φροντίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φροντίζω < (καθαρεύουσα) με την έννοια της δημοτικής < μεσαιωνική ελληνική φροντίζω (σκέφτομαι, μεριμνώ, μηχανεύομαι τρόπους) και περιφροντίζω < αρχαία ελληνική φροντίζω < φροντίς
Ρήμα
[επεξεργασία]φροντίζω (το φροντίζομαι δεν είναι δόκιμο)
- μεριμνώ, τακτοποιώ, ρυθμίζω
- φροντίζω το παιδί, το σπίτι, για την αγορά αντικειμένου (για παροχή, για κάτι προς το οποίο έχω κάποια υποχρέωση)
- προνοώ, παίρνω μέτρα
- φροντίζω να μην εκτεθώ, φροντίζω να μην αργώ ποτέ στα ραντεβού μου
- περιποιούμαι με τρυφερότητα ή με κάποιο συναισθηματικό στοιχείο ή με ειδικό τρόπο
- φροντίζω το ντύσιμο, τα μαλλιά (την εμφάνιση ανθρώπου)
- φροντίζω ασθενή (ως νοσηλευτής)
- φροντιζω τον κήπο - φροντίζω την υγεία της οικογένειας ή για την υγεία της οικογένειας (γενικά για έμψυχα ή για κάτι σημαντικό για τα έμψυχα)
- (δεν φροντίζω το αυτοκίνητο, ή τη βιβλιοθήκη, αλλά) φροντίζω να επισκευαστεί το ΙΧ ή φροντίζω να τακτοποιηθεί η βιβλιοθήκη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φροντίζω | φρόντιζα | θα φροντίζω | να φροντίζω | φροντίζοντας | |
β' ενικ. | φροντίζεις | φρόντιζες | θα φροντίζεις | να φροντίζεις | φρόντιζε | |
γ' ενικ. | φροντίζει | φρόντιζε | θα φροντίζει | να φροντίζει | ||
α' πληθ. | φροντίζουμε | φροντίζαμε | θα φροντίζουμε | να φροντίζουμε | ||
β' πληθ. | φροντίζετε | φροντίζατε | θα φροντίζετε | να φροντίζετε | φροντίζετε | |
γ' πληθ. | φροντίζουν(ε) | φρόντιζαν φροντίζαν(ε) |
θα φροντίζουν(ε) | να φροντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φρόντισα | θα φροντίσω | να φροντίσω | φροντίσει | ||
β' ενικ. | φρόντισες | θα φροντίσεις | να φροντίσεις | φρόντισε | ||
γ' ενικ. | φρόντισε | θα φροντίσει | να φροντίσει | |||
α' πληθ. | φροντίσαμε | θα φροντίσουμε | να φροντίσουμε | |||
β' πληθ. | φροντίσατε | θα φροντίσετε | να φροντίσετε | φροντίστε | ||
γ' πληθ. | φρόντισαν φροντίσαν(ε) |
θα φροντίσουν(ε) | να φροντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φροντίσει | είχα φροντίσει | θα έχω φροντίσει | να έχω φροντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις φροντίσει | είχες φροντίσει | θα έχεις φροντίσει | να έχεις φροντίσει | ||
γ' ενικ. | έχει φροντίσει | είχε φροντίσει | θα έχει φροντίσει | να έχει φροντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φροντίσει | είχαμε φροντίσει | θα έχουμε φροντίσει | να έχουμε φροντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε φροντίσει | είχατε φροντίσει | θα έχετε φροντίσει | να έχετε φροντίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φροντίσει | είχαν φροντίσει | θα έχουν φροντίσει | να έχουν φροντίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιποιούμαι με τρυφερότητα
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φροντίζω < φροντίς
Ρήμα
[επεξεργασία]φροντίζω
- σκέφτομαι, μελετώ
- φροντίζων εὑρίσκω
- μεριμνώ, φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι
- εἰ σοφὸς ἀνὴρ ταφῆς φροντιεῖ
- τῶν ὑπαρχόντων φροντίζειν
- ἄλλο οὐδὲν φροντίζειν
- ανησυχώ
- πεφροντικὸς βλέπεις (φαίνεσαι ανήσυχος)
- σταθμίζω, λογαριάζω, εξετάζω
- ζητεῖν καί φροντίζειν καί βουλεύεσθαι
- ἐφρόντιζε ἱστορέων (εξέταζε, ρωτούσε, διερευνούσε, αξιολογούσε)
- λαμβάνω υπόψη
- οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσι