημόσιους χώρους της «ελληνικής» πόλης με στόχο όχι μόνο να επισημάνει μια ακόμη διάσταση του αστικού χώρου αλλά και να αποτελέσει μέσο αμφισβήτησης, αποσταθεροποίησης και επαναπροσδιορισμού της στατικής έννοιας του δημόσιου χώρου της κανονικότητας. Όπως επισημαίνουν αρκετές μελετήτριες (Athanasiou 2014, Carastathis 2015, Vaiou 2014), ο χώρος της κρίσης είναι ταυτόχρονα ο χώρος του ρατσισμού, του σεξισμού και του αποκλεισμού όσων αποκλίνουν από την κανονικότητα που επιβάλει η κυριαρχία. Αρχικά παρουσιάζονται τα αναλυτικά εργαλεία προσέγγισης που συνεισφέρουν στην κατανόηση του αστικού χώρου. Με βάση αυτά, αναπτύσσεται η έννοια του δημόσιου χώρου ως πεδίο συνάντησης, αντιπαράθεσης και σύγκρουσης των υποκειμένων μέσα από έμφυλες, φυλετικές, ταξικές και εθνοτικές σχέσεις. Στη συνέχεια εξετάζονται διαφορετικά παραδείγματα πρόσφατων συγκρούσεων σε δημόσιους χώρους της ελληνικής επικράτειας και αναλύονται τα χωρικά τους χαρακτηριστικά. Τέλος, αντλώντας από τη σκέψη της Άρεντ, όπως αυτή παρουσιάζεται στην «Κοινοτοπία του κακού», αλλά και από τους Schmit και Agamben, γίνεται ορατό πως η επανάληψη τέτοιων χωρικών πράξεων στην καθημερινή ζωή δεν αποτελεί αυτοτελές σύμπτωμα μιας συνθήκης εξαίρεσης αλλά κανόνα και μάλιστα συστατικό στοιχείο της συνθήκης του καπιταλισμού, δημιουργώντας έτσι μια κοινοτοπία του σεξισμού στον αστικό χώρο της καθημερινής ζωής. 2.ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΟ, ΤΟ ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΤΗ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ 2.1 ΧΩΡΟΣ ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Στη δουλειά αρκετών μελετητριών και μελετητών όπως του Harvey, του Lefebvre, της Massey ή του Soja, ο αστικός χώρος θεωρείται παράγωγο των καθημερινών σχέσεων, μεταβαλλόμενος και εν δυνάμει φορέας ανατροπών. Συνι- Urban Conflicts 153 στά το πεδίο συνάντησης των υποκειμένων, φέρνει στην επιφάνεια υλικότητες και γίνεται αναλυτικός φακός για την επισκόπηση σχέσεων εξουσίας και χειραφέτησης. Ο Lefebvre επισημαίνει πως ο χώρος δεν είναι ένα «κενό δοχείο», αλλά καθορίζεται από τις κοινωνικές σχέσεις και τις ανθρώπινες πράξεις, είναι αποτέλεσμα μιας ακολουθίας και ενός συνόλου ενεργειών και δεν μπορεί να υποβαθμιστεί στη θέση ενός απλού αντικειμένου» (Lefebvre [1974]1991) Προχωρώντας πέρα από τον οικονομισμό της Β’Διεθνούς, στα χνάρια του Γκράμσι, προσέγγισε το κοινωνικό ζήτημα μέσα από τη μελέτη του χώρου της καθημερινής ζωής. Επηρεασμένος από τη μαρξιστική σκέψη ανέπτυξε μια τριμερή διαλεκτική για τη θεώρηση του χώρου περιγράφοντας τον ως νοητό, αντιληπτό και βιωμένο (conceivedperceived- lived) (Lefebvre [1974]1991). Πρότεινε έτσι το χώρο ως παράγωγο των κοινωνικών σχέσεων, της αντίληψης της φαντασίας και του βιώματος. Στην κατεύθυνση αυτή η γεωγράφος Massey επεσήμανε τη σπουδαιότητα της φαντασίας και του ανοίγματος των κλειστών συστημάτων σημειώνοντας πως «Ο κόσμος τον οποίον αντικρίζουμε απαιτεί από εμάς μια νέα γεωγραφική φαντασία» (Massey 2005:38). Παρατηρεί πως «Η επινόηση του χώρου ως ενός στατικού κομματιού μέσα στο χρόνο, ως αναπαράστασης, ως ενός κλειστού συστήματος αποτελούν όλα τρόπους υποταγής του» (Massey 2005:105) και εντοπίζει το έδαφος των χειραφετικών κινήσεων στο άνοιγμα του μέλλοντος επιμένοντας στο χώρο ως ένα διαρκές γίγνεσθαι και όχι ως ένα κλειστό σύστημα. Ακόμη, αναδεικνύει τη σημασία της διαρκούς εναλλαγής των κλιμάκων (η αλλαγή κλίμακας δεν σημαίνει μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική αλλαγή) ώστε να οδηγηθούμε στην καλύτερη κατανόηση των μορφών καταπίεσης και των χώρων που δημιουργούνται από αυτές. Όπως σημειώνει η Βαΐου: «η επιλογή της κλίμακας (..) αποκαλύπτει περιοχές γνώσης που αλλιώς θα παρέμεναν στο σκοτάδι, όπως υποστήριζαν δυνατά φεμινίστριες για πολλά χρόνια. H αλλαγή της εστίασης (όπως στη φωτογραφία) δεν σημαίνει ενίσχυση ή μείωση του υποκειμένου καθεαυτού αλλά μια αλλαγή θέασης γι αυτό.» (Vaiou 2014:86). Η εναλλαγή της κλίμακας βοηθά στην κατανόηση της σχέσης χώρου, φύλου και σεξουαλικότητας. Ο χώρος εδώ εκτείνεται από το σώμα (όταν για παράδειγμα το γυναικείο σώμα γίνεται δημόσια κτήση και η απόφαση για έκτρωση βρίσκεται στα χέρια της νομοθετικής και θρησκευτικής εξουσίας), το σπίτι, την πλατεία, το χώρο εργασίας, ως τις συνοριακές ζώνες και τους δρόμους μεταξύ εθνών κρατών όπου εκατομμύρια βρίσκονται διωκόμενες και διωκόμενοι 154 Εμφύλ(ι)ες συγκρούσεις σε κρίσιμους χώρους εξαιτίας έμφυλων συστημάτων καταπίεσης. Με δεδομένη, εδώ, την σπουδαιότητα των κοινωνικών σχέσεων στην παραγωγή του χώρου, οι διαθεματικές προσεγγίσεις έρχονται να φωτίσουν την πολυπλοκότητα των σχέσεων εξουσίας και τα διαφορετικά συστήματα καταπίεσης που γεννούν φαινόμενα όπως η κρίση. Η συζήτηση για την σημερινή κρίση έχει πυροδοτήσει αναλύσεις γύρω από τις κινήσεις της αγοράς και τις οικονομικές πολιτικές των εθνών-κρατών. Πρόκειται όμως για μια οικονομική συνθήκη που επιφέρει μόνο ταξικές διαφοροποιήσεις ή μήπως οι σχέσεις εξουσίας είναι τελικά πιο βαθιές και σύνθετες; Η διαθεματικότητα προήλθε από τα φεμινιστικά κινήματα των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70 και αναπτύχθηκε ως έννοια για να εξηγήσει τη εμπειρία της καταπίεσης των μαύρων γυναικών (Combahee River Collective 1977, hooks 1981, Davis 1983). Οι μαύρες φεμινίστριες επεσήμαναν πως η γυναικεία καταπίεση δεν προέκυπτε μόνο με βάση τις έμφυλες σχέσεις αλλά και με βάση τις φυλετικές διακρίσεις. Στη συνέχεια, η διαθεματικότητα συνέβαλλε καθοριστικά σε μετα-αποικιακές και μετα-στρουκτουραλιστικές προσεγγίσεις που στόχευαν να διαταράξουν ομοιογενείς κατηγορίες όπως αυτή της «γυναίκας». Στόχο έχει να εξερευνήσει τις διαπλοκές, τις αλληλοτομίες, τις διαθλάσεις και τις διασταυρώσεις μεταξύ των πολλαπλών συστημάτων εξουσίας αλλά και την αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφορετικών αναλυτικών κατηγοριών όπως αυτές της φυλής, του έθνους, του φύλου, της σεξουαλικότητας της τάξης ή της κουλτούρας. (Crenshaw 1991, Collins 1990,Yuval-Davis 2006). Αρκετές μελετήτριες τόνισαν πως οι αναλυτικές κατηγορίες και τα συστήματα καταπίεσης πρέπει να γίνονται αμοιβαία κατανοητά ώστε να αποφευχθούν ουσιοκρατικές θεωρήσεις. (McCall 2005, Davis 2008,YuvalDavis 2006;). Όπως εξηγεί η Yuval-Davis «έχουμε απορρίψει την πατριαρχία ως διακριτό κοινωνικό σύστημα, αυτόνομο και ανεξάρτητο από τους άλλους τύπους κοινωνικών συστημάτων όπως τον καπιταλισμό ή τον ρατσισμό (…) δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν ούτε προσθετικά ούτε αφαιρετικά και δεν μπορεί να δοθεί προτεραιότητα σε καμία από αυτές τις έννοιες.» (Yuval-Davis 2013:30 [1997]) Κι ενώ η διαθεματική προσέγγιση δημιούργησε ένα ευρύ πεδίο σκέψης στην φεμινιστική θεωρία, μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να απασχολεί τις επιστήμες του χώρου (McDowell 1993, 2008, Valentine 2007), παρά τις ενδιαφέρουσες χωρικές συνεκδοχές που υποδηλώνει. Όπως επισημαίνει η Valentine (2007), καθώς η διαθεματικότητα εξηγεί θαυμάσια τη βιωμένη εμπειρία, μπο- Urban Conflicts 155 ρεί να συμβάλλει στην ανάλυση της παραγωγής του χώρου και της εξουσίας ενώ προσφέρει ένα σημαντικό εργαλείο για την κατανόηση των ενδόμυχων σχέσεων μεταξύ της παραγωγής του χώρου και της παραγωγής εξουσίας. Συνοψίζοντας, για τη μελέτη του αστικού χώρου προτείνονται εδώ οι εξής παραδοχές: α) προκύπτει από τις κοινωνικές σχέσεις και τον τρόπο επικοινωνίας των υποκειμένων, β) η επισκόπηση διαφορετικών κλιμάκων είναι κρίσιμη για να τον κατανοήσουμε, να τον φανταστούμε και να τον αλλάξουμε, γ) είναι εν τη γενέσει του διαθεματικός καθώς προκύπτει από την καθημερινή ζωή πλήθους υποκειμένων κι συνεπώς από τις αντιφάσεις και την ταυτόχρονη συνύπαρξη σχέσεων εξουσίας, καταπίεσης και χειραφέτησης. 