[go: up one dir, main page]

Academia.eduAcademia.edu
42 7 48 4 49 2 3 46 43 9 6 44 8 45 1 47 ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ (έργο του στρατηγού Μακρυγιάννη) Μεταγραφή απο το χειρόγραφο, φιλολογική επιµέλεια: του イ。ㄑㄣㄢㄧㄗㄝ〢. カバラ゜, 2004 µ.Χ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ (κάνετε κλίκ στους υπογραµµισµένους τίτλους) ΕΙΣΑΓΩΓΗ α) ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΕΣΤΕ β) ΤΑ 3 ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ γ) ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΞΥΓΙΑΝΘΕΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ; δ) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΙΑΠΕΡΑΣΕ ΤΙΣ 4 ΤΑΞΕΙΣ ε) ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ Κ Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΤΟΥ στ) ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΓΡΑΦΗΣ ζ) ΠΙΣΤΗ Κ ΑΠΙΣΤΙΑ η) Η ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ θ) ΛΕΞΕΙΣ ΞΕΝΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ι) ΤΕΣΣΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΨΗΦΙΆ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ια) ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΣ ΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ ο ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ, µέρος 1 : απο σελίδα 1 του χειρογράφου. ο ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ, µέρος 2 : απο σελίδα 97 του χειρογράφου. ο ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ, µέρος 3 : απο σελίδα 179 του χειρογράφου. ο ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ, µέρος 4 : απο σελίδα 247 του χειρογράφου. ΕΙΣΑΓΩΓΗ α)ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΕΣΤΕ Μακάριοί εστε ὃταν ονειδίσωσιν ὑµᾶς καὶ διώξωσι κ είπωσι πᾶν πονηρόν ρῆµα καθ’ ἡµῶν ψευδόµενοι ἓνεκεν Εµοῦ. «Μακάριοι θα είστε όταν σας ονειδίσουν κ σας κυνηγήσουν κ σας κάνουν κάθε είδους συκοφαντία για χάρηΜου». Μακάριος είναι κ ο Μακρυγιάννης, γιατί ονειδίσθηκε κ καταδιώχθηκε κ κατασυκοφαντήθηκε, κ ακόµη καταδιώκεται κ κατασυκοφαντείται, για χάρη του Χριστού. Μόνο λίγα µικρά αποσπάσµατα προβάλλονται ενίοτε απο το έργοτου• στο σύνολοτου είναι καταχωνιασµένο, κ άν είναι να βγεί για λίγο στο φώς: το µουτζουρώνουν µε λάσπη. Καλή ώρα, λίγο µετά την έκδοση των «οραµάτων κ θαµάτων» (Μορφωτικό Ίδρυµα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1983) έτυχε να δώ έναν σοφό στην τηλεόραση, που εξηγώντας τί είναι αυτό το βιβλίο είπε µόνο οτι είναι «όσα έλεγε µιά γυναίκα που εξαπατούσε τον Μακρυγιάννη»• αυτή ήταν ολόκληρη η περιγραφή του βιβλίου! Το άκουσα κ έφριξα. «Εξαπατούσε»! Άκουσα καλά; Τον άνθρωπο που εξαπάτησε ολόκληρο το Μωριά κ τη Ρούµελη, Τούρκους, Άραβες, κ κάθε φυλής, κ ο ίδιος δέν εξαπατήθηκε απο κανέναν• αυτόν που πλούτισε ξεκινώντας απο το τίποτε, που έφαγε µε το κουτάλι τους πολέµους («όλη η ουσία του πολέµου είναι η εξαπάτηση», σηµειώνουν οι αρχαίοι σοφοί της Κίνας»), που έκανε κουµάντο ολόκληρη την Ελλάδα χωρίς να έχει εξουσία, που έβγαλε µε άριστα όλα τα πανεπιστήµια (όχι της καρέκλας, αλλα της ζωής) – τον εξαπατούσε (όχι εξαπάτησε, µία φορά• εξακολουθητικός χρόνος: «εξαπατούσε») µιά άσηµη, ανώνυµη γυναίκα! Ποιός άνθρωπος µπορεί να εξαπατηθεί ωστε να πιστέψει αυτό; Όταν ζούσε, τον συκοφαντούσανε πως «δέν είναι κακός, µόνο είναι απλός (κ επειδή είναι απλό το µυαλότου, γίνεται επικίνδυνος!)». Αυτούς που τα λέγαν αυτά, ο Μακρυγιάννης ‘τους πουλούσε κ τους αγόραζε’. Κ στα χρόνιαµας ο Μακρυγιάννης «αγράµµατος» ανεβαίνει, «αγράµµατος» κατεβαίνει. Κ όµως κανένας Νεοέλληνας πεζογράφος δέν έχει πλουσιότερη ή εκφραστικότερη γλώσσα. Άν ο Μακρυγιάννης ήταν αγράµµατος, οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ήταν πιό εγγράµµατοι; Απο πού κ ώς πού; Φωνητική ορθογραφία είχαν κ εκείνοι, κ δέν διέκριναν στη γραφή µακρά απο βραχέα, κ µε ένα Ο έγραφαν και το ο και το ω και το ου. Δέν αξίζει να λέγεται αγράµµατος ο Μακρυγιάννης• πολλοί ζηλεύουν την ελευθερία κ το βάθος του νούτου, την αντικειµενικότητατου – κ δέν µπορούν να τα φτάσουν. Αντιθέτως προλέγω πως πολλοί µε τη στάσητους απέναντι σ’ αυτό το έργο «τα Θαύµατα της Θείας Πρόνοιας» κ απέναντι σε δικέςµου ερµηνείες, θα δείξουν πόσο βαθιά είναι η αγραµµατοσύνητους• οτι τα γράµµατατους είναι σάν την γνώση του βατράχου οπου ζούσε εις τον πάτο του πηγαδιού ευτυχισµένος εκεί, κ νόµιζε στ’ αλήθεια πως όλος ο κόσµος είναι το πηγάδιτου, δέν ήξερε πως έχει κ µέρη αλλιώτικα, βουνά, θάλασσες, πόλεις κ τόσα άλλα• κ άµα του τα έλεγες, εθύµωνε. Έτσι κ αυτείνοι, µε τη λίγη γνώσητους κ τα λίγα γράµµατάτους νοµίζουν πως δέν έχει στον κόσµο άλλη γνώση κ άλλα γράµµατα. Ή το έργο του Θουκυδίδη, πολύτιµο όντως, είναι πολυτιµότερο απο του Μακρυγιάννη; Εδώ έχουµε την ιστορίαµας γραµµένη όχι απο θεατή, αλλα απο πρωταγωνιστή• έχουµε τραγῳδίες πρώτου µεγέθους. Τα έργα του Μακρυγιάννη πολλές φορές µπήκαν στη γή να κρυφτούν, γιατί καταδιώκονταν• απο αυτό φαίνεται η αξίατους. Του κάθε πατριώτη καθήκον είναι να τα ξεθάψει κ να τα ξελασπώνει απο τις συκοφαντίες, να καθαρίσει την καρδιάτου ωστε να µπορεί να δεχτεί τον άνθρωπο που ήρθε στην πατρίδαµας για να δώσει τέλος εις το βασίλειον της ασεβείας, της ‘ὔβρεως’. Ή νοµίζετε πως οι σοφοί της Δύσης, οι Διαφωτιστές, οι Μαρξιστές, ο Nietzsche, ο Macchiaveli, ο Freud και οι λοιποί έχουν να δώσουν κάτι χρησιµότερο απο ό,τι το έργο του Μακρυγιάννη; Κ εγώ σας λέγω πως εµπροστά στο βάθος του νού κ της ψυχής κ µπροστά στον πραγµατισµό του Μακρυγιάννη: τα έργα όλων των περίφηµων σοφών της Δύσης (όλοι δηλωµένοι ή κρυφοί εχθροί του Χριστιανισµού) φέγγουν όσο κ τ’ αστέρια όταν λάµπει ο ήλιος. Αλλα ό,τι κ να πώ εγώ ή άλλος, κανείς δέν µπορεί να κρίνει το έργο του Μακρυγιάννη άν δέν το διαβάσει ολόκληρο –δέν είναι κ πολύ εκτενές• κ όταν λέµε ολόκληρο, εννοούµε το ιστορικότου έργο «τα Αποµνηµονεύµατα» κ το θρησκευτικό έργο «τα Οράµατα κ Θάµατα». (Οι τίτλοι αυτοί δέν µου αρέσουν, γιατί δέν είναι του ιδίου του συγγραφέως. Κατα τον ίδιο το µέν πρώτο πρέπει να ονοµάζεται «Ιστορικό», το δέ δεύτερο «Θαύµατα της Θείας Πρόνοιας»). Λοιπόν, αδελφοί αναγνώστες, διαβάστε µε νού ελεύθερο αυτά τα δύο έργα ολόκληρα• «όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά». Το δικόµου συµπέρασµα είναι πως ο Μακρυγιάννης εξαπατήθηκε λιγότερο απο όλους τους ανθρώπους, που εν αγνοίᾳµας, πολλοί κ εν γνώσῃτους, παραµελούν τη λατρεία του Θεού κ δίνονται στη λατρεία του Αντιχρίστου. Αυτή είναι η µεγάλη εξαπάτηση• τα άλλα είναι όλα ψιλά γράµµατα. β) ΤΑ 3 ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ Οι θρησκείες, το ξέρετε καλά πως έχουν χίλια ονόµατα κ µύρια παρακλάδια. Μα πίσω απο τις κουρτίνες των ονοµάτων η λατρεία είναι µόνο τριών ειδών: 1) Η λατρεία του Θεού. 2) Η λατρεία της παρανοµίας προς τον Θεό. 3) Η λατρεία της ανάποδης θυσίας. 1) Του Θεού η λατρεία συνίσταται στην αγάπη του Θεού κ τήρηση του ΝόµουΤου. Οι οπαδοί αυτής της λατρείας στην εποχήµας ούτε δύναµη έχουν ούτε ελπίδα. Αυτό το παράδοξο αιτιολογείται γιατί η λατρεία του Θεού σ’ αυτήν την Εποχή πουλιέται σε όλες τις χώρες ώς εξής: α) Κάθε τί που µπορεί να δώσει στον άνθρωπο δύναµη, καταδικάζεται. Γενικώς η οποιουδήποτε είδους δύναµη καταδικάζεται ώς κακία, ενώ ώς θεµέλιο κάθε αρετής προβάλλεται η κάθε είδους θυµατοποίηση. β) Η ελεύθερη έρευνα καταδικάζεται παντί τρόπῳ. Αρετή θεωρείται η τυφλή πίστη. «Πίστευε κ µή ερεύνα». Ή ερεύνα όσο θέλεις, αλλα µόνο µε τον τρόπο που σε οδηγούµε εµείς, οι µόνοι διάδοχοι κ εκπρόσωποι του Θεού. γ) Απαγορεύεται η ένωση, η προσέγγιση, η ουσιώδης επικοινωνία µεταξύ όσων επιθυµούν αληθινά να λατρεύσουν τον Ένα Θεό ενώ τυχαίνει να έχουν γεννηθεί σε διαφορετικά θρησκευτικά ή ιδεολογικά καθεστώτα. «Μόνο εδώ βρίσκεται η αλήθεια• οι άλλοι όλοι έχουν µεσάνυχτα. Μόνο εµείς έχουµε µυαλό, οι άλλοι είναι µπουνταλάδες. Μόνο εµείς είµαστε ο λαός του Θεού, οι άλλοι: Θεός δέν τους έπλασε». Μιά αφρικανική παροιµία λέγει: «ο κάθε άνθρωπος έχει ένα βιβλίο σοφίας κρεµασµένο στο λαιµότου»• αλλα τί ωφελεί, όταν δέν µπορείς να αναγνωρίσεις το βιβλίο στο λαιµό του αλλουνού; τότε ούτε το ίδιο το δικόσου δέν γνωρίζεις. 2) Η λατρεία της παρανοµίας προς τον Θεό έχει αµέτρητα αγιοτικά προσωπεία, κατ’ ουσίαν δέ οι οπαδοί αυτής της λατρείας λατρεύουν τη δύναµη κάθε είδους, στηριζόµενοι όχι στο Νόµο αλλα στην παραβίαση του Νόµου του Θεού κ ενίοτε στη µαγεία. Δικαιολογηµένα θα ρωτήσετε πώς γίνεται η εναντίωση στο Νόµο του Θεού να φέρνει δύναµη; Η απάντηση είναι απλούστατα οτι παραβιάζοντας το Νόµο του Θεού αυτοί οι άνθρωποι τηρούν το Νόµο του διαβόλου, ο οποίος για να κάνει τη δουλειάτου δίνει στους οπαδούςτου κοσµική εξουσία κ διάφορα δώρα, τα οποία είναι: βρώµικο χρήµα αντί για καθαρή τροφή, πορνών συνουσία αντί για πραγµατική αγάπη, ναρκωτικών παραισθήσεις αντί για εµπειρία πνεύµατος. Αυτά είναι τα δολώµατα του Αντιχρίστου. Κ η παραβίαση του Θεϊκού Νόµου δέν τιµωρείται; Τιµωρείται, αλλα µέχρι να τιµωρηθούν οι οπαδοί αυτής της λατρείας προλαβαίνουν να κάνουν τη γή δικιάτους. Ουσιαστικά η κάθε θεότητα οφείλει τη δύναµήτης στους οπαδούςτης που την λατρεύουν, τιµούν, εκπροσωπούν, υπηρετούν, τρέφουν. Κ επειδή όσο αυτείνοι οι ‘καλοί άνθρωποι’ υπηρετούν, τρέφουν, εκπροσωπούν, τιµούν τον αφέντητους το διάβολο: αυτός διατηρείται ισχυρός έως φαινοµενικά πανίσχυρος, ο Θεός δέν έχει άλλον τρόπο να καταργήσει την εξουσία του διαβόλου παρα µόνο αφανίζοντας τους οπαδούςτου• αυτό κ θα πράξει, το πώς: Εκείνος το ξέρει. Άν είναι στ’ αλήθεια έξυπνοι όπως νοµίζουν, άς ταχθούν εγκαίρως µε τον Θεό της Αλήθειας. 3) Η αφρόκρεµα των οπαδών της προς τον Θεό παρανοµίας είναι οι λάτρεις της ανάποδης θυσίας. Είναι αυτοί κ αυτές που οφείλουν την δύναµη κ την ευτυχίατους στην (συνειδητή ή µή) προσφορά σπέρµατος κ αίµατος περιόδου, προσφορά σάρκας κ προπάντων αίµατος ζώων που πετιέται κ σήπεται, καθώς κ στην προσφορά κοπράνων κ ούρων. Όταν ένα ζώο προτού φαγωθεί θυσιάζεται µε τους τύπους τους οριζόµενους απο κάθε θρησκεία του Θεού, είναι κανονική θυσία• όταν το ζώο θανατώνεται µε κάθε απάνθρωπο κ απαγορευµένο τρόπο, καλή ώρα όπως θανατώνουν στην Ελλάδα τα ζώα χωρίς κάν να τα σφάξουν αλλα µε χτύπηµα στο κεφάλι (που αυστηρότατα απαγορεύεται απο την Αγία Γραφή), είναι ανάποδη θυσία, τοσούτῳ µᾶλλον που το αίµα των ζώων πετιέται να σαπίσει, δηλαδή να θρέψει τους δαίµονες, προτού οι ευτυχείς σαρκοφάγοι φάνε την στραγγισµένη σάρκα. Όταν η ερωτική ενέργεια µετατρέπεται σε ανώτερη συνείδηση, εσωτερικό φώς κ δύναµη, αυτό είναι κανονική θυσία• όταν µετατρέπεται σε σπέρµα κ αίµα περιόδου, αυτό είναι ανάποδη θυσία. Όταν τα κόπρανα, ούρα, κάθε είδους βρωµερά πράγµατα θάβονται ωστε να χωνευθούν προτού εξαπλωθεί η βρώµατους, αυτό είναι κανονική θυσία. Όταν ρίχνονται να µολύνουν την θάλασσα κ τον αέρα κ όλον τον κόσµο, αυτό είναι ανάποδη θυσία. Κάθε τί που σήπεται κ κάθε τί που βρωµά είναι τροφή των διαβόλων. Όταν τραγουδά ή σκέφτεται κανείς τα ονόµατα του Θεού, είναι κανονική θυσία. Όταν τραγουδά κάθε είδους προστυχιά ή κ συνειδητά τιµά ονόµατα του διαβόλου, είναι ανάποδη θυσία. Αυτά είναι µόνο µερικά παραδείγµατα. Είδη θυσίας είναι άπειρα κ ατελείωτα. Η θυσία του Θεού είναι η µετουσίωση κάθε κατώτερου, χειρότερου πράγµατος σε ανώτερο, καλύτερο, όπως το δέντρο τρέφεται µε κοπριά κ παράγει ευωδιαστά λουλούδια κ γλυκούς καρπούς. Η υλική θυσία γίνεται πρωτίστως µέσῳ της φωτιάς• χαρακτηρίζεται απο ευωδία. Η πνευµατική θυσία σ’ αυτήν την εποχή γίνεται πρωτίστως µέσῳ της αφοσίωσης του νού στα ονόµατα του Θεού. Το ανάποδο απο κάθε θυσία του Θεού είναι θυσία που τρέφει ακάθαρτα πνεύµατα. Γίνεται πρωτίστως µέσῳ της σήψης (χαρακτηρίζεται απο τη δυσοσµία) κ µέσῳ των ιδεών φόβου, µίσους κ ανοησίας. Οι θρησκείες του Θεού όλες διδάσκουν να αποφεύγουµε κάθε τί που τρέφει τα ακάθαρτα δαιµόνια, πάνω απ’ όλα: το σπέρµα κ το αίµα της περιόδου. Αντιθέτως υπάρχουν θρησκευτικές παραδόσεις που διδάσκουν την µείξη µε συνουσία του σπέρµατος µε το αίµα της περιόδου! Άλλοι επικαλούνται ‘ιερές’ ῳδές πάνω σε ούρα κ κόπρανα! Ανήκουν τέτοιες διδασκαλίες στη λατρεία του Θεού; Όχι! είναι γνήσιος αµιγής σατανισµός! Αυτοί που αντλούν δύναµη απο τέτοιες θυσίες, είναι µόνο των ακάθαρτων δαιµονίων οι αγαπηµένοι. Ίσως κάποτε να εµφανίζονται µε µεγάλη δύναµη (αφού στους διαβόλους θυσιάζονται σχεδόν τα πάντα στη γή όπου στο Θεό δέν θυσιάζεται σχεδόν τίποτε)• θα έπρεπε να ξέρουν όµως πως στα δαιµόνια που τρέφουν θα γίνουν κ οι ίδιοι βορά. Είναι όπως τα «βαποράκια» που διακινούν ναρκωτικά: εµφανίζονται προνοµιούχοι σε σχέση µε τους απλούς χρήστες, αλλα είναι κ αυτοί δέσµιοι καί των εξαρτήσεωντους καί των αφεντικώντους. Έτσι κ οι θύτες του ανάποδου: απολαµβάνουν διάφορα ψευτοπρονόµια απο τα δαιµόνια που µέσῳ αυτών διαφθείρουν, σαπίζουν κ εκµεταλλεύονται την οικουµένη, αλλα κ αυτοί µε τα ψευτοπρονόµια είναι άθλιοι δούλοι κ άθλια, άν κ µε αναστολή, θύµατα των διαβόλων. γ) ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΞΥΓΙΑΝΘΕΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ; Η ανθρωπότη πρέπει να συνειδητοποιήσει ποιό είναι το καρκίνωµα της γής κ να θέσει στόχους που να το αφαιρέσουν, ακριβώς όπως οι γιατροί προλαµβάνουν ένα καρκίνωµα, κ άν δέν µπορούν να το προλάβουν: το εξουδετερώνουν ή το αφαιρούν όσο είναι καιρός. Σε κάποιους δέν συµφέρουν αυτά που λέγω, κ άν έχω δίκιο θα τα αντιπολεµήσουν. Δέν µου επιτρέπεται να τα σιωπήσω, γιατί η τέτοια σιωπή είναι προδοσία προς την αλήθεια κ την δικαιοσύνη, συνεπώς προδοσία προς τον Μακρυγιάννη, του οποίου την φωνή µεταδίδω µε αυτήν την εργασία. Της γής του καρκινώµατος η ρίζα είναι ο ανθρώπινος υπερπληθυσµός• χωρίς αυτόν ούτε εκµετάλλευση ανθρώπου απο άνθρωπο, ούτε της φύσης υπερεκµετάλλευση µπορεί να υπάρξει• µε αυτόν, ούτε το ένα ούτε το άλλο µπορεί να γιατρευτεί – κ χερότερα γίνονται. Ελεύθερα συλλογιστείτε, να συλλογιστείτε καλά. Πώς θα µπορεί να σταθεί η περίφηµη εκµετάλλευση ανθρώπου απο άνθρωπο, όταν ο ανθρώπινος πληθυσµός ελαττώνεται ή πάψει να αυξάνεται; Όταν γίνει αυτό, όλα του κόσµου τα αγαθά καθώς αυξάνονται θα γίνουν επαρκή για όλους τους ανθρώπους. Όταν τα αγαθά γίνουν για όλους επαρκή, κανείς δέν θα έχει ανάγκη να πουλά την εργατικήτου δύναµη φτηνά – που τώρα στις υπερπληθυσµένες χώρες δουλεύουν πάνω απο δώδεκα ώρες το 24ωρο για ένα δολλάριο. Όταν κανείς δέν θα πουλά φτηνά την εργατικήτου δύναµη, η εκµετάλλευση θα γίνει ασύµφορη κ θα πάψει. Όταν η εκµετάλλευση πάψει, θα πάψει η βασιλεία της ψευτιάς, οτι η ψευτιά για την εκµετάλλεψη γίνεται. Όταν πάψει η βασιλεία της ψευτιάς, θα πάψει η ανθρωπότητα απο τον φανατισµό κ την κακία κ θα αρχίσει να στρέφεται στην αρετή, που είναι η λατρεία του Ενός Θεού. Όσο όµως η ήδη υπερπληθυσµένη κ υπέρ υπερπληθυσµένη ανθρωπότητα υπερπληθύνεται, τότε όσα ευχολόγια κ να γένουνε, ακόµη κ όλοι οι άνθρωποι σάν τον Μακρυγιάννη ηµερησίως 4 ώρες άν προσευχόµαστε, η εκµετάλλευση όλο κ θα χειρότερη θα γίνεται, κ µαζί το ψεύδος, η κακία, η καταλήστευση κ εξουθένωση του φυσικού περιβάλλοντος, εξαλείψεις αµέτρητων ειδών ζώων κ φυτών, αλλοίωση των υπαρχόντων µέσῳ επικινδύνων µεταλλάξεων, κ πᾶν φαῦλον πρᾶγµα. Ο καπιταλισµός για να καταργηθεί θα πρέπει όλοι οι εργάτες να απεργήσουν για να πάρουν οι ίδιοι τα µέσα παραγωγής στα χέριατους. Το οποίο είναι ανθρωπίνως αδύνατον διότι ακόµη κ άν όλοι απεργήσουν υπάρχουν αµέτρητοι πεινασµένοι να πάρουν τη θέσητους, κ αυτό εξ αιτίας της παρα φύσει ανθρώπινης υπερπλήθυνσης. Κ βεβαίως για να σταµατήσει η υπερπλήθυνση, δέν αρκούν τα ευχολόγια κ τα κάθε είδους λόγια. Σε µιά δίκαιη ανθρωπότητα, µόνο µία απαγόρευση θα είναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους: το να αυξάνει κανείς αµέσως ή εµµέσως τον υπερπληθυσµό• µία ιδεολογία θα απορρίπτεται παντού: το οτι µπορεί να έχει κανείς κάποια δικαιώµατα χωρίς να εκπληρώνει τα αντίστοιχα καθήκοντα, µέσῳ των οποίων τα δικαιώµατα κερδίζονται• ένα χρέος θα είναι κοινό σε όλους τους ανθρώπους που γεννιούνται στη γή: να εργάζονται για την κατάργηση κάθε εξουσίας που αποσκοπεί στην εκµετάλλευση κ βασίζεται στην ψευτιά προς τους ανθρώπους κ την αδικία προς τη φύση. Σήµερα η ανθρωπότητα κάνει ακριβώς τα αντίθετα, µε το προσωπείο του ανθρωπισµού. Πραγµατικός ανθρωπισµός θα πεί να µήν υπερπληθύνουµε τη χώραµας κ να µή συνεργαζόµαστε κατ’ ουδένα τρόπο µε χώρες που υπερπληθύνονται, ούτε δεχόµενοι µετανάστες απο αυτές, ούτε αγοράζοντας προϊόντατους, ούτε παρέχονταςτους τεχνολογία ή τεχνογνωσία ή χρήσιµα προϊόντα. Του δήθεν ανθρωπισµού τα αποτελέσµατα τα βλέπουµε κ τα ζούµε καθηµερινά, κ ακόµη πού είσαι! δ) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΙΑΠΕΡΑΣΕ ΤΙΣ 4 ΤΑΞΕΙΣ κ εκπλήρωσε τα καθήκοντα της κάθε µιάς, είναι ο Μακρυγιάννης. Η ανθρωπότητα εκ φύσεως διαιρείται σε 4 τάξεις, τις οποίες εξηγεί εκτενέστατα η πανάρχαιη ινδική παράδοση. Στην κορυφή είναι η τάξη των ιερέων, διδασκάλων, επιστηµόνων, διανοουµένων, λογίων• το καθήκοντους είναι να τελούν όλες τις τελετές του Θεού, να διδάσκουν κ να φυλάττουν τη γνώση• είναι οι φορείς της λατρείας κ της γνώσης. Έπειτα είναι η τάξη των στρατιωτικών• καθήκοντους είναι να προστατεύουν όλον τον πληθυσµό, κ προπάντων τους αδυνάτους, απο την αδικία. Απο αυτήν την τάξη κανονικά πρέπει να βγαίνουν οι βασιλείς, οι άρχοντες, οι ανώτεροι αξιωµατούχοι. Έπειτα είναι η τάξη των παραγωγών κ εµπόρων, καθήκοντους είναι να παράγουν τα αγαθά που χρειάζεται η κοινωνία, να τα διακινούν κ να τα εµπορεύονται. Κάτω στη βάση είναι η τάξη των εργατών• καθήκοντους είναι να υπηρετούν τις άλλες 3 τάξεις. Κττγνµµ (κατα τη γνώµηµου• θα χρησιµοποιήσω κ άλλες φορές αυτήν τη συντοµογραφία) η διαίρεση της κοινωνίας σε αυτές τις 4 τάξεις είναι δίκαιη, διότι βασίζεται στη φύση των ανθρώπων. Η αδικία συνίσταται στη µή ευσυνείδητη τήρηση του καθήκοντος της κάθε τάξης. (Ιδανικό κράτος είναι εκείνο στο οποίο καί οι 4 τάξεις εργάζονται για την Αγάπη: απο αγάπη οι ιερείς κ διανοούµενοι διδάσκουν κ ευλογούν, απο αγάπη οι στρατιωτικοί υπερασπίζονται τη χώρα κ τον πληθυσµότης, απο αγάπη οι παραγωγοί παράγουν κ διακινούν αγαθά για τον λαό, κ απο αγάπη οι εργάτες προσφέρουν την εργασίατους). Κ καθώς είπα η αδικία µπορεί να σταθεί µόνο όταν ο ανθρώπινος πληθυσµός παρα φύσει αυξάνεται. Η παρα φύσιν αύξηση του πληθυσµού είναι το καρκίνωµα της γής, όπως ο παρα φύσει πολλαπλασιασµός κυττάρων είναι ο καρκίνος του σώµατος. Λοιπόν ο Μακρυγιάννης έζησε απο το 1797 ώς το 1864, 67 χρόνια. Διαιρώντας αυτά τα χρόνια δια του 4, βρίσκουµε πως στο πρώτο τέταρτο της ζωήςτου ήταν εργάτης, κ ακριβέστερα δούλος, σε συνθήκες ταπεινότατες στις οποίες δέν ήταν καθόλου ευχαριστηµένος. Στο δεύτερο τέταρτο της ζωήςτου ήταν έµπορος κ µάλιστα πολύ επιτυχηµένος, καζάντησε του Θεού τα ελέη, καθώς λέγει. Τότε έµαθε κ να γράφει, φωνητικώς κ χωρίς ορθογραφία, πάντως ήξερε να γράφει όσο για να τηρεί τις εµπορικέςτου συναλλαγές κ να κάνει τις αριθµητικές πράξεις που χρειαζόταν. Στο τρίτο τέταρτο της ζωήςτου, ο Μακρυγιάννης διέπρεψε ώς στρατιωτικός• µε αυτήν την ιδιότητα κυρίως είναι πλατιά γνωστός. Στο τελευταίο τέταρτο της ζωήςτου ο Μακρυγιάννης είναι σοφός κ ιερέας. Όλον τον χρόνο που του αφήνει η φροντίδα του κήπου κ περιβολιούτου κ η φροντίδα της οικογένειαςτου (την φροντίδα της οικογένειας προσπαθεί να µειώσει στον ελάχιστο χρόνο όσο περνούν τα χρόνια), τον αφιερώνει στην προσευχή κ στην επικοινωνία µε τον Θεό κ την ΒασιλείαΤου. Φτάνει στο σηµείο να τιµηθεί ώς συνεταίρος του Χριστού. Ο Θεός µέσῳ του Μακρυγιάννη στέλνει το µήνυµάΤου, όχι µόνο προς τον Ελληνισµό, αλλα προς ολόκληρη την ανθρωπότητα. Μιλάµε για την προσωποποίηση της δικαιοσύνης, κ συνάµα για έναν πεισµατάρη άνθρωπο, που µακράν απο του να εξαπατηθεί, πάντα κατάφερνε να κάνει το δικότου. Στα πρώτα χρόνια, που έκαµνε τον υπηρέτη, ήθελε να απαλλαγεί απο την βρώµικη δουλειά της φροντίδας των µωρών, τελικά κατάφερε κ τον απάλλαξαν. Ώς έµπορος κατάφερε ξεκινώντας απο µηδέν κεφάλαιο κ καµία επίσηµη παιδεία να πλουτίσει. Νοµίζετε πως είναι εύκολο να σταθεί κανείς ώς έµπορος κ µάλιστα να πλουτίσει; Ώς στρατιωτικός, κατόρθωσε αµέτρητες φορές να κάνει εκείνο που ήθελε, αµέτρητες φορές γλύτωσε απο του Χάρου τα δόντια, κ νίκησε. Είχε µιά άριστη αντίληψη του πώς αισθάνονται κ πώς λογαριάζουν οι άλλοι, κ έτσι κατάφερνε να τους κινεί όπως ήθελε ο ίδιος, κ άν άλλοι στρατιωτικοί τον ξεπέρασαν σε στρατιωτική ισχύ, κανείς δέν τον έφτασε στην ικανότητα να πείθει, κ να συνδιαλλάσσει αντιµαχόµενα µέρη. Το ίδιο, κανείς δέν τον ξεπέρασε στην ικανότητα να εκτιµά καταστάσεις κ κατα συνέπεια να µηχανεύεται επιτυχηµένα τεχνάσµατα, κ να αντιλαµβάνεται την µελλοντική εξέλιξη καταστάσεων. (Κ τώρα πάνε να τον βγάλουν χαζό επειδή πίστευε Θεό!). Διαβάζοντας τα Αποµνηµονεύµατα, µπορείτε να διαπιστώσετε οτι δέν έκανε τίποτας µε µισή καρδιά• δινόταν ολόψυχα σε κάθε τί, χωρίς ούτε ο θάνατος να τον κάνει να διστάσει. Απο αυτό το πάθος ξεκινούν κ τα λάθη που έκανε• διότι άνθρωπος ήταν κ έκανε κάποια λάθη• αλλά εδώ πρέπει να τονίσουµε οτι τα λάθητου τα αναγνώριζε πάντοτε εγκαίρως, προτού αυτά να φέρουν καταστροφή. Αντί για το σχήµα «Ύβρις – Άτη – Νέµεσις» που βρίσκουµε στην αρχαία ελληνική τραγῳδία: στη ζωήτου, σε κάθε υπόθεση του Μακρυγιάννη το σχήµα είναι: Πάθος δικαιοσύνης – επιτυχία – πείσµα – επικείµενη καταστροφή – απο µηχανής Θεός – αναγνώριση του λάθους – σωτηρία. (Κ όταν λέµε ‘απο µηχανής Θεός’, εννοούµε κάποια κοσµική επέµβαση, που έχει θεϊκή προέλευση. Αυτό το φοβερότου πείσµα το έχει κ στο τελευταίο τέταρτο της ζωήςτου κ ο σοφός, ο ιερέας Μακρυγιάννης. Κ πάλι, βλέπουµε να γλυτώνει προτού το πείσµατου κ το πάθοςτου τον φέρει στον όλεθρο. Μέχρι κ τον Θεό ακόµη δοκιµάζει µε όλητου την πειθώ κ όλατου τα µέσα να Τον µεταπείσει! Κ τότε έρχεται, όπως κάθε φορά στον Μακρυγιάννη, η ώρα της αναγνώρισης του λάθους στο οποίο οδηγεί το πάθος• καθότι ο Θεός δέν πείθεται όπως θα πειθόταν ένας άνθρωπος• κ τότε έρχεται η συντριβή, που θα οδηγήσει στην αναγνώριση του λάθους, στην καταπάτηση του τελευταίου πειρασµού. Ακριβώς σ’αυτό το σηµείο κόβεται το σωζόµενο χειρόγραφο, εκεί που η αγωνία του αναγνώστη κορυφώνεται, έχουν χαθεί τα επόµενα φύλλα• τί έγιναν; σάπισαν; κλάπηκαν; χάθηκαν; πού πήγαν; κ ποιός µας λέει πως εκείνα τα φύλλα δέν τα εξαφάνισαν κάποιοι επιτήδειοι που δέν ήθελαν να γίνει γνωστό το περιεχόµενοτους; κάποιοι επιτήδειοι που ήθελαν κ θέλουν να βγάλουν τον Μακρυγιάννη χαζό, κ προς τούτο τους εξυπηρετούσαν µόνο τα σωζόµενα φύλλα• κάποιοι, που µή µπορώντας να σκοτώσουν τον ίδιο, θέλησαν να σκοτώσουν τον λόγοτου. Πεθαίνει µωρέ ποτέ ο Μακρυγιάννης; Αφού ζεί εκείνος, θα ζεί κ ο λόγοςτου. ε) ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ Κ Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΤΟΥ Έχω το «ΦΩΤΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΟΜΟΙΟΤΥΠΟ ΤΟΥ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ» ΟΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑΜΑΤΑ του ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ, που εκδόθηκε απο το ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, ΑΘΗΝΑ 1983. Στην πρώτητου σελίδα, κάτω απο τον τίτλο του βιβλίου, βρήκα την σηµείωση που έγραψα κυρίως µε την Γραµµική Β΄ γραφή, την οποία συνήθιζα να χρησιµοποιώ τότε, κ λέει: «Το βιβλίο αυτό το αγόρασα σήµερα (το πρωί) Παρασκευή 30 Νοεµβρίου ’84 απο τον Γιάννη τον Μουράτη. (Έφεραν τα παιδιά της Επικοινωνίας διάφορα έντυπατους, τα αράδιασαν σ’ ένα τραπεζάκι και τα πουλούσαν). ヤンネー^ ㄑㄣㄢㄧㄗㄝㄙ〢». Ήµουν τότε φοιτητής στη ヰロ゜ソヰケー・ヽホレ゜ー・キレーテーヽ που έδρευε ヽタ ペリボりャ レテュミノウ. Ο αναφερόµενος Γιάννης Μουράτης ήταν ένα ευγενικό παιδί απο τη Λάρισα, φίλοςµου, άν κ είχαµε διαφορετική πολιτική ένταξη. Ανήκε στην «Επικοινωνία – Διαµαρτυρία», όπως ήταν το πλήρες όνοµα της φοιτητικής παράταξης που ίδρυσε ο περίφηµος γενναίος Κώστας Καµαριάρης, παράταξη στην οποία ανήκαν τα πιό θρησκευόµενα άτοµα της σχολής. Το τραπεζάκι το είχαν στήσει, απο ό,τι θυµάµαι, στον ακάλυπτο (αίθριο) χώρο έξω απο τη τζαµαρία του κτηρίου της ヰロ゜ソヰケーヽ, δυτικά απο τη τζαµαρία, όπου πρίν λίγο καιρό είχε κτισθεί ένα µικρό κυλικείο, που σέρβιρε εκτός των άλλων κ αφεψήµατα βοτάνων. Δέν είχα ιδέα οτι ο Μακρυγιάννης είχε γράψει κ άλλο βιβλίο εκτός των ‘Αποµνηµονευµάτων’. Αµέσως µε συνάρπασε όχι το περιεχόµενο, που δέν είχα ιδέα τί ήταν, αλλα το οτι ήταν η ακριβής εικόνα του χειρογράφου, απο το χέρι εκείνο που µε το τουφέκι, µε το σπαθί, µε την πένα, µε το σκαλιστήρι, µε το χαλινάρι του αλόγου, αγωνίστηκε τόσο για τη δικαιοσύνη σε αυτήν την πατρίδα. (Κ πού να ήξερα πως το χειρόγραφο εκείνο ήταν καταβρεγµένο απο τα δάκρυάτου!). Πρωτύτερα είχα δεί ένα δείγµα γραφής του Μακρυγιάννη, το µόνο που κυκλοφορεί, µιά δυό σελίδες απο τα Αποµνηµονεύµατα όπου διηγούνταν για το ξέσπασµα της επανάστασης της ης 3 Σεπτεµβρίου. Αλήθεια, των Αποµνηµονευµάτων το κείµενο σώζεται; ήθελα πάντα πολύ να το δώ, κ θέλω• αλλα πού’ν’το! Το απόσπασµα που λέω απο τα Αποµνηµονεύµατα το διάβαζα άνετα• ανοίγω κ το οµοιότυπο που είχαν στο τραπεζάκι για πούληµα, («Οράµατα κ Θάµατα»), είδα πως κ αυτό άνετα µπορούσα να το διαβάσω. Έµ ήθελα να το αγοράσω, έµ δίσταζα• «Να ήταν τα Αποµνηµονεύµατα, θα το αγόραζα σάν τους ‘πεινῶντες κ διψῶντες’• αλλα αυτό τί πράµα είναι, τί περιεχόµενο έχει?» είπα. «Έλα, πάρ’το», µου λέει ο Γιάννης ο Μουράτης, «θα σ’ το δώσω 600 (δραχµές), ειδικά για σένα» (η τιµήτου, την γράφει µέσα µε µολύβι, ήταν 650 δραχµές). Είχα 700 δρχ., του τις δίνω, µου δίνει ένα πενηντάρικο, «άλλο πενηντάρικο δέν έχω, θα σου το δώσω όταν ξαναειδωθούµε», µου είπε• η τύχη τό’θελε: δέν µου τό’δωσε ποτέ• χαλάλι! Βεβαίως, µαζί µε το οµοιότυπο κυκλοφόρησε κ η έντυπη, φιλολογικά επιµεληµένη έκδοση του βιβλίου. Αυτήν δέν την αγόρασα ποτέ, κ θαρρώ πως ούτε είδα ποτέ το βιβλίο αυτό έντυπο, κ δέν θέλησα να το βρώ κ να το διαβάσω, για να µή µε επηρεάσει στην ανάγνωσηµου, να µήν επηρεασθώ απο την στίξη που έβαλαν οι άλλοι λόγιοι, απο το πώς διάβασαν το κείµενο, απο το πώς ερµήνευσαν το κάθε τί, σε ένα έργο που δέν είναι καθόλου εύκολο να ερµηνευθεί, δεδοµένου οτι ο Μακρυγιάννης στο γράψιµοτου άφηνε πολλά να εννοούνται ώς «τα ευκόλως εννοούµενα παραλείπονται», αλλα ευκόλως εννοούµενα ήταν για τον ίδιο, για τον σηµερινό αναγνώστη δέν είναι κ τόσο ευκόλως εννοούµενα. Θέλησα λοιπόν να διαβάσω κ να µεταγράψω το χειρόγραφο ο ίδιος, ωστε να εργασθώ ανεπηρέαστος, πιστεύοντας απο την αρχή πως η δικήµου ανάγνωση θα «µπορέσει να συµβάλει στην πληρέστερη αποκατάσταση ή διόρθωση του κειµένου στα σηµεία που παρέµειναν προβληµατικά στους σηµερινούς εκδότες», καθώς σηµειώνει ο Λίνος Πολίτης για την χρησιµότητα της έκδοσης του οµοιοτύπου σε έναν συντοµότατο πρόλογο στο βιβλίο αυτό. Τώρα που µετέγραψα ολόκληρο το χειρόγραφο είµαι βέβαιος πως όντως η δικήµου µεταγραφή φέρνει την πλήρη αποκατάσταση του κειµένου, διότι κανένα σηµείο του κειµένου δέν βρήκα πραγµατικά προβληµατικό. Μόνο την λέξη ‘τετρεµιδα’ θεωρούσα προβληµατική, που κι αυτήν τα συµφραζόµενα την καθιστούσαν κατανοητή, κ εντέλει βρήκα κ αυτεινής την ακριβή σηµασία κ ετυµολογία. Αντιλαµβάνοµαι πως την µετεγγραφή που κυκλοφόρησε την έκανε κάποιος Α. Παπακώστας, του οποίου η δουλειά δέν µου φαίνεται τόσο επιτυχής, αφού έχει διακριτικά υπογραµµίσει σε πολλές σελίδες λέξεις κ φράσεις που τον δυσκόλεψαν – οι οποίες δέν είναι ιδιαίτερα δυσνόητες. Επίσης σε ένα δυό σηµεία σηµειώνει µε µολύβι µιά ανάγνωση που είναι σαφώς λαθεµένη, καθώς θα ιδείτε διαβάζοντας την µεταγραφή µε τα σχόλιάµου. Η ανάγνωση των Αποµνηµονευµάτων απο τον Γιάννη Βλαχογιάννη, άν κ πολύ καλή κ έξοχα σχολιασµένη, περιέχει αρκετά συχνά σηµεία που δέν µπόρεσε ο Βλαχογιάννης να διαβάσει κ άφησε εκεί σηµειώσεις όπως «λέξεις τινές δυσανάγνωσται». Αφού εγώ δέν συνάντησα τέτια σηµεία, θα πεί πως έκανα επιτυχέστερη ανάγνωση. Τα ερµηνευτικάµου σχόλια τα περιόρισα στο ελάχιστο δυνατό. Να µή βιαστεί κανείς να πεί οτι δέν ξέρω πώς βάζουν υποσηµειώσεις σε ένα έγγραφο του Word – απο το µενού ‘εισαγωγή’ επιλέγουµε ‘υποσηµείωση’ στα Windows Millenium και Windows 2000, ενώ στα Windows XP απο ‘εισαγωγή’ πάµε ‘αναφορά’ κ απο ‘αναφορά’ ΰ ‘υποσηµείωση’. Δέν θέλησα να χρησιµοποιήσω σε αυτήν την εργασία ούτε µία υποσηµείωση. Όλα τα δικάµου σχόλια κ προσθήκες παρεµβάλλονται στο κείµενο υπο µορφήν δείκτη («χαµηλά») είτε, καί συνήθως, µέσα σε ‘σφήνες’: < >. ενώ ό,τι είναι του ίδιου του Μακρυγιάννη κ πρέπει για λίγο να θεωρηθεί οτι λείπει για να διευκολυνθεί η κατανόηση απο τον σηµερινό αναγνώστη, το έχω υπο µορφήν εκθέτη («ψηλά»), ενίοτε µέσα σε αγκύλες: [ ]. Έτσι ο κάθε αναγνώστης µπορεί ανα πάσα στιγµή να δεί, κ ανα πάσα στιγµή να παραβλέψει, τα δικάµου σχόλια. Επίσης να µήν βιαστεί κανένας καλοθελητής κ (σοφο)λογιώτατος να πεί πως δέν ξέρω καλή ορθογραφία• το µονοτονικό σύστηµα που χρησιµοποιώ δέν είναι αυτό το τεχνητό που καθιερώθηκε ελέῳ βαρβαρότητος κ αγραµµατοσύνης το 1982, αντ’ αυτού χρησιµοποιώ το µόνο φυσικό µονοτονικό σύστηµα βάζοντας τόνο εκεί κ µόνο εκεί που πραγµατικά ο τόνος προφέρεται. Λέξεις-προσφύµατα που κολλούν µετά τη λέξη, τις γράφω µαζί µε τη λέξη, ενώ λέξεις που κολλούν πρίν τη λέξη τις γράφω χωριστά. (Άν πεί κανείς οτι δυσκολεύεται µε αυτό το ορθογραφικό σύστηµα, θα του απαντήσω οτι είναι 100 φορές πιό αγράµµατος απο τον Μακρυγιάννη). Το σύστηµα αυτό είναι το πιό πρακτικό κ θεωρώ οτι πρέπει να καθιερωθεί. Αυτή η εργασία είναι κ δείγµα του προτεινόµενου συστήµατος. στ) ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΓΡΑΦΗΣ Αφότου απέκτησα το βιβλίο του οµοιοτύπου, άρχισα να το διαβάζω κ να το γράφω καθαρά κ ορθογραφηµένα. Δέν θυµάµαι πόσες σελίδες έγραψα, κάπου τις καταχώνιασα, δέν τις βρήκα, δέν πειράζει. Κάποια στιγµή, επειδή το γράψιµο ήταν χρονοβόρο, άρχισα να διαβάζω χωρίς να µεταγράφω, µόνο κάποια σχόλια σηµείωνα αραιά κ πού. Κ πάλι όµως, δέν είχα ποτέ αρκετή ευκαιρία γι’ αυτήν τη δουλειά, έτσι µέχρι τα 1990 περίπου διάβασα µόνο µέχρι τη σελίδα 96. Σε εκείνο το σηµείο έµεινα µέχρι τα µέσα Αυγούστου του 2004• τότε έπιασα να διαβάζω το χειρόγραφο γράφονταςτο παράλληλα στον υπολογιστή. Το κείµενο µε συνάρπαζε, κ έτσι δούλεψα µε όρεξη κ χωρίς παραµέληση, έτσι το όλο σωζόµενο χειρόγραφο, σύνολο 294 σελίδες του Μακρυγιάννη, το διάβασα κ το µετέγραψα µε τον σχολιασµόµου σε σύντοµο διάστηµα, ολοκλήρωσα το καθαρογράψιµο στον υπολογιστή στις 3 Νοεµβρίου του 2004. Κάθε τί σ’ αυτό το βιβλίο, µου ήταν κ µιά έκπληξη. Δέν ο φανταζόµουν οτι θα είχε τόσο ενδιαφέρον. Διαίρεσα το βιβλίο σε 4 µέρη. Προπάντων στο 4 µέρος συγκλονίσθηκα. Έλεγα πως ο Μακρυγιάννης είναι για την πατρίδαµας ό,τι είναι ο Χριστός για την θρησκείαµας• έλεγα ακόµη πως άν η χώραµας είχε τα οικονοµικά µέσα των Η.Π.Α. θα έπρεπε να κάνει κινηµατογραφική σειρά τα Αποµνηµονεύµατα, φροντίζοντας να µήν παραλειφθεί απο αυτά ούτε µία σκηνή, ούτε µία λέξη. Πίστευα επίσης πως τα Αποµνηµονεύµατα πρέπει να µεταφρασθούν στα Ιαπωνικά, γιατί οι Ιάπωνες, ο λαός που ζεί κ πεθαίνει για ένα φιλότιµο, θα ενθουσιασθεί διαβάζοντας αυτό το έργο κ θα δεί οτι κ στην Ελλάδα υπήρξε φιλότιµο. Αλλα σάν διάβασα όλο αυτό το βιβλίο, που ο ίδιος ο Μακρυγιάννης το ονόµαζε «Θάµατα της Θεία-Πρόνοιας», κατάλαβα πιά οτι ο Μακρυγιάννης ήρθε στη γή όχι µόνο για να τιµήσει κ να φωτίσει τον ελληνισµό• ήρθε για να µεταφέρει ένα µήνυµα απο τον Θεό σε όλους «τους τίµιους ανθρώπους, όσους φέρνουν δοξολογία στο Θεό κ στη ΒασιλείαΤου, όποιας θρησκείας κ άν είναι». Αυτοί οι άνθρωποι θα εκτιµήσουν το έργο του Μακρυγιάννη. Οι υπόλοιποι, όσοι θα πολεµούσαν τον Μακρυγιάννη ζωντανό, θα τον πολεµούν κ πεθαµένο. ζ) ΠΙΣΤΗ Κ ΑΠΙΣΤΙΑ Κανένας µή σταναχωρεθεί για όσους δέν πιστεύουν στο Θεό ή δέν πιστεύουν τον Μακρυγιάννη. Η απιστία δέν οφείλεται σε κακά δαιµόνια, οφείλεται στον ίδιο τον Θεό. Ο Θεός δίνει απλόχερα τη γνώση όπως ο ήλιος φέγγει σε όλους τους ανθρώπους. Ωστόσο θα ήταν άδικο οι ανέντιµοι άνθρωποι να πιστέψουν κάθε χρήσιµο πράγµα της θρησκείας κ να το εφαρµόσουν προς ωφέλειάτους. Γι’ αυτό ο Θεός κάνει να µήν πιστεύουν οι άνθρωποι που δέν έχουν αγάπη, που δέν έχουν ειλικρίνεια, για να µπορέσει να τους καταστρέψει. Στη δικαιοσύνη µέσα είναι όλες οι αρετές, κ βασίλισσα των αρετών είναι η Αγάπη. (Κ τί θα πεί αγάπη, θα ρωτήσουν πολλοί. Είναι απο εκείνα τα πράγµατα για τα οποία όταν µία λέξη δέν φτάνει, τότε και οι χίλιες λέξεις είναι ανεπαρκείς. Να πώ πως είναι το κίνητρο των καλών πράξεων; Αλλα κ των κακών το απώτερο κίνητρο η αγάπη είναι, των πάντων το απώτερο κίνητρο, κ του Σύµπαντος της δηµιουργίας το αίτιο. Άρα δέν φταίει ποτέ το απώτερο κίνητρο, µόνο φταίνε οι ανθρώπινες µέθοδοι που εναντιώνονται στο Νόµο του Θεού. Θα µπορούσα λοιπόν να δώσω έναν πρόχειρο ορισµό, πως αγάπη είναι εκείνο που κρατάει τον άνθρωπο κοντά στο Νόµο του Θεού. Είναι η περιστροφική κίνηση που βλέπουµε παντού στο σύµπαν, όλα τα πράγµατα κινούνται σε κυκλική τροχιά, τί θα πεί κυκλική; θα πεί: χωρίς να αποσυνδέονται απο ένα κέντρο, το κέντρο όλων των κέντρων είναι ο Θεός κ η σύνδεση µε το κέντρο είναι ο ΝόµοςΤου). Όταν λοιπόν ο άνθρωπος δέν έχει την Αγάπη, µπορεί να έχει άλλες αρετές, µπορεί να είναι πολύ έξυπνος, δυνατός, να παίζει µουσικά όργανα, να είναι καλός στο επάγγελµάτου κ σε άλλα πολλά, αλλα άν δέν έχει την Αγάπη, δέν θα πιστέψει σε όσα η θρησκεία συµβουλεύει, δέν θα πιστέψει πως το κάθε τί που γίνεται στον κόσµο είναι δουλειά πνευµάτων κ πως όλα τα πνεύµατα υπόκεινται στον Έναν Θεό, δέν θα πιστέψει πως είναι ωφέλιµο να µήν τρώµε κρέας τουλάχιστον σε ορισµένες ηµέρες, δέν θα πιστέψει οτι δέν πρέπει να αγγίζει κανείς µιά γυναίκα που έχει περίοδο, δέν θα πιστέψει οτι ο άνθρωπος που κλέβει θα πληρώσει γι’ αυτό ακόµη κ άν κανένας άνθρωπος δέν τον είδε, δέν θα πιστέψει οτι ο άνδρας ζηµιώνεται όταν χάνει το σπέρµατου, οτι είναι ωφέλιµο να είµαστε πάντοτε ειλικρινείς, οτι δέν πρέπει µε κανέναν τρόπο να δωροδοκούµαστε, κ µύρια πράγµατα τα οποία όλες οι θρησκείες του Θεού διδάσκουν. Μήπως δέν πιστεύει επειδή είναι έξυπνος; Άν κ είναι έξυπνος δέν πιστεύει, γιατί µωραίνει Κύριος ὃν βούλεται απολέσαι, καταστρέφει ο Θεός τον κάθε άνθρωπο που είναι λειψός σε Αγάπη, κ για να τον καταστρέψει πρέπει ο άνθρωπος να µήν πιστέψει κ τηρήσει το Νόµο του Θεού. η) Η ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ Κάποιος είπε πως η γραφή του Μακρυγιάννη είναι µιά δικήτου εφεύρεση. Νοµίζω πως άν την εφεύρισκε ο ίδιος θα ήταν κατά-τι πιστότερη στην ακριβή απόδοση της γλώσσας. Απλώς αφοµοίωσε την ελληνική γραφή της εποχήςτου όσο του επέτρεπαν οι συνθήκες της ζωήςτου. Θα κάνω µιά σύντοµη περιγραφή της γραφήςτου, γιατί η περιγραφή που δίνει ο Ι. Βλαχογιάννης στην έκδοση των Αποµνηµονευµάτων δέν είναι ακριβής κ περιέχει λάθη. Ο Μακρυγιάννης (κατα βάσιν γράφοντας φωνητικά αλλα όχι µε µεγάλη ακρίβεια) χρησιµοποιεί τα εξής γράµµατα κ δίψηφα: α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ µ ν ξ ο π σπ ρ σ ς στ τ υ φ χ ψ ει ου αυ ευ τζ γκ 1 2 3 4 5 6 7 8 9 0 και ειδικά συµπλέγµατα για τις λέξεις και, εις, αδελφΚεφαλαία γράµµατα, τόνους, πνεύµατα, γενικώς διακριτικά σηµεία κ σηµεία στίξης δέν χρησιµοποιεί, παραµόνο: τις τρείς τελείες που υποδηλώνουν τρίγωνο µε την κορυφή επάνω, τις οποίες χρησιµοποιεί µε έννοια ευλογίας, κυρίως µετά απο αριθµητικά ψηφία• χρησιµοποιεί επίσης τον σταυρό + ώς σηµάδι σε θέση όπου θέλει να προσθέσει εκ των υστέρων κάποιες λέξεις στις οποίες µπροστά βάζει επίσης σταυρό +. Αρκετά συχνά (περίπου σε κάθε σελίδα) χρησιµοποιεί την δεξιά ηµιπαρένθεση ). Κατα τα άλλα υποδηλώνει τη στίξη µερικές φορές (όχι συχνά) αφήνοντας κενό στο τέλος κάποιας γραµµής ή / και αφήνοντας εσοχή στην αρχή γραµµής. Άλλες ενδείξεις που βοηθούν τον αναγνώστη να βάλει κάποια στίξη, είναι η αλλαγή πέννας ή µελάνης, που δείχνει χρονική απόσταση µεταξύ καταγραφών, κ το πού χωρίζει τις λέξεις. (Πάλι καλά, χωρίζει λέξεις µεταξύτους, οι αρχαίοι Έλληνες ούτε κενά µεταξύ λέξεων δέν άφηναν). Η ποιότητα της γραφής δείχνει την κατάσταση της σωµατικής υγείας κ ψυχικής διάθεσηςτου, γράφει πιό ευανάγνωστα όταν είναι σε καλύτερη υγεία κ καλύτερη διάθεση. Πολύ συχνά ο Μακρυγιάννης έβρεχε το χαρτί µε τα δάκρυατου, κ αυτό σε κάποια σηµεία φαίνεται στο χαρτί. Για το πώς χρησιµοποιούσε τα γράµµατα, να παρατηρήσουµε τα εξής: Το ε του Μακρυγιάννη είναι µιά γραµµούλα µε ελαφρά καµπύλωση που ελάχιστα πλήν όµως σαφώς το διαφοροποιεί απο το ι. Συχνά ωστόσο συγχέει το ε µε το ι. Το η του Μακρυγιάννη είναι ένα γράµµα υβρίδιο, κάτι µεταξύ ε κ η. Περισσότερο µοιάζει µε το τυπωµένο ε παρά µε το τυπωµένο η. Το χρησιµοποιεί συχνότερα για τον ήχο ε, σπανιότερα για τον ήχο ι. Κάποιες φορές ίσως εκεί που αποκατέστησα ει, ο Μακρυγιάννης να το πρόφερε ε• δέν πειράζει. Ο ίδιος θα ήθελε αποκατάσταση στο επίσηµο όλων των τύπων που δέν πρόφερε καθώς πρέπει. Για το σπ χρησιµοποιεί ειδικό σύµπλεγµα, κ ένα άλλο ειδικό σύµπλεγµα για το στ. Το ς το χρησιµοποιεί στο τέλος των λέξεων, αλλα ενίοτε κάνει λάθος κ το χρησιµοποιεί µέσα σε λέξεις. Το υ το χρησιµοποιεί µόνο µετά απο κ ή στην αρχή λέξης ή έπειτα απο άλλο φωνήεν. Τις συλλαβές που ακούγονται κε, κι, τις γράφει πάντοτε ώς κυ. Πάντοτε λέγοντας, κάποτε µπορεί να κάνει κ λάθος κ να γράψει κι ή κε, αλλα αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο. Στην αρχή λέξης το υ χρησιµοποιείται είτε για ε είτε για ι, το ίδιο και µετά το κ. Μετά απο άλλο φωνήεν το υ το χρησιµοποιεί για τον ήχο ι ή το αντίστοιχο ηµίφωνο (που γίνεται στα Νέα Ελληνικά «γι»). Το και (το οποίο χρησιµοποιεί υπερβολικά ώς µέσο που τελεί την λειτουργία της ελλείπουσας στίξης) το γράφει µε το σύµπλεγµα κι, στο οποίο κάνει αισθητά ‘σγουρό’ το ι. (Το µεταγράφω µε ένα µόνο γράµµα: κ ή &). Τα αυ, ευ, τα χρησιµοποιεί για αφ / αβ και εφ / εβ αντίστοιχα, όχι όµως όπου η ορθογραφία ορίζει, αλλα όπου ο ίδιος νοµίζει, π.χ. γράφει ‘πευταν’ = πέφταν. Το ου είναι το γνωστό σχήµα ‘ψαράκι µε την ουρά επάνω’• το χρησιµοποιεί µόνο µετά τα γράµµατα σ και π και σπανιότερα µετά απο τ. Σε καµιά περίπτωση ο Μακρυγιάννης δέν διακρίνει την προφορά του ου απο του ο. Το ‘ου’ αυτό (το οποίο µεταγράφω ώς ŏ ή ǒ, ανάλογα µε την χρησιµοποιούµενη γραµµατοσειρά) δέν διαφέρει σε τίποτε απο το ο του Μακρυγιάννη, καί τα δύο τα χρησιµοποιεί είτε για ο είτε για ου. Μόνο επειδή του ερχόταν πιό βολικό στο χέρι, γράφει κατα κανόνα ου µετά απο σ και π, και συχνά µετά απο τ. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις για ο ή ου χρησιµοποιεί το ο. Το ει το χρησιµοποιεί µόνο στη λέξη εις. Το γκ σπανίως χρησιµοποιείται στο έργο του Μακρυγιάννη. Κανονικά το γκ το γράφει µε κ, κατ’ αναλογίαν προς τους ήχους ντ µπ που πάντοτε τους γράφει µε τ π αντίστοιχα. Το ν (που το κάνει παρόµοιο µε το γ) το χρησιµοποιεί όταν χρειάζεται και για οποιονδήποτε έρρινο φθόγγο πλήν του διχειλικού µ. Το σύµπλεγµα τζ το χρησιµοποιεί και για τζ και για τσ, όπως συνηθιζόταν στην εποχήτου. Το ρ παίρνει διαφορετικό σχήµα ανάλογα µε το γράµµα που έπεται. Συχνότατα πάνω στο ρ βάζει µιά µεγάλη δασεία σάν καλπάκι την οποία έβλεπε πάνω απο το ρ σε λόγια κείµενα. Κάποιες φορές αυτή η ‘δασεία’ εµφανίζεται σκόρπια στο κενό, στην πραγµατικότητα δέν είναι δασεία αλλα µόνο η αρχή ενός τ που θα έγραφε και το µετάνιωσε. Τα διάφορα ελληνικά γράµµατα κ διακριτικά που δέν χρησιµοποιούσε, ο Μακρυγιάννης τα ήξερε εξ όψεως, (αφού διατηρούσε αρχείο εγγράφων κ εφηµερίδων που του χρειάζονταν), αλλα δέν ήξερε πώς να τα χρησιµοποιήσει, γι’ αυτό κ τα απέφευγε. Επικολλώ εδώ ώς δείγµα της γραφής του Μακρυγιάννη σε αυτό το βιβλίο τις σελίδες 261 - 262 στο φυσικότους µέγεθος: θ) ΛΕΞΕΙΣ ΞΕΝΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ Βρίσκονται στο έργο του Μακρυγιάννη κ λέξεις δάνειες απο ξένες γλώσσες που χρησιµοποιούνταν στην ελληνική γλώσσα της εποχήςτου. Απο αυτές οι περισσότερες είναι οθωµανικές (είτε γνήσιες τουρκικές είτε αραβικές ή περσικές που µπήκαν στην οθωµανική τουρκική γλώσσα), κ έπειτα έρχονται οι ιταλικές κ άλλες λατινογενείς. Όπου χρειάζεται να δώσω τα οθωµανικά πρότυπα των δανείων λέξεων, χρησιµοποιώ µιά µεταγραφή διαφορετική απο την καθιερωµένη το 1927 λατινική γραφή της Οθωµανικής, διότι αυτή η λατινική γραφή της Οθωµανικής είναι απαράδεκτη, αφού δέν σέβεται την ιστορία των γραµµάτων στο λατινικό αλφάβητο κ τους προγόνουςτου: το ελληνικό κ φοινικικό αλφάβητο• κ επιπλέον αφήνει αχρησιµοποίητα ή σχεδόν αχρησιµοποίητα αρκετά γράµµατα του λατινικού αλφαβήτου ενώ παράλληλα χρησιµοποιεί υπέρ το δέον διακριτικά σύµβολα• κ µάλιστα το σύστηµα αυτό δέν είναι ακριβές στην απόδοση της οθωµανικής γλώσσας, κ διαφέρει απο τη λατινική µεταγραφή της Αραβικής κ Περσικής απο τις οποίες η οθωµανική γλώσσα είχε, κ ακόµη έχει, πάρα πολλές δάνειες λέξεις. Για τους λόγους αυτούς χρησιµοποιώ ένα ορθότερο σύστηµα που εξηγώ παρακάτω για όσους τυχόν είναι εξοικειωµένοι µε το ισχύον σύστηµα λατινικής γραφής της Οθωµανικής: (τα γράµµατα που δέν βρίσκονται στον πίνακα τα χρησιµοποιώ όπως επισήµως χρησιµοποιούνται κ όπως τα χρησιµοποιούσε ο sir Gerard Clauson, φηµισµένος Άγγλος τουρκολόγος που µε το ετυµολογικό λεξικότου κ άλλα έργατου συνέβαλε στην συστηµατοποίηση της απόδοσης της παλαοτουρκικής γλώσσας, κατα τρόπον όµως που δέν µπορώ να συµφωνήσω). Επίσηµο σύστηµα του 1927 και του sir G. Clauson â a: c ç e: é g Σύστηµα ć προτεινόµενο κ aa aa ή x ea ee g χρησιµοποιούµενο ¢ εδώ Επίσηµο σύστηµα του 1927 και του sir G. Clauson g ı: πρόσθιο c i: î j k ź ıı ii ii ή q ž k πρόσθιο o: ö k oo ö öö ή ή œ eo ö: Η εξακολουθητική προφορά ορισµένων συµφώνων δέον να δηλώνεται µε ένα ˘ πάνω απο το σύµφωνο, όπως το ğ για παράδειγµα. Ή, όταν δέν είναι βολικό να γραφεί το ˘ για τεχνικούς λόγους, η εξακολουθητική προφορά να δεικνύεται µε ένα προστιθέµενο h. Άν και η διάκριση ś Σύστηµα µεταξύ στιγµικών κ εξακολουθητικών συµφώνων γενικά δέν χρειάζεται να παριστάνεται στη προτεινόµενο κ ή γραφή, διότι η διαφοροποίηση αυτή εξαρτάται κατα κανόνα απο το περιβάλλον των φθόγγων. χρησιµοποιούµενο š uu uu y yy j Σε µερικές περιπτώσεις βλέπετε οτι προτείνω δύο διαφορετικούς τρόπους γραφής αποδεκτούς ή εδώ αµφότερους, η επιλογή εξαρτάται σε τέτοιες περιπτώσεις απο τις τεχνικές δυνατότητες του $ εκάστοτε γράφοντος. Ο τόνος στις οθωµανικές λέξεις, όταν δέν είναι στη λήγουσα, να δηλώνεται µε µικρή παύλα (‘ενωτικό’) µετά την τονιζόµενη συλλαβή, χωρίς κενό. Π.