curo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
curo < cura

curo (la) (cūrō1, cūrāvī, cūrātum, cūrāre)