2.2 ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΦΥΛΟ Οι παραπάνω τρόποι προσέγγισης συμβάλλουν στην κατανόηση του δημόσιου χώρου, βοηθούν στην επαναδιαπραγμάτευση παγιωμένων αντιλήψεων για τον ρόλο και τη «φύση» του ενώ φωτίζουν τη σχέση του με τα φύλα και τη σεξουαλικότητα. Κατά τον Κωτσάκη, «ο δημόσιος αστικός χώρος είναι ο χώρος όπου οι κοινωνικές σχέσεις αναπαράγονται κατά δύο τρόπους. Πρώτον μέσω της νομοθετικής, εκτελεστικής και πολιτικής εξουσίας. Δεύτερον μέσω της δημόσιας επικοινωνίας (…) [ο δημόσιος] είναι ο χώρος σύνθεσης της πολιτικής εξουσίας και της δημόσιας επικοινωνίας στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων» (Κωτσάκης 2012: 173). Υποστηρίζει πως ο κοινωνικός χώρος αναδύεται από τον χώρο της ανθρώπινης επικοινωνίας και έτσι κάνει τη διάκριση μεταξύ προσωπικού και δημόσιου χώρου. Αποδεσμεύει δηλαδή την έννοια του χώρου από το καθεστώς ιδιοκτησίας (τον δημόσιο χώρο από το χώρο του κράτους και τον προσωπικό από τον ιδιωτικό) δίνοντας έμφαση στον τρόπο επικοινωνίας, στην παρουσία και στις σχέσεις των υποκειμένων. Στη συζήτηση για το δημόσιο χώρο, κρίσιμη είναι η συμβολή φεμινιστικών κριτικών απέναντι στον κυρίαρχο τρόπο προόσληψης της δημόσιας σφαίρας. Η Pateman επισημαίνει πως «η πολιτική ελευθερία βασίζεται στο πατριαρχικό δικαίωμα» (Pateman 1988:4) ενώ το γνωστό φεμινιστικό επιχείρημα «το προσωπικό είναι πολιτικό» επιχειρεί να σπάσει την διχοτομία δημόσιας-ιδιωτικής σφαίρας. Η διάκριση αυτή υπήρξε συχνά απόλυτη και άκαμπτη με τον δημόσιο 156 Εμφύλ(ι)ες συγκρούσεις σε κρίσιμους χώρους χώρο να αποτελεί τη σφαίρα του ορθού λόγου και της εξουσίας στη νεωτερική σκέψη. Η Αθανασίου παρατηρεί πως έχουμε «από τη μια πλευρά μια δημόσια σφαίρα ανοιχτή σε όλους και βασισμένη στην αντικειμενική και αμερόληπτη επίτευξη του κοινού καλού και, από την άλλη, μιας ιδιωτικής σφαίρας βασισμένης στο φυσικό δίκαιο, την αγάπη και το ειδικό συμφέρον» (Αθανασίου 2006:44). Σε αυτή τη διχοτομία χωροθετήθηκε και το δίπολο άντρα-γυναίκας. Είναι πλέον κατανοητό πως η σκληρή διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου είναι αμφιλεγόμενη καθώς ο ένας χώρος βρίσκεται πάντα σε σχέση με τον άλλο. Ωστόσο, τέτοιοι διαχωρισμοί όχι μόνο δεν τελείωσαν οριστικά αλλά επαναλαμβάνονται συχνά στο λόγο και τις πρακτικές αρκετών «κανονικών» ανθρώπων. Για παράδειγμα, στη συζήτηση για το φύλο και τη σεξουαλικότητα παρατηρείται η μεταφορά της προβληματικής στον ιδιωτικό/προσωπικό χώρο καθώς αυτό που φαινομενικά ενοχλεί είναι η παρουσία μη ετεροκανονικών συμπεριφορών στο δημόσιο. Αρκετές φεμινίστριες μελετήτριες έχουν υποστηρίξει πως ο χώρος της πόλης έχει φύλο κατά τρόπο που τείνει είτε να αποκλείει τις γυναίκες από τον δημόσιο χώρο ή να τις συμπεριλαμβάνει σε οριοθετημένους ρόλους. (Jarvis et al.2009, Λαδά 2009). Η παρουσία σε δημόσιους χώρους δεν σημαίνει το ίδιο για γυναίκες και άνδρες. Για παράδειγμα, τα αγόρια είναι λιγότερο ελεγχόμενα από τα κορίτσια στη χωρική κινητικότητα τους καθώς το φύλο καθορίζει τους ρόλους και την πειθαρχία των σωμάτων. Ακόμη, η εμπειρία των γυναικών στο δημόσιο χώρο, δεδομένου ότι οι τα σώματά τους φιλτράρονται από το αρσενικό βλέμμα, μπορεί να είναι αρκετά διαφορετική. Κι αν αυτές οι παρατηρήσεις φαντάζουν αναχρονιστικά δευτεροκυματικες, υπάρχουν και άλλες δομές εξουσίας που καθορίζουν τη χωρική εμπειρία. Η σχέση μεταξύ φύλου και σεξουαλικότητας και η απόδοσή της στο χώρο γίνεται αντιληπτή όταν ο δημόσιος χώρος διαμορφώνεται ως χώρος ετεροκανονικότητας μέσα από την επανάληψη καθορισμένων πρακτικών (Butler [1990]2014, Bhattacharyya [2002]2008, Taylor et all. 2010). Ακόμη, φύλο και σεξουαλικότητα διαπλέκονται καθώς όπως εξηγεί η De Zárate η θέση λεσβιών στο δημόσιο χώρο δεν καθορίζεται μόνο από τη σεξουαλική τους ταυτότητα αλλά και από κανόνες και πρότυπα των φύλων (gender norms) (De Zárate 2014). Ο δημόσιος χώρος, ακολουθώντας μια διαθεματική προσέγγιση, κατασκευάζεται όχι μόνο με βάση την ετεροκανονονικότητα (heteronοrmativity) αλλά και Urban Conflicts 157 τη φυλή, το φύλο την ηλικία και πλήθος άλλων χαρακτηριστικών και σχέσεων που αποδίδονται στα υποκείμενα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση έθνους, φυλής, φύλου, σεξουαλικότητας και χώρου. Όπως προκύπτει, σεξισμός και ρατσισμός είναι αλληλοσυμπληρούμενα συστήματα κυριαρχίας ( Yuval Davis [1997]2013, Anthias 1991). Η Yuval Davis παρατηρεί πως «Οι γυναίκες είναι αυτές που αναπαράγουν πολιτισμικά, βιολογικά και συμβολικά ένα έθνος» ενώ «είναι συμβολικά οι φρουροί των συνόρων» (Yuval Davis [1997] 2013:19, 60). Αντίστοιχα κάθε άλλη σεξουαλική δραστηριότητα που δεν στοχεύει στην αναπαραγωγή του έθνους κρίνεται εχθρική, ντροπιαστική και προδοτική. Οι εθνικιστικές, σεξιστικές και ρατσιστικές ρητορικές αντιλαμβάνονται την γυναίκα και την ετεροκανονικότητα ως θεματοφύλακες του έθνους και της επικράτειάς του ενώ την ίδια στιγμή αποφαίνονται πως η ελληνική φυλή τα σύνορα και η εθνική κυριαρχία καταλύονται από τους «λαθρομετανάστες». 3. ΣΕΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΦΟΒΙΑ ΣΤΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ Χάρτης 1. επιθέσεις στην καρδιά της Αθήνας 158 Εμφύλ(ι)ες συγκρούσεις σε κρίσιμους χώρους 2007 ως σήμερα Διώκεται ιδιοκτήτης μεγάλης αλυσίδας καταστημάτων (αρτοποιεία) για μια απ΄τις μεγαλύτερες υποθέσεις ανθρώπινης εμπορίας και διακίνησης (τράφικινγκ) στην Ελλάδα. Η επιχείρηση του παρόλα αυτά ανθεί ως σήμερα και τα 19 καταστήματα βρίσκονται διάσπαρτα σε πολλά σημεία της Αττικής. Πλήθος παρεμβάσεων έξω από τα καταστήματα έχει πραγματοποιηθεί για να δημοσιοποιηθεί η υπόθεση. 2/11/2008 Γκάζι Τρεις άνδρες επιτέθηκαν και χτύπησαν άσχημα έναν έφηβο γκέι λίγα μέτρα από γνωστό γκέι κλάμπ στο Γκάζι. Τον άφησαν αιμόφυρτο στο πεζοδρόμιο ενώ η μουσική στα γύρω μαγαζιά συνεχίστηκε κανονικά. Ακολούθησαν παρεμβάσεις από αλληλέγγυες και αλληλέγγυους στην περιοχή. 27/12/2008 Πετράλωνα Επιστρέφοντας στο σπίτι της στα Πετράλωνα αργά το βράδυ η βουλγάρα εργάτρια Κonstadinka Κuneva δέχθηκε επίθεση με oξύ εξαιτίας της συνδικαλιστικής της δράσης. Κατάφερνε να επιζήσει και ένα μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης αναπτύχθηκε σε πολλά σημεία της χώρας. 2011-2012 Σε λύκειο της Αθήνας Μαθήτρια υπέστη διακρίσεις λόγω της ταυτότητας φύλου της, τρανσφοβικές παρενοχλήσεις και εκφοβισμό τόσο από μαθητές όσο και από διδάσκοντες σε λύκειο της Αθήνας. Η μοναδική καθηγήτρια που στάθηκε στο πλευρό της, πέρασε από ΕΔΕ και τέθηκε σε αργία. Οργανώθηκαν δράσεις αλληλεγγύης από το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ). 5/2012 Kέντρο Αθήνας Παραμονές των εθνικών εκλογών, το ελληνικό κράτος οργάνωσε μία επιχείρηση σύλληψης και διαπόμπευσης τοξικοεξαρτημένων γυναικών στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας. Οι γυναίκες, κάποιες από τις οποίες μετανάστριες, κατηγορήθηκαν ως οροθετικές που εν γνώσει τους εκδίδονταν. Ακολούθησε ένα δυνατό κίνημα αλληλεγγύης σε πολλά σημεία της χώρας. 11/10/2012 Κεραμεικός Περίπου 300 άτομα, μέλη της χρυσής αυγής και θρησκευτικών οργανώσεων συγκεντρώθηκαν έξω από θέατρο στον Κεραμεικό για να εμποδίσουν τη διεξαγωγή παράστασης. Τραυμάτισαν έναν ανταποκριτή ενώ άσκησαν ρατσιστική και ομοφοβική λεκτική βία στον σκηνοθέτη της παράσταση που έχει καταγωγή από την Αλβανία. 8/2013 Αθήνα και Θεσ/νικη Οργανώθηκε πογκρόμ με κρατική εντολή εναντίον τρανς ατόμων σε δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Οι τρανς οδηγήθηκαν παράνομα στο αστυνομικό τμήμα, με σκοπό σύμφωνα τον αρμόδιο υπουργό, τη «βελτίωση της εικόνας της περιοχής». 17/1/2014 Πλατεία Εξαρχείων Αργά τη νύχτα δύο τρανς γυναίκες δέχτηκαν λεκτική επίθεση και απειλές από άντρες. Το επόμενο απόγευμα, μια τρανς γυναίκα ξυλοκοπήθηκε και διασύρθηκε από ομάδα ατόμων στη στάση του μετρό «Πανεπιστήμιο», επειδή αντέδρασε στην τρανσοφοβική επίθεση που δέχτηκε. Ακολούθησαν συγκεντρώσεις αλληλεγγύης στην πλατεία Εξαρχείων. 23/8/2014 Πλατεία Βαρνάβα στο Παγκράτι Το βράδυ ομάδα 15 περίπου ακροδεξιών επιτέθηκε σε ζευγάρι ομοφυλοφίλων. Η επίθεση ξεκίνησε με ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, συνεχίστηκε με ρίψη χλωρίνης στους δύο άνδρες, και κατέληξε στον άγριο ξυλοδαρμό τους. Ακολούθησαν δράσεις αλληλεγγύης στην πλατεία. 29/9/2014 Σταθμός ηλεκτρικού στο Θησείο Το μεσημέρι, στο σταθμό του ηλεκτρικού στο Θησείο μια 17χρονη δέχθηκε βίαιη επίθεση από έναν 55χρονο. Βλέποντας την να αγκαλιάζεται με τη φίλη της απαίτησε να φύγουν από το χώρο του σταθμού και στη συνέχεια τη χτύπησε. Παρευρισκόμενοι τον σταμάτησαν. Urban Conflicts 159 Τα παραδείγματα που αναφέρονται εδώ είναι ενδεικτικά της καθημερινής συνθήκης σεξισμού και ομοφοβίας που κυριαρχεί στον αστικό χώρο. Τα περισσότερα έγιναν γνωστά χάρη στην άμεση αλληλεγγύη από άτομα, δομές και συλλογικότητες που εξέλαβαν όσοι και όσες δέχθηκαν επίθεση αλλά και στην πρωτοβουλία των αποδεκτών της βίας να δημοσιοποιήσουν τα περιστατικά. Είναι παραπάνω από βέβαιο πως πλήθος άλλων, τελεσμένων σε απόμερα στενά ή σε κλειστούς, μη ορατούς χώρους δεν δημοσιοποιούνται. Ενδεικτική είναι η κατακόρυφη αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας εντός των τειχών του σπιτιού αν και συχνά οι φωνές τα διαπερνούν. Στα παραδείγματα που επιλέχθηκαν να παρουσιαστούν, οι πρωταγωνιστές επιβολής σεξιστικής και ομοφοβικής βίας ήταν κατά κύριο λόγο λευκοί άντρες έλληνες πολίτες (τα γνωστά παλικάρια). Τα περισσότερα έγιναν στη θέα αρκετών περαστικών και συχνά υπό την ανοχή της αστυνομίας (όταν αυτή δεν ήταν ο φορέας της βίας). Όπως επισημαίνει η Άρεντ «είναι άλλο πράγμα να ξετρυπώνεις εγκληματίες και δολοφόνους από την κρυψώνα τους και άλλο να τους βρίσκεις να διαπρέπουν και να ακμάζουν στη δημόσια σφαίρα» ([1963] 2009: 22). Οι επιθέσεις έγιναν απέναντι σε μη κανονικές (για αυτούς) συμπεριφορές, όπως το δημόσιο φιλί ή η αγκαλιά μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Οι αποδέκτες της βίας από τη μεριά τους, με την παρουσία τους στο χώρο αλλά και την επιτέλεση χαρακτηριστικών του φύλου ή της σεξουαλικότητας τους όχι μόνο διεκδίκησαν το χώρο τους στην πόλη, αλλά επιχείρησαν να επέμβουν στα χαρακτηριστικά του, να αλλάξουν το φύλο του, να αποσταθεροποιήσουν τις αξίες του, να αμφισβητήσουν την εθνικότητά του, να αψηφήσουν δηλαδή τον νόμο και την κανονικότητα του δημόσιου χώρου. Είναι σημαντικό να επισημανθεί πως τα παραπάνω περιστατικά συνέβησαν σε κεντρικούς δημόσιους χώρους της πόλης, σε μεσοαστικές και όχι υποβαθμισμένες γειτονιές (πιθανότατα γι’ αυτό πήραν και την ανάλογη δημοσιότητα), ενώ μια επίθεση συνέβη στην καρδιά των Εξαρχείων μια γειτονιά γνωστή- κατά τα άλλα- για τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στις κινήσεις αντίστασης και χειραφέτησης. Το Γκάζι, το Παγκράτι, οι δρόμοι γύρω από την Ομόνοια, ο Κεραμεικός, η πλατεία Εξαρχείων είναι κεντρικές περιοχές με κατοίκους της πάλαι ποτέ μεσαίας τάξης ενώ αποτελούν βραδινό στέκι για αρκετές νέες και νέους. Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου οι περιοχές θεωρούνται υποβαθμισμένες όμως, ο δι- 160 Εμφύλ(ι)ες συγκρούσεις σε κρίσιμους χώρους ωγμός των τρανς έγινε ώστε να «βελτιωθεί η εικόνα της περιοχής».Ο τρόπος με τον οποίο τέτοιες πρακτικές νομιμοποιούνται στον αστικό χώρο είναι ενδεικτικός. Στην περίπτωση του επιχειρηματία κατηγορούμενου για τράφικινγκ, τα καταστήματά που χρησιμοποιούσε για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και απ’ όπου εκατοντάδες πελάτες παίρνουν ως σήμερα το πρωινό τους, είναι χωροθετημένα σε κεντρικά σημεία πολλών γειτονιών της πόλης. Παρότι η πόλη χαρακτηρίζεται από υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα και έντονη μίξη χρήσεων,- στοιχεία που προσδίδουν ζωντάνια στον αστικό χώρο ακόμη και κατά τις βραδινές ώρες- σεξιστικές και ομοφοβικές συμπεριφορές σημειώνονται ακόμη και στα πιο πολυσύχναστα μέρη. Όπως προκύπτει, στην Αθήνα, μια πόλη περίπου τριών εκατομμυρίων κατοίκων, το πέρασμα ή η παραμονή στο δημόσιο χώρο με χαρακτηριστικά άλλα από εκείνα του έλληνα λευκού μεσοαστού άντρα, δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε αυτονόητη ούτε ακίνδυνη. Ο χώρος της πόλης, καθώς προκύπτει από τα υποκείμενα, ορίζεται από το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την τάξη, την εθνότητα ή τη φυλή και γίνεται ακόμη μια φορά τόπος ανάδειξης του σεξισμού αλλά και διεκδίκησης της παρουσίας. Οι συναντήσεις και συγκρούσεις αποτελούν χωρικές πράξεις διεκδίκησης που δημιουργούν την εμπόλεμη ζώνη του δημόσιου χώρου. Το κορίτσι στο σταθμό του Θησείου, η τρανς στο μετρό «Πανεπιστήμιο» ή η τρανς μαθήτρια στο λύκειο της Αθήνας διακινδύνευσαν με την επίμονη παρουσία τους στους χώρους της καθημερινότητάς τους. Η αποπομπή από τον δημόσιο χώρο γίνεται είτε με την επίκλησης της διαφοράς του από τον ιδιωτικό («ας κάνει ότι θέλει ο καθένα στο κρεβάτι του, αλλά όχι σε κοινή θέα») ή με την επιθυμία ολοκληρωτικής εξόντωσης της διαφορετικότητας. Τα παιδιά στο Παγκράτι ως μυαρά στοιχεία «καθαρίστηκαν» με χλωρίνη και ύστερα ξυλοκοπήθηκαν. Στην περίπτωση της Kuneva η επίθεση παραλίγο να της στοιχήσει τη ζωή, ενώ στην περίπτωση των κατηγορούμενων ως οροθετικών μια κοπέλα αυτοκτόνησε πριν λίγο καιρό. Οι συγκρούσεις στο δημόσιο χώρο με αφορμή το φύλο και τη σεξουαλικότητα συνδέονται με την εμμονή για ηγεμονία στο χώρο αυτό. Η συμβολική σημασία του είναι κρίσιμη καθώς (νοούμενος ως η σφαίρα της εξουσίας) όποιος τον κατέχει, ελέγχει τεράστιο μέρος του συμβολικού χώρου και της φυσικής έκτασης της πόλης. Με την παρουσία όλων αυτών που αποκλίνουν της Urban Conflicts 161 κανονικότητας, ο δημόσιος χώρος (και κατ’ επέκταση το κράτος) μοιάζει να χάνει τον ανδρισμό του. Ακόμη και στην πλατεία Εξαρχείων όπου φαινομενικά αποπέμπονται από το χώρο εξουσιαστικές συμπεριφορές στην περίπτωση των τρανς διώχθηκε η διαφορετικότητα. Ο ηγεμονικός χαρακτήρας του κλονίζεται καθώς αμφισβητείται το φύλο του, δηλαδή το φύλο της εξουσίας. Ο κυρίαρχος στο δημόσιο χώρο οφείλει να ορίζει ποια χαρακτηριστικά αναγνωρίζονται ως νόμιμα και θεμιτά, ποιες σχέσεις και παρουσίες δικαιούνται να δημοσιοποιούνται, ποιές ανθρώπινες ζωές θεωρούνται άξιες θρήνου και μνημόνευσης (Butler [1990]2014). Και όταν ο κυρίαρχος ταυτίζεται με την καπιταλιστική συνθήκη τότε τα παραπάνω ορίζονται ανάλογα με την θεμιτή τάξη, τα θεμιτά φύλα, τη θεμιτή φυλή, και την θεμιτή εθνότητα. 