χ. ha-jır, e-vet είναι λέξεις τονιζόµενες στην πρώτη συλλαβή. Στη Σανσκριτική που δέν έχει πρόσθια στρογγυλά φωνήεντα, µε y σηµειώνω το βραχύ ‘ου’, και µε u το µακρό ‘ου’. Τα κύρια ονόµατα όταν τα αντιλαµβάνοµαι ώς ουσιαστικά τα γράφω µε κεφαλαίο, τα δέ εξ αυτών επίθετα µε πεζό το πρώτο γράµµα κατα τη γραµµατική του Τριανταφυλλίδη. ş u: û ü ü: y ι) ΤΕΣΣΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΨΗΦΙΆ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ Εφόσον ο Θεός δέν δυσκολεύεται καθόλου να συνεννοηθεί σε οποιαδήποτε γλώσσα κ να γράψει µηνύµατα σε οποιαδήποτε γλώσσα, εµφάνισε µηνύµατα σε όλες τις γλώσσες των ισχυρών σήµερα θρησκειών, δηλαδή στην Αραβική, Ελληνική, Εβραϊκή, κ Σανσκριτική. Τα εβραϊκά γράµµατα είναι απλά στο σχήµα κ ο Μακρυγιάννης πολλά απο αυτά τα εκλάµβανε ώς αριθµητικά ψηφία, που όντως µοιάζουνε. Βεβαίως στα εβραϊστί µηνύµατα δέν θα µπορούσε επ’ ουδενί να λείπει το πανίερο Όνοµα του Θεού που γνώρισαν οι αρχαίοι Εβραίοι, που το γράφανε µε 4 γράµµατα, γι’ αυτό κ ονοµάζεται «Τετραγράµµατον», αλλα το διατήρησαν παρεφθαρµένο µε το πέρασµα πολλών αιώνων, κ οπωσδήποτε τα 4 γράµµατα ήταν µόνο τα σύµφωνα της λέξης. Πολύ πρόσφατα εγκαινιάσθηκαν σύµβολα για τα φωνήεντα, όταν πιά τα φωνήεντα του ιερού Ονόµατος είχαν προ πολλών αιώνων ξεχασθεί. Αυτό δέν εµποδίζει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να διαρρηγνύουν τα ιµάτιατους οτι µόνο αυτοί ξέρουν κ σέβονται το όνοµα του Θεού (που δέν το ξέρουν, για τους λόγους που είπαµε, η γραφή δέν ήταν επαρκής για να το διατηρήσει σωστά). Κ όµως είναι εύκολο να το καταλάβουµε, διότι οι 3 συλλαβές αυτού του ιερού Ονόµατος ήταν γνωστές ώς ιερές συλλαβές σε όλον τον αρχαίο κόσµο. Είναι οι τρείς συλλαβές που χρησιµοποιούνταν στον κινέζικο υπερβατικό διαλογισµό, κ σε όλες τις αρχαίες θρησκείες, ακόµη κ στην προκολοµβιανή Αµερική. Η αρχή του Ονόµατος άλλωστε διατηρήθηκε ώς jooh σε πολλά ονόµατα όπως Ιωάννης, Ιωακείµ, Ιωνάθαν, Ιωσήφ κ.λπ. Το ιερό αυτό Όνοµα αποτελείται απο 7 φωνήµατα που είναι το καθένα διαφορετικό απο τα άλλα 6, προφανώς σηµαίνουν τα 7 πνεύµατα του Θεού για τα οποία µιλά ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Οι 3 συλλαβέςτου: JO HY WA: αποδίδουν τις τρείς υποστάσεις του Θεού: JO =Υιός/Δύναµη/Αισθητό, HY =Πατήρ/Αγάπη/Νοητό, WA: =Πνεύµα/Σοφία/Υπεραισθητό. Πρώτα αναφέρεται ο Θεός ώς Υιός, ώς Δύναµη, γιατί ο Υιός γίνεται αντιληπτός µέσω των αισθήσεων, όπως κ η Δύναµη του Θεού. Ο Θεός ώς Πατήρ, γίνεται αντιληπτός µέσω της Νόησης σε όποιον έχει αρκετή εξυπνάδα. Μέσω της νόησης γίνεται αντιληπτή η Αγάπη του Θεού. Η Σοφία του Θεού, ο Θεός ώς Πνεύµα δέν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτός ούτε µέσω των αισθήσεων ούτε µέσω του νού. Μόνο άν καταφέρει κανείς να απενεργοποιήσει κ τις αισθήσεις κ τον νούτου, τότε είναι δυνατόν να έχει κάποια εµπειρία του Πνεύµατος του Θεού, εµπειρία στην οποία αναφέρονται µεγάλοι µύστες όλων των θρησκειών του Θεού, την οποία εµπειρία είναι απολύτως αδύνατον να περιγράψει κανείς, γιατί είναι πέρα απο τη σφαίρα του αισθητού όπως κ του ‫יּהֻוַח‬ νοητού. Με εβραϊκά γράµµατα (προσθέτοντας κ τα σύµβολα των φωνηέντων) το ιερό Όνοµα θα έπρεπε να γράφεται Το JO = ‘ιω’ (µε µακρό ο), το HY σάν ‘χού’ αλλα µε h λαρυγγικό, το WA: = ‘ουάχ’, µε : όµοιο µε το νεοελληνικό χ µε οπίσθια φωνήεντα. Το Y δέν µακρύνεται διότι ακολουθείται απο το W που αρθρώνεται όµοια. Το A δέν µακρύνεται διότι η συλλαβή WA: είναι ήδη θέσει µακρά, αφού το φωνήεντης ακολουθείται απο σύµπλεγµα συµφώνων, το : και το J της επόµενης λέξης, καθώς η λέξη JO HY WA: συνεχώς επαναλαµβάνεται. Οι πιστοί του Θεού σίγουρα επαναλάµβαναν αυτήν την ιερή λέξη µυριάδες µυριάδων φορές έως ασταµάτητα, µε φωνή ή ψιθυριστά ή νοερά. Το ίδιο κ ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός όταν ήταν πάνω στη γή, δέν µπορεί να µήν επαναλάµβανε αυτό το ιερό όνοµα, τουλάχιστον νοερά. Θυµίζει άλλωστε τον ήχο της αναπνοής, κ οι Πατέρες εδήλωσαν «µνηµονευτέον Θεοῦ µᾶλλον ἤ αναπνευστέον». (Πιό αναγκαίο είναι να ενθυµείσαι τον Θεό παρά να αναπνέεις). Αυτοί που κόπτονται οτι σκύβουν µέχρι το χώµα µπροστά στους Πατέρες, κ εκείνοι που καµαρώνουν πως µόνο αυτοί τιµούν το της Αγίας Γραφής Όνοµα του Θεού, θα φιλοτιµηθούν να απαγγέλλουν αυτό το ιερό τρισύλλαβο 1008 φορές (=µισή ώρα) τη µέρα, ή θα περιµένουν να πάρουν σχετική οδηγία απο τα αφεντικάτους; Κανένας άνθρωπος µε εξουσία δέν πρόκειται ποτέ να εγκρίνει κάτι που δέν δυναµώνει την εξουσίατου. ι) ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΣ ΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ Καθώς γράφω εις το τέταρτον µέρος του βιβλίου αυτού, το µήνυµα του Θεού µέσῳ του Μακρυγιάννη είναι προς όλους τους λαούς, όποιας θρησκείας κ άν είναι, στα µηνύµατα του Θεού που έβλεπε γραπτά ο Μακρυγιάννης: σαφώς χρησιµοποιήθηκε η αραβική γλώσσα κ η ελληνική, συνεπώς µε κανέναν τρόπο δέν θα µπορούσε εκεί να λείπει η σανσκριτική γλώσσα κ πάνω απ’ όλα δέν θα µπορούσε να λείπει η Saawitríi, διότι θεωρείται η ύψιστη προσευχή κ η µέγιστη καταπύκνωσις της σοφίας. Ακόµη κ άν ο Θεός απέρριπτε όλα τα άλλα στην κυριολεκτικά απέραντη λατρευτική λογοτεχνία των Ινδών, θα κρατούσε τουλάχιστον µία φράση, που είναι η Saawitríi. Όλοι οι άλλοι ύµνοι του κόσµου απευθύνονται σε ανθρώπους µε ορισµένη λατρεία, ορισµένες ανάγκες, ορισµένα χαρακτηριστικά. (Παράδειγµα, για να τραγουδά κανείς το “Háre Qr,sná, Háre Ráama” πρέπει να πιστεύει πως ο Qr,sná και ο Ráama είναι ενσαρκώσεις του Θεού, κ όσοι διδάσκουν αυτό διατείνονται πως µυριάδες φορές έχει ενσαρκωθεί µέν ο Θεός στη γή, αλλα τον Ιησού Χριστό µε κανέναν τρόπο δέν τον αναγνωρίζουν ώς ενσάρκωση του Θεού, το πολύ πολύ τον παραδέχονται ώς έναν µεγάλο δάσκαλο κ µεγάλο λάτρη. Τέτοια είναι τα «πίστευε κ µή ερεύνα» δόγµατα, που φανερώνουν τους πραγµατικούς σκοπούς των «διδασκάλων»τους). Όµως η Saawitríi προορίσθηκε για όλους τους ανθρώπους ασχέτως απο το τί θέλουν κ τί χρειάζονται, ασχέτως απο το ποιοί είναι, ασχέτως απο το τί πιστεύουν, είναι µιά φράση πανάκεια που όρισε ο Θεός να λένε κ να σκέφτονται όλοι οι άνθρωποι, ασχέτως απο το τί Θεό λατρεύουν, ακόµη κ οι άθεοι να την χρησιµοποιούν αυτήν τη φράση (ακόµη κ άν την ερµηνεύουν υλιστικά) για να φωτιστεί το µυαλότους να κατανοήσουν τον σωστό δρόµο. Τί είναι στον άνθρωπο πολυτιµότερο απο τον σωστό δρόµο; Τί είναι ανώτερο απο τις εντολές «αγαπήσεις τον Θεόν κ αγαπήσεις τον πλησίονσου;». Το να λέει κανείς αυτά τα λόγια είναι τήρησις αυτών των εντολών, στις οποίες όλες οι άλλες βασίζονται. (Γι’ αυτό κ κανείς δέν τα λέει σήµερα! ούτε οι Ινδοί! καθώς αφοσιώνονται σε πλήθος «θαυµατουργές» προσευχές προς τις ενσαρκώσεις του Θεού, προς Αγίους όλων των βαθµίδων, προς ταντρικές Θεότητες. Έχουµε βλέπετε τόση ανάγκη απο θαύµατα). «Σύµπαν! Ύλη, Κόσµος, Πνεύµα! Αυτό τoυ Δηµιουργού το Υπεραγαπηµένο Φώς του Θεού άς Σκεπτόµαστε, απο την Νόηση ο Οποίος Εµάς άς Οδηγεί». Αυτή είναι η καλύτερη µετάφραση που µπορώ να δώσω λέξη προς λέξη, αλλα δέν µεταφράζεται η Saawitríi, διότι έτσι όπως είναι διατυπωµένη στα Σανσκριτικά επιδέχεται τόσες µεταφράσεις κ τόσες ερµηνείες, όσες είναι οι αλήθειες του Σύµπαντος. Αυτή η µετάφραση που έδωσα κ ανάλογες που δίνουν άλλοι, είναι µόνο η εξωτερική σηµασία των λέξεων. Ένα µόνο µικρό παράδειγµα εσωτερικής ερµηνείας: η λέξη Swa: (που εξωτερικά σηµαίνει το φώς του ουρανού, απο σανσκριτική ρίζα sw(a)r, στα Ελληνικά sw(e)l ΰ ἑλ-) για να βγεί σωστά το µέτρο πρέπει να προφερθεί Sywa:, και sy (‘σου’) είναι ένα συνηθισµένο πρόθεµα που σηµαίνει ‘καλό’, οπότε Sywa: αναλύεται σε Sy=καλό και wa: =Πνεύµα, δηλαδή Άγιο Πνεύµα. Η απλούστατη λέξη tat = αυτό, (απο tod που στα ελληνικά έγινε το άρθρο ‘το’) θέλει να πεί οτι το Φώς του Θεού είναι υπεραισθητό, δέν µπορεί να γίνει αντιληπτό απο τις αισθήσεις, γι’ αυτό κ δέν µπορεί να περιγραφεί, νά γιατί δέν µπορούµε να το ονοµάσουµε, κ το λέµε απλώς «αυτό». Η σειρά των λέξεων δέν είναι «του Θεού το Φώς εννοούµεν» (κανονικότερα η γενική προσδιοριστική πηγαίνει πρίν απο το προσδιοριζόµενο στα σανσκριτικά) αλλα «το Φώς του Θεού εννοούµεν» γιατί αυτή η δεύτερη διατύπωση υποδηλώνει «οτι το Φώς είναι του Θεού αναγνωρίζουµε». Η συλλαβή jo (συλλαβή ιερή απο την Μέση Ανατολή µέχρι κ την Κίνα, είναι συµπροφορά των 3 βασικών φωνηέντων: i, a, y ="ι, α, ου") υπαινίσσεται τον Θεό Υιό, γιατί (σηµαίνει ‘ο οποίος’, απο ΠρωτοΙνδοΕυρωπαϊκό jos. στα ελληνικά έγινε ὅς, στα σανσκριτικά jas/ja: που λόγω των επιβαλλοµένων φθογγικών παθών γίνεται εδώ jo) αυτό ακριβώς είναι ο Υιός: άνθρωπος, ο οποίος είναι Θεός• το αισθητό, το οποίο είναι µόνο νοητό κ υπεραισθητό. Βρίσκεται µέσα στη συλλαβή dhíjo (νόηση) γιατί όπου υπάρχει νόηση εκεί γίνεται αντιληπτή η αισθητή µορφή του Θεού, το Σύµπαν, η οποία είναι η εκδήλωση του Υπεραισθητού. Είπα τόσα πολλά, που είναι όλα δικέςµου σκέψεις, να µε συγχωρείτε άν φλυαρώ, µόνο ώς παραδείγµατα οτι η φράση αυτή έτσι ακριβώς όπως διατυπώθηκε είναι κυριολεκτικά ανεξάντλητη σε Αλήθεια για τον καθέναν που θα θελήσει να την διαλογισθεί, δέν είµαι εγώ εξυπνότερος. Το όλο κείµενο της Saawitríi είναι το εξής: µε ελληνικά γράµµατα: ΩΜ βΟΥΡ βΎυΑχ ΣΥΆχ ΤΆΤ ΣΑυΙΤΎΡ υΆΡΕ,ΝΙΑΜ βΆΡΓΟ ΔΕυΆΣιΑ δΙΙΜΑΗΙ δΊιΟ ιΌ ΝΑχ ΠΡΑΚΟΔΆιΑΑΤ )) Και µε λατινικά γράµµατα: OOOM VUR VÝWA: SYÁ: (µε πλάγια γράµµατα το πρώτο ηµιστίχιο του κάθε στίχου): TÁT SAWITÝR WÁRE,NIAM VÁRGO DEWÁSJA DhIIMAHI DhÍJO JÓ NA: PRAKODÁJAAT )) Άν προτιµάτε άλλο σύστηµα µεταγραφής απο την Σανσκριτική, ορίστε το κείµενο κατα την σύµβαση Kyoto – Harvard (σύµβαση αυτών των πανεπιστηµίων για το πώς να µεταγράφεται η Σανσκριτική µε αγγλικά γράµµατα χωρίς διακριτικά σηµάδια, µόνο ASCII): Om bh^ur bh'uvaH sv'aH t'at savit'ur v'areNyam bh'argo dev'asya dhImahi dh'iyo y'o naH pracod'ay^at κ για περαιτέρω επιστηµονική αναζήτηση κάντε κλίκ στο http://titus.uni-frankfurt.de/texte/etcs/ind/aind/ved/rv/mt/rv.htm (βιβλίο 3, ύµνος 62, στροφή 10). Προς Θεού, δέν θέλω να πώ πως η σανσκριτική γλώσσα έχει πολυτιµότερα κείµενα απο την ελληνική. Πώς θα µπορούσε; αφού κ η σανσκριτική είναι ελληνική. Διότι, όπως µπορούν να σας βεβαιώσουν τα περιοδικά ‘Δαυλός’, ‘Ιερά Ελλάς’, ‘Ιχώρ’, κ πολλά άλλα περιοδικά αυτής της κατηγορίας, πρίν απο τους Έλληνες οι άλλοι λαοί όλοι δέν µιλούσαν έναρθρη γλώσσα, µόνο γάβγιζαν κ µούγκριζαν. Οι Έλληνες αποίκισαν όλον τον κόσµο κ δίδαξαν όλους τους άλλους λαούς να µιλούν έναρθρη γλώσσα, την ελληνική. Κ γι’ αυτό όλες οι γλώσσες του κόσµου είναι µορφές της Ελληνικής• προπάντων όµως η Σανσκριτική είναι µιά απο τις ευγενέστερες, για να µήν πώ η ευγενέστερη µορφή της Ελληνικής Γλώσσας, που διατηρήθηκε στην Ινδία όπως ήταν πρίν πέντε τουλάχιστον χιλιάδες χρόνια, όταν οι Έλληνες αποίκισαν την Ινδία, κ την ονόµασαν Ινδία, δηλαδή χώρα του Δία, κ ίδρυσαν την πόλη Νέο Δελχί, που το πραγµατικότης όνοµα ήτανε Νέοι Δελφοί, γιατί απ’ τους Δελφούς της Ελλάδας ήταν οι ιδρυτές κ πρώτοι κάτοικοίτης. Κ άλλωστε τα αλφάβητα της Ινδίας είναι όλα ελληνικής προέλευσης, έχουν 48 γράµµατα γιατί τόσα είχε τότε η ελληνική γραφή, ύστερα απλουστεύθηκε κ η γραφή κ η γλώσσαµας. Πώς λοιπόν θα µπορούσε να διανοηθεί κανείς οτι η Σανσκριτική µας είναι ξένη γλώσσα; Ή οτι η ιερή λέξη ΩΜ δέν είναι ελληνική; Αφού είναι φώς φανάρι πως ΩΜ (αρκετοί λόγιοι θεωρούν οτι το –Μ είναι και εδώ ένα έρρινο που διαφοροποιείται ανάλογα µε τον φθόγγο που έρχεται µετά) είναι η παλιότερη κ αυθεντική µορφή της λέξης ΩΝ, που είναι το ελληνικό Όνοµα του Θεού, γραµµένο σε όλες τις εικόνες του Θεού Πατρός κ Υιού, προσέξτε στις εκκλησίες. Το παλιό τελικό –Μ έγινε αργότερα τελικό –Ν στην Ελλάδα ενώ στην Ινδία διατηρήθηκε -Μ, παράδειγµα στα Σανσκριτικά η κατάληξη της αιτιατικής είναι -m, στα Ελληνικά –ν, το ελληνικό ‘πέραν’ στα Σανσκριτικά είναι param, κ µύρια άλλα παραδείγµατα. Κ γιατί λέω µόνο πως όλες οι γλώσσες είναι µορφές της Ελληνικής; αφού κ όλοι οι λαοί απο την Ελλάδα κατάγονται. Το λέει κ ο απόστολος Παύλος πως ο Θεός εποίησέ τε εξ ἑνός αἴµατος πᾶν έθνος ανθρώπων. Κ φυσικά το αίµα απο το οποίο όλα τα έθνη πλάστηκαν ήταν το ελληνικό, τί άλλο; Απο αυτήν εδώ την Ελλάδα προήλθε όλο το ανθρώπινο γένος, εδώ δηµιουργήθηκε το ανθρώπινο είδος. Τί άλλο να πώ πιά για να σας πείσω; Άν ακόµη δέν πιστεύετε οτι οι Έλληνες είναι αυτοί που εκπολίτισαν όλον τον κόσµο απο τα προϊστορικά χρόνια, έ, τότε κ των άλλων λαών οι πολιτισµοί θα έχουν κάτι να δώσουν. 1 ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ µέρος 1 ο Εις την δόξα! Εις την δόξα! Εις την δόξα του Θεού, της Αγια-Τριάδος, της Θεοτόκος, του Α-Γιάννη του Βαφτιστή κ πάντα <=πάντων> των Αγίων, κ του Αγίου Βασιλείου: να πρεσβέψει εις την ΠαντοδυναµίανΤου κ εις την ΒασιλείανΤου να µας λευτερώσει τώρα εις το νέον έτος, να µας λευτερώσει απο την κακίαµας, απο την ιδιοτέλειάµας κ απο τα πάθηµας, κ απο την επιβουλίαν των ξένων! Εις την παραµονή του Αγίου Βασιλείου τα 1850∴, ξηµερώνοντας τα 1851∴, σηµειώνω εγώ ο αµαρτωλός όσα θάµατα αξιώθηκα να ιδώ εις τον ύπνοµου κ όση ευεργεσία είδα εγώ κ όληµου η φαµελιά κ όσα µου είπαν άλλοι. Κ εις τον κίντυνο της πατρίδος κ θρησκείας: απο την κακίαµας κ διχόνοιάµας κ ιδιοτέλειαµας κιντυνεύαµεν να χαθούµεν πάντοτες• ήταν το χέρι του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου κ µας έσωσε εις όλους τους κιντύνους. Όλα αυτά τα είχα γραµµένα εις τ’ άλλοµου το ιστορικόν, οπου φαντάστηκα κ εγώ ο µικρότερος άνθρωπος της πατρίδοςµου κ όλης της κοινωνίας του κόσµου, κ αγράµµατος, δια να βαρύνω τους σοφούς κ µεγάλους ανθρώπους της κοινωνίας κ µικρούς. Όποιος καταδεχτεί να διαβάσει 2 εκείνο κ τούτο, όποιος ορθόδοξος Χριστιανός, κ άλλης φυλής, οπου θα λάβει τον κόπον να διαβάσει, άς πιστεύει• κ άν δέν θέλει, δέν τον βϊάζει κανένας. Εγώ θα τα σηµειώσω, κ άν λέγω ψέµατα: αυτός ο Θεός κ η ΒασιλείαΤου άς µε κάµει στάχτη κ κουρνιαχτό, άν είµαι απατεώνας. Τα είχα τα ίδια γραµµένα εις τ’ άλλο το ιστορικόν, κ’ επειδήτις πάντοτες µε κατατρέχουν, να µήν ψάξουν το σπίτιµου κ τα βρούν, τα ξέκλησα απο’κεί κ τα βάνω σε τούτο• κ θα βάλω κ όσα είχα χωµένα τόσα χρόνια, οτι σάπισαν εις την γής• κ ο Θεός άς κάµει το ΈλεόςΤου. <µεγαλύτερο διάστιχο, κ εσοχή στην επόµενη σειρά:> Εις δόξα του Θεού σηµειώνω πρώτα την µεγάλη Ευσπλαχνίαν <πάντοτε το γράφει ‘ησπιλαχνία(ν)’> του Θεού οπου είδα, οπου έκαµεν εις εµένα τον αµαρτωλόν: τα 1837∴ µου άνοιξαν οι πληγές του σώµατόςµου, οπου είµαι πληγωµένος εις τα δεινά της πατρίδος, κ έκαµα αστενής τέσσερους µήνες. Έτρεχαν οι πληγές απο το χέριµου κ απο τ’ άλλοµου το σώµα, ετρύπησε το σώµαµου όλο απο την πολυκαιρία της αστενείαςµου. Είχα οχτώ γιατρούς. Τέλος, σώθηκαν οι ελπίδες κ απο’µένα κ απ’ όλους τους γιατρούς. Με το σεντόνι µε γύριζαν, οτι έµεινα πετσί 3 οτι έµεινα πετσί κ κόκκαλα: εσούρωσε το σώµαµου εξ αιτίας το τρέξιµον των πληγώνµου. Τότε οι ελπίδες όλες ενέκρωσαν. Έστειλα, ήρθε ο πλεµατικός <=πνευµατικός>, µε ξεµολόγησε, µε µετάλαβαν. Ήµουν κ εγώ ο ίδιος µπεζερισµένος <bezer-, ‘ευρύς χρόνος’ του bez- = εξαντλείται, κατακουράζεται, χάνει κάθε ενδιαφέρον, αηδιάζει> την άχλιαν κατάστασιν οπου κατήντησα• κ αφάνισα κ όλους τους ανθρώπους γ του σπιτιού: συγυρίζονταςµε, κ ά υπνοι τόσες µήνες, φωνές νύχτα κ ηµέρα – αστένησαν κ αυτείνοι. Έλεγα: πότε να πάρει ο Θεός το αµανέτι, <=ενέχυρο, εννοεί την ψυχή> να λευτερωθώ κ εγώ κ αυτείνοι! Ήρθε ηµέρα, όλοι οι ιατροί µε αποφάσισαν. Έρχεται κ η γυναίκαµου µε όλαµου τα παιδιά να πάρουν τον τελευταίον ασπασµόν• εκεί οπου µπήκαν µέσα κ τους είδα, είπα: «αυτείνοι είναι πεθαµένοι κ σβησµένοι όλοι εις το εξής, κ θα γκεζερούν <cezer- ευρύς χρόνος του cez- = τριγυρνά> τους δρόµους, δυστυχισµένοι!». Τότε δοξάζω τον Θεόν κ Τον περικαλώ να µε αφήσει µόνον δι’ αυτούς τους αδύνατους κ ανήλικους. «Βαγγελίστρα!» είπα, «πρέσβεψε κ σώσε, οτι η ώρα ήρθε!». Λέγω των γιατρών: «πιάστεµε κ βγάλτεµε εις την σάλα µε όλο το σεντόνι!». Μου λέγει ο επόπτης: <= ‘υπιτις’. Απο λάθος παρέλειψε το ‘πό’, επειδή σκέφθηκε το αµέσως επόµενο π. Είχα σκεφθεί ‘υπη<ρέ>της’, αλλα ένας υπηρέτης δέν θα µιλούσε µε τέτοιο θάρρος, κ τονιζόµενη συλλαβή < ρέ> δέν θα λάνθανε. Θα µπορούσε να είναι κύριο όνοµα τοπωνυµικής προέλευσης, ας πούµε Εµπίτης, αλλα κάτι τέτιο δέν θυµίζει κανένα υπαρκτό όνοµα, άλλωστε άν ήταν επώνυµο θα έδινε κ το µικρό όνοµα, ή θα εξηγούσε ποιός είναι αυτός, όπως πάντοτε κάνει ο Μακρυγιάννης όταν πρωτοαναφέρει κάποιο όνοµα> «τώρα σε ολίγο εκεί θα βγείς! <δηλαδή πεθαµένος!>» Τους λέγω: «βγάτε όλοι όξω ευτύς! µήν µείνει κανένας 4 εδώ!»• τους έβγασα <= κατα το ‘έµπασα’. Θα µπορούσε κανείς να διαβάσει κ ‘έβ<ι>ασα’. Γραµµένο ‘ευγασα’, διαβάζω ‘έβγασα’>, βγήκαν. Κατεβαίνω µόνοςµου κ βάνω τα παπούτσιαµου κ πετάγοµαι τρέχοντας εις την σάλα, κ δίνω ένα σάλτο κ πετάχτηκα απάνω εις τον καναπέ, εκείνος ο ντράτος <=ασταθής, ισχνός, αδύναµος. Λέγεται κ σήµερα>, το αδύνατο το σώµα! Έπεσα µπαϊλντισµένος <bajıldı παρελθοντικός χρόνος του bajıl- = λιποθυµά> κ πήρα έναν ύπνο ώς ένα κάρτο <ιταλικό quarto = τέταρτο (της ώρας)> – οπου τέσσερους µήνες ύπνο δέν είδα, κ τα µάτιαµου ξυλιασµένα, κ όλο φωνές! Τότε τους λέγω να µου σάσουν <ισιάξουν = ετοιµάσουν, σελλώσουν> τ’ άλογοµου κ να του βάλουν σκουτιά απάνω εις την σέλλα. Τό’σασαν, µ’ έπιασαν οι άνθρωποι µ’ έβαλαν απάνω, κ πήγα εις την Συριανή, εις την Παναγίαν• κ την ίδιαν ηµέρα εκεί ζήτησα να φάγω κ έκαµα κ τα γλιαµπάνια. <= ‘γλιαπανια’ =πρέπει να σχετίζεται µε το χλεµπόνι =φλέµα, καθώς κ µε την χλαπάτσα, ασθένεια των προβάτων όπως την ονοµάζουν οι Σαρακατσάνοι. Είναι µάλλον απο βλάχικη λέξη, υποθέτω *qlebán, που σήµαινε βρωµιά προερχόµενη απο το σώµα. Το ε στα βλάχικα τρέπεται συνήθως σε ια. Τα συµφραζόµενα δείχνουν οτι γλιαµπάνια εδώ εννοεί κόπρανα, πιθανόν αρρωστιάρικα, ευκοίλια. Ίσως λ. επηρεασµένη απο το οθωµανικό jabana = ‘στην ερηµιά, στο κενό’, που λέγεται για κάθε τί δυσάρεστο, ανεπιθύµητο>. Εκεί έκατσα ένα µήνα, κλείσαν οι πληγές πίσω, κ σηκώθηκα, σάν θέλει ο Θεός κ η ΧάρηΤης, κ ήρθα εδώ. <αλλαγή πένας:> Η γυναίκαµου ήταν γκαστρωµένη, το παιδί έτρωγε αυτείνη <=τέτιου είδους = υπο τις άθλιες συνθήκες που περιέγραψα> την θροφή εις την κοιλιά, γεννιέται το παιδί, σερνικόν, γένεται δύο, τριών χρονών, βγαίνει <=βγάζει> το τρικούκουλο: του ανοίγουν σε όλοτου το σώµα είκοσι πέντε τρύπες! Έκαµεν µε αυτά περίτου από’ναν χρόνον – δέν µπόρησε <=δέν στάθηκε δυνατό> να το γιατρέψουν όλοι οι ιατροί της Αθήνας, κ από’ξω άλλοι, πραχτικοί. Τάζω κ αυτό εις τον µεγάλον Γιατρό, τον Θεόν, κ την Βαγγελίστρα. 5 (Κ όταν αστένησα εγώ, τάχτηκα να πάγω εις την Μεγαλόχαρη, την Βαγγελίστρα. Όταν ήµουν σε κίντυνο, ταζόµουν – όταν γιατρεύτηκα, τ’ αστόχησα να πάγω• αρρωσταίνοντας κ το παιδί, το τάζω κ αυτό – κ να το πάρω να πάγω• αστοχώ κ αυτό). Όταν γέρεψε <=έγινε γερό>, έρχεται η Τρίτη Σεπτεβρίου την νύχτα οπου µας είχαν τρογυρισµένα όλα τα στρατέµατα, κ εγώ χωρίς δύναµιν, κ την αυγή θα µε βαίναν εις την τζελατίνα (εις τ’ άλλο ιστορικόν ξηγούµαι πώς έτρεξε)• τότε περικαλιούµαι τον Θεόν κ την ΧάρηΤης να µας προφτάσουνε• κ όντως έκαµεν νεκρανάστασιν σ’ εµάς κ µας έσωσε• τάχτηκα κ τότε, πάλε τ’ αστόχησα. Τις ηµέρες εκείνες της Τρίτης Σεπτεβρίου, εις τις έξι, εις τις εφτά µέρες εκείνου του µηνός, βλέπει ένας γερο-σεβάσµιος αγωνιστής, κάτοικος έξω εις τα χωριά, την νύχτα οπου χαζιρεύεταν <= ετοιµαζόταν. Οθωµανικό hazır = παρόν, έτοιµο> να κοιµηθεί κ πήγε εις τα εικονίσµατάτου να κάµει την προσευκήτου, βλέπει ένα σύγνεφον κ του λέγει: «γνωρίζεις τον Μακρυγιάννη;». 6 Αυτός – τον πήρε ο φόβος. «Μήν φοβάσαι! Τον γνωρίζεις;» του λέγει. Λέγει κ αυτός ο δυστυχής: «τον γνωρίζω». – «Να πάς να του ειπείς: δι’ αυτό οπου εργάστη, θα τον κιντυνέψουν πολύ κ αυτόν. Κ αυτό µήν φοβηθεί• άς έχετε τις ελπίδες εις τον Θεόν, κ θα σας σώσει. Κ να του ειπείς να πάγει εκεί οπου τάχτη τόσες φορές (κ γιατρεύτηκε κ εσώθηκαν όλοι απο τον κίντυνο): να πάγει εις την Βαγγελίστρα». Αυτός δέν ήρθε• αφού τρείς φορές το είδε, κ τον βίασε <=πίεσε, ανάγκασε> κ ήρθε κ µου το είπε, πάλε το βάρησα εις του κουφού.∴) Όταν θα βαρούσαµεν τουφέκι την Τρίτη Σεπτεβρίου, βλέπει ένας άλλος αγωνιστής, Χριστιανός καλός, τις δύο του µηνός ξηµερώνοντας, οτι βρέθη εις το περιβόλιµου αυτός κ ένας λαµπροφορεµένος ώς δεσπότης• κ παρουσιάστηκα κ εγώ. Του λέγει αυτεινού του αγωνιστή ο δεσπότης: «αυτόν οπου λέπεις – κ θα τον σώσω απο τον κίντυνον-» (κ παρουσιάζεται κ µία στέρνα µε µαγαρισές) «-κ θα τον βγάλω κ απο αυτείνη την µαγαρισά». Κ σταύρωσε κ έλαµψε ο τόπος. 7 Κ ευθύς παρουσιάζοµαι κ µε δύο παιδιά µικρά. Κ ξύπνησε ο άνθρωπος, κ ήρθε κ µου το είπε. Δέν του είχα ειπεί αυτεινού τίποτας δια την Τρίτη Σεπτεβρίου, οτ’ ήταν µε τον Βάσιον κ υποπτευόµουν. Αφού τελειώσαµεν απο τον κίντυνο, συµβρίσκοµαι µε την γυναίκαµου κ γκαστρώνεται.) Ώς τώρα σας έγραφα, αναγνώστες, θεοτικά. Τώρα θα σας γράψω κ δαιµονικά: Η γυναίκα αφού γκαστρώθη, επιάσαµεν µιάν φαγωµάρα κ γκρίνια µεγάλη: µε όλη την φαµελιά. Κ άρχισε η γυναίκα κ σώνεταν, κ όλο έρευε. Ήφερα νύχτα κ ηµέρα. <=γραµµένο ώς συνήθως ‘υφερα’> γιατρούς, τόσα πράµατα! Κ σάπισαν κ τα στήθιατης, την πονούσαν, οπου δέν κοιµάτο ν Έρχεται ένας αγωνιστής απο την Αίγυπτο, σάν έµαθε την µεταβολή αυτείνη <=την απόκτηση συντάγµατος>, ν’ απολάψει τα δίκαιατου: ήτον µαζίµου εις τον αγώνα της πατρίδος. Βλέπει την φαµελιάµου σ’ αυτείνη την κατάστασιν, λέγει: «της έχουν κάµωµα καµωµένο δαιµονικόν». <Εκεί στην Αίγυπτο έµαθε απο την αρχαία σοφία της Ανατολής>. Εγώ αυτό δέν το πιστεύω• µε βιάζει να το πιστέψω, 8 µου λέγει: «το βράδυ θα ιδούµεν τί είναι, το βράδυ!». Έκατσε όλη µέρα µαζίµου• το βράδυ, τα µεσάνυχτα, µε παίρνει εµένα, κ παίρνω κ άλλον έναν άνθρωπο, οτι φοβήθηκα µόνοςµου, κ κατεβαίνουµε εις το περιβόλιµου. Κ γυµνώνεται αυτός, καθώς τον έκαµεν η µάνατου• κ άρχισε, ώς µίαν ώρα κάτι <σε γλώσσα ακατάληπτη απο τον Μακρυγιάννη> είπε εκεί, είπε, είπε• τότε µας λέγει: «φέρτεµου ένα τσαπάκι». Κ σκάβει εις την πόρτα, οπου τρώµεν ψωµί απο µέσα, κ βγαίνει <=βγάζει> ένα πράµα δεµένο: ένα πανί, κ δεµένο µε πλήθος σπάγ<γ>ους• κ του κόβοµεν αυτά τα σκοινιά κ τ’ ανοίγοµεν• κ ήταν µέσα τρία πιρούνια µεγάλα, κ ήταν πλήθος βελόνες, κ διάργερον <=υδράργυρος, γραµµένο ‘διαριηρον’> κ στάχτη, κ κοκκαλάκια απο πεθαµένους, κ σηµάδια <=δείγµατα> απο τα σκουτιά της ι γυναικόςµου κ απο τα δικάµου• κ φαινόταν κ εκείνα το κόψιµοτ ς <=το κόψιµότους> κ τα σκουτιάµας οπου ήταν τρύπια <φαινόταν κ εκείνα τα κοµµάτια απο τα ρούχαµας πώς τα είχαν κοµµένα κ τρυπηµένα>• κ τα πήρε κ τα τσέκισε< =τσάκισε> όλα αυτά τα καρφιά κ βελόνες, κ τ’ άλλα τά’καψε κ τα πέταξε έξω εις τα χωράφια. Κ άρχισε η γυναίκα 9 ν’ αναλαβαίνει. Όµως τα στήθιατης την πονούσαν ακόµα. Ήρθε ο καιρός, κ κάνει δύο παιδιά, <δίδυµα> σερνικά. Βλέπω εις τον ύπνοµου: «αυτά να τα βαφτίσεις το νέον έτος. Το ένα να το ειπείς Δηµήτρη κ τ’ άλλο Γιώργη». Αυτό το είδαν κ άλλοι εις τον ύπνοτους. Κ τά’βγαλα καθώς είδα, κ εις την βάφτισιντους µαζώχτηκαν ένα πλήθος ανθρώπων. Κ ακολούθως σηµειώνω την Ευσπλαχνία του Θεού: Αφού τα γέννησε, ώς δεκοχτώ ηµέρες, ήτον η γυναίκα πολύ καλά – ξυπνάγει µε µεγάλες φωτιές κ παραλογισµούς, πονούσαν τα στήθιατης κ όλοτης το σώµα, όσο πήγαινε: εις το χερότερον. Ήφερα – είχα τρείς γιατρούς, τους καλύτερους• έκαµεν αρκετές ηµέρες, αδυνάτισε πολύ απο τα αίµατα, απο πλήθος αβδέλλες, κ γλυστήρια <=κλυστήρια=όργανα για πλύσεις των εντέρων, κλύσµατα>, κ γιατρικά• πλέον φρένιασε: ούτε µιλούσε, ούτε γνώριζε, ούτε µπορούσε να αιστθανθεί να πάρει γιατρικόν. Σάν την είδαν οι γιατροί σ’ αυτείνη την κατάστασιν, απολπίστηκαν. Τότε µου λένε: «δέν είναι πλέον ελπίδος! <=γενική της ιδιότητος, στην αρχαΐζουσα γλώσσα των γιατρών> Κ σου το λέµεν, οτι είσαι στρατιωτικός κ δέν 10 <ταιριάζει> να σε απολπίζουν αυτά• οτι τέτιος είναι τούτος ο κόσµος». Κ: «ο Θεός είναι δυνατός!»• κ φύγαν. Κοντά τα µεσάνυχτα έρχεται ο Αλέξαντρος, γιατρός, ώς συγγενής (κ τον έχω εις το σπίτι µε κοντόττα) <=µε σύµβαση (διαρκούς ιατρικής παρακολούθησης για ορισµένο διάστηµα επι ορισµένης αµοιβής). Γραµµένο ‘ειςτοσπιτι µε κοντοτα’. Το ιταλικό λεξικό ‘De Mauro’ δίνει τις εξής ερµηνείες του condotta: burocr., assunzione di un professionista, spec. sanitario, in un pubblico ufficio: c. medica, veterinaria, concorrere a una c. stor., estens., il contratto stipulato tra un capitano di ventura e il signore o il comune che lo assumeva al suo servizio con un determinato numero di soldati | lo stipendio relativo.>. Την είδε εις την ίδια κατάστασιν, σηκώθη κ’ έφυγε πολλά λυπηµένος. Τότε κ εγώ απολπίστηκα. Μαζώνω τα παιδιάµου, πηγαίνω εις τις εικόνες, κάνοµεν τις µετάνιεςµας• κ κλαίγαµεν• κ έλεγα: «Κύριε! αυτά τα παιδιά ανήλικα, κ τόσον κόσµο εδω µέσα, τί να τους κάµω εγώ ο δυστυχής;». (Γιόµωσε κ το σπίτι ξένους ανθρώπους µέσα – έξω, καταφανίστη κ το σπίτι• όποιος είχε διάθεσιν, έκλεβε). Εκεί οπού’κανα την προσευκήµου µε τα παιδιάµου, µού’ρθε εις την ιδέαµου: (αύριον ξηµέρωνε Κυριακή) άν ζήσει η γυναίκα ώς αύριον, να στείλω τα παιδιά εις την εκκλησίαν απο µίαν λαµπάδα, να κάµουν την προσευκήτους – κ ο Θεός άς γένει Έλεος <ή: ίλεως. Γραµµένο ‘ηλεος’> εις αυτά οπου θα µείνουν αρφανά. γ Σηκώθηκα, πήγα εις τον άρρωστον, της έβαλα κ δύο γυναίκες συγγενείςτης, ό,τι τραβά ει <=απαιτείται> να της πιάσουνε τα µάτια 11 όταν της βγεί η ψυχή. Εγώ, λυπηµένος κ µπαϊλντισµένος, τόσες ηµέρες άγυπνος, µε πονούσε κ το κεφάλι, είπα των γυναικών να σταθούν µε τον άρρωστον κ εγώ να πέσω να κοιµηθώ ολίγον. Εκεί οπου πήγα εις την ταράτσα να κοιµηθώ, σήκωσα τα µάτιαµου εις τον ουρανό, κ περικαλούσα κ έκλαιγα• κ λέγω: «Βαγγελίστραµου, πολλές φορές µ’ έσωσες κ’ εµένα κ το σπίτιµου όλο (κ εγώ στάθηκα αχάριστος). Κ τώρα να µου βρεθείς, οτι’ είµαι χαµένος!»• κ έγειρα. Την ίδιαν στιγµή οι γυναίκες αποκοιµήθηκαν – κ ο άρρωστος µόνοςτου• πηγαίνει ένα σύγνεφον κ κατεβάζει την γυναίκα κάτω απο το στρώµα – κ τέτια λευτεριά οπου δέν την είχε όταν ήταν κορίτσι! Τότε της ήρθε ο νούςτης• τότε είδε οπου ήτον µαγαρισµένη κ δέν ένιωθε• τότε σήκωσε αυτά τα σκουτιά µόνητης, άλλαξε παστρικά σκουτιά, πήγε εις το παλεθύρι να πιεί νερό – πάτησε την θείατης• βλέποντάςτην απο πάνω της, έκοψε το αίµατης• της λέγει: «µήν φοβάσαι, θείαµου• κ σήκωσέµου το 12 στρώµα, κ τ’ άλλα τα σκουτιά οπού’ναι µουρνταρισµένα, οτι δέν µπορώ να τα σηκώσω µόνηµου». Πήρε να ξηµερώσει, µπήκα κ εγώ µέσα να ιδώ: την συγύρισαν καλά ή όχι; Ανοίγοντας την πόρτα, µου λέγει: «άντρα, να πάς εις την Βαγγελίστρα!»• κ µου λέγει όλα αυτά. Εγώ, αδελφοί, περικαλιούµαι έξω, κ τί λέγω εγώ έξω: µου τα λέγει όταν µπήκα µέσα! Την ίδια ώρα έστειλα κ ήρθαν οι παπάδες, διάβασαν, κ σηκώθη εντελώς. Ήρθαν οι ιατροί, µου είπαν: «έγινε µεταβολή». Εγώ δέν τους είπα τίποτας απο αυτά• τους πλέρωσα κ τους ευκαρίστησα. Κ εγώ κ ο άρρωστος γνωρίσαµεν τον αληθινόν Γιατρόν! – Μετανογάγω, πάλε δέν πηγαίνω εις την ΧάρηΤης. Σε δύο ηµέρες, βλέπει ένας Χριστιανός εις τον ύπνοτου οτι ήρθε ένας καλόγερος εις το σπίτιµου, κ µιά µαυροφόρα, εις τον οντά οπου κοιµούµαι µόνοςµου, κ µου λέγει η γυναίκα οτι: «Εγώ δέν ήθελα να µατά’ρθω σ’ εσέναν• ο Γιάννης µε παρακίνησε (ήτον ο Άγιος Γιάννης ο Βαφτιστής), οτι σ’ έσωσα τόσες φορές κ δέν ήρθες εις το σπίτιΜου, Με γέλασες. 13 γ Σου γιάτρεψε κ ο ΜονογενήςΜου, (κ: εγώ τον περικάλεσα κ ήρθαµεν κ) σου γιατρέψαµεν το εταίρισου <γραµµένο γιτερισŏ. Είναι παλιά µορφή να µήν ανεµείνουν αρφανά τόσα αδύνατα χελιδονάκια• <η σύζυγος λέγεται χελιδόνα κ τα παιδιά χελιδονάκια, γιατί είναι αγαπηµένα µέν, αποδηµητικά δέ. Κατοικούν µαζίµας, στο ίδιο σπίτι, αλλα αποδηµούν, χωρίζουµε, όταν έρχεται η ώρα του θανάτου> κ γιάτρεψε ο ΜονογενήςΜου το στήθοςτης κ Εγώ το χέριτης, οπου θα πάγαινε απο αυτά• κ της έβγαλε τόσα σάπια απο του καταραµένου τις ενέργειες». Τότε εγώ άρχισα να κλαίγω. Μου λέγει: «µήν κλαίς. Ξέρεις ποιός σε φυλάγει εσέναν;»• ευτύς (είχε απο κάτω απο το ράσοτης µιάν λαµπάδα κ) την σήκωσε απάνω κ άναψε: «αυτό το Φώς του ΑφεντόςΜας σε φυλάγει! Κ να’ρθείς εις το σπίτιΜου». Έρχεται ο άνθρωπος την αυγή, µου λέγει όλα αυτά. Τότε εγώ αποφασίζω να πάγω κ να πάρω κ το παιδί οπου το γιάτρεψε απο τις πληγές κ τό’ταξα να το πάρω να πάµεν – αρχινάγω κ συλλογιούµαι: «πού να πάρω παιδί!», φοβόµουν κ την θάλασσα, δέν είχα κ έξοδα εις το χέρι• κ δι’ αυτά όλα άρχισα να µετανογώ δια το παρόν, του ‘ταίρι’, αρχαϊκώς ‘ἑταίριον’> 14 να µήν πάγω• κ φοβόµουν κ την εξουσίαν, να µήν µου κάνει αντενέργ<ει>ες <µε την καχυποψία> οτι πάγω να κάµω συνοµωσίες (οτι είχα ζητήσει την άδεια όταν ήτον ο Λόντος υπουργός, κ δέν µου την έδωσε)• αυτά όλα µού’φερναν δυσκολίες. Την άλλη βραδυά βλέπει µιά γυναίκα την ΧάρηΤης, τον Α-Γιάννη, τον Άγιον Σπυρίδωνα κ τον Άγιον Νικόλα, κ ήρθαν εις την κάµαρη, κ βαστούσα εγώ το παιδί εις τα χέρια• µου λέγει η ΧάρηΤης: «µήν παίρνεις το παιδί µαζίσου τώρα• κ µήν φοβάσαι απο αυτούς, δέν σου κάνουν τίποτας• κ µήν φοβάσαι κ την θάλασσα: θα σε πάρω Εγώ κ ο Γιάννης κ ο Σπύρος κ ο Νικόλας να σε πάµεν κ να σε φέρωµεν πίσω εις την οικίανσου». Αφού έρχεται η γυναίκα κ µου λέγει αυτά (όσα εγώ συλλογιόµουν µόνοςµου µου τα λέγει αυτείνη!) – παίρνω έναν άνθρωπον, κατεβαίνω κάτω, ήταν κ το παπόρι δια να φύγει, µπήκα µέσα• έπεσα να κοιµηθώ απάνω (δέν µπορούσα κάτω εις τ’ αµπάρι) – µου λένε: «σήκω!». Εγώ έλπιζα οτ’ ήµαστε ακόµα εις τον Περαία, ανακατώνονταν οι άνθρωποι 15 κ θα σηκώσουν σίδερο <=άγκυρα> να φύγωµεν – µου λένε: «σήκω, θα βγούµεν εις την Σύρα!». Τηράγω, βλέπω Σύρα. Εβήκαµεν έξω, εις τους φίλους• έφαγα ψωµί• θέλανε να µου κάµουν τραπέζι άλλοι το βράδυ – είπα του παιδιού κρυφά κ’ έπιασε καΐκι• σε δύο ώρες πήγαµεν εις την Τήνο• επήγα σ’έναν κουµπάροµου, έκατσα εικοσιτρείς ηµέρες• πήγα εις την ΧάρηΤης, νήστεψα κ ξεµολογήθηκα να µεταλάβω. Είπα των επιτρόπων να µου βάλουν ένα σκουτί να κοιµηθώ κάτω, εις την εκκλησίαν οπου φανερώθη η ΧάρηΤης• µού’στρωσαν εµπροστά εις την εικόνα. Η εκκλησιά είναι µεγάλη. Εκει µέσα, λέγω του ανθρώπουµου: «εσύ σύρε πέρα τις εικόνες κ κοιµήσου – κ άν θέλεις, δοξολόγα τον Θεόν κ την ΧάρηΤης • ει δέ, κοιµήσου• ό,τι θέλεις ακολούθα». Άρχισα εγώ να κάµω τις µετάνιεςµου κ την αµαρτωλήµου προσευκή εις τους Σωτήρας της πατρίδοςµου κ θρησκείαςµου κ’ εµένα του αµαρτωλού κ όληςµου της οικογένειαςµου. 16 Αφού άρχισα τις µετάνιεςµου κ την προσευκήµου καµόση ώρα, πήγα εις την ΧάρηΤης να ασπαστώ, να κοιµηθώ ολίγον κ πάλε να σηκωθώ• άµα πήγα να απαστώ, κάνει έναν χτύπον η εικόνα, οπου δέν µπορώ να σας το παραστήσω! Ξυπνάγει ο άνθρωπος απο το πέρα µέρος, οπου τ’ άκουσε, ήρθε εκεί, «τί ήταν αυτό;» µου λέγει – µήτε εγώ ήξερα µήτε εκείνος. Μετάλαβα την αυγή. Πήγαινα, όσες µέρες στάθηκα: πήγαινα εις την ΧάρηΤης, λυτρωνόµουν. Κ καθόµουν µε τους επιτρόπους κ πατέρες. Εκεί ήµουν τυχερός, δια της ΦώτισήςΤης: πήρα κ µίαν εικόνα, όσ’η είναι η ΧάρηΤης <=µεγέθους όση η εικόνα της ΧάρηςΤης στο Ναό>, ασηµένια, ‘ο Ευαγγελισµός’, οχτακοσίων χρόνων• την είχαν πάγει απο την Κρήτη εις την ΧάρηΤης• κ µου την δώσαν. Κ χωρίς να ενιώσω την θάλασσα, γύρισα πίσω εις το σπίτιµου, µε την ΑγαθότηΤης κ µε την ΕυσπλαχνίαΤης. Σηµείωσα, αδελφοί, όσα µαναχόςµου δοκίµασα κ είδα το ΈλεόςΤης, κ όσα µου είπαν οι άνθρωποι. Κ θα σηµειώσω κ άλλα πολλά. Όποιος θέλει, άς πιστεύει – όποιος δέν θέλει, άς κάµει ό,τι αγαπάγει. 17 Γυρίζοντας εις το σπίτι απο την ΧάρηΤης, εκείνον τον χτύπον οπου έκαµεν η εικόνα όταν πήγα να µεταλάβω, πάντοτες τον ακούγω εδώ εις τις εικόνες.) Αφού ήρθαµε απο την ΧάρηΤης, την νύχτα µας παίρνει ο Α-Γιάννης κ άλλοι Άγϊοι <πρέπει να διαβάζεται πάντοτε ‘Άγϊοι’ σε 3 συλλαβές κ όχι ‘Άγιοι’ σε 2 εµένα κ την γυναίκαµου, κ µας πήγαν σε µιάν λαµπρά εκκλησίαν• κ ήταν κ µία βρύση, κ είχε σά φίδια πλήθος<=πλούσια γλυπτή διακόσµηση στην πέτρινη ή µαρµάρινη βρύση>• σε µιάν σκάφη µού’ βαλαν τα σκουτιάµου να τα πλύνει η γυναίκαµου, κ ο Α-Γιάννης είχε εις το ράσοΤου ένα θελό <=θολό> πράµα κ τό’ριξε µέσα εις συλλαβές, γιατί ο Μακρυγιάννης το γράφει πάντοτε ‘αγιυ’ που σηµαίνει οτι διακρίνει δύο ‘ι’ στη λέξη κ όχι µόνο ένα µετά το γ> ι την γούρνα οπου ήταν τα σκουτιά, κ είπε της γυναικόςµου: µε αυτό καθώς είναι να τα φορέσω. Τότε µε πήραν κ ήρθαµεν εις το σπίτιµου• κ εις την οξώπορτα <γραµµένο σάν δύο λέξεις: ‘όξω πόρτα’> ήταν ένας Δεσπότης κ είχε εις το χέριΤου: έναν λαµπρό Σταυρόν κ έλαµπε ο τόπος• µ’ ευλόγησε κ µου Τον έδωσε• κ µου είπε: «εσένα σου αφιερώνω τον ΣταυρόνΜου»• κ έκαµα µετάνιες κ Τον πήρα κ Τον έβαλα εις τις εικόνεςµου.) <µε το ‘ιε’ εννοώ πως προφέρεται σε µία συλλαβή. Εδώ το ι δέν προφέρεται, µόνο µετατρέπει τον προηγούµενο φθόγγο: το ν γίνεται πρόσθιο ουρανικό. Όπου γράφω ‘µετάνοιες’ εννοώ οτι προφέρεται ‘νοι-ες’, σε χωριστές συλλαβές> Ήταν Σαρακοστή, ενηστέψαµε κ εκάµαµεν το Ευκέλαιόµας (οτι Ευκέλαιον δέν συνήθιζα να κάνω – κ είδα εις τον 18 ύπνοµου τον Α-Γιώργη κ τον Άγιον Δηµήτρη κ µου λένε: πρίν βαφτίσω τα δύο µπινάρια… <= δίδυµα µωρά, κρίνοντας απο τα συµφραζόµενα. Κατα τη γνώµηµου προέρχεται απο κάποια νεολατινική γλώσσα, νοµίζω βλάχικα, απο το λατινικό bina =δύο µαζί. Μεταξύ των Βλαχόφωνων Ελλήνων υπάρχει το επώνυµο Μπίνος, «οτι όταν θα µεταλαβαίνεις µε όλους της φαµελιάςσου να κάνετε πρώτα το Ευκέλαιόνσας κ τότε να µεταλαβαίνετε». Απο τότε όποτε θα µεταλάβωµεν, κάνοµεν πρώτα το Ευκέλαιόνµας).) που κατα τη γνώµηµου σήµαινε ‘δίδυµος’> γι Το λοιπόν, ήµουν νηστεµένος να µεταλάβωµεν την αυγή. Ένας ασκηµο-άνθρωπος άγριος µου παρουσιάζει µιάν γρι ά να κάµω την επιθυµίανµου! <συµβολίζει τα κατώτερα ένστικτα, στα οποία οι άνθρωποι σκλαβώνονται> κ τρωγόµουν µε αυτόν τον αναθεµατισµένον• παρουσιάζεται η ΧάρηΤης µε τον Α-Γιάννη κ άλλους Αγίους κ σηκώνει το χέριΤης κ του λέγει: «καταραµένε! νά’χεις κ του ΜονογενήΜου την κατάρα κ την δικήΜου! οπου ήρθες κ πειράζεις τον άνθρωπον!» - κ έσκασε κ έγινε στάχτη. Κ µαζί µε την ΧάρηΤης κ µε τους Αγίους πήγαµεν εις την εκκλησίαν της Αγια-Κατερίνης, κ ένας δεσπότης µετάλαβε όλους τους ενορίτες κ εµάς τους αµαρτωλούς. Κ ο Άγιος Πεντελέµονος <=Παντελεήµων> µου έδωσε τρία χρυσά τριαντάφυλλα κ τά’φερα κ τά’βαλα εις τις εικόνες. <αλλαγή µελάνης:> Γ Τα 1844∴ Ιουλίου 18∴ βλέπει εις τον ύπνοτου ο Χατζη-Αντώνης, (γεννηµένος εις τ’ Αγεροσόλυµον, <=Ιεροσόλυµα> τίµιος πολύ), 19 βλέπει έναν γέρο µε άσπρα γένεια, κ ασπροφορεµένος, κ του λέγει: «σύρε να ειπείς του Μακρυγιάννη» (του το είπε τρείς φορές) «οτι αυτό οπου κάµετε θα το κιντυνέψουν• δοξάστε τον Θεόν να κάµει το ΈλεόςΤου»• κ έφυγε• πάγει την άλλη την νύχτα κ τον σταυρώνει• κ σηκώθη, δέν κοιµάταν πλέον. Αφού τον είδε οπού’τρεµεν ο άνθρωπος απο τον φόβοτου, του λέγει: «µήν φοβάσαι» (τότε ήτον µε πράσινα φορέµατα),) του δείχνει µιάν χρυσή λαβίδα οπου µεταλαβαίνουν οι άνθρωποι κ έναν χρυσόν κορµόν µε τρία χρυσά κλωνάρια, κ του λέγει: «τούτα θα τα πάγω µόνοςΜου να τα δώσω του Μακρυγιάννη, να του τα βάλω µέσα εις την κασέλατου. Κ να του ειπείς αύριον: να τα γλειδώσει <=κλειδώσει> καλά εις την κασέλατου. Κ θα του τα γυρέψουν να τα πάρουν απο την κασέλατου κ να του δώσουνε άλλα• να µήν τον γελάσουνε κ τα δώσει ή µετανοήσει. Κ θα τον κιντυνέψουν πολύ, αδίκως, αυτόν κ την πατρίδασας κ θρησκεία – δέν µπορούν να κάµουν τίποτας• ο Θεός τα διατηρεί όλα αυτά. Κ Εγώ», του λέγει, «θα του τα πάγω εις το σπίτιτου, να τα βάλω εις την κασέλατου• κ να τα φυλάγει καλά, να του ειπείς, να µήν µετανογήσει• οτι θα γυρέψουν πολλοί να τον απατήσουν. Κ: Εγώ φεύγω δια πολύ καιρό• κ όποτε είναι καιρός, θα’ρθώ πίσω». <Η λαβίδα κ ο κορµός µε τα τρία κλωνάρια είναι κάθε καλό πράγµα που έχει τρία µέρη ή τρείς υποστάσεις. Συσχετίζοντας µε το ò που έφερε ο Παντοκράτωρ στο σπίτι του Μακρυγιάννη στο 4ο µέρος του βιβλίου, παρατηρούµε οτι το ò οπτικώς είναι τρία καµπυλωτά παρακλάδια ενωµένα σε ένα σχήµα κ απο πάνω έχει κάτι σάν το κοίλο ενός κουταλιού (λαβίδα µετάληψης) που περιέχει κάτι, το οποίο ονοµάζεται bindu = ‘σταγόνα’ κ ερµηνεύεται ώς ‘amrtabindu’ = ‘σταγόνα αµβροσίας’. Επιπλέον, το ò αποτελείται απο τρείς ήχους: A, U, M, που συντίθενται σε µία συλλαβή: ΩΜ, κ συµβολίζει κάθε καλό πράγµα που αποτελείται απο τρία µέρη ή τρείς υποστάσεις. Στο 4ο µέρος ο Μακρυγιάννης κάνει λόγο για λαβίδα, αλλα όχι µετάληψης, εκεί πρέπει να εννοεί κανονική λαβίδα µε δύο σκέλη, κάπως σάν δαγκάνα κάβουρα. Αλλα κι άν το πάρετε ώς λαβίδα µετάληψης, πάλι το ίδιο συµπέρασµα βγαίνει.> 20 Δέν πέρασε: δύο, τρείς ηµέρες: ήρθαν κ µ’ ερέθιζαν κ µού’ταζαν να µπώ σε ξένες φατρίες κ εις κόµµατα. Τους είπα: «όποιον κόµµα είναι της πατρίδοςµου κ θρησκείαςµου, µε εκείνο είµαι, κ µε το Σύνταγµα: το Ευαγγέλιο του Θεού». <ο Μακρυγιάννης κ αλλού δηλώνει πως το Σύνταγµα είναι Ευαγγέλιο του Θεού> Γ Έλεγα εις τ’ άλλο οτι θα σας σηµειώσω τί έγιναν κ πώς ο Θεός τα νέκρωσε κ δέν χάθη αυτή η δυστυχισµένη πατρίδα: τις 11 ιουνίου την παλληκαριά οπού’ καµεν ο Καλλέργης κ η συντροφιάτου, οπου ερέθισαν κ παρακίνησαν τους πολίτες δολερώς κ πήγαν εις το γ παλάτι να φωνάξουν αναντίον της κυβέρνησης• οι ίδι οι τους βάναν, δια ν’ ανοίξει δυστύχηµα: να’ρθούνε οι ξένοι φίλοιτους να µας ησυχάσουνε! Κ αφού τους βάλαν σε αυτόν τον σκοπόν, πήγε κ ο αρχηγός της Μεταβολής, ο Καλλέργης, κ τα φουσάτατου, κ κατασκότωσαν τους αθώους πολίτες. Βγήκα κ εγώ ώς την Πλάκα κ σε όλα εκείνα τα µέρη, κ’ ησύχασα τους ανθρώπους, οπου πήραν τα όπλατους να πάνε να πεθάνουν δια την απιστία οπου τους έκαµαν• κ τρόµαξα να τους ησυχάσω! Κ αυτό µου το κάµαν έγκληµα οι κυβερνήταιµας! 21 Πρίν αυτό το κίνηµα (την άλλη ηµέρα έγινε), βλέπω την νύχτα εις τον ύπνοµου: κατέβαινε απο το κάστρο ένας µεγάλος ποταµός, µεγάλη θελούρα, κ έκαµε το µισό το νερό κατα την χώρα, να την πνίξει, κ το µισό: το µέρος το δικόµου, να µου πνίξει το σπίτιµου. Κ πήρα ένα τσαπί κ πήγα εκεί οπου µεραζόταν το νερό• εκείνο που πάγαινε κατ’α την χώρα: έφκιασα µπροστά έναν µεγάλο λάκκον, κ χώνεψε όλο µέσα• τότε κατεβαίνω κ εις το σπίτιµου να φκιάσω χαντάκι να φύγει το νερό να µήν µου πάρει οµπρός το σπίτιµου. Απόστασα µόνοςµου αγωνίζοντας• έρχεται µιά κοκκινοφόρα, κ µου βοήθησε, κ χώνεψε το νερό. <το κόκκινο σηµαίνει ευµένεια, ευτυχία, χρησιµοποιείται µε αυτήν την έννοια σε όλες τις θρησκείες. Μου βοήθησε, το ‘µου’ µε έννοια δοτικής, όπως η αρχαία ελληνική σύνταξη> Την άλλη µέρα, οπού’γινε το κίνηµα, ούτε εις την χώρα µπόρεσαν να κάµουν τον σκοπόντους ούτε στο σπίτιµου, οπού’ρθαν πεζούρα κ καβαλλαρία κ µε κλείσαν µέσα.) Τότε βλέπει µιά σεβάσµια γυναίκα όλη αυτείνη την καβαλλαρία κ πεζούρα (την νύχτα• ξηµερώνοντας έγινε) οτι γύρα το σπίτιµου κ περιβόλι ήταν τρία µπαγιράκια, κ ένα πλήθος κοκκινοφερεµένοι• το µεσι<α>νό µπαγιράκι το βα22 στούσε ένας λαµπροφορεµένος κ µε ολίγα γένεια• κ απο πάνω το µπαγιράκι είχε έναν Σταυρόν, κ απο πάνω το Σταυρό: ένα µεγάλον τζιβαϊρκόν. Κ ευτύς οπου πλησίασαν καβαλλαρία κ πεζούρα, πήρε φωτιά εκείνο το τζιβαϊρκόν, κ άναψε ο τόπος. Λέγει η γυναίκα: «πάγει το σπίτι του Μακρυγιάννη, κάηκε!». Της <=γραµµένο ‘τος’> λέγει εκείνος οπου βαστούσε το µπαγιράκι: «δέν καίγεται το σπίτι του Μακρυγιάννη, ούτε πειράζεται κανένας του σπιτιού - θα καγούνε κ θα νεκρωθούνε εκείνοι οπου κιντυνεύουν αυτόν κ την πατρίδα αδίκως. Κ να ειπείς του Μακρυγιάννη: το µεγάλοτου το παιδί να στείλει να το πάρει απο το σκολείον, οτι θα το σκοτώσουν! κ να µήν το βγάλει έξω δια καµόσες ηµέρες• αυτό σου το είπα», της λέγει, «κ εις το σπίτισου». <Το τζιβαιρικόν που πήρε φωτιά κ έλαµψε ο τόπος, είναι το Φώς του Θεού που έµελλε να εµφανίζεται στο σπίτι του Μακρυγιάννη, το οποίο Φώς τον τρόµαζε τόσο, σάν να καιγόταν το σπίτιτου. Ενώ ενέπνεε τόσο τρόµο, δέν ήταν κακό για τον Μακρυγιάννη, αντιθέτως τον προστάτευε. Τί σχήµα είχε το τζιβαιρικόν, ο καθένας κατα τον νού που έχει άς εννοήσει> Σάν δέν µπόρεσαν να µου κάµουν εµένα τίποτας, θα σκοτώναν το παιδί! (ξηγούµαι εις τ’ άλλο το ιστορικόν αυτά). Κ είχα το παιδί τόσες ηµέρες, δέ τό’βγαινα έξω. Κ εδώ οπού’ρθαν κ µ’ έκλεισαν, ήµουνε µε λίγους ανθρώπους, τέσσερους – πέντε• κ τους φαινόταν οτ’ είχα στρατέµατα, κ δέν κοτούσαν να πλησιάσουν κοντά. 23 Αφού κάµαν αυτά τα κινήµατα οι κυβερνήταιµας κ ο αρχηγός, κ απέτυχαν, θέλαν χωρίς άλλο να µε χάσουνε. Τότε πάνε τρείς τους γυναίκες σε µιάν γειτόνισσα, καλή Χριστιανή, της λένε: «να πάµεν αντάµα εις το σπίτι του Μακρυγιάννη»• < =τις> πήρε κ ήρθαν, λένε της γυναικόςµου: «να νηστέψεις κ να κάνεις παράκλησιν κ δοξολογίαν εις τον Θεόν να σώσει τον Μακρυγιάννη κ εσάς όλους, οτι κιντυνεύετε πολύ, αδίκως – κ δέν θ’ αφήσει ο Θεός να κάµουν τίποτας αυτείνοι, ούτε σ’ εσάς ούτε εις την πατρίδα. Κ δι’ αυτό δοξάστε τον Θεόν». Τότε µπαίνουν σ’ εµένα κ τους <=τις> δέχτηκα πολύ• κ µου είπαν οτι: «ο Θεός θα σας σώσει, κ µήν γ φοβάσαι». Κ αφήνουν τρία κερ ιά αναµένα εις το σπίτι, κ φε<ύ>γουν• λένε της γυναικός: «πές αυτά οπου άκουσες κ της Μακρυγιάνναινας κ του Μακρυγιάννη». Το είπε η γυναίκα, κ κάµαµεν ό,τι ο Θεός µας φώτισε. Βλέπει την νύχτα η ίδια γυναίκα: τρείς Φράγκοι, κ µε άγρια σκυλιά πολλά, έρχονταν να µε πιάσουν, να µε ρίξουν να µε φάνε τα σκυλιά. Ευτύς έγενε ένας µεγάλος πλάτανος κ κόλλησα απάνω – κ κοντά αυτείνοι• κ κόλλησα εις την αλλού <=άκρως, τέρµα> ψηλή κορφή – κ αυτείνοι κοντά! 