gain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gain | gains |
gain (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | gain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gains |
αόριστος | gained |
παθητική μετοχή | gained |
ενεργητική μετοχή | gaining |
gain (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 444. ISBN 9780194325684., λήμμα: κερδίζω, κέρδος
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gain | gains |
gain (fr) αρσενικό