4. Η ΚΟΙΝΟΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΣΕΞΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ Οι χωρικές συγκρούσεις με αφορμή το φύλο ή τη σεξουαλικότητα δεν προέκυψαν λόγω της τρέχουσας κρίσης αλλά ήταν ήδη εκεί όταν η κρίση τις ανέδειξε ως πυροκροτητής. Τα παραπάνω παραδείγματα αφορούν την επανάληψη και διατήρηση μιας κανονικότητας. Δεν συνέβησαν σε κάποιο απόμερο, σκοτεινό και καλά κρυμμένο στενό αλλά σε κεντρικές πλατείες και δρόμους υπό το βλέμμα δεκάδων άλλων. Οι επιθέσεις δεν αφορούν παραβατικές συμπεριφορές σεσημασμένων αλλά καθημερινές πρακτικές «φιλήσυχων» και «ευυπόληπτων» πολιτών εναρμονισμένες με την καπιταλιστική συνθήκη, και τις πρόσφατες πολιτικές λιτότητας. Η κρίση δεν λειτούργησε ως μια κατάσταση εξαίρεσης αλλά ως μια συνθήκη όξυνσης των κανόνων της καθημερινής ζωής στον καπιταλισμό. Στην προσπάθεια της να κατανοήσει τη θηριωδία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως ανταποκρίτρια στην δίκη του ναζιστή Άντολφ Άιχμαν στο Ισραήλ, η Άρεντ καταλήγει πως «για να διαπραχθούν τερατωδίες δεν χρειάζονται τέρατα» (Άρεντ [1963]2009). Διαπιστώνει πως ο Άιχμαν δεν ήταν παράφρων ή σαδιστής, (όπως μάλιστα αναφέρει «μισή δωδεκάδα ψυχίατροι βεβαίωναν πως ήταν «φυσιολογικός» ([1963]2009: 28) ενώ τα εγκλήματα για τα οποία δικάστηκε συνέβησαν στο πλαίσιο της κανονικότητας του Γ’ Ράιχ. Παρατηρεί πως «με δεδομένες τις συνθήκες στο Γ’ Ράιχ, μόνο όποιοι αποτελούσαν «εξαίρεση» θα ήταν δυνατόν να αντιδράσουν κανονικά.» ([1963]2009: 29). 162 Εμφύλ(ι)ες συγκρούσεις σε κρίσιμους χώρους Η Άρεντ θέτει το ζήτημα ευρύτερα προκαλώντας μας να συλλογιστούμε τις κανονικότητες εντός των οποίων βρισκόμαστε και με βάση τις οποίες σκεπτόμαστε και πράττουμε. Όπως αναφέρει «το πρόβλημα με τον Αϊχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν και ότι οι περισσότεροί τους δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι, φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί. Από την άποψη των νομικών θεσμών μας και των ηθικών αξιολογήσεων, το γεγονός ότι είναι φυσιολογικοί είναι ακόμα πιο τρομακτικό από όλες τις θηριωδίες, γιατί υποδείκνυε (…) ότι αυτός ο εγκληματίας (…) hostis generis humani, διαπράττει τα εγκλήματά του σε συνθήκες στις οποίες αδυνατεί να ξέρει και να νιώθει πως κάνει κάτι κακό. ([1963]2009: 215). Αν η κανονικότητα της καθημερινής ζωής στον καπιταλισμό και μάλιστα, σε μια συνθήκη κρίσης συμπεριλαμβάνει τον σεξισμό, τον ρατσισμό, την ομοφοβία και την πατριαρχία τότε χρειάζεται να σκεφτούμε εκτός του προκαθορισμένου πλαισίου. Επιστρέφοντας στην παραγωγή του χώρου εντός της κρίσης, η σκέψη της Άρεντ στέκεται ιδιαίτερα χρήσιμη. Η κανονικότητα του δημόσιου χώρου συνυφαίνει με τον σεξισμό, τον ρατσισμό και την ομοφοβία. Εγκλωβισμένα σε έναν ορισμένο τρόπο σκέψης, σύλληψης φαντασίας και παραγωγής χώρου από κανονικές σχέσεις τα κανονικά υποκείμενα, δημιουργούν την «κοινοτοπία του σεξισμού» στο δημόσιο χώρο της ελληνικής επικράτειας. 5. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΕΙΣ Οι έμφυλες συγκρούσεις στην κρίση γίνονται ορατές όχι μόνο γιατί η καταπίεση γίνεται περισσότερο έντονη και δολοφονική αλλά και γιατί οι αντιστάσεις σε αυτή πληθαίνουν και ριζοσπαστικοποιούνται. Κι ενώ έμοιαζε οι φεμινισμοί να εγκαταλείφθηκαν από πολλές και πολλούς που επιζητούσαν την υποστήριξη του κράτους για την επίτευξη των στόχων της φεμινιστικής πολιτικής, η πολιτική αντίθεση να μετατράπηκε σε νομική αξίωση και τα κινήματα να αντικαταστάθηκαν από σπουδές (Μαρνελάκης 2014), εντός της κρίσης και στον πλούτο των κοινωνικών πρακτικών φανερώθηκαν αντιστάσεις και χειραφετήσεις έξω και πέρα από λογικές συνδιαλλαγής με την κρατική εξουσία. Έγινε κατανοητό πως η γυναικεία χειραφέτηση αλλά και η σεξουαλική ελευθερία συμβαδίζουν με την κοινωνική απελευθέρωση και πως ο χώρος παίζει καθοριστικό ρόλο σε Urban Conflicts 163 αυτή την διαδρομή. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του αγώνα ενάντια στα μεταλλεία στις Σκουριές της Χαλκιδικής όπου με αφορμή τον αγώνα ενάντια στην υφαρπαγή της γης και την καταστροφή του περιβάλλοντος αναδύθηκαν φεμινιστικά, αντισεξιστικά και αντιρατσιστικά χαρακτηριστικά αναδεικνύοντας την διαθεματικότητα των αγώνων. Τέτοιες διαδικασίες απογύμνωσαν τη συνθήκη της κρίσης και μας επέτρεψαν να φανταστούμε περάσματα. Σ’ ένα άλλο τοπίο, πιο εξωτικό από το αθηναϊκό κέντρο αλλά εξίσου συγκρουσιακό, στην Χαλκιδική, κάποιες γυναίκες αναφέρουν: «Δεν μπορώ να φανταστώ ότι του χρόνου τέτοιες μέρες, αν έχουμε κερδίσει, εγώ θα γυρίσω σπίτι και θα κάνω τις δουλειές του Πάσχα», λέει η Λόλα. «Αυτός ο αγώνας μάς αλλάζει όλους, κι εμάς και τους άντρες μας. Όταν γυρίσουμε στα σπίτια μας, θα γνωριστούμε ξανά». «Αν δεν είχαμε τα δικά μας, θα ήθελα να είμαι στην Μανωλάδα. Που όταν έσκασε το 2008 ούτε που είχα καταλάβει τι συμβαίνει» λέει η Μελαχρινή. «Τώρα έχουν σταματήσει τα “που πας’’, “τι ώρα θα γυρίσεις’’, “με ποιον είσαι’’. Κι όταν ζήσεις έτσι ελεύθερα, δεν γυρίζεις πίσω», συμπληρώνει η Βάσω. 6.ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Agamben G., 1998. Homo sacer: Sovereign Power and Bare Life, Stanford University Press, Stanford, California. Αθανασίου Α., 2012. Η Κρίση Ως Κατάσταση “Έκτακτης Ανάγκης” : Κριτικές Και Αντιστάσεις, Σαββάλας, Αθήνα. Αθανασίου Α.,(επιμ) 2006.Φεμινιστική θεωρία και πολιτισμική κριτική, Νήσος, Αθήνα. Anthias F., 1991. “Parameters on difference and the problem of connectionsgender ethnicity and class”, Review International de Socilogie, Νο2,σ.29-52 Άρεντ Χ., [1963]2009.Ο Άιχμαν Στην Ιερουσαλήμ Μια Έκθεση Για Την Κοινοτοπία Του Κακού. Νησίδες, Αθήνα. Bhattacharyya G., [2002]2008. Σεξουαλικότητα και κοινωνία Σύγχρονες προσεγγίσεις. (Μπουρλάκης Π. Μτφρ.). Σαββάλας, Αθήνα. Butler J., [1990]2014. Αναταραχή Φύλου. Αλεξάνδρεια, Αθήνα. Butler J., 2014. Η Διεκδίκηση Της Αντιγόνης : Η Συγγένεια Μεταξύ Ζωής Και Θανάτου. Αλεξάνδρεια, Αθήνα. 