24 Τότε απο τον ουρανό κατεβαίνει ένα φώς, ώς τριχιά, κ βαστόµουν, οτ’ ήµουν απάνω εις την κορφή, να µήν πέσω. Τότε τσακίστηκαν κ φύγαν, κ γλύτωσα.) <απο τους Ευρωπαίους ξεκινούσαν οι κίνδυνοι κατα του Μακρυγιάννη, είχαν στην Ελλάδα πολλούς πιστούς οπαδούς, τα σκυλιάτους. Το Φώς κ η Φώτιση του Θεού τον έσωζε> Άλλη γυναίκα:) βλέπει εις τον ύπνοτης <γραµµένο: ‘ειςτον νιπινοτας’> δώδεκα κοκκινοφορεµένους κ µιάν λαµπροφόρα γυναίκα, κ ένας πολλά λαµπρός κ όµορφος• µπαίνουν πρώτα οι δώδεκα µέσα εις το σπίτιτης, της λένε τ’ όνοµάτης, <αποφεύγει να πεί το όνοµα της γυναίκας κ όλων των γυναικών που τον ‘φώτιζαν’> της λένε: «ξέρεις το σπίτι του Μακρυγιάννη;» - «όχι, αφεντάδεςµου» - «το ξέροµεν εµείς» της είπαν• «είµαστε οι δώδεκα Απόστολοι». Μπαίνοντας κ ο λαµπρός µε την λαµπροφορεµένη γυναίκα, της λένε της γυναικός: «είναι ο ΑφέντηςΜας, κ η Κυ<ρία> Θεοτόκο <ή ‘Κυρα-Θεοτόκο’>. Θα πάµεν εµείς όλοι εις το σπίτι του Μακρυγιάννη• κ έλα κ εσύ κοντάµας, να σου το δείξωµεν, κ να πάς την αυγή µπονώρα να του ειπείς: εις το τραπέζι οπου θα τον καλέσουν να µήν πάγει, οτι θα τον φαρµακώσουνε• κ να πάς χωρίς άλλο την αυγή!». Την πήραν την νύχτα, της έδειξαν το σπίτιµου, κ τον ίδιον οντά οπου κοιµούµαι! Ήρθε η γυναίκα την αυγή• εγώ τότε ξύπνησα• κ µου λέγει αυτά. Σε τρείς, τέσσερες µέρες είδα κ… κ την προσκάλεσιν του τραπεζ<ι>ού: απο πρέσβη της Μπαυαρίας. Τέσσερες φορές µε κάλεσε, κ ήρθε κ µόνοςτου εις το σπίτιµου, κ µε την γυ25 κ µε την γυναίκατου, κ µε τον Κωλέτη (ήταν στενός φίλος κ αυτεινού κ της γυναικόςτου). Πολλάκις µε κάλεσαν εις το τραπέζιτου κ εις µπάλους <=ευρωπαϊκούς χορούς> – ούτε εις αυτόν πήγα ποτές, ούτε εις τους άλλους (οπου τους έπαιρνα κ εγώ κ τους έκανα τραπέζια ολονών, όσο να τηράξω την δουλειά δια την Μεταβολή, να ωφεληθεί η πατρίδαµου). Τέτοιοι οπου είµαστε εµείς, λευτερίαν δέν θέλοµεν, την ιδιοτέλειάµας θέλοµεν, κ δούλοι των ξένων κ της τυραγνίας επιθυµούµεν να είµαστε πάντοτες! Αποδείχτη ολονώνµας η αρετή, κ στρατιωτικών κ πολιτικών!) Εις την ίδια γυναίκα την άλλη αυγή πήγε ο Χριστός κ η Θεοτόκος κ της λέγει: «σύρε να ειπείς του Γιάννη: τί µας γκεζεράει εις τα ξένα σπίτια, κ δέν µας φκιάνει το σπίτιΜας; Να του το ειπείς να φκιάσει την εκκλησίανµας». Όταν κιντυνεύαµεν απο τον Αρµεσµπέρη <Armansberg, αντιβασιλέα> κ συντροφιάτου, οπου µε είχε κλεισµένον µε τα στρατέµατα τόσες ηµέρες 26 (εις τ’ άλλο ξηγούµαι όλα αυτά) κ µου γύµνωνε κ την πατρίδαµου απο πλούτη κ αρετή (πάντρεψε δύο κορίτσιατου κ πήραν δύο αδέλφια, παιδιά του Κατακουζηνού• κ αυτό το παράδειγµα, αυτεινού οπου µας κυβέρναγε, το πήραν κ άλλοι Έλληνες κ ακολουθούσαν τον ίδιον γάµον) – τότε, δι’ αυτεινού την αρετή κ δια αλλονών δια να µιλώ, µε κιντύνευαν. Είπα: να λευτερωθεί η πατρίς, κ να φκιάσω εις το περιβόλιµου µιάν εκκλησία, την Αγια-Τριάδα την Χρυσο-σπηλιώτισσα (οτ’ είναι σπηλιά εκεί) κ τον Α-Γιάννη τον Βαφτιστή. Έφκιασα την σπηλιά, την µερεµέτισα, κ έβαλα κ την Άγια Τράπεζα, κ έφκιασα κ τις τρείς εικόνες. Δέν έγινε ακόµα η εκκλησία, κ τις εικόνες τις είχα εις την Αγια-Κατερίνη. Κάνοντας έξοδα τώρα δια την Μεταβολή κ άλλα, δέν είχα τον τρόπον• είπα: όποτε ο Θεός βοηθήσει, κ να στερεώσει την πατρίδα κ θρησκεία, τότε θα κάµω το χρέοςµου. Κ πήρα τις εικόνες 27 κ τις ήφερα εις το σπίτι τις εικόνες, σάν µου είπε η γυναίκα αυτό• κ ο Θεός άς βο<η>θήσει να γένει η εκκλησία όποτε είναι η αγαθήΤου Θέλησις.) Όταν πιάστη ο Καλλέργης εις την Συνέλεψη µε τον Γρίβα κ Κριτζώτη, κ οι αξιωµατικοί βρίζαν τους πληρεξούσιους, κ ηθα γένεταν την άλλη ηµέρα µατοκυλισµός, οπου ήταν σκάνταλα των φατριών κ των φίλωνετους των ξένων (ξηγούµαι εις το άλλο όλα αυτά, πώς ησύχασαν σ’ εκείνον τον κίντυνον), ένας αγωνιστής απο το Μαρούσι είδε εις τον ύπνοτου οτι πήρε την δεχατέρα<=θυγατέρα>του να πάνε εις την εκκλησιά• εκεί οπου πάγαιναν, βλέπουν πολλούς κοκκινοφόρους, καβαλλαρία κ πεζούρα. Τους ρωτάγει ο γέρος: «πού κοπιάζετε;» - «πάµεν µέσα εις την Αθήνα όλοι• πάµε εµείς, πάνε κ άλλοι απο τ’ άλλο το µέρος, οτι έχουν κακούς σκοπούς. Κ σύρε πές του Μακρυγιάννη να µήν φοβηθεί τίποτας αυτά, οτι πάγει κ ο ΑφέντηςΜας, κ θα τους νεκρώσει τους κακούςτους σκοπούς». Την ίδια νύχτα βλέπει άλλη γυναίκα απο την Αθήνα: οτι βήκαν σεργ<ι>άνι έξω εις τα περιβόλια, 28 κ εκεί εις τον δρόµον βλέπουν πλήθος κοκκινοφόρους (κ ένας έλαµπε), γυναίκες κ άντρες κοκκινοφορεµένοι. Αφού τους είδαν ι αυτείνοι οπου θα πάγαιναν σεργιάνι, άρχισαν να κλαίνε, έλπιζαν οτ’ είναι Τούρκοι• ζυγώνει µιά γυναίκα κ τ ς λέγει: «µήν κλαίτε• δέν είναι Τούρκοι• είναι ο ΑφέντηςΜας κ η Θεοτόκος κ οι Αποστόλοι. Εγώ είµαι η Αγία Παρασκευή», της λέγει της γυναικός, κ πάµεν µε τον ΑφέντηΜας κ όλοι να φυλάξωµεν την πολιτείαν, τον αθώον κόσµον, να µήν πάθουν. Κ θα µπούµεν κ µέσα κ θα φυλάξωµεν κ από’ξω. Θα πάµεν κ εις τις κολώνες: καρσί εις τον Μακρυγιάννη• κ να πάς χωρίς άλλο να του ειπείς να µήν φοβηθεί». <κολώνες=στήλες του Ολυµπίου Διός. Ήταν απέναντι απο το σπίτι του συγγραφέως> Κ’ εµένα µε σήκωσαν την νύχτα οπου κοιµόµουν, κ έστειλα κ’ ενέργησα ό,τι έκανε ανάγκη• κ µαταιώθηκαν οι κακοίτους σκοποί δια της Δύναµης του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου (εις τ’ άλλο ξηγούµαι). Συγχρόνως ήρθε κ απο το Μαρούσι κ η γυναίκα, όταν σιγουρέψαµεν, κ µου είπανε αυτά. 29 Ένας αγωνιστής, Χριστιανός καλός, βλέπει εις τον ύπνοτου: κ πάγει ένας σεβάσµιος γέρων, σάν δεσπότης, κ του λέγει: «ακολούθαΜε κοντά»• κ τον ακολουθάγει, κ πηγαίνουν απάνω εις το Ντελοβούνι• κ ήταν µιά παλαιινή εκκλησία, κ κατέβηκαν κάτω οι δυότους, κ ηύραν µιά πέτρα έµορφη, κ είχε κεφαλιακά <=κεφαλαία> γράµµατα• κ του λέγει ο γέρος του αγωνιστού: «βλέπεις αυτείνη την πέτρα; αυτείνη γυρεύουν να πάρουν οι Άγ<γ>λοι κ οι άλλοι, κ θυσιάζουν τόσον καιρόν κ κιντυνεύουν κάθε στιγµή αυτόν τον τόπον. Ό,τι κ να κάµουν, κ τα βασίλειατους να ξοδιάσουνε όλα, αυτείνη η πέτρα θα µείνει εις τον τόποτους <=στον τόπο των Ελλήνων> ασάλευτη – κ του κάκου κοπιάζουν όλοι αυτείνοι• κ ό,τι κάνουν θα βρούνε µε τον καιρότους <κατα την τουρκική παροιµία eden bulur>. K: η πέτρα αυτείνη είναι δικήσας, δέν µπορεί να σας την πάρει κανένας απο αυτούς όλους. Κ να µήν φοβάστε: πάσκισαν κ πασκίζουν να την χαλάσουνε – το µόνον αδύνατο είναι! Σύρε να ειπείς του Μακρυγιάννη: εκείνος, οπού’ρθε εις τον τόποτης, αυτής της πέτρας, 30 εκείνος έπρεπε να την πάρει – δέν καταδέχτη». Τότε βλέπει τον βασιλέαµας κ βασίλισσάµας κατάµαυρους• κ παρουσιάστη ένας µεγάλος γκρεµνός, κ κρεµάστηκαν καί οι δύο, κ δέν µπορούσαν ούτε απάνω να κολλήσουνε, ούτε κάτω – κάθονταν κρεµασµένοι. <Αυτό το όνειρο είναι πραγµατικό κ µεγάλο νόηµα έχει. Η πέτρα είναι η κληρονοµιά των αρχαίων προγόνωνµας (γι’ αυτό γραµµένη µε κεφαλαία, όπως οι αρχαίοι έγραφαν). Αυτή είναι η ταυτότητα, είναι κ η δύναµηµας. Μιά πέτρα µε µιά αρχαία επιγραφή, είναι το φυλαχτό του έθνουςµας. Ο Μακρυγιάννης στάθηκε αντάξιοςτης, αντάξιος των παλαιών Ελλήνων πολεµιστών κ σοφών, αυτός κατάλαβε όσο κανένας άλλος το νόηµα της ελληνικής αρετής κ ελληνικής σοφίας. Κ ώς συγγραφέας, ξεπέρασε κ τους αρχαίους ιστοριογράφους. Γι’ αυτό εδικαιούτο να Ξύπνησε ο άνθρωπος κ ήρθε κ µου το είπε αυτό• κ µάλιστα τόσον θυµάταν τον τόπον: µου είπε να πάµεν µαζί να µου δείξει το µέρος – δέν θέλησα εγώ.) <απο εδώ έχουµε σαφή αλλαγή πένας κ µελάνης, τα οικειοποιηθεί το σύµβολο της ελληνικής κληρονοµιάς, απο ταπεινότητα δέν το οικειοποιήθηκε>. γράµµατα είναι πιό µικρά κ πιό άτονα (ανοιχτόχρωµα). Αλλάζει κ το θέµα> Ένα κορίτσι πολλά τίµιον κ θεοφοβούµενον, αγωνιστού κορίτσι (σκοτώθη ο πατέραςτου κ άφησε αυτό κ’ ένα σερνικόν)… εκείνο το σερνικόν ετρελλάθη, κ ξέκλαγε κ τα σκουτιάτου κ’ έµνισκε <=έµενε, καθώς ακόµη λέγεται στη Βόρειο Ελλάδα> έτσι καθώς γεννήθη• το έστειλα µε την µητέρατου κ µε την αδελφήτου εις την Βαγγελίστρα (ήταν απο τον τόποµου <=το Λοιδωρίκι>). Εις την Βαγγελίστρα κατήντησε να µήν ζυγώνει άνθρωπος πλησίοντου: τον έτρωγε σάν σκυλί! Το είχανε δεµένο σ’ ένα κελλί, κ τού’διναν κοµµάτι ψωµί κ έτρωγε, ώς οχτώ µήνες. Ξηµερώνοντας της ΧάρηςΤης, πήγαν όλοι εις την εκκλησία. 31 (Κ το κορίτσι -κ η µητέρατου-: ετρύπησαν τα ποδάριατης κάνοντας µετάνιες εις την ΧάρηΤης νύχτα κ ηµέρα, βλέποντας τον ν αδελφόντης εις αυτό το χάλι). Ξηµερώνοντας της ΧάρηςΤης, πάγει µ ιά κοκκινοφόρα κ το έλυσε• κ τότε αιστάνθη ο άνθρωπος σε τί ι κατάσταση ήτον, κ ηύρε τα σκουτιάτου µόνοςτου κ πήγε εις την εκκλησίαν, κ θ άµαξε ο κόσµος όλος, οπου <πρίν απο εκείνη τη µέρα> ήταν κ ποδάρια κ χέρια πιασµένα κ περπατούσε µε τον κώλο, ύστερα έτρωγε κ τους ανθρώπους κ τον είχαν δεµένο. (Κ έγιναν κ άλλα πλήθος θάµατα εκείνη την χρονιά). Πέρασαν απο’δώ να τους στείλω εις την πατρίδα• µου λέγει το κορίτσι: το βράδυ οπου κοιµήθη, την νύχτα, οτι ο βασιλέας καβαλλίκεψε κ τον ακολούθησα, κ εγώ µαζίτου, κ πήγαµεν σε µιάν µεγάλη εκκλησίαν – την είχαν χαλασµένη• εκεί ήταν η ΧάρηΤης κ του λέγει: «αυτείνη την εκκλησίαν την άφησες κ την χάλασαν! κ να την φκιάσεις πίσω!». Τότε άρχισε ο βασιλέας κ εγώ κ άλλοι πολλοί, πλήθος – ευτύς την κάµαµεν λαµπρά. 32 Κ ήταν µιά ξέπλεγη γυναίκα: αφού είδε την θέλησιν του λαού κ του βασιλέως, οπου κάµαν λαµπρά αυτήν την εκκλησίαν, έσκυψε γονατικώς κ δόξαζε τον Θεόν κ εύκχεταν τον λαόν κ τον βασιλέα.) Αφού την είδαν φκιασµένη κ εις αυτείνη την λαµπρότη, τότε τρείς Φράγκοι πήραν από’να λοστόν κ τσαπιά κ’ έσκαβαν να την γκρεµίσουνε οπίσω. Αφού είδα εγώ αυτούς οπου πολεµούσαν να την γκεµίσουνε, πήγα κ πιάστηκα κ µάλωνα να µήν την χαλάσουνε. Αφού είδε ο βασιλέας οπου µάλωνα εγώ µε αυτούς, έφυγε. Τότε, σάν έµεινα µόνοςµου, µε πιάσαν αυτείνοι οι Φράγκοι κ µε βαρούσαν µε τους λοστούς κ µε πήραν σέρνοντας – κ ήταν ένας γκρεµνός µεγάλος κ πήγαιναν να µε γκρεµίσουνε κάτω απο’κεί. Τότε, βλέποντας το κορίτσι αυτό <αυτό = αυτό που συνέβαινε, δηλαδή:>, οπου θα µε γκρέµιζαν κάτω, έβαλε τις φωνές κ έκλαιγε• κ απο την τροµάρατου εξύπνησε.) Αυτό ήταν όταν ηθά’καµεν την προστθαφαίρεση του Συντάγµατος ο βασιλέας δια συµβουλή των ξένων κ δικώνµας• είδε αυτό το όνειρο, κ άλλα πολλά θάµατα, οτι κιντυνεύαµεν να χαθούµεν, άν γένεταν αυτό (κ τα σηµειώνω εις τ’ άλλο το ιστορικόν πώς πήγα κ µίλησα του βασιλέως κ δέν πείραξε τίποτας). 33 Αφού µου είπε ο άνθρωπος δια την πέτρα, οπου τον πήρε κ τον πήγε εις το βουνό,) τις πέντε του Αυγούστου - οπου εις τις τέσσερες έγινε εκείνος ο θόρυβος κ ο σκοτωµός εις την εκκλησία δια τους ψήφους (ξηγούµαι εις τ’ άλλο, οπου άλλαξε το υπουργείον τις πέντε του Αυγούστου)) βλέπω εις τον ύπνοµου: ήρθε ένας γέρων κ µου λέγει: «Γιάννη! Γιάννη!» (τρείς φορές), «ο Μαυροκορδάτος κ οι συντρόφοιτου δέν θα ειδούνε Θεού πρόσωπον!». Εξύπνησα• έκαµα τον Σταυρόµου κ µατα κοιµήθηκα.) Έρχεται πίσω, µου λέγει: «σήκω απάνω!». Με πήρε κ βγήκαµεν εις την σκάλαµου• µου λέγει: «τήρα την θάλασσα». Τήραξα, κ βλέπω ένα µεγάλον παπόρι ώς βουνό• κ έβγαινε <=έβγαζε> έναν καπνό µεγάλον. Του λέγω: «τί είναι αυτό;» – µου λέγει: «το µεγάλο παπόρι της Βρεταννίας» – «τί είναι η Βρεταννία;» – µου λέγει: «η Αγγλία» – «µεγάλο βασίλειον», του λέγω, «είναι• µεγάλο είναι κ αυτό το παπόρι» – µου λέγει: «να πάµεν κάτω εις την θάλασσα να το ιδούµεν καλύτερα». Πάµεν εις την άκρη της θάλασσας• εκείνο ζύγωνε πλησίονµας• κ όσο ζύγωνε, τόσο µίκραινε!• κ κατήντησε, όσο νά’ρθει εκεί οπου ήµαστε, κατήντησε σάν µικρή γολέτα. Λέγω: «εκείνο ήταν σά βουνό• τώρα να γένει γολέτα! 34 τί είναι αυτό!» – «έτσ’ ήταν πρώτα εδώ», µου λέγει, «έτσι έγινε τώρα». Κ ξύπνησα.) Λέγω: η πολιτική της Αγγλίας θα πέσει απο’δώ.) Κ ένα παιδί του σκολείου, απο του Σαλών<ου> το µέρος, βλέπει: δύο παπόρια, το ένα µε αγγλική σηµαία, κ τ’ άλλο µε γαλλική• το αγγλικό ήταν µεγάλο, το γαλλικόν µικρόν – κ έρχοντας πλησίον, εµίκραινε το αγγλικόν κ µεγάλωνε το γαλλικόν.) γ Μπήκε ο Κωλέτης εις τα πράµατα, κ’ η επιρρο ή της Αγγλίας: την άξηνε διαβάστετις, κ λέγω κ εγώ ) <=αύξαινε>• κ τί έγινε ύστερα, κ’ οι εφηµερίδες το λένε κ εις τ’ άλλο ιστορικόν αυτά όλα ) Όταν πιαστήκαµεν εις την Συνέλεψη δια την θρησκεία (πρίν αυτό να µιληθεί, όλοι οι πρέσβεις θυσιάσαν πλήθος τραπέζια κ χρήµατα, να µπορέσουν να κάµουν τον σκοπόντους) – να µήν γένει τίποτας, επιαστήκαµεν εκείνη την ηµέρα πολύ• απο την φιλονεικία την πολλή, λέγει ο Μεταξάς: «να το βάλωµεν εις τον ψήφον». Του λέγω αυτεινού κ όσοι ήταν σύµφωνοι: «θρησκεία δέν βαίνοµεν εις τον ψήφο: ορθόδοξοι Χριστιανοί, να κοµµατιαστούµεν: δυτικοί κ ανατολικοί• οτι σήµερα πεθαίνοµεν όλοι! 35 πεθαίνοµεν όλοι», τους λέγω, «εδω µέσα!». Τότε, χωρίς να την βάλωµεν εις τον ψήφο, έγινε παµψηφεί κ οι υπέρ κ οι κατά, δέν µπορούσαν να κάµουν αλλιώς. Τότε όλοι αυτείνοι οι βουλωµένοι, κ ντόπιοι κ ξένοι, µείναν πολύ νεκρωµένοι – κ πολύ α αγαναχτισµένοι αναντίονµου• κ’ ενέργη σαν δολοφονία (κ ο Θεός τους νέκρωσε την θέλησίντους).) Τότε, το βράδυ βλέπει ένας αγαθός Χριστιανός (όχι εις τον ύπνον – τον ξύπνησε): <τον ξύπνησε=ξύπνησε τον ύπνο (=αντικείµενο) ο άνθρωπος που βλέπει έναν γεραλέον, κ του λέγει: «σύρε να ειπείς του Μακρυγιάννη: άς δοξάζει τον Θεόν, κ όσα ενέργησαν αναντίοντου, κ’ ενεργούνε: δέν µπορούν να του κάµουν τίποτας• κ ήµουν εις το σπίτιτου, οπου τον φυλάγαµεν Εγώ κ η ΧάρηΤης, η Βαγγελίστρα, ο Α-Γιάννης, η Άγια Κατερίνη, ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο Άγιος Νικόλας κ ο Άγιος Πεντελέµονας• κ να του ειπείς (Εγώ είµαι ο Ευθύµιος): κ το χά- κοιµόταν> 36 ρισµα οπου θα του δώσει η Βαγγελίστρα κ οι άλλοι οι Άγιοι κ Εγώ, να το φυλάξει καλά εις την κασέλατου, να µήν τον απατήσουν κ του το πάρουν εκείνοι οπου τον κιντυνεύουν• κ να του το ειπείς». Την ίδια βραδιά βλέπει το ίδιον κ µιά γυναίκα (ο άντρας δέν ήρθε αυγή να µου το ειπεί – η γυναίκα το είδε εις τον ύπνοτης): οτι εις το σπίτιµου ήταν όλοι αυτείνοι: η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι• µού’δωσε η ΧάρηΤης µιάν κάσα µε άγια λείψανα, κ µ’ ευλόγησαν κ έκαµα µετάνιες κ τα ασπάστηκα κ µου είπαν να τα βάλω εις την κασέλαµου, να µήν µου τα πάρει κανένας. Τότε (κ ένας απο τους Αγίους είχε ένα χρυσό µαντήλι γιοµάτο) <µαντήλι γιοµάτο κττγνµµ εννοεί σάν µποχτσάς> κ µου λέγει: «κ αυτό να το βάλεις εις το ίδιον µέρος. Κ καβαλλίκα το άλογον οπου θα σου φέρουν κ φέρνε γύρα την πολιτείαν αυτείνη». Κ ευτύς φύγαν. Σε ολίγον έρχεται ένας µ’ ένα γρίβο άλογον 37 πολλά λαµπρό• µου λέγει: «πάρε τ’ άλογο του βασιλέα -σου τό’δωσε εσένα- κ σύρε γύρα, κ σύρε κ εις τον Λόντο κ συντρόφουςτου». Καβαλλίκεψα κ πήγα γύρα την χώρα• κ πήγα κ εις το σπίτι του Λόντου• ήταν πολλοί συνασµένοι• του είπα: «θα σου µιλήσω» – α µου είπε: «εσύ τώρα είσαι καβάλλα κ’ εµείς πεζοί – τί οµιλίαν θέλεις;»• κ έφυγα κ ήρθα εις το σπίτιµου, κ’ έδεσα τ’ άλογον εις τον ταβλάµου. Έρχεται η γυναίκα µπονώρα <=µόλις ξηµέρωσε>, µου λέγει αυτά• κ το µεσηµέρι ο άντρας, κ µου είπε όσα του είπαν αυτεινού.) Τα 1844∴ τον Οκτώβριον µήνα, ξηµερώνοντας του Αγίου Λουκά, εµένα η τύχηµου!: µε κατατρέχανε κ το ένα µέρος κ τ’ άλλο• ήµουν λυπηµένος πολύ, κ µε πονούσαν κ τα λιµπάµου πολύ• οπου έγιναν οι εκλογές κ σκοτώθηκαν οι άνθρωποι• κ θα σκότωναν κ’ εµένα κ δέν µπόρησαν, κ µ’ έπιασαν απο τα λιµπά <=όρχεις> κ έκαµα τό- <απο’δώ κάνει αναδροµή απο το παρελθόν> 38 γ σον καιρό οπου µε πονούσαν. Κ έπεσε τότε το υπουργείον του Μαυροκορδάτου κ όλη η επιρρο ή των φίλωντου των ξένων. Κ ο κόσµος τότε όλος της πρωτε<ύ>ουσας ήθελε να πάγει µε τα όπλα να σκοτώσει όλους αυτούς, κ εγώ έπεσα εις τον λαόν κ δέν τον άφησα, τον πήρα εις το σπίτιµου, να ξεθυµάνουν απο αυτείνη την ορµή, κ άνοιξα τα βαρέλιαµου κ τους έδινα κρασί κ τους έλεγα να δοξάσωµεν τον Θεόν οπου µας έσωσε απο αυτό, οτι ήταν επίτηδες καµωµένο δια να γένει ξένη επέµβασις (αυτό το γράφω ι εκτεταµένα εις τ’ άλλο). Ήθελαν να πάνε ο λαός στα σπίτιατους να τους κάµουν ολονών το ‘ούχα’ <=γιούχα> κ άλλες κατασκύν σεις <=καταισχύνσεις. γραµµένο ‘κατασκυνισης’>• µε δάκρυα κ µε περικάλεσες πολλές εις τον λαόν –κ η φώτιση, πρώτα, του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου: δέν τους έγινε κάνα κακόν. Δια την ανταµοιβή κ’ εµένα, ήθελαν χωρίς άλλο να µε θυσιάσουνε, κ µε κιντύνευαν δολίως. 39 Έβαλαν εις τους τύπους οτι κ ο πρώτοςµου ο όρκος, κ µε τους πληρεξούσιους (οπ’ όρκισα ένα µέρος: να είµαστε σύµφωνοι δια την πατρίδαµας κ θρησκείαµας, κ µακριά απ’ άλλους: ξένους ή αγορασµένους απο αυτούς) – όλα αυτά µου τά’καναν το ανάποδον. Τους χτύπησα κ εγώ εις τις εφηµερίδες. Κ αυτά τα κάναν δια να γυρίσουνε την οργή του βασιλέως αναντίονµου, να τον φάνε αυτείνοι µε την ξένη συντροφιάτους. Τότε κ εγώ απ’ όλα αυτά ήµουν µπεζερισµένος –αφάνισα κ το σπίτιµου, βαστούσα τόσους ανθρώπους– κ ήθελα να φύγω, να πάγω εις ένα παράµερον µέρος, να µήν βλέπω ούτε ν’ ακούγω απο αυτά. Πήγα τότε εις την ΧάρηΤης, εις την Βαγγελίστρα, έκατσα καµόσο• γύρισα οπίσω – οι ‘φίλοι’µου χερότερα σκύλιασαν.) <φτάνει στο παρόν:> Του Αγίου Λουκά, το βράδυ τρώγαµεν ψωµί• ήταν η ώρα ώς εφτά, οχτώ – βλέποµεν όλοι όσ<οι> ήµαστε εις το τραπέζι: µιάν λάµψη: 40 ήταν σκοτάδι κ έγινε ηµέρα! κ: αυτό το είδανε κ πολύς κόσµος. Δοξάσαµεν όλοι τον Θεόν κ κάναµεν την προσευκήµας. Στάθη αυτό το φώς καµόσον. Την αυγή έρχεται µιά γυναίκα κ µου λέγει: «Την νύχτα ήταν απο πάνω τα κεραµίδιασου ένας πολυέλαιος, κ τον βαστούσαν οι Άγϊοι Θόδωροι• κ απο µέσα εις την σάλασου ήτον ο Α-Γιάννης ο Βαφτιστής κ ο Άγιος Σπυρίδωνας κ η Αγία Κατερίνη κ η Αγία Άννα». Κ: η γυναίκαµου έκλαιγε οπού’λεγα να φύγω• της λέγει ο Α-Γιάννης: «µήν κλαίς, δέν τον αφήνοµεν να πάγει πουθενά• ούτε παθαίνει τίποτας, οτ’ είναι αθώος, κ αδίκως τον κατατρέχουν τον Μακρυγιάννη. Κ ο Θεός έστειλε το µεγάλοΤου δώρον». Ευτύς έρχεται η ΧάρηΤης, η Βαγγελίστρα, µε άλλους πολλούς Αγίους, κ κατέβασαν κάτω εις την σάλα τον πολυέλαιον κ τον κρέµασαν εις την µέση της σάλας• κ µου είπαν: «κ ο πολυέλαιος κ Εµείς όλοι είµαστε διατα41 είµαστε διαταγµένοι απο τον ΑφέντηΜας να µήν λείπωµεν απο’δώ ποτές. Κ εδώ εις την σάλα κ εις την κάµαρη οπου είναι οι εικόνες: να είναι πάστρα». Τότε µου λέγει η γυναίκα όλα αυτά. Εγώ άρχισα να µήν πιστεύω την γυναίκα, κ µπήκα σε µιάν µεγάλη ανησυχίαν• κ: εις αυτά είχα µιάν απιστίαν, κ εις τ’ άλλα όλα. Την νύχτα απο βραδύς έκαµα την αµαρτωλήµου προσευκή µε δάκρυα κ µε µετάνιες, να φωτιστώ υπέρ της πατρίδοςµου κ θρησκείαςµου, να ιδώ πού τρέχει• κ απο τους ανθρώπους κ καταξοχή <=κατ’ εξοχήν> απο αυτήν την γυναίκα δέν έχω πίστη πολλή <σχήµα λιτότητος = δέν εµπιστεύοµαι καθόλου>.) Το βράδυ, την νύχτα, βλέπω εις τον ύπνοµου (πρώτα µε πονούσε η καρδιάµου πολύ εκείνη την νύχτα εξ αιτίας των λιµπώνµου, οπου µ’ είχαν τραβήσει. Κ δάρθηκα πολύ κ αποκοιµήθηκα)• βλέπω εις τον ύπνοµου την ΧάρηΤης κ µου λέγει: «περικάλεσα κ τον ΜονογενήΜου κ Τον πήρα κ ήρθε να σε ιδεί κ να σε γιατρέψει». 42 Κ µαζώχτηκαν κ πολλοί Άγιοι• µου έβαλε ένα πράµα εις την καρδιάµου κ µού’παψε εκείνος ο µεγάλος πόνος, κ σε ολίγον καιρόν κ ο πόνος των λιµπώνµου. Κ µου λέγει ο Ι<η>σούς Χριστός, τρείς φορές: «Γιάννη!». «Σε γιάτρεψα• κ δέν έχεις τίποτας πόνο εις το εξής. Κ µήν πικραίνεσαι• κ τίποτας δέν µπορεί να σου κάµει κανείς, ούτε όσοι είναι µέσα εις την καθέντραΜου. <καθέντρα είναι συνηθισµένη λέξη σε αυτό το βιβλίο. Σηµαίνει καθέδρα, έδρα, όπου µένει ο Χριστός κ οι αντιπρόσωποίΤου Άγιοι• του Μακρυγιάννη το σπίτι ήταν η έδρα του Χριστού>. Κ όσα σου είπαν οι άνθρωποι είναι δικήΜου Θέλησις, κ του ΑφέντηΜας πρώτα• κ αυτά οπου σου λέγει η γυναίκα κ θέλει σου ειπεί κ εις το εξής: να τ’ ακούς, δέν είναι λόγια δικάτης• δέν τηράνε οι άνθρωποι τον ταχυδρόµον, όταν πηγαίνει µε τα γράµµατα, ή καλός είναι ή κακός• τα γράµµατα τηράνε άν είναι σφαλισµένα. Κ εις το εξής άλλον να µήν πιστεύεις ό,τι σου λέγει, ή γυναίκα ή άντρας• αυτείνη θα σου λέγει πάντοτες <τί> της λέµεν κ τί λέπει, όσο ο ΑφέντηςΜας να σε φωτίσει µόνοςΤου όταν είναι η ΘέλησιςΤου. 43 Κ η ΜητέραΜου, µε όλους τους Αγίους οπου διόρισε ο ΑφέντηςΜας, θα είναι πάντοτες εις την καθέντραΜας, κ θά’ρχοµαι κ µόνοςΜου.) Λέγοντας αυτά όλα, ξύπνησα. Την αυγή ήρθε η γυναίκα κ µου είπε τα ίδια, κ οτι µε πόνειε η καρδιάµου κ µε γιάτρεψαν, κ την γυναίκα µόνον ν’ ακώ <=ακούω> οτι δέν συµφέρνει µε άλλους, κ τον ταχυδρόµον, κ τα εξής. <αυτά τα είπε η γυναίκα προτού ο Μακρυγιάννης να τα διηγηθεί, άρα όντως η γυναίκα είχε υπεραισθητικές ικανότητες. Ο Μακρυγιάννης δέν ήταν βλάκας να τα πεί στην γυναίκα ή αλλού (άλλωστε ήταν µόλις αυγή) προτού τα ακούσει απο την ίδια. Ακόµη κ όταν η γυναίκα όντως προσέθετε κ απο κανένα δικότης (που ουσιαστικά δέν αλλοίωνε τα µηνύµατα του Θεού κ των ΑγίωνΤου), κ αυτό ακόµη µε του Θεού την άδεια το έκανε (γιατί ακόµη κ οι ψευτιές στον κόσµο µε Θεού άδεια λέγονται) κ οπωσδήποτε οι προθέσειςτης κ οι ενέργειέςτης ήταν καλές για τον Μακρυγιάννη κ για όλους τους τίµιους ανθρώπους> Δόξασα τον Θεόν, την Αγία Τριάδα κ την Θεοτόκο κ πάντα<ς> τους Αγίους – κ δέν µού’µεινε πλέον αµφιβολία. Κ άρχισα να βάλω κ εις τον εαυτόνµου περιορισµόν, όσον δύνοµαι ώς άνθρωπος. Τραβήχτηκα όλως δια όλου εις την κάµαρήµου, µόνοςµου• ήµουν κ πρώτα, οµως τώρα έλαβα άλλα µέτρα (κ δι’ αυτό – θα σηµειώσω την ποινή οπού’λαβα). Κ άρχισα ταχτικώς τις µετάνοιέςµου κ την αµαρτωλήµου προσευκή να δουλεύω τουλάχιστο δύο ώρες (αυγή κ βράδυ) την ηµέρα <εννοεί πως άρχισε να αφιερώνει στο Θεό δύο ώρες το πρωί κ δύο ώρες το βράδυ, ενίοτε περισσότερη ώρα, αρχίζοντας κ τελειώνοντας την κάθε µέρατου µε προσευχή κ µετάνοιες> 44 κ µε δάκρυα αµαρτωλού, πρώτα να σώσει το ΈλεόςΤου την µατοκυλισµένηµου πατρίδα κ θρησκεία κ όσους τίµιους ανθρώπους, όποιας θρησκείας κ άν είναι, όσοι φέρνουν δοξολογίαν εις τον Θεόν κ εις την ΒασιλείανΤου – να σώσει αυτούς κ’ εµάς όλους τους αµαρτωλούς απο τους ανθρωποφάγους κ τυράγνους όλης της ανθρωπότης (οπου σήκωσαν οι ανθρωποφάγοι κ οι τύραγνοι κ οι οπαδοίτους την δοξολογίαν απο τον Πλάστη του Παντός κ της ΒασιλείαςΤου κ την έδωσαν του πατέρατους του διαβόλου κ έγιναν παιδιά αυτεινού, κ καταβασανίζουν την ανθρωπότη κ χάσανε την δικαιοσύνη: την Θέληση της ΠαντοδυναµίαςΤου κ της ΒασιλείαςΤου <=η δικαιοσύνη είναι η Θέληση του Θεού> κ τρώνε αυτείνοι κ οι οπαδοίτους ζωντανούς ανθρώπους), κ ανάβω την λαµπάδαµου κ θυµιατίζω κ κάνω την ταπεινήµου προσευκή• κ σε αυτό κατηγορία ηύρα 45 ηύρα κ βρίσκω απο τους ‘καλούς’ ανθρώπους! Εγώ εξακολουθώ τον δρόµοµου• κ ο Θεός να µου δώσει κ αρετή κ ηθική, οτ’ είµαι ο χερότερος απ’ όλοΤου το πλάσµαΤου: οι αµαρτίεςµου είναι άβυσσος της θαλάσσης, οπού’καµα κ κάνω ολοένα. Έκοψα την συνα<να>στροφήµου απο τον κόσµον, σπανίως βγαίνω, εργάζοµαι εις τον κήποµου κ κάνω το χρέοςµου κ εις αυτό, εκείνο οπου δύνοµαι. ι Εις τ’ άλλο το ιστορικόν ξηγούµαι τ ς αγώνες• <σε εκείνο> είχα κ τούτα γραµµένα καµόσα• κ τ’ άλλα τά’χω χωµένα, οτι οι κατάσκοποι πάντοτες µε προσέχουν κ µε κατακρένουν <ή: κατακρίνουν> εις τους ανωτέρουςτους κατα την θέλησιντους, δια να βρίσκουν τα νιτερέσιατους κ την εύνοια <=γραµµένο λάθος ‘ευκυα’> αυτεινών• κ γύρευαν να µου κάµουν κατ’ οίκον έρευνα, κ: να µήν ιδούνε αυτά, ξήλωσα όσα φύλλα είχα γραµµένα κ τα αντιγράφω εδώ• κ άν εύρω κ όσα έχω χωµένα, θα γράψω κ εκείνα. Κ όταν διαβάσετε το πρώτο ιστορικόν, τότε θα λέπετε 46 τί έγιναν <=ποιά γεγονότα συνέβησαν>, κ τότε βλέπετε κ την Ευσπλαχνία του µεγάλου Θεού, οπου έκαµεν νεκρανάσταση σ’ εµάς τους χαµένους κ σβησµένους τόσες αιώνες απο τον κατάλογον του κόσµου, να µας αναστήσει – κ οι ανθρωποφάγοι ηθα µας τρώγανε, κ να µας δώσει κάθε αγορασµένος απο αυτούς εις την µερίδα των ξένων φίλωντους• κ δια να µας σώσει η θεία Πρόνοια κ η ΒασιλείαΤου, απο τον καιρόν οπου άρχισε η Μεταβολή, δέν έλειψε να µήν βάλει την ΕυσπλαχνίαΤης κ το ΈλεόςΤης εις αυτείνη την µατοκυλισµένη πατρίδα. Κ τα θάµατα της κάθε εποχής τα σηµειώνω όλα• ό,τι κακόν βουλεύονταν να µας κάµουν οι αναντίοι, ντόπιοι κ ξένοι, ευτύς ήταν χέρι Θεού οπου µας έσωνε απο την τρέλλιαµας κ απο την ιδιοτέλειάµας. Εγώ έχω χρέος να τα σηµειώσω, οτι κ είδα κ άκουσα κ προφτάστηκα κ προφταίνοµαι <=εγκαίρως σώθηκα κ σώζοµαι> απο την ΕυσπλαχνίαΤου, κ τα πιστέυω. Κ ο δίκαιος Θεός ν’ α<υ>ξάνει, 47 ο Θεός να µ’ α<υ>ξήνει εις την ψυχήµου κ εις την ιδέαµου, καλύτερα σπλάχνα κ αρετή κ πίστη καθερά <=καθαράν> να Τον προσκυνώ κ να Τον δοξολογώ κ να Τον ευκαριστώ κ να Τον περικαλώ να µας σώσει απο την ιδιοτέλεια κ απο τον δόλον των δολερών αχόρταγων γενικώς της ανθρωπότης, οπου την τρώγει η αδικίατους µαζί µε τους γλυκόγλωσσους τους τεµπέληδες, τους κόλακάςτους (οτι δια να βυζαίνουν όλοι αυτείνοι ήρθε η ταλαίπωρη ανθρωπότης εις αχλίαν κατάστασιν• δουλεύουν κ αγωνίζονται όλοι οι τίµιοι άνθρωποι κ ψωµί δέν µπορούνε να φάνε χορταστικόν).) Την ηµέρα ήθελε να πάγει ενού αγωνιστού… (ήτον µαζίµου αυτός κ ήρθε κ η µητέρατου απο τα νησιά, τα Θερµιά, να τον ιδεί• γι πολλά σεβάσµια γρι ά• κ: εις τον τόποτης είναι µιά εκκλησιά παλαιινιά <=αρκετά συνηθισµένο επίθετο στο βιβλίο αυτό, κατα τη γνώµηµου απο το ‘παλαίωνη’> του Αγίου Γιάννη, κ πάντοτες την υπερετεί η γριά), θα πάγαινε εις την πατρίδατης, κ της δίνω ένα τάλληρον να παίρνει λάδι της εκκλησίας. Το βράδυ µου λέγει ο Α-Γιάννης (+ εις τον ύπνοµου): «έλαβα εκείνο οπου µού’στειλες»• κ µου δίνει έναν διαµαντένιον Σταυρόν, κ Τον ασπάστηκα <αυτήν τη φορά γράφει ‘αςπαστικα’ κ όχι ώς συνήθως ‘ανσπαστι-‘>• κ µου είπε: «είναι δικόςσου Αυτός», κ να Τον βάλω ο ίδιος 48 εις τις εικόνες, εµπροστά εις τον Α-Γιώργη κ Άγιον Δηµήτρη, θα χρησιµέψει κ δια τα δύο µπινάρια, τον Γιώργη κ Δηµήτρη, οπου θα βαφτίσωµεν. Αυτό είδα εις τον ύπνοµου, κ µου είπε κ η γυναίκα την αυγή όσα είδα εγώ, κ το τάλληρον οπου έδωσα.) Αφού ο Κωλέτης κ η συντροφιάτου κ οι οπαδοίτου κ το σύστηµάτου το ξένο (αφού’πεσε ο Μαυροκορδάτος κ το παρτίδοτου, εδώ έπεσε όλως δια όλου η <=το άρθρο έχει απο πάνωτου µιά µεγάλη καµπύλη σάν ‘δασεία’ που στην πραγµατικότητα είναι η αρχή απο το τ που ήθελε να γράψει ‘της Αγγλίας’ κ προτίµησε να βάλει µιά λέξη πρωτύτερα> επιρροή της Αγγλίας – λαµπρύνεται της Γαλλίας δια µέσον του Κωλέτη κ του πρέσβητης Πεσκατόρη) θέλαν να βάλουν σ’ ενέργειαν την θρησκείατους, δυτική, του Πάππα, (πώς ήταν ορκισµένος δι’ αυτό ο Κωλέτης, εις τ’ άλλο σηµειώνω), κ αρχίσανε εδώ να κάµουν σκολειά κ κατηχούσαν κ τους ανθρώπους, κ τους όρκιζαν στενά, κ έφκιασαν µοναστήρι εις την Τήνο, κ εκκλησίες, κ άλλες πολλές ευκολίες εις τους οπαδούςτους, φέραν χρήµατα κ τα εξής. Δια της Φώτισης του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου: κ άνθρωποι ήταν απο τους ίδιους, Χριστιανοί, οπού’χα ορκισµένους κ ήταν µε αυτούς, κ η Φώτιση της Θεια-Πρόνοιας: τα µάθαινα• 49 Πήγα πιάστηκα µε τον Κωλέτη δι’ αυτά• του είπα: «µεγάλον πατριωτισµόν έδειξες εις την πατρίδα, αρχή κ τέλος• θα µας διορθώσεις κ την θρησκείαµας!»• του είπα: «όλα τα γνωρίζω! Τήρα να µήν µε κάµεις κ σκοτώσω τα παιδιάµου µόνοςµου, κ κάψω κ το σπίτιµου! κ τότε θα κουβεντιάσουµεν πλατύτερα!»• κ έφυγα. Τότε έβαλε να µε δολοφονήσουν, κ άλλα τοιούτα αναντίονµου• απέτυχε σε όλα. Τότε έλπιζαν όλοι αυτείνοι οτι έχω µάγους κ τα µαθαίνω. Ηύραν κ έναν προδότη απο µέσα το σπίτιµου, κ τους έλεγε τί µιλούσα καθεµερινώς µε την γυναίκα, κ «είναι µάγισσα». Κ έβαλε τον Κλεοµένητου κ τον Καλλεφουρνάτου <=εκδότες εφηµερίδας> κ µε χτύπησαν ύστερα δι’ αυτό, κ οτι ήθελα να γράψω κ’ ιστορία• κ εγώ, αφού ήταν <=υπήρχε> προδότης, έκαψα άλλα χαρτιά κ είπα οτι έκαψα την ιστορία οπου ακολουθούσα τον βίονµου – 50 κ τους είπε κ αυτό ο προδότης• κ µε βάρεσαν κ δια ευτό <=αυτό> εις τον τύπον του Κλεοµένητου, όταν µατα βάλαν να µε δολοφονήσουν, κ λένε κ δια την ιστορία, κ λένε οτι έχω κ µάγισσες (έχω την εφηµερίδα, κ την δικήτους κ την γαλλικήν). <=υποθέτω πως βγάζανε κ γαλλόφωνη εφηµερίδα στην Αθήνα, κ σ’ αυτήν ακόµη τον κατηγόρησαν> Τότε, σά µάθαν οπού’ καψα την ιστορία, ηθα µου κάναν κατ’ οίκον έρευνα κ δέν µου κάµαν. Τότε θέλησαν να βρούνε κ αυτείνοι µάγισσες να µαθαίνουν• κ ήφεραν απο την Τουρκία έναν Τούρκον ντερβίση, κ µιάν Οβριά απο την Χαλκίδα. Την Οβριά την είχε ο Καλλεφουρνάς κ η συντροφιά, τον ντερβίση τον είχε ο Κωλέτης τόσον καιρόν, όσο οπου άπλωσε ο διάβολος ο αφέντηςτου κ του πήρε την βρωµερήτου ψυχή (κ γκάριξε <γραµµένο ‘γκαριξε’> κ βάβισε εις τον πεθαµότου, κ ύστερα – σηµειώνω τί έγινε). Τότε έφυγε κ ο ντερβίσης, κ δέν πλερώνει κ δι’ αυτούς µιστθούς ξέρει πρέπει να το µάθει: η ιστορία είναι πάλη σε επίπεδο οικονοµικό, πολιτικό, ιδεολογικό, αλλα πάνω απ’ όλα σε επίπεδο πνευµάτων, θρησκευτικό επίπεδο> βαρέους. <όποιος δέν το 51 Τα 1844, Οκτωβρίου 29∴, ήµουν εις το σπίτιµου κ µάλωνα το µεγάλοµου παιδί• κ η γυναίκα µου λέγει αυτό την άλλη ηµέρα. (Όσα σας λέγω τώρα δια την γυναίκα, δέν είναι πλέον όνειρο του ύπνου, είναι φανερά. Απο το σπίτιτης: µένει το σώµατης, κ το πνεύµατης είναι παρόν. Κ δια εκείνο εγώ είχα απιστία, οπου µου είπαν τον ‘ταχυδρόµον’ – κ <=αλλά> είδα κ µόνοςµου αυτά ύστερα• τα σηµειώνω όλα)) Τότε η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι… Μου λέγει η ΧάρηΤης: «µήν το µαλώνεις, κ Εµείς το έχοµεν µε το πνεύµαΜας». Εκεί οπου λέγαµεν αυτό, ξεµυτίζει εις την σκάλα ένα µεγάλο θερίον, κ κόλλαγε απάνω να µπεί µέσα να µε φάγει• τότε µου λέγει η ΧάρηΤης: «βάρ’ειτο, Γιάννη, αυτό το θερίον, οτι θα σε φάγει• κ θα φάγει κ την πατρίδα!». Τότε µου δίνει ένα <θεϊκό όπλο. Μπορεί κανείς να το ερµηνεύσει κατα την ι κρίσητου κ τα συµφραζόµενα του βιβλίου> σάν καµ τσίκι, κ είχε τρείς καλάµους <=καλέµια, διακλαδώσεις, αιχµηρές απολήξεις. Το πρώτο α είναι στριµωγµένο ανάµεσα στο κ και στο λ, λόγω της φοράς της γραφής κ της οµοιότητας του α µε το προηγηθέν κ, ήταν και άτονο το α. Ο Μακρυγιάννης είχε απο κάποιον λόγιο πληροφορηθεί οτι το ‘καλέµι’ είναι αντιδάνειο απο το αρχαίο ελληνικό ‘κάλαµος’, κ προτίµησε την αρχαιότερη ελληνική λέξη.>, κ µπροστά είχε <σε κάθε κάλαµο> από’να σίδερο• 52 κ το χτύπησα εις το κεφάλι τρείς φορές, κ το ντράλισα <=το ζάλισα. Ντραλίζεται κ αντραλίζεται = ζαλίζεται, παραπατά, ρήµα σύνηθες κ στη βόρεια Ελλάδα>• κ φορούσα τσαρούχια, κ του δίνω µε τα ποδάρια κ το αποτέλειωσα• κ του έδωσα ένα κ τό’ριξα κάτω εις την αυλή• κ µου είπε η ΧάρηΤης κ άναψα µιάν µεγάλη φωτιά κ τό’ριξα µέσα αυτό το θεριό κ τα τσαρούχιαµου, κ έγιναν στάχτη• κ µου είπε κ την έµασα όλη κ την πήγα κ την έρριξα εις ένα χάβον <=απορροφητικό βόθρο. Εξ οὗ κ χαβούζα, κυπριακώς χαούζα, νοµίζω απο χαούσα. Ετυµολογείται κττγνµµ απο το χάος> παράµερον. Τότε λέγει η ΧάρηΤης: «τεκνα του αναθεµατισµένου! Με του διαβόλου τις ενέργειες εργάζονται κ περπατούν. Λήγορα ι θ’ απολάψουν εκείνα οπου εργάζονται, την ανταµοιβήτ ς <=τους> – κ το ξανθό αίµα κ γένος δέν παθαίνει τίποτα: το φυλάγει ο ίδιος οπου τό’πλασε». Τότε η ΧάρηΤης πήρε εις το χέριΤης ένα χρυσό δισκοπότηρον κ µετάλαβεν πρώτη η ΧάρηΤης, κ όλοι οι Άγιοι, κ εγώ, κ όλαµου τα παιδιά, κ η φαµελιάµου <=η σύζυγοςµου>• µας µετάλαβε η ΧάρηΤης κ Αγίους κ’ εµάς όλους. 53 Κ τις τριάντα <του µήνα, Οκτωβρίου> µε πήρε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι κ µε πήγαν εις την Αγίαν Ειρήνη• κ µαζώχτηκε όλος ο λαός κ µε σήκωσαν εις τα χέρια• κ έδωσαν του Κριτζώτη <=Κριεζώτη> του παιδιού ένα χρυσό στεφάνι, κ µου τό’βαλε εις το κεφάλι• κ µου το έβγαλε ο Α-Γιάννης, κ είχε µιάν χρυσή σακκούλα κ είχε κ άλλα µέσα, κ µου είπε: «φτύσε µέσα εις αυτείνη την σακκούλα» κ έβαλε κ το στεφάνι µέσα• κ µε την ΧάρηΤης κ µε όλους τους Αγίους ερχόµαστε εις τον δρόµον• κ ήταν ο Κωλέτης µε όλους τους συντρόφουςτου ξένους κ ντόπιους κ θέλαν να µου µιλήσουνε. «Γκιντί, <οθωµανικό cidi, έκφραση περιφρόνησης κ βδελυγµίας. Κατα το λεξικό του Redhouse, cidi = προαγωγός• συνεπώς χαµερπής, κάθαρµα> προδότες κ επίβουλοι της πατρίδος!» τους είπα.) Κ πήγαµεν (+µε την ΧάρηΤης) εις το σπίτι, κ εκεί µου είπαν κ το έβαλα εις τα εικονίσµατα το σακκούλι. <σακκούλι κακογραµµένο: επηρεασµένος απο την προηγούµενη λέξη έγραψε πρώτα ‘µατο’, έπειτα µουτζουρώνοντας διόρθωσε το µ σε σ, το α το άφησε, το ‘το’ το µουτζούρωσε αφήνοντας µόνο την αρχική καµπύλη του τ, που την έκαµνε ίδια µε την αρχική καµπύλη του κ, έπειτα πρόσθεσε ‘κολι’ = -κκούλι. Το όραµα έχει το βαθύτερο νόηµα οτι κάποιοι προσφέρουν στον Μακρυγιάννη κοσµικές τιµές σάν αλλονών που είναι περιφρονητέες, γι’ αυτό φτύνει µέσα στη σακκούλα µε τα στεφάνια• του Μακρυγιάννη η τιµή είναι για άξιο έργο, γι’αυτό δέν φτύνει αφού έβαλε το στεφάνιτου µέσα• έπειτα βάζει τη σακκούλα στα εικονίσµατα, που σηµαίνει: του Μακρυγιάννη είναι έργα που τα αφιερώνει στο Θεό, δέν τα θεωρεί δικάτου ωστε να αξιώνει τιµές γι’ αυτά> Όταν έπιασα την εταιρείαν οπου ενεργούσαν να σκοτώσουν όλους εµάς τους Σεπτεβριανούς, κ φώναξαν οι βουλές και οι τύποι, κ ηθα µε δολοφονήσουνε 54 (εις τ’ άλλο ξηγούµαι περι αυτού πώς έτρεξεν) τότε, έρχονταν συχνά (εις τ’ άλλο ξηγούµαι όλα αυτά). <=έρχονταν συχνά να µε δολοφονήσουνε> Να µήν ανοίξει νέον δυστύχηµα, η Θεία Πρόνοια ενέργησε κ νεκρώσανε τα σκέδιατους. Τότε βλέπει η γυναίκα: από’ξω το σπίτι: πλήθος λαός, κ δύο σηµαίες• λέγει ο Α-Γιώργης κ ο Άγιος Δηµήτρης: <οι δύο στρατιωτικοί Άγιοι> «είµαστε κ’ Εµείς µαζίσας• κ κινάτε!». Τότε ένας σεβάσµιος γέρων σάν δεσπότης: ευλόγησε κ είπε: «µείντε, ευλογηµένοιΜου, αλλού <αλλού= τέρµα, στην άκρη>• µείνετε ώς αυτού! µήν χύνετε αθώα αίµατα!». Τότε στέλνει εις το σπίτιµου µιάν µαύρη καρότσα, κ άλογα µαύρα, κ’ ένας αράπης: καροτσάρης, κ έρχεται στελµένος απο τον Κωλέτη κ απο κάτι φραγκοφορεµένους <=µε ‘γκ’>, κ µε πήραν απο το σπίτιµου να µε βάλουν µέσα εις αυτείνη την καρότσα. Η ΧάρηΤης κ ο Α-Γιάννης µε πήραν κ µε κόλλησαν πίσω εις το σπίτιµου• κ λέγει η ΧάρηΤης: «σε ολίγον καιρόν µπαίνει ο ίδιος Κωλέτης µέσα εις αυτείνη, εις αυτείνη την καρότσα• 55 κ νεκρώνεται κ ο ανώτερος του πρέσβη οπου ενεργάγει όλες τις δυστυχίες κ χύνονται αθώα αίµατα. Κ Μακρυγιάννης θα είναι εις την πατρίδατου».) Την άλλη ηµέρα είχε πεθάνει <σε όραµα της γυναίκας> το παιδίµου το µεγάλο κ ήταν ξαπλωµένο κάτω, κ έκλαιγα• κ ήταν η ΧάρηΤης κ ήρθε κ ο Χριστός ο αληθινός κ όλοι οι Άγιοι• κ µου λένε: «µήν κλαίς! όσους αδίκως θέλουν να πεθάνουν δια τους κακούςτους σκοπούς – αναστήνονται οπίσω• κ εκείνοι θα λείψουν κ εδώ, κ εκεί θα λάβουν την ανταµοιβήτους». <συνήθως γράφει ‘ανταµεβι’, διορθώνω>. (Τί ηθα κάναν του παιδιού, ξηγούµαι εις τ’ άλλο πλατιά: σάν δέν µπόρεσαν να µου κάµουν εµένα τίποτας, ηθα µου σκότωναν το παιδίµου• κ εκεί ήταν άνθρωποι να µε δολοφονήσουνε κ’ εµένα – κ η Θεία Πρόνοια έκαµεν νεκρανάστασιν• ξηγούµαι εκεί). Την άλλη ηµέρα ο Α-Γιώργης κ ο Αγι-Δηµήτρης ήρθαν εις το περιβόλιµου καβάλλα, κ ύστερα πήγε ένας τό’να το µέ56 ρος της χώρας κ τ’ άλλο ο άλλος. Κ ήρθαν απάνω εις το σπίτιµου κ µου πήραν το φέσιµου απο το κεφάλιµου κ µου βάλαν ένα άσπρον• <=σηµάδι οτι έπαψε να ανήκει στις χαµηλότερες τάξεις της κοινωνίας κ έµελλε να είναι ουσιαστικά ιερέας του Ενός Θεού> κ µου λένε: «όλοι Εµείς σε φυλάµεν• κ µόνοςσου να προσέχεις, κ να δοξάζεις κ τον Θεόν. Κ να µήν περπατείς µόνοςσου, οτι είναι λίγον µπερδεµένο». Ευτύς ήρθε η Παναγία η Φανερωµένη, κ µε πήραν κ µε πήγαν κάτω εις την θάλασσα• κ ήταν µία λαµπρά φεργάδα <=φρεγάτα> κ µπήκαµεν µέσα• κ εκεί ήταν κ ένα άλογον καλό, κ µου λέγει η ΧάρηΤης: «καβαλλίκατο». Κ το καβαλλίκεψα, κ πέφτει µέσα εις την θάλασσα, κ εγώ φοβήθηκα πολύ. «Μήν φοβάσαι» µου λέγει η ΧάρηΤης, κ πήγαµεν ένα πολύ διάστηµα εις την θάλασσα• κ η ΧάρηΤης ήταν στο ψηλότερο κατάρτι• κ γυρίσαµεν οπίσω, κ τα ποδάρια του αλόγου δέν βράχηκαν τελείως <=καθόλου>. Κ γυρίσαµε εις το σπίτι, κ µου λέγει: «όσους ο Θεός φυλάγει, δέν παθαίνουνε τίποτας, κ εις την θάλασσα 57 µε τ’ άλογον! τους προσέχει κ δέν παθαίνουν τίποτας• κ αναστήνει κ αυτούς κ τα τέκνατους. Κ όσοι εργάζονται µε κρυµµένους κακούς σκοπούς, εκείνοι θα χαθούν – δέν χάνεται πατρίδα κ θρησκεία». Εις τις 12∴, Νοέµβριον <το 2 είναι µουντζουρωµένο, φαίνεται πρώτα να έγραψε 11 κ µετά το πάτησε απο πάνω κάνονταςτο 12. Πιθανώς εννοεί ‘Νοεµβρίου’, αλλα καθώς έγραψε ήρθε ο Άγιος Ηλίας από’ξω εις το σπίτιµου, εις την βρύση, κ µε φώναξε κ µε έβγαλε έξω κ’ εµένα εις την βρύση• κ είχε σταθεί το νερό της βρύσης – κ το ευλόγησε κ άρχισε κ έτρεχε. Πήρε κ ένα απο τα παιδιάµου, τα µπινάρια, κ µας ευλόγησε κ είπε: «αυτό είναι δικόµας, το ευλογηµένο»• κ µου τό’δωσε εις τα χέριαµου• κ µε µαγάρισε το παιδί, κ χολοπάθαγα <=υπόφερνα, ζοριζόµουν, µε ενοχλούσε πάρα πολύ η βρώµα. Απο χολή & πάθαγα, πάθαινα, ανάλογο µε το χολόσκαγα>, κ ήθελα να πλυθώ. «Μήν πλένεσαι», µου είπε, «δέν είναι µαγαρισιά αυτείνη, έτσι σου φάνη». Κ µας πήρε κ πήγαµεν εις τις εικόνες, κ µατα µας ευλόγησε κ µου είπε: «το κρυµµένο (οπού’ναι τόσον καιρόν) κ πλακωµένον, είναι δικόνσας».) ‘νοεβριον’, το παίρνω ώς αιτιατική> «Κ άν σε φωνάξουν εκείνοι οπου’ενεργούνε να χαλάσουν εκείνο οπου κιντυνέψετε κ θεµελιώσετε, να µήν πάς κ σε απατήσουνε. Κ δοξάστε τον Θεόν». Κ αναλήφτη. 58 Εις τις 13 του ιδίου <µηνός = Νοεµβρίου> ήρθε η Παναγία η Πουρσώτισσα, <Τούρκοι, κ Έλληνες, λέγαν την Προύσα κ Πούρσα ή Bur-sa. Αλλα Πουρσώτισσα δέν είναι της Προύσας, είναι εκείνη που έχει τον περίφηµο ναό στον Προυσό, ένα µεγάλο ορεινό χωριό στα νότια του Νοµού Ευρυτανίας, κοντά στα σύνορα µε το κ ευτύς κρέµασε έναν χρυσόν µπερντέ εις την οξώπορτα, κ κόλλησε πάνω ύστερα, κ είπε: «όλοι οι άλλοι ήρθανε• εγώ τώρα ήρθα εις το σπίτισου, εις την καθέντραΜας <=οι άλλοι Άγιοι ήρθαν κ εγκαταστάθηκαν πρωτύτερα, εγώ τώρα ήρθα να εγκατασταθώ στο σπίτισου, που είναι η έδραΜας>. Όσα ενεργούνε αναντίον εις την Θέλησιν του ΑφεντόςΜας, όλα θα το ιδούνε εις το κεφάλιτους. Ό,τι φκιάνει ο ΑφέντηςΜας, δέν δύνεται κανείς να τα χαλάσει. Εσύ εκείνο οπου εργάζεσαι να βαστάς». Πήγε ευλόγησε όλη την φαµελιά, κ παιδιά• κ το τρανύτερον απο τα µπινάρια, οπου ευλόγησε κ <ο> Άγιος Ηλίας, το ευλόγησε κ η ΧάρηΤης, κ του κρέµασε µιάν λαµπρά τετρεµίδα <γραµµένο καθαρά ‘τετρεµιδα’. Απο τα Νοµό Αιτωλοακαρνανίας. Κανονικά λέγεται «Παναγία η Προυσιώτισσα»> <το ρήµα κολλά, κόλλησε, στον Μακρυγιάννη σηµαίνει µεταβαίνει, µετέβη> συµφραζόµενα συµπέρανα εξ αρχής πως σηµαίνει ‘σαλιαρίστρα’, άν και σε όσες γυναίκες το είπα θεωρούν πως τα συµφραζόµενα εννοούν ‘µατόχαντρο’ (χάντρα αποτροπαϊκή του βάσκανου µατιού, ένθετη σε χρυσό). Έκανα διάφορες ανεπιτυχείς υποθέσεις για την ετυµολόγηση της λέξης, ώσπου έµαθα την λέξη ντιρνανίτσ = ‘µικρή ποδιά’ των ελληνόφωνων της Ουκρανίας, των οποίων η διάλεκτος ανήκει στα βόρεια ελληνικά ιδιώµατα. Χωρίς τις φωνολογικές τροπές των βορειοελληνικών ιδιωµάτων, η λέξη είναι ντερντανίτσι, κ χωρίς την υποκοριστική κατάληξη: ντερντάνι. Απο την ‘όψη’ η λέξη δείχνει περσικής προέλευσης οθωµανική, κ στην υπόλοιπη Ελλάδα (πλήν των βορείων ιδιωµάτων) ήταν ντερντάµι (κατα κανόνα οι οθωµανικές λέξεις που τελειώνουν σε –Ν γίνονται µε –Μ στην Κοινή Νέα Ελληνική, όπως qatran → κατράµι, quršun → κουρσούµι, maden → µαντέµι. Ακόµη κ το τουρκικό bile (= ‘ακόµη κ’) οι Έλληνες που ξέρουν λίγα τουρκικά το λένε “bilem”.). Με την υποκοριστική κατάληξη έγινε ντερνταµίδα, κ µε µετάθεση (για διευκόλυνση της προφοράς) του ρ (και επιρροή απο το τετρα- κατα λαϊκή ετυµολόγηση, ώς ‘τετράγωνο πανί’, κ µε επιρροή απο το οθωµανικό ter-temiz = ‘κατακάθαρο’) έγινε τετραµίδα ή τετρεµίδα, που σήµαινε µικρή ποδιά για µωρά (που δένεται στο λαιµότους κ κρέµεται στο στήθοςτους για να µή λερώνονται όταν τρώνε), κοινώς ‘σαλιαρίστρα’>, κ είπε: «είσαι τέκνο εδικόΜας»• κ έφυγε.) Εις τις δεκαπέντε ήρθε η ΧάρηΤης µε τον ΜονογενήΤης, τον Χριστόν, ευλόγησε κ είπε: «σώνονται τα δεινάσας», κ µου έδωσε ένα µεγάλο πράσινο φύλλο• <=κάποιου ιερού φυτού. Πάντως σύµβολο ζωής. Όπως το δέντρο κάνει πολλά φύλλα κ το φύλλο απο ένα νεύρο απλώνεται σε πολλά νεύρα κ τα υπονεύρα σε µικρότερα, έτσι κ όλοι οι άνθρωποι κ όλα τα πλάσµατα είµαστε κύτταρα του σώµατος του Θεού. Απο περιέργεια έψαξα κ βρήκα οτι την 15/11/1844 µε το παλιό ηµερολόγιο η σελήνη είναι στον αστερισµό που λέγεται ινδικά Aardra. Ένα αρχαίο ινδικό βιβλίο για την µαγική χρήση των φυτών ανάλογα µε τον αστερισµό της σελήνης, λέει: «την ηµέρα του Aardra πάρε (ένα κοµµατάκι) απο ρίζα του φυτού arqa, (επιστηµονικώς Calotropis Gigantea, του οποίου τα µεγαλύτερα φύλλα χρησιµοποιούνταν στις τελετές κ αναχώρησαν. Κ ήταν ένας µε µιά µεγάλη τριχιά, κ ζώσαν την πόλη κ το παλάτι• κ Μαυροκορδάτος κ η συντροφιάτου, ντόπιοι κ ξένοι, κ ο Κωλέτης, πήραν κάτω σ’ έναν γκρεµνό κ πέφταν.) θυσιών). Βάλε το κοµµατάκι της ρίζας αυτής σε ένα tavis (κυλινδρική θήκη) κ φόρατο: τότε ακόµη κ το µεγαλύτερο ψέµα που θα πείς θα βγεί αληθινό»> Τις 29∴ βγήκαν ένα πλήθος ασκέρια απο τα καράβια, Φράγκοι• κ εννιά καβαλλαραίοι τους αφάνισαν µε τα µουστράκιατους κ τους έβαλαν οπίσω εις τα καράβιατους. <µουστράκια = ακόντια, απο το οθωµανικό mızraq> 59 Εις τις 29∴, απο τους εννιά (9∴) καβαλλαραίους οι δύο ήρθαν εις το σπίτιµου, ένας µ’ ένα κόκκινο άλογο κ ένας µ’ έν’ άσπρο, κ µε πήραν κ πήγαµεν εις την πολιτείαν• κ εις την Πλάκα συνάχτη όλος ο λαός, κ τους λένε: «τρία σάπια δέντρα κάνουν τον κακόν ίσκιον κ εις την πατρίδασας κ εις την θρησκείασας. Άν δέν κόψετε αυτά, υγείαν δέν θα ιδείτε»• κ αναλήφτηκαν.) Οι δύο καβαλλαραίοι ήταν Α-Γιώργης κ Άγιος Δηµήτρης• κ δίνουν µιάν τσεκούρα κ έκοβαν δύο άνθρωποι αυτά τα βρωµερά δέντρα. γ Τώρα σας σηµειώνω: ∴ τις 30∴ του ιδίου εγώ ήµουν αστενής πολύ• µε πόνει ε το κεφάλιµου κ όλοµου το σώµα• ήµουν πολύ σικλετισµένος <απο αραβικής προέλευσης οθωµανικό sıqlet = βάρος, απο σηµιτική ρίζα sql> απο την κακία οπου έβλεπα απ’ όλους αυτούς τους απατεώνες. Ήρθε η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι όλοι• µου λέγει η ΧάρηΤης: «σικλετισµένος είσαι, κ θα σου περάσει». Έβγαλε ένα περιστέρι απο την τσέπητης, κ µαζί µε τον Α-Γιάννη κ Αγια-Κατερίνη κ Άγιον Πεντελέµονον <=Παντελεήµονα> µε σταύρωσαν µε αυτό το περιστέρι κ του έβαλαν τη µύτητου εις το στόµαµου τρείς φορές, κ µε κάτι µε άλειψαν κ 60 µού’δωσαν κ έπια <=’ηπια’> κ µου πέρασε <ο πόνος>, κ ίδρωσα, κ την αυγή ήµουν καλύτερα. Μου λέγει ο Α-Γιώργης κ ο Άγιος Δηµήτρης: «όταν µεταλαβαίνεις, να συνάζεις τα εφτάσου χελιδονόπουλα (είναι τα εφτάµου παιδιά του Θεού) κ την χελιδόνασου (δια την γυναίκαµου) κ όλους του σπιτιούσου, να κάνεις ευκχέλαιον κ τότε να µεταλαβαίνετε• οτι θα µεταλάβουν κ τα µικρά, ο Γιώργης κ ο Δηµήτρης» (αβάφτιγα ακόµα – τους έδωσαν το όνοµα).) συγχρόνως µου λέγει κ ο Άγιος Γιάννης: «συγυρίσου δια την γιορτήσου, οτι ζυγώνει, κ θα γιορτάσεις• κ θα βαφτίσωµεν κ τα δυό µπινιάρια, τον Γιώργη κ Δηµήτρη.) τις Εις <=τα> 1844∴, την πρώτη Δεκεµβρίου ήρθε ο Χριστός ο αληθινός κ η Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι, όλοι, εις τις εικόνες, κ µε παρουσίασε ο Α-Γιάννης κ η Αγια-Κατερίνη, κ µ’ ευλόγησε, κ εγώ έπεσα τα µπρούµυτα κ έκανα µετάνιες• µου λέγει: «σήµερα ξανά ήρθα να σου φκιάσω το σπίτισου»• κ ευτύς έγινε όλο, απάνω κάτω: κ έλαµπε <=έγινε όλο, απο πάνω ώς κάτω, λαµπρό>. Νά κ δυό γυναίκες µε τα ι παιδιάτ ς• σάν είδαν το σπίτι λαµπρό, γύρευαν να κολλήσουνε να το γκεζερίσουνε <=να τριγυρίσουνε µέσα σε αυτό>• τότε η Θεοτόκος δέν τους άφησε, τους είπε: «πρώτα θα κολλήσει εκείνος οπου του τό’φκιασε, κ ο ίδιος ο νοικοκύρης, κ 61 κ τότε θα κολλήσουνε άλλοι»• κ τις έδιωξε. Τότε µου λέγει ο Α-Γιάννης: «ήρθαµεν δια το σπίτισου πρώτα, να σου το φκιάσει ο ΑφέντηςΜας• κ να σε ενώσωµεν κ µε την φαµελιάσου, οπου την τρώγεσαι». ν Είναι η αλήθεια του Θεού, καθώς µας έκαµαν µ’ εκείνα τα πειρασµικά, ψωµί δέν τρώγαµεν γλυκό. Τότε µου λέγει ο Χριστός (προσκυνούµεν το πανάγαθόΤους Όνοµα), µου λέγει: «να σέβεσαι την φαµελιάσου καθώς Εγώ σέβοµαι την ΜητέραΜου» (κ µε µιάν µεγάλη σέβας Τον αγκάλιασε η Θεοτόκος τον ΜονογενήΤης τον <αν>αµάρτητον).) «Εγώ σας γιάτρεψα (κ η φαµελιάσου θα χάνεταν) δια να ζήσετε ειρηνεµένα. Κ να µήν την µατα πειράξεις, κ χάνεται κ µένεις δυστυχής!».) Κ µου λέγει εις το τέλος ο Χριστός: «Εγώ αναχωρώ, Γιάννη, κ δέν µατάρχοµαι δια καµόσον• µένει εις την καθέντραµας µόνον ο Γιάννης ο Βαφτιστής κ η Κατερίνη• κ είναι κηδεµόνεςσου• ό,τι θα σου λένε δια µέσον της γυναικός, να τους ακούς• οτ’ είναι λόγια δικάΜου»• κ ευτύς αναλήφτηκαν• κ’ έµεινε Α-Γιάννης κ η Αγία Κατερίνη εις το σπίτι. <Αικατερίνη ήταν το όνοµα της συζύγου του Μακρυγιάννη. Αικατερίνη Σκουζέ λεγόταν> Κ αρχινώ απο τότε κάτι να φωτίζοµαι 62 κ εγώ, ολίγον πράµα.) <εδώ, στο "ολίγον", µε την υπογράµµιση δείχνω πως δέν πρέπει να επιτονισθεί> Τα µεσάνυχτα µας πήρε ο Άγιος Γιάννης, κ η Αγία Κατερίνη, πήρε εµένα κ την γυναίκαµου, κ η γυναίκα ο ‘ταχυδρόµος’, κ µας πήγαν, τα µεσάνυχτα, εις την ΧάρηΤης, εις την Βαγγελίστρα, εις την Τήνο. Ένα σεντόνι είχαν <για> καΐκι οπου µας πήγαν, ψιλούτσικον κ άσπρον. Εκεί µας καρτέρεσε η ΧάρηΤης, κ µ’ έπιασε απο το χέρι, εµένα κ την γυναίκαµου, κ αντάµωσε το δικόµου χέρι µε της γυναικόςµου, <το ‘αντάµωσε’ µεταβατικό: η Θεοτόκος κρατώντας τα χέρια των δύο τα έκανε να ενωθούν> κ µας έρριξε ένα χρυσό σκέπασµα απο πάνωµας, κ ήταν γιοµάτο σταυρούς• κ ο Α-Γιάννης πλησίονµου, κ η Αγία Κατερίνη. Τότε ακούγει η γυναίκα έναν µεγάλον χτύπον Δήµα µέσα απο τ’ Άγιον < =Βήµα>, κ ευτύς άνοιξε η πόρτα κ βγαίνει έξω ένας πολλά ψηλός άνθρωπος κ πολύ λαµπρός: έφεξε όλη η εκκλησία! Ευτύς οπου τον είδε η Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι οπου ήταν εκεί: έπεσαν τα µπρούµυτα• κ εµείς το ίδιον. Κ’ ευλόγησε τρείς φορές, κ ευτύς αναλήφτη. Κ η Θεοτόκος, σκεπασµένους µε εκείνο το χρυσό σκέπασµα, κ η ΧάρηΤης µπροστά, κ κοντά εγώ εις την ΧάρηΤης κ κοντάµου η γυναίκαµου, κ οι δύο Άγιοι διαβάζοντας, µας φέραν τρείς γύρες, καθώς γένεται η παντρειά• κ εις τις τρείς φορές εσταµάτησε. 