164 Εμφύλ(ι)ες συγκρούσεις σε κρίσιμους χώρους Brekke J., Dalakoglou D., Filippidis C. Vradis A., 2014. Crisis Scapes Athens and Beynd. Crisis-Scape Net, Athens. Carastathis A., 2015. “The Politics of Austerity and the Affective Economy of Hostility: Racialised Gendered Violence and Crises of Belonging in Greece.” Feminist Review Vol. 109, No. 1, σ.73-95 Collins P. H., 1990. Black Feminist Thought: Knowledge, Power and the Politics of Empowerment. Routledge Combahee River Collective, [1977]. ‘A Black Feminist Statement Στο Hull, G. Scott, P. and Smith B. 1982’ All the Women are White, All the Blacks are Men, But Some of Us Are Brave... The Feminist Press, New York: σελ. 13–22. Crenshaw K., 1991. “Mapping the Margins: Intersectionality, Identity Politics, and Violence againstWomen of Colour.” Stanford Law Review Vol. 43, σ. 1241–1299. Δασκαλοπούλου Ντ., 2014. «Ο Φεμινισμός Που Δεν Λέει Το Όνομά Του», Η Αυγή, Διαθέσιμο στο http://www.avgi.gr/article/257878/o-feminismos-pouden-leei-to-onoma-tou. Davis A.Y.,1983. Women, race & class. Vintage Books, New York. De-Zárate, M., 2014. “Developing Geographies of Intersectionality with Relief Maps: Reflections from Youth Research in Manresa, Catalonia.” Gender, Place & Culture Vol.21, No. 8 σ.925-944 Dorlin E., Bidet-Mordrel A., (eds) 2009. Sexe, Race, Classe: Pour Une Épistémologie de La Domination. Presses universitaires de France, Paris. Harvey D., 2012, Rebel Cities.Verso, London. hooks b., [1981]1991. Ain’t I a Woman: Black Women and Feminism. South End Press, Boston, MA. hooks, b. 2000. Feminist Theory: From Margin to Center. South End Press, Cambridge, MA. Κουτρολίκου Π., 2015, “Τακτικές διακυβέρνησης διαπλεκόμενων κρίσεων στο κέντρο της Αθήνας”, Εργαστήριο Συναντήσεις και συγκρούσεις, ‘Urbanconflicts’, Θεσσαλονίκη. Jarvis H., Kantor P., Cloke J. 2009. Cities and Gender. Routledge, New York. Κωτσάκης Δ., 2012. Τρία και ένα κείμενα, Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα. Urban Conflicts 165 Λαδά Σ., (επιμ..). (2009). Μετα-τοπίσεις: Φύλο, διαφορά και αστικός χώρος. Futura, Αθήνα. Lefebvre H., [1974]1991. The Production of Space, Blackwell, Oxford. McDowell L., 1993. “Space, Place and Gender Relations: Part II. Identity, Difference, Feminist Geometries and Geographies.” Progress in Human Geography Vol.17, No. 3 σ. 305–18. McDowell, L. 2008. “Thinking Through Work: Complex Inequalities, Constructions of Difference and Trans-national Migrants.” Progress in Human Geography. Vol.32 No.4 σ.491–507. Μαρνελάκης Γ. 2014. Στενές επαφές φύλου, σεξουαλικότητας και χώρου. Futura, Αθήνα Massey D., 1994. Space, Place, and Gender. University of Minnesota Press, Minneapolis. Massey D., 2005. For space. SAGE. Thousand Oaks, California, London. Merrifield A., 2014. The New Urban Question. Pluto Press, London. Pateman C., 1988. The Sexual Contract. Stanford University Press. Taylor Y., Hines S., Casey M. E. (Eds.). 2010. Theorizing intersectionality and sexuality. Palgrave Macmillan. Houndmills, Basingstoke, Hampshire ; New York: Yuval-Davis N., 2006. “Intersectionality and Feminist Politics.” European Journal of Women’s Studies Vol. 13, No.3, σ. 193–210. Yuval-Davis N., [1997]2013. Κοινωνικό φύλο και έθνος. University Studio Press, Θεσσαλονίκη Vaiou D., 2014. “Is the Crisis in Athens (also) Gendered?: Facets of Access and (in)visibility in Everyday Public Spaces.” City Vol. 18, Νo. 4–5, σ.533–37. Valentine G., 2007. “Theorizing and Researching Intersectionality: Challenge for Feminist Geography.” Professional Geographer, Vol. 59, No.1, σ. 10–12. 166 11 Ξεπερνώντας την κανονικότητα. Ο queer χώρος ενός βικτωριανού νεκροταφείου Φωτεινή Μάμαλη Υποψήφια Διδάκτωρ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ fwmamali@gmail.com 1. ΣΥΝΘΕΤΟΝΤΑΣ ΤΗΝ (ΕΤΕΡΟ)ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ Η ανάπτυξη των σύγχρονων πόλεων δεν συνοδεύτηκε μόνο από μια πρωτοφανή αλλαγή στον τρόπο αντίληψης και παραγωγής του χώρου των ανθρώπινων δραστηριοτήτων αλλά και από μια ανάλογα πρωτοφανή μεταβολή στον τρόπο ύπαρξης των σωμάτων εντός του νέου αστικού περιβάλλοντος (βλ. Colomina and Bloomer, 1992). Ο έλεγχος του ανθρώπινου σώματος και των δραστηριοτήτων στις οποίες αυτό εμπλέκεται, αποτέλεσε από την ανάδυση των σύγχρονων πόλεων κομμάτι μιας σειράς αστικών ζητημάτων που έπρεπε να συμπεριληφθούν εντός ενός ρυθμιστικού συστήματος λειτουργίας. Αυτό συμπεριέλαβε τον καθορισμό των τόπων και τον χρόνων εντός των οποίων ταξινομούνται όλες οι λειτουργίες της καθημερινής ζωής, από την εργασία μέχρι την έκφραση της σωματικής επιθυμίας. Η επιβαλλόμενη τάξη εντός του αστικού χώρου συγκροτήθηκε σε συνεργασία με πρακτικές αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, αλλά και με την κατασκευή ταυτοτήτων που ανέλαβαν ένα τμήμα του κοινωνικού ελέγχου. Σε αυτό το πλαίσιο, επιστράτευση της «αντικειμενικής» αλή- Urban Conflicts 167 θειας από επιστήμες όπως η βιολογία και η ιατρική, λειτούργησε καθοριστικά στην διατύπωση δογμάτων που έθεταν στο επίκεντρο τον έλεγχο των ανθρώπινων ορμών στο σωματικό επίπεδο και την φυσικοποίηση χαρακτηριστικών ή τη δαιμονοποίηση συμπεριφορών και πράξεων που χαρακτηρίζονται «εκτός του φυσιολογικού». Πιο συγκεκριμένα, όπως περιγράφει ο Foucault (1998), η επιτήρηση και ο έλεγχος της σεξουαλικότητας βρίσκονται σε άμεση σύνδεση με την επιθυμητή κοινωνική οργάνωση και τάξη την οποία επιδιώκουν να εγκαταστήσουν οι καπιταλιστικοί θεσμοί εξουσίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η δομή της οικογένειας, αυτή που συγκροτείται από το ετεροσεξουαλικό ζεύγος και τους απογόνους του που αναπαράγονται, παράγουν και καταναλώνουν, αναδείχθηκε σε πυλώνα της σύγχρονης καπιταλιστικής δυτικής κοινωνίας. Παράλληλα, ο κατακερματισμός σώματος και δραστηριοτήτων, όρισε όχι μόνο τον χώρο, αλλά και τον χρόνο μέσα στον οποίο αναπτύσσεται η πρακτική της καθημερινής ζωής (Lefevbre, 1991:49). Με αυτό τον τρόπο, σώματα, ανάγκες και επιθυμίες αποδιαρθρώνονται και τοποθετούνται εντός ενός κανονιστικού πλαισίου που ορίζει τον κατάλληλο τόπο και την κατάλληλη στιγμή για να συμβεί το «κανονικό». Το σύνολο αυτών των χωρικών και χρονικών όρων ένταξης και λειτουργίας στην κοινωνική ζωή, διαμόρφωσε την συνθήκη που ορίζεται με τον όρο ετεροκανονικότητα. Όπως αναφέρει η Νast (2005): «ο όρος ετεροκανονικότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει την κανονικοποίηση του άντρα/γυναίκα ως αντίθετα που είναι “γραφτό” να βρεθούν σε ετεροσεξουαλικές σχέσεις που βασίζονται σε συγκεκριμένες ταξικές και φυλετικές σχέσεις.» Αλλά σε αυτό το πλαίσιο, οι ιδέες της ετεροσεξουαλικότητας και ετεροκανονικότητας είναι αντιλήψεις που παράγονται και «εγκαθίστανται μέσω επαναλαμβανόμενων κοινωνικών ρόλων και ροών επιθυμίας. Αυτά συμβαίνουν σε ποικίλα κοινωνικά/ηθικά και νομοθετικά κανονιστικά πλαίσια που καθορίζουν ποιες σεξουαλικές ταυτότητες και πρακτικές είναι επιτρεπτές ή ανεκτές σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους» (Hubbard, 2000). Η εξερεύνηση των χώρων στην πόλη εντός των οποίων η διαφορά αποκτά μια ορατή χωρική οντότητα έχει ιδιαίτερη σημασία. Με σημείο εκκίνησης την Λεφεβριανή θεώρηση παραγωγής του χώρου έχει διατυπωθεί επανειλημμένα η ανάπτυξη πρακτικών και πολιτικών εντός του καπιταλιστικού συστήματος με στόχο την κατασκευή χώρων ομοιογενών, ελεγχόμενων και κερδοφόρων (βλ. 168 Ξεπερνώντας την κανονικότητα για παράδειγμα Grosz, 1992). Αυτή η διαδικασία ελέγχου αγγίζει, όπως αναφέρθηκε, κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Υπό αυτή την έννοια, τα ζητήματα που προκύπτουν από τον έλεγχο της σεξουαλικότητας αποτελούν κομμάτι ενός ευρύτερου δικτύου εξουσίας και ηγεμονίας που διατρέχει όλη την κοινωνική ζωή. Η επιβολή αυτών των θεσμών, συνδεδεμένων από τη μία με μια μακρά ιστορία πατριαρχικής κυριαρχίας και απ’ την άλλη με εγκατεστημένες ιδέες του «κανονικού», έχουν εμπεδωθεί κοινωνικά σε τέτοιο βάθος ώστε φαίνεται σαν να λειτουργούν σε ένα αόρατο επίπεδο, σχεδόν σαν μια αυτοματοποιημένη, αδιαμφισβήτητη διαδικασία. Μπορεί λοιπόν, όπως αναφέρει ο Lefebvre (1991:49), ο καπιταλιστικός χώρος να αρνείται το αισθησιακό (sensual) και το σεξουαλικό, αλλά οι πρακτικές και οι στρατηγικές που αναπτύσσονται για την εγκαθίδρυση μιας αστικής τάξης, καταδεικνύουν πως ο έλεγχος της σωματικής επιθυμίας, σαν κομμάτι του κατακερματισμένου σώματος, συνιστά έναν από τους πυλώνες που υποστηρίζουν την τάξη αυτή. Η οικογενειακή μονάδα και η οικία της, η υπόθεση ότι η αναπαραγωγή ως φυσική αποστολή και η ευτυχία ταυτίζονται, αλλά και η ιδέα του ανώμαλου ή του «άλλου», συνιστούν στοιχεία που συμβάλλουν στην δόμηση της ετεροκανονικότητας, ως κοινωνικής διαδικασίας που εγγυάται ένα είδος εσωτερικού ελέγχου των υποκειμένων. Η κατηγοριοποίηση των σωμάτων και των πράξεών τους εγγυάται την χωροθέτηση της (ετερο)σεξουαλικής έκφρασης στο πεδίο της ατομικής ιδιοκτησίας, διασφαλίζοντας την μη- ή υπό όρους ορατότητά της- στον αστικό δημόσιο χώρο, και την τοποθέτηση των παρεκκλίσεων αυτού του μοντέλου στο περιθώριο. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί, πως το σεξουαλικά παράνομο, το «ανήθικο», ή το «ανώμαλο» δεν εντοπίζονται μόνο στην αστική ζωή. Αυτό που όμως αλλάζει, σε σύγκριση με άλλα περιβάλλοντα, είναι οι τρόποι με τους οποίους οι εκφράσεις αυτών αναδύονται και αντιμετωπίζονται σε ένα περιβάλλον όπου μια πλειάδα διαφορετικών υποκειμένων βρίσκονται σε διαρκή επαφή. 2. «ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΕΣ» ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ Τα μέσα και οι μέθοδοι που όρισαν και τοποθέτησαν στο χώρο σεξουαλικές επιθυμίες και πρακτικές, τέθηκαν υπό αμφισβήτηση από τα κινήματα που ανα- Urban Conflicts 169 πτύχθηκαν μετά την δεκαετία του 1970, στον αγώνα για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των gay και λεσβιών στην πόλη. Από την ίδρυση της περιοχής Castro στο San Francisco μέχρι την εξέγερση του Stonewall, τα αστικά κέντρα αντιμετώπισαν μια άνευ προηγουμένου κοινωνική και χωρική μεταμόρφωση. Η δυναμική και ριζοσπαστική διεκδίκηση των ομοφυλοφίλων για την πολιτική αναγνώριση της ύπαρξης και ορατότητάς τους, οδήγησε στην κατάληψη κομματιών του αστικού χώρου και εγκατέστησε μια χωρική πρακτική που κινούνταν ενάντια σε μια από τις βασικές διχοτομίες του καπιταλιστικού συστήματος, το αρσενικό/θηλυκό και την συμπληρωματικότητά τους, την πυρηνική οικογένεια. Μέσα από το εύρος των πρακτικών που ακολουθήθηκαν, αυτή η ρήξη οδήγησε στην ανάδυση υποκειμένων από τα πεδία της παραβατικότητας, της «ανωμαλίας», της «ασθένειας» σε αυτά του δημόσιου χώρου, της κοινοτικής συνύπαρξης και της ανεκτικότητας. Και ήταν αυτό το κομμάτι του κινήματος που έφερε στην επιφάνεια μια πραγματικότητα που έμενε κρυμμένη υπό την απειλή νομοθετικών ή θρησκευτικών απειλών και τιμωριών.1 Παρά όμως την ριζοσπαστική προσέγγιση του ζητήματος όχι μόνο της ομοσεξουαλικότητας αλλά της σεξουαλικής διαφοράς εν γένει, μια άλλη τάση αναδύθηκε γρήγορα διαμορφώνοντας μια διαφορετική συνθήκη· αυτή της ενσωμάτωσης εντός των μηχανισμών του πατριαρχικού καπιταλιστικού συστήματος. Είναι αυτό που η Duggan2 περιγράφει ως «ομοκανονικότητα», την υιοθέτηση δηλαδή ρόλων και συμπεριφορών εντός του πλαισίου αξιών και συμπεριφορών που τίθεται από την καπιταλιστική πατριαρχία. Αρκετοί σύγχρονοι μελετητές έχουν τοποθετηθεί κριτικά σε σχέση με τον ρόλο των gay περιοχών στην διαδικασία μεταμόρφωσης του αστικού χώρου. Ένας μεγάλος όγκος βιβλιογραφίας έχει αναπτύξει όχι μόνο μια πολεμική προς την ενσωμάτωση του κάποτε ριζοσπαστικού κινήματος3, αλλά και προς την παραγωγή νέων χώρων και ταυτοποιήσεων που έρχονται να υιοθετήσουν υπάρχοντες αποκλεισμούς και να τους αναπαράξουν. Αυτές οι κριτικές υπογραμμίζουν την αποκλειστική αναγνώριση και αποδοχή των μεσοαστών λευκών γκέι και λεσβιών, σε τόπους απογυμνωμένους από κάθε πολιτική προσέγγιση του ζητήματος της σεξουαλικότητας και διαμορφωμένους εντός μιας ευρύτερης τάσης που προωθεί τις θεματικές περιοχές διασκέδασης, κατοικίας και κατανάλωσης. (βλ. Browne, 2006, Oswin, 2008) Έτσι, για παράδειγμα, σε πολλές περιπτώ- 170 Ξεπερνώντας την κανονικότητα σεις, η δημιουργία τέτοιων χώρων βρίσκεται άμεσα συνδεδεμένη με φαινόμενα όπως αυτό του gentrification και, εν συνεχεία, με τις επιπτώσεις αυτού στους τοπικούς πληθυσμούς με όρους ταξικούς, πολιτισμικούς, και κοινωνικής σύνθεσης. Τελικά, σε πολλά από αυτά τα νέα τοπία που συντίθενται από προνομιούχα υποκείμενα που δομούν δικά τους δίκτυα σε άμεση σύνδεση με σύγχρονες αναδιαρθρώσεις της αστικής ζωής4, παρατηρείται η ανάπτυξη συνθηκών αποκλεισμού με όρους τάξης ή φυλής, αλλά και συμπεριφοράς ή εμφάνισης. 3. ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΕΞ Η πρακτική της σεξουαλικής δραστηριότητας σε χώρους που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δημόσιοι, ή καλύτερα όχι ιδιωτικοί, είναι ένα φαινόμενο που αναπτύχθηκε σε διάφορους τόπους στις πόλεις. Λουτρά, “σκοτεινοί θάλαμοι”, παρκινγκ, δημόσιες τουαλέτες και πάρκα χαρτογραφούν τα σημεία όπου η σεξουαλική επιθυμία και έκφραση μπορεί να οργανωθεί εκεί που η διαφορά, η περιθωριοποίηση και η «αμαρτία» διασταυρώνονται και συνυπάρχουν. Αυτές οι συναντήσεις συχνά συμβαίνουν τόσο εκτός κοινωνικών όσο και νομοθετικών κανόνων. «Για αυτούς τους παραβάτες, η είσοδος στο δημόσιο πεδίο είναι πολύ δύσκολη: είναι ξεκάθαρα αποκλεισμένοι από κυρίαρχες αισθήσεις του ποιες εκφράσεις της σεξουαλικότητας επιτρέπονται στον δημόσιο χώρο και όποια δημοσιοποίηση της σεξουαλικής ζωής τους είναι πιθανό να καταλήξει στην αποδοκιμασία ή σε κάτι χειρότερο.» (Bell, 1995:140) Στην περίπτωση των δημόσια σεξουαλικών «παραβατών», αμφισβητείται η ιδέα μιας ιερής –ή κολάσιμης- πράξης που πρέπει να παραμείνει πίσω από κλειστές πόρτες ή να συμβεί σε μη-παραγωγικές ώρες της ημέρας, και το σώμα ανασυγκροτείται σαν μια συνεκτική οντότητα που μπορεί να λειτουργήσει σαν σύνολο έξω από χρονικούς και χωρικούς διαχωρισμούς. «Τοποθετώντας την ομοερωτική δραστηριότητα στη δημόσια σφαίρα, σε σημεία cruising, σε λουτρά και σε sex clubs αμφισβητείται η πατριαρχική και ετεροκανονική υπόθεση ότι η σεξουαλική δραστηριότητα (ειδικά αυτή των «παραβατών») πρέπει να κρατιέται για την «ιδιωτικότητα» της οικίας» (Brown in Lees, 2004). Urban Conflicts 171 Σε κάθε περίπτωση, το δημόσιο σεξ παραμένει ριζοσπαστικό ακριβώς επειδή επιδεικνύει την ανεξέλεγκτη σωματική επιθυμία με τέτοιο τρόπο ώστε ακόμα και στις περιπτώσεις που «διαφημίζεται»- όπως για παράδειγμα στα sex clubsπαραμένει μια πράξη που συντελείται εκτός χωροχρονικών και κοινωνικών συμβάσεων. Στους χώρους όπου συντελείται, εκεί όπου το δίπολο δημόσιο/ ιδιωτικό αποδιαρθρώνεται και η εκπλήρωση της επιθυμίας διαπερνά τα όρια της ετεροκανονικότητας, διαμορφώνονται τοπικότητες πέραν της κατεστημένης αστικής τάξης. Όπως αναφέρει και ο Hubbard, οι χώροι αυτοί της σεξουαλικής παράβασης μπορεί να λειτουργήσουν προσωρινά σαν τόποι ελευθερίας και ελέγχου των υποκειμένων επάνω στα σώματα και τον χώρο όπου δρουν. 