63 Τότε µου λέγει η ΧάρηΤης: «Ευλογίαν πή<ρε>τε <έγραψε ‘σιτε’, έπειτα πάτησε απο πάνω το σ κάνοντάςτο π, αλλα ξέχασε να προσθέσει το ρε> απο τον ΑφέντηΜας κ απο τον ΜονογενήΜου κ απο’Μένα κ απ’ όλους τους Αγίους. Σπλάχνα καλά σου εµπνέψαµεν. Ό,τι σου λέγω Εγώ, εις το εξής να µ’ ακούς, κ τους Αγίους οπού’στε µαζί». Κ έβγαλε το σκέπασµα απο πάνωµας κ το δίπλωσε κ τό’δωσε της φαµελιάςµου, κ της είπε: «να πάς εις το σπίτισας κ να σκεπάσεις όλα τα παιδιάσας• κ σύρτε• οτι Εγώ θα µείνω εδώ, οτι θα συγυρίσω το σπίτιΜου, οτι πλησιάζει η γιορτή του Χριστού, του ΜονογενήΜου». Κ µε τον Α-Γιάννη κ µε την Αγία Κατερίνη, τους δύο κηδεµόνες, ήρθαµεν εις το σπίτι όλοι.) Έρχοντας εις το σπίτι, µου λέγει ο Α-Γιάννης κ η Αγια-Κατερίνη: «η Παναγιά µας είπε να σου ειπούµεν να ετοιµάζεσαι δια την επιτροπή οπου θα γένει, οτι θα σε βάλει». (Τί επιτροπή είναι; δέν ξέρω• ίσως δια τους αγωνιστάς).) <Ο Μακρυγιάννης σκέφθηκε επιτροπή αξιολόγησης των αγωνιστών για βαθµολόγηση, µισθοδότηση κ συνταξιοδότησήτους. Ωστόσο όπως παρακάτω φαίνεται απο το βιβλίο αυτό, επρόκειτο για επιτροπή µεγάλων ψυχών που συνέστησε ο Παντοκράτωρ για κάποιο έργοΤου> Τις έξι <του µηνός>, του Αγίου Νικολάγου, ήρθε εις το σπίτιµου ο Άγιος Νικόλας, κ άλλοι πολλοί Άγιοι• κ µου λέγει ο Αγι-Νικόλας: «τί κάνεις, γερο-Γιάννη; Ο Θεός σε γλύτωσε, εσένα κ την πατρίδα, απο τις λάσπες κ απο τους κιντύνους της κακίας. Στο εξής να είσαι προσεχτικός, να µήν σε βουλώσουνε• οτι όλο εις αυτό εργάζονται. Κ: έχε τις ελπίδεςσου εις τον Αφέν64 τηΜας, κ τίποτα δέν µπορούν να κάµουν. Κ ό,τι θα σου λέγει ο Γιάννης κ η Κατερίνη, να τους ακούς. Κ το παιδί, εκείνος οπου θα σου το γυρέψει αύριον να το βαφτίσει, να το δώσεις». Την αυγή µου το γύρεψε ο Χατζηχρήστος, κ τού’δωσα τον λόγοµου.) Μιά µαυροφόρα λέγει της γυναικός: «ο Μακρυγιάννης είναι άρρωστος» (κ ήµουν)• «θα τον ζητήσουν µε µπουλέτο <=µπιλλέττο, σηµείωµα, να πάγει να φάγει• να κάµει τον άρρωστον, να µήν πάγει εκεί – κ γυρεύουν να κάµουν κ µίαν νέα ταραχή, κ εκεί να µήν πάγει, να κάτσει µέσα εις το σπίτιτου όσο µατα του µιλήσωµεν Εµείς» Ηθα γένεταν αναντιότη δια την εκλογή του Λόντου (οτι τώρα τελείωσε, <εδώ και> τόσον καιρόν, το προσωπικόν των βουλών)• κ δέν πήγα πουθενά, καθώς µου είπαν. Κ απο τό’να το µέρος µε ζήτησαν κ απο τ’ άλλο – οχτώ µέρες ήµουν µέσα εις το σπίτιµου κ δέν πήγα πουθενά.) γραπτή πρόσκληση> Αφού είδα εκείνη τη νύχτα… (Πρίν µου ειπεί η γυναίκα απο την µαυροφόρα οπου της είπε όθεν µε ζητήσουν να µήν πάγω) είδα την νύχτα οτ’ ήταν ένα µεγάλο ποτάµι κατεβασµένο µιάν θελούρα• κ εγώ εκαβαλλίκεψα ένα γρίβο καλό άλογον κ πάγαινα να βρώ το 65 γιοφύρι να περάσω• εις την άκρη εις το ποτάµι µε πιάνουν καµόσοι ανθρώποι µε ελληνικά φορέµατα κ µε φράγκικα κ πολέµαγαν να µε πιάσουνε µε δόλο, να µε γκρεµίσουνε απο τ’ άλογον κ να µε ρίξουν εις το ποτάµι, εις εκείνη την θελούρα• βάρησα τ’ άλογον <να µπεί> µέσα εις το ποτάµι, <το πέρασα έφιππος> κ δέν βράχηκε ούτε τ’ άλογο ούτε εγώ. Κ ώς αστενής µέσα εις το σπίτιµου έφκιασα έναν νέον όρκον (θα τον ιδείτε, γραµµένος εις τ’ άλλο) κ σύναξα πολλούς απογράφαν νοικοκυραίους απ’ όλες τις τάξεις <=’ταξης’> κ τον <=υπογράφαν>• τους έλεγα <=η περίληψη του κειµένου του όρκου ήταν> να είµαστε ενωµένοι δια την πατρίδαµας κ δια την θρησκείαµας κ τα τοπικάµας πράµατα. Αυτά έµαθε ο Κωλέτης κ οι άλλοι κ γύρευαν µε κάθε τρόπον να µε φάνε.) Την άλλη ηµέρα ο Α-Γιάννης κ η Αγι-Κατερίνη κ µιά µαυροφόρα ήφεραν µιά χρυσή ποδιά της γυναικόςµου, µε κλόσια χρυσά ολόγυρα, κ ένα ζευ- <=κρόσια> 66 κ ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, έλαµπαν• κ µε Σταυρόν <=κάνοντας στον αέρα το «βάλ’τα σ’ ένα µέρος, κ όποτε σου χρειαστούν θα τα βάλεις <=φορέσεις>». σχήµα του σταυρού µε τα σκουλαρίκια κ την ποδιά που κρατούσαν> της λένε: Εγώ ήµουν αστενής απο το τσαγούλιµου <τσαγούλι=κορυφή του κεφαλιού. Στα Ποντιακά λέγεται τσογούλ=κορυφή του κεφαλιού, κορυφή υψώµατος, λοφίο πτηνού. Σε µιά εφηµερίδα βρήκα φωτογραφία του 2003 ενός µανάβη στην Αθήνα που πουλούσε χλωρά φασολάκια µε την επιγραφή «τσαούλια υπαίθρου. χωρίς κλωστές». Δεδοµένου οτι κάποια εποχή, νοµίζω Ιούνιο, τα φασολάκια µαζεύονται απο τις κορυφές της φασολιάς (αυτά είναι τα πιό τρυφερά) επιβεβαιώνεται πως η λέξη τσαγούλι είναι ακόµη γνωστή στην Ελλάδα µε τη σηµασία κορυφή, άν και στη Βόρειο Ελλάδα δέν έχω ακούσει τη λ. παρα µόνο στην ποντιακή εκδοχή τσογούλ. Η µόνη λογική ετυµολογία που µπόρεσα να βρώ είναι το σουµερικό saŋ-ool- (saŋ=κεφάλι, ool- =κορυφή), καθώς κάµποσες λέξεις κ στα ελληνικά κ σε άλλες γλώσσες έχουν σουµερική προέλευση. Πιθανή εξήγηση γιατί ο ποντιακός τύπος είναι τσογούλ ενώ ο ρουµελιώτικος τσαγούλι: το «κλασσικό» σουµερικό saŋ- ήταν παλιότερα soŋ- (ακόµη παλαιότερα: sop-), κ οι σουµερικές διάλεκτοι του Ελλαδικού χώρου κ της Κύπρου διατήρησαν µέχρι το τέλος το ο, το οποίο στη Μεσοποταµία τράπηκε σε α, κ απο εκεί µπορεί η λέξη να έφτασε στο Αιγαίο, (είµαι πληγωµένος σε δύο µεριές εις το κεφάλιµου κ πάντοτες µε πονεί όλο αυτό το µέρος όποτε αλλάζει ο καιρός). Τότε µε πήραν εις τις εικόνες κ µε σταύρωσαν, κ µου πέρασε• κ κοιµήθηκα, όπως κ άλλες. Βέβαια, είναι δυνατόν η ποντιακή διάλεκτος να έτρεψε το α σε ο> γ οπού’χα τόσες νύχτες ά υπνος• µου τό’ λεγε η γυναίκα την αυγή.) Ενού αγωνιστού κορίτσι πολλά σεβάσµιον (κ νύχτα κ ηµέρα όλο µετάνιες έκανε• κ τό’χα εις το σπίτιµου: η ΧάρηΤης είπε της γυναικός να τό’χω εις το σπίτι, να τρώγει κοµµάτι ψωµί, οτ’ι είναι αρφανό), στέλνω αυτό κ το παιδίµου µε µιά λειτουργίαν κ λαµπάδα να πάνε εις τον Άγιον Σπυρίδωνα (οτι την άλλη ηµέρα ήταν τ’ Αγίου τ’ Όνοµα). Αφού έστειλα αυτούς, έρχετ’ ενού αγωνιστού γυναίκα, µου λέγει τον πόνοτης, κ: δέν έχουν ψωµί!. Φεύγει <=’φεβιυ’> αυτείνη, έρχεται ένας γενναίος αγωνιστής, κ ι έκλαιγε: µε τόση φαµελιά, πώς να τ ς ζήσει! Ό,τι ο Θεός ευλόγησε: έκαµα, εκείνο οπου µπορούσα, εις αυτούς τους δυστυχείς. Απο το κασαβέτιµου <κασαβέτι = θλίψη, οθωµανικής προέλευσης λ.> 67 µού’ρχεται µιά σκοτούρα: κ πέφτω ξερός. Φέραν ξύδια• αλλα τρόµαξαν να µ’ αναστήσουνε. Λέγω: «οι αγωνισταί να πεθαίνουν της πείνας, κ οι κακοί ανθρώποι να τους βυζαίνουν τους αγώνεςτους!». Με κολλάγει µιά υποκχοντρία – βγάνω όλους όξω, κ µένω µόνοςµου• κ’ έκλεισα τις πόρτες ώς το βράδυ. Η γυναίκα κ όλοι του σπιτιού υποπτεύονταν να µήν µού’ρθει αυτείνη η µπαϊλντισιά <=λιποθυµιά> κ πεθάνω• κ κλαίγαν από’ξω. Σουρουπώνοντας ήρθε ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο Άγιος Νικόλας, ο Α-Γιάννης, η Άγια Κατερίνη, κ άλλοι Άγϊοι, κ µε µάλωσαν πολύ. Κ αυτείνοι οι ‘φίλοι’ ενεργούσαν µε τί τρόπον να µπούνε να µε ξεπατώσουν, οτι είχα µιλήσει κ µε τον Κριτζώτη κ άλλους αναντίον αυτείνων, οτι θα χάσουν την πατρίδα κ θρησκείαµας – ήταν <=υπήρχαν> σπιγούνοι, τά’µαθαν όλα αυτά, λένε οτι: «αυτός δέν µας αφήνει ήσυχους, αρχή κ τέλος <=απ’ την αρχή ώς το τέλος, συνηθισµένη έκφραση του Μακρυγιάννη>• οτι έχει µάγους κ µαθαίνει απο τον θάνατον! Χωρίς άλλο, να ησυχάσωµεν απο αυτόν!». 68 Κ δια φώτιση του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου: πρώτα τα µάθαινα απο ανθρώπους πιστούς, οπού’βαιναν όλα αυτά αναντίονµου – κ τα µάθαινα κ απο τους Αγίους. <=τους οποίους έβαζαν> να ενεργήσουνε Τότε, αφού µε µάλωναν οι Άγιοι, κ µου είπαν: «καθώς σου είπε η ΧάρηΤης: κάτσε µέσα, κ να µήν πηγαίνεις πουθενά όθεν σε ζητήσουνε – κ θα πάµεν µόνοιΜας να προσέξουµε δια τους αθώους• κ θα τους νεκρώσουµε όλατους τα σκχέδια• ό,τι φαντάζονται όλοι αυτείνοι, τίποτας δέν θα τους γένει• κ όλα: κακά του κεφαλιούτους θα κάµουν». Ευτύς έρχεται ένας κ είχε κορώνα εις το κεφάλι, κ τους λέγει: «κοπιάστε, σας προσµένουν κ οι άλλοι <Άγιοι>• οτ’ είναι ανάγκη». Ειρήνεψαν την άλλη ηµέρα, χωρίς να κάµουν τίποτας• οτ’ είχαν κ την εκλογή του προέδρου της Βουλής κ τρώγονταν σάν τα σκυλιά: ποιού κόµµατος να µπεί, να ‘διορθώσουνε’ την πατρίδα. Μου είπαν κ’ εµένα να µιλήσω φίλωνεµου – δέν ανακατώθηκα τελείως δια κανένα µέρος. Την άλλη ηµέρα έρχεται ένας κακοπρόσωπος άγριος κ είχε ένα κολοκύθι εβήκαν οι Άγιοι κ του λένε: «σύρε εις το πύρ εις το εξώτερο, οπού’ρθες <=ώς δοχείο γεµάτο ακαθαρσίες> κ πολέµαγε να µε µαγαρίσει• 69 κ εδω µέσα οπου είµαστε Εµείς, να πειράξεις τον άνθρωπον κ να τον µαγαρίσεις (+κ να τον…<βουλώσεις>) µε το βρωµερόσου αγγείον! Έξω απο το σπίτι να γένεις στάχτη κ κουρνιαχτός!». Τότε από’ξω απο το σπίτι έγινε στάχτη κ καπνός. Μού’λεγαν: θα µε µαγάριζε κ θα µε βούλωνε µε την βούλατου• κ µου είπαν κ τον έφτυσα τρείς φορές, κ τον οργίστηκαν οι Άγϊοι κ έγινε κουρνιαχτός. Τότε µε πήραν κ µε πήγαν εις τις εικόνες οµπρός, κ µε διάβασαν κ µ’ ευλόγησαν• κ µε µάλωσαν πολύ κ µου είπαν: διατί µαρτύρησα εις ι ανθρώπους όσα βλέπω απο τ ς Αγίους;! κ εις το εξής να είµαι προσεχτικός κ να µήν πιάνω καµιά κουβέντα• κ δια’κείνο διόρισαν κ αυτείνη την γυναίκα να µου λέγει ό,τι της λένε: ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω, κ την προσέχουν εις αυτό, να µήν λέγει άλλα. ι Κ όντως έσφαλα πολύ κ εγώ – όχι όµως δια κακό• να γυρίζουν οι άνθρωποι πίσω εις τον δρόµο του Θεού, δια’κείνο τ ς έλεγα. Στο εξής ούτε ήθελα να < ευχ>καριστήσω κανέναν, ούτε καλό να του ειπώ ούτε κακό περι αυτού. 70 -ν- Την άλλη ηµέρα είχα ανθρώπους κ πλέρωνα δια την εφηµερίδα (οπου ενέργησα να βγεί µιά πατρική εφηµερίδα, κ’ έκαµα συντδροµητάς• κ είχα κάτι χαριτωµένους <=ταλαντούχους, µε χαρίσµατα> νέους οπού’γραφαν εις την εφηµερίδα πατριωτικά πράµατα• κ την εονοµάσαµεν ‘Εθνοκρατία’• θα την ιδείτε τί έγραφε, οπου τρόµαξε τους Μακεβέληδες• κ ήµουν ταµίας)• κ ζαλίστηκα κ µού’ρθε πίσω αυτείνη η λιγοθυµιά. Ο Άγιος Νικόλας µου λέγει: «µήν κιότεψες, γερο-Μακρυγιάννη; κ Εγώ γέρων είµαι – κ έρχοµαι κάθε λίγο κ σε λέπω, κ σε γιατρεύω»• κ κάτι µου έκαµεν κ µού’παψε. Θα σας σηµειώσω κ ένα παράδοξο: η γυναίκα οπου έρχεταν πάντοτες µε τους Αγίους: ήταν άπαστρη: <=ακάθαρτη> είχε τα συνήθειατης Πάγει η Αγία Κατερίνη κ της λέγει: «σήκω, άλλαξε, βγάλε αυτές τις απαστριές, κάµε τις µετάνιεςσου, κ θά’ρθωµεν να σε πάρωµεν να πάµεν εις τον Μακρυγιάννη» – «είµαι άπαστρη», λέγει αυτείνη• – «το ξέρω», της λέγει η Αγία• «κ κάµε ό,τι Εγώ σου λέγω• κ είσαι κ αστενής – κ αυτό θα σου περάσει, σε γιατρεύουµε Εµείς». Τότε σηκώθη κ άλλαξε κ πλύθη κ ήρθε µε τους Αγίους εις το σπίτι. <=περίοδο>. 71 γ Ήταν η ΧάρηΤης η Ελεούσα µαζί µε τους Αγίους• κ η γυναίκα: την πόνει αν τα νεφράτης• κ της λέγει: «είναι µούρα ειδικά»• <=υπάρχουν µούρα ειδικά για την πάθηση, υποθέτω κραταίγος, hawthorn> κ <=επίσης> της είπαν: εις το βουνό είναι κάτι µεγάλα σαλιγκάρια, κ να µάσει να ψήνει, απο τέσσερα να τρώγει την ηµέρα – της περνάγει. <όντως τα σαλιγκάρια είναι θεραπευτικά για πολλές παθήσεις, κ σηµερινοί επιστήµονες το αναγνωρίζουν>. Αυτείνη η γυναίκα µου λέγει: όταν θα πάνε <οι Άγιοι> να την πάρουν, δέν της πάγει ύπνος, κ τ’ αυτιάτης βάζουνε• <=το αρχαίο ρήµα βαΰζειν κ βάζειν. = βουίζουνε> κ τότε το γνωρίζει, κ σηκώνεται κ κάνει τις µετάνιεςτης – κ ευτύς βρίσκεται εις το σπίτιµου, εις τις εικόνες (το πνεύµατης, όχι το σώµατης. Κ δι’ αυτό κοντραστάρησα <=είχα αντίρρηση, δέν το είδα κ µόνοςµου, κ τότε µου βγήκε αυτείνη η υποψία οπου είχα).) πίστευα (ιταλικής προέλευσης λ.)> – κ ύστερα θέλω σας γράψει τί Καθώς σας είπα οτι ήταν άπαστρη η γυναίκα – θέλησα κ εγώ κ συµβρέθηκα µε την φαµελιάµου <όταν ήταν ακάθαρτη• τέτοια συνουσία είναι το Avesta, το αρχαιότερο βιβλίο της αρχαίας περσικής θρησκείας, γραµµένο κατα τον 8. π.Χ αιώνα, λέει πως γυναίκα «άπαστρη» ούτε να την αγγίξει δέν πρέπει κανείς, κ το να συνουσιασθεί κανείς µε γυναίκα που έχει περίοδο ισοδυναµεί µε το να σκοτώσει τον ίδιοτου το γιό. Στην περίπτωση του Μακρυγιάννη θα δούµε πως αυτό ακριβώς χειρότερο πράγµα που µπορεί να κάνει ένας άντρας στον εαυτότου. Το απαγορεύει αυστηρά η Αγία Γραφή όπως κ όλες οι θρησκείες του Θεού. Η επακολούθησε: ο πιό αγαπηµένοςτου γιός ο Δηµήτρης χάθηκε>• κ δέν µε ζύγωναν κοντά οι Άγιοι• µου είπαν «αλάργα!» κ στάθηκα, ώς µουτζουρωµένος. Κ τότε τραβήχτηκα απο την γυναίκαµου καµόσον καιρόν• κ µε µάλωσαν: διατί να κάνω αυτό!; - κ δέν ήθελα µε κανέναν τρόπον <να ξανασµίξω µε τη γυναίκαµου>, όσα µου κάµαν <=εξαιτίας του φερσίµατος των Αγίων µετά την ανίερη εκείνη πράξηµου> – κ ο Χριστός µε έβιασε να µατα φέρω 72 την φαµελιάµου πίσω απάνω (την είχα εις το κάτω πάτωµα µε όλα τα παιδιάµου)• δέν άκουσα ό,τι µου είπε κ ύστερα έπεσα εις την γ οργήΤου, κ η Θεοτόκος τον περικάλεσε κ µε συγχώρεσε οτι έγινα παράκου ος. Την ήφερα <εδώ γράφεται µε ι, ‘τιννιφερα’, που αποδεικνύει πως το πρέφερε ‘ήφερα’ κ όχι ‘έφερα’> όλη την φαµελιά απάνω, οµως περικάλεσα να µήν κοιµούµαι εις το στρώµα µαζί• κ έτσι ακολουθώ ώς την σήµερον: κοιµούµαι µόνοςµου εις την κάµαρήµου, κ όλη η φαµελιά όξω εις τις άλλες κάµαρες – κ ώς άνθρωποι κάποτε συµβρισκόµαστε µαζί.) Η γυναίκα ήταν αστενής µίαν ηµέρα κ δέν είχε κ έξοδα ούτε λεπτό• κ σηκώθη την αυγή, κ τηράγει εις το προσκέφαλότης κ βρίσκει πέντε δραχµές• κ ξόδιασε απο αυτές κ πήρε αλεύρι, ξύλα, κ ό,τι άλλα του σπιτιούτης κ <εδώ υπάρχει σηµάδι που θα µπορούσε να ερµηνευθεί ώς άτεχνη ψιλή ή δασεία (πνεύµα), κττγνµµ είναι η αρχή απο ένα τ που πρόωρα έκανε να γράψει> είχε όλη την εβδοµάδα απο αυτά κ συγυρίζεταν• µου ορκίστη κ µου το έλεγε.) Εις τις 19∴ του ιδίου η γυναίκα ήταν µαλωµένη µε τον άντρατης, κ την έδειρε πολύ. Οτ’ ήταν κ αυτείνη τραβηγµένη απο τον άντρατης, χωρίς να συµβρίσκονται αντάµα δια καµόσον καιρόν. Αφού την έδειρε, πήγε η Αγία Κατερίνη κ όλοι οι Άγιοι κ της είπαν να κάµει το µικρότερον αυτείνη, οτι η γυναίκα είναι υποκείµενη εις … <τον άντρα>. <’να κάµει το µικρότερον’ είναι µιά έκφραση στερεότυπη τότε, που σηµαίνει «να είναι υποχωρητική». Ο άνθρωπος έχει την τάση να ανταποδώσει µε κάτι µεγαλύτερο απο ό,τι του κάνουν, για να φανεί ο ίδιος µεγαλύτερος, ανώτερος. Γι’ αυτό λέγανε ‘κάνε το µικρότερο’, δηλαδή δέξου µε τη συµπεριφοράσου να δείξεις πως είσαι κατώτερος> 73 Ήρθε η γυναίκα εις το σπίτιµου, κ ηύρε τον Α-Γιάννη, την Αγία Κατερίνη, τον Αγι-Νικόλα, τον Άγιον Σπυρίδωνα, κ άλλους Αγίους• κ είχαν κ έναν µε τσαρούχια κ δεµένα µε τα λουριά, κ κουβάλαγε σµύρτα <=φυτά ευωδιαστά κ διακοσµητικά> κ έβανε <το η- µοιάζει µε α- και είχα νοµίσει πως έγραφε ‘αβανιές’ που υπέθετα πως είναι κάποιο ανάλογο φυτό> στην πόρτα κ σε όλα τα παλεθύρια, κ µπερντέδες άλικους• κ οι Άγιοι είχαν ένα χρυσό προσκέφαλο γιοµάτο µε διαφόρων λογιών λελούδια. Κ εγώ ήµουν αστενής εις το στρώµαµου• κ µε πήραν απο το στρώµα κ µε πήγαν εις τις εικόνες. Όταν θα παρουσιαζόµουν εις τους Αγίους, είχαν δικάτους ρούχα κ µου βαίναν, κ µιάν σκούφια, <η οποία> µε διάφορα χρώµατα ήταν – κ ευτύς έµενα µε τα δικάµου όταν φεύγαν. Μου λένε, εις τις εικόνες οπου µε πήγαν, οι Άγιοι: «µέρεψε <=ηµέρεψε, ηρέµησε. Το µ- κακογραµµένο, πρώτα πήγε να κάνει ψ, έκανε σάν το κ, έπειτα πρόσθεσε µιά γραµµή αριστερά για να γίνει µ-> πλέον τώρα, σου ετοιµάσαµεν κ το σπίτισου δια την γιορτήσου• κ λάβε κ αυτά τα λελούδια κ µυριστικά»• κ τα βάλαν εις τις εικόνες. «Κ θα σου φέρωµεν κ άλλα ακόµα. Κ συγυρίσου σήµερα, κ έβγα 74 µαζίµας, να πάµεν σε όλη την χώρα παντού, οτι τα ησυχάσαµεν τα πράµατα, κ έµειναν νεκρωµένοι µε τους κακούςτους σκοπούς». (Διόρθωσαν όλα της Βουλής κ άλλες ιδιοτέλειες οπού’χαν τα κόµµατα).) Απο τον καιρόν οπου αξιώθηκα δια της Ευσπλαχνίας του Θεού ν’ απολάψω το ΈλεοςΤου να σώσει την µατοκυλισµένηµου πατρίδα κ θρησκεία κ’ εµάς τους αµαρτωλούς, απο τότε ώς την σήµερον πάντοτες οι Άγιοι µε συντροφεύουν. Κ ακολούθως σηµειώνω εις το υστερνό όλα αυτά, ό,τι είδα κ ό,τι λένε• όλα θα τα σηµειώσω, κ όποιος θέλει άς πιστεύει (κ όποιος θέλει, άς τηράγει την δουλειάτου – κανένας δέν βϊάζεται).) Αφού γυρίσαµεν παντού, γυρίσαµεν οπίσω εις το σπίτι. Τότε µου λένε: «µήν κασαβετιάζεις κ αστενείς <=ασθενείς = αρρωσταίνεις> πάντοτες! Εκείνο οπου αγωνίστης κ κιντυνέψετε: ό,τι αποφασίζει ο Θεός, δέν µένουν πίσω• θα τελει·ώσουνε όλα κ θα λαµπρυνθούν, όταν είναι η ώρα κ η Θέληση του Θεού. Κ να αιστθανθούνε κ οι άνθρωποι εις τον γκρεµνόν οπου τρέχουνε µόνοιτους γ οι ταλαίπωροι κ οι ανό ητοι <να συνειδοτοποιήσουν οτι τρέχουν στον γκρεµό>• κ σκοτώνονται κ τρώγονται σάν τα σκυλιά τα λυσασµένα• κ φεύγετε απο τον δρόµον του ΑφεντόςΜας! Κ πάλε, το ΈλεοςΤου είναι άπειρον• 75 δέν θέλει να γυρίσει οπίσω την ΕυσπλαχνίανΤου, µόνον κ µόνον δια τους αθώους κ δια τα βρέφη – απο τους οργισµένους παθαίνουν κ αυτά, κ δέν σώνονται τα δεινάτους. Ο ίδιος ο ΑφέντηςΜας ευλόγησε κ όλοι Εµείς τρέξαµεν κ τρέχοµεν νύχτα κ ηµέρα, ν’ αναστηθείτε απο των αιώνων την τυραγνία κ την υστερνή ανοησίασας. Κ πάλε σας έσωσε η ΕυσπλαχνίαΤου κ δέν µάτωσε µύτη απο σας – πάλε απο την κακίασας χερότερα εγίνετε απο τα πρώτα. Η παράκληση της Θεοτόκος µαλακώνει την δικαίαΤου Οργή, του ΑφεντόςΜας, δια να µήν χαθείτε• κ σας βαστούµεν µε τους αλύσους νύχτα κ ηµέρα, οπου πάτε σάν οι πολύ µεθυσµένοι κ οι φρενιασµένοι να πέσετε απο τον µεγάλον γκρεµνό να χαθείτε δια πάντα». Τότε σήκωσαν τα χέριατους εις τον Πανάγαθον Θεόν κ περικαλιόταν οι Άγϊοι µε δάκρυα, να ησυχάσει την δικαίαΤου Οργή. Μου τά’λεγε η γυναίκα τα κλάµατα κ την παράκλησιν οπου κάναν οι Άγιοι εις τον Θεόν, κ έκλαιγα κ εγώ κ η γυναίκα. (Εγώ ο αµαρτωλός δέν τα ένιωθα όλα αυτά). 76 Κ εις την πολλήΤους παράκλησιν ήρθε µιά µεγάλη λάµψη απο τον ουρανό εµπροστά εις τις εικόνες, κ δόξασαν τον Θεόν µε γ κλάµατα καυτερά, Έλεος! Έλεος! Έλεος να κάµει ο Πανάγαθος Θεός κ η ΒασιλείαΤου σ’ εµάς τους αµαρτωλούς κ ανό ητους. Εχτές, αστόχησα να σας σηµειώσω δια τα τρία βρωµερισµένα κλαριά οπου κάνουν τον κακόν ίσκιον, οπου είπε ο Άγιος Γιώργης κ ο Άγιος Δηµήτρης εις τον λαόν οπου ήταν συνασµένος εις την Πλάκα κ είχαν κ’ εµένα• ακούτε, αναγνώστες, ακούτε, πιστέψετε όσοι αγαπάτε• σας σηµειώνω αυτό το θάµα. Την άλλη ηµέρα µου παρουσιάζουν εις τις εικόνες απο κάτω αυτά τα βρωµερά δέντρα, κ από’έναν µε µία τσεκούρα κ τα βαρούσε• αυτά πλέον: δέν µου το λέγει η γυναίκα, το είδα, κ το λέπω κάθε ηµέρα εκεί. Πρώτο αυτό• κ δεύτερα θα σας σηµειώσω µιάν απιστίαν οπου είχα, κ αυτό µου φέρνει µεγάλη ανησυχίαν νύχτα κ ηµέρα. Τρέλλια του κεφαλιούµου, ήθελα να επέµβω εις του Θεού τα θάµατα. Αφού µου λέγει η γυναίκα: το σώµατης: «µένει εις το σπίτιµου» - κ αυτείνη έρχεται’εδώ, όποτε την θέλουν οι Άγιοι, καθώς 77 καθώς είναι, µε τα σκουτιάτης• κ µού’λεγε: κ’ εµένα, όποτε παρουσιάζοµαι, το ίδιον: µένει το σώµαµου εις την κάµαρήµου κ εγώ ο ίδιος είµαι παρών. Αυτό µου χάλαγε όληµου την ιδέαν, κ είχα µιάν µεγάλη αµφιβολίαν, κ έβγαινα απο το προκείµενον. Μιάν βραδιά βλέπω εκεί οπου κοιµόµουν ένα σάν σύγνεφον, κ βλέπω κ λαµπρούς ανθρώπους – δέν µπορώ να σας περιγράψω την ς ωραιότη κ εκείνη την λάµψιν – κ στεφάνους εις τα κεφάλιατους. <είναι αυτοί που ενίκησαν, γι’ αυτό φορούν στεφάνους. Οι Άγιοι κ οι Μάρτυρες κατα την εκκλησίαµας είναι αθλητές που ενίκησαν> Μόνον τον Χριστόν εγνώρισα, κ την Θεοτόκον οπου ήταν εις τα δεξιά Εκεινού του λαµπρού. Τότε εγώ, αφού είδα πρώτα το σύγνεφον κ ύστερα αυτά, µ’ έπιασε ένας µεγάλος φόβος κ ηθα µου σηκώνεταν ο νούςµου! Κ ευτύς κουκουλώθηκα κ έτρεµα. Αναλήφτηκαν. Την αυγή πάγω εις τις εικόνες, θυµιάτισα κ άναψα το κερί, κ άρχισα την αµαρτωλήµου προσευκή κ τις µετάνιεςµου. Τα παλεθύρια κ οι πόρτες κλεισµένες – βλέπω ίσκιους των ανθρώπων οπου διαβαίναν από’ξω: όσοι φορούσαν σπαθιά: µε τα σπαθιάτους, 78 όσοι’ ήταν φραγκοφορεµένοι: κ εκεί<νοι> µε αυτά, όσοι’ είχαν ελληνικά σκουτιά: µε αυτά• πώς περπατούγαν έξω: το ίδιον κ εκεί. <µπαίναν>Απο τό’να το µέρος του σπιτιού – κ βγαίναν απο τ’ άλλο, απο τον τοίχον: ό,τι άνθρωποι κ φορτώµατα περνάγαν από’ξω, καρότσες, καθώς ήταν τα ζώα… Τότε είδα κ τα δέντρα, κ τα χτυπούσαν. Βλέποντας αυτά όλα, εις το πρώτο µου µπήκε ένας φόβος• ν ν κ λίγο λίγο … όσο οπου συνήθισα. Ζήτησα να ιδώ κ µόνοςµου όταν συνάζονται οι Άγιοι. Είπαν της γυναικός: δέν κάνει, οτι παθαίνω• «τοιούτως έχει αποφασίσει ο ΑφέντηςΜας». Αυτά• κ άλλα θα σας γράψω εις το υστερνό, όσα είδα µόνοςµου.) Την άλλη ηµέρα ήρθε η Ελεούσα µε δύο λαµπάδες αναµµένες, κ όλοι οι Άγιοι. Κ µου λέγει η Ελεούσα: «πάρε τα µπορµπόλια <γραµµένο ‘πŏπολια’. Μπορµπόλια σηµαίνει σπόροι, σπειριά. Ήταν συνηθισµένη λέξη στα χρόνια του Μακρυγιάννη, αλλα κ στην εποχήµας την χρησιµοποιούσαν για σπόρους δηµητριακών κάποια παιδιά απο αγροτικές περιοχές όταν ήµουν φαντάρος, κ είναι καλώς γνωστή κ σήµερα µεταξύ των εντόπιων της περιοχής Καβάλας. Υπάρχει κ επώνυµο Βορβολάκος. Επειδή οι δύο όµοιες συλλαβές απέσπασαν την προσοχήτου, ξέχασε να γράψει το ενδιάµεσο ρ. Το πρώτο ‘µπο’ το άτονο το έγραψε µε το σύµπλεγµα ‘πŏ’, στο δεύτερο ‘µπό’ το τονισµένο ο το πρόσεξε καλύτερα κ το έγραψε µε χωριστό ο> οπου σου παράγγειλα <µέχρι εδώ δέν είδαµε να συστήσει η Παναγία στον Μακρυγιάννη σπόρους θεραπευτικούς. Είδαµε οτι συνέστησε στη γυναίκα ειδικά µούρα για τα νεφρά. Φαίνεται πως συνέστησε κ ορισµένους σπόρους για την ασθένεια του Μακρυγιάννη κ ξέχασε να το γράψει πρωτύτερα, ή του χάθηκε το φύλλο οπου το κ φάγε, οτι η αστένειασου είναι το περισσότερον απο τις µορραΐδες <=αιµορροΐδες. Επειδή δέν έχει γίνει λόγος για αιµορροΐδες του Κ η φουρτούνα της Πέφτης κ Παρασκευής: την διάλυσε ο ΑφέντηςΜας, κ Εµείς, νύχτα κ ηµέρα τρέχοντας. Κ ότι εργάζεσταν, τώρα είναι δικόσας• δέν µπόρεσαν να κάµουν τίποτας οι οργισµένοι. <οργισµένοι σε τέτια έγραψε> Μακρυγιάννη, πιθανόν εννοεί ‘αιµορραγίδες’, δηλαδή αιµορραγίες>. συµφραζόµενα σηµαίνει: αντικείµενα της Οργής του Θεού> <Απο εδώ αλλάζει ολοφάνερα η µελάνη, γίνεται πιό ξέθωρη> Εις τις 21∴ ήρθαν όλοι οι Άγιοι, κ µέσα εις τον µπουρόν <= ‘πορον’> οπού’ναι εις την σάλα: τον γιόµωσαν απο πάνω <=στο επάνω ράφι> σταυρούς µεγάλους, στ’ άλλο το µάτι µεσαίους, κ εις το τρίτο <=το κάτω> µικρούς. <ο µπουρός είναι ένα έπιπλο µε (συνήθως τρία) συρτάρια, κοινώς λέγεται ‘το µπουρό’. Τα συρτάρια οι εντόπιοι, τουλάχιστον στη Μακεδονία, ακόµη τα λένε ‘µάτια’. Του Μακρυγιάννη είχε τρία ‘µάτια’ σε τρία επίπεδα, ένα επάνω, ένα χαµηλότερα κ ένα ακόµη χαµηλότερα. Τρία είναι τα στάδια της θέωσης κατα την ορθόδοξη χριστιανική ασκητική, αντίστοιχα στην κινέζικη ταοϊστική ασκητική κ στην ινδική. Μάλιστα ένα όνοµα του Θεού στα σανσκριτικά, ΜΑΑδΑυΑ θεωρείται πως η κάθε συλλαβήτου σηµαίνει ένα στάδιο της Θέωσης: MAA=σιωπή εσωτερική, DhA=εννόησις του Θεού, WA=ένωση µε το Θεό> Κ παιδάκια µικρά µε κορώ<νε>ς εις το κεφάλι <βλέπε σελίδα 81 όπου κ πάλι αναφέρονται «παιδάκια µε κορώνες»> 79 είχαν προσκέφαλα κ άλλα κόκκινα πράµατα κ συγύριζαν το σπίτι, κ χερότια όταν λειτρουγούν. Αφού το συγύρισαν, έφυγαν. <= χειρόκτια, γάντια> απο εκείνα οπου βάνουν οι παπάδες Τις 22∴ ήρθαν οι Άγιοι όλοι, κ οι δώδεκα Απόστολοι• κ ένας ήφερε µιάν χρυσή καθέκλα κ µε βάλαν απάνω, κ µιάν µπόλια µε πούλιες κ άλλα, έλαµπε <µπόλια = µεγάλο µαντήλι ή σάλι, πούλιες (οθωµανικό pul) = στρόγγυλα γυαλιστερά πραµατάκια που διανθίζουν ένα πανί> κ ένας µ’ ένα λαµπρό λεγένι <=λεκάνη> κ µπρίκι έρριχνε, κ ο Άγιος Νικόλας µ’ έπιασε κ µ’ έλουζε• <λεκάνη κ µπρίκι ήταν τα απαραίτητα για το λούσιµο, µε το µπρίκι έρριχναν νερό ενώ απο κάτω ήταν η λεκάνη> κ µου είπε: «θα σου βγάλωµεν την παλιά βρώµα κ την υποψίαν απο πάνωσου, δια ν’ απολάψεις εις το εξής εκείνο οπου επιθυµείς κ αγωνίζεσαι νύχτα κ ηµέρα κ δοξάζεις. Ο ΑφέντηςΜας σε άκουσε, κ Μας έστειλε όλους να σε ετοιµάσωµεν δια την νέα Χάρη οπου σού’δωσε. Κ όλοι οι Αποστόλοι εντύθηκαν εις τα κόκκινα κ κοντά <κοντά ήταν τα ρούχα των ανδρών στα παλιά χρόνια στην Ελλάδα καθώς κ στην Ασία όλη κ σε άλλες χώρες, ενώ οι γυναίκες φορούσαν υποχρεωτικά µακριά> φορέµατα κ πήραν το σπαθίµου κ το ευλόγησαν µπρός εις τις εικόνες. Κ η Αγία Κατερίνη του κρέµασε ένα χρυσό τριαντάφυλλον.) Την άλλη ηµέρα, νύχτα ήρθε η ΧάρηΤης, αποσταµένη, εις την γυναίκα, κ της λέγει: «σύρε να ειπείς του Γιάννη να µήν βγεί απο το σπίτιτου τελείως, έξω απο την αυλόπορτα• όποιος να του µιλήσει, να µήν έβγει». 80 γ Κ όντως, αδελφοί αναγνώστες, το βράδυ ήρθε ένας λόχος, κ είχαν κ ανθρώπους οπου τους γνώριζα κ τους βάλαν κ µου µίλει αν αυτείνοι ν’ ανοίξω την πόρτα κ να µπούνε όλοι µέσα• κ αυτό κ άνθρωποι, αγωνισταί, µου το παράγγειλαν, κ µόνοςµου τους είδα κρυφά απο το παλεθύρι, κ η ΧάρηΤης µου το είπε• κ το βράδυ ήρθαν αυτείνοι όλοι• ήθελαν πρώτα να µε βαρέσουνε εις το παζάρι – δέν µπόρησαν, ο Θεός τους νέκρωσε• το βράδυ ήρθαν εις το σπίτι κ φώναζαν• τους έβρισα• κ ετοίµασα κ εγώ τ’ άρµατάµου, είχα κ δυό - τρείς ανθρώπους. Έκατσαν καµόσο – κ πάνε εις την οργή του Θεού. Τότε µου λέγει η ΧάρηΤης κ τρείς µαυροφόρες: «το σπίτισου είναι πολλά αδύνατο, κ δέν µπορείς να προφυλαχτείς. Όµως ο ν ΑφέντηςΜας σε προσέχει, κ στέλνει Εµάς κ σε φυλάµε ».) (Κ όντως, το σπίτιµου είναι αδύνατο, µε πλίθες)) «Κ οι Άγιοι φυλάνε, όµως δέν σου λένε ποιός σε κιντυνεύει». (Οι άνθρωποι µου λένε τους αίτιους του κακού• πάνε εις την κατάρα του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου). 81 Μου λέγει η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι: «αδύνατο το σπίτισου• ο Αφέντης σε προφυλάγει, κ στέλνει όλους Εµάς. Οτι αυτό οπου έγινε: είναι Θέλησις του ΑφεντόςΜας• οτι του µόλυναν το αθώονΤου το πλάσµα, κ εσένα αδίκως σε κιντύνεψαν κ σε κιντυνεύουν• κ δια την ν αδικία, σε προσέχοµεν κατα διαταγήν του ΑφεντόςΜας. Κ µήν έχεις καµίαν υποψία: κ’ Εµείς σε φυλάµε , κ ανθρώπους φωτίζει κ σου λένε πρωτύτερα• οτι αθώον πλάσµα κ θρήσκο: δέν αφήνει να κιντυνέψουν – οι αίτιοι όλοι θα χαθούν όποτε είναι η απόφαση του ΑφεντόςΜας».) Το βράδυ παρουσιάζεται η Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι• κ ένας πολλά λαµπρός κ έστραφτε• κ ευτύς οπου Τον είδαν, όλοι πέσαν τα µπρούµυτα• κ σήκωσαν τα χέριαΤους κ δοξάζαν η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι γενικώς. Κ δίνει έναν µεγάλον Σταυρόν της Θεοτόκος κ µου τον δίνει εµένα, κ µου λέγει πρίν µου τον δώσει: «δόξασε τον Θεόν!»• κ γονάτισα, κ έκλαψα, κ µού’δωσε τον Σταυρόν. Κ ευτύς η Θεοτόκο κ οι Άγιοι όλοι, µπροστά ο Χρυσο-φορεµένος, πήραν κ’ εµένα µε τον Σταυρόν κ βήκαµεν έξω εις τον κάµπο• κ εκεί ήρθαν κ πλήθος παιδάκια µε κορώνες, 82 κ όλα εις τα κόκκινα ντυµένα• κ µε µεγάλες λαµπάδες διάφορων µπογιών <=µεγεθών> εις τα χέριατους. Κ ο Χρυσο-κεντηµένος – κ η Θεοτόκο κ τ’ Άγια Σώµατα, όλοι, κ τα παιδάκια µε τις λαµπάδες, κ µαζώχτηκαν κ πλήθος λαός, σταθήκαµεν όλοι εις τα δεξιά• έρχεται κ ο Μαυροκορδάτος µε τους οπαδούςτου ξένους κ ντόπιους, κ ο Κωλέτης µε την συντροφιάτου, κ στάθηκαν όλοι εις τ’ γ αριστερόν• κ πλάκωσαν κ ένα πλήθος βόιδια κ µούγκριζαν• κ ευτύς οπου ζύγωσαν πλησί ονµας, έσκυψαν τα κεφάλιατους κάτω κ µούγκριξαν, κ πήγαν κ άγλειφαν όλους µε την αράδα οπου ήταν εις το δεξί µέρος.) <το γλείψιµο των βοδιών εδώ σηµαίνει ευλογία. Το βόδι ώς σύµβολο της µητρότητος κ γενικότερα της αγάπης είναι το αγαπηµένο ζώο του QR,SNÁ, που είναι ο η κυριότερη ενσάρκωση του Θεού κατα τους Ινδούς> Τότε λέγει ο Χρυσο-φορεµένος, κ η Θεοτόκο: «ο Θεός νεκρώνει (+κ οργίζεται) τον Μαυροκορδάτο κ Κωλέτη κ οπαδούςτου κ συντρόφουςτους όλους»• κ πήραν όλοι ένα κατήφορον κ πήγαιναν όλοι κάτω όσοι ήταν εις το αριστερόν µέρος, όλοι <=έγραψε ‘ολος’ παρασυρµένος στην κατάληξη απο την προηγούµενη κ την επόµενη λέξη> µε αυτούς, <=’πᾶντες οἱ σὺν αυτοῖς’> πέφταν απο’ κείνον τον γκρεµνόν. Τότε ο Χρυσοφορεµένος – κ η Θεοτόκος κ οι Άγιοι κ εγώ µε τον Σταυρόν κ όλος ο λαός: µας πήρε κ πήγαµεν σ’ ένα ψηλό µέρος, κ ήταν ένα λαµπρό παλάτι, 83 κ εκεί ήταν ένα λαµπρό παλάτι, κ’ ευλόγησε όλους• κ εκεί ήρθε κ ένας Φράγκος, κ του πήρε τον καπέλλο κ µου τον έβαλε εις το κεφάλιµου <ο καπέλλος, γένους αρσενικού κατα το λατινικό capillus, capilli> κ εκεινού του είπε: «στάσου αλάργα». Κ τότε, είχε ένα πλήθος γράµµατα <=επιστολές> τυλιγµένα κ µου τά’δωσε κ µου είπε: «να τα µεράσεις όλα εις τον λαόν, σε προστάζει ο Θεός• κ να µήν φοβάσαι κανέναν: όποιον ο Θεός φυλάγει, άνθρωπος δέν µπορεί να του κάµει τίποτας• κ όσα φκιάνει ο Θεός, άνθρωποι δέν µπορούν να τα χαλάσουνε». Κ ευτύς ευλόγησε όλους όλους κ αναλήφτη µε την Θεοτόκον κ Αγίους όλους κ µε τα παιδάκια µε τις λαµπάδες.) Την άλλη την βραδιά <όνειρο του ιδίου του Μακρυγιάννη:> µε πήρε µιά µαυροφόρα κ πήγαµεν σ’ ένα ψηλόν µέρος κ ήταν µιά µεγάλη εκκλησιά, κ ήταν ένα όφις κ την γκρέµιζε κ την ήφερε <=’&τιννιφερε’, επιβεβαιώνεται το ή- στο ήφερε> ώς τα θέµελα. Τότε η µαυροφόρα κ εγώ µαζί πιάσαµεν αυτόν τον όφι κ τον εκόψαµεν απο τα χτυπήµατα εις την µέση• απο την ουρά ώς την µέση εψόφησε – απο τη µέση απάνω, µε το κεφάλιτου, έµεινε ζωντανό• 84 πήγε καµόσα πάσσα <=βήµατα> κ γύρισε οπίσω κ µε κοίταξε άγρια κ µου ρίχτη απάνωµου να µε φάγει. Τότε η µαυροφορεµένη µε γλύτωσε πολλές φορές• κ απο την τροµάραµου εξύπνησα. Ματα κοιµούµαι, κ βλέπω οτ’ ήµουν εις την θάλασσα• κ εκεί ήρθε ο βασιλέας µε την βασίλισσαµας, κ είχαν ένα πλήθος αγκίστρια κ τά’ριχναν εις την θάλασσα, κ έβγαιναν <=έβγαζαν> κάτι βρωµόψαρα µε τ’ αγκίστρια, κ είχαν ένα σακκί κ τά’βαιναν µέσα• κ καµόσα τους τρώγαν τον δόλο <=το δόλωµα> οπού’χαν εις τ’αγκίστρια κ τους φεύγαν, κ βασανίζονταν πολύ. Τις 28∴ ήρθαν όλοι οι Άγιοι κ ύστερα η ΧάρηΤης κ µού’φερεν µιάν αγία κάρα σε µιάν χρυσή κασελοπούλα, κ ένα πράµα χρυσόν, κ µου είπε: «ασπάσουτα κ βάλ’τα µέσα εις την κασέλασου οπού’χεις κ τ’ άλλα• κ όποτε θα σε διορίσει ο ΑφέντηςΜας µέλος της επιτροπής, θα σου χρησιµέψουν όλα αυτά να δικαιώσετε όλους τους αγωνιστάς οπου κιντύνεψαν δια την πατρίδατους κ θρησκείατους κ πεθαίνουν εις τους δρόµους κ άλλοι τους βυζαίνουν τα αίµατάτους». 85 Του Αγίου Βασιλείου ήρθε η ΧάρηΤης κ ο Άγιος Βασίλειος κ όλοι οι Άγιοι, κ ήφερε ο Άγιος Βασίλης ένα χρυσό µαστέλον, κ µε πήρε πλησίονΤου κ απο µέσα τον µαστέλον έβγαλε έναν µεγάλον Σταυρόν κ µε πήρε κ µε σταύρωσε κ µε ράντισε, κ σταύρωσε κ ράντισε όλη την φαµελιά, κ όλο το σπίτι το ράντισε. Ο µαστέλος <=µεγάλο µπώλ, όπως χρησιµοποιούµε στους αγιασµούς. Φαίνεται ιταλικής προέλευσης λέξη> απο γ κάτω είχε γύρα τα χείλια τσιγγέλια• κ ευτύς ήρθε ένας µεγάλος πολυέναιος <=πολυέλαιος> κ γιοµάτος κερ ιά (έλαµπε περισσότερον ο γ πολυέναιος απο τα κερ ιά!)• κ τότε όλοι δόξασαν τον Θεόν• κ αφού στάθη ο πολυέναιος µπρός εις τις εικόνες καµόσο, κατέβηκε κάτω οπου ήταν ο µαστέλος, κ πιάστηκαν τα τσιγγέλια του µαστέλου µε τον πολυέλαιον, κ ευτύς κάτι λαµπροί άνθρωποι: σηκώθη ο πολυέλαιος κ ο µαστέλος κ τον κρέµασαν εις την µέση την σάλα, κ είπαν: «εκεί θα µένουν, εις τον τόποτους 86 το κάθε ένα. Ό,τι κουβαλάµεν εδω µέσα, όλα εδώ θα µείνουν, όσο να χρησιµέψουν». <η ένωση του µαστέλου µε τον πολυέλαιο συµβολίζει τη σύνδεση Ουρανού κ Γής, τη σύνδεση του πλάσµατος µε τον Πλάστη. Ο Θεός ώς Χριστός κατεβαίνει στον κόσµο, κ τα πλάσµατα όσα Τον αγαπούν σάν µε τσιγγέλια πιάνονται απο τον Χριστό> Τότε ο Άγιος Βασίλειος έβγαλε κ µε µετάλαβε κ µού’δωσε κ άρτο, µόνον εµένα• κ ό,τι έµεινε, το έπιε µόνοςτου κ έφαγε κ τον άρτον. <σε κάθε θυσία το πρώτο µέρος που αναλώνεται είναι αυτό που προσφέρεται στο τιµώµενο Πρόσωπο• στο τελευταίο µέρος που αναλώνεται είναι η µέγιστη χάρη κ η δύναµη: ανήκει σε εκείνον Κ έβγαλε κ’ έκοψε <=είδος θυσίας> κ τρία ρόδια, κ έρριξε πρώτα εις τις εικόνες σπειριά, κ έρριξε κ σε όλο το σπίτι, κ έδωσε ολονών των Αγίων κ’ έφαγαν, κ µού’δωσε κ’ εµένα κ όλης της φαµελιάς. Κ ευτύς µε πήρε κ πήγαµεν κάτω εις την θάλασσα, κ έβγαλε ένα άσπρο σεντόνι κ µ’ έβαλε απάνω, κ µε πήρε η θάλασσα κ µε πήγε καµόσο µέσα βαθειά• κ γύρισα οπίσω, κ µε φέρνει πίσω εις το σπίτι, κ µου λέγει: «εις το σεντόνι απάνω γύρισες την θάλασσα – πνίγηκες; βράχηκες; Τράβησες τόσα δεινά, εις το κάστρο της Άρτας κ εις πολέµους – άλλοι πολλοί εχάθηκαν• εσύ χάθης; Ο ΑφέντηςΜας σε φύλαξε σε όλα αυτά τα δεινά• κ καθώς Τον δοξάζεις, να Τον δο- που αναλώνει το τελευταίο. Εδώ ο Άγιος Βασίλειος τιµά τον Μακρυγιάννη όπως οι άνθρωποι τιµούν τις θεότητες που λατρεύουν!> 87 ξάζεις κ εις το εξής. Ετούτη η νέα χρονιά είναι πολλά λαµπρά δια ’σένα κ δια το σπίτισου όλο κ όσους είναι µ’ εσέναν αγωνισταί• οτι το πνεύµασου είναι µετ’ Εµάς, κ ο Θεός κάνει το ΈλεόςΤου κ δια’κείνα οπου βασανίζεσαι, δέν χάνονται: είναι έργα κ θέληση του Θεού, κ’ οι άνθρωποι –είναι πολλά αδύνατοι– δέν µπορούν να τα χαλάσουνε. Κ δια όσα υπόφερες κ θα υποφέρεις, να µήν φοβηθείς: είµαστε διαταγµένοι απο τον ΑφέντηΜας κ είµαστε πάντοτες εις την καθέντραΤου κ εις την εδικήΜας, σε αξίωσε η ΕυσπλαχνίαΤου». Τα 1845∴ τις τέσσερες Γεναρίου∴ οι φατρίες κ ξένες ενέργειες κ χρήµατα αγόρασαν ανθρώπους κ εις το κατάστηµα (εις το πάνω πάτωµα συνεδριάζει η Γερουσία, εις το κάτω η Βουλή, κ) κάτω εις τα υπόγεια είχαν βάλει πέντε βαρέλια µπαρούτι κ φυσέκια αρκετά: µαζώνοντας την άλλη ηµέρα τα σώµατα όλα να συνεδριάσουνε, να βάλουν φωτιά να τους αναποδογυρίσουνε! Κ τότε απίκο 88 οι µπαντίδοι <=ληστές, απο τα ιταλικά ή ισπανικά>, κ είχαν κ πολλούς στρατιωτικούς γυρίσει µε το µέροςτους, κ ο σκοπόςτους ήταν: άµα βάλουν φωτιά, να ριχτούνε όλοι αυτείνοι άξαφνα, να πιάσουνε πολλούς ανθρώπους να σκοτώσουνε κ να λαφυραγωγήσουνε κ να βάλουν φωτιά εις την πολιτεία. Τότε έρχεται η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι, κ ήτον σε µιάν αγανάχτησιν µεγάλη. Κ τότε λένε της γυναικός να µου ειπεί αυτό, κ ευτύς αναχώρησαν δια την πολιτεία. Κ µου είπε η γυναίκα να πάρω κ πεντ’έξι ανθρώπους, κ έξω να µήν έβγω µόνοςµου, κ µου λένε πάλε. <=µου υποσχέθηκαν πως θα µου µιλήσουν πάλι> Σουρουπώνοντας µου παράγγειλε κ ο Κριτζώτης κ άλλοι νά’χω τον νούµου, κ να συνάξω τους πολίτες. Κ µπήκαν τα στρατέµατα όλα σε κίνησιν όλη την νύχτα κ την ηµέρα την άλλη, κ προδόθη αυτό κ νέκρωσε το σκέδιόντους. Κ το κακόν <κακό γι’ αυτούς> ήτανε οπου δέν ξέραν ποιοί ήταν κατά κ ποιοί υπέρ. 89 Κ άν επιτύχαινε ο σκοπόςτους, ήταν χαζίρι <=έτοιµοι> κ απο τα καράβια να’ρθούνε οι ‘λευτερωταί’µας: όσους θα άφηναν ζωντανούς οι φίλοιτους, να µας ‘σώσουνε’, να τελειώσουνε τον σκοπόντους! Μου λέγει η γυναίκα: µεγαλύτερη αγανάχτησιν κ οργή οπού’χε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι, δέν την είχαν άλλη φορά. Έλεγε: «οργισµένα τέκνα, οπου θέλαν ν’ αφανίσουνε την πατρίδατους κ τους αθώους ανθρώπους!». Τότε, σάν µου παράγγειλε πίσω ο Κριτζώτης κ οι άλλοι, άφησα ανθρώπους εις το σπίτιµου, κ πήρα κ µαζίµου ανθρώπους κ πήγα εις το κονάκι του Κριτζώτη κ µιλήσαµεν, κ είπα κ των πολιτών κ προσέχαν• κ η αγαθότη του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου: έσβησε το κακόν τούτο. Σας λέγω, αναγνώστες, αρχή κ τέλος, σε όλαµας τα δεινά έβαλε το χέριΤου ο Θεός κ η ΒασιλείαΤου κ δέν έλειψαν µίαν στιγµήν• οτι των ξένων κ των δικώνµας των αγορασµένων τους έγινε καρφί 90 το άλθρο της θρησκείας <=το άρθρο 40 του Συντάγµατος>• κ άν ο Θεός δέν µας έσωνε, ήµαστε χαµένοι απο πολύ καιρόν. <απο εδώ αλλάζει η πέννα κ η µελάνη, τα γράµµατα γίνονται πιό µικρά κ πιό πυκνά:> Την νύχτα ήρθε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι, κοντά τα ξηµερώµατα• µού’λεγε η γυναίκα: πηγαίναν κ έρχονταν όλη νύχτα• κ τότε µου λέγει: «τους κοπήκαν τα φτεράτους, τους τα νέκρωσε όλα ο ΑφέντηςΜας. Κ µήν λυπείσαι τίποτας, δέν µπορούν να κάµουν τίποτας εις του ΑφεντόςΜας την θέλησιν• οτι προφυλάγει τα έργαΤου κ τους αθώους ανθρώπους. Κ ποτέ να µήν ξεµακραίνεις την ιδέανσου απο τον Θεόν. Κ αυτεινών τους εκόπηκαν τα φτεράτους, κ εδώ κ κάτω εις την θάλασσα». Τ’ άλλο το βράδυ ήρθε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι κ ήφεραν µιάν κασέλα χρυσή κ είχε µέσα σταυρούς κ άλλα πράµατα κ λάµπανε• κ τα πήρε η ΧάρηΤης κ τά’βαλε εις τον µπουρόν <το έπιπλο µε τα συρτάρια, βλέπε σελίδα 78>, κ έστησαν κ έναν µεγάλο στύλο µε διαφόρων λογιών χρώµατα στην µέση εις την σάλα, απο κάτω τον πολυέλαιον κ µαστέλον, κ έκαµαν µιάν δοξολογίαν εις τον Θεόν• κ µου είπαν: «ο πολυέλαιος, καθώς είναι κ ο στύλος, θα φυλάξει, κ φύλαξε, την πατρίδασου κ θρησκείασου κ εσένα δια της Ευσπλαχνίας του ΑφέντηΜας• κ θα µείνουν, 91 θα µείνουν αυτά όλα εδώ εις την καθέντραΜας, κ όσα φέραµεν εξ αρχής. Κ είµαστε κ’ Εµείς διαταγµένοι να µήν λείψωµεν απο’δώ». Μου είπε: «ετοιµάσου, οτι ζύγωσε του Α-Γιαννιού, οπού’ναι τ’ όνοµάσου• κ θα βαφτίσωµεν κ τα δυό µπινιάρια: το πρώτο είναι δικόµας, θα το βγάλεις Δηµήτρη• οτι είναι ευλογηµένο απο τον ΑφέντηΜας, κ έχει κ µεγάλο µπάχτι». <γραµµένο ‘µεγαλο παχτι’. Το ο είναι µουντζουρωµένο. Το µπάχτι είναι το αραβικής προέλευσης οθωµανικό baht = καλή τύχη, ευτυχία. Εδώ εννοεί οτι το παιδί έφερνε µε την παρουσίατου καλή τύχη, ήταν Κ όντως, αδελφοί αναγνώστες, κ πλάσµα θεοτικόν ήταν, κ πνεύµα τοιούτον είχε κ µεγάλον ίσκυον σε όλο το σπίτι. <ίσκυον σηµαίνει πνευµατική ισχύν, ο λαός παρετυµολόγησε µε τον ίσκιο, αλλα η πραγµατική προέλευση είναι απο το ‘ισχύς’, κ η σηµασία είναι πνευµατική ισχύς, που κατέχει κ προστατεύει έναν τόπο. Συνώνυµο του οθωµανικού derman> (Το αγάπησε ο Θεός κ το πήρε. Ύστερα σας γράφω αυτό. Δόξα! Δόξα! Δόξα το ΠανάγαθόΤου Όνοµα κ της ΒασιλείαςΤου• κ εκείνο δικόΤου είναι, κ τ’ άλλα, κ εγώ σκλάβοςΤου κ η φαµελιάµου). «Τ’ άλλο», µου είπε, «να το βγάλεις Γιώργη• κ απο τρείς να βαφτίσουνε το κάθε ένα». Κ ευτύς, εις τον Δηµήτρη: του έντυσε ένα χρυσόν φόρεµα, κ τόσους σταυρούς• κ άλλα εις τ’ άλλο, κατώτερα. Κ τα σήκωσαν εις τα χέριαΤους κ τα δύο ενσαρκωµένο πνεύµα αγαθό που ευλογούσε το περιβάλλοντου, είχε τη δύναµη να φέρνει καλή τύχη, ευτυχία> 92 η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι. Αφού τελείωσαν αυτά, αναλήφτηκαν. Ξηµερώνοντας του Α-Γιάννη, αξιώθηκα να ιδώ την νύχτα µετα µάτιαµου την Αγίαν Σωτήρων. Αδελφοί αναγνώστες, δένµπορώ να σας περιγράψω αυτείνη την ωραιότη κ την µεγάλη λάµψιν• την νύχτα εις την κάµαρήµου είδα αυτό, κ έφεξε όλος ο τόπος! Άλλο, αδελφοί, να το βλέπει ο άνθρωπος κ άλλο να το γράφει! Κ ο Μονογενής, κ η ΧάρηΤης, κ όλοι οι Άγιοι - δέν έλειπε κανένας, κ πήγαν κ εις την σάλα, κ: εις τα εικονίσµατα πρώτα• κ ευτύς οπου πήγε εις την σάλα, ευλόγησε <ο Χριστός> τον στύλον κ τον πολυέλαιον κ ευτύς άναψαν όλα τα φώτα• <ο στύλος είναι στήριγµα της θρησκείας. Κολώνες των σπιτιών είναι τα αρσενικά παιδιάτους, λέει στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη. Μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί πως ο στύλος αυτός είναι ο Χριστός. Συνάµα είναι κ µέσο επικοινωνίας ουρανού κ γής, Πνεύµατος κ Σώµατος, Πλάστη µε τα πλάσµατάΤου. Μιά ιστορία των ιθαγενών της Αυστραλίας λέει: τα παλιά τα χρόνια υπήρχε σε ένα σηµείο ένας ιερός στύλος στον οποίο σκαρφάλωναν οι άνθρωποι κ ανέβαιναν στον Ουρανό, κ απο τον ίδιο στύλο όσοι άνθρωποι κ λέγει, τρείς φορές: «Γιάννη! Γιάννη! Γιάννη!», «είναι ο στύλος της πατρίδοςσου κ της θρησκείαςσου κ εδικόςσου». Κ είχε η Θεοτόκο εις τα χέριαΤης µιάν λαµπρά κασέλα κ έναν Σταυρόν οπου έλαµπε• κ άνοιξε την κασέλα κ µου είπε: «ασπάσου <= ‘αςπασŏ’ κ όχι ‘ανσπα-‘ ώς συνήθως> την αγίαν κάρα κ τον κατοικούσαν στον Ουρανό κατέβαιναν στη Γή. Τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι δέν πέθαιναν, µόνο µετακινούνταν µεταξύ Ουρανού κ Γής> Σταυρόν»• τ’ ανασπάστηκα• σταύρωσε κ τα παιδιά• τον Δηµήτρη τον πήρε εις το χέριΤου <ο Χριστός> κ τον σήκωσε τρείς φορές απάνω κ τον ευλόγησεν κ είπε: «τέκνοΜου δικόΜου!», κ τ’ άλλο το ευλόγησε µόνον, κ όλα τ’ άλλα, όλα τα παιδιά κ όλο το σπίτι, κ είπε: «είναι η καθέντραΜου, δικήΜου». 93 Τότε µού’δωσε µόνοςΤου την αγίαν κάρα κ τον Σταυρόν, κ µου είπε: «να τα βάλεις µε τ’ άλλα οπου σού’στειλα. Κ ό,τι έρχονται εις ην καθέντραΜου, είναι δικάσου, δέν βγαίνει πίσω έξω κανένα. Κ σήµερα είµαι εδώ ώς τα µεσάνυχτα• κ θα σου φέρω σήµερα κ όλους τους φίλουςσου κ όσους σε κιντύνεψαν κ κιντυνεύουν την πατρίδασου κ την θρησκείασου κ εσένα αδίκως• πάνε κόντρα της ΘελήσεώςΜου». Σας λέγω, αναγνώστες, εκείνα όλα µου τα εξηγούσε η γυναίκα, ό,τι είδα εγώ, κ όσα άλλα θα σας τα σηµειώνω ύστερα όλα µαζί. Τούτο σας λέγω: εκείνη την ηµέρα κατήντησε να’ρθεί η µισή Αθήνα, κ απ’ όλα τα κόµµατα, κ οι φίλοιµου κ οι οχτροί (ο Θεός άς τουςε συχωρέσει όλους, οτι εγώ τους έφταιξα κ τους φταίγω κάθε στιγµή, οτ’ είµαι ο χερότερος απ’ όλοΤου το πλάσµαΤου)• κ τους ατοµικούςµου οχτρούς: Τον περικαλώ ο αµαρτωλός νύχτα κ ηµέρα να τους συχωρέσει• αλλα τους οχτρούς της πατρίδοςµου κ θρησκείαςµου κ γενικώς όλων των τιµίων ανθρώπων (όποιας θρησκείας κ άν είναι), αυτείνοι οι οχτροί: ο Θεός είναι δίκαιος Κριτής κ άς τους κρίνει κατα τα έργατους κ σπλάχνατους, κ µικρούς κ µεγάλους ανθρωποφάγους 94 οπου τρώνε ζωντανούς την ανθρωπότη, κ σήκωσαν την δοξολογίαν απο τον Πλάστη του Παντός κ απο την ΒασιλείανΤου, κ λατρεύουν τα έργα του διαβόλου του αφεντόςτους οπου τους έχει βουλωµένους. Άρχισε η βάφτισις, απο τρείς το καθένα παιδί: ο Κωλέτης το ένα (οτι µου τό’χε προ καιρού γυρεµένο κ του είχα δώσει τονλόγοµου), ο Γαρδικιώτης κ ο Γούσιος• τ’ άλλο: Χατζηχρήστος, Γιαννη-Κώστας κ Παπακώστας. Κ συνάχτηκαν όλοι οι σηµαντικοί της πατρίδος κ ξένοι, κ πρέσβης της Μπαυαρίας κ η φαµελιάτου, κ το <=’τα’> σοκάκι όλο γιοµάτο.) Τελει·ώνοντας η βάφτιση, πρόσταξε τον Άγιον Ταξιάρχη κ έβαλε εκείνα τα λαµπρά πράµατα απάνω εις το τραπέζι, κ έβαλε κ πέντε γ κούπες• κ την µιάν την σταύρωσε ο Σωτήρας, κ ο Άγιος είπε της γυναικός: «µε αυτείνη να πι εί ο Μακρυγιάννης». Κ είχα ένα λαµπρό τραπέζι <=παρέθεσα λαµπρό γεύµα> κ κάλεσα όλους τους σηµαντικούς, κ γιόµωσε ανθρώπους: απάνω κ κάτω τραπέζια. <=τα δύο πατώµατα του σπιτιού γέµισαν τραπέζια που τρώγαν οι καλεσµένοι>) Τότε πήρα την ευλογηµένη κούπα κ πρώτο έπια: «εις δόξα του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, κ η ΕυκχήΤου κ η ΕυσπλαχνίαΤου ν’ αναστήσει την πατρίδαµας κ θρησκείαµας!»• κ έπιαν όλοι, απάνω κ κάτω όσοι ήταν. 95 Τελει·ώνοντας τα τραπέζια απάνω κ κάτω, περνώντας τα µεσάνυχτα, κ έφυγαν ο κόσµος, τότε η ΧάρηΤης µε τον Α-Γιάννη κ η Αγία Κατερίνη: <εµφανίστηκαν>• η ΧάρηΤης µού’δωσε µιάν χρυσή κασέλα κ ήταν µέσα ένα σάν παιδάκι, κ ένα χρυσόν µαντήλι µεγάλο, όλο µε αράδες <=ραβδώσεις, κττγνµµ> καθώς είναι ο στύλος οπού’ναι εις την σάλα, <αφού είχε ραβδώσεις, ήταν σάν αρχαίος, δωρικός ή ιωνικός, κίων> κ µου είπαν κ τα ασπάστηκα• κ µου είπε: «είναι δικάσου• θα σου χρησιµέψουν δια την πατρίδα κ θρησκείασου• κ βάλ’τα εκεί οπού’ναι κ όλα τ’ άλλα οπου σε αξίωσε ο ΑφέντηςΜας• κ σε προφύλαξε απο τόσους κιντύνους εξ αρχής κ ώς τώρα, κ εσένα κ την φαµελιάσου κ τα παιδιάσου κ όλους της καθέντραςΤου». Ευλόγησε το σπίτι κ όλους του σπιτιού ο Σωτήρας κ οι Άγιοι κ αναλήφτηκαν. Κ’ έµειναν οι Άγιοι οπού’χε διορισµένους κ µέναν πάντοτες. Εις τις 20∴ του µηνός <Ιανουαρίου> ήρθε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι• κ λέγει η ΧάρηΤης της γυναικός να µας ειπεί να πάρωµεν τα παιδιά, κ όλη η φαµελιά, κ λειτρουγιά κ όλα τ’ αναγκαία, να πά96 µε εις την εκκλησία να µεταλάβωµεν τα δύο παιδιά. Πήγαµεν, κ ήταν όλοι οι Άγιοι• κ τελειώνοντας η λειτρουγία, πήρε η ΧάρηΤης τον Δηµήτρη εις τα χέριαΤης κ τον µετάλαβε• κ τον Γιώργη τον πήρε ο Άγιος Στυλιανός κ τον µετάλαβε• κ µας είπε να λειτρουγήσωµεν κ εις τον Άγιον Δηµήτρη κ εις τον Αγι-Γιώργη, να τα µεταλάβωµεν κ εκεί• κ πήγαµεν• κάθε µέρα πρώτα <πρίν απο’µάς πήγαν> εις τον Άγιον Δηµήτρη κ εις τον Α-Γιώργη η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι όλοι, κ τα µεταλάβαµεν.) Ήρθαν εις το σπίτι η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι. Κ ο Άγιος Στυλιανός µού’δωσε ένα χρυσό πουλί. Τότε µου λέγει η ΧάρηΤης: «ο κουµπάροςσου ο Κωλέτης κ οι συντρόφοιτου οπου κυβερνούν κ ο αρβανίτης Τζαβέλας: όλοι αυτείνοι κυβερνούν χερότερα απο τον Μαυροκορδάτο• όµως δέν θα προφτάσει ο Κωλέτης να κάµει τους κακούςτου σκοπούς• κ ο Τζαβέλας θα ιδεί <τί θα πάθει> το σπίτιτου! Κ εσύ δόξαζε τον Θεόν. Κ θα τους ιδείς! Κ εµείς δέν λείποµεν απο’δώ• κ τους συντρίβοµεν τους κακούςτους σκοπούς, καθώς τους τα συντρίψαµεν πάντοτες». 97 ο ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ µέρος 2 Αδελφοί αναγνώστες, όσα έγραψα ως εδώ, τα είχα σημειωμένα εις τ’ άλλομου το < ι>στορικόν και σαν είδα ότι ήμουν ύποπτος έκοψα τα φύλλα οπου λείπουν από κείνο να μη μου γίνει κατ’ οίκον έρευνα (ότι όλο κάτι λέγεται) και δι’ αυτό τα σημείωσα εδώ σε τούτο, και από’δώ και κάτω όσα θα σημειώσω τα είχα χωμένα τόσον καιρόν μ’ένα τενεκέ αυτά όλα και πλήθος αποδειχτικά, και η κακή τύχη: εσάπισαν καμόσα αποδειχτικά και από τούτα τα θάματα της θεία<ς> πρόνοιας, και τα πάγω ανακατεμένα, όχι με την τάξητους καθώς έγιναν αυτά όλα• κ ο έτος κ’ η εποχή θα πηγαίνει ανακατεμένη, ότι σάπισαν τα περισσότερα• και εγώ φαρμακώθηκα, ότι είμαι αγράμματος και αστενής, κ μου νέκρωσε ο νούςμου• και θα τα σημειώσω όπως μπορώ, όμως συμφώνως με την αλήθεια του Θεού• και αν διαφορετικώς σας σημειώσω, άς δώσω λόγον εις τον Θεόν. Εγώ θα κάμω το χρέοςμου να ειπώ όλα αυτά, και η αφεντιάσας είστε νοικοκυραίοι να πιστέψετε ή όχι, δεν σας βϊάζει κανένας την συνείδησίνσας. 98 Τα 1845 Γιουνίου 22∴ αφού ήταν μεγάλα ανακατώματα εις τις βουλές και ερεθισμοί από τους ξένους και έργα εκεινών οπου μας κυβερνούσαν, ήθελαν τον όλεθρο της πατρίδος, και οι ξένοι έτοιμοι να κάμουν επέμβασιν, είχα πιάσει και την εταιρείαν οπου ήταν αναντίον της πατρίδος και του Συντάματος κ των Σεπτεβριανών ολονών (οπου ξηγούμαι δι’ αυτό), τότε, σαν φώναξαν όλες γ οι βουλές δι’ αυτό και οι τύποι κ όλος ο κόσμος να βγεί εις φώς αυτό και να παιδευτούνε οι αίτι οι, τότε βάλαν να με δολοφονήσουνε, απέτυχαν• με βάλαν σε ανάκρισιν, είδαν όλα αυτά• πάγαινε να ξεσκεπαστούνε οι κακοίτους σκοποί δια να σβέσει αυτείνη η ιδέα απ’ όλους• πρώτα διάφθειραν καμόσους από τις βουλές και σιώπησαν• και έκρυψαν τον αίτιον (οπου βρέθη ο όρκος μέσα εις την κασέλατου): το συνταματάρχη Γιώργη Ζέρβα, και έρριξαν όλο το βάρος εις τον οπαδόντου τον λοχαγόν Αντώνη Πατέρα ότι <τάχα> ήταν αυτός ο αίτιος, κ με τρόπον φαρμάκωσαν και αυτόν, και έσβησε• τότε εγώ ως αίτιος αυτείνης της υπόθεσης (έκαμαν κ εξορία κ άλλους): ήθελαν και εμένα να βρούνε καιρόν χωρίς άλλο να με χάσουνε με κάθε τρόπον. 99 Και οι ξένοι είχαν ολέθριους σκοπούς δια την πατρίδαμας και θρησκείαμας κ είχαν κ όλα τα μέσα στείλει να γένει αυτό, εξαιτίας του σαράντα άλθρου της θρησκείας, και ανακατέψαν όλη την μηχανή με την πλέον δολερή επιμέλεια και εργάζονταν οι πρέσβες και οι οπαδοίτους νύχτα κ ημέρα, και οι δικοίμας οι πουλημένοι, κ ήμασταν εις τον κίντυνον. Τότε βλέπω εις τον ύπνομου ένα λιοντάρι με μίαν μεγάλη ουρά, ήθελε να μας φάγει και με την ουράτου μας τύλιγε και μας πήγαινε εις το σ<τ>όματου να μας ρουφήξει• και μία μεγάλη λάμψη (δεν μπορώ να σας την περιγράψω) το αντιπολεμούσε και του χάλαγε όλητου αυτείνη την ορμή της ουράςτου• αυτό το έβλεπα και ξύπνος, και φοβισμένος και λυπημένος έκανα την αμαρτωλήμου προσευκή, χωρίς να’χω γενναιότητα να σηκωθώ από τα < =το> στρώμαμου, αλλα νεκρωμένος, μισοαπεθαμένος. Βάλετε επιμέλεια σε τούτα οπου σημειώνω, ορθόδοξοι Χριστιανοί, κ με δάκρυα καφτερά σας τα σημειώνω: η ΧάρηΤης και όλοι οι Άγιοι ήταν μαζωμένοι και έκλαιγαν πικρώς• και η ΧάρηΤης έλεγε, με δάκρυα ποταμηδόν και με μετάνιες, και έλεοςΤου έλεγε: «ο Θεός οργίστη και ξεμάκρυνε το 100 και άφησε πλέον να χαθεί αυτό το ξανθόν γένος, από την αχαριστίαν των κακών ανθρώπων• και η γυναίκα έβλεπε όλα αυτά, της Θεοτόκος και των Αγίων τις μετάνιες εις τον Θεόν και τα κλάματα και τα περικαλέματα• κ η ΧάρηΤης είπε της γυναικός να μην μου ειπεί τίποτας από αυτά εμένα• με όλον τούτο κ’ εμένα μ’ είχε μια μεγάλη λύπη κυργιέψει κ νύχτα κ ημέρα, κ άγριον μού’ρχεταν το σπίτι κ όλος ο τόπος. Κ ως αμαρτωλός, ο χερότερος απ’ όλο το πλάσμα του Θεού, έκανα την αμαρτωλήμου προσευκή και με ποταμόν κλάματα... Το λοιπόν, είχε γεννήσει μια καλή χριστιανή ένα παιδάκι και ήταν θεονήστικη και γυμνή• μου είπαν αυτό, ό,τι με φώτισε ο Θεός έκανα έκανα εις αυτείνη όσο ν’ αναλάβει, πάντοτες εκείνο οπου μπορούσα. Τότε την νύχτα ήρθε ο Χριστός, η Θεοτόκο, κ όλοι οι Άγιοι κ φέραν κ την γυναίκα την λεχώνα και το παιδάκιτης το βρέφος (κ ο Άγιος Γιάννης ο Βαφτιστής στέκεταν με μιάν λαμπάδα αναμμένη μπρός εις τον Χριστόν κ όλοι οι Άγιοι• 101 Και μου λέγει ο Χριστός: «ό,τι έκαμες εσύ εις ετούτη την δυστυχισμένη και εις το βρέφος, αυτό έκαμεν ο Άγιος Γιάννης ο Βαφτιστής εις την μητέραΜου κ εις Εμένα όταν γεννήθηκα, οπου ήμασταν γυμνοί και νηστικοί».) <Η δεξιά ημιπαρένθεση κ οι τρείς τελείες είναι τα μόνα σημεία στίξης που βάζει ο Μακρυγιάννης. Τις τρείς τελείες, τις γράφω ∴ . Την δεξιά ημιπαρένθεσητου την γράφω μετά απο άλλα δικάμου σημεία στίξης, κ μετά απο αυτήν αλλάζω σειρά. Σημαντικότατη μορφή στίξης που χρησιμοποιεί είναι το κενό που αφήνει μέχρι το τέλος της σειράς όπου τελειώνει ένα κεφάλαιο, κ συνήθως αρχίζει το επόμενο μετά απο εσοχή.> Και τότε μου είπε η γυναίκα τα δάκρυα της Θεοτόκος και των Αγίων (κ της είπαν να μην μου ειπεί αυτείνη η γυναίκα τίποτας ομπρός εμένα, να της ειπώ πρώτα εγώ τι είδα, ότι δεν την άφηναν να’ρθεί πρωτύτερα – και είχε τόσες ημέρες)• της γιηθηκα =διηγήθηκα> το λιοντάρι και το φώς κ τ’άλλα οπου είδα, κ τότε μου είπε και αυτείνη όσα σημείωσα). < Η λεχώνα αστένησε πολύ, και το παιδί χωρίς γάλα. Τότε ο Χριστός και η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι με πήραν κ μένα κ πήγαμεν εις την λεχώνα• και κάτιτίς έβαλε ο Χριστός εις το στόματης κ ανάλαβε• μού’ δωσε κ μένα ένα σκέπασμα και της έρριξα απάνωτης. Την άλλη ημέρα ήταν καλύτερα• κ τότε έδωσε της Θεοτόκος ένα δαχτυλίδι και η Θεοτόκο της γυναικός οπου με φωτίζει κ της είπε να μου το δώσει εμένα• κ το έχω ως τώρα. <εδώ οι αναγνώστες μπορεί να σκεφθούν οτι δέν το έδωσε ο Χριστός. Μήν ξεχνάτε πως ό,τι παρέχεται στους ανθρώπους ο Θεός το δίνει. Ο Χριστός είπε στην γυναίκα όντως να δώσει το δαχτυλίδι κ άλλα πράγματα στον Μακρυγιάννη> Και ξηγούμαι κ δια άλλα εις το εξής (ότι δεν είναι με την αράδατους όσα σας γράφω, σας είπα τα αίτια, σάπισαν τα χαρτιά).) Τότε μου είπε ο Χριστός: «Εγώ σου έφκιασα το σπίτισου, σου έσωνα όλη την οικογένειανσου κ εσένα από τόσους κιντύνους κ αστένειες κ διαβολικά έργα• εσύ πάντοτες έχεις μια αμφιβολία κ απιστία, κ αυτό 102 σε σκοτώνει νύχτα κ ημέρα• κ οι πολλέςσου αμφιβολίες – Εγώ βάσταξα την σταύρωσιν των Οβραίων με τόσα μαρτύρια και με περόνια εις το σώμαΜου, και υπόμεινα• και όλα έγιναν δια της ΠαντοδυναμίαςΤου κατά την αγαθήΤου θέλησιν – κ πρέπει να ευκαριστιέσαι, όσα θα σου κάναν κ εσώθης δια της ΕυσπλαχνίαςΤου, κ ως εκεί οπου σε φώτισε κ βλέπεις κ μόνοςσου νύχτα κ ημέρα• κ ό,τι σου λένε ν’ακούς (ότι μόνοςσου δεν πρέπει να βλέπεις όλα αυτά, με τον καιρόν θα τα ειδείς• κ θα τα ιδούνε, κ να τα πιστέψουν, ότι ένας είναι ο Θεός, ένας είναι ο Χριστός. Κ ό,τι σου λένε να τ’ ακούς κ να το πιστεύεις, δια μέσον της ΜητέραςΜου κ των Αγίων, οπου λένε της γυναικός να μαθαίνεις, οπου την έχουμε διορισμένη κ βλέπει κ ακούγει, κ να σου λέγει κ να μην κάνεις αλλιώς. Κ Εγώ θ’ αναχωρήσω κ μένει η ΜητέραΜου κ τόσοι Άγιοι εις την καθέντραμας δια να αγρυπνούν κ να κοπιάζουν να προφυλάνε τους αθώους (καθώς πάντοτες έγινε αυτό, κ τους έσωσαν κ θα τους σώσουνε από τα έργα των απίστων κ οργισμένων, όσο να’ ρθει η ώρα του Θεού, κ τότε λαβαίνει ο καθείς τα έργα των αγώνωντου). Γιάννη! Γιάννη! Γιάννη! Καθώς εργάζεσαι να εργάζεσαι, κ να δοξάζεις τον Θεόν, κ όσα περικαλείσαι: ο Θεός θα ευλογήσει αυτά, την πατρίδασου, την θρησκείασου, κ γενικώς του τίμιους ανθρώπους: 103 Όσοι φέρνουν δοξολογίαν εις τον αφέντηΜας κ ζητούν την ΕυσπλαχνίαΤου, μεράζει την ΕυλογίανΤου σε όλους. Όσα ο χερότερος του πλάσμα<τός>Του λέγω μόνοςμου κ περικαλιούμαι νύχτα κ ημέρα κ βλέπω κ ακούγω, τα ίδια… (Δόξα! Δόξα! Δόξα! το ΠανάγαθόΣου Όνομα κ της ΒασιλείαςΣου! Κ όποιος δεν πιστεύει την ΑγαθότηΣου, είσαι δίκαιος Κριτής κ αγαθός κ’ η φώτισηΣου θα τον φωτίσει να σωθεί)) Κ όντως, αδελφοί αναγνώστες, όσα θάματα ακούγαμεν από την Θεία Πρόνοια εις τα χαρτιά, την σήμερον βλέπομεν κ ακούμεν της <=την> ΕυσπλαχνίανΤης• κ πολλοί άνθρωποι τοιούτα βλέπουν εις τον ύπνοτους• δυό άνθρωποι συγχρόνως είδαν ότι μέσα εις την Αθήνα αρμένιζαν, ένας τριπούντης, <=μεγάλο πλοίο με τρεις πούντες, τρείς αιχμές, = τρικάταρτο> κ πήγε κ έραξε <= άραξε> εις το παλάτι, κ βήκε από μέσα από τον τριπούντη ένα πολλά ωραίον δέντρο• κ βήκαν κ δύο αξιωματικοί από δύο θρησκείες κ είχαν από’να ο μπαλτά εις το χέρι κ του κόψαν τα κ λωνάριατου κ του βάρεσαν κ τον κορμότου κ θα ξεραίνεταν• το σημειώνω κ αυτό εδώ.) νόημα είναι: τα αιρετικά δόγματα πολεμούν τη θρησκεία της αλήθειας κ κοντεύουν να την εξαλείψουν> Τα όσα έβλεπα μόνοςμου κ αξιώθηκα <=όσα αξιώθηκα να βλέπω>, <=το κ όσα μου λένε, περικάλεσα τόσες νύχτες κ ημέρες την Θεοτόκο κ τους Αγίους με δάκρυα καφτερά κ έκανα την αμαρτωλήμου μετάνοια να με φωτίσουν 104 κ να μου δώσουν την άδεια κ να με φωτίσουνε αν είναι η αγαθή Θέληση του Χριστού και της ΒασιλείαςΤου να τα γράψω, κ να με φωτίσει να γράψω μόνον την αλήθεια, οτ’ είμαι άνθρωπος κ είμαι υποκείμενος εις λάθη, κ να μην βαρύνω την αμαρτωλήμου ψυχή και τα Θεία κ απατήσω κ τους ανθρώπους. Αφού περικαλιόμουνε τόσες ημέρες, αποφάσισα κ το είπα της γυναικός να περικαλέσει την Θεοτόκον, να περικαλέσει η ΧάρηΤης τον Αφέντημας δι’ αυτό. Όταν η γυναίκα αποφάσισε να της μιλήσει της Θεοτόκος αυτό κ να την περικαλέσει δια όσα της είπα, ήταν κ ο Χριστός• της λένε πρίν μιλήσει: «πές του Γιάννη: άς τα γράψει κ άς τα βαίνει εις το προσκέφαλοτου• κ τα βλέπομεν: κ δεν θα γράψει άλλα δι’ άλλα, ξέρομεν». (Εγώ είχα πάντοτες υποψίαν από την γυναίκα)• αφού έγραψα καμόσα από αυτά, την αρχή, κ τά’ βαλα εις το προσκέφαλο, μου λέγει η γυναίκα: «καλά είναι». Κ μηνούν οι Άγιοι:> «βγάλε την υποψίαν από την γυναίκα, ότι Εμείς είμαστε παρόντες όταν σου μιλεί, ούτε αυτείνη βλέπει τότε παραενοχλήσεις με την επιθυμίασου να είσαι κ εσύ συνειδητά παρών κ σε παρατήσουν> <αλλαγή μελάνης:> ούτε εσύ, κ: ό<τι> της λέμε λέγει». <σου <=άν τους Πάλι σε υποψία ήμουν• τά’ βαλα εις το προσκέφαλόμου• είπαν της γυναικός: «είναι τα ίδια, 105 κ η υποψίατου δεν αλλάζει», κ γέλασαν όλοι. Είναι κ άλλα πολλά από την Παντοδυναμίαν του ΑφέντηΜας σημειωμένα, κ όποτε είναι καιρός: κ εκείνα θα τα ιδείς κ θα γένουν όλα ένα.) <=όλες οι πληροφορίες θα ενοποιηθούν ώς μέρη ενός συνόλου που αλληλοσυμπληρώνονται, το ένα ταιριάζει με το άλλο, το ένα εξηγεί το άλλο. Αληθινά, αυτό συμβαίνει όταν διαβάσει κανείς το όλο έργο του Μακρυγιάννη χωρίς καμία προκατάληψη> Κ είπαν της γυναικός, η ΧάρηΤης, ότι: «Εμείς όλοι οπού’ μαστε διαταγμένοι από τον ΑφέντηΜας να στεκόμαστε εδώ εις την καθέντραΜας, διαταχτήκαμεν δια τέσσερες ημέρες να πάμεν εις μέρος οπού’ναι μεγάλη ανάγκη• εδώ μένει ο Α-Γιάννης κ άλλοι Άγιοι. Ευλόγησε ο Χριστός όλους του σπιτιού κ αναλήφτηκαν.) Πρίν αναληφτούν, μου λέγει ο Χριστός (δια μέσον της γυναικός): «η δυστυχής γυναίκα η λεχώνα είναι σε μεγάλη δυστυχία, αστενής, και το βρέφος είναι νηστικόν χωρίς γάλα• κ να προσέξεις δι’ αυτό, κ σου είναι μεγάλη ωφέλεια». Αυτά κ έκαμα, ό,τι ο Θεός με φώτισε. Τώρα θα σημειώσω ό,τι εγώ είδα μόνοςμου: Του Α-Γιαννιού του Θεολόγου το βράδυ ήταν κάτι λογιώτατοι εις το σπίτιμου, μισομαθείς και άθρησκοι. Πιάνει ο ένας και λέγει: «Δέν ξέρομεν, ο κατακλυσμός παγκόσμιος έγινε ή όχι?». Φιλονίκησαν καμόσον αναμεταξύτους. Τους λέγω εγώ: «αυτό σκοτίζεστε? Έγινε παγκόσμιος. Κ δια κείνο χρησίμεψε η κιβωτός του Νώε κ έβαλε απ’ όλα τα ζώα κ ματαπλήθυναν»• φιλονικήσαμεν καμόσο δι’ αυτό• 106 λέγει ύστερα: «πώς ο Θεός θα διόριζε την Θεοτόκο να γεννήσει τον Χριστόν κ να μείνει παρθένο<ς>? πώς γένεται αυτό?» (κ ετούτος ο σημερνός ο ‘άγιος’ ήταν πολύ προκομμένος! κ όταν θέλαν να φκιάσουν την θρησκεία τον πήραν κ αυτόν κ τον περικάλεσαν να δυναμώσει αυτό, κ θα τον δοξάσουν κ να του φκιάσουνε κάδρα• κ δυνάμωσε κ έγιναν αυτά, κ δυνάμωσε η θρησκεία αυτείνη)• του λέγω: «εις το σκολείον οπου πάτε, θεολογίαν σπουδάζετε κ φιλοσοφία, ή το ένα?» - λέγει: «φιλοσοφίαν μόνον»• τον άφησα, δέν του ματάκρινα τίποτας κ πέσαμεν σ’ άλλες ομιλίες δια ν’ αστοχήσει αυτό. Τότε λέγει ο άλλος: «πώς ο Θεός ενωνόμασε το κλήμα ‘κλήμα’ κ κάνει αυτόν τον καρπόν?»• - «δέν σου αρέσει», του λέγω, «ο καρπός αυτός? Μπόρειε να το ειπεί και τσουκνίδα κ να κάνει αυτόν τον καρπόν, κ ήταν το ίδιον• κ εσύ με την μάθησιν πάλε πώς θά’ λεγες? κ αχαριστίαν θά’ χες. Το είπε ‘κλήμα’ κ το ευλόγησε κ ανθίζει κ δένει κ γωρμαίνει <=ωριμάζει> και κάνει αυτόν τον καρπόν, κ είναι ο πλέον καλύτερος απο κάθε άλλον, κ κάνει κ κρασί: κ όποιος είναι άνθρωπος πίνει ολίγον κ’ ευφραίνεται• κ όποιος πίνει πολύ γένεται γομάρι, κ γένεται κ δέν ξέρει τι μιλεί, καθώς εσύ!». Του λέγω του αλλουνού: «εσύ, φίλε, είσαι κουτσός• διατί κάνεις αδρασκελιές δια δύο ποδάρια εις καιρόν οπου έχεις ένα ποδάρι μόνον?» - «όχι», λέγει, «δύο έχω» - «και καλά», του λέγω, «ένα μόνον έχεις, κ εκείνο τσακισμένο!» - «όχι», λέγει, «δύο!» - «σώπα», του λέγω «ψεύτη!»• σηκώνεται απάνω, λέγει: «ορίστε οπου έχω δύο κ περπατώ!»• «βρέ αδελφέ», του λέγω, «?δέν σε ρώτησα εγώ: εκεί οπου σπουδάζεις τι μαθαίνεις, θεολογικά κ φιλοσοφικά, κ μου είπες μόνοςσου οτι μαθαίνεις φιλοσοφικά μόνον? Κ διατί σπουδάζεις το ένα κ κάνεις κρίση δια τα δύο, κ είσαι μισόθρησκος, κ θιαμαίνεσαι < «απο δια & μαίνεται, λόγιο ωραίο ρήμα» σκέφθηκα αρχικά, αλλα στην πραγματικότητα είναι απο ‘θαμαίνεσαι’ απο ‘θαύμα’ με επιρροή απο την πρόθεση ‘δια’, =θαυμάζεις, απορείς, δέν μπορείς να καταλάβεις, να δεχθείς> πώς η Θεοτόκο γέννησε τον Χριστόν κ’ έμεινε παρθένο<ς>? Εσύ δέν μπορείς να το γνωρίζεις, οτ’ είσαι κουτσός• αυτός ο Άγιος ο σημερνός <=ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος> κ ο Άγιος Βασίλειος κ οι άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας το γνωρίζουν, οτι είχαν πρώτα αρετή, ηθική, κ σπούδαξαν κ την θεολογίαν πρώτα, κ την φιλοσοφία, κ γνώρισαν με την εντέλειαν το ένα κ το άλλο, κ έγιναν κ καλοί Χριστιανοί ορθόδοξοι, θεολόγοι κ καλοί φιλόσοφοι, κ τότε έλαβαν κ την Φώτιση του Θεού 108 κ την ΕυλογίανΤου κ της ΒασιλείαςΤου κ έγιναν Πατέρες της Εκκλησίας κ Άγιοι, κ δι’ αυτά όλα τους έκαμαν εικόνες κ τους προσκυνούμεν, κ όχι, φίλε, κάδρα• κ αυτείνοι ξέρουν πώς ήταν η Θεοτόκο, ποιά αρετή, ποιά αγαθότη, κ πώς εσαρκώθη κ πώς εγεννήθη κ πώς εσταυρώθη, να σώσει εσένα τον παλιάνθρωπον, τον αχάριστον• κ σήκω απάνω να σου το δείξω πώς, δια να γιομίσει το ξεροκέφαλόσου, κ’ εσένα κ των ομοίωνσου». Δέν σηκώνεταν, να μην τον χτυπήσω• οτι μ’ έβλεπε θυμωμένον οπου του μιλούσα• με το στανιό τον σήκωσα, του λέγω: «έμπα εις την άλλη κάμαρη μέσα, κ εις της κλειδωνιάς την τρύπα να βάλεις τ’ αυτίσου, κ ό,τι σου ειπώ κρυφά, να μας το ειπείς όταν θα βγείς έξω». Μπήκε μέσα, έβαλε το αυτίτου εις την κλειδωνότρυπα• του λέγω: «βάλ’το πλησίον» κ εγώ απ’ όξω φυσάγω πολύ• «έβγα», του λέγω, «να μας ειπείς τι σου είπα». Βγήκε, λέγει: «ένας αγέρας μου γιόμωσε το αυτίμου». Του λέγω: «κ αυτό της Θεια-Πρόνοιας με την Θεοτόκον, αγέρας είναι: είπε κ έγινε• δέν είναι ανθρώπινον έργον• κ δια τούτο εγεννήθη κ έμεινε παρθένος. Έλα να σου δείξω κ το έργον ποίον είναι». 109 Παίρνω ένα καρφί κ το βαρώ κ μπαίνει εις τον τοίχο• τότε το βγάζω, του λέγω: «αυτό λέγεται, λογιώτατε, έργον• οτι χάλασε τον τοίχον»• κ άλλα πλήθος απο αυτά <παραδείγματα τους έδειξα>• ομιλίες μπερμπάντικες και Καϊριστές». κ τους είπα εις το εξής να πάψουν απο αυτά, «κ δέν θέλω τέτιες <=οπαδούς του Καΐρη> Αφού είχαμεν αυτές τις φιλονεικίες, πέρασαν τα μεσάνυχτα, έφυγαν. Έκαμα την προσευκήμου κ έπεσα να κοιμηθώ. Εκεί βλέπω, εις τον ύπνομου, κ μου παρουσιάζεται ένας άβαθος γκρεμνός• κ με παίρνουν δύο άνθρωποι και πάνε να με γκρεμίσουνε κάτω. Πρώτα φώναζα των ανθρώπων οπού’ηταν κάτω να βάλουνε σκουτιά να πέσω απάνω• αφού με κρεμάσαν κάτω κ δέν ήταν ελπίδα, φώναξα πικρά κ με δάκρυα την Θείαν Δύναμιν κ της ΒασιλείαςΤου• τότε έρχεται ένας, Γιάννης, κ λέγει κ του αλλουνού να με τραβήσουνε απάνω• κ με τραβούσαν• ο τρίτος τους έλεγε να με γκρεμίσουνε• τέλος, με κόλλησαν. Αυτός ήταν ένας οπαδός του Κωλέτη, οπού’ηθελε να με γκρεμίσουνε. Όταν κόλλησα, πιάστηκα με αυτόν. Τότε ο Γιάννης μου είπε: «εσύ γλύτωσες, δέν μπόρησε να σου κάμει τίποτας, εσύχασε». Έτσι εσύχασα. Ξυπνάγω, με κολλάγει ένας φόβος, κ με πονούσαν κ τα χέριαμου. 110 Με το πολύ <=μετα πολλά>, κοιμήθηκα. Έρχεται ένα πράμα κ με ξυπνάγει• κ τ<η>ράγω, κ έφεγγε όλος ο οντάς, πρώτα ήταν ώς σύγνεφο, ύστερα βλέπω την ΠαντοδυναμίανΤου κ τον Χριστόν, την Θεοτόκον, κ καμόσους Αγίους. Το να σας παραστήσω την λάμψιν αυτείνη, δέν μπορώ. Τότε μου λένε: «Το Φώς της Ορθοδοξίας αρκετά φέγγει, συγκολλημένο εις τον Σταυρόν, καρφωμένο, ματοκυλισμένο• «ὃςτε <=και όποιος> (αυτό μου το λέγει <ε>λληνικά έχει πίστη: απο τον γκρεμνόν σώνει• ὃςτε πίστη δέν έχει, τσακίζεται κ συντρίβεται δια πάντα» <=αρχαΐζουσα ελληνική γλώσσα>)• ακούγω αυτό, με πιάνει φόβος, κόντεψα να μείνω ξερός• αναλήφτη. Τότε εγώ λέγω «τι είναι το κακόν οπού’επαθα απόψε!»• δέν ήξερα: εις τον ύπνομου ήμουν ή ξύπνος• κ μόνοςμου μέσα, κ αφανίστηκα απο την τρομάραμου. Τότε δια να ειδώ οτι είμαι ξύπνος, ρίχνω μαντήλι κάτω, ταμπακέλλα, μαχαίρι, κ άλλα• αστόχησα κ τα λόγια οπου μου είπαν. Τότε έρχονται και δευτέρως, κ ματα μου λένε τα ίδια λόγια• τότε ήμουν έξυπνος όλως δια όλου, κ με λιγότερον φόβον• πάλε τ’ αστόχησα. Πήρε να φέξει κ σηκώθηκα κ πήγα εις το περιβόλιμου <=ξυπνητός> 111 γ κ εργαζόμουν ώς το μεσημέρι να φάγω ψωμί να κοιμηθώ να μην αρρωστήσω, οπου ήμουν ά υπνος. Τα λόγια τ’ αστόχησα όλα οπου μου είπαν. Αφού το μεσημέρι έφαγα ψωμί, έπεσα να κοιμηθώ• έρχονται πίσω τότε σηκώθηκα κ τά’γραψα. Κ <όμως> <=πάλι> κ τρίτη φορά κ μου λένε τα λόγια• είχα αμφιβολία• κ είπα της γυναικός να περικαλέσει την ΧάρηΤης, να τα ιδεί άν είναι έτσι• ήταν κ ο Χριστός, κ η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι, κ της είπαν: «έτσι είναι, τα ξέρομεν, τα διαβάσαμεν πρωτύτερα». θυμήθηκε κ έγραψε τα λόγια που του είπε ο Παντοκράτωρ> <=επιβεβαίωσαν πως σωστά Ό,τι ψέμα σας γράφω, άς δώσω λόγον εις τον Θεόν• κ ό,τι μου λένε θα σας γράψω, κ ό,τι βλέπω – κ είναι πλήθος οπου βλέπω κ μόνοςμου.) Την άλλη βραδιά ήρθε ο Παντοκράτορας μόνοςΤου, οπου δέν ματα ήρθε με τέτιον τρόπον, μου λέγει η γυναίκα, με όλους τους Αγίους. Ευτύς άναψε ο πολυέλαιος εις την σάλα μόνοςτου. Πήγε πρώτα εις τις εικόνες κ απο’κεί έξω. Δύο μεγάλα μανάλια οπου ελάμπανε, απο τρείς λαμπάδες το καθένα, το’να το βάσταγε η Θεοτόκο, το άλλο ο Α-Γιάννης, κ εις το δεξιόνΤου ο Χριστός κ όλοι οι Άγιοι• κ έλαμπε όλο το σπίτι• κ ήταν όλη γιομάτη η σάλα, κ εις τις εικόνες, 112 κ ένας Σταυρός οπου έλαμπε, κ μεγάλη σιωπή. Τότε μου λέγει τρείς φορές: «Γιάννη, Γιάννη, κ Α-Γιάννη! ήρθα κ μόνοςΜου κάτω κ εις την οικίανσου! Δέν απόλαψε άλλος τοιούτως σε τούτην την ζωή αυτό, μόνον εσύ• κ όσα περικαλείσαι, όλα θα τ’ απολάψεις• κ απο τούτα οπου βλέπεις να μην ειπείς ούτε του πνευματικού!». Κ μου είπε: «όσα σου λέγει το ΤέκνοΜου, κ το ΤέκνοΜου της <=στην> ΜητέραςΤου, είναι όλοι λόγοι δικοίΜου, οτι καθάρισες την ψυχήσου κ τους έστειλα να σου φκιάσουνε το σπίτισου». Του λέγει η ΧάρηΤης: «ΑφέντηΜου, ο ταλαίπωρος: περικαλιώντας νύχτα κ ημέρα τρύπησαν τα γόνατάτου κ τα χέριατου! κ μαύρισαν κ σάπισαν τα σανίδια απο τα κλάματατου, τήρα το σανίδι πώς είναι!». «Τα ξέρω», λέγει η ΠαντοδυναμίαΤου (κ όντως εσάπισαν δια το χατίρι της ματοκυλισμένηςμου πατρίδος κ θρησκείας. Δόξα, δόξα, δόξα το ΠανάγαθόΤου Όνομα μιλλιούνια φορές την ώρα, κ της ΒασιλείαςΤου, οπού’εγινε νεκρανάστασις). «Μήν λυπάσαι, Γιάννη, όσα περικαλείσαι νύχτα κ ημέρα, πατρίδα, θρησκεία κ εκκλησίες οπου θέλεις να φκιάσεις, όλα θα γένουν με τον καιρότους. Κ το δαχτυλίδιΜου το έδωσα του ΤέκνουΜου κ το ΤέκνοΜου της ΜητέραςΤου κ η ΜητέραΤου της χριστι<α>νής κ σου το έδωσε κ το έχεις. Κ θα ζήσεις ακόμα είκοσι χρόνια, κ να ιδούμεν πάλε• <=ο Μακρυγιάννης έζησε ώς το 1864, αυτά λέγονται το 1845, βγήκαν σωστά: στρογγυλεύοντας τον αριθμό τόσα ήταν τα χρόνια που του έμεναν> 113 κ όλα με τον καιρότους θα γένουν, δια να μήν πάθουν δέν θέλουν βίαν. Κ μήν σικλετίζεσαι κ μουσκεύεις τα μάτιασου νύχτα κ ημέρα, κ κάποτε σου κρυγιώνει η καρδιάσου οτι ξοδιάζεσαι πολύ, πάλε θα λάβωμεν, ξόδιασε τα παλιά. <«πάλε θα λάβωμεν, ξόδιασε τα παλιά»: αυτός ο λόγος είναι πολύ σοφός. Ο άνθρωπος προσκολλιέται σε εκείνο που έχει, γαντζώνεται, κ γι’αυτό υποφέρει. Η φύση αναπληρώνει κ υπεραναπληρώνει την κάθε απώλεια. Κάποιος στην Αυστραλία, του είπα «έχω κατα βάθος έναν φόβο, μή χαθούν αυτά τα όμορφα πράγματα», μου απάντησε «χάσε για να κερδίσεις, άσε να φύγουν, κ θα ξαναρθούν• έτσι λειτουργεί η φύση»> Άν ήξερες πόσο σου φκιάνω το σπίτισου εδώ κ το παντοτινόν, κ τί αξιώθης μόν<ον> εσύ να ιδείς εδώ, μόνον απο την χαράσου ευτύς θα τελείωνες• δια’κείνο δέν πρέπει να τα βλέπεις μόνοςσου. Κ ό,τι σου έστειλα εξ αρχής κ θα σου στείλω, είναι δικάσου, θα σου χρησιμέψουν όταν είναι καιρόςτους. Κ όσοι αδίκως σε κιντύνεψαν κ σε κιντυνεύουν κ πάνε κόντρα της ΘελήσεωςΜου, κ εκείνους όλους θα τους ιδείς. Σου αφήνω εις την καθέντραΜου το ΤέκνοΜου κ την ΜητέραΤου κ Αγίους κ δέν θ’ απολείπουν, καθώς τους έχω διορίσει. Εκείνης της φτωχής, κ το παιδί, είναι γυμνά, να τα ντύσεις, κ να φκιάσεις κ μίαν σκέπη του τέκνου της Φανερωμένης οπού’ναι παρόν, κ ένα σκέπασμα του δισκοπότηρούτης, οπου το έχουν απεριποίητον, κ να τα στείλεις: βάλ’τα εις τις εικόνεςσου κ τα λαβαίνουν κ τα πάνε». (Τά’ φκιασα κ τά’ βαλα κ την αυγή δέν τά’ ηύρα). «Κ θά’ρθει κατατρεγμός κ αστένειες μεγάλες, μήν φοβηθείς» (+κ όντως μεγάλος πεθαμός έγινε, αστενήσαμεν, δόξα του Θεού: ουδέν έπαθε κανείς<μας> <ή: δόξα τῳ Θεῷ δέν έπαθε κανείς<μας>> <= θανατηφόρα επιδημία έπεσε, κ απο την οικογένειατου άν κ αρρώστησαν ήταν παροδικά. Αυτό γράφεται με παραπομπή πάνω απο αυτήν τη γραμμή, στο διάστιχο. Πιο πολύ φαίνεται να λέει: δόξα του Θεού, ουδέν έπαθε κανείς<μας>>). Κ όταν είπε αυτά, μου λέγει: «Το παιδί εις το σκολείον, το μεγάλο, πήγα κ το ηύρα οπου κοιμάταν, το’ευλόγησα». Κ ευλόγησε κ όλα του σπιτιού, παιδιά κ όλη την φαμελιά• κ όταν αναλήφτη, έγινε ένας μεγάλος βογγισμός οπου τ’ ακούσαμεν όλοι, οπου σ’ έπαιρνε τρομάρα.) Την άλλη βραδιά εκόπιασε: κ πήρε τον Χριστόν, την Θεοτόκον κ πλήθος Αγίων, πήρε κ μένα κ πήγαμεν εις την Αγία Ειρήνη• κ είχε ι ένα λαμπ ρό στεφάνι κ μου το έβαλε 114 τρείς φορές εις το κεφάλιμου κ έκαμα τρείς μετάνιες κ με το ίδιον στεφάνι με σταύρωσε τρείς φορές κ το πήγε μόνοςΤου εις την Αγιοτράπεζα, κ ήτον μιά λαμπρά παρουσία κ έλαμπεν όλος ο τόπος. Κ τότε μου είπε: «Εγώ αναχωρώ κ μένει το ΤέκνοΜου κ η ΜητέραΤου• κ ό,τι θα σου λένε να τα ακούς <ή: να τ’ αϊκούς, γραμμένο ‘ναταυκος’>, οτι είναι λόγοι εδικοίΜου»• κ αναλήφτη. Κ ο Χριστός κ η Θεοτόκο ήρθαν εις το σπίτι με όλους τους Αγίους. Τότε άρχισα κ φωτίζομαι κ μόνοςμου, κ βλέπω πάντοτες, κ εις την αμαρτωλήμου προσευκή, καθώς είναι οι εικόνες της ΑγιαΤριάδος, του Χριστού, της Θεοτόκος κ των Αγίων εις την εκκλησίαν, όταν κάνω την αμαρτωλήμου προσευκή μ’ εξ ὅλης καρδίας κ με δάκρυα κ με μεγάλη προσοχή, βλέπω πάντοτες: καθώς είναι οι εικόνες κ τα χέρια του Παντοκράτορος κ όλων, με ευλογούν, κ ευτύς γένεται ένας ισκύς <=ισχύς, πνεύμα με μορφή κάποιου φωτός> μεγάλος κ γιομίζει όλος ο οντάς οπού’ναι οι εικόνες κ περνάγει απο πάνωμου ώς μία ευλογία• κ όταν προσηλώνομαι τα μάτιαμου εις τον ουρανόν κ περικαλώ ο αμαρτωλός τον Παντοκράτορα κ τον Σταυρωμένον, κ τότε βλέπω όλα αυτά, κ μεγάλες λάμψες (σπανίως αυτό), κ την Τετράδη κ κατα’ξοχή την Παρασκευή, αδελφοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, βλέπω, ευτύς οπου κάνω τις αμαρτωλέςμου μετάνιες κ εις τα μισά σηκώνομαι κ τηράγω απάνω κ περικαλιούμαι, 115 ο αμαρτωλός του κόσμου, τότε βλέπω την Αγίαν Τριάδα κατάμαυρη, κ ο Σταυρωμένος εις την μέση, κ την Θεοτόκον κ τους Αγίους• άλλο είναι, αδελφοί, να το γράφω, κ άλλο να το λέπει ο άνθρωπος! κ όσο σκληρή καρδιά κ άν έχει, τρέχουν τα μάτια ποτάμι. Αυτά οπου σας σημειώνω, οπου με αξίωσε ο Θεός (νά’ χω την κατάραΤου κ της ΒασιλείαςΤου άν σας απατώ μιάν τρίχα, το ίδιο κ εις τ’ άλλα, οπου μου λένε) κ νύχτα κ ημέρα βλέπω όθεν στέκω ένα φώς: εις την μέση είναι σάν ουρανί κ οι άκρες κάτασπρες, καθώς είναι τα λαμπρά σύγνεφα όταν παίρνει να βασιλέψει ο ήλιος• κ ώς ένας στύλος: καταή να τηράξω να κάνω την προσευκήμου μυστικώς, ή εις τον ουρανό κ κοιτάξω κ να περικαλέσω, θα ιδώ πρώτα ένα φώς καθώς στράφτει κ ύστερα αυτό. Κ την νύχτα εις τον οντά οπου θα πέσω να κοιμηθώ κ σβαίνω το φώς, ύστερα περικαλιούμαι: «φώτισέμε, Κύριε κ η ΒασιλείαΣου», βλέπω όλα, όχι όμως ξάστερα καθώς να είναι το φώς το ίδιον• κ την νύχτα οπου ξυπνώ κ δοξάζω τον Θεόν κ την ΒασιλείανΤου εις το στρώμαμου (οτ’ είμαι αστενής κ πειράζομαι πάντοτες απο τις πληγές του σώματόςμου) κ τότε περικαλιόντας βλέπω το φώς κ όλους του ισκύους <=τις ισχύες, πνεύματα εν είδει φωτών> όσους περικαλώ• δι’ αυτά να μήν σας μένει καμιά υποψία• 116 αλλα η προσευκή να είναι μ’ εξ ὅλης καρδίας. Όταν περικαλιούμαι ο αμαρτωλός την Θεοτόκον κ τους Αγίους να πρεσβέψουν εις την ΑγιαΤριάδα, εις τον ΑφέντηΜας, βλέπω τις μετάνοιες οπου γένονται, κ πόση Ευσπλαχνία <πάντοτε γράφει ‘εσπιλαχνια’. Διορθώνω σε Ευσπλαχνία> της Θεοτόκος, κ πόσον κόπον κ αγώνα δια της Πρεσβείαςτης δια να μας σώσει. Δέν μπορώ να σας περιγράψω αυτά, οτι τα μάτιαμου δέν τ’ αφήνουν τα δάκρυα να ιδούνε να σας γράψω• κ τώρα οπου σας γράφω, το ίδιον, ποτίζουν το χαρτί δάκρυα καυτερά. Τί τζιβαϊρικόν πολυτίμητον έχομεν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί κ δέν το γνωρίζομεν οι ταλαίπωροι! κ μας τυφλώνει η κακίαμας κ η παραλυσίαμας κ η ιδιοτέλειάμας κ χανόμαστε αδίκως, εδώ κ εις την άλλη ζωή, κ φεύγομεν απο την δικαιοσύνη του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, κ εργαζόμαστε έργα του διαβόλου.) Μήν στοχάζεστε, αδελφοί αναγνώστες, οτι θέλω να σας απατήσω κ να σας παρακινήσω στανικώς• εκείνο οπου θέλει ο καθένας, είναι νοικοκύρης να κάμει, ό,τι αγαπάγει• κ ο ίδιος ο Πλάστης τον έχει ευταξιούσιον <=αυτεξούσιον> τον άνθρωπον κάμει, κ ανεξάρτητον, κ του’ δειξε κ ποιός είναι ο ίσος δρόμος κ ποιός ο στραβός. Εγώ ο αμαρτωλός του κόσμου έχω χρέος να γράψω όλα αυτά• κ Τον δοξολογώ κ Τον προσκυνώ νύχτα κ ημέρα, την ΠαντοδυναμίανΤου κ την ΒασιλείαΤου 117 να σώσει την πατρίδαμου κ την θρησκείαμου κ όλους τους τίμιους ανθρώπους όποιας θρηκείας κ άν είναι κ φέρνουν δοξολογίαν εις τον Πλάστη του Παντός κ της ΒασιλείαςΤου κ είναι τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνίαν κ δίκαιοι, να μήν τρώνε την ανθρωπότη ζωντανή εδώ εις την προσωρνή ζωή• κ να συχωρέσει κ τους ατομικούςμου οχτρούς, κ’ εμένα τον χερότεροΤου σκλάβονΤου.) Πάγω να σας σημειώσω, αδελφοί αναγνώστες, τί έκαμα κ εγώ ο αμαρτωλός – οτι σας λέγω οτ’ είμαι ο χερότερος του κόσμου• κ είμαι βέβαια, αλλα ο Θεός κ η ΒασιλείαΤου μεγαλοεύσπλαχνος, δέν θέλει να χαθεί μία ψυχή (οτ’ είναι έργα κ αγώνες δικοίΤου) κ προσπαθεί ώς αγαθός Θεός να την σώσει, <να σώσει> το πλάσμαΤου, οτι η ΑγαθότηΤου είναι άβυσσος της θαλάσσης. Όταν ήρθε η ΠαντοδυναμίαΤου κ απόλαψα όλα αυτά, κ το φώς το αληθινό κ το βαστώ εις τα βρωμεράμου χέρια, κ πήγαμεν εις την Αγίαν Ερήνη, εγώ δέν ήξερα οτι θα ματα κοπιάσει κ τυφλώθηκα κ έκαμα αμαρτίαν με την γυναίκαμου. Τότε, αφού έμαθα όλα αυτά, κ απόλαψα τον Πλάστην του Παντός κ την ΒασιλείανΤου (κ τόση Ευσπλαχνία σε μάς – κ ήμουν μολυμένος!), τότε έπεσα να χαθώ απο την λύπημου• κ απο τα κλάματάμου κ δαρμούς οπου έκαμα (κ κάνω όταν το θυμούμαι κ τώρα, κλαίνε τα βρωμεράμου σπλάχνα, κ τα μάτιαμου <κ>λαίνε πικρά δάκρυα όταν το θυμούμαι αυτό το βρωμερόν κάμωμα) δέν παρηγοριόμουν νύχτα κ ημέρα, 118 εις την βρωμερήμου κατάστασιν οπου βρέθηκα. Κ δικαίως είναι να κλαίγω κ να οδύρομαι όσο είναι η ψυχήμου εις το σώμαμου: τί αξιώθηκα απο την ΠαντοδυναμίαΤου κ όληςΤου της Βασιλείας ν’ απολάψω κ πώς έπρεπε να ήμουν κ πώς είμαι! Τότε αυτά όλα, αδελφοί αναγνώστες: μού’ γινε υποκοντρία <=οδυνηρή έμμονη ιδέα> –κ <νά> η Ευσπλαχνία του Αγαθού Παντουργού Θεού:) Τότε ο Χριστός, η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι – μου λέγει η Μητέρα του Παντός, η Θεοτόκο: «τί’ ναι αυτά οπου κάνεις κ βαραίνεις τον Θεόν κ τον ΜονογενήΜου κ’ Εμάς όλους, κ επήγες εις αυτείνη την υποκοντρία κ άχλιαν κατάστασιν? Αυτό είναι μυστήριον το πρώτο του ΑφεντόςΜας. Κ εις το εξής να ησυχάσεις• πειράζεις την Παντοδυναμίαν Του κ’ Εμάς όλους». Εσύχασα. Όταν το θυμούμαι λιώνω κ κλαίγω πικρά. Κ κλαίγω κ τώρα οπου το σημειώνω• οτι εγώ αξιώθηκα ο αμαρτωλός να ιδώ τόσα μόνοςμου κ ν’ απολάψω, κ να μου λένε κ να με φωτίζουν κ άλλοι όσα εγώ έχω εις την καρδιάμου – κ να μήν βρεθώ ώς τοιούτως παστρικός!) Τότε βλέπω εις τον ύπνομου οτι καβαλλίκεψα ένα λαμπρόν άλογο• κ με πιάσαν κ με γκρέμισαν κάτω• κ τότε παρουσιάζεται μιά κοκκινοφόρα, κ τους χτύπησε κ τους μάλωσε: «αδίκως αυτόν τον άνθρωπον τον τυραγνάτε τόσον καιρόν με τα κακάσας έργα• δέν μπορείτε να του κάμετε τίποτας». Κ με πήρε η γυναίκα, η κοκκινοφόρα, κ μ’ έβαλε πίσω <=ξανά> απάνω εις τ’ άλογον. Κ την αυγή έδωσε της γυναικός ένα χαρτί η ΧάρηΤης κ μου το ήφερε κ μου λέγει: «να το βάλεις με το δαχτυλίδι του ΑφεντόςΜας απάνωσου, εις το χαμαϊλίσου• είναι το δίπλωμάσου κ η φύλαξήσου». 119 Την άλλη βραδυά είδα εις τον ύπνομου: κάτι άγριοι άνθρωποι ήρθαν να με πάρουν κ με πήγαν σ’ένα σάπιον σπίτι να με καταδικάσουν• κ ένα πλήθος λαμπροφόροι άντρες κ γυναίκες πήγαν κ τους γκρέμισαν εκείνους τους αγρίους κάτω, κ με πήραν κ με πήγαν όλοι αυτείνοι σε μιάν παλαιινιά <=παλαιική, παλαίωνη> εκκλησίαν, κ ήταν μιά Αγιοτράπεζα λαμπρά κ ένας, τον λέγαν Στεφανή, κ ήταν κ’ ένα μικρόν παιδάκι• κ λέγει ο Στεφανής: «το καημένο το παιδάκι! δια της ΔυνάμεώςΤου ανασταίνεται»• κ ευτύς το παιδί έγινε άντρας• κ το πήρε πλήθος λαός, εκείνον τον άντρα, κ τον πήγανε σε μιάν άλλη λαμπρά εκκλησίαν, κ τον ασπάζονταν κ λέγαν όλοι: «τον ανάστησε ο Θεός». Έκαμα κ εγώ τις μετάνιεςμου κ τ’ ανασπάστηκα <το πρώην παιδάκι>• κ ξύπνησα.) Απ’ όσα ξηγόμουν πρωτύτερα εδώ, οτι οι «καλοί» άνθρωποι κατήντησαν κ εις μαγείες (κ ξηγούμαι πώς έγιναν αυτά, κ τα ηύραμεν), απο αυτό είχε πάθει η φαμελιάμου πολύ εις την υγείαντης, κ απο τις συχνές τρομάρες, οπου κιντύνευον εμένα κάθε λίγον, κ εκείνον τον κίντυνον της τρίτης Σεπτεμβρίου το βράδυ οπου μας είχαν κλεισμένους κ κιντυνεύαμεν όλοι να χαθούμεν, όλα αυτά: κατήνταινε η γυναίκα εις κίντυνον κ εις σεληνιασμόν. Τότε ο Χριστός, η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι λένε: «να της βγάλωμεν αίμα απο τα δύο μπράτσα»• κ ο Χριστός, η Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι –ξημέρωνε του Σταυρού– 120 διάβαζαν όλοι. Κ ήρθε εις τον κίντυνον, κ διαβάζοντάςτην, κ ο ίδιος ο Χριστός την σταύρωσε κ κάτι της έβαλε ως κ γλύτησε <=γλύτωσε>. <=εις> το στόμα• Κ μου είπαν δια καμόσες ημέρες να την προσέχωμεν καλά. Κ δόξα το ΠανάγαθόνΤους Όνομα, έλαβε την υγείαντης καλά• ειδέ, ήταν τελειωμένη, εις την κατάστασιν οπού’ειχε καταντήσει. Έκλαιγα εγώ, οτι είχα τόση φαμελιά ανήλικη. Τότε, αφού ανάλαβε, είπε η ΧάρηΤης: «δόξαζε τον Θεόν, σε λυπήθη κ την γλύτωσε, απο αυτόν τον μεγάλον κίντυνον δέν ήταν ελπίδες». Δόξα! Δόξα! Δόξα το ΠανάγαθόΤου Όνομα κ της ΒασιλείαςΤου!) Τότε λέγει ο Χριστός, θα πάνε με την Θεοτόκον κ Αγίους εις την Φανερωμένη να λειτρουγήσουνε. Κ εγώ ήμουν ζαΐφης αδύνατος>. <zajıf = Λέγει ο Χριστός: «άς κάτσει ο Γιάννης κ η φαμελιάτου εδώ, μόνον ένα παιδί δικότου να στείλει• Κ την νύχτα έρχονται κ αυτείνοι εκεί, κ άς είναι <σωματικώς> εδώ». Έστειλα το παιδί. Σας λέγω, αδελφοί αναγνώστες, δέν μπορώ να σας παραστήσω τί φώτα, τί πράματα είδα εκείνη την βραδιά εις τον ύπνομου – κ όσα είδα εγώ εδώ, μου τά’ λεγε η γυναίκα αυτείνη οπου ήταν εκεί• κ μου έλεγε οτ’ ήμουν κ εγώ εκεί κ όλημου η φαμελιά! Ό,τι έλεπα εις τον ύπνομου, όλα μου τα είπε πρωτύτερα, οπού’ηρθαν κ μου είπαν δια την υγείαντης γυναικός κ δια όλους του σπιτιού• πήγαν κ λειτρούγησαν εκεί κ ήμασταν όλοι• «κ θα σε αξιώσει ο ΑφέντηςΜας να λειτρουγήσωμεν κ εις τις δύο εκκλησίες οπου θα φκιάσεις» (τις έχω ταμένες, μίαν εις το περιβόλιμου: η ΑγιαΤριάδα η Χρυσοσπηλιώτισσα κ ο Άγιος Γιάννης, 121 έχω κ την εκκλησίαν μισοφκιασμένη, κ τις εικόνες• κ την άλλη κάτω εις κάτι χωράφια, οπού’εχω κ μποστάνια, έγινε εκεί ένας μεγάλος πόλεμος κ μεγάλος σκοτωμός των Τούρκων, ξηγούμαι εις τ’ άλλο Σωτήρω, όταν ο Θεός μ’ αξιώσει, έχω τα λιθάρια κουβαλισμένα εκεί).) <ιστορικό> τον πόλεμον αυτόν• κ θα φκιάσω, την Εγώ σάν έβλεπα όλ’ αυτά μόνοςμου κ της ΠαντοδυναμίαςΤου όσα μου λέγει η γυναίκα, έπεσα εις μετάνοια. Κ τότε κατέβασα εις το κάτω πάτωμα την φαμελιάμου όλη, δια να είμαι ήσυχος κ παστρικός. Σάν ακολούθησε κ εκείνο οπου ξηγιούμαι εδώ, οπου πήγαμεν εις την Αγίαν Ερήνη κ έλαβα τόσες χάρες – κ ήμουν άπαστρος, τότε ξεμάκρυνα την φαμελιάμου όλως δια όλου καμόσον καιρόν. Μίαν ημέρα λέγει η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι της γυναικός να μου ειπεί οτι: «αυτά που θα σου ειπούμεν είναι λόγια του Χριστού, κ γνωρίζει οτι δέν θα συγκατανέψεις: άν κάμεις διαφορετικά, όλοι φεύγομεν απο’ δώ• κ ό,τι φώς κ άλλα οπου αξιώθης, θα χάσεις• κ ούτε η γυναίκα θα την αφήσωμεν να σου ξαναειπεί τίποτας. Τί’ναι αυτό οπου κάνεις, χωρίστης απο την φαμελιάσου κ παιδιάσου κ κάθεσαι μόνοςσου κ βασανίζεσαι κ υποκοντρίασες! Χωρίς άλλο, να πάρεις την χελιδόνασου κ χελιδονάκιασου οπου σού’ δωσε <ο> ΑφέντηςΜας, οτι αυτό δέν είναι αμάρτημα, –σου είπαμε τόσες φορές, δέν ακούς– είναι το πρώτο μυστήριον του Θεού• αυτό οπου κάνεις, θα σε χάσει». Δέν συγκατανεύω, 122 κ τά’χα παραμύθια. Τί αγριότη, τί ανησυχία όλη νύχτα, οπου κιντύνεψα να ξημερωθώ! Κ μόνοςμου έβλεπα την αγανάχτησιν κ το ξεΐσκυωμα του σπιτιού <οτι χάθηκαν οι ισχύεςτου, αντιληπτές κατα λαϊκή ετυμολογία με μορφή ίσκιων, που είναι προστατευτικά πνεύματα>. Τότε πέφτω εις αμαρτωλή προσευκή• κ πήρα όλημου την φαμελιά απάνω κ με μέρες συγχωρέθηκα. Ό,τι μου είπε η γυναίκα, τα είδα μόνοςμου. (Όχι όμως ώς την σήμερον να είμαστε σε μιάν κάμαρη κ σ’ ένα στρώμα, οτι αυτό μου φαίνεται οτ’ είμαι χαμένος). Κ με συγχώρεσαν• κ’ εξακολουθώ να βλέπω ό,τι αξιώθηκα απο την ΠαντοδυναμίανΤου.) Όξω εις τα < ο>ροθέσια (εις το τουρκικόν) <μόλις βγείς απο τα σύνοραμας στην τουρκική επικράτεια> εμαθεύτηκε οτι ευρέθη ένας θησαυρός, κ μπήκαν άνθρωποι μέσα κ δέν μπορούσαν να βγούνε πίσω άν δέν άφηναν ό,τι χρήματα πήραν απο’κεί. Αυτό ακολούθησε καμόσον• κ έγραφε ένας μοίραρχος απο’κεί οτι ηύραν κ μιάν υπογραφή κ λέγει «δέν μπορεί να τα πάρει κανείς άλλος, μόνον ο βασιλέας της Ελλάδος Όθων σε έξι (6∴) χρόνια». «Περικάλεσε», είπα της γυναικός, «την ΧάρηΤης, να σου ειπεί άν είναι αληθινόν αυτό». Πρίν της το ειπεί η γυναίκα της ΧάρηςΤης, της το είπε πρωτύτερα: «Είναι τα χρήματα αυτά αλήθεια, κ όποτε είναι η ώρα του ΑφεντόςΜας θα χρησιμέψουν δια τους αγωνιστάς κ δια τους ναούςΤου, οπου τους καταφάνισαν, κ σε άλλα τοιούτα. Κ όποτε είναι η ώρα του Θεού, αυτός ο καταραμένος <=ο Όθων!> δέν μπορεί να σταθεί εδώ ούτε μίαν ημέρα, οπου καταμόλυνε το ξανθό αίμα <=το ελληνικό έθνος, το οποίο> έχυσε κ χύνει ποταμούς αίματα αθώα δια τους κακούςτου σκοπούς, αυτείνων κ των αλλονών καταραμένων. Βαυαρών κ άλλων ξένων>. Εις τα κεφάλιατους ολήγορα θα ξεθυ-<μάνουν>. κ <=κακούς σκοπούς των 123 <Δέν θα σταθεί, θα φύγει> κ αυτός κ οι άλλοι καταραμένοι• ομως εις τα κεφάλιατους αυτείνων κ εκείνων λήγορα θα ξεθυμάνουν, με την ώρατους – κ όχι να του δοθεί κ ηύρεμα χρήματα κ άλλα».) Η γυναίκαμου άρχισε πίσω το πάθος οπου είχε, κ πάγει πολύ κακά, κ εις κίντυνον. Τότε μίαν βραδιά ήταν εις τα ολοίστια <=λοίσθια> κ όλοι άνω κάτω ήμαστε εις το σπίτι, αυτείνη, κ το μικρόν απο τα δύο μπινάρια, ο Δημήτρης, πρήσκε <=πρήστηκε> το ποδάριτου κ ο λαιμόςτου. Τότε ο Χριστός, η Θεοτόκος, κ όλοι οι Άγιοι, κ ο Άγιος Στυλιανός, είχαν μιάν μεγάλη ανησυχία. Της γυναικός απο τις τρομάρες της έγενε ένα χταπόδι εις την καρδιά, κ ήθελε να την τελειώσου<ν> κακό χάλι ήταν κ πρώτα, τώρα έγινε χερότερα. Τότε όλη νύχτα ο Χριστός <ή: να την τελειώσω>. Κ: το βυζίτης σε <παράστεκε> η Θεοτόκος λέγει: «να της το βγάλωμεν. Η γυναίκα είναι αδύνατη κ κιντυνεύει». Κ <α>ποφάσισε ο Χριστός κ βάνει τον Στυλιανόν κ της ανοίγουν ένα μέρος κ το έβγαλαν (κ ένας κλαμός απο αυτό οπού’φερνε τους πόνους εις το βυζί!)• εκόπη απο αυτό το πάθος <το πάθος = υποκείμενο του εκόπη>. Τότε ο ίδιος ο Χριστός κάτι της έδωσε, κ είπε να ησυχάσει ένα – δυό μέρες απο αυτούς τους πόνους για να της φύγει η κούραση απο την ταλαιπωρία των πόνων>• <= κ να της βγάλω μόνοςμου κ εκείνο, οτι δέν βαστάγει. Κ είπαν της γυναικός να μήν μου ειπεί τίποτας εμένα, ούτε να μάθει η φαμελιάμου οτι κιντυνεύει, το αχταπόδι βγαίνοντας. Είπαν ευτύς της 124 γυναικός κ τό’καψε. Τότε σε τρείς ημέρες η γυναίκα ήταν με πολλούς πονοκεφάλους κ μεγάλη ανησυχίαν. Τότε λένε της γυναικός κ μου είπε να πάρω την γυναίκαμου πλησίονμου κ να την προσέχω, κ εις τις τρείς ημέρες το βράδυ μου είπε η γυναίκα οτι θα της γιατρέψουν το βυζί• δέν ήξερα τ’ άλλα. Την νύχτα ακούγω την γυναίκα κ φωνάζει απο το βυζίτης• «χάνομαι!» μου λέγει• τότε ακώ <=ακούω> κ έναν μεγάλο χτύπον, τ’ άκουσε κ η ίδια <η> γυναίκα, κ συγχρόνως είδα κ μίαν μεγάλη λάμψη• καμόση ώρα, κ αποκοιμηθήκαμεν• ύστερα η γυναίκα παραδέρνεταν καμόσο διάστημα. Κ έβγαλε μόνος ο Χριστός ένα σάν χοντρό γαϊτάνι <=μεταξωτό νήμα> κ είπε της γυναικός να μου ειπεί: αύριον να της τραβήσωμεν κ πολύ αίμα δια να μήν της γένει φλόγωση• κ ακολουθήσαμεν αυτό κ σε ολίγες ημέρες έγινε καλά, κ <είναι καλά> ώς την σήμερον. Θέλησε ο Θεός κ η ΒασιλείαΤου: ελευτερώθη. Κ τότε μου είπε η γυναίκα: αυτείνη την ανησυχίαν κ την μεγάλη ευσπλαχνίαν του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, οπου έκαμεν νεκρανάστασιν.) Του παιδιού ήταν ο γοφόςτου βγαλμένος. Κ ο λαιμόςτου <ήταν άσχημα>. Κ’ εμείς τον γοφό δέν ξέραμε τίποτας, κ μας το είπε η ΧάρηΤης, κ φέραμεν άνθρωπο κ τον έβαλε• ομως δέν έκαμε τίποτας εκείνος, τον έβαλε η Θεοτόκο• το ίδιον, θαράπεψε 125 κ τον λαιμόν του παιδιού, οπου ήταν εις τον κίντυνον, κ λιωμένο τόσον καιρόν - κ ανάλαβε κ αυτό, κ ήταν μιά χαρά. Αυτά είδα με τα μάτιαμου, την νεκρανάστασιν οπου έκαμαν. Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «Δέν ήξερες τίποτας, ταλαίπωρε! Ούτε γυναίκα θα είχες ούτε το παιδί, κ δια κείνο ο ΜονογενήςΜου κ όλοι οι Άγιοι αγωνιζόμαστε τόσες ημέρες κ νύχτες, οτι είχε περονιάσει το κακόν την γυναίκα: κ εκείνο δέν ήταν αχταπόδι, ήταν το πλέον οργισμένο κακόν, κ θα γκαγκραίνιαζε κ να σαπίσει όλη, κ ήταν: <είχε> αρχή γίνει, κ ώρες είχε, κ όχι μέρες. Κ δια να γλυτώσωμεν αυτείνη την ψυχή κ το χελιδονάκισου <αγωνιζόμασταν>. Τώρα δια της Ευσπλαχνίας του ΑφέντηΜας εγιατρεύτηκαν καλά». Δόξα! Δόξα! Δόξα του Μεγάλου Θεού κ της ΒασιλείαςΤου!) «Της γεννήθηκαν της καημένης», λέγει η ΧάρηΤης, «απο τους πειρασμικούς τρόπους των καταραμένων ανθρώπων κ απο τις μεγάλες τρομάρες. Κ αυτείνη έπαθε, κ τα δύο χελιδονάκια οπου ήταν σε αυτό το σάπιον σακκούλι <εννοεί προφανώς το σακκούλι που είχαν γεμίσει με μαγικά αντικείμενα κ το είχαν θάψει στην αυλή του Μακρυγιάννη, μέσα στο σακκούλι είχαν μάγια με αντικείμενα που συμβόλιζαν την γυναίκα κ τα 2 ‘χελιδονάκια’>. χελιδονάκι, ο Μήτρος, σε τέσσερες ημέρες θα βγάλει κ λυγερή <=κάποια παιδική αρρώστια>• Κ το θα το κάμει ο ΜονογενήςΜου να του περάσει αλαφριά». Κ όντως εις τις τέσσερες ημέρες την έβγαλε κ του πέρασε χωρίς να την αιστανθεί. 126 Ήταν εις το σπίτι<μου> κ ενού αγωνιστού κορίτσι. Τον κρέμασαν οι Τούρκοι τον πατέρατου, κ απο την λύπητου, οπού’ρθε εδώ εις την κυβέρνησιν να τους κάμουν καμίαν σύνταξη οπου ήταν τέσσερες ψυχές γυμνές κ χωρίς ψωμί της ημέρας, δέν τους έκαμε τίποτας ο Κωλέτης, κ τρελλάθη. Κ τρελλάθη κ ο αδελφόςτης κ τον έστειλα πρωτύτερα εις την ΧάρηΤης (κ ξηγούμαι τί νεκρανάστασιν έκαμεν εις αυτόν), κ ύστερα τρελλάθη κ αυτό <το κορίτσι>. Τότε το’στειλα εις το νοσοκομείον, κ το αφάνισαν περισσότερον. Αφού έγενε σε άχλια κατάστασιν, τότε μου λέγει η ΧάρηΤης δια μέσον της γυναικός: «η λύπη η μεγάλη κατήντησε κ αυτείνη σάν τον αδελφόντης• κ εκεί οπου την έστειλες, οι καταραμένοι την κάμαν χερότερα. Πάρ’την κ στείλ’τηνεΜου κ αυτείνη εις το σπίτιΜου εις την Τήνο, κ θα πάγω κ εγώ τώρα εις την γιορτήΜου να την γιατρέψω». Κ όντως, αδελφοί αναγνώστες, την πήρα απο το νοσοκομείον κ την έστειλα• κ ήταν σε αχλίαν <=αθλίαν> κατάστασιν - κ του <Ε>υαγγελισμού ξημερώνοντας έγινε καλύτερα απ’ ό,τι ήτον, κ ήρθε εδώ κ την έστειλα εις την πατρίδατης, κ είναι υγ<ι>ής, αυτείνη κ ο αδελφόςτης (οπου ήταν πιασμένος χέρια κ ποδάρια κ έτρωγε κ τους ανθρώπους σάν σκυλί, όποιος ζύγωνε πλησίοντου). Κ είναι καί οι δύο σε καλή υγεία, 127 καλύτερα απο τα πρώτα. Κ λέγει η ΧάρηΤης: «Έτσι κατάντησαν των αγωνιστών τα παιδιά οι αναθεματισμένοι, εις την ταλαιπωρίαν οπου είναι• κ: δι’ αυτούς <οι κυβερνώντες> χρονιά σεληνιασμένους, στραβούς, κουφούς δέν έχουν τα μέσα! θά’ρθει ο καιρόςτους κ αυτείνων!». Κ γιάτρεψε εκείνη την <=’γοβος’• σε άλλα συμφραζόμενα θα διάβαζα ‘γοβούς’=καμπούρηδες>, τόσες αστένειες. Η εξουσίαμας δέν θέλει να λένε τίποτας δι’ αυτά• οτι ο Κωλέτης φκιάνει φραγκομανάστηρα κ εκκλησιές αυτείνων κ σκολειά, να μας κυβερνήσει ώς Παππιστανός <=οπαδός του Πάππα> κ όχι ώς Ορθόδοξος Χριστιανός• σας σημειώνω ύστερα κ αυτουνού.) Αφού έβλεπα τόσα θάματα κ την μεγάλη Eυσπλαχνίαν του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου κ την νεκρανάστασιν την μεγάλη οπού’καμε κ τους κάνει σε μένα, τον χερότερο απ’ όλοΤου το πλάσμα, κ σε όλημου την οικογένειαν κ σε κείνους οπού’ρχονται εις το σπίτι σπίτιμας. Κττγνμμ λάθος έγραψε ‘σπιτιτος’, επειδή είχε στο νούτου να γράψει το ‘το’ του ‘τότε’>, <=εις το τότε, δέν έχω άλλο να προσφέρω ο αμαρτωλός, μόνον να κάνω την αμαρτωλήμου προσευκή νύχτα κ ημέρα κ να περικαλώ να μου δώσει σπλάχνα καλά να δυνηθώ να δοξάζω κ να ευκαριστήσω την ΠαντοδυναμίανΤου, κ την ΒασιλείαΤου, τους ευεργέτες, τους σωτήρες της ματοκυλισμένηςμου πατρίδος κ θρησκείας κ όλων των δυστυχισμένων αδυνάτων, ορφανών, κ’ εμένα του σκλάβουΤου κ όληςμου της οικογενείαςμου, οπου ήμασταν χαμένοι το- 128 σες βολές κ μας έσωσε κ μας ανάστησε. Δέν είναι χρέος μεγάλο σ’ αυτόν τον αγαθόν Eυεργέτη κ σε όληΤου την Βασιλείαν ν’ αγωνίζομαι τον περισσότερον καιρόν? κ εγώ είμαι ανάξιος, οκνός, κ τίποτας δέν θυσιάζω! Λέγει η ΧάρηΤης της γυναικός: «Δέν θέλει ο ΑφέντηςΜας κ Εμείς τόσο αυτό! κ να πάψεις! κ η πατρίςσου – θα την σώσει• κ την θρησκείασου, κ όσους περικαλιέσαι κ εσύ κ όλησου η οικογένεια. Είδες κ βλέπεις νύχτα κ ημέρα: ο Μονογενής κ Εγώ κ οι Άγιοι είμαστε διαταγμένοι να μήν λείψωμεν τελείως <=καθόλου> απο την καθέντραΜας <έγραψε ‘καθετρασǒ’, το σǒ το διόρθωσε απο πάνω, η διόρθωση δέν είναι ευανάγνωστη, πρέπει να είναι: ‘μας’>. βλέπεις όλα μόνοςσου, οτι δέν κάνει, οτι παθαίνεις <=θα πάθεις κακό άν τα δείς>. Δέν τα Κ εκείνα οπου βλέπεις, είναι αρκετά δια να μήν κρυγιώνει η καρδιάσου. Όσα γένονται, σου τα λέγει η γυναίκα• δέν σου τα λέγει εκείνη, είμαστε παρόντες κ της λέμεν κ σου λέγει• ούτε αυτείνη βλέπει τότε, ούτε εσύ. Κ μήν κουράζεσαι πολύ, κ γνωρίζομεν την καρδιάσου». Τότε εγώ είπα της γυναικός: «σε όλα είμαι σκλάβος αλευτέρωτος - κ υποταγή εις αυτό η συνείδησιςμου δέν μ’ αφήνει• αφήνει η συνείδησημου> κ <αντιθέτως> τότε <=σε όλα υπακούω σάν σκλάβος, αλλα σε αυτό να υπακούσω δέν με <άν υπακούσω σε αυτό, δηλαδή να μήν δείχνω τόση αφοσίωση> με βαστάγει <η συνείδησήμου> κ λυπημένον κ ντροπιασμένον οτι δέν ζημιώνομαι τίποτας»• κ περικάλεσα να με συγχωρέσει κ ο ΑφέντηςΜας κ η ΒασιλείαΤου εις αυτό μόνον. <να με συγχωρέσει άν λατρεύω κ προσεύχομαι παραπανίσια, διότι μόνο σε αυτό δέν μπορώ να υπακούσω>. <Ο Μακρυγιάννης δέν υπακούει Θεό, μόνο την συνείδησήτου υπακούει. Λατρεία απο αναγκαστική υπακοή, δέν έχει καμιά αξία. Ωστόσο είναι φανερό πως η γυναίκα πολύ σωστά του μίλησε κ σε αυτήν την περίπτωση όπως κ πάντα>. Τα 1845 Μαρτίου 15∴ ο Χριστός κ η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι, κ φέραν μιάν χρυσή κολυμπήθρα οπου έλαμπε• κ ο Α-Γιάννης έβαλε νερό μέσα κ κάτι άλλο κ <=που> έλαμπε. 129 Ο Χριστός κ η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι μιά μεγάλη παράταξις, κ ο πολυέλαιος κ πλήθος φώτα ήταν αναμμένα. Κ κατέβασε η ΧάρηΤης την εικόνα της Βαγγελίστρας κ διάβασαν πολύ• κ με την εικόνα τη σταυρώσαν τρείς φορές την κολυμπήθρα κ διάβαζαν• κ τότε έβαλε την εικόνα εις τον τόποτης.) προηγούμενης λέξης (εικόνα) κ της επόμενης (σταυρώσαν)>. <γράφει: ‘το σταύρωσαν’, αλλα το ‘το’ είναι κττγνμμ λάθος αντί για ‘τι’ = ‘τη’. Παρασύρθηκε απο τα τονιζόμενα ο της Κ μου λέγει η ΧάρηΤης: «σήκωσε την κολυμπήθρα απο εκεί οπου είναι». Έπιασα να την σηκώσω, κ δέν σηκώνεταν. «Όταν έρθει η ώρα του ΑφεντόςΜας, οπου θα διορίσει την < ε>πιτροπή, τότε θα σηκωθεί αυτείνη. Κ θα πάρεις τον μεγάλον Σταυρόν οπου σου φέραμεν, κ το χρυσό παιδάκι με την κασέλατου (οπού’ναι μέσα) οπου σου φέραμε με τον πολυέλαιον οπου τον βλέπεις εις την σάλα της καθέντραςΜας, οπου φέγγει νύχτα κ ημέρα. Αυτείνη η κολυμπήθρα κ όλα όσα ήρθαν εις το σπίτισου κ θα’ρθούν <σημαίνουν:> όταν είναι η ώρα του ΑφεντόςΜας θα διορίσει την επιτροπή την δικήΤου – κ εσύ με τον Σταυρόν – κ τότε θα ιδούνε οι άπιστοι να πιστέψουν. Κ τότε θα ιδείς κ τον Κωλέτη κ Μαυροκορδάτο κ οπαδούςτους όλους οπου θέλουν κ καταγίνονται να κάμουν την θρησκείασου δυτικώς κ να την παραδώσουν σ’ άλλη φυλή την θρησκείατους κ την πατρίδατους. Κ ο Κωλέτης – θα μάθεις κ θα ιδείς λήγορα. Κ του Αρβανίτη Τζαβέλα το σπίτι θα πάθαινε, ο Βασιλέαςσας πρώτα – δέν θέλησε ο ΑφέντηςΜας δια να μήν πάθουν οι αθώοι άνθρωποι κ χάνονται αδίκως (οτι αρκετά τους έκαμαν κ τους 130 κάνουν)• κ με τον καιρότους κ αυτό το μόλυμα ο Σαββατιανός Σάββατο κ όχι η Κυριακή> <κττγνμμ εννοεί κάποιον αιρετικό, Ευαγγελιστή, απο’κείνους που κήρυτταν αργία να είναι το κ οι οπαδοίτου κ οι άλλοι τοιούτοι: όλους θα τους ιδείτε όποτε είναι η ώρα του ΑφεντόςΜας».) Αφού μου είπε αυτά η γυναίκα, άρχισα να κάνω την προσευκήμου νύχτα κ ημέρα, κ ταίνιασα δεκα<ε>φτά του ιδίου <μηνός> <= αδυνάτισα, εξαντλήθηκα>. Τις την νύχτα έκανα την προσευκήμου, κ απόστασα κ έκατσα, κ τηράγω απάνω εις τις εικόνες κ βλέπω τον ουρανόν κ ήτον ένα στρόγγυλο πράμα κ έλαμπε• ύστερα γένεται ένα λαμπρό σύγνεφο κ κατεβαίνει εις τις εικόνες! κ αποσταμένος κ φοβισμένος, πέφτω τα μπρούμυτα• κ εκεί βλέπω (κ τα μπρούμυτα!) τον ουρανόν, κ αυτό το σύγνεφο, κ πλησίαζε εις τα μάτιαμου κ εκείνες οι λαμπρές αχτίδες δέν μ’άφηναν να σταθώ ούτε να βλέπω! κ με παίρνει μιά τρομάρα, κόντεψα να μείνω ξερός. Κ σηκώνομαι, φοβισμένος, κ μπαίνω εις την κάμαράμου, κ σκοτάδι, πέφτω εις το στρώμαμου• κ έφεγγε όλος ο ι τόπος• κ ένας ισ κύς <μία ισχύς, πνεύμα με μορφή φωτός, κάτι σάν φώς προβολέα> λαμπρός ήφερνε γύρα απο πάνωμου εις το ταβάνι• κ απο τον φόβομου εσκεπάστηκα κ περικαλιόμουν να σωθώ• σήκωσα τα χέριαμου κ έλεγα: «Πανα<γ>ιάμου, σώσεμε!». Γένεται ένα φώς κ κολλάγει μέσα εις το δεξίμου χέρι, εις την απαλάμημου• τότε γιομίζει όλομου το στρώμα (κ μου λιγόστεψε κ ο φόβος, όχι όλως)• κ πέρασα μ’ αυτό 131 κοντά δύο ώρες. Έφεξε ο Θεός την ημέρα. Λέγει η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι της γυναικός: «μήν ειπείς τίποτα του Γιάννη, να ειδούμε τί θα σου ειπεί». Όταν άρχισα κ της είπα όλα αυτά, κ τον φόβον, τότε της λένε: «είναι το Φώς οπου του έδωσε ο ΑφέντηςΜας να τό’χει δια πάντα• κ ήμασταν όλοι». Αδελφοί αναγνώστες, όσα σημειώνω – μπορείτε να με ειπείτε τρελλόν κ ό,τι άλλο βάλει ο καθένας με τον νούτου – αυτό, αδελφοί, τό’χω τώρα κ νύχτα κ ημέρα ομπρόςμου• κ άν σας απατώ, του Θεού ψυχή να μήν δώσω! κ <άν σας απατώ> σε όσα οπου σας σημειώνω, οπου βλέπω μόνοςμου, κ θα σας σημειώσω ακόμα (κ μου σάπισαν κ καμόσα φύλλα οπου σας έλεγα, οπου τά’χα χωμένα).) Ετοιμάζεταν η ΧάρηΤης να πάγει εις το σπίτιτης, εις την Τήνο, κ λέγει η ΧάρηΤης οτι ο Αφέντης παράγγειλε να μήν πάγει εις την Τήνο, «να κάτσουν εκεί οπου τους έχω διορίσει». Κ τότε είχαν κακούς σκοπούς να κάμουν οι κυβερνήταιμας, του Ε>υαγγελισμού, κ ανθρώπους να σκοτώσουνε, κ την χώρα ν’ αφανίσουνε, κ μίαν μεγάλη δύναμη ι με απόφασιν• κ όλα αυτά τ ς <=τους> <είχαν έτοιμη> < να μου ριχτούν εμένα, τα νέκρωσε η Θεία Πρόνοια, οπου είχαν όλα τα στρατέματα σ’ ενέργεια κ τους μπερμπάντες <:η λέξη στα Οθωμανικά σημαίνει ‘χαλασμένος, διεφθαρμένος’> όλους, κ ν’ αφανιστεί όλος ο τόπος. Κ τόσες προσπάθειες κ κακές ετοιμασίες ολονών αυτείνων, όλες νεκρωμένες μείναν, δια της Θεία-Πρόνοιας. Λέγει η ΧάρηΤης οτι: «ο ΑφέντηςΜας δέν θέλει να χυθεί πλέον ι αθώον αίμα εδω μέσα, κ τά’σβησε όλα τα κα<κά> πνεύματα κ ολέθριους σκοπούς οπού’χαν δια την πατρίδα της γεννήσεώςτ ς <=τους> κ την θρησκείαντους, κ διαεσένα τον αθώον• οτι σ’ έχουν παλούκι εις τα μάτιατους, οτι δέν μπορούν να σε φέρουν εις τα νεράτους εξ αρχής• κ οτι δια της φώτισης του ΑφεντόςΜας τους έβγαλες όλες τις μπομπές έξω, κ <όμως> δέν μπορούν να σε φάνε• κ κάνουν συμβούλια μεγάλοι άνθρωποι δια να σε χάσουνε• όποιον φυλάγει ο Θεός, άνθρωπος κακός δέν μπορεί να τους <:ή: τον> πειράξει, το κακόν πέφτει εις το κεφάλιτου κ η αδικία. Είχαν σκοπόν, τόσες φορές, κ ετοιμασίες να σε βαρήσουν εις το σοκάκι, κ είχαν κ τόπους πιασμένους, δέν μπόρεσαν να σου κάμουν τίποτας, τους στραβώσαμεν, οτ’ είμαστε πάντοτες μαζίσου όθεν πηγαίνεις, έτσι είμαστε διαταγμένοι• κ δέν μπορούν να σου κάμουν κακόν κ στραβώνονται, κ λένε οτι έχεις μάγους – εκείνους οπού’χουν όλοι αυτείνοι κ εργάζονται δια την πατρίδατους κ θρησκείατους!». Αφού μου είπε όλα αυτά, ευτύς εφάνη μιά μεγάλη λάμψη, κ όλοι στάθηκαν 133 στάθηκαν με μεγάλη προσοχή κ εις παράταξιν• κ ευτύς φάνη ένας λαμπρός Σταυρός κ άναψαν όλα τα φώτα, κ ο πολυέλαιος κ μία λαμπρά λαμπάδα με διάφορα χρώματα• κ με πήραν εμένα κ την φαμελιάμου πλησίονμου κ όλαμου τα παιδιά (τα μπινιάρια, τον Δημήτρη τον είχε εις τα χέριαΤης η ΧάρηΤης, τον Γιώργη η Αγία Κατερίνη). Πρώτα με τον Σταυρόν σταύρωσαν την γυναίκα κ κάτι της έβαλαν εις το στόματης κ είπαν: «η δυστυχισμένη! τώρα παίρνει να μπαλσαμώσει το σώματης», κ ύστερα το παιδί, το Δημήτρη, κ το σήκωσαν τρείς φορές όλοι• κ τ’ άλλο το σταύρωσαν μόνον, κ τ’ άλλα όλα τα παιδιά• κ’ εμένα με σταύρωσαν κ με ευλόγησαν όλοι κ μ’ εκείνη την λαμπάδα, κ τότε την πήρε η ΧάρηΤης κ έκαμα τρείς μετάνιες κ την πήρα κ μου είπε: «να την βάλεις μέσα εις την κάσα κ αυτείνη, οπού’ναι το χρυσό παιδάκι, του χρόνου> <το χρυσό παιδάκι συμβολίζει κττγνμμ τον ενσαρκωμένο Θεό που δέν υπόκειται στην φθορά οτι θα σου χρειαστεί, θα κάψεις τα μάτια του Κωλέτη, Μαυροκορδάτου κ αλλονών, κ του Αρβανίτη Τζαβέλα οπου πάντοτες είναι έτοιμος κ διατάζει τον χαμόν της πατρίδοςτου κ θρησκείαςτου, κ εσένα, με μεγάλον 134 φθόνο κ κακία. Κ αυτείνοι – τους έστρωσαν το τραπέζι άλλοι κ τρώνε, κ γυμνώνουν κ την πατρίδατους κ την θρησκείατους, κ την πουλούνε όθεν φτάνουν• κ οι καημένοι οι αγωνισταί πεθαίνουν χωρίς άρτον κ γυμνοί. Τον Κωλέτη, σου είπαμε κ άλλη φορά, λήγορα θα τον ιδείς• κ του Τζαβέλα το σπίτι. Εσύ ασφάλισες την ζωήσου κ την υγείαν της χελιδόναςσου (οπου δέν θα ήταν <=υπήρχε> σήμερα) κ το χελιδονάκιμας. Κ δόξαζε τον ΑφέντηΜας, καθώς Τον δοξάζεις• κ άφες κάθε λίγον ορκίζονται κ με τον καταραμένον <=διάβολο> <=άφησε> τους επίορκους όλους, οπου κατοικούνε οι αναθεματισμένοι, οπού’χυσαν κ χύνουν ποταμούς αθώα αίματα δια τα έργα του πειρασμού κ δουλιές αναντίον της πατρίδοςτους κ θρησκείαςτους».) Αφού έβλεπα όλη αυτείνη την Ευσπλαχνίαν του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου οπου αγωνίζεται νύχτα κ ημέρα να σώσει εμάς απο την τρέλλιαμας κ <ι>διοτέλειάμας κ απο την απιστίαμας, τους στραβορα<γ>ιάδες, τα κωλόπανα των Τούρκων κ οπαδώντους θέλει να μας λευτερώσει απο αυτούς κ απο την τυραγνίαντους, κ κοπιάζει κ θυσιάζει η ΘείαΠρόνοια κ ανασταίνει τους πεθαμένους κ τους ζωντανεύει, μας κάνει ‘εκλαμπρότατους’, μας κάνει ‘εξοχώτατους’, μας κάνει ‘γενναιότατους’, μας ξεσκλαβώνει πατρίδα κ θρησκεία να γενούμεν έθνος ανεξάρτητον να ζήσωμεν ώς άνθρωποι εις το εξής, κ με’ εξ όλης καρδίας να φέρνωμεν την δοξολογίανμας 135 εις τον Ευεργέτημας, εις τον Σωτήραμας, κ να Τον δοξάζωμεν μ’ εξ όλης καρδίας νύχτα κ ημέρα, εμείς (αφού είμαστε αχάριστοι κ εξεκλίναμεν όλως δια όλου απο αυτά) τί κάνομεν? ακόμα «η νηστεία δέν είναι τίποτας, η εκκλησία το ίδιον, ανώτερον <όν> δέν υπάρχει, φύση είναι κ όχι Παντουργός», κ «τί’ναι Θεός? κ πώς ο Χριστός…? κ τί η Παναγία?», κ αφού καταντήσαμε αχάριστοι εις την ΕυσπλαχνίαΤης, Την βλαστημούμεν κιόλα! οτι δέν μας είπε τα ΜυστήριαΤης. Κ αφού οι άπιστοι ‘εκλαμπρότατοι’ κ οι ‘εξοχώτατοι’, κ οι κλέφτες κ οι λησταί εμείς οι ‘γενναιότατοι’ όλοι μαζί, με τους εκλαμπρότατους κ’ εμείς, πουλούμε το πολυτίμητόμας τζιβαϊρκόν εις τους αλλόθρησκους, διατί? δια ένα τραπέζι, δια μίαν γλυκεί<α> κ δολερά ‘καλημέρα’ των γ πρέσβε ων των ανθρωποφάγων (οπου τρώνε ζωντανούς ανθρώπους) κ γενόμαστε κ ποταποί κ πουλημένοι εις την δικήμας Βασιλείαν, χωρίς πατριωτισμό κ χαραχτήρα. Κ μας κατακερματίζει όλα αυτά παράγωγη απο τη σκούπα, = σκουπίδια>, <η εξουσία> κ μας κάνει σκουπιρά <γραμμένο ‘σκοπιρα’. Λέξη οτι τέτιοι είμαστε, κ της λέμε: «σε περικαλώ, Βασιλέαμου, Βασίλισσάμου, Κυβέρνησήμου» - πουλημένοι κ φκιασμένοι απο τοιούτους καταχρηστάς της πατρίδος – σας περικαλούμε μεγάλους κ μικρούς να μας βγάλετε <=αναδείξετε, ή: στείλετε σε άλλη χώρα σε καλό πόστο> απο την πατρίδαμας, βουλευτάς να μας κάμετε, γερουσιαστάς να μας κάμετε, δημάρχους κ τα εξής, κ μπαίνομεν κ κλέβομεν 136 δια να φκιάσωμεν ένα χρυσό φόρεμα, δια να βάλωμε χερότια <=χειρόκτια = γάντια, που πάνε μαζί με πολύ επίσημη ενδυμασία> κ μεγάλες πολυτέλειες• κ δι’ αυτά όλα μας λέγει ο βασιλέας κ η κυβέρνησήτου: «πέταξε ο γάιδαρος!» - «πέταξε!» λέμε• κ ό,τι στραβά νομοσκέδια φέρνουν εις τις βουλές αναντίον της λευτερίας της πατρίδος κ θρησκείας, ευτύς τα< υ>πογράφομεν με χέρια κ με ποδάρια, χωρίς καμίαν παρατήρησιν• κ καταντήσαμεν εδώ οπου είμαστε, κ χύνομεν ποταμούς αίματα αθώα κ αφανίζομεν κ γενικώς την πατρίδαμας.) Αφού βλέπω κ εγώ ο παραμικρός κ ο χερότερος όλα αυτά, αδελφοί αναγνώστες, την μεγάλημας παλαβομάρα κ την απερίγραφτη Ευσπλαχνία του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, (εμείς καθεμερινώς πέφτομεν εις τον γκρεμνόν ώς ο μεθυσμένος κ ο Θεός κ η ΒασιλείαΤου μας σώνει δια να τους βλαστημούμεν, όχι σπολλάτη <γραμμένο ‘σπολάκυ’, διόρθωσα σε σπολλάτη>), τότε δια όλα αυτά της Θεία- Πρόνοιας οπου κάνει σε μάς κ ατομικώς σε μένα τον αμαρτωλόν κ σε όλημου την οικογένειαν, θέλησα ν’ αυγατίσω την αμαρτωλήμου προσευκή κ ν’ αγωνίζομαι περισσότερον κ να δοξάζω τον Ευεργέτημας κ την ΒασιλείαΤου,) θύμωσε η γυναίκαμου εις αυτό, οτι άργησα, κ ξέρασε άλλη ζωή, κ αυτείνη να χαθεί κ εγώ δι’ αυτό <=ξεστόμισε> καμόσα• τότε εγώ θυμωμένος κόντεψα να την στείλω εις την 137 το απάνθρωπον κάμωμα. Αφού δέν την τελείωσα, την έδιωξα κάτω εις τον πάτο <=κάτω πάτωμα> να κάτσει, να μήν την βλέπω. Τότε παίρνει φαρμάκι να φαρμακωθεί• η ΧάρηΤης παίρνει την γυναίκα κ μου την στέλνει κ με μαλώνει δι’ αυτά κ μου λέγει να προφτάσω κ το φαρμάκι• πήγα κ το ηύρα εις την τσέπητης, οπού’χε σκοπόν να το φάγει• τότε είπα να την τελειώσω εγώ κ όχι το φαρμάκι• η φώτιση της Θεια-Πρόνοιας με διάκοψε κ με φώτισε κ την πήρα απάνω κ της είπα: «Ποιόν πράμα σε βάρυνα, οπου μου είπες δια την προσευκήμου? Προσευκόμουν ώς Χριστιανός εις τις εικόνες του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου. Εσύ άν νύσταζες, να πέσεις να κοιμηθείς• τί κακόν σου έκαμα οπου θέλησες να φαρμακωθείς? Ήρθε κανένας ή την ημέρα ή την νύχτα κ σου βάρησε την πόρτασου κ σε διατίμησε οτι τον έκλεψα κ να τον πλερώσω, τον διατίμησα κ να παιδευτώ? Έμεινες νηστική, γυμνή, ξυπόλητη, εσύ κ η φαμελιάσου? <είσαι> με δούλους, με δούλες – κ εγώ δουλεύω ώς κηπουργός κ υποφέρνω όλα αυτά τα έξοδα κ περνάγει το σπίτιμας καλύτερα απο κάθε ενού (οτι παίρνομεν πολλά λιγότερα απ’ όλους αυτούς, κ η Ευλογία του Θεού: τά’χομεν όλα κ μας δίνει κ την υγείαμας)• να μήν δοξάσωμεν τον Θεόν? Την βραδιά μόνον της τρίτης Σεπτεμβρίου –δέν σου λέγω <=παραλείπω> άλλα 138 κ άλλα πλήθος– εκείνη την βραδιά οπου θα γινόμαστε στάχτη όλοι κ το σπίτι, το αστόχησες όταν σ’ αποφάσισαν οι γιατροί κ ήσουνε ξερή τόσες ημέρες, κ καλάσου κ κακάσου <έκανες> απάνωσου, κ όταν ήρθα την αυγή κ έλπιζα οτ’ ήσουνε τελειωμένη, τί μου είπες? «άντρα, να πάς εις την Βαγγελίστρα!», κ μου είπες την μεγάληΤης Ευσπλαχνίαν οπου έκαμεν σε σένα κ σε όλους του σπιτιούσου• κ άλλες πλήθος αστένειες. Τους γιατρούς τους πλερώνομεν τον καθέναν από’να κ απο δύο τάληρα την βίζιτα κ δέν μας γιατρεύουν, μας αποφασίζουν εις θάνατο – αυτός ο Γιατρός οπου μας ανασταίνει κ μας διατηρεί, δέν Του δίνομεν πλερωμήν• να μήν Τον δοξάσουμε κ να Τον ευκαριστήσωμεν? Σου το συγχωρώ τώρα κ δέν σε πέθανα• άλλη φορά παραμικρόν να ιδώ περι αυτού, δέν ματατρώμεν ψωμί μαζί!∴». Αφού σεκλετίστηκα απο αυτό το άτοπο φέρσιμον της φαμελιάςμου – συγχρόνως ήταν κ κάτι χήρες κ αρφανά των αγωνιστών σε μεγάλη δυστυχία, τους είχα εις το σπίτιμου• πήγα κ μίλησα κ δι’ αυτούς κ εις τον βασιλέα κ εις τον πρωτοϋπουργόν Κωλέτη κ δέν τους έγινε ούτε ένα λεπτό περίθαλψη• μάλωσα με αυτόν πολύ, ό,τι μπόρεσα έκαμα εις τους ανθρώπους, κ πάνε πίσω απο εκεί οπού’ρθαν άδειγοι κ ξεροί (οτι δι’ αυτούς είναι φτωχή η πατρίς• δια τους προδότες κ κόλακας κ παραλυμένους είναι πολλά πλούσια!) – δια όλα αυτά μού’ρθε μιά απολ- 139 μιά απολπισία, «πού καταντήσαμεν!» κ αστένησα καμόσο. Τότε η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι με διάβαζαν εις το στρώμαμου• κ με πότισε ένα γιατρικόν η ΧάρηΤης, οτ’ είχα βάρος εις την καρδιάμου, κ έγινα καλύτερα. Λέγει αυτά η γυναίκα, κ της είπε: «Να ειπείς του Γιάννη αύριον βράδυ να είναι έτοιμος, θα τον πάρωμεν να τον πάγω εις το σπίτιΜου εις την Τήνο, είναι κ Θέληση του ΑφέντηΜας». Κατεβήκαμεν κάτω εις την θάλασσα, κ ήταν ένα πανί κ έλαμπε, κ ολόγυρα με πλήθος λαμπάδες• κ μπήκαμεν μέσα• κ ευτύς βρεθήκαμεν εις την ΧάρηΤης, κ ήταν πλήθος Άγιοι κ με σταύρωσαν τρείς φορές κ κάτι μού’δωσαν κ έφαγα. Μου λέγει η ΧάρηΤης: «Γιάννη! Μέσα εις το πανί μπήκαμεν κ σε τόση θάλασσα, δέν πνιγήκαμεν, μας διατηρούσε ο ΑφέντηςΜας• κ εσύ διατί κλαίς νύχτα κ ημέρα δια την πατρίδασου κ θρησκείασου κ δι’ αυτούς τους δυστυχείς οπου τους παρουσίασες κ μίλησες ολούθεν κ δέν συνακούστης? Ό,τι σε φώτισε ο ΑφέντηςΜας έκαμες (κ πάντοτε να κάνεις) εις αυτούς• κ ο Αφέντης τους έκαμεν την ΕυσπλαχνίαΤου, δέν χάνονται κ αυτείνοι, καθώς δέν πνιγήκαμεν κ εμείς: απάνω εις το πανί ταξιδεύαμεν κ ευτύς ήρθαμεν, μας ήφερε ο ΑφέντηςΜας. Όποιος έχει πίστη… Εσύ είδες κ βλέπεις τόσα οπου δέν αξιώθη κανείς άλλος σε τούτο τον κόσμον• κ να βοηθάς τους δυστυχείς κ να μήν αγαναχτάς κ κιντυνεύεις• εσύ εκιντύνευες άν δέν σε προφτάναμεν σε όλα 140 αυτά• διατί κάνεις έτσι κ μας πικραίνεις κ’ Εμάς όλους?». Τότε βγάζει μιάν μεγάλη κάσα κ ήτον πλήθος μέσα άγια Λείψανα κ άλλα πράματα οπου έλαμπαν, κ ένα άγιον Λείψανον ολάκερον• κ ανοίγοντας η κάσα δέν μπορούσες να σταθείς απο την μοσκομυρωδιά. Μου λέγει η ΧάρηΤης: «Ασπάσου όλα αυτά!»• έκαμα τρείς μετάνιες κ ασπάστηκα• κ σήκωσε ένα λαμπρόν πράμα κ με σταύρωσε τρείς φορές• κ τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «Βλέπεις αυτόν τον Άγιον? εις τα ενενήντα εννιά (99) <εννοεί 1799> άγιασε, κ ώς την σήμερον μάτι δέν τον είδε ακόμα• εσύ αξιώθης να Τον ιδείς τώρα. Είχε κάμει πλήθος αμαρτίες κ ύστερα ματανόησε κ έκανε πλήθος ελεημοσύνες εις τους δυστυχείς κ τους <υ>περασπίζεταν πολύ• κ άγιασε (κ τον λέπεις μόνον εσύ σήμερα), οτι έκοβε την χαψιά το ψωμί απο το στόματου κ το μέραζε εις τους δυστυχείς• κ δι’ αυτά όλα ο ΑφέντηςΜας τον είχε δοξάσει εις τα ζώντατου κ απόλαψε όσα απόλαψες κ θ’ απολάψεις ακόμα, κ: εσύ μόνον εις τον κόσμον• αυτός απόλαψε αυτά κ εσύ• ούτε τα απόλαψε άλλος ούτε θέλει <=πρόκειται να> τ’ απολάψει. Κ εις τον πεθαμότου άγιασε• κ είδετε εσείς οι μόνοι οι δύο όλα τα λαμπρότερα πράματα κ μυστήρια του Θεού• οπου δέν τ’ απόλαψε η Μητέρα του Χριστού όταν ζούσε σ’ αυτείνη την ζωή! 141 Αφού, Γιάννη, είδες κ βλέπεις τόσα, κ τον ίδιον Θεόν, κ τον ΜονογενήΤου κ την ΜητέραΤου, κ όλους του Αγίους, να είμαστε διαταγμένοι να σε φυλάμε νύχτα κ ημέρα οπου ήσουνε χαμένος μιλλιούνια φορές κ εσύ κ η οικογένειασου, κ βλέποντας ο ΑφέντηςΜας την ψυχήσου κ την αδικίαν οπου θα σου γένεταν, αδίκως, απ’ όλους αυτούς, απόλαψες όλα αυτά». Δόξα! Δόξα! Δόξα! Πανάγαθε Θεέ, Θεμελιωτή του Παντός! κ Σώτειρα ΑγιαΤριάδα! Βασίλισσα του Κόσμου <=Παναγία>, Αγαθή Μητέρα Προστάτισσα κ Ευεργέτισσα! Δέν έχω άλλον εγγυητή να βάλω εις τον ΑφέντηΜας, μόνον την ΑγαθότηΣου• κ άν αρνηθώ όλα αυτά οπου μ’ αξίωσε κ μαθαίνω κ βλέπω ολοένα (ανοίγοντας το στόμαμου να ειπώ «Θεόν» κ «την ΒασιλείανΤου», βλέπω με τα μάτιαμου το ΦώςΤου ευτύς κ την ΕυλογίανΤου, κ του Χριστού του Αληθινού, κ της ΧάρηςΣου, Θεοτόκο, κ των Αγίων), άν αρνηθώ αυτά όλα, κ τις μετάνιεςΣου, Θεοτόκομου, κ τα δάκρυάΣου όταν κιντύνευα, κ η πρεσβείαΣου εις τον ΑφέντηΜας κ εις τον ΜονογενήΣου κ υπεράσπισήΣου νύχτα κ ημέρα σε όλημου την οικογένειαν, (οπου αυτά δέν τα είδα ούτε απο τον πατέραμου ούτε απο την μητέραμου, τα είδα απο τον Θεόν του Παντός, τα είδα απο τον Χριστόν, τα είδα απο την Θεοτόκο, 142 τα είδα απ’ όλους τους Αγίους, είδα την μεγάλη ευεργεσία κ λέπω κάθε στιγμή, κ της πατρίδοςμου της ματοκυλισμένης κ της θρησκείαςμου κ των τίμιων ανθρώπων), αφού, Θεοτόκομου, αφού, Βασίλισσάμου Αληθινή, όλα αυτά αξιώθηκα εγώ, εγώ, εγώ! (ποιά αρετή <είχα>? ποιά ηθική <είχα>? ποιά κακίαν δέν έκαμα, αρχή κ τέλος ώς την σήμερον?), όταν εις το εξής αλησμονήσω αυτά όλα κ πέσω εις τις παλιέςμου αμαρτίες κ πηγαίνω γυρεύοντας δι’ αυτές κ όχι να μετανοήσω κ να προσπέσω εις την Ευσπλαχνία του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου κ δια να με συγχωρέσει κ να με προφυλάξει, κ πηγαίνω γυρεύοντας την κακίαν, τότε, Θεοτόκομου, ο Θεός ευσπλαχνίζεται τους αμαρτωλούς, καθώς εκοπίαζες κ έκλαιγες να με σώσεις, να κλάψεις κ να περικαλέσεις Αυτόν τον Πανάγαθον Θεόν να με κάμει στάχτη οτι εγώ είμαι πλέον αχάριστο θερίον, όχι άνθρωπος, όσα αξιώθηκα κ είδα κ γράφω εις τους αναγνώστες όλους – κ να γένω παραβάτης! Άνθρωποι είστε εσείς, όποιος με συγχωρέσει ώς άνθρωπον <τον ευχαριστώ>. Όποιος δέν τα είδε κ δέν τα λέπει, δέν αμαρτάνει• εγώ, κ τώρα οπου γράφω, οπου σήκωσα τους οφθαλμούςμου απάνω 143 κ περικαλέστηκα, κ το Φώς το αληθινόν είδα, κ το ευλογημένον κ λαμπρό Χέρι οπου < ε>υλογάγει – τί θέλω εκείνα οπου μου λένε? – κ εκείνα τα πιστεύω οτι είναι αληθινά κ λαμπρά, πιστεύω κ τα μάτιαμου τα ίδια (κ τα κλείνω, πολλές φορές, κ τα ίδια λέπω!), δέν μου μένει παραμικρή υποψία. Περικαλώ την ΠαντοδυναμίαΤου κ την ΒασιλείανΤου (είμαι ο χερότερος απ’ όλοΤου το πλάσμα κ) να μου δώσει αρετή κ να μου καθαρίσει την αμαρτωλήμου ψυχή να Τον περικαλώ νύχτα κ ημέρα να μου σώσει πρώτα την πατρίδαμου κ την θρησκείαμου κ γενικώς τους τίμιους ανθρώπους της κοινωνίας (όσοι φέρνουν δοξολογίαν εις τον Θεό κ εις την ΒασιλείανΤου, όποιας θρησκείας κ άν είναι) ο Θεός να τους φυλάγει όλους αυτούς, κ ύστερα κ’ εμένα τον χερότερονΤου σκλάβον κ όλους του σπιτιούΤου, την σκλάβαΤου κ τα σκλαβόπουλάΤου! Σώσεμας, Κύριε Παντοδύναμε κ η ΒασιλείαΣου! Η ΠαντοδυναμίαΣου, η ΑγαθότηΣου μας έσωσες τα 1821 κ μας λευτέρωσες απο την τυραγνίαν του σουλτάνου κ οπαδώντου. Μας έσωσες τα 1843∴ απο τους αχάριστους βασιλείς κ οπαδούςτου<ς>, μας έσωσες κ μας σώνεις κάθε στιγμή απο κείνους οπου πουλούν την πατρίδατους κ την θρησκείατους κ απο’κεινούς 144 οπου θέλουν να την αγοράσουνε, οι κληρονόμοι του διαβόλου κ της βασιλείαςτου!) ι Μιάν χούφτα Ορθόδοξους Χριστιανούς (!έργα κ αγώνες της ΠαντοδυναμίαςΣου όσο να τ ς σώσεις κ να τους βγάλεις εις την κοινωνίαν της ανθρωπότης!) αυτείνοι στέκονται <με> ανοιχτά τα στόματα να τους φάνε, οτ’ είναι της θάλασσας κ τρώνε την ανθρωπότη σάν σαλάτα! Έχετε δικαιοσύνη <για> <τάχα> οι κληρονόμοι της γής κ να είστε δυνατοί! Κ τα πρόβατα εκείνα οπου σού’δωσε ο νοικοκύρης, εκείνα να φυλάς κ να κουμανταρίζεις – κ μήν πολεμάς να κλέψεις κ να φάς τα ξένα, οτι θα χάσεις κ τα δικάσου• κ θα μείνεις καθώς έμεινα εγώ τόσους αιώνες κ ώς Ορθόδοξος Χριστιανός υπόφερα απο τους λύκους, παλαίματα <=πράγματα που πάλευαν εναντίονμου, αντιξοότητες> στάνημου πίσω <=πάλι>• ηύρα καμόσα, κ με τον καιρότους κ με τις ελπίδεςμου εις τον Θεόν θα μ<ου> α<υ>ξαίνει τη κ όσα θέλεις κάμε, δέν σ’ έχω ανάγκη, όταν έχω αυτόν τον Αφέντη του Παντός κ την ΒασιλείανΤου• μ’ έσωσε κ μ’ ανάστησε όταν είχα ολίγα τουφέκια κ εκείνα με σκοινιά δεμένα – τώρα τά’χω (δια της ΔυνάμεώςΤου) χωρίς σκοινιά.) <αλλαγή μελάνης> Καθώς σας σημειώνω οτι τα χαρτιά σάπισαν καμόσα κ σας βαίνω τα πρώτα δεύτερα κ τα δεύτερα πρώτα, αλλα γράφω ό,τι έγεναν κ ας είναι κ αυτό: Η γυναίκαμου, καθώς σας γράφω πρωτύτερα, αυτό το πάθος της είχε καταντήσει κ απο φόβον κ απο δαιμονικά, κ ήθελε <=επρόκειτο> να σαπίσει όλοτης το στήθος, ήταν σε κίντυνον• 145 τότε η ΧάρηΤης λέγει της γυναικός να μου ειπεί αυτό, να προσέχω την φαμελιάμου καλά. Τότε εγώ, έβλεπα κ τους μεγάλους παραδερμούς της γυναικός, δέν παρηγοριόμουν νύχτα κ ημέρα• τί να κάμω τόσα ανήλικα παιδιά! έβαλα παραμάνες, αλλα ο ξένος ξένος είναι. Φώναζαν τα παιδιά την νύχτα νηστικά κ άλλα <τέτια συνέβαιναν>, κ εγώ προσευκιόμουν κ έκλαιγα… Τί να σας γράψω, αδελφοί αναγνώστες, πάγαινε η Αγαθή Μητέρα (δέν μ’ αφήνουν κ τώρα οπου σας γράφω τα δάκρυα να το γράψω), πήγαινε η ΧάρηΤης κ έπαιρνε το Δημήτρη εις τα χέρια, κ η Αγία Κατερίνη το άλλο <παιδάκι, τον Γιώργη> κ τα συγύριζαν• κ όταν είδαν τον κίντυνον, τότε έκλαιγε η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι όλοι, κ μου έλεγε: «καλύτερα ήταν να μήν σε είχα γνωρίσει, δυστυχισμένε, εσύ κ αυτά τ’ ανήλικα, πώς θα καταντήσουν?», μού’λεγε αυτείνη η γυναίκα, τέσσερα μερόνυχτα έκανε μετάνιες κ έκλαιγε η ΧάρηΤης κ περικαλείταν. Ξημερώνοντας των Βαΐων, την νύχτα βλέπω ένα μεγάλο φώς, κ ισκύους πολλούς. Αυτό το φώς κ οι αχτίδες, δέν ς μπορώ, αδελφοί, να το γράψω εγώ, κ την μεγάλη ωραιότη . 146 Κ ευτύς άναψαν ο πολυέλαιος κ όλα τα φώτα, κ με τις μεγάλες λαμπάδες στέκεταν η ΧάρηΤης κ ο Α-Γιάννης ομπρός, της λέγει Παντοκράτωρ> <ο της Θεοτόκος: «σώνει πλέον τους αγώνεςΣου κ τα δάκρυάΣου, κ Σου γένεται αυτείνη η χάρη». Κ ευτύς η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι γονάτισαν ομπρόςΤου κ με δάκρυα μεγάλα Τον δόξασαν• κ παρουσίασαν την γυναίκα ομπρόςΤου, κ εκείνα τ’ ανήλικα παιδιά, κ τα ευλόγησε κ είπε: «καταφρονεύτηκαν τα αθώα <αυτά> κ όλα τ’ άλλα <παιδιάτου>». Κ εγώ ομπρόςΤου, κ κλαίγαμεν όλοι. (Κ σηκώθηκα, αδελφοί, κ ήμουν μούσκεμα). Τότε είπε της ΧάρηςΤης κ έβαλε μιάν κορδέλλα συρματένια ασημένια εις τα στήθιατης σταυρωτά, κ έμεινε αυτείνη η κορδέλλα καμόσον καιρόν• κ τότε έβγαλαν κ το αχταπόδι κ το άλλο, ο Χριστός έβγαλε>, κ σώθη <η γυναίκα>. <τα Μου λέγει αυτείνη η γυναίκα τα κλάματα κ τις μετάνιες της Θεοτόκος κ όλων των Αγίων, ήταν λυπημένοι, κ όταν έβλεπαν τα παιδάκια τα μικρά… Αφού έκαμεν την Νεκρανάστασιν Αφέντηςμας, Τον δόξασαν όλοι γοναστικώς κ Τον ευκαρίστησαν• κ είπαν της γυναικός να <ο> ειπεί εμένα να ειπώ της φαμελιάςμου να φκιάσει μόνητης μιάν λειτρουγίαν κ να την πάρει αυτή η γυναίκα να την πάγει εις την Αγίαν Σωτήρω την νύχτα στ’ Αϊβδήμα λειτρουγία, <=Άγιο Βήμα. Έτσι το λέν κ οι Πόντιοι>, οπού’ναι μιά τρύπα, κ να την αφήσει εκεί κ να φύγει. Έγινε η 147 έγινε, κ σουρουπώνοντας την πήγε εις την Σωτήρω εκεί οπου της είπαν, κ ξημερώνοντας την πήγαν εις το σπίτι της γυναικός την λειτρουγία κ την έκαμαν τρία κομμάτια κ της είπαν της γυναικός να τα πάρει καί τα τρία κ να βγεί έξω κ όποιον πρωτοϊδεί να του δώσει το ένα, κ άλλον τ’ άλλο κ άλλον τ’ άλλο• κ τότε της <=γραμμένο τος, διορθώνω σε ‘της’> ένα της φαμελιάςμου κ ένα εμένα, κ κάμαμεν απο τρείς μετάνιες κ τα φάγαμεν. της Φύσης, που είναι Νόμος του Θεού, αλλα γίνονται μέσω των Νόμων της Φύσης> έδωσαν κ δύο υψώματα κ μας τά’φερε, <Να θυμάστε οτι τα θαύματα δέν γίνονται κατα παραβίαση του Νόμου Το βράδυ η ΧάρηΤης κ ο Χριστός κ όλοι οι Άγιοι εσταύρωσαν την γυναίκα κ της έδωσαν ένα πράμα κ έφαγε• κ χάρηκαν όλοι κ της είπαν: «Δοξάστε τον ΑφέντηΜας, κ εσείς όλοι κ Εμείς, οπου ανάστησε τον σαπισμένον κ τελειωμένον να μήν μείνουν κατηφρονεμένα (οτι τώρα πώς έγιναν! όχι τότε!) <άνθρωπο>, δι’ αυτά τα αθώα, <=κ τώρα ακόμη έγιναν χάλια, πόσο μάλλον άν έχαναν κ τη μάνατους!>. Τότε λέγει η ΧάρηΤης: «Δέν λυπόμαστε, όλοι, οτι θα πέθαινε (όλοιμας πεθάναμεν), θα πέθαινε κ αυτείνη, αλλα κ εις τον πεθαμότης, τον κακόν θάνατον οπου θά’κανε (οτι έτσι την είχαν μελετήσει οι αναθεματισμένοι που νά’χουν την κατάρα του Θεού, οπου αφανίζουν τους ανθρώπους) θα σάπιζαν όλατης τα σωθικά κ θα ζόριζε κ θα φώναζε νύχτα κ ημέρα, κ να μήν έβγαιναν κ εκείνο οπου ήταν σάν αχταπόδι, κ τον άλλον τον κλαμόν• <=το αρχαίο ‘κλαυθμών’. Μπορεί κανείς να ερμηνεύσει κλαμός=διακλάδωση, αλλα δέν βρήκα πραγματικά τέτια λέξη> θ’ άρχιζαν αυτά τα συμπτώματα όλα». Κ έλεγε η ΧάρηΤης: «Εμείς όλοι εδω μέσα, κ τα Μυστήρια του ΑφεντόςΜας, κ να γένει αυτό! Όταν το θυ- 148 <μό>μουν», έλεγε, «δέν παρηγοριόμουν, νύχτα κ ημέρα, όσο οπου έγινε το έλεοςΤου, κ τους νέκρωσε όλατους τα πειρασμικάτους έργα των αναθεματισμένων, κ τώρα –Δόξα! Δόξα! Δόξα! το ΠανάγαθόΤου Όνομα κ της ΒασιλείαςΤου– δέν της έμεινε κανένα ζαραλίκι <= ζάρα, αναπηρία / ελάττωμα> απο εκείνο το κακόν. Κ αυτής της δυστυχισμένης δέν της λέγαμεν τίποτας, ούτε εγώ ούτε η γυναίκα, έτσι ήμαστε τεμπιχασμένοι» <=έτσι μας είχε απαγορεύσει ο Θεός με αυστηρότητα επιπλήττονταςΜας. Απο το οθωμανικό (αραβικό) tevbih = επίπληξη>.) Τότε μου είπε η ΧάρηΤης οτι ο ΑφέντηςΜας πρόσταξε, απο είκοσι χρόνους θα ζήσωμεν αυτείνη ομπρός απο μένα, την άλλη <μέρα> εγώ.) <ακόμη> κ οι δύο, μίαν ημέραν θα πάγει Την άλλη βραδιά είπε η ΧάρηΤης: «Εγώ θα πάγω εις το σπίτιΜου, εις την Τήνο, το Πάσκα, οτι έρχονται πολλοί άνθρωποι κ από’ξω κ απο μέσα <απο το κράτος>. Κ εδώ αφήνομεν εις την καθέντραΜας τον Βαφτιστή κ την Κατερίνη κ άλλους Αγίους• κ να μείνεις ήσυχος». Κ εξεϊσκυώθη το σπίτι όλο, αδελφοί! Τότε εγώ δέν παρηγοριόμουν! Κ την Λαμπρή δέν πήγα εις την εκκλησίαν, εξ αιτίας των κακών ανθρώπων οπού’χαν <=το ρήμα σημαίνει ‘βρίζουν πεθαμένο’> έκατσα <βαλμένους> <σπίτι> αναντίονμου, κ δια να μήν γένει κ κακόν κ σε άλλους αθώους κ με σκατοψυχούν, κ έκανα τις μετάνιεςμου κ έκλαιγα. Κ σήκωσα τα χέριαμου κ είπα: «κ άλλη χρονιάν άν είναι η πατρίςμου σε αυτείνη την δικαιοσύνη, θε να μήν μ’ αφήσεις ζωντανόν! δέν θέλω πλέον ζωή!», αυτά όλα. Την τρίτη της Λαμπρής ήρθε η ΧάρηΤης, κ όσα εγώ περικαλιόμουνε – 149 ήρθε την αυγή η γυναίκα κ μού’φερε ένα ύψωμα, της τό’δωσε η ΧάρηΤης να μου το δώσει να το φάμεν μαζί με την γυναίκαμου• κ της είπε κ αυτά οπου περικαλιόμουν – όλα όσα εγώ έλεγα κ έκλαιγα, να μήν έβγω άλλη χρονιά! Το βράδυ, την νύχτα, ήταν η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι, κ έκατσε κ με διάταξε ώς Αγαθή Μητέρα κ με μάλωσε δια την βαρυγκομίανμου κ μου είπε: «με αυτά βαραίνεις κ τον ΑφέντηΜας κ όλους Εμάς. Κ άν άλλη βολά τοιούτως φερθείς, δέν θά’χεις την Ευσπλαχνία του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου! Εσύ δέν βλέπεις όλα• κ όσα λέπεις, σου είναι αρκετά. Όσα σου παραγγέλνομεν δέν τ’ ακούς! Θά’χες ζωή, πρώτος εσύ, προστατεύαμε> <άν δέν σε είχες σπίτι κ φαμελιάν? κ με τί τρόπον είχαν να χάσουνε την φαμελιάσου οι πειρασμικές ενέργειες? με τον μεγαλύτερον κακόν τρόπον κ θόρυβον!». Αφού με διάταξε πλήθος απο αυτά, έβαλα τα κλάματα, κ έκανα μετάνοιες κ Την περικαλούσα να με συγχωρέσει. Κ με συγχώρεσε• κ όντως εσύχασαν οι κακέςμου ιδέες. Μου τα είπε όλα η γυναίκα, αλλα κ εγώ αιστάνομαι την λύπη, κ τα δάκρυα: οπου ξυπνώ κ είμαι γιομάτος. Την άλλη βραδυά ηύρε η γυναίκα εις το δάχτυλότης ένα χρυσό δαχτυλίδι, χωρίς να ένιωσε• την αυγή οπου το είδε, φανερώθη η ΧάρηΤης κ της είπε: «να το φορέσεις οχτώ μέρες». Ύστερα, αφού το φόρεσε, της το πήρε κ το βάσταξε η ΧάρηΤης τρείς ημέρες κ της τό’δωσε της γυναικός να μου το φέρει κ της είπε να το βάλω σε ένα ποτήρι με νερό, 150 με νερό, κ να το βάλω εις τις εικόνες κ την αυγή να ειπώ τον «Πάτερ ἡμῶν» κ τότε να πιούμεν το νερό οι δύομας <δηλαδή εγώ> μαζί με την φαμελιάμου• κ το δαχτυλίδι να το πάρει πίσω η γυναίκα να το πάγει της ΧάρηςΤης• «να προσέχει όμως να μήν το πιάσει κανένας άπαστρος»• κ της είπε της γυναικός να το βαστάγει εις το χέριτης κ να μήν ζυγώνει με τον άντρατης ή άλλη απαστριά όσο έχει το δαχτυλίδι εις το χέριτης• κ της είπε της γυναικός, εκεί οπου κοιμούμαι να είναι πάστρα, κ ένα προσκέφαλον παστρικόν, «οτι <εκεί> θα καθόμαστε», της είπαν. Τί έβλεπα εκείνες τις νύχτες, κ εις τα μάτιαμου, εις τις εικόνες, κ εις τον ύπνομου, θέλω κ άλλο ένα χαρτί <=σύγγραμμα> δια τόσα, να τα σημειώνω!) Τότε μου λέγει: «Επειδήτις ο προκομμένοςσου ο κουμπάρος ο Κωλέτης – τον βούλωσε ο σύντροφόςτου ο πειρασμός κ’ ενεργάγει νύχτα κ ημέρα κατα την θέλησιν των αναθεματισμένων αλλόθρησκων δια να χάσει την πατρίδατου κ να τσαλοπατήσουν την θρησκείαντου, δόλωσε τους ανθρώπους σε όλο το βασίλειονσας με ξένα δώρα κ υπόσκεσες <=υποσχέσεις> μάταιες κ ολέθριες δια εσάς• κ έχομεν τόσες ημέρες οπου τρέχομεν παντού σε όλα τα μέρη κ τους νεκρώσαμεν όλουςτους τους κακούς σκοπούς κ τους ολέθριους• κ τα δύο δέντρα λήγορα θα ξεραθούν, όποτε είναι η ώρα του ΑφέντηΜας. Σου είπα προ < η>μερῶν κ τ’ αστόχησες». 151 Κ όντως, αναγνώστες, μου το είπε αυτό τόσον καιρόν πρωτύτερα κ τ’ αστόχησα να το σημειώσω. «Ο φίλος», λέγει, «ο στενός του Κωλέτη, ο πρέσβυς Πεσκατόρης, οπου < ε>νεργεί δια μέσον αυτείνου ο Κωλέτης τον χαμόνσας, έκαμεν ο ΑφέντηςΜας το ΈλεόςΤου, κ σήμερα πάγει εις την ΟργήΤου». Κ όντως, την αυγή έμαθα: έφυγε αυτός με την φαμελιάντου• κ καταφαρμακώθη ο Κωλέτης κ όλη η γενεάτους• κ τον πήγαν εις την θάλασσα με μεγάλες υποδοχές κ συντροφεμένες με πλήθος λύπες. Τότε λέγει η ΧάρηΤης: «νεκρώνει ο Κωλέτης κ οι οπαδοίτου κ τα κακάτους σκέδια• κ λήγορα είναι ο θάνατος του Κωλέτη, κ θα ιδείς εις την αστένειάντου τί λογής θα είναι, κ εις τον πεθαμότου• κ θα ματα τον ιδείς πίσω <=έπειτα> απο τον τάφο• τοιούτως παθαίνουν οι τοιούτοι• κ υστερνότερα θα μάθεις κ δια τον αφέντητου, τον πρέσβυ Πεσκατόρη, κ άλλα πλήθος». Όλα, αδελφοί αναγνώστες, έβαλα βάση• όμως πώς θα τον ιδώ πίσω, όταν έμπει εις τον τάφο, δέν μου γ<ι>όμωζε το κεφάλιμου, κ πάντοτες ρώταγα την γυναίκα δι’ αυτό – κ δέν ήξερε κ αυτείνη. Αρρωστάγει, κ του βαστιέται το κάτ<ου>ρο• κ φώναζε σάν σκυλί• κ εις τον πεθαμότου γκάριξε κ του βήκε η ψυχή. ‘γκαριξε’. Είναι η μόνη φορά που έγραψε το γκ με ‘γκ’. Πάντοτε γράφει το γκ με ‘κ’> <γκάριξε, γραμμένο Κ κοντά σε τρία χρόνια, θέλει ο φίλοςτου ο Πεσκατόρης να τον ξεχώσουνε, να του γένει τάφος μαρμαρένιος• 152 κ τον βγαίνουν, καθώς τον πρωτοέθαψαν – κ βρώμα οπου δέν μπορούσε να πλησιάσει ο άνθρωπος (εις τ’ άλλο <ιστορικό> ξηγούμαι όλα αυτά)• ύστερα κ ο αφέντηςτου ο Φίλιππας ο βασιλέας της Γαλλίας τρόμαξε να σωθεί εις την Αγγλία, κ φέτο πέθανε εκεί σε ξένη γής. Κάνει πρωτοϋπουργό ο βασιλέαςμας κ τον Τζαβέλα. Λέγει η ΧάρηΤης: «κ αυτός ο Αρβανίτης οπου εργάζεται το ίδιον, θα ιδείς το σπίτιτου»• κ αυτό καίγεται! Μόνον αυτό• τείχος, κάστρο, ολόγυρα κολλημένα ξύλινα σπίτια, δέν πειράζονται ούτε μιάν τρίχα – αυτό λιώνει σάν το κερί, κ δέν του μένει τίποτας, πάλε του τό’φκιασε <το σπίτι> <παρα μόνο> μικρά πράματα• κ κόντεψαν να καγούνε κ οι ίδιοι. Το υπουργείον καλύτερον• έχει ο Θεός! <αλλαγή μελάνης> γ Τον Μά ιον μήνα, δύο ώρες να φέξει, άνοιξε ο ουρανός κ δέν γράφεται αυτείνη η λάμψη κ όλα αυτά• κ αφού στάθη τόσο αυτό κ το είδα, ύστερα παρουσιάζεται ένας όμορφος τόπος, κ ήμουν εκεί• κ βλέπω ένα λαμπρόν σώμα, κ ρωτάγω, μου λένε: «είναι ο Χριστός, κ η Θεοτόκος». Κ έλαμπε ο τόπος. Κ εις το στεφάνι του Χριστού ήταν γράμματα κεφαλιακά αποκλειστικά με πεζά>, <=κεφαλαία. Ο Μακρυγιάννης έγραφε κ δέν ήξερα να τα διαβάσω• εκεί οπου αγωνιζόμουν, ήρθε ένα σύγνεφον ομπρός κ έμεινα έτσι περίλυπος• <έμ δέν ήξερε να διαβάζει τα κεφαλαία, έμ ήρθε κ το σύννεφο μπροστά κ τα κάλυψε, του τα έκρυψε> 153 τότε μου παρουσιάζονται δύο λαμπρά άλογα, κ πολέμαγα να τα πιάσω• κ έτρεχα κ φε<ύ>γαν• όσο να σώσω κοντάτους, τά’χασα, πήραν ποδάρι. Τότε κόλλησα <=ανέβηκα> σε ένα μεγάλο λιθάρι να ιδώ δια τ’ άλογα• εκεί έγινε το ένα απο αυτά μιά μεγάλη γάτα, κ πολέμαγε να ριχτεί απάνωμου να με ξεκλήσει <=σπαράξει>• έκανε πολλές φορές να κολλήσει, κ έπεφτε, ξαγλίστραγε. Τότε τηράγω, κ τα ποδάριατης ήταν καλλιγωμένα με σίδερον, ώς παπούτσι, κ ήταν όλο το ποδάρι μέσα ώς την κάτω κλείδωσιν. Αφού έκανε τόσα γιρούσια ‘άγετε’>, <jyryś = έφοδος> να με ξεκλήσει κ δέν μπορούσε, τότε μου λέγει: «άγιτε καημένε, κ μου γλύτωσες, πάσκισα τόσον καιρόν να σε φάγω εσένα κ όλουςσου!»• τόσο μου είπε: <=άιντε, απο το αρχαίο <=τα εξής μου είπε:> «δέν φυλάγεσαι μόνοςσου, άλλος φυλάγει εσένα»• κ καλλίγωσε εμένα. Της είπα κ εγώ: «σύρε εις την δουλιάσου εσύ, κ εγώ εις την δικήμου»• κ ξύπνησα. <το ‘τόσο’ γράφηκε ‘τοσǒ’, με μουντζουρωμένο το ο, σκέφτηκα μήπως πρέπει να διαβαστεί ‘ντύσου’, αλλα τότε η μουντζούρα θα ήταν πιό επιμήκης για να μοιάζει με το ι του Μακρυγιάννη. Ο μεγαλόψυχος άνθρωπος κυνηγάει τα δύο άλογα, πανάρχαια σύμβολα της δύναμης, για να μπορέσει να αποκαταστήσει την αλήθεια κ την δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη ονομάζεται κ πατρίδα, η αλήθεια ονομάζεται κ θρησκεία. Σ’ αυτήν την εποχή που ζούμε, που δικαιοσύνη εφαρμόζεται κατα το ¼ κ αυτό ακόμη το ¼ τείνει προς το 0, είναι αδύνατον να πιάσει τα δύο άλογα, γιατί η δύναμη ανήκει στην αδικία κ το ψεύδος. Κ όποιος ζητάει να αφαιρέσει την δύναμη απο αυτά, η γάτα της πονηρίας του επιτίθεται να τον φάγει. Αλλα ο αληθινά μεγάλος άνθρωπος έχει την στήριξη του Θεού, γι’ αυτό κ ανεβαίνει στον βράχο κ γλυτώνει απο την γάτα, που χάρις στις επιτυχίεςτης έχει σιδεροντυμένα ποδάρια, κ όμως φοράει τα σιδερένια ποδάρια στον μεγάλο άνθρωπο της αρετής, γιατί αυτός με την βοήθεια του Θεού έχει ακόμη μεγαλύτερες επιτυχίες. Επειδή η γάτα της πονηρίας έχει μεγάλη δύναμη, να την σκοτώσουμε επι του παρόντος δέν μπορούμε, γι’ αυτό ο μεγάλος άνθρωπος κάνει ευγενική άμιλλα: «εσύ κοιτάς τη δουλειάσου, κ εγώ τη δουλειάμου». Αυτό στην εποχήμας είναι μεγαλοσύνη, επειδή ο μικρός άνθρωπος τρώγεται απο την γάτα κ δέν μπορεί να κάνει τη δικήτου δουλειά> Την αυγή πήρε η γυναίκα το δαχτυλίδι (της τό’δωσε η ΧάρηΤης να μου το φέρει κ να το βάλω εις το χαμαϊλίμου, <μαζί> με το δικόΤης δίπλωμα)• κ μου είπε: «είναι του ΑφέντηΜας δώρον»• κ της είπαν της γυναικός να μήν μου ειπεί τίποτας – τί θα της ειπώ εγώ. Τότε μου λέγει καλλίγωσαν <για> τον ουρανό, όλα αυτά, την Θεοτόκον, τον Χριστόν – κ εκείνη η γάτα ήταν ο καταραμένος κ τον <=φόρεσαν παπούτσια, μποτάκια. Λατινικό calliga=χαμηλό μποτάκι> τα κακάτου 154 αντραγαθήματα. Κ με γλύτωσαν κ’ εμένα κ την φαμελιάμου. Της έδωσε η ΧάρηΤης μαζί με το δαχτυλίδι, της γυναικός, κ ένα μεγάλο ρακοπότηρον γιομάτον με διαφόρων λογιών μπογιές εκείνο οπού’χε μέσα <=διαφόρων ειδών χρώματα ήταν το περιεχόμενοτου>, κ είπαν της γυναικός να κάμω τις μετάνιεςμου κ να το φάγω, κ να είμαι παστρικός. Δέν μπορώ να σας παραστήσω την νοστιμάδα αυτείνη! <είτε το έδωσε η ίδια η Παναγία, είτε της είπε πώς να το κατασκευάσει, δέν έχει διαφορά να περιφρονεί κανείς τα θεία δι’ αυτό. Όλα τα υλικά πράγματα που έδωσαν οι Άγιοι μέσω της γυναικός, είναι τελεστικά μέσα που χρειάζονταν κ προμηθεύθηκαν κατ’ εντολή των Αγίων> Αφού το έφαγα, <μου εξήγησε:> το γυαλί <=ποτήρι> είπαν να το βάλει εις τις εικόνες, κ’ έβαλε κ το πήραν κ είπαν της γυναικός να μου ειπεί οτι αυτό είναι: δομένον απο τον ΜονογενήΤης κ φκιασμένο, κ της τό’δωσε να μου το δώσει να το φάγω. «Αυτό δέν αξιώθη κανένας να το φάγει, ο μόνος είσαι εσύ• κ τον Οποίον είδες εις τον ύπνοσου οπου είχε τα γράμματα –κ ήμουν κ εγώ μαζίΤου, Μας είδες», μού’λεγαν «κ Μας γνώρισες• κ σ’ έσωσε κ απο την καλλιγωμένη γάτα των πειρασμών οπου σας κιντύνευε αδίκως τόσον καιρόν. Αυτά τα είδες κ μόνοςσου. Κ εκείνο οπου αξιώθης κ έφαγες είναι η Μεταλαβιά του ΜονογενήΜου, κ το δαχτυλίδι <είναι> τ’ ΑφέντηΜας, κ το χαρτί <το δίπλωμα, είναι> δικόΜου. Κ έχετα μαζί όλα, κ άλλα θα λάβεις ακόμα, να τά’χεις απάνωσου• κ με τον καιρότους, αυτούς οπου βλέπεις οπου ενεργούν τον όλεθρον της πατρίδος κ θρησκείας, όλα εις το κεφάλιτους θα ξεθυμάνουν, με τον καιρότους. Εμείς τρέχομεν νύχτα κ ημέρα κ όλατους τα νεκρώσαμεν• κ τα Θεία δέν βϊάζονται, δια να μήν πάθουν οι αθώοι• κ εσύ <η>σύχασε». 