4. Ο QUEER ΧΩΡΟΣ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΧΩΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ Παρά το γεγονός ότι το «queer» ξεκίνησε τις τελευταίες δεκαετίες να χρησιμοποιείται σαν εκείνος ο γενικόλογος όρος που θα μπορούσε να περιγράψει κάθε σεξουαλική διαφορετικότητα, χαρακτηρίστηκε από τους πολέμιους αυτής της χρήσης ως ουδέτερος επειδή ακριβώς επιχειρεί να συμπεριλάβει και να λειτουργήσει ομογενοποιητικά σε μια σειρά σαφώς ορισμένων ταυτοτήτων και συμπεριφορών. Το ερώτημα που τέθηκε ήταν το εξής: γιατί εκείνοι που έχουν βιώσει το περιθώριο να προσπαθούν να εφεύρουν νέες γενικεύσεις αν όχι για να γίνουν κομμάτι του ίδιου συστήματος αξιών που τους έθεσε στο περιθώριο εξ’αρχής; Οι υποστηρικτές αυτής της πολεμικής, ανάμεσα στην ανερχόμενη ομοκανονικότητα και την υπάρχουσα και άρχουσα ετεροκανονική κοινωνία δεν μπορούσαν να βρουν θέση για τον όρο queer. Αντίθετα, πρότειναν τον όρο αυτόν ως συνώνυμο της ρευστότητας, της μη-ταξινόμησης και ταυτοποίησης, του εφήμερου, σε ένα κόσμο όπου η ομοιότητα και η σταθερότητα παρουσιάζονται σαν το αντίδοτο για την «εξομάλυνση» της διαφορετικότητας. (Oswin,2008, Browne, 2006) Την ίδια στιγμή, η χρήση του όρου queer για την περιγραφή γκέι η λεσβιακών περιοχών, δημιούργησε ερωτήματα σχετικά με τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να χαρακτηριστεί ένας χώρος ως τέτοιος. Το βασικό επιχείρημα των μελετητών αλλά και ακτιβιστών που αντιτίθεται στη χρήση του όρου με αυτό τον τρόπο μπορεί να εντοπιστεί στα στοιχεία που συγκροτούν 172 Ξεπερνώντας την κανονικότητα μια περιοχή ως τόπο κατανάλωσης, ιδιωτικοποίησης και τελικά επιτήρησης και ενσωμάτωσης. (βλ. Doan and Higgins, 2011) Αναφέρονται δηλαδή, στο κατά πόσο οι ίδιες οι πρακτικές που αναπτύσσονται σε έναν τόπο λειτουργούν σε μια κατεύθυνση αναγνώρισης και εγκατάστασης της διαφορετικότητας ή κατά πόσο συμβάλλουν στην διαιώνιση της επιβολής σωματοποιημένων προτύπων και ρόλων, αποκλείοντας επί της ουσίας εκ νέου ήδη περιθωριοποιημένα υποκείμενα. Αντί να επιχειρηθεί λοιπόν η περιγραφή μιας νέας ταυτότητας, ή να συμπεριληφθούν σε μια ταξινόμηση οι ήδη υπάρχουσες, το «queer» είναι ένας όρος που θα μπορούσε να εκφράσει την ριζοσπαστική προσέγγιση της σεξουαλικότητας και των αντιλήψεων της κανονικότητας καθώς και των κοινωνικών και χωρικών πρακτικών που συνδέονται με αυτές. Από την άλλη, η σημασία του τι μπορεί να οριστεί σαν queer χώρος, δεν χαρτογραφεί μόνο μια συνειδητή πολιτική επιλογή που στοχεύει στην διατάραξη του «κανονικού» ή του κανονιστικού αλλά και μια αυθόρμητη και ανεξέλεγκτη χωρική πρακτική που αναπτύσσεται στο περιθώριο. Υπό αυτή την έννοια, ο queer χώρος μπορεί να εκκινείται από και πάντα να διατηρεί μια αμφίδρομη σχέση με την έκφραση της σεξουαλικής διαφοράς, αλλά καταφέρνει μέσω της χωρικής πρακτικής των υποκειμένων να δημιουργεί πεδία αντίστασης που συμπεριλαμβάνουν την αμφισβήτηση ενός ευρέος φάσματος κοινωνικών συμβάσεων. Όπως αναφέρει η Doderer (2011): «το queering των αστικών χώρων συνδέεται με ερωτήματα που αναφέρονται στην ταυτότητα και την διαφορά, το σώμα και την σεξουαλικότητα, καθώς και με την καθημερινή ύπαρξη και την κοινωνική ζωή, την οικονομία, τον πολιτισμό και τις πολιτικές της συγκρότησης κοινοτήτων- πράγματι με όλο το θεματικό πρίσμα αντίστασης στην σεξουαλική και έμφυλη κανονικότητα.» 5. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ABNEY PARK CEMETERY5 Το Abney Park Cemetery κατασκευάστηκε το 1840 σαν ένα πρότυπο nondenominational6 νεκροταφείο στο οποίο παράλληλα λειτουργούσε και ένα μικρό φυτώριο δέντρων. Το 1880 πέρασε στα χέρια μιας εταιρείας η οποία ξήλωσε μεγάλο κομμάτι του φυτώριου και το αντικατέστησε με τυπικό landscaping σχεδιασμό που συναντάται σε πολλά πάρκα και κήπους του Λονδίνου. Η εταιρεία έκλεισε το 1978 και το πάρκο πέρασε στο δήμο του Hackney. Η συστημα- Urban Conflicts 173 τική παραμέλησή του για τα επόμενα 20 χρόνια έδωσε την ευκαιρία στη φύση να αναπτυχθεί ανεξέλεγκτα δημιουργώντας μια μικρή ζούγκλα· είναι χαρακτηριστικό ότι αναγκάστηκαν να κόψουν μεγάλο κομμάτι της βλάστησης για να δημιουργήσουν μονοπάτια. (Joyce, 1994) Αυτή η φυσική συνθήκη δημιούργησε και το σκηνικό που ξεκίνησε να φιλοξενεί και να προστατεύει μια αποκλίνουσα δραστηριότητα· εκτός από βικτωριανό νεκροταφείο και οικολογικά προστατευόμενη περιοχή, το Abney Park έγινε ένας χώρος cruising7 για τους άντρες της περιοχής και όχι μόνο. Το πάρκο αυτό είναι ένας ακόμα δημόσιος χώρος μιας μητρόπολης και ως τέτοιος, ορίζει ταυτότητες και δραστηριότητες που μπορούν να αναπτυχθούν μέσα σε αυτόν. Ανήκει, θεωρητικά τουλάχιστον, στην κατηγορία των ομογενοποιημένων χώρων της μητρόπολης, ως η αναπαράσταση ενός μηχανισμού ελέγχου και κατεύθυνσης συμπεριφορών και αναγκών. Πέρα από τον διαχωρισμό δημόσιου/ιδιωτικού και της αντιστοιχίας με το αρσενικό/θηλυκό, στο Λονδίνο όπως και σε πολλές μητροπόλεις παρατηρείται μια τάση αστικής ανάπτυξης που σχετίζεται με την σεξουαλικότητα και το φύλο η οποία περιστρέφεται γύρω από το branding και την εμπορευματοποίηση. Η ύπαρξη τέτοιων χώρων στο Λονδίνο όχι μόνο έχει ξεφύγει από μια παλιότερη περιθωριοποίηση αλλά φτάνει στο σημείο να αποτελεί mainstream τύπο διασκέδασης, τουρισμού, κατανάλωσης, είτε στο Soho είτε στο πιο underground Vauxhall. Προκύπτει, λοιπόν, σε αυτό το πλαίσιο το ερώτημα της επιλογής του Abney Park από τους χρήστες του τη στιγμή που θεωρητικά υπάρχουν «προστατευμένοι» χώροι σεξουαλικής διαφορετικότητας. Η περίπτωση αυτού του δημόσιου χώρου αποκαλύπτει μια πραγματικότητα που ξεκινάει με την σεξουαλική επιθυμία και συναντιέται στο δημόσιο χώρο με κοινωνικές κατασκευές του φύλου αλλά και ταξικούς και θρησκευτικούς διαχωρισμούς που μπορούν να αναζητηθούν στις κοινωνικές θέσεις και πρακτικές των ίδιων των cruisers. Η πλειοψηφία τους είναι άνω των 35, Τούρκοι, κάποιοι Ασιάτες και ελάχιστοι λευκοί, ανήκουν σε κατώτερα οικονομικά στρώματα και δεν μοιάζουν με τους θαμώνες του Soho. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι δεν περιγράφουν τους εαυτούς τους ως gay. Η ζωή τους έξω από το πάρκο ακολουθεί μια πορεία πλήρως ενταγμένη σε αυτό που περιγράφεται ως ετεροκανονικότητα. Κάποιοι από αυτούς είναι παντρεμένοι, έχουν παιδιά, ακόμα και εγγόνια. Για 174 Ξεπερνώντας την κανονικότητα αυτούς τους άνδρες, ο δημόσιος χώρος είναι το πεδίο στο οποίο κυριαρχούν θεωρητικά ως ετεροκανονικοί· στην πραγματικότητα το ίδιο αυτό πεδίο γίνεται αφιλόξενο και απειλητικό για τις βαθύτερες επιθυμίες τους, ακόμα και στους χώρους εκείνους όπου η διαφορετική σεξουαλική επιθυμία μπορεί να βρει τόπο έκφρασης. Η παρουσία των υποκειμένων σε τέτοιους χώρους, και η κοινωνική τους αποδοχή εξαρτάται από την εκπλήρωση μιας σειράς συμβάσεων, όπως το ανώτερο μορφωτικό επίπεδο και η οικονομική κατάσταση καθώς και ένας ομοκανονικός τρόπος ζωής. Η παρουσία ενός 60χρονου, λευκού εργάτη του οποίου η καθημερινότητα βρίσκεται πολύ μακριά από το gay lifestyle, μοιάζει εκτός τόπου σε μέρη όπως το Soho. Από την άλλη πλευρά, η παρουσία ενός 60χρονου ασιάτη μετανάστη στην ίδια περιοχή φαίνεται τόσο παράξενη που μπορεί ακόμα και να καταλήξει να αντιμετωπίζεται με ανοιχτή επιθετικότητα και ρατσισμό από τους «ντόπιους» χρήστες και θαμώνες. Είναι χαρακτηριστικό πως στις αρχές του 2011, μια σειρά από ομοφοβικά αυτοκόλλητα που περιείχαν αποσπάσματα από το κοράνι, προκάλεσαν την οργή των λευκών ομοφυλόφιλων της περιοχής, οι οποίοι επιχείρησαν να καλέσουν σε μια δημόσια διαδήλωση. Αρκετές ομάδες γκέι και λεσβιών ακτιβιστών και ακτιβιστριών κατάφεραν να αποτρέψουν την συγκέντρωση μέσω κινητοποιήσεων ενάντια σε ισλαμοφοβικές πρακτικές.8 H αρχική πρόθεση όμως έκανε ξεκάθαρο πως τα ζήτημα διαχωρισμών και αποκλεισμών δεν επιλύονται αυτόματα μέσα από την κοινή αναγνώριση μιας καταπιεσμένης ταυτότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, πολλοί από τους εγκατεστημένους γκέι χώρους δεν μπορούν ή επιλέγουν να μην το κάνουν, να προσφέρουν την επιθυμητή και πολλές φορές αναγκαία προστασία και υποστήριξη. Πριν όμως από την μη-ανεκτικότητα της gay κοινότητας, οι cruisers πρέπει να αντιμετωπίσουν μια πολύ πιο «οικεία» κοινωνική κατασκευή που αποτρέπει ή απαγορεύει την ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικής τους επιθυμίας. Η εικόνα και η ταυτότητα του μάτσο άντρα, που καλλιεργείται και εξυψώνεται σε απόλυτο καθοριστικό παράγοντα, είναι ένα από τα στοιχεία που συγκροτούν την κοινωνική αποδοχή τους και κατ’ επέκταση την κοινωνική τους επιβίωση, ιδιαίτερα στα κατώτερα οικονομικά στρώματα. Oι παράγοντες όμως που μπορεί να καθορίσουν και να εντείνουν αυτό το φαινόμενο συνδέονται και με στοιχεία εθνικότητας, θρησκείας, ηλικίας κλπ. Η πιθανότητα παρέκκλισης/ Urban Conflicts 175 εκτροπής από το πρότυπο του ετεροσεξουαλικού αρσενικού σε αυτό το πλαίσιο είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ειδικά στην περίπτωση των cruisers, μια τέτοιου τύπου ανοιχτή επιλογή θα μπορούσε να επιφέρει την περιθωριοποίηση από την κοινότητα στην οποία εντάσσονται και, σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να σήμαινε και την απειλή της σωματικής τους ακεραιότητας. Βέβαια, ο ίδιος αυτός εσωτερικός έλεγχος, συνδυασμένος με την πατριαρχική κυριαρχία τους ως ετεροκανονικών αντρών, μπορεί να λειτουργεί κάποιες φορές προς όφελός τους· πολλές από τις γυναίκες των Τούρκων πιστεύουν για χρόνια ότι οι σύζυγοί τους περνούν τις μέρες τους στο καφενείο, έναν τόπο απαγορευμένο για εκείνες, και έτσι η διαπίστωση της αλήθειας να γίνεται μια δύσκολη, για αυτές, υπόθεση. Από την άλλη, η οικογενειακή τους κατάσταση και ο κοινωνικός έλεγχος, έχουν υπαγορεύσει και τα χρονικά όρια μέσα στα οποία μπορούν να βρίσκονται στο πάρκο. Αυτό σημαίνει, πως οι cruisers, σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις σεξουαλικών «παραβατών» δεν αποζητούν ούτε χρειάζονται την «προστασία» της νύχτας, καθώς θα ήταν πολύ δυσκολότερο να δικαιολογήσουν την απουσία τους από το σπίτι ή τις κοινωνικές υποχρεώσεις τις βραδινές ώρες. Έτσι, όλες οι δραστηριότητες που σχετίζονται με το cruising συμβαίνουν τις ώρες λειτουργίας του πάρκου -δηλαδή απ’ το πρωί μέχρι το απόγευμα-, με αποτέλεσμα να είναι συχνό φαινόμενο η χρονική και χωρική συνύπαρξη cruisers, μαμάδων με καρότσια, εθελοντών που φροντίζουν το πάρκο και σχολικών εκδρομών. 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ Χρησιμοποιώντας σαν παράδειγμα την περίπτωση του Abney park, η πιθανότητα της χρήσης του όρου queer ως γενικευτική κατηγορία απαντιέται από την ύπαρξη άμεσα εντοπίσιμων διαχωρισμών και αποκλεισμών από κομμάτια της mainstream γκέι κοινότητας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Η συνθήκη αυτή υποδηλώνει πως η ενσωμάτωση εντός ενός καταπιεστικού μηχανισμού μπορεί να προσφέρει ένα αυξημένο επίπεδο δικαιωμάτων και ελευθεριών, αναπόφευκτα όμως σημαίνει την αποδοχή και αναπαραγωγή των αξιών που αποτελούν τα θεμέλια του μηχανισμού αυτού. Όπως αναλύθηκε, η κουλτούρα της gay κοινότητας σταματάει να είναι χειραφετητική τη στιγμή που διαρθρώνεται και γίνεται κομμάτι την ίδιας καταπιεστικής δομή που την έθεσε εξ αρχής 176 Ξεπερνώντας την κανονικότητα στο περιθώριο. Η πρακτική του queer μπορεί να αναπτυχθεί εκτός αυτής της σχέσης και ενδεχομένως να πάρει και αντίθετη κατεύθυνση. Αυτό βέβαια δεν σηματοδοτεί το τέλος της σημασίας ή δυνατότητας των gay-friendly χώρων να λειτουργήσουν σαν queer χώροι. Ωστόσο, αυτό που εκφράζει ο όρος συνιστά μια διαδικασία που εκκινείται από την σεξουαλική επιθυμία, δεν καταναλώνεται όμως από αυτήν. Αντίθετα, θέτει ερωτήματα για την εγκυρότητα των κοινωνικών συμβάσεων και εξουσιαστικών δομών και αξιών που μπορεί να φαίνονται ανεξάρτητα από την σεξουαλικότητα αλλά και από την οργάνωση της καθημερινής ζωής. Οι αναγνώσεις που η μελέτη και η παρατήρηση αυτού του χώρου προσφέρουν, ενισχύουν τα επιχειρήματα εκείνων που αντιτίθενται στην ενσωμάτωση του όρου «queer» μέσα σε ένα σύστημα κανονιστικών πρακτικών. Η παραγωγή του queer χώρου σε αυτή την τοπικότητα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια μόνιμη και σταθερή χωρική κατάσταση. Η ύπαρξή του είναι ρευστή, εύθραυστη, και βρίσκεται στην διασταύρωση συγκεκριμένων δράσεων και σχέσεων που σχηματίζουν μια προσωρινή ισορροπία. Η αλλαγή μιας μεταβλητής (ο καιρός, ο αριθμός επισκεπτών, η αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης ή η επενδυτική δραστηριότητα στην περιοχή) μπορεί να σημάνει και την μεταβολή του χώρου, ενδεχομένως και την εξαφάνισή του. Το Abney Park, όπως και η γύρω γειτονιά του, βρέθηκε για πολλές δεκαετίες στο περιθώριο των σχεδίων αστικής ανάπλασης και καπιταλιστικής επενδυτικής δραστηριότητας, και έγινε ένας τόπος προστασίας άτακτης φύσης και υποκειμένων. Αυτά τα υποκείμενα, ακολουθούν πρακτικές που είναι τόσο μακριά από ένα συγκεκριμένο πρότυπο ή συμπεριφορά που είναι σχεδόν αδύνατο να ενταχθούν σε μια κατηγορία σωμάτων, επιθυμιών και ταυτοτήτων. Η παρουσία στο χώρο αυτό υποκειμένων που συγκεντρώνουν πολλαπλές ποιότητες ετερότητας, λόγω εθνικότητας, ηλικίας, τάξης ή σεξουαλικής προτίμησης, σηματοδοτεί δύο κομβικά σημεία: την πολυπλοκότητα με την οποία η διαφορετικότητα τίθεται στο περιθώριο και την ανεξάντλητη δυνατότητα αμφισβήτηση