155 Την άλλη βραδιά η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι με πήραν κ με πήγαν εις την σπηλιά οπού’χω δια εκκλησία, κ έκαμαν μιάν δοξολογίαν• κ είχαν ένα χρυσό δέντρο κ ένα μαστέλο <=μεγάλη γαβάθα, λεκανίτσα. Για την ερμηνεία βλέπε σελίδα 19, μέρος 1.ο> χρυσόν• κ τό’βαλαν μέσα το δέντρο, κ λένε: «τούτα είναι δικάσου κ των παιδιώνσου, άς καθίσουνε μού’δωσαν κ ένα κοκκαλάκι, κ ένα χαμαϊλίσου»• κ τό’βαλα• κ ένα γυαλί <κοκκαλάκι μικρό με σχήμα> <=ποτήρι> εδώ• άλλη φορά θα τα ιδείς, όχι τώρα». Κ <=άς μείνουν αυτά τα πράγματα> σάν κ<ο>λώνα κ είπαν: «είναι άγιο λείψανον• να το βάλεις εις το με το ίδιον σάν τ’ άλλο κ σκεπασμένο μ’ ένα γραμμένο χαρτί, κ έλεγε: «ν’ ακούς ό,τι σου λέγει η Θεοτόκος, σου είπα κ άλλες φορές: είναι λόγοι δικοίΜου». Τό’φαγα κ εκείνο, ήταν νοστιμότερον απο τ’ άλλο, κ το γυαλί το βάλαμε εις τις εικόνες• το χαρτί, μου είπαν τ’ ασπάστηκα κ τό’καψα.) <ό,τι καίγεται μεταβαίνει στον χώρο των πνευμάτων. Τα ιερά πράγματα, κ χαρτιά με εικόνες Αγίων, Σταυρούς κ.λπ. δέν τα πετούν στα σκουπίδια όταν δέν χρειάζονται πιά, αλλα τα καίνε, αυτό είναι όσιο> <Στις Βέδες, τα αρχαιότερα του κόσμου θρησκευτικά κείμενα, αναφέρεται οτι ο Θεός Indra, που κατα τις Βέδες είναι ο ισχυρότατος των Θεών, είχε να αντιμετωπίσει έναν κακό δαίμονα (ονομαζόμενο Wrtra) που είχε κυριαρχήσει στην γή κ ούτε ο ίδιος ο Indra δέν μπορούσε να τον νικήσει. Τότε δόθηκε ένας χρησμός οτι άν βρεθεί ένας πραγματικά αναμάρτητος, δίκαιος άνθρωπος, απο το κόκκαλότου θα φτιαχτεί το wácra, το πανίσχυρο όπλο. Μόνο ένας άνθρωπος βρέθηκε αναμάρτητος κ δίκαιος, ονομαζόμενος Dadhiika. Αυτός δέχθηκε να σκοτωθεί για να φτιαχθεί απο τα κόκκαλάτου το wácra. Έτσι απο τα κόκκαλάτου ο Indra κατασκεύασε το wácra με το οποίο μπόρεσε να σκοτώσει τον κακό δαίμονα κ να ελευθερώσει έτσι την γή απο την τυραγνίατου. Αυτήν την ιστορία μου την είπε ένας Νεπαλέζος που έτυχε να κουβεντιάσω μαζίτου σε μιά γιορτή (όχι θρησκευτικού περιεχομένου, απλώς διαφήμιζαν τη χώρατους τουριστικώς) που είχαν κάνει οι Νεπαλέζοι της Αδελαΐδας για τα Χριστούγεννα του 1997. Το wácra παλιά παριστανόταν με μορφή κυκλικού δίσκου. Αργότερα, μέχρι σήμερα, επικράτησε να παριστάνεται με μορφή δύο κεραυνών (κάπως εν είδει βελών ή ακοντίων) που σχηματίζουν Σταυρό> Τα 1844 τον Μάγιον καταδίκασαν τρείς αγωνιστάς εις θάνατον• τον έναν τον σκότωσαν, τους δύο τους γλύτωσε ο Θεός• είχα κ εγώ μιλήσει <για να σωθούν> κ ήρθαν να μου πάρουν την ευκαρίστησιν. <=να μου εκφράσουν τις ευχαριστίεςτους> Τους λέγω: «παιδιάμου, δέν σας έκαμα εγώ τίποτας! ο Θεός σας γλύτωσε κ η ΒασιλείαΤου». Κ τους είπα να πάρουν κ απο μίαν λαμπάδα να πάνε εις την εκκλησίαν κ να κάμουν μετάνιες κ με δάκρυα να δοξάσουν τον Θεόν κ την ΒασιλείανΤου, κ εις το εξής να είναι 156 προσεχτικότεροι, οτ’ είναι νόμοι, κ χάνονται όσοι φταίνε <=όσοι παραβιάζουν τους νόμους>. Σάν τους είπα αυτό, έφυγαν. Ευκαριστήθηκα οπου δέν σκοτώθηκαν τέτοια παλληκάρια, κ έκανα την προσευκήμου κ δοξάζω τον Θεόν οπου τους έσωσε, κ εις το εξής να τους φωτίσει να είναι καλοί πολίτες. Εκεί οπού’κανα την προσευκήμου – κ βλέπω μιάν μεγάλη λάμψη, κ ένας λαμπρός ίσκυος όλο ευλόγαγε. Τότε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι είχαν ένα λαμπρό πράμα σάν τραπέζι κ ήτον διαφόρων λογιών πράματα απάνω, κ ο Άγιος Ταξ<ι>άρχης <υ>περετούσε, κ καθόταν η ΧάρηΤης με όλους τους Αγίους, πήραν κ εμένα εκεί κ την φαμελιάμου. Η φαμελιάμου ήταν άπαστρη, είχε τα συνήθειατης <=περίοδο>. Της είπαν: «στάσου αυτού! κ το ξέρομεν», κ κάτι της έβαλαν εις το στόμα κ της είπαν: «τώρα οπου θα παστρευτείς, θα πιάσεις <=συλλάβεις> κ άλλο μικρόν <=παιδί>. Κ μου λένε: «θα ειπωθεί ‘ο Χρίστος’». Κ όντως εγεννήθη, κ τον βαφτίσαμεν Χρίστον• [κ] μας τον χάρισε ο Θεός. Κάτι μού’δωσαν κ εμένα εκεί κ έφαγα• κ την αυγή μου φέρνει η γυναίκα άλλο ένα γυαλί παρόμοιον σάν τ’ άλλα, κ έγιναν τρία. Τότε μου λέγει η Αγία Κατερίνη: «πώς δέν φοριέσαι κ του λό<γ>ουσου λαμπρά φορέματα, καθώς οι άλλοι?» – λέγει η ΧάρηΤης: «έχει το λαμπρό φόρεμα του Θεού, κ αγωνίζεται δια της δυνάμεώςτου να λευτερώνονται οι άνθρωποι απο τον θάνατον, οπου τους κατανταίνουν οι χρυσοφορεμένοι, κ τους χάνουν αδίκως – 157 κ ο Γιάννης με αυτά τα σκουτιά είδες τί τους είπε? ‘ο Θεός σας λευτέρωσε, κ σύρτε εις την εκκλησιά να Τον δοξάσετε’• κ με αυτά τα σκουτιά τον έχομεν απόψε τραπέζι κ καθόμαστε μαζί• κ είμαστε εδώ νύχτα κ ημέρα οπου τον φυλάμεν». Ό,τι έκανα εγώ μόνοςμου κ έβλεπα, μου τά’λεγε η γυναίκα όλα, κ το Φώς κ τ’ άλλα.) <ο Μακρυγιάννης είπε: «δέν σας έσωσα εγώ, ο Θεός σας έσωσε». Ακριβώς το ίδιο πρέπει να αντιλαμβανόμαστε για την γυναίκα οπου φώτιζε τον Μακρυγιάννη, τον συμβούλευε πάντα σωστά, κ τελούσε τελέσματα προς όφελοςτου: δέν τα έπραττε η ίδια, αλλα ο Θεός κ η ΒασιλείαΤου> Εις τα 1845∴ Μαρτίου∴ 17∴ κ εις τις 18∴ του ιδίου∴ τα μεσάνυχτα είδα εις τον ύπνομου συνεχώ<ς> αυτό το όνειρον: οτι ήμουν σε μίαν λαμπρά μητρόπολη, κ είχαν πλήθος φαγιά αρτυμένα κ τρώγαν• κ ήταν κ δύο δεσποτάδες, κ ένας (τον έλεγαν Γιώργη) μου είπε: «κάτσε να φάς». Πήρα κ εγώ κ έφαγα μισό ψάρι. Τότε αυτείνοι οι δεσποτάδες μάλωσαν όλους εκείνους οπου αρτύνονταν• τότε παρουσιάζεται ένας φραγκοφορεμένος <γραμμένο ‘φραγκοφορεμενος’, με γκ!> μ’ ένα σφα<χ>τό κ πολλά άλλα φαγιά, κ σταφύλια, κ μου δίνει να φάγω• του λέγω: «πώς τρώγω αρτυμένο φαγί απο’σέναν, οπού’ναι Μεγάλη Σαρακοστή?». <απο Ορθόδοξο δεσπότη απατήθηκε ωστε να δεχθεί αρτυμένο φαΐ, που κ οι ίδιοι οι δεσποτάδες το καταδίκαζαν• απο τον Ευρωπαίο ήταν φανερό πως ήταν ανόσιο. Έτσι είναι, απο τους ξένους δέν κινδυνεύουμε, απο τους δικούςμας κινδυνεύουμε> (Κ ξημερώνει <=ξημέρωνε> Κυριακή του Σταυρού κ το βράδυ περικαλούμουν τον Άγιον Κωνσταντίνο κ Αγία Ελένη με τον Σταυρόν να μας σώσουνε απο τα δεινάμας• κ περικάλεια κ τον Α-Γιώργη κ Αϊ-Δημήτρη κ την Αγια-Παρασκευή)• βλέπω απάνω εις τον τοίχο κ ήταν ένας καβαλλάρης κ είχε ένα Σταυρόν κ έλαμπε• κ έτρεχε Βόρεια Ελλάδα «χορεύει τ’ άλογότου» =κάνει ό,τι θέλει, κάνει κουμάντο> <=μεταβατικό το ρήμα. Υπάρχει παροιμία τουλάχιστον στη τ’ άλογότου απάνω εις τον τοίχο! τότε λέγω εκεινού του αλλουνού Γιώργη: 158 «έλα μαζίμου να σου δείξω τον Άγιον Γιώργη με τον Σταυρόν κ πώς παίζει τ’ άλογόΤου απάνω εις τον τοίχο, κ του φέγγει ‘τοφεκυ’, εννοεί οτι του φέγγει ο Σταυρός που κρατά ωστε μπορεί> κ δέν πέφτει! Έρχεται αυτός ο Γιώργης να πάμεν, βλέπω: κ είχε <=κρατούσε> <γραμμένο κρέας κ έτρωγε• του λέγω «εσύ τρώς κρέας!?» κ έφυγα απο αυτόν, κ πάγω μόνοςμου εις τον Άγιον• εκεί ήταν ένα μεγάλο βουνό σκισμένο κ ήταν ένας μεγάλος ποταμός κ χιόνι πολύ όλος ο τόπος. Ο Άγιος πέρασε απο πέρα, εγώ δέν μπορούσα να περάσω, κ αναθεματούσα αυτό το ποτάμι• τότε γυρίζει κ μου λέγει ο Άγιος: «μήν αναθεματάς αυτό το ποτάμι, οτι τό’χει ευλογημένο ο ΑφέντηςΜας. Κ δια της ΔυνάμεωςΤου θα λάμψει ετούτος ο Σταυρός, κ αυτός ο ποταμός θα καθαρίσει πλήθος ακάθαρτους». <στο υποσυνείδητο, τα εμπόδια γενικώς συμβολίζουν το θάνατο. Κττγνμμ τα παρόντα εμπόδια, βουνό, χιόνι, κ κυρίως το ποτάμι, συμβολίζουν το θάνατο. Ο Άγιος το πέρασε, γιατί Εκείνος είχε βιώσει κ ξεπεράσει τον θάνατο. Ο θάνατος λοιπόν που όλοι οι άνθρωποι μισούν κ φοβούνται, είναι κατα το θέλημα του Θεού, κ είναι ένα μέσο κάθαρσης των ανθρώπων> Τότε έρχεται μιά γυναίκα κ μου λέγει: «τρέξε, σε θέλει λήγορα η Ελένη!» – «ποιά Ελένη?» της λέγω• – «η μητέρα του Κωνσταντίνου του σημαιοφόρου του Σταυρού». <Ο Κωνσταντίνος ήταν που ύψωσε τον Σταυρό ώς σημαία, ‘εν τούτῳ νίκα’> Τότε εις το σπίτιμου είχα έναν πλατύ δρόμον κ ίσον• στέλνει ο Κωλέτης κ γύρευε να τον χαλάσει να τον φκιάσει στραβόν• κ πιάστηκα κ μαλώναμεν, του’λεγα: «τον δικόνεμου τον δρόμον δέν μπορεί να μου τον χαλάσει <ο δρόμος είναι μέθοδος, είναι τρόπος, είναι μιά συγκεκριμένη ηθική> 159 δέν μπορεί να μου τον χαλάσει κανένας!»• ξύπνησα. Τότε ο Κωλέτης κ η συντροφιάτου (κ πολιτικοί κ στρατιωτικοί) ήθελαν, κ με τους ξένουςτους τους φίλους, να φέρουν ένα μεγάλο δυστύχημα. Αγαναχτισμένη η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι• έλεγε: «οι καταραμένοι, οι οργισμένοι, οπου δέν ησυχάζουν, κ μας ξεποδάριασαν τόσον καιρόν, κ αφήσαμεν τα σπίτιαΜας όλοι κ την ησυχίαΜας, κ τρέχομεν δια τους αδυνάτους δια να μήν πάθουν• ομως όλοι αυτείνοι οι αίτιοι – λήγορα θέλεις τους ιδείς! κ ο ίδιος ο βασιλέαςσας θα βάρειε το κεφάλιτου – τώρα δέν είναι καιρός• να μήν πάθουν οι αδύνατοι». Τότε αυτείνοι όλοι βάλαν εις τον τύπον οτι «ο Μακρυγιάννης είναι ανάντιος του Συντάγματος»! δια να με κατηγορούν έξω εις τον κόσμον κ μέσα. Τότε έβαλα κ εγώ εις τον τύπον κ τους έλεγα τις μπομπέςτους. Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης, (είχα μέρες οπου δέν έβγαινα έξω), μου είπε: «να βγαίνεις έξω, μήν φοβάσαι, κ είμαστε κ’ Εμείς <=λάθος γραμμένο ‘&μος’> μαζίσου• οτι αυτείνοι όλοι, σάν δέν σε λέπουν όξω, φοβούνται κ σου επισωρεύουν πολλά». Τότε έβγαινα κάθε μέρα. 160 Αυτείνη την ίδια βραδιά, ένας καλός αγωνιστής κ Χριστιανός κοιμάταν, κ βλέπει οτι άνοιξε ο ουρανός κ ήταν ο Παντοκράτορας κ έλαμπε ο τόπος όλος, κ ο Σταυρός κ οι Άγγελοι κ όλοι οι Άγιοι. Κ έρχεται φωνή απο τους ουρανούς κ λέγει: «Θα λευτερωθεί πλέον η Ορθοδοξία απο αυτούς τους απίστους!». Τότε όλος ο λαός γονατιστοί κ σηκωμένα τα χέρια κ τους οφθαλμούςτους εις τον ουρανόν, κλαίγαν κ περικαλιούνταν• κ απο τις πολλές φωνές του λαού εξύπνησε τότε ένας Γιώργης, δίνει ενού Γιάννη ένα στέφανον κ είχε τρία λαμπρά πετράδια, κ του λέγει του Γιάννη: «ο Μακρυγιάννης είναι εις την εκκλησίαν σε κείνο το ψηλόν βουνό οπού’ναι απο πάνω το παλάτι, <εκκλησία ονομαζόμενη:> ο Α-Γιώργης• κ είναι δώσ’τουτο αυτό να το φυλάξει». Κ ξύπνησε.) <ο Μακρυγιάννης> εκει μέσα οπου λειτρουγιέται• κ σύρε Την ίδια βραδυά οπου είδα εγώ όλα αυτά, κ οι άνθρωποι, ξημερώνοντας του Σταυρού,) τότε έρχεται κ η γυναίκα κ μου λέγει όλα αυτά, κ μου λέγει ακόμα: ήταν η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι, κ ήρθε κ ο Άγιος Γεράσιμος κ μού’φερε μιάν εικόνα, κ μου λέγει η ΧάρηΤης: «ασπάσου τον Άγιον κ πάρε την εικόνα κ βάλ’ τηνε εις το εικονοστάσιν». Ασπάστηκα <ώς συνήθως γράφει ‘ανσπάσ-’, διορθώνω> τον Άγιον κ την εικόνα κ την έβαλα με τις άλλες. Τότε μου λέγει ο Άγιος Γεράσιμος: «κ εγώ διατάχτηκα απο τον ΑφέντηΜας να είμαι αντάμα ήθελε να γράψει ‘ναυμεν ταμα’ εννοώντας ‘να είμ’ αντάμα’ ή ‘να είμ’ εντάμα’> <έγραψε ναυμεν ταυμα, στο ‘ταυμα’ το υ είναι επειδή παρασύρθηκε απο την προηγούμενη παρόμοια λέξη, εδώ με την ΧάρηΤης 161 με την ΧάρηΤης κ με όλους τους Αγίους». Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «Το στεφάνι οπού’λαβες εις τον Α-Γιώργη, τί τό’καμες?» – «τό’βαλα», λέγω, «με τ’ άλλα». – «Τώρα να ετοιμαστούμεν όλοι, οτι θα σηκώσωμεν την κολυμπήθρα, οπου την έχομεν κατα<γ>ή, κ να την βάλωμεν με τον πολυέλαιον πίσω εκεί οπου ήταν». Ο πολυέλαιος είχε απο κάτωτου σάν τσιγγέλια, κ η κολυμπήθρα πιασίματα, κ η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι <έδωσαν νοερή ή ρητή εντολή> (κ παρουσιάζεται κ μιά μεγάλη λάμψη κ άναψαν όλα τα φώτα) κ ευτύς μόνητης η κολυμπήθρα πιάστη απο τα τσιγγέλια του πολυελαίου. σελίδα 86, πρώτο μέρος> <έγραψε ‘ανναπαν’> <ένωση Ουρανού κ Γής, όπως με τον μαστέλο, βλέπε «Εκείνος ο ποταμός, Γιάννη,» μου λέγει, «οπου είδες, κ τούτη η κολυμπήθρα – πόσα βρωμερά κριάτα ‘κρια-’ ώς συνήθως με ι, όχι ε> θα πλυθούν, με τον καιρότους!•) κ αυτείνοι οι οργισμένοι <=αντικείμενα της οργής του Θεού> – δέν τους ωφέλησαν ούτε τα μέσα του πλάνου <γράφει <=αποπλανητή, απατεώνα> οπού’φερα<ν>, ούτε οι οδηγίεςτους, ούτε οι ενέργειεςτους οι ολέθριες: καθώς τους νεκρώθηκαν πάντοτες, νεκρώθηκαν κ τώρα παντού• κ την φωτιά οπου βαίνουν να κάψουν εδώ τους αθώους κ δυστυχείς – λήγορα θα καγούνε πολλοί απο αυτούς κ εκεί κ εδώ να χαθούνε όποιος πάγει κόντρα εις την ΘέλησίνΜου». Κ ευτύς αυτό το λαμπρόν φώς κ ο Μονογενής αναλήφτη. Τότε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι μείναν, κ μου λέγει η ΧάρηΤης: «Είσαι <=έγραψε ‘υστε’ επηρεαζόμενος απο το στ της επόμενης λέξης> αστενής, καημένε, δέν μπορείς να σταθείς απο τους οργισμένους οπου αδίκως πάντοτες σε κιντυνεύουνε! – κ δέν μπορούν να σου κάμουν τίποτας, κ λένε ‘έχει ο Μακρυγιάννης μάγους κ τον οδηγάνε’!• μάγους, απο εκείνους οπού’χουν αυτείνοι οι αναθεματισμένοι κ εργάζονται με τους δαιμόνους αναντίον της πατρίδαςτους κ θρη- 162 σκεία<ς>τους κ των αθώων, να τους βοηθήσουν οι πειρασμοί να κάμουν τους κακούςτους σκοπούς. Δια κείνο, κάθε στιγμήν (οτι ι εργάζονται με αυτά όλα) τ ς <=τους> τα νεκρώνει η ΔύναμήΤου». Ήμουνε βαριά, ήμουν κρυωμένος, είχα μεγάλον πονοκέφαλον κ με πονούσε κ όλοςμου ο σβέρκος• μου λέγει η ΧάρηΤης: «είσαι κρυωμένος πολύ – κ απο το σικλέτισου• κ θα συναχωθείς απο αυτό• <αυτό, (το σικλέτι)> σου φέρνει όλα αυτά».) Ήρθε τότε κ του Μελούση το παιδί, πήγαμεν πολλοί κ το είδαμεν• του μίλησα καμόσα κ εγώ δια τον πατέρατου, πρόφτασε κ καμόσες δυστυχ<ί>ες, τους ξεκονόμησε• ήθελε κ αυτός να’ρθεί να μας ιδεί όλους εις τα σπίτιαμας – κ είχαν να του κάμουν όλοι κ’ ένα τραπέζι. Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «αυτόν τον αθώον θα τον κατατρέξει ο Κωλέτης κ οι άλλοι• κ νά’χει τον νούτου». Τότε εγώ του παράγγειλα με έναν δικόντου να μήν πάγει σε κανέναν απο μάς, ούτε σε τραπέζι. Ύστερα του έγιναν αυτά όλα. Κ δέν παρουσιάστη κ εις τον βασιλέα. Κ έφυγε με δυσαρέσκειαν. Θα πάθαινε κ αυτός κ’ εμείς. Του είπα: «όταν ο Θεός κάμει νεκρανάστασιν, να είναι έτοιμοι κ αυτείνοι κ εμείς, να ξεσκλαβώσει ο Θεός τους ομογενείςμας». Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «όταν να είναι η ώρα του ΑφεντόςΜας, όλους αυτούς θα τους φωτίσει• κ τότε θα βγούνε κ εκείνα οπού’ναι εις τα σύνορα: τα χρήματα, κ άλλα, δια ν’ αναστηθούν κ οι ταλαίπωροι αδικημένοι, κ τα σπίτιαΜας τα καταγκρεμισμένα, κ άλλα πλήθος καλά». Περικάλεσα την Θεοτόκον να με φωτίσει – «απο αυτείνη την φώτισιν οπού’χεις, δέν μπορείς άλλο ιδείς αυτά όλα οπου σου λέγει η γυναίκα οπου την έχομεν διορισμένη κ σου λέγει όσα εσύ δέν <περισσότερο να λάβεις>• οτι τότε θα 163 βλέπεις μόνοςσου – κ άν ιδείς αυτά όλα, ευτύς τρελλαίνεσαι κ χάνεσαι! Εσύ ολίγα είδες μόνοςσου εις τις αρχές κ κόντεψες να χαθείς απο τον φόβονσου! Δόξαζε τον Θεόν, καθώς Τον δοξάζεις, κ όποτ<ε> είναι η ώραΤου, τότε κ θα ιδείς κ θα γένουν όλοι οι λόγοι του Θεού».) «Κ έβγαινε <αυτά που ο Μακρυγιάννης ήθελε να δεί, έμελλε όντως να τα δεί, καθώς θα δούμε στο 4.ο μέρος του βιβλίου> <= βγαίνε, προστακτική> γ πάντοτες έξω κ μίλει ε κ μ’ όλους αυτούς, δια να μήν τους μένει υπόνοια κ λένε οτι κάτι κάνεις αναντίοντους κ σε κιντυνεύουν ολοένα. Κ τα μυστήριάσου να μήν τους λές κανενού, όσους απο αυτούς γνωρίζεις, οπου πουλούνε γι Θεόν κ πατρίδα, όσο ο καιρόςτους να’ρθεί, η ώρα του Θεού. Κ άν σου ειπούνε να σε βάλουν σε καμιάν συντροφιάτους, πέςτους: ‘εγώ, με γνωρίζετε, πάντοτες με την πατρίδαμου κ θρησκείαμου είμαι, καθώς κ εσείς’! – κ όταν έρθει καιρός, δέν θα ιδεί ένας τον άλλον, κ οι ξένοι κ οι ντόπιοι. Κ πάντοτες όξω οπου βγαίνεις έχε κ την προφύλαξίνσου, αυτούς οπού’χεις μαζίσου».) <αλλαγή μελάνης> Τον Απρίλιον μήνα, πρώτη, έκανα την προσευκήμου ‘έκανα’ είναι παρατατικός. Ο αόριστος είναι ‘έκαμα’> , κ μού’ρθε <σημειωτέον: το ρήμα κάνω έχει θέμα καν- στους χρόνους διαρκείας κ θέμα καμ- στους στιγμικούς χρόνους. <κάτι> σάν σκοτούρα• κ έφυγα κ πήγα κ’ έπεσα πίσω εις το στρώμαμου• κ ήμουν πολύ ζαλισμένος. Κ’ εκεί οπου αγωνιζόμουν, έρχεται ένας κ μου λέγει: «τρέξε, οτι πεθαίνει ο Πετρο-Μαρκέζης» (άνθρωπος με μεγάλους αγώνες κ θυσίες, τίμιος άνθρωπος, κ δούλεψε κ εις την <Φιλική> Εταιρείαν, κ με τιμιότη κ με γενναιότητα. Τον αγαπούσα πολύ). Ευτύς πηγαίνω εις αυτόν – τον ηύρα τελειωμένον• αφήνει εις τους πέντε δρόμους έξι κορίτσια αδύνατα κ τρείς γυναίκες: την γριά πεθεράτου, γυναικαδέλφητου κ γυναίκατου, 164 οπου όλες αυτές ζούσαν απο εκείνον τον δυστυχισμένον. Ήταν ταγματάρχης. Τον κατάτρεχε κ ο Κωλέτης, πρώτα διατί ήταν Σεπτεμβριανός, κ οτι χρώσταγε. Ευτύς οπου με είδαν όλες αυτές οι δυστυχισμένες αδύντατες ψυχές, μ’έπιασαν κ με τραβούσαν, κ έκλαιγαν πικρά• κ μού’λεγαν: «αδελφέ, ποιός θα μας δώσει εμάς –μόνον ψωμί, όχι άλλο– οπου δέν έχομεν τίποτας?», κ φώναζαν (οπου πεθαμένον λυπούσαν, όχι ζωντανόν!). Τις παρηγόρησα, ό,τι μπορούσα. Θάψαμεν τον νεκρόν κ γυρίσαμεν• κ παρηγορούσαμεν – τους απαρηγόρητους! οπου δια την πατρίδα κατήντησαν τοιούτως – κ η παραλυσία κ η κακία βυζαίνει τους ι αγώνεςμας κ τα αίματάμας, κ είναι δοξασμένη! Όσο να παρηγορήσω αυτούς ό,τι μπορούσα, στέλνει ο Κώστας ο Λαγουμ τζής ι (τίμιος κ γενναίος, κ με πολλούς αγώνες• κ με το τουφέκιτου κ με την τέχνητου –οπου δέν είναι άλλος παρόμοιος λαγουμ τζής– κ εις το κάστρο ήμαστε οι δυόμας, οπου αγωνιζόμαστε νύχτα κ ημέρα εις τα λαγούμια, κ με τους καημένους τους γυμνούς ι Αθηναίους…) μου λένε: «τρέξε, πεθαίνει ο αντισυνταγματάρχης Λαγουμ τζής!». Φεύγω απο εκεί, πάγω εις αυτόν• στέλνω δια γιατρούς, κ του λέγω να ξεμολοηθεί• δέν ήθελε, να μήν φοβίσει την φαμελιάτου – με το στανιό τον ξεμολογήσαμε κ μετάλαβε• νύχτωσε• ήμουν κ αστενής. Πηγαίνω εις το σπίτιμου, κακά ψυχρά, κ λέγω: «Θεέ τ’ ουρανού κ της γής! παρακάτω που λέει ο Μακρυγιάννης στο Θεό έχουν έντονη ρυθμικότητα> Μιάν ημέρα όλοι θα φύγομεν απο’δώ – <=δακτυλικό μέτρο, ημιεπές• κ τα 165 κ’ εμείς φεύγομεν, κ οι γυμνοί κλαίνε, κ η κακία χαίρεται <=άπορους απογόνους>, νηστικούς <ανθρώπους> <ευχόμενη> πότε να μήν μείνει κανένας! – κ τους αφήνομεν κ γυμνές σπορές να κάνουν το κέφιτους!»•) κ φεύγω όλως δια όλου απο το προκείμενον, κ δέν θυμούμαι τίποτας, κ μετανογώ απ’ όλα – ούτε προσευκή ούτε τίποτας! Τότε, αδελφοί αναγνώστες, πόση Αγαθότη έχει ο Πανάγαθος Θεός! πόση έχει ο Χριστός! πόση η Θεοτόκο κ οι ΆγιοίΤου! Λέγει η Θεοτόκο: «τί’ναι αυτά οπου κάνεις, τέκνοΜου? πού κατήντησε<ς>? τί θρέφει ο νούςσου? ποιός γεννήθη κ όταν ήρθε η ώρατου δέν πέθανε? πέθανε αυτός – ο Θεός δέν αφήνει αυτούς δυστυχείς. Ο Θεός διατηρεί τα πάντα• κ εκείνοι οπου κάνουν το κακόν – τους προσμένει να’ρθούνε πίσω εις τα όρι<ά>τους, κ τότε δέν αμελεί. Αργεί – δέν αστοχεί. Κ τους αδύνατους τους διατηρεί, τον σκούληκα τον διατηρεί εις την πέτρα κ δέν μένει νηστικός μέσα εκεί οπού’ναι κλεισμένος – κ όχι ν’ αφήσει χαθεί! κ: αυτά σού’φεραν ζάλη του κεφαλιούσου κ απολπισίαν μεγάλη».) [το] τον άνθρωπον να <Μέσα σε αγκύλες [ ] βάζω τα εσφαλμένα περιττά γραμμένα> «Όσα δέν είναι δικάσου, μήν ανακατεύεσαι, οτι βλάβεσαι πολύ. Του Θεού το Μάτι είναι παντού, κ η ΕυσπλαχνίαΤου• κ <η>σύχασε εις το εξής, οτι όλουςΜας Μας επίκρανες με αυτό». Ξαναέπεσα εις την αμαρτωλήμου μετάνοια, κ είδα κ μόνοςμου το σφάλμαμου, κ το Έλεος του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου• μου <η>σύχασαν αυτείνη την μεγάλη τρέλλια του κεφαλιούμου, οπου ήμουν εξω φρενών δια την μεγάλη αδιαφορίαν της κυβερνήσεως, οπού’ δειξε εις αυτόν τον αγωνιστή κ εις την οικογένειάτου. 166 Πολλά χαρτιά μου σάπισαν όλως δια όλου απο τα 1845 οπου γράφω ώς τα 1846 την γής κ σάπισαν όλως δια όλου. <χαρτιά αναφερόμενα στα 1845-6> • τά’χα βαλμένα εις Μιάν βραδιά κοιμόμουν μέσα εις τον οντά οπού’χα τις εικόνες (οτ’ ήταν βρεμένος εκείνος οπου κοιμούμαι) κ μισοξύπνος, της Πεντηκοστής, βλέπω την ΑγιαΤριάδα κ την Θεοτόκο καρσίμου κ’ ευλογάγαν• κ ύστερα αποκοιμήθηκα κ βρίσκομαι σ’ ένα δάσος, κ εκεί ήταν ένα άσπρον όρνιον <άν κ εμφανίζεται εχθρικό το όρνιο, είναι άσπρο, αυτό σημαίνει οτι είναι όργανο του Θεού σταλμένο για ενίσχυση των ευσεβών. Για σωτηρία του ετοιμοθάνατου βυζαντινού κράτους ήρθαν οι τουρκικές φυλές, που όμως δέν μπόρεσαν οι Βυζαντινοί να τις εκμεταλλευθούν κ τους έγιναν εχθροί. Κ ώς εχθρούς πάντως τους νικήσαμε. Το όνομα Γιοβάνος υπαινίσσεται ‘δουλοπάροικος’. Βλέπε οθωμανική παροιμία ‘išle jovan, xiftlik senin’ (δούλευε, δουλοπάροικε, το τσιφλίκι είναι δικόσου!’). Οι δουλοπάροικοι επι το πλείστον πρόθυμα εξισλαμίσθηκαν κ στήριξαν τους Τούρκους, που αριθμητικώς ήταν ελάχιστοι μπροστά στον αριθμό των Βυζαντινών, έγιναν πολλοί με τον εκούσιο εξισλαμισμό αμέτρητων φτωχών• κ πάλι όμως τους νικήσαμε. Αυτά σημαίνει το όνειρο> κ πολέμαγε να το πιάσει ένας ονομαζόμενος Βασίλης• Βουλγαροκτόνο κ τον Βασίλειο Διγενή Ακρίτα, ήρωας συνεχιστής των ηρωικών παραδόσεων του Βυζαντίου> <=σάν τον Βασίλειο κ του λέγω: «μή ζυγώνεις τοιούτως, οτι έχει νύχια κ θα σε χτυπήσει»• μ’ άκουσε• κ πήγα κ εγώ κ με τρόπον το πιάσαμεν κ του τό’δωσα. Τότε φανερώνεται ένα λαμπρό παλάτι, κ αυτός γένεται ένας Τούρκος, το όρνιον, κ είχε δύο πιστόλες εις το ζωνάριτου κ ένα γιαταγάνι, λαμπρά• του λέγει ο Βασίλης να του τα δώσει, δέν ήθελε• του λέγω: «δώσ’ τα του κ δέν κιντυνεύεις την ζωήσου» - δέν ήθελε με κανέναν τρόπον να τα δώσει• «τά’χω», λέγει, «τόσον καιρόν, κ να τα πάρετε εσείς? δέν γένεται!». Ρίχτηκα κ του τα πήρα στανικώς κ τά’δωσα του Βασίλη. Τότε έρχεται ένας ονομαζόμενος Γιοβάνος κ είχε τέσσερες πιστιόλες εις την ζώση<=ζώνη>του, κ του δίνει του Τούρκου τις δύο• τότε πιάνομαι εγώ με τον Γιοβάνο κ μαλώνω κ του λέγω: «εμείς του πήραμεν τ’ άρματάτου κ εσύ του δίνεις κ άλλα να μας σκοτώσει!». Τότε, με το Βασίλη, πήραμεν κ του ενού κ του αλλουνού, κ’ έμειναν έτσι. 167 1846∴ την Μεγάλη Παρασκευή την νύχτα είχε έρθει ο Αφέντηςμας κ δέν έλειπε κανένας Άγιος, κ ο Χριστός, κ η Θεοτόκο, κ ήταν πλήθος φώτα, κ ο πολυέλαιος, κ λαμπάδες πλήθος, κ όλοι μαυροφορεμένοι, κ ο Σταυρός ξαπλωμένος απάνω σε εκείνα τα λαμπρά πράματα• κ ήταν όλοι καταλυπημένοι, οπου δέν γένεταν περισσότερον• δύο ώρες να φέξει, αναλήφτη ο Αφέντηςμας κ ο Χριστός κ έμεινε η Θεοτόκο με καμόσους Αγίους (μου τά’λεγε η γυναίκα όλα)• την αυγή της λέγει η Θεοτόκο οτι αυτά κάθε χρόνον πρέπει να γένονται, έτσ’ είναι αποφασισμένα απο τον Αφέντη. Πρίν αυτό, μου λέει η Θεοτόκος, προ καιρού: «Γιάννη, να φκιάσεις της φαμελιάςσου ένα φόρεμα, κ να φκιάσεις κ δικόσου». Έφκιασα κ της γυναικός κ τα δικάμου. Τα είχα εις τον οντά οπού’ναι οι εικόνες, κ τότε τα πήραν κ τα ευλογήσανε αυτά κ το σπαθίμου, κ του έβαλε η Α<γ>ιαΚατερίνη κ μιάν χρυσή φούντα. Την Λαμπρή δέν ήθελα να πάγω εις την εκκλησίαν, δια να μήν μου γένει τίποτας, κ να μήν αφήσω κ το σπίτι μόνον. Τότε μου λέει η ΧάρηΤης: «μήν πηγαίνεις σάν δέν θέλεις». Το μεσημέρι έρχεται η γυναίκα περνώντας κ μου λέγει οτι ήρθε ο Αφέντης κ ο Χριστός κ όλοι οι Άγιοι κ θα κάμει εδώ εις την καθέντραΤου την Ανάστασιν• «κ εσύ κ όλησου η φα- 168 μελιά να είστε συγυρισμένοι». Αυτό ακολουθήσαμεν• κ είχα ειπεί κ ένα<ν> οπου ξέρει γράμματα, πρωτύτερα, να’ρθεί να κάμωμεν την Ανάστασιν.) Τί μου λέγει εκείνη η γυναίκα! «Τί ήταν αυτείνη η νύχτα! τί πράματα ήταν εκείνα! τί… τί ήταν εκείνη η <Ε>πιτάφιος, δέν μπορούσες να την τηράξεις απο το στράψιμον! κ ο Θρόνος του Αφεντός: εκείνον δέν μπορούσε να τον κοιτάξει ο άνθρωπος! κ εκείνες οι ψαλμωδίες…! (Αιστανόμουν κ εγώ, αδελφοί αναγνώστες, έβλεπα λάμψες κ ισκύους, όχι όμως ξάστερα). Τελειώνοντας η Ανάστασις, βλογάει ο Αφέντης όλους, κ έδωσε κ αντίδερο (ένα τέτοιον πράμα ήτον)• τότε μου λέγει: «Γιάννη! Γιάννη! Γιάννη! (τρείς φορές), Εγώ ήρθα τόσες φορές εις την καθέντραΜου, ήρθε ο ΜονογενήςΜου κ η ΜητέραΤου η Μαρία κ όλοι οι Άγιοι, να σου φκιάσω το σπίτισου, να σε αναστήσω, οπου ήσουνε χαμένος αδίκως. Έχω διορισμένους το ΤέκνοΜου κ την ΜητέραΤου κ τους Αγίους πάντοτες κ στέκονται εις την καθέντραΜου. Τί λυπείσαι? διατί είσαι έτσι?». Τότε άρχισα εγώ κ έκλαιγα• κ τώρα οπου σας γράφω, μουσκεύω το ίδιον χαρτί. <Στο χειρόγραφο, δυό σειρές παραπάνω, πάνω στις συλλαβές ‘κ στε’ που έχω επισημασμένες σε γκρίζο χρώμα, έχει πέσει μιά σταγόνα υγρό, προφανώς το δάκρυ του συγγραφέως! σχηματίζοντας έναν ολοστρόγγυλο με ακτίνες λεκέ στο χαρτί> Τότε μου λέγει: «μήν κλαίς, Γιάννη, κ όσα περικαλείσαι, κ την πατρίδασου θ’ αναστήσω, κ την θρησκείασου, κ γενικώς την ανθρωπότη• με τον καιρότους, Γιάννη• 169 δέν είναι η ώρα η διορισμένη ακόμα. Κ θα ιδείτε <τί θα γίνουν> όλοι όσοι πηγαίνουν κόντρα της ΘελήσεώςΜου. Κ δικούςσας κ άλλους, θα σας λευτερώσω απο τους αναθεματισμένους κ θα σας δώσω την μεγάλη κορώνα». Τότε έβγαλε απο το φόρεμάΤου κ Του’δωσε του Χριστού ένα κομματάκι, κ ο Χριστός της Θεοτόκος κ η Θεοτόκος της γυναίκας. Κ ευτύς έδωσε κ μίαν σκέπη, κ της είπε «το φόρεμάΜου…» να το βάλω με το δαχτυλίδι κ με το χαρτί <=το δίπλωμα> της Θεοτόκος μέσα εις το φυλαχτικόν• της είπε η Θεοτόκος κ την σκέπη να την φυλάξω σε μέρος. Κ τά’λαβα κ τ’ ανασυγκέρησα, <=το πρωτότυπο γράφει ‘ανασικυρισα’. Το νόημα φαίνεται απο τα συμφραζόμενα: ανάμιξα, πρόσθεσα. Πρέπει να διαβάζεται ‘ανασυγκέρησα’ = ανα + το αρχαίο ‘συγκεράννυμι’, σήμερα το λένε ‘συγκεράζει’. Μου φαίνεται πως κάπου έχω ακούσει ρήμα ‘ανασκέρισα’ με αυτήν την έννοια, που όμως δέν το βρήκα σε κανένα λεξικό ούτε βρήκα κάποιον που να το έχει ακούσει> καθώς μου είπαν, κ όποτε κάνω την προσευκήμου μ’ εξ ὅλης καρδίας, (σπανίως αυτό:) βλέπω: πάντοτες τον ίσκυον του ΑφεντόςΜας με αυτό το φόρεμα οπου μου έβγαλε το κομματάκιτου. Μού’δωσε κ ο Άγιος Βασίλης, κ ο Άγιος Γιώργης ο Γι<α>ννιώτης ο νέος (οτ’ ήταν κ αυτός εδώ με το παιδίΤου κ με την γυναίκαΤου εις την Ανάστασιν• έρχονται πάντοτες• κ ρωτάγω γι<α>ννιώτες οπού’ρχονται απο τα Γιάννενα, πώς είναι η γυναίκαΤου, σε τί ηλικία κ το παιδίτου, κ τί φορούνε) - τα ίδια μου λέγει κ η γυναίκα τούτη οπου με φωτίζει. Μού’δωσαν απο ένα σάν γαϊτάνι 170 εις το κερί. <=επίσης ο κάθε ένας απο τους προαναφερθέντες Αγίους μου έδωσε ένα πράγμα σάν μεταξωτό νήμα κηρωμένο> Τότε με διάταξε η ΧάρηΤης να δώσω ελεημοσύνη σε καμόσους φτωχούς, κ έδωσα ό,τι με φώτισε ο Αφέντηςμας• κ στέλνω κ εις τις φυλακές πάντοτες τις <ε>πίσημες ημέρες, τρείς φορές τον χρόνον, κρέας <εδώ γράφεται ‘κρεας’ κ όχι ‘κριας’ όπως αλλού> κ ψωμί κ ό,τι άλλο. ι Σάν μού’κοψαν ένα μέρος του μιστούμου, κ του παιδιούμου πλερώνω εις τ ς Ευέλπιδες, μού’λεγε η Θεοτόκος: «μήν πειράζεσαι εις αυτό, ο ΑφέντηςΜας έτσι δίνει κ του Α-Γιώργη εις σου δώσει κ εσένα την ΕυλογίανΤου». <είναι σάν ‘ος’, διαβάζω όχι ‘ως’ αλλα ‘υς’, δηλαδή = εις> τα Γιάννενα της φαμελιάςΤου, κ θα Τότε οπου μού’δωσε απο το φόρεμάΤου κ την σκέπη, μου είπε: «είσαι ο πρόδρομος της επιτροπής οπου θα συστήσω όποτε είναι η ώρα. Κ την ζωήσου σου ασφάλισα, κ την ψυχήσου»• κ μ’ ευλόγησε η ΠαντοδυναμίαΤου, ο Χριστός, η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι, μ’ έσκυψαν καταή. Δόξα! Δόξα! Δόξα το ΠανάγαθόΤου Όνομα κ της ΒασιλείαςΤου! Έκατσε όλη την ημέρα κ τα μεσάνυχτα αναλήφτη με τον Χριστόν κ με τους Αγίους• κ ο ΘρόνοςΤου κ η Επιτάφιος έγιναν ένα σάν μαντήλι, κ ευτύς αναλήφτηκαν. Πέρασε πολύς καιρός, πεντ’έξι μήνες απάνω-κάτω• με πήρε ο Χριστός κ η Θεοτόκος κ έφκιανα κ απο τρείς λαμπάδες κ απο τρείς δραχμές: 171 τά’βαινα εις τις εικόνες• κ αυτό ακολούθησε καμόσον καιρόν: μ’ έπαιρναν κ πήγαμεν σε όλες τις επαρχίες του κράτους κ μυραίναμεν απο τρία παιδιά εις το κάθε μέρος, όταν γεννιόνταν• κ πήγαμεν κ όξω <απο το κράτος> ώς τα Γιάννενα, κ πήγαμεν κ εις τον τάφο του Α-Γιώργη• απο βραδύς έβαινα τις λαμπάδες κ τις τρείς δραχμές εις τις εικόνες, την αυγή δέν τις έβρισκα. Τελειώνοντας αυτό, με πήρε ο Αφέντης κ ο Χριστός κ πήγαμεν πρώτα εις τον Άγιον Τάφο• ύστερα εις την Σερβογουργαρία <=Σερβοβουλγαρία, Σερβία κ Βουλγαρία. Στην περιοχή τουλάχιστον της Καβάλας δέν λέγαν ‘Βούλγαρος’, αλλα ‘Βούργαρος’, ακόμη το λένε έτσι> κ Βλαχία, κ εις την Αγία Σοφία εις την Κωνσταντινούπολη. Η γυναίκα δέν ήταν πουθενά• η ΧάρηΤης, όταν πηγαίναμεν με τον Αφέντη κ με τον Χριστόν, της τό’λεγε κ μου τό’λεγε• ένα μόνον αυτό αιστανόμουν.) αιστανόμουν γ εγώ όποτε πήγαινα πουθενά: μιάν α υπνία κ σάν σκοτωμένος απο ύπνο, μόνον Τελειώνοντας όλα αυτά με τον Αφέντη κ με τον Χριστόν, τότε μου λέει η Θεοτόκος: «ο Αφέντης θα λείψει τρείς μέρες, πάγει εις την Φραγκιά» (της είπε της γυναικός να μου ειπεί «εις την Ευρώπη» κ δέν μπόρειε, κ της είπε «εις την Φραγκιά»). Κ μου είπε γυρίζοντας οπίσω μιάν μεγάλη γιορτή: ήρθε ο ΑφέντηςΜας εδώ κ ο Χριστός κ η Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι κ με όλα τα φώτα κ μεγάλη παράταξιν• 172 κάτι μού’δωσαν κ έπια κ έμεινα ξερός• κ ήταν όλημου η φαμελιά παρόντες κ κλαίγαν• στάθηκα πεθαμένος καμόσον• τρείς φορές τό’λεγε <=3 φορές λέγοντας την κάθε ευχή> ο Αφέντης κ ο Χριστός κ η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι: με εδιάβασαν πρώτα κ ύστερα είπαν: «καθαρίζεται κ αναστήνεται ώς τον Λάζαρον» κ ευλόγαγαν τρείς φορές, κ τότε αναστήθηκα. <έπρεπε να τον πεθάνουν για να τον αναστήσουν. Κ τον πέθαναν με ένα υπνωτικό φάρμακο. Αυτό δείχνει πόσο πρόχειρο πράγμα για τον Θεό είναι ο θάνατος, πόσο φαινομενικός. Κ με τί τον ανέστησαν? με τον ιερό Λόγο. Με τον Λόγο ενεργεί ο Θεός, έτσι δημιούργησε κ τον κόσμο. Λέγει κ γίνεται το κάθε τί> ελειτρουγούγαν <=λειτουργούσαν> Κ ευτύς με πήραν κ πήγαμεν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα κάτω στον Περαία κ εκεί κ με φόρεσαν ένα σάν ράσο• κ τότε ήρθα με την Θεοτόκον απάνω κ με τους Αγίους κ Άγιον Σπυρίδωνα. Κ ο Αφέντης κ ο Χριστός κ οι άλλοι οι Άγιοι πάνε απο εκεί, αναλήφτηκαν. Διόρισε σαράντα Αγίους με την Θεοτόκον να μήν λείπουν απο της ΑγαθήςΤου την Θέλησιν της ΚαθέντραςΤου < =ΑγαθήςΤου της Θέλησης την ΚαθέντραΤου>.) Τώρα θα σας ειπώ κ τί είδα μόνοςμου: Πρώτα εις την αράδα, πήρε απάνω εις τους ουρανούς τρείς φορές το μεγάλο το παιδί κ τρείς τον Δημήτρη• κ όποτ’ ερχόταν, έπρεπε τον Δημήτρη να τον παίρνει εις τα χέριαΤου κ να τον ευλογάγει κ να τον χαϊδεύει κ να γελάγει με αυτό• ευλόγαγε κ τ’ άλλα τα παιδιά, όμως αυτό κ ο Αφέντης κ ο Χριστός κ η Θεοτόκος κ οι Άγιοι δέν τ’ άφηναν απο το χέριΤους• κ εκεί οπου το πάγαιναν, αδελφοί αναγνώστες, τα θυμάταν κ μου τά’λεγε το καημένο! Ήταν χάρισμα 173 κ δώρο θεοτικόν. Μιάν βραδιά κοιμόμουν μέσα εις τις εικόνες, είχα εκεί το γιατάκιμου (κ μου είπε κ η ΧάρηΤης ό,τι μου είπε ο Χριστός)• ήμουν έξυπνος <=ξυπνητός> κ χαυνωμένος ώς μεθυσμένος• με πάνε σε μιάν παλαινή <=παλαιική, παλαίωνη> εκκλησίαν κ εκεί είχε πολλά χωρίσματα με θόλους• σε έναν θόλο ήταν μιά κρικέλα εις την μέση του θόλου, κ ένας άλυσος κ ήταν ένας νέος κρεμασμένος• μπαίνοντας και τον είδα κ φοβήθηκα κ λυπήθηκα: κ αγωνίζεταν να του βγεί η ψυχήτου. <:δεδομένου οτι οι αμαρτωλοί στον άλλο κόσμο εμφανίζονται παρακάτω να τιμωρούνται στην πεδιάδα, αυτός ο νέος στην εκκλησία μέσα δέν φαίνεται να ήταν απο τους αμαρτωλούς, το μαρτύριοτου ήταν το μαρτύριο του ανθρώπου που αδίκως βασανίζεται σ’ αυτήν τη ζωή, σ’ αυτόν τον υλικό κόσμο που είναι σάν μιά εκκλησία με διάφορα χωρίσματα, διαφόρων λογιών μαρτύρια, γιατί είμαστε προσκολλημένοι σ’ αυτήν τη ζωή κ απο αυτήν την προσκόλληση ο καθένας τραβάει το μαρτύριο της κάθε ανημπόριαςτου> με πήγαν απάνω σε μιάν πεδιάδα, όμως πολλά λυπηρή έρχεται σε αντίθεση, γι’ αυτό λέει ‘όμως πολλά λυπηρή’>. Κ απο τη λύπημου βγήκα έξω• κ με πήραν κ <= ‘λιπιρι’. Ήταν λυπηρό το θέαμα της περιάδας. Οι άνθρωποι χαίρονταν βλέποντας πεδιάδες. Αυτή Αναγνώστες, τ’ αναθεματισμένος να είμαι άν σας λέγω ένα δια άλλο!: κολλώντας εις την πεδιάδα εκείνη ήταν ο Αφέντηςμας, εις το δεξιόνΤου ο Χριστός, εις το δεξιόν του Χριστού η Θεοτόκο, κ ώς δώδεκα Άγιοι (τον Άγιον Γιάννη τον Βαφτιστή τον γνώρισα πολύ καλά), κ ήταν όλοι εις τα μαύρα, ο Αφέντης κ οι άλλοι όλοι, κ κάθονταν. Εις το αριστερόν μέρος ήταν όσοι είχαν εγκλήματα πολλά, κ όσοι είχαν παιδιά βαφτισμένα κ έκαμαν αμαρτία με τις κουμπάρεςτους, 174 κ όσοι κορίτσια έφθειραν• ήταν κ άλλοι πολλοί εγκληματίες, οι πρώτοι ήταν αυτείνοι. <οι ιθαγενείς της Αυστραλίας άν κ δέν έχουν απόλυτες απαγορεύσεις στο σέξ, θεωρούν μέγιστα εγκλήματα την αιμομιξία κ τον βιασμό. Τον βιασμό τιμωρούσαν με θάνατο, ενώ με εξορία, που ήταν σχεδόν θάνατος, τιμωρούσαν την αιμομιξία (ακόμη κ άν δέν ήταν, αδέρφια θεωρούνταν όσοι ανήκαν στην ίδια μερίδα της κοινότητας. Η κάθε κοινότητατους χωριζόταν σε δύο μέρη, κ του κάθε μέρους τα μέλη μεταξύτους θεωρούνταν σάν αδέρφια, μεταξύτους συνουσία θεωρούνταν αιμομιξία> Τότε παρουσιάζεται έν’ αμάξι πέτρινο, μαρμαρένιον, με μαρμαρένιους τροχούς, κ το αμάξι γιομάτο πέτρες σάν τα μεγαλύτερα κασόνια, κ το τραβούσαν αυτείνοι ζεμένοι κ καταβασανίζονταν. Ύστερα παρουσιάζεται εμπροστά εις το κριτήριον ένα πράμα: το μεγαλύτερον κ αγριώτερον θερίον, κ ανοιχτό το στόματου κ απο μέσατου έβγαιναν λογιών των λογιών φωτιές• σάν μιναρέδες, κ μπροστά ερχόνταν οι φωτιές. Τότε εκείνοι οι κουμπάροι στέκονταν με τις κουμπάρες (τα παιδιά τα βαστούσαν οι Άγιοι κ οι πατέρεςτους) – αδελφοίμου, γνώρισα πολλούς απο αυτούς, δέν τους σημειώνω, ο Θεός άν γένει Έλεος… (Μ’ όλο τούτο, του<ς> είπα ένα-δυών <=μίλησα σε έναν-δυό απο αυτούς για να τους συνετίσω> – ποιός ακούγει αυτά? καθώς καταντήσαμεν!)• αφού τους κρίναν, έσκισαν τις γυναίκες εκείνες κ τους φόρτωσαν, κ πρώτα ο Αφέντηςμας κ ύστερα οι άλλοι όλοι του Κριτηρίου με το αριστερόν χέρι τρείς βολές κάναν <τη χειρονομία της καταδίκης> κ με το στόμα: «εις το πύρ! εις το πύρ! εις το πύρ! εις το εξώτερον!» κ φορτωμένους τους ρίχναν εκει μέσα. Τότε τα παιδιά τα ξαναβάφτιζε ο Α-Γιάννης με τους Αγίους, καθώς τα βαφτίζομεν εδώ. 175 Αφού τελείωσαν την Βάφτισιν, τότε οι άλλοι, ονι <=όσοι> τραβούσαν όλοι ζεμένοι το πέτρινον αμάξιν – τότε, αδελφοί, εβλέπετε την μεγάλην Οργή του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου κ την μεγάλην Αγανάχτησιν!• τότε έλεπες βασιλείς λογιών των λογιών, κ φραγκοφορεμένους κ απο τις δικέςμας φορεσιές, οπου <οι Άγιοι> έλεγαν «εις το πύρ!» κ πέφταν εκει μέσα εις το πύρινον καμίνι, εις του αγρίου θερίου το στόμα• τότε παρουσιάζει κ τον βασιλέαμας κ τους οπαδούςτου κ την βασίλισσάμας, γυμνούς• κ αφού τους γύμνωσαν, πάνε όλοι μέσα εκεί υπουργός Σχοινάς> ω ς το πύρινο καμίνι, κ ο Κωλέτης κ οι οπαδοίτου. (Αυτό το είπα ευτύς τότε του Σκοινά <ήταν ένας κ άλλων ανθρώπων, οτι ο Κωλέτης δέν θα χρονιάσει). Αφού γύμνωσε τον βασιλέαμας κ βασίλισσαμας, ευθύς γράφει ‘ευθις’, ενώ συνήθως ‘ευτις’> (ανάμεσα Θεού κ Χριστού). <εδώ έντυσε έναν γέρον με γένεια, κ τον ευλόγησαν ο Αφέντηςμας κ όλοι κ τον έβαλε εις τα δεξιάΤου <:στο 4.ο μέρος του βιβλίου, αυτή η τιμή γίνεται στον Μακρυγιάννη> Γνώρισα εκεί πολλούς, κ ντόπιους κ ξένους, τον Κατακάζη τον πρέσβη της Ρωσίας τον γνώρισα καλά• αυτός – κ τον Καποδίστρια, τους κυνήγαγε καί τους δυό ένας Φράγκος <γραμμένο με γκ! ‘φραγκος’> να τους πιάσει, κ έρχονταν γύρα σε μιάν ράχη• οι άλλοι όλοι έπεφταν μέσα εις εκείνη την φωτιά κ σ’ εκεινού του θερίου το στόμα (μήν ακούτε ‘στόμα’ κ ελπίζετε στοματάκι• στόμα κ κεφάλι αμέτρητο!). Αφού ήταν οι λάμψες των φωτιώντου οπου έβγαιναν, στην μέση ήταν μιά ανέμη με φωτιές, καθώς είναι του ντολαπιού οπου 176 βγαίνει <=βγάζει> το νερό απο το πηγάδι οπου ποτίζουν τους κήπους• <dolab =υδροτροχός ποτιστικός• αναφέρεται κ απο τον Junus Emre, 13ο μ.Χ. αιώνα: ‘dolap ni-çin iniler-sin – derdim var-dır iniler-im’. (‘υδροτροχέ, γιατί αναστενάζεις (δηλαδή τρίζεις)? – καημό έχω κ αναστενάζω’). Ο υδροτροχός είναι σε πολλά ινδικά φιλοσοφικά έργα σύμβολο αυτού του κόσμου όπου οι άνθρωποι γεννιούνται πεθαίνουν ξαναγεννιούνται κ.ο.κ. κ έτσι βασανίζονται> κ εκεί όσοι πέφταν εις αυτό το στόμα, τους έπαιρνε η ανέμη, κ άλλος κρεμιέταν κ καίγεταν πιασμένος απο χέρι κ άλλος απο ποδάρια, καθώς τον πιτύχαινε η ανέμη, τον ήφερνε γύρα. Τότε παρουσίασε κ’ εμένα τον αμαρτωλόν κ την φαμελιάμου, κ τό’να το παιδί οπου ήταν άρρωστον πολύ καιρόν κ είχε τρικούκουλο, όλοτου το σώμα τρυπημένο (τό’ταξα να λάβει την υγείαντου, να το κάμω υπερέτη της εκκλησίας του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου• κ το είχα τάξει απ’ όταν ήταν μικρό• γράφω σ’ άλλο <φύλλο περι αυτού>). Κ τότε απο μέσα από’να λαμπρό μέρος βήκαν τρείς ώς δεσποτάδες, κ ο Άγιος Γιάννης, κ άλλοι πλήθος, κ το χεροτόνησαν. Τότε εμένα μου ρίχτη η Θεοτόκος αναντίονμου (κ η φαμελιάμου <ήταν> εκεί) κ μού’δωσε <η Θεοτόκος> μιάν κατακεφαλιά• κ σηκώθη ο Χριστός κ της μίλησε, κ με ευλόγησε ο Αφέντηςμας κ ο Χριστός, η Θεοτόκος, κ όλοι οι Άγιοι, κ’ ευλόγησαν κ τα παιδιά κ τους γονιούςτους, όσες κουμπάρες κ κουμπάροι είχαν μολύνει (οπου τις κομμάτιασαν κ τους έρριξαν εις το πύρ). κατεβαίνει ένα σύγνεφον• <=Ευλόγησαν τα παιδιά που οι νονοίτους αμάρτησαν. Το πύρ το γράφει ώς εδώ πάντοτε ‘πιρι’> <το σύννεφο ήταν το μεταφορικό μέσο, κατέβηκε τους πήρε όλους του Κριτηρίου κ τους μετέφερε Τότε εν ριπῇ οφθαλµοῦ:> κ ο Αφέντηςμας, καθώς ήταν όλοι εκεί εις το Κριτήριον, κ πήγαμεν εις την Αγια- <έγραψε ‘εσκυ’ παρασυρμένος απο το εις που ακολουθούσε, διορθώνω σε ‘εκυ’ =εκεί> Σοφία, κ εκεί ευλόγησε εκείνον τον γέρον οπού’χε εις τα δεξιάΤου, κ ήταν μιά παράταξις – δέν μπορώ να σας παραστήσω, 177 Τον ευλόγησε ο Αφέντηςμας κ όλοι οι άλλοι, κ είπε: «Τούτος είναι ο πρόεδρος της επιτροπής της ΒασιλείαςΜου». Κ ξύπνησα. Αυτά είδα, αδελφοί, κ όποιος αγαπάγει άς πιστεύει – ειδέ, είναι νοικοκύρης να κάμει ό,τι θέλει. Την Κυριακή ξημερώνοντας ήρθε ο Αφέντηςμας, ο Χριστός, η Θεοτόκος, κ όλοι οι Άγιοι, με όλη αυτείνη τη φωτοχυσία, κ πολύ χαρούμενος μου λέγει: (τρείς φορές:) «Γιάννη! Γιάννη! Γιάννη!», «Τώρα στοχάζομαι: Με είδες κ με τους οφθαλμούςσου κ Με απόλαψες κ Με γνωρίζεις. Ασφάλισες όσα νύχτα κ ημέρα περικαλιέσαι υπέρ της πατρίδοςσου, της θρησκείαςσου κ γενικώς της ανθρωπότης. Σας άκουσα, δια τις παρακλήσεις του ΜονογενούςΜου κ της ΜητρόςΤου κ των ΑγίωνΜου. Είδες, αξιώθης με τα μάτιασου να ιδείς όλους αυτούς υγιείς. Κ: η θάλασσα σαλεύει, όχι οι λόγοιΜου. Είδες τον επίτροπόΜου. Σας ανάστησα οπίσω. Όποτε θά’ρθει η διορισμένη ώρα, όλα αυτά θα τ’ απολάψετε, κ την μεγάλη κορώνα. Λευτερώνεται το ξανθό γένοςΜου απο το μολυμένον κ αχάριστον τέκνο των Σαββατιανών κ τους άλλους όλους οπου το καταφάνισαν. Λήγορα έρχεται ο Κωλέτης, κ αυτείνοι όλοι έπειτα, εις την κατοικίαν οπου ετοίμαζαν να ησυχάσουνε• κ θα ματα ιδείς τον Κωλέτη• όταν έρθει εκεί, πάλε θα τον ιδείς. Κ εσύ θα είσαι εις την κατοικίανσου με την ΕυλογίανΜου. Εθυσίαζες όθεν ήταν μεγάλη δυστυχία κ όθεν σου είπα, πίσω έρχονται <=ανταποδίδονται (τα καλάσου έργα)> τέταρτο της δραχμής. κ δέν μένεις δυστυχής, με όλησου την οίκοσου <=τον οίκοσου>». Τότε βγάνει κ μου δίνει ένα <=ένα κέρμα των 25 λεπτών> 178 Όταν πηγαίναμεν κ μυραίναμεν με τον Χριστόν κ την Θεοτόκον κ έκανα τρείς δραχμές, κ τρία το τέταρτο της δραχμής, τρία 25λεπτα> αμφιβολίαν).) <=όταν μυραίνεται ο άνθρωπος, οι Άγιοι τότε του προλέγουν τον βίοτου> Τότε μου δίνει το τέταρτο αυτό τυλιγμένο με κερί, κ μου είπε <η γυναίκα>: «αυτό φέρνει την οικίανσου»• κ μου είπε η Θεοτόκος κ το έβαλα εις την σακκούλα. Ας λέγω, αδελφοί αναγνώστες, κ εγώ δέν ξέρω πώς έρχεται ο παράς. χρήμα> <=τότε έκανα κ κ τις λαμπάδες. (Κ ό,τι θ’ απολάψει, αδελφοί, ο άνθρωπος, όλα τότε του τα λένε, αυτό να μήν έχετε καμίαν <η Θεοτόκος> οπίσω, <ώς σημάδι> οτι εστήριξσες <=άν και παραπονιέμαι, δέν ξέρω πόσο δύσκολα βγαίνει (για τους πολλούς) το Άλλοι παίρνουν εις τα σπίτιατους δύο, τρείς χιλιάδες δραχμές το μήνα, κ άλλοι χίλιες, άλλοι πεντακόσιες – όταν πεθαίνουν, χρέος αφήνουν! Εγώ με αυτές τις τρακόσες πενήντα, το σπίτιμου – η Ευλογία του Θεού: μαγειρεύομεν να φάμεν μόνοιμας, κ έρχονται (κάποτε τρείς, κάποτε απάνω, κάποτε κάτω) κ τρώνε κ εκείνοι• κ πολλές βολές περισσεύει, κ η φώτιση του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου: δίνω, δια της φώτισήςΤου, των δυστυχισμένων, κ πάλε: τα ελέη του Θεού!. Δόξα! Δόξα! Δόξα το ΠανάγαθόΣου Όνομα κ της ΒασιλείαςΣου! Κ όποιος δέν πιστεύει την ΑγαθότηΣου, Παντοκράτορα, κ της ΒασιλείαςΣου, - όλοι σε κείνο το πύρινο καμίνι να μπούνε κ μ’ εκείνη την ανέμην να ανεμίζουν συντροφεμένοι με την μεγάλη φλόγα, οπου συνήθισαν κ τρώνε την ανθρωπότη ζωντανή. Μου είπε: «Μήν βιάζεσαι, Γιάννη, κ όλα θα τα ιδείτε όταν είναι καιρόςτους. Κ ν’ ακούς την Μαρία κ Αγίους ό,τι σου λένε, οπου Τους έχω πάντοτες εδώ, 179 κ να σέβεσαι την φαμελιάνσου, οτι σ’ου την έδωσα να ζήσεις ειρηνεμένα• κ είναι μισός άνθρωπος απο τις ενέργειες των πειρασμών κ απο την απολπισίαν των μεγάλων κιντύνων ολονώνσας• κ ηθα την έχανες, έ Γιάννη, –ετε είναι η κατάληξη του β΄ πληθυντικού παρελθοντικών χρόνων στον Μακρυγιάννη> <=‘υγιανι’> κ θα μένετε <=θα μένατε. εις την δυστυχίαν• κ την ελυπήθηκα, κ εσάς όλους, κ’ εσώθη• οτ’ ήταν σαπισμένη όλη μέσα• κ δι’ αυτό σε βάρησε η Μαρία την νύχτα». τον Χριστόν κ Αγίους.) Τον Σεπτέμβριον πεθαίνει ο Κωλέτης. Εις τα τρία χρόνια πρίν <προφανώς τον βάρεσε διότι φέρθηκε όχι τόσο καλά στην σύζυγότου> <είχε πεθάνει, κ τότε> Αναλήφτη με τον εξέχωσαν κ βήκε σώος κ ακέραιος – κ βρωμερός. Ύστερα καίγεται το σπίτι του Τζαβέλα κ κόντεψαν κ αυτείνοι όλοι. Γένεται η ταραχή της Γαλλίας κ όλης της Ευρώπης, χύνονται ποταμοί αίματα• όσα έκαμαν εμάς, τ’ απόλαψαν με τον τόκοντους. Ύστερα, τώρα πεθαίνει κ ο μεγάλος φιλόσοφος: ο βασιλέας Φίλιππας, σε ξένη γής κ καταφρονεμένος, κ πάγει εκει μέσα οπου τον είδα Ευρώπη ώς την σήμερον είναι συντροφεμένη με την Οργή του Θεού.) <στο προαναφερθέν όνειρο>• κ το κράτοςτου κ όλη η ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ μέρος 3ο γ Τον Μά ιον μήνα μου δίνει σερνικό παιδί, το βαφτίζω κ το βγάνω Χρίστο. Του Χριστού, μου παίρνει τον Δημήτρη. Κ μου το είπαν πρωτύτερα (αστένησε, κ την ημέρα του Χριστού…) να μήν ψυχραθούμεν. <=μου το είχαν πεί οι Άγιοι πρωτύτερα οτι θα χαθεί, για να μήν μισήσω τα θεία> Εκείνη την ημέρα έγινε πολύ καλά, τα μεσάνυχτα έσβησε σάν κερί. Τί να σας ειπώ, αναγνώστες, δέν μπορώ να σας παραστήσω τα προτερήματάτου, κ κλαίγω όταν τα θυμούμαι κ κολάζομαι, βαρύνω τον Θεόν, οτι μού’δωσε δυό, μου πήρε το δικόνΤου• δίδυμα πήρε το ένα> ύστερα μού’δωσε άλλο πρίν μου πάρει το δικόΤου. Εις το θάνατότου ήταν μεγάλο θάμα του Θεού• <απο τα 180 οτι όλα <τα έργα> του Θεού είναι ζηλεμένα <=όμορφα, θαυμαστά>. Γιομάτη η εκκλησία κ όξω, κ όλος ο κόσμος, γυναίκες κ άντρες – δέν ήταν μάτι οπου να μήν κλάψει. Τότε εγώ κ όλημου η φαμελιά επέσαμεν εις τον θάνατο. Ξεϊσκυώθη τα προστατευτικά πνεύματατου> <=έχασε τους ‘ίσκυους’ δηλαδή τις ισχύες, το σπίτι, κ πήγα εγώ να χαθώ. Κ περικάλεσα την ΧάρηΤης να μου το φέρει μιάν φορά να το ιδώ ακόμα. Κ μου λέγει: «πάντοτες έρχεται αυτό κ σας λέπει, το φέρνομεν. Εσείς δέν το λέπετε, δέν κάνει». Αφού περικαλούσα νύχτα κ ημέρα, με αξίωσε κ το είδα μ’ ένα στέφανον εις το κεφαλάκιτου, εκεί οπου έκανε τις μετάνιεςτου πάντοτες, κ να περικαλιέται! (Τριάμισι χρονών παιδί ήταν όταν πέθανε, κ περικαλιόταν νύχτα κ ημέρα ώς γέροντας, να κάνει την προσευκήτου κ να περικαλιέται δια την πατρίδατου κ θρησκείατου κ του τίμιους ανθρώπους!).) <ο στέφανος στο κεφάλι είναι το σημάδι των Αγίων κ Μαρτύρων. Δεδομένου οτι ο Θεός όποια μορφή θέλει παίρνει, θεωρώ πως εκείνο το παιδί ήταν μιά άλλη ενσάρκωση του Χριστού, ή μιά ενσάρκωση κάποιου Μεγαλομάρτυρα> Τότε εγγίχτη κ η φαμελιάμου με αυτείνη την γυναίκα, κ ήρθαν σε λόγια• να μήν γένουν περισσότερα, δέν <=αγγίχτηκε, απέκτησε μίσος> ματά’ρθε απο τότε ώς την σήμερον. Μπορεί να ήταν κ της Θείας Πρόνοιας ώς αυτό.) <«ώς αυτό» =ως προς αυτό, όσον αφορά αυτό. Οπωσδήποτε της Θείας Πρόνοιας ήταν να φύγει εκείνη η γυναίκα, διότι ό,τι είχε να προσφέρει το προσέφερε. Απο εδώ κ κάτω ο Μακρυγιάννης αρχίζει να επικοινωνεί με το Θείον μόνοςτου, κ να διαπιστώνει οτι όσα του είχε πεί η γυναίκα ήταν αληθινά> Το λοιπόν, απο τότε ώς τώρα δέν είδα τίποτας <κανένα όραμα το οποίο> να μου ειπούνε <κ άλλοι οτι το είδανε συγχρόνως με εμένα>. Μόνον όταν κάνω την προσευκήμου βλέπω κ τον Παντοκράτορα κ τον Χριστόν κ την Θεοτόκον κ τους Αγίους κ την ΕυλογίανΤους• κ το Φώς, όθεν να είμαι, να περικαλεστώ, το βλέπω• την νύχτα φαίνεται πολύ καλά, κ σε σκοτεινόν μέρος• κ τον Παντοκράτορα με το φόρεμα οπου μου έδωσε το κομμάτιτου, 181 το κομμάτι απο το φόρεμάΤου (γνωρίζετε οτ’ είναι άσπρον κ έχει κ βούλες). Κ όποτε Τον βλέπω, κ το Φώς, λάμπει όλος ο τόπος• είναι οπου <=όταν> κάνω την αμαρτωλήμου προσευκή ή όταν κοιμούμαι κ ξυπνάγω κ περικαλιούμαι, αυτά τα βλέπω• σπανίως τον Παντοκράτορα τοιούτως, αλλα εις την προσευκήμου Τους βλέπω, κ βλέπω κ την ΕυλογίανΤους καθημερινώς.) Όταν επληγώθηκα εις το κάστρο των Αθηνών – μιάν ημέρα πήρα τρείς πληγές, οτι μας πλάκωσε μεγάλη ορμή των Τούρκων κ κυρίως εις το δικόμου πόστο (οτ’ ήμουν πολύ πλησίοντους, τρείς αδρασκελιές <μακριά> ποτέ δέν ήμαστε). Εκείνη την ημέρα έγινε μεγάλος σκοτωμός και απο τα δύο μέρη, κ μου κυρίεψαν το πόστομου (εις τ’ άλλο ξηγούμαι). Τότε, πληγώνοντάςμε, οι άνθρωποι έλπιζαν <=νόμιζαν> οτ’ είμαι τελειωμένος κ πατούσαν απάνωμου• οι πληγές κ αυτό το πάτημα: ήρθα εις τον θάνατο. Απο την αυγή ώς το βράδυ πόλεμος πεισματώδης. Αυτό το μέρος εις την κοιλιάμου έκανε ένα σύνασμα αίμα σάν λάσπη του βαενιού. είναι μεγάλο δοχείο κρασιού, στον πάτω μαζεύεται η τρυγία, που την λένε λάσπη του βαενιού, έχει χρώμα βυσινί σκούρο κ θαμπό>. Ανάπλι μου είχε γένει έν’ απόσταμα ντόπιοι κ μου διόρισαν μιάν κούρα <=απόστημα> κ μιά πέτρα <=φροντίδα, θεραπεία> <=ένας όγκος σκληρός>. Μαζώχτηκαν γιατροί απο τα καράβια τα ξένα κ οι με μαλαχτικά, με αβδέλλες, κ άλλα πανιά• τέσσερους μήνες: διαλύθη αυτό απο τότε. Εις τα 1849∴, του Αγίου Φιλίππου ξημερώνοντας, με ηύρε το ίδιον αίμα, κ συγχρόνως αδύνατος ο τόπος εκεί νοσώδης, δέν συντελούσε στο να δυναμώσει η υγεία>. <Το βαένι Όταν βήκα έξω μετά καιρό, εις τ’ <ο τόπος ήταν Μιάν ημέρα, έκανα τις μετάνιεςμου, αιστάνθηκα πόνο, βγαίνει κ το ξύγκιμου• πλακώσανε οι γιατροί, μου τό’δεσαν καλά. 182 Εγώ ήμουν αστενής κ πολύ λυπημένος δι’ αυτό, κ με πονούσαν κ οι πληγές του σώματόςμου. Μιάν αυγή, έκανα την προσευκήμου, κ ήμουν πολύ <=πολλή ώρα> μέσα, εις τις εικόνες• κ ήμουν κ κρυγιωμένος κ αποσταμένος κ πονεμένος. Ανοίγω την πόρτα, βλέπω εις την σάλα έναν με γένεια, σάν καλόγερον. Τον καλημερώ, του λέγω: «Γέροντα, κόπιασε μέσα εις την κάμαρη, οτι δέν μπορώ να σταθώ». (Αυτό ήτον κοντά τα έβγα του Δεκεμβρίου, 20 μπροστάμου. Του λέγω: «αυτό είναι τυραγνικόν έργον!»• <του μήνα>• κ ήτον κρύγιον πολύ). Έρχεται μέσα, κ κάθεται γοναστικώς <=είναι τυράννου συμπεριφορά να σε έχω γονατιστόν μπροστάμου> τον πήρα πλησίον μου. Μου λέγει: «σου φέρνω ευκιές κ ευλογίες απο τον Αφέντημας, εσένα κ όλης της συντροφιάςσου». Του λέγω: «ποιός είναι ο αφέντης; κ συντροφιά δέν έχω» - «Άνωθεν είναι, κ ξέρει κ’ εσένα κ την συντροφιάσου» - «Τί άξιος είμαι εγώ δι’ αυτά οπου μου λές; Σήκω να πάμε μέσα, εις τις εικόνες». Πήγαμεν εκεί, λέγω, τρείς φορές: «Κύριε! Κύριεε! Κύριε! Ετούτος ο άνθρωπος ήρθε εις το σπίτιμου κ μου λέγει λόγια… απο πού; Εγώ είμαι ανάξιος! Κ άν είναι αληθινός, να βγεί η Ευκή κ η Ευλογία της ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου• ειδέ κ είναι επίβουλος, να γενεί στάχτη έξω απο το σπίτιμου!». Τότε ορκίζεται κ αυτός κ κλαίγει• έκαμα τρείς μετάνιες – το ίδιο κ αυτός. Πήρα να του φιλήσω το χέριτου, δέν μου τό’δωσε, μου είπε οτι δέν είναι γ ιερωμένος. <=δηλαδή δέν είχε βαθμό της ιεροσύνης. Ήταν απλός μοναχός> Μπαίνομεν μέσα, κ μου λέγει: «ο Αφέντηςμας είναι εμπροστάμας»• μου είπε: «τί είσαι έτσι;» - «τίποτας», του λέγω. – «Στάκα να σε ιδώ», μου λέγει, με τηράγει εις το ξύγκιμου 183 - «Δέν τό’χεις καλά δεμένο!»• με διάταξε <να σταθώ να το δέσει> κ μου το έδεσε. Τότε μου δείχνει κ αυτός, κ ήταν σε δύο μεριές κατεβασμένος. Εγώ – μού’ρχεταν ένα μεγάλο θάμα: εγώ – κανείς δέν με ξέρει, κ αυτός κ να με ιδεί κ να μου δείξει… «τί είναι τούτο» λέγω «σήμερα!». Τότε μου λέγει: «να μήν είσαι έτσι βαρυγκομένος, κ να δοξάζεις τον Θεόν, κ να φκιάσεις κ τις δυό εκκλησίες οπού’χες ταμένα». Του λέγω: «ούτε τον Θεόν γελάγω ούτε την ΒασιλείανΤου – ούτε εσένα: εκκλησίες δέν φκιάνω, άν δέν ιδώ η θρησκείαμου να μήν τσαλοπατιέται, κ η πατρίδαμου, απο την παραλυσία κ κακία κ απιστία». Μ’ έβιασε σ’ αυτό πολύ. Του είπα: «ό,τι είπα, σ’ εκείνο στέκω, όχι άλλο». Μου είπε οτι θα’ρθούνε βρωμερά έθνη αναντίον της πατρίδος κ θρησκείας, «να είστε προσεχτικοί, κ μεγάλη ομόνοιαν αναμεταξύσας. Κ όταν να ιδείς τίποτας, τελειώνοντας αυτό, να κινηθείς με όσους μπορέσεις δι’ αυτό». – «Δέν το κάνω» του είπα, «καθώς δέν κάνω κ τις εκκλησίες• τότε κιντυνεύει η πατρίς απ’ όλους αυτούς, χωρίς να ιδώ φώς».) Του λέγω: «ξηγήσουμε πλατύτερα, τί είσαι, κ πώς ήρθες;». Μου λέγει: «εγώ ήμουν εις τον Άγιον Τάφο αρκετόν καιρόν, κ μιάν βραδυά είδα τον Παντοκράτορα κ όληΤου την Βασιλείαν. (Κ με λένε Γιάννη)• κ μου λέγει: ‘Γιάννη! Γιάννη! Γιάννη! εσύ’σαι ο Επίτροπος της ΒασιλείαςΜου! Κ καθώς φέρνεσαι, να μήν αλλάξεις τρίχα, το είδα τρείς βραδυές εις τον ύπνομου. Ύστερα έρχεται <αλλιώς> είσαι χαμένος κ εδώ κ εις την άλλη ζωή’. Αυτό 184 ι κ μου λέγει να ειπώ του ηγούμενου κ των αλλονών ολονών, με τα ονόματάτους ξεχωριστά, να μήν ξέρει ένας τον άλλον, να τ ς ειπώ: τί’ναι αυτά οπου κάνουν! κ: ‘πού ακολούθησαν τον ναόνΜου!’· είτε θα’ρθούν εις τον δρόμοτους, κ να μετανοήσουν, είτε θα ιδούνε πράματα κ εδώ κ εις την άλλη ζωή! Θα τους στείλω εις το πύρ να καίγονται μαζί με τους άλλους’». Πήγε διηγήθηκε> <καθώς μου κ είπε όλα αυτά, τ’ Αγιου-Κωνσταντίνου τα 1844. Τον πήραν κ πήγαν εις την Κωσταντινούπολη, κ εις την Αγίαν Σοφίαν τον χεροτόνησαν• βλέπει αυτά όλα εις τον ύπνοτου. Περνώντας καμόσος καιρός, του λένε να βρεθεί εις την Κωσταντινούπολη• πήγε εκεί, κ του έβαλαν την κορώνα• κ του λέγει: «εσύ’σαι ο Πρόεδρος της Επιτροπής της ΒασιλείαςΜου, όταν θα’ρθεί η ώραΜου η διορισμένη»• κ του είπε νά’χει δικαιοσύνη, κ άλλες πολλές διάτες. <η διάτα=εντολή, κέλευσμα> Του παρουσιάζουν τον σουλτάνο σ’ ένα παλιο-σκαμνί, κ τον δικόμας τον βασιλέα το ίδιον. Κ του είπε τότε: «θα πάνε εις το πύρ εις το εξώτερον και οι δύο ετούτοι». Τον παίρνουν ύστερα –όχι εις τον ύπνον, ζωντανόν- κ τον πάνε σε όλες τις εκκλησίες να τις φκιάσει κ σε όλα τα τζαμιά, κ του είπαν: όταν είναι ο καιρός οπου θα επιτροπέψει, του είπαν το κάθε τζαμί τί εκκλησία να γένει. Τους λέγει: «πότε είναι;» - «Ούτε να ρωτάς δια τον καιρόν, οτι έθεν γ <=όθεν, όποτε> σε διατάττω, να είσαι έτοιμος, κ χωρίς να εξετάζεις». Τότε τον διορίζει κ πάγει εις τον Πατριάρχη κ άλλους ιερωμένους κ λαϊκούς κ τους είπε ό,τι είπε κ εκεινών εις τον Άγιον Τάφον. Τότε του λέγει να 185 πάγει εις την Ρωσίαν εις τον Νικόλαον τον βασιλέα να του ειπεί: ποιός το έκαμεν αυτό το μικρόν βασίλειον τέτιον, κ αυτόν; κ: τί ε Ορθόδοξος Χριστιανός είναι, οπου αφήνει τον ΤάφοΜου τόσον καιρόν κ τον τσαλοπατούν τ’ ακάθ αρτα έθνη; Σηκώθη αυτός, πήγε εις την πρεσβεία την ρωσική να βγάλει το πασαπόρτιτου• πήγε τόσες φορές, τον καταφρονούσαν. Τότε βλέπει ένα σύγνεφον, κ του λέγει: «μήν πάς πουθενά». Κ τηράγει απάνω εις τα κεραμίδια της πρεσβείας κ λέπει ένα αγριογούρουνο κ είχε ένα μαστέλο <=λεκάνη> με βελάνια κ έτρωγε• ύστερα ευτύς κατέβη ομπρόςτου κ έτρωγε. Του λέγει: «αυτό, αυτό το αγριογούρουνο να τρώγει βελάνια! κ: θα συγυρίσω πρώτα τους αλλουνούς τους ακάθαρτους τους ομοίουςτου, κ ύστερα κ αυτόν, με την ώρατους θα γένουν όλα, κ θα βρεί ο καθείς ό,τι εργάζεται». «Όπου θα μου ειπούνε να πάγω» μου λέγει «μου λένε μόνον των τόπων την ονομασίαν κ πηγαίνω• κ κανε <=περίπου> τρείς μέρες <=που να μήν ερχόμουν!>. Τί είδα εδώ εις την εκκλησίαν του κάθε τόπου, κ τότε λαβαίνω οδηγίες πού να πάγω κ τί να μιλήσω. Έλαβα διαταγή να περάσω απο την Σύρα κ ήρθα εδώ, κ έχω τρείς ημέρες, κ μου είπαν να’ρθώ σ’ εσένα – να ήθελε να μήν ερχομουν! εις την χριστιανοσύνη, ποία ασέβεια κ απιστία!». Κ έκλαιγε που δέν παρηγοριέταν. έργοτου ‘που’> «Εις την Σύρα, <έλεγε> <κανονικά ο Μακρυγιάννης λέει ‘οπου’. Πρώτη φορά εδώ είδα στο αφού λέπω τόση απιστία – κ έρχεται κ μιά γυναίκα μαμή κ μου λέγει: ‘δάσκαλε, τηράς τα χέριαμου, οπού’ναι ματωμένα; τώρα έπιασα απο του πατέρα το κορίτσι παιδί, οπού’καμε αμαρτία με το παιδί 186 του, το κορίτσιτου, ο πατέρας! κ εδώ είναι εφτακόσια, οχτακόσια παιδιά, νεολαία, κ άλλοι μεγάλοι, οπού’ναι ορκισμένοι κ γυρισμένοι εις την δυτική θρησκείαν, κ άφησαν την θρησκείατους. Κ τί κάνουν οι παπάδες κ οι δεσποτάδες, κ <οι> άλλοι όλοι!’ Ο Θεός εις αυτά όλα ήταν κ είναι σε μεγάλη Οργή κ Αγανάχτηση, κ η Θεοτόκος όλο κλαίγει κ περικαλεί το ΈλεόςΤου, κ να σηκώσει την δικαίανΤου Οργή• κ είπε: ‘όλους αυτούς θα δώσω πρώτα αστένειαν, κ τους γ ιερωμένους κ αυτούς όλους• θα τους δώσω πληγή κ σημεία αστενικά οπου να ζορίζουν όλοι, κ εις την άλλη ζωή να πάνε εις τον Άδη τον πύρινον’». Κ μού’λεγε: «τί στοχάζεσαι, αυτείνοι οι γερείς <=ιερείς> πιάνουν το Άγιον Δισκοπότηρον κ μεταλαβαίνουν τους ανθρώπους; Τους μεταλαβαίνουν οι Άγιοι, κ σηκώνουν κ τα Άγια Μυστήρια»• κ έκλαιγε, βροχή τα μάτιατου, «θα μας χάσει η κακίαμας» έλεγε.) Τότε μου λέγει: «ο Αφέντηςμας μου είπε νά’ρθω εδώ δια’σένα• πρώτα, να μήν λυπάσαι, κ όταν είναι η ώραΤου είσαι σημαιοφόρος εσύ κ θα σε ακολουθήσουνε πολλοί, κ ο Σταυρός ομπρός• κ όταν να είναι αυτείνη η ώρα, πρώτα θα ιδείς οτι θα χαθεί τούτος ο Σαββατιανός <κττγνμμ εννοεί κάποιον αιρετικό, Ευαγγελιστή, απο’κείνους που κήρυτταν αργία να είναι το Σάββατο κ όχι η Κυριακή> απο την Οργή του Αφεντόςμας, οτι έχυσε κ χύνει τόσα αθώα αίματα. Κ τότε ματαφωτίζεσαι• κ όταν κινηθείτε να είστε δίκαιοι κ μονιασμένοι εις τον δρόμον. Κ θα βγούνε κ πολλά κεκρυμμένα Άγια Κορμιά έξω• κ τότε, έρχοντας κ εσείς, θα μπώ εις την Επιτροπή του ι Αφεντόςμας. Κ τώρα με τα βρωμερά έθνη οπου θα σας π 187 πλακώσουνε κ να σας χάσουνε: ομόνοιαν αναμεταξύσας, να μήν χαθείτε κ χυθούνε κ αθώα αίματα (οτι αυτό δέν το θέλει ο Αφέντηςμας). Αυτό μου είπε, κ: μου λέγει (κ: είν’ εμπρόςμας, ό,τι μου λέγει σου λέγω)». Καθίσαμεν περίτου απο πέντε ώρες. Του λέγω: «δάσκαλε, δέν κάθεσαι εδώ απόψε;» - «Δέν μπορώ, τέκνομου», μου λέγει, «οτι με γ βι άζει• θα κατέβω εις τον Περαία, κ απο’κεί μου είπε να πάγω εις την Ύδρα. Τί θα κάμω, κ πού αλλού θα πάγω, κ εγώ δέν ξέρω». Η ηλικίατου ήταν ώς εξηνταπέντε, εβδομήντα, όχι γερής κράσης, μέτριο μπόγι, κ όλο χαρούμενος, γλυκός άνθρωπος πολύ• κ έφυγε κ μου είπε: «πρώτα ο Θεός, θα σμίξωμεν εκεί οπου θα βλογήσει ο Αφέντηςμας• αλλα το κακό είναι», μου είπε, «οτι είναι σε μεγάλη αγανάχτησιν αναντίονμας, κ δίκαια η ΑγανάχτησίςΤου, κ λέγει ‘Εγώ να αγωνίζομαι ολοένα να τους σώσω, κ αυτείνοι οι αχάριστοι: κ Με αρνιούνται κ Με κακομεταχειρίζονται!’. Δέν μπορώ, παιδίμου», μου λέγει, «να σου παραστήσω την ΑγανάχτησίνΤου οπού’χει σε τούτους εδω μέσα εις το βασίλειονσας. Κ η μεγάλη η ασωτία, κ εκείνο το τρομερόν εις την Σύρα: πατέρας 188 με το παιδίτου <να κάνει> παιδί! πού ακούστη αυτό! ποίον ζώον κ ποίον θερίον κάνει αυτό; ο άνθρωπος!...»• κ έκλαιγε σάν μικρόν παιδί, κ είπε: «ο Θεός απο αυτά μας εσιχάθη, κ η Θεοτόκο Τον περικαλεί να μήν χαθούνε κ οι αθώοι». Σηκώθηκε κ έφυγε.) Δέν έχω την θύμησιν καλά, άν ήταν αυτός ο ίδιος εις την ΠαντοδυναμίανΤου τότε εις το ΚριτήριονΤου, οπου τον είχε εις το δεξιόνΤου κ εις την Αγίαν Σοφίαν• δέν μού’ρχεται εις την θύμησιν. <Ο Μακρυγιάννης μιλάει αντικειμενικά γι’ αυτόν, δέν κάνει κρίση άν έλεγε αλήθεια ή ψέματα, διηγείται όπως τα πράγματα συνέβησαν κ ειπώθηκαν. Κατάσκοπος άν ήταν, θα ξαναρχόταν στον Μακρυγιάννη να τον ψαρεύει. Ο Μακρυγιάννης καθόλου αφελής: του μίλησε έτσι που άν ήταν κατάσκοπος, να έλεγε πράγματα να καθησυχάζει εκείνους που τον έβαλαν ωστε να μήν έχουν πλέον υποψία κατα του Μακρυγιάννη. Νομίζω πως δέν ήταν κατάσκοπος, αλλα μιά δόση τρέλλας, θεοτικής ή ανθρώπινης, την είχε. Μπορεί να ήταν ‘δια Χριστόν σαλός’> Κ: εις τα 1850∴ τον Άγουστον μήνα ο βασιλέαςμας ετοιμάζεταν κ ήθελε να πάγει εις την πατρίδατου (κ είναι ώς την σήμερον εκεί). Ήταν πολλά μυστικόν πού πάγει ο νούςτου. αντί για ν. Ήταν μυστικός ο σκοπός του ταξιδιούτου>. <Έγραψε ‘ομοςτο’ κ το γράμμα μετά το μ είναι παράξενο αλλα πρέπει νά’ναι ο, αλλιώς δέν έξηγείται. Το μ λάθος Μιά νύχτα βλέπω εις τον ύπνομου οτ’ ήμουν με τον Μεταξά εις τον Λάζαρον τον Κουντουργιώτη, κ έρχεται ένας κ μας λέγει: «σύρτε, σας θέλει ο νέος βασιλέας!». Κινήσαμεν κ πήγαμεν• εις τον δρόμον μου λέγει ο Μεταξάς: «συγυρίσου να πάμεν». Του λέγω: «εγώ όπως είμαι θα πάγω• του λόγουσου κάμε ό,τι θέλεις». Πήγαμεν• ήταν μιά σάλα μεγάλη. Είπα: άς κολλήσει αυτός κ έπειτα πηγαίνω εγώ εις την δουλειάμου. Τον άφησα κ τράβησε αυτός, ύστερα κόλλησα εγώ• κ ήταν ένα παλάτι μεγάλο• κολλώντας, εις τα δεξιά ήταν κάτι γυναίκες πολλά λαμπρές• τους αντικείμενο> <=σε αυτές τις γυναίκες, έμμεσο ρωτάγω: «πού πήγε ο Μεταξάς?» - «άςτον αυτόν, σύρε εσύ μέσα, σε προσμένουν», μου λένε. Πάγω μέσα, κ ήταν πλήθος λαός• κ ο Χριστός εις τον Θρόνον, κ ένας γέρων εις το δεξιόνΤου• πήγα κ έκαμα τρείς μετάνιες, απο τ’ αριστερόν μέρος. Κ ήτον κ ένας γάιδαρος κ μου κούναγε το κεφάλιτου• έφυγα απο εκεί κ είπα: «καταραμένε, κ εδώ δέν μ’ αφήνεις;»• <ο γάιδαρος κατα τους αρχαίους Αιγύπτιους συμβολίζει τα κατώτερα ένστικτα που σκλαβώνουν κ νικούν τον άνθρωπο> κ πέρασα εις τα δεξιά κ έκαμα τις μετάνιεςμου κ ασπάστηκα. Τότε εκείνος οπου ήταν εις τα 189 οπου ήταν εις τα δεξιά, άρχισε να με πιάσει απο το χέρι να με ασπαστεί• ανώτερότου. Ποιός ξέρει, ίσως να ήταν όντως εκείνος ο γέρων που επισκέφθηκε τον Μακρυγιάννη> <αυτός ο γέρων εις τα δεξιά του ένθρονου Χριστού τιμούσε τον Μακρυγιάννη ώς του λέγω: «μήν με πιάνεις, κάτι θα μιλήσω». Τότε τρανά δοξάζω τον Θεόν, εις το εξής να μας δώσει δίκαιον άνθρωπον, να μήν πάθωμεν ό,τι παθαίνομεν τώρα. Κ αφού περικαλιόμουν έκλαιγα, κ κλαίγαν όλος ο κόσμος. Τότ’ ευλόγησε θυμούμαι άν ήτον αυτός όνειρο>. <ο Χριστός-βασιλέας> <ο γέροντας που με είχε επισκεφθεί>• Τον έστειλε ο άλλος, ο παλιός βασιλέας αυτόν <τον γέροντα> κ τον λαόν κ μένα• κ ξύπνησα. Κ τότε δέν αυτείνη η ηλικία ήταν, κ με τα γένεια. Ο Μεταξάς δέν φάνη εκεί <=ο Όθων. Τον λέει παλιό, ενώ κ τότε ο Όθων ήταν βασιλιάς> <στο παλάτι στο με την βούλατου εις την Κωσταντινούπολη πρέσβη, εις τ’άλλο ξηγούμαι περι αυτού.) Αδελφοί αναγνώστες, αυτά μ’ αξίωσε ο Θεός. Κ όσα σας γράφω, κ’ εκείνα οπου μού’λεγαν, κ όσα είδα μόνοςμου, κ όσα άκουσα, κ όσα βλέπω κ τώρα οπου σας γράφω, όποιος αγαπάγει άς πιστεύει• όποιος δέν θέλει, είναι νοικοκύρης. Εγώ είχα χρέος ώς Χριστιανός να τα σημειώσω όλα. Κ τον περισσότερον καιρόν αστενής τα σημείωνα. Ούτε ανάγκη έχω να γελάσω κανέναν, ούτε φαντασίαν, εγωισμό κ περηφάνειες• ούτε να γένομαι απατεώνας εις τον Παντουργόν κ εις την ΒασιλείανΤου. Όσα σας λέγω, οπου λέπω κ ώς την σήμερον, κάμετε την προσευκήσας κ κοπιάστε να τα ιδείτε κ μόνοισας, κ τότε δέν σας μένει αμφιβολία. Κ πάλε, είναι κ άλλο: άν πεθάνω, σας γράφω τώρα τί να κάμετε κ θέλει <=πρόκειται να> ιδείτε κ να ευκαριστηθείτε περισσότερον, 190 οτι εγώ είμαι κ αμαρτωλός περισσότερον απ’ όλο το πλάσμα του Θεού, κανένα κακό δέν άφησα εις την γής – κ η ΕυσπλαχνίαΤου η μεγάλη κ της ΒασιλείαςΤου με έσωσε ώς την σήμερον. Κ εις το εξής Τον περικαλώ να μου σώσει την πατρίδαμου, την θρησκείαμου κ όλους τους τίμιους ανθρώπους της κοινωνίας, όποιας θρησκείας κ άν είναι. Κ άν σας απατώ εις τα γραφόμεναμου, λόγον να δώσω εις την ΠαντοδυναμίανΤου κ εις την ΒασιλείανΤου, να με παιδέψει με τον παιδεμόν οπου με αξίωσε κ είδα με τα ίδιαμου μάτια, κ την πέτρινη καρότσα κ το πύρ. Κάθε άνθρωπος, πλάσμα του Θεού, όποιας θρησκείας κ άν είναι, πρέπει να δοξάζει τον Θεόν κατα την θρησκείαντου, να μήν αμελεί αυτό, να δοξάζει Εκείνον οπου τον έπλασε κ τον διατηρεί σε τούτη την ζωή κ εις την άλλη την παντοτινή. Του διαβόλου το φαΐ κ τα έργα είναι: κούφια καρύδια χορταίνει τους ανθρώπους, όσοι χάνουν την δικαιοσύνη, ή μεγάλοι ή μικροί. Δούλευε να ζήσεις κ μήν είσαι τεμπέλης κ τρώς, κ γυμνώνεις τον άλλον άνθρωπον, οπού’ναι σάν κ’ εσένα, μία εικόνα. περίπου 11 γραμμάτων> <κενό πλάτους Σημειώνω κ ένα μέρος απο την αμαρτωλήμου κ απλή κ αγράμματη προσευκήμου: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισκυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς. Δόξα σοι, Κύριε Χριστέ, Σταυρέ, Σταυρωμένε, Λαμπρέ κ Αναστημένε, τρι<υ>πόστατε Θεέ, Αγία Τριάδα, Θεοτόκο, Άγια Σώματα! Δόξα! Δόξα! Δόξα! της ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου! Κύριε, άπλωσε το ΛαμπρόΣου κ ΕυλογημένοΣου χέρι κ βγάλεμας μέσα απο τον σκότον τον βαθύ οπου είμαστε πεσμένοι κ χαμένοι κ πνιγμένοι τόσες αιώνες, κ φέρεμας εις το φώςΣου τ’ αληθινό της ΒασιλείαςΣου 191 κ’ ευλόγαμας τους αμαρτωλούς, κ συχώρεσεμας κ καθάρισέμας κ ανάστησεμας ώς τον Λάζαρον όποτε είναι η ΑγαθήΣου Θέλησις. Ευλόγα την Σημαίαν, οπου μας λευτέρωσες απο τους Τούρκους, κ δια της ΑγαθότηςΣου αυγέρωσέτην <=αφιέρωσέτην> του Αγίου Γιώργη. Ευλόγα την Σημαίαν, οπου μας λευτέρωσες απο τους τυράγνους, κ αφ<ι>έρωσέτην του Αγίου Δημήτρη. Κ όποτε είναι η η ΑγαθήΣου Θέλησις, να λευτερώσεις κ να στερεώσεις την πατρίδα κ θρησκεία, τους τίμιους Ορθόδοξους Χριστιανούς, γενικώς τους τίμιους ανθρώπους, τις χήρες κ αρφανά κ δυστυχισμένους τίμιους ανθρώπους, το σπίτι της αγαθήςΣου Θέλησης, της ΚαθέντραςΣου, την σκλάβαΣου, τα σκλαβόπουλάΣου κ όλους του σπιτιού, κ’ εμένα τον ανάξιον δούλοΣου, όσοι απο το πλάσμαΣου φέρνουν δοξολογίαν εις την ΠαντοδυναμίανΣου κ εις την ΒασιλείανΣου κ έχουν δικαιοσύνη εις την κοινωνίαν, σώσε, Κύριε, όλους. Δώσε, Θεοτόκο, την υγείαν, όσοι παθόντες έρχονται εις την ΧάρηΣου, Βαγγελίστραμου, δια να δοξαστεί ο Πανάγαθος Θεός κ η ΒασιλείαΤου, να πιστέψουν οι τύραγνοι, οι άπιστοι κ οι άδικοι, κ να ιδούνε τί εστί Θεός Παντουργός κ η ΒασιλείαΤου• κ’ εμάς τους αμαρτωλούς να μας βγάλεις απο το σκότος το βαθύ οπου είμαστε τόσες αιώνες κ να μας φέρεις εις 192 εις το Φώς το αληθινόν, κ να μας προφυλάξεις απο πάσα κακόν κ αστένεια, πάσα πικρόν κ φαρμακερόν ζωύφιον, πάσα έργα του διαβόλου, κ απο τους τυράγνους κ αδίκους κ οπαδούςτους κ βρωμερισμένεςτους δυνάμες, νέκρωσέτους χέρια, ποδάρια, να μήν μπορούνε να κάνουν κακόν. Στείλε τον πατέρατους τον διάβολον, τον αφέντητους, τον βασιλέατους κ αυτούς όλους τους αίτιους του κακού μαζί με τον αφέντητους εις το πύρ εις το εξώτερον, προδότες της ηθικής κ της αρετής, προδότες της δοξολογίας του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου κ γενικώς των τιμίων ανθρώπων. Κύριε, σώσεμας κ ένωσεμας κ μύρωσεμας οπίσω <=ξαναμύρωσεμας> κ κάμεμας μιάν ψυχή κ ένα σώμα, κ δό<ς>μας ταπεινοσύνη, σωφροσύνη κ αντρείαν κ δύναμιν πατρική• Ευλόγα κ συχώρεσε κ όσοι αγωνίστηκαν κ όσοι αγωνίζονται, αρχή κ τέλος, θρησκευτικώς, πολιτικώς, στρατιωτικώς, υπέρ της θρησκείαςτου<ς> κ πατρίδος, όποιας θρησκείας κ άν είναι, κ όσοι δίνουν τον όρκοντους περι αυτού κ ορκίζονται ενώπιόνΣου κ της ΒασιλείαςΣου ν’ αγωνιστούν τιμίως δια το καλόν κ ησυχίαν γενικώς της ανθρωπότης• σώσε, Κύριεμου, όλους αυτούς τους αγαθούς ανθρώπους κ πεθαμένους κ ζωντανούς.) Συχώρεσε, Κύριεμου, κ τους αμαρτωλούς, τα πεθερικάμου κ συγγενείςτους, γονέουςμου κ συγγενείςμου.) Συχώρεσε κ όσους με φώτι193 Συχώρεσε κ όσοι με φώτισαν κ με φωτίζουν, κ <συγ>χώρεσε κ μένα τον αμαρτωλόν οπου Σε βαρύνω κάθε στιγμήν δι’ αυτούς όλους• Έχω χρέος, Κύριεμου, μεγάλο, να σε περικαλώ ο αμαρτωλός, ο ανάξιος σκλάβοςΣου, τους έχω ευεργέτες (κ όποιος δέν γνωρίζει τον ευεργέτητου, δέν γνωρίζει κ την ΠαντοδυναμίανΣου κ την ΒασιλείανΣου). Οι πρώτοι είναι οι ευεργέτες της πατρίδοςμου, της θρησκείαςμου, κ γενικώς οι καλοθεληταί της ανθρωπότης• οι δεύτεροι είναι ατομικοίμου συγγενείς κ γονέοιμου• οι τρίτοι είναι οπου με φώτισαν κ με φωτίζουν κ είδα κ βλέπω την ΑγαθότηΣου, της ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου, οπού’καμες κ κάνεις δια την πατρίδαμου κ θρησκείαμου κ γενικώς δια την στερέωσιν της ανθρωπότης κ δια το σπίτι της ΑγαθήςΣου Θέλησης, της ΚαθέντραςΣου, δια την σκλάβαΣου, τα σκλαβόπουλάΣου, δια όλους του σπιτιού, κ δια μένα, τον χερότεροΣου απ’ όλοΣου το πλάσμα, τον σκλάβονΣου τον αλευτέρωτον, οπού’χω αμαρτίες άμμος της θαλάσσης, οπου μόλυνα το αμανέτι οπου μού’δωσες λαμπρό κ αγαθό όταν εβγήκα απο της μητρόςμου την σάρκα να με βάλεις εις τον χορόν των αγαθών κ τιμίων ανθρώπων, κ εγώ δια τις κακίεςμου κ ασωτίεςμου το 194 το έρριξα εις τα βάθη της θαλάσσης φορτωμένο μολύβια• δέν είναι, Κύριεμου, μολύβια, αλλα είναι τα κακά οπου έκαμα κ κάνω, οπου δέν είμαι ανεξάρτητος ο ταλαίπωρος απο τις αμαρτίες οπού’καμα κ κάνω• δίκαια! δίκαια! δίκαια η οργή κ η αγανάχτησίς της ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου, την ήφεραν οι κακίεςμου, οι βλαστημίεςμου, τα κακάμου τα έργα, κ είμαι τόσον καιρόν εις την οργήΣου κ εις το σκότος, ο αμαρτωλός, ο ανάξιος δούλοςΣου κ σκλάβοςΣου. Προστρέχω πίσω εις το Έλεος κ εις την Ευσπλαχνίαν της ΠαντοδυναμίαςΣου, της ΑγαθότηςΣου, Αγία Τριάδα, κ εις την πρεσβεία της Θεοτόκος κ των ΑγίωνΣου, ν’ απλώσεις το λαμπρό κ ευλογημένοΣου χέρι να μας βγάλεις τους αμαρτωλούς όλους απο μέσα απο το σκότος οπου βρισκόμαστε, κ να μας φέρεις εις το Φώς το αληθινόν της ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου, κ να μας ευλογήσεις κ να μας συχωρέσεις κ να μας καθαρίσεις κ να μας αναστήσεις ώς τον Λάζαρον, κ να μήν ματα μας αφήσεις να ματα κάμωμεν κακόν εις την αγαπημένημας πατρίδα κ θρησκεία όσο σέρνει του βελόνος η μύτη <ούτε κάν τόσο λίγο, όσο χαράζει στη γή η μύτη της βελόνας>, κ εις τους αθώους κ τιμίους ανθρώπους. Κύριε, αρετή δέν έχομεν πλέον, ούτε ηθική ούτε πατριωτισμόν, τρέχομεν εις την κακία, εις την ασωτία κ παραλυσίαν καθώς τρέχει το ποτάμι απο τον γκρεμνόν, 195 <έτσι είναι> κ τα μάτια κ ο νούς του ανθρώπου• η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου θα μας σώσεις να μήν κριθεί πλέον άνθρωπος απο το πλάσμαΣου εις την ΒασιλείανΣου, ούτε ιστορικόν της κακίας εδώ σε τούτην την ζωή να γένει πλέον• η ΠαντοδυναμίαΣου θα μας σώσεις κ θα μας προφυλάξεις να μήν ματαϊδούμεν την πατρίδαμας κ θρησκείαμας κ τους τίμιους ανθρώπους σε τούτην την άχλιαν κατάστασιν οπου βρισκόμαστε. Κύριε, η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου θ’ αυξάνεις την αρετή κ τον πατριωτισμόν, κ να μας καθερίσεις <=καθαρίσεις> την αμαρτωλήμας ψυχή κ σπλάχναμας να δυνηθούμεν να Σε προσκυνούμεν κ να Σε περικαλέσωμεν κ μας σώσεις απο τα δεινάμας, απο την κακίαμας, οπου προσκάλεσαν την δικαίαΣου Οργή κ της ΒασιλείαςΣου. Συχώρεσε, Κύριεμου, σε περικαλώ, τους ατομικούςμου οχτρούς, οτι εγώ τους έφταιξα κ τους φταίγω•) αλλα τους οχτρούς της πατρίδος, της θρησκείας, κ γενικώς των τιμίων ανθρώπων… <να τους τιμωρήσεις>. Την άχλιάνμας κατάστασιν βλέπουν οι λαμπροίΣου οι Οφθαλμοί κ της ΒασιλείαςΣου! Το έλεόςΣου ζητούμεν με δάκρυα καυτερά, κ της ΒασιλείαςΣου, δια να σωθώμεν όποτε είναι η αγαθήΣου Θέλησις. Να προστάξεις την Θεοτόκον με τον Σταυρόν, το Σταυρωμένον, κ τ’ Άγια τα Σώματα με τον Σταυρόν, κ δια της ΑγαθότηςΣου ν’ αφιερώσεις τον Σταυρόν οπού’χει η Θεοτόκος στα τείχη της Αγίας Σοφίας• τον Σταυρόν οπού’χουν τ’ Άγια Σώματα να τον βάλεις εις τα τείχη της Μπαλικώτισσας της Θεοτόκος. =ψάρι, Balıqlı = με τα ψάρια)> <=της Παναγίας Μπαλουκλιώτισσας, στο Balıqlı (balıq 196 Να προστάξεις κ να ευλογήσεις την Σημαίαν οπου μας λευτέρωσες απο τους Τούρκους οπου την έχει ο Άγιος Γιώργης, κ να την ευλογήσεις κ να την βάλεις εις τα τείχη της Αγίας Σοφίας απο κάτω τον Σταυρόν, τον Σταυρωμένον. Να ευλογήσεις την Σημαίαν οπου μας λευτέρωσες απο τους τυράγνους κ απο την ιδιοτέλειαμας, οπου την έχει ο Άγιος Δημήτρης, κ να την βάλεις εις τα τείχη της Μπαλκώτισσας απο κάτω τον Σταυρωμένον. Κ να λαμπρυνθεί κ να δοξαστεί η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου, κ να σωθούν κ’ εμάς τα δεινάμας• κ ν’ απλώσεις το λαμπρόΣου Χέρι να μας βγάλεις μέσα απο το σκότος οπου είμαστε τόσες αιώνες νεκροί κ μολυσμένοι κ μέσα εις τα βάθη της θάλασσας πνιγμένοι κ χαμένοι. Κ να τσακίσεις τις πόρτες κ τις κλειδωνιές της τυραγνίας, της ασωτίας, του δόλου κ της απάτης, οπου μας έχουν φυλακωμένους σιδεροδεμένους τόσες αιώνες, κ μας γ αστόχησαν οι βασιλείςΣου κ οι αρχι ερείςΣου κ οι κριταίΣου: έχασαν όλοι την δικαιοσύνηΣου κ μας έντυσαν το φόρεμα του διαβόλου οπου φορούνε κ αυτείνοι όλοι: την απιστίαν, την επιορκίαν, την αδικίαν, το δόλο κ την απάτη κ την ασωτίαν. Κύριε, ν μόνον η ΠαντοδυναμίαΣου θα γένεις Έλεος δια τη <=της> πρεσβείας της Θεοτόκος κ των Αγίων. Ν’ απλώσεις το λαμπρόΣου κ πολυτίμητόΣου Χέρι, τρι<υ>πόστατε Θεέ, να μας βγάλεις απο το σκότος το βαθύ, να μας φέρεις 197 κ να μας φέρεις εις το ΦώςΣου το αληθινό της ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου, κ να σώσεις, Σωτήρ, κ να σώσεις, Σωτήριε, κ να σώσεις, Σωτήρα, την ματοκυλισμένημας πατρίδα κ θρησκεία, γενικώς την δυστυχισμένη ανθρωπότη, οπου την τρώνε οι ανθρωποφάγοι οι τύραγνοι σάν σαλάτα! Κύριε, πρόσωπον κ αρετή δέν έμειναν σ’ εμάς του να σε περικαλέσωμεν, γενικώς η ανθρωπότη• μόνον η ΑγαθότηςΣου η μεγάλη κ η ΕυσπλαχνίαΣου οπού’ναι άβυσσος της θαλάσσης, είναι οι ελπίδεςμας να σωθούμεν!) Κ εσείς, αθώα παιδάκια οπου είστε εις την Βασιλείαν του Θεού, κ εσύ, Δημήτρημου, σε περικαλώ εγώ ο αμαρτωλός ο πατεράκηςσου (οπου δέν μ’ έλεγες ‘πατέρα’, μ’ έλεγες ‘πατεράκη’. Κ μού’λεγες ‘άντε, πατεράκημου, να κάμωμεν τον Σταυρόμας εις τον Θεούλημας κ εις την Μητέραμας την Παναγιά να μας σώσει κ να μας δώσει ψωμάκι κ να μας γλυτώσει απο το κακόν’), σε περικαλώ με δάκρυα (κ μουσκεύω κ το ίδιον χαρτί), σκουπίσματος, προφανώς απο δάκρυ που έπεσε εκεί> <γραμμένο ‘μοσκυβον’, το πρώτο ο είναι μουτζουρωμένο, κ πάνω απο ολόκληρη τη λέξη διακρίνεται ίχνος πάρε, παιδάκιμου, όλασου τ’ αδελφάκια κ τους συγγενείςσου κ περικαλέστε, όλα τ’ αθώα κ αγαθά παιδάκια οπού’στε εις την Βασιλείαν του Θεού κ προσκυνάτε κ δοξολογάτε κ ευκχαριστάτε τον Θεόν του Παντός, τον γενικόν Πατέρα, τον γενικόν Αφέντη κ Προστάτη του Παντός, 198 τον Χριστόν, την Θεοτόκον κ του Αγίους (οτι εμείς δέν μπορούμεν να προσκυνήσωμεν την ΠαντοδυναμίανΤου κ την ΒασιλείανΤου, είμαστε μολυσμένοι, είμαστε παραλυμένοι, είμαστε οι χερότεροι απ’ όλοΤου το πλάσμα) κ περικαλέστε, αθώα παιδάκια, να σώσει την πατρίδασας, την θρησκείασας, τους γονέουςσας κ τους συγγενείςσας, γενικώς την ανθρωπότη, κ να μας βγάλει απο μέσα απο το σκότος κ απο την τυραγνίαν οπου μας έχουν οι κακίεςμας κ η απιστίαμας, κ να μας φέρει εις το Φώς το αληθινόν της ΠαντοδυναμίαςΤου κ της ΒασιλείαςΤου• κ να μας ευλογήσει κ να μας συχωρέσει τους αμαρτωλούς, να μας καθερίσει <=καθαρίσει> κ να μας αναστήσει ώς τον Λάζαρο• κ όποτε είναι η ΑγαθήΤου Θέλησις, γένοιτο το αγαθόΤου Θέλημα: να μας αξιώσει να Τον προσκυνήσωμεν κ να Τον δοξολογήσωμεν με καθαρά ψυχή ώς ορθόδοξοι Χριστιανοί κατα την Σταύρωση του Σταυρού, του Σταυρωμένου κ λαμπρού κ αναστημένου, μέσα εις την ΕκκλησίανΤου, εις την Αγίαν Σοφία• κ… κ να μας δώσει πίστη καθαρά να δοξάζωμεν την ΠαντοδυναμίανΤου κ την ΒασιλείανΤου, κ να μας αξιώσει να είμαστε τίμιοι άνθρωποι εις την <=πίστιν καθαράν> κοινωνίαν• να μας σώσει εδώ κ εις την παντοτινή ζωή. 199 Κύριε! Κύριε! Κύριε! Σε περικαλούμεν δια της πρεσβείας της Θεοτόκος, της αγαθής Μητέρας του Παντός, κ των Αγίων, καθάρισε εμάς: τον αμαρτωλόν, τον ανάξιονΣου δούλον, τους σκλάβουςΣου τους αλευτέρωτους, οπου εγίναμεν εις αυτόν τον αιώνα οι χερότεροι απ’ όλοΣου το πλάσμα, καθάρισεμας την αμαρτωλήμας ψυχή κ τα βρωμεράμας σπλάχνα, να δυνηθούμεν μόνον να Σε προσκυνήσωμεν κ να σε δοξολογήσωμεν κ να ευνοήσωμεν <=γραμμένο ‘ευνουσǒμεν’. Η ίδια λέξη κ στη σελίδα 202> την ΠαντοδυναμίανΣου κ την ΒασιλείανΣου• να μήν γένωμεν αχάριστοι εις την μεγάλη νεκρανάστασιν οπου έκαμες κ κάνεις η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου δια ν’ αναστήσεις πεθαμένους! Δια της ΕυσπλαχνίαςΣου η Νίκη! Δια του Φωτός της ΑγαθότηςΣου, δια το Άγιον Φώς της ΚαθέντραςΣου, της Αγια-Τριάδος, της Θεοτόκος, του Α-Γιάννη του Βαφτιστή κ πάντα των ΑγίωνΣου <=πάντων των ΑγίωνΣου>, νεκρανάστασιν κάνεις, Αγαθέ, εις εμάς τους νεκρούς κ χαμένους κ σβησμένους απο τον κατάλογον όλου του κόσμου! Πολέμιος είσαι, Κύριε, εις τους δυνατούς, κ ισκυ- 200 κ ισκυρούς κατασυντρίβεις κ τσακίζεις, κ’ εμάς τους αδύνατους κ χαμένους κ σβησμένους απο τον κατάλογον του κόσμου: ευλογάς κ συχωράς, καθαρίζεις κ αναστήνεις ώς τον Λάζαρον. Η Δόξα, η Δόξα, η Δόξα της ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου, Κύριε, μας ανάστησες τα 1821∴ απο την τυραγνίαν του σουλτάνου κ απο των οπαδώντου, κ μας λευτέρωσες η ΠαντοδυναμίαΣου. Μας ανάστησες, Κύριε, τα ∴1843∴ απο την κακίαμας κ απο την ανοησίαμας κ απο την αχαριστίαν κ δόλο κ απάτη του επίορκου βασιλέαμας κ των οπαδώντου κ των επιβούλων της θρησκείας κ πατρίδας κ των τιμίων ανθρώπων, <κ απο> τους δυνατούς βασιλείς κ απο τους οπαδούςτους. Σε απολάψαμεν εμείς οι αχάριστοι την ΠαντοδυναμίανΣου κ την ΒασιλείανΣου, τον Χριστόν τον αληθινόν, την Θεοτόκον, κ τους ΑγίουςΣου. Μας ευλόγησες, μας εσυχώρεσες, μας καθάρισες κ μας ανάστησες σάν τον Λάζαρον• μας έδωσες το λαμπρόΣου Ευαγγέλιον, νόμους πατρικούς κ αγαθούς να ζήσωμεν εις το εξής κ’ εμείς καλά κ ο επίτροπόςΣου ο βασιλέαςμας ώς πατέρας με παιδιά, 201 ν’ απολάψει τα δίκαιάτου γερά κ ακλόνιστα, κ εμείς οι δυστυχισμένοι κ οι χήρες κ αρφανά του αγώνοςμας. Κ <για> να γένουν αυτά, Κύριεμου, να στερεωθούνε, στάθης οχτώ μήνες η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου κ δέν μάτωσε μύτη σε όλο το κράτος, ούτε αδικήθη κανένας ούτε διατιμήθη, κ έγινε η συνέλεψη κ γλύτωνες η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου το αθώονΣου πλάσμα, τα πρόβατάΣου, απο τους λυσασμένους λύκους, οπου γύρευαν να τα ρουφήξουν. Κ δέν εγλύτωσαν ώς το τέλος, κ εγίναμεν, Κύριεμου, καθώς μας βλέπουν οι λαμπροίΣου Οφθαλμοί, χερότερα απο τα πρώτα, απο την κακίαμας κ παραλυσίαμας κ ιδιοτέλειαμας: ήφερε ο πιστικός τους λύκους εις τα πρόβατα, κ τα καταφάνισαν κ τ’ αφανίζουν, οτι θέλει τα δικάτου δικάτου κ τα δικάμας δικάτου κ των λύκωνετου• δέν είναι ελπίδες σωτηρίας – η ΠαντοδυναμίαΣου θα μας σώσεις. Προστρέχομεν με δάκρυα καυτερά εις την ΣταύρωσήΣου κ εις την ΣημαίανΣου. 202 Η ΠαντοδυναμίαΣου είσαι πολυέλεος, πολυεύσπλαχνος, η ΑγαθότηΣου είναι άβυσσος της θαλάσσης! Έλεος ζητώ, να μου καθαρίσεις την αμαρτωλήμου ψυχή κ τα βρωμεράμου σπλάχνα, κ να μου δώσεις ταπεινοσύνη, σωφροσύνη, κ πίστη καθαρά, να γ ς δυνηθώ να Σε προσκυνήσω κ να Σε δοξολογήσω κ να Σε ευνο ήσω με καθαρότη ,<ο Α. Παπακώστας, που μελέτησε κ μετέγραψε το έργο, σημειώνει με μολύβι την ανάγνωση ‘κοινωνήσω’ που είναι σίγουρα λανθασμένη. Καί εδώ καί στη σελίδα 199 η λέξη αρχίζει ολοκάθαρα με ευ και όχι με κυ. Εδώ είναι ολοκάθαρα γραμμένο ‘ευνογισǒ’, η τρίτη συλλαβή έχει σαφέστατα γ κ όχι ν. ‘Να Σε ευνοήσω’, εννοεί ‘να Σε εννοήσω καλά’, ακριβώς όπως ο πανάρχαιος ινδικός ύμνος του μοναδικού Δημιουργού "βΑΡΓΟ δΕυΑΣιΑ δΙΙΜΑΗΙ" (=το Φώς του Θεού εννοούμε, διαλογιζόμαστε)>κ να Σε περικαλέσω ο αμαρτωλός δια της πρεσβείας της Θεοτόκος κ των Αγίων να σώσεις την ματοκυλισμένημου πατρίδα κ θρησκείαν κ γενικώς του τιμίους ανθρώπους, όσοι φέρνουν δοξολογίαν εις την ΠαντοδυναμίανΣου κ εις την ΒασιλείανΣου, τρις<υ>πόστατε Θεέ, Σωτήρα του Παντός, να μας σώσεις, να μας λευτερώσεις απο τα κοφτερά δόντια των γουρνόλυκων <= των γουρουνιών κ των λύκων. Γραμμένο ‘γορνολικον’, το πρώτο ο έγινε πρώτα α κ πατήθηκε απο πάνω ο>. Τρέχομεν εις το ΈλεόςΣου κ εις την ΕυσπλαχνίανΣου κ της ΒασιλείαςΣου, το ΈλεόςΣου ζητούμεν οι αμαρτωλοί κ οι αδύνατοι, οι ανάξιοι δούλοιΣου κ σκλάβοιΣου. Συχώρεσέμε, Κύριεμου, οπου σε βάρυνα• πού αλλού να τρέξω; 203 Πού αλλού να τρέξωμεν οι ανάξιοι δούλοιΣου, πού αλλού <α=> οι αδύνατοι να βρούμεν δικαιοσύνη; Ποιός ποιμένας κ’ επίτροπόςΣου έχει δικαιοσύνη να δικαιώσει το δίκαιον του κάθε ανθρώπου; Θέ τ’ Ουρανού κ της Γής κ της Θάλασσας, σώσεμας η ΠαντοδυναμίαΣου, οτι χαθήκαμεν εδώ κ εις την άλλη ζωή! Κύριε, με τί στόμα να σε περικαλέσωμεν, με τί μάτια να σηκώσωμεν να Σε τηράξωμεν κ να περικαλέσωμεν το ΠανάγαθόΣου Όνομα κ της ΒασιλείαςΣου;! Κύριε, η ΠαντοδυναμίαΣου επολέμησες, αγωνίστης• ευσπλαχνίστης η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου κ ανάστησες νεκρούς, πεθαμένους, λιωμένους τόσες αιώνες. Κ τους πεθαμένους κ λιωμένους κ ολίγους κ αδυνάτους κ αμαθείς… με δεμένα σκοινιά τα περισσότερα τουφέκια, κ με χωρίς αναγκαία του πολέμου, ξυπόλητοι, κ γυμνοί κ νηστικοί τις περισσότερες φορές, κ αντενέργειες των δυνατών, πενήντα χιλιάδες δέν ήμαστεν ποτές εις το πόλεμον στεργιά κ του πελάγου – κ ν’ αφανιστούν περίτου απο τετρακόσες χιλιάδες ψυχές ντόπιοι κ ξένοι Τούρκοι! Δύναμη δικήμας ήτον, αντρεία δικήμας ήταν, αρετή κ πατριωτισμός δικόςμας ήταν. Οτι πα- 204 τριωτισμόν κ αρετή θυσιάζομεν κ τώρα, χερότερον είχαμεν κ τότε λιγότερο απο αυτά>. <δέν έχουμε να χρησιμοποιήσουμε παρα μόνο πατριωτισμό κ αρετή, κ τότε είχαμε ακόμη Μας έσωσες, Πανάγαθε Θεέ, μας ανάστησες κ μας σώνεις κάθε στιγμήν κ κάθε ντακικαγή μουντζουρίτσα μεταξύ κ και γ, ήθελε να γράψει ‘τακικαγι’. Απο dakiqajı, αιτιατική του dakiqa = λεπτό (της ώρας)>. <γραμμένο τακακγι, με μιά Απο την ιδιοτέλειαμας, απο την χαμέρπειαμας, απο την απιστίαμας πουλούμεν κ την ΠαντοδυναμίανΣου - κ την ΒασιλείανΣου κατακρένομεν <=κατακρίνομεν>, καταλαλούμεν! Καταπουλήσαμεν μέσα εις τις αγορές κ σοκάκια δισκοπότηρα (οτι δέν ματα είχαμεν την ανάγκητους να μεταλάβωμεν), πουλήσαμεν τα πολυτίμητα ευαγγέλια κ όλα τα γ ιερά των ναώνΣου κ ζωντανά κ τόπους, κ κατακερματίσαμεν κ τ’ άγια μοναστήρια κ τις εκκλησιές, κ τις φκιάσαμεν σπίτια, αχούρια κ τα εξής. Ό,τι ανταμοιβή ηύρες απο του Οβραίους, οπού’ταν αλλόθρησκοι κ Σε σταύρωσαν, ηύρες κ απο εκείνους οπου κόπιασες κ κοπιάζεις κ ανάστησες κ αναστήνεις: απο τους ορθόδοξους Χριστιανούς! Με τί πρόσωπον, Κύριεμου, να παρουσιαστούμεν ομπρόςΣου κ με τί στόμα κ γλώσσα να Σε περικαλέσωμεν κ εις το εξής οπου κιντυνεύομεν οι αχάριστοι, οι ’διοτελείς, οι κακοί, τεμπέληδες του κόσμου, οι προδότες κ ασεβείς! Κάθε γ ιερόν πράμα, 205 Θεοτόκο, Μητέρα του Παντός, το καύκημα της παρθενίας, το καύκημα της αρετής κ τα πάντα της Αγαθότης, προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι αδύνατοι, εις την Ευσπλαχνίαν της ΑγαθότηςΣου να λυπηθείς τους αθώους, εκείνους οπου φέρνουν την αμαρτωλήτους προσευκή <ει>λικρινώς εις τον Παντουργόν κ εις την ΒασιλείανΤου, εκείνους οπού’τρεξαν ξυπόλητοι κ γυμνοί, εκείνους οπου άφησαν χήρες κ αρφανά, εκείνους οπού’χυσαν το αίματους κατα τον όρκοντους ν’ αναστηθεί δια της Δυνάμεως του Παντοκράτορα η σκλαβωμένητους πατρίδα κ να λαμπρυνθεί ο Σταυρός της Ορθοδοξίας• κ δι’ αυτόν τον όρκον αυτείνοι πέθαναν δι’ αυτείνη την πατρίδα κ θρησκεία, κ θυσίασαν κ το έχειτους – κ πολλών οι γυναίκεςτους, τα παιδιάτους, οι συγγενείςτους διακονεύουν κ ταλαιπωρούνται ξυπόλητοι, γυμνοί, νηστικοί στα σοκάκια εκεινής της ματοκυλισμένης πατρίδος, οπου ζύμωσαν οι γονέοιτους κ οι συγγενείςτους με το αίματους – κ την γοδέρουν <=Το ρήμα γοδέρει = κουμαντάρει, χειρίζεται> σήμερα κ την τρώνε κ την προδίνουν οι γουρνόλυκοι με τ’ ακονισμένα δόντια κ οι συντρόφοιτους αυτείνων οι τοιούτοι.) Θεοτόκο, Μήτηρ του Παντός, αυτούς τους αθώους να λυπηθείς, αυτούς τους γυμνούς κ ταλαίπωρους• αυτείνοι φέρνουν δοξολογίαν εις τον Θεόν κ την ΒασιλείανΤου• 206 να πρεσβέψεις εις την ΠαντοδυναμίανΤου ν’ αναστήσει πίσω τους… τους γ ιερούςΤου ναούς, τ’ άγια τα μοναστήρια οπού’τρωγαν ψωμί οι δυστυχισμένοι απο αυτά, οπου ζούσαν πολλοί αδύνατοι: απο την Ευλογίαν του Θεού κ απο τους κόπους των πατέρων, των καλογέρων• ι δέν ήταν Καπ τσίνοι <=καπουτσίνοι> δυτικοί, ήταν υπερέτες των μοναστηρίων της Ορθοδοξίας• δέν ήταν τεμπέληδες, δούλευαν κ προσκυνούσαν• κ εις τον αγώνα της πατρίδος αυτά τα μοναστήρια - γένονταν τα μυστικοσυμβούλια, συνάζονταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, κ εις τον πόλεμον θυσίαζαν, κ γ σκοτώνονταν αυτείνοι οι <υ>περέτες των μοναστηρ ιών κ των εκκλησιών (τριάντα είναι μόνον μ’ εμένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους• κ εις το κάστρο: το Νιόκαστρο, κ εις της Αθήνας έλιωσαν αυτείνοι οι πατέρες) – τώρα εις τα γερατιάτους βασανίζονται πολλοί εις τους δρόμους• Θεοτόκομου, να περικαλέσεις τον Αφέντημας κ τον ΜονογενήΣου ν’ αναστήσει πίσω αυτά <τα μοναστήρια> κ τις άγιες εκκλησίεςΤου οπου κατακερματίσαμεν εμείς οι αχάριστοι κ μας ηύρε η δικαίαΤου Οργή κ της ΒασιλείαςΤου• να Τον περικαλέσεις, Θεοτόκομου, να τα αναστήσει πίσω κ να σηκώσει την δικαίαΤου 207 κ να σηκώσει την δικαίαΤου Οργή οπού’χει σ’ εμάς τους αχάριστους κ να φέρει πίσω την ΕυκχήΤου κ την ΕυλογίανΤου κ της ε ΒασιλείαςΤου οπου την στερ ηθήκαμεν απο την κακίαμας κ ιδιοτέλειαμας κ εγέναμεν η παλιόψαθα της κοινωνίας, κ εγίναμεν καθώς φαινόμαστε ώς την σήμερον. Το ΈλεοςΤου είναι άβυσσος της θαλάσσης, κ τους ανοήτους εμάς κ τους ιδιοτελείς να μας ενώσει κ να μας φωτίσει κ να μας δώσει εις το εξής πατριωτικά κ αγαθά αιστήματα δια την πατρίδαμας κ θρησκείαμας κ πίστη ε καθ αρά νά’χωμεν εις τον Παντουργόμας κ εις την ΒασιλείανΤου, να μας σώσει εδώ κ εις την παντοτινή ζωή, να δώσει του γιερατείουΤου <ει>ρήνη κ ομόνοιαν, την ΕυκήΤου κ την ΕυλογίανΤου• κ εις τους προκρίτουςΤου, τους ποιμένες, κ γενικώς εις τον λαόνΤου νά’ρθει πίσω η νεκρανάστασιςΤου δια της ΕυλογίαςΤου.) Προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι ανάξιοι δούλοιΣου κ οι σκλάβοιΣου εις το ΈλεοςΣου κ εις την ΕυσπλαχνίανΣου κ της ΒασιλείαςΣου, έλεος ζητούμεν να μας δώσεις, καθαρά σπλάχνα κ καθαρά ψυχή, να δυνηθούμεν να Σε προσκυνήσωμεν κ να Σε δοξολογήσωμεν με εξ όλης καρδίας, Ευεργέτη κ Προστάτη αληθινέ! 208 <Αλλάζει η ποιότητα του χαρτιού, είναι πιό καινούργιο το φύλλο, πιό λευκό απο το προηγούμενο, επίσης η πένα είναι διαφορετική, γράφει πιό μυτερά απο ότι στο προηγούμενο. Με την αρχή της σελίδας αλλάζει τελείως κ το θέμα. Φαίνεται πως πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα απο την μέχρι τούδε καταγραφή ώς την παρακάτω:> Απο τον καιρόν οπου απέθανε το παιδίμου ο Δημήτρης, εσυγχύστη η φαμελιάμου με την γυναίκα οπου έβλεπε αυτά της Θεια-Πρόνοιας κ μου έλεγε. Εξεκόπη <=ξεκόπηκε, αποφασίστηκε> το να μήν ματα μιλήσω περι αυτά ούτε να ματάρθει εις το σπίτιμου, ώς την σήμερον. Το ίδιον κ εγώ, έλαβα μιάν κρυωμάρα. Κ να μήν γεννηθεί καμιά δυσαρέσκεια κ καθένας θα λαλεί ό,τι θέλει, είπα: «άς μείνει ώς εδώ• κ αρκετά φωτίστηκα κ εγώ μόνοςμου, κ έμαθα κ απο τους ανθρώπους κ απο εκείνον οπού’ρθε, τον γέροντα οπου μου είπε κ αυτός την Ευσπλαχνίαν του Θεού• «όποτε είναι η αγαθήΤου Θέλησις γεννηθήτω η ΕυσπλαχνίαΤου», είπα, «κ άς μας αναστήσει. Κ μπορεί να είναι κ η ΘέλησήΤου: ώς αυτού <=αυτό το σημείο> να φωτίζει κ να λένε οι άνθρωποι». Αφού έκαμα αυτείνη την απόφασιν, δέν ματά<εί>χα προθυμία σε κανέναν να ματα ρωτήσω ή που μού’λεγε να προσηλωθώ. <=δέν είχα προθυμία να ρωτήσω κ δέν είχα προθυμία να προσηλωθώ =να δώσω προσοχή σε ό,τι κανείς μου έλεγε (κ χωρίς να ρωτήσω) περι μεταφυσικών. Το ‘που’ είναι ασυνήθιστο στον Μακρυγιάννη, αλλα βρίσκεται κ αλλού. Εδώ γράφει καθαρά ‘υπǒ’ = «ή που» κ όχι ‘οπου’>. Εγώ αποφάσισα ώς ορθόδοξος Χριστιανός να κάνω τα χρέημου, ό,τι με υπαγορεύει η θρησκείαμου, κ να περικαλώ να μου δίνει καθαρά σπλάχνα να φωτίζομαι. Κ όντως, (δοξασμένο το ΠανάγαθόΤου Όνομα κ της ΒασιλείαςΤου!), κάθε ημέρα κ την ΕυλογίανΤου λέπω, κ 209 το ΦώςΤου τ’ αληθινόν όταν κάνω την προσευκήμου, νύχτα κ ημέρα. Δια όλα αυτά οπου αξιώθηκα να ιδώ εγώ ο αμαρτωλός, να Τον ευκαριστήσω δι’ αυτά κ να Τον περικαλέσω να κάμει το ΈλεοςΤου κ εις το εξής να σώσει το πλάσμαΤου, εμάς όλους τους αμαρτωλούς απο την παγίδα των τεμπέληδων μικρών κ μεγάλων οπου τρώνε ζωντανούς ανθρώπους κ ποτέ δέν χορταίνουν απο τίποτας: έκρινα ώς χρέοςμου ν’ αυγατίσω την ταπεινήμου προσευκή κ μετάνοιαν εις τον αληθινόν Βασιλέα. Εξακολουθούσα εις αυτό• το Μεγαλοβδόμαδον θα μεταλαβαίναμεν όλοι του σπιτιού• είπα: την Μεγάλη Τετράδη κ Μεγάλη Παρασκευή (κ: το Μεγάλο Σάββατο να μεταλάβωμεν) κ: να κάμω αυτές τις δύο μέρες, Τετράδη κ Παρασκευή, απο τρείς χιλιάδες τρακόσιες (3300) μετάνιες το μερόνυχτον. Αυτά, αδελφοί αναγνώστες, (σας ορκίζομαι σε αυτά της Θεία-Πρόνοιας οπου γράφω σε τούτο) τί είδα! τις δύο αυτές ημέρες κ κατα’ξοχή <=κατ’ εξοχήν> της Μεγάλης Παρασκευής! κ τα μπρούμυτα οπου ήμουν κ όταν σήκωσα τα μάτιαμου εις τους ουρανούς κ εικόνες!: Πρώτα είδα ένα μικρόν φώς 210 κ ευτύς άξηνε <=αύξανε>, κ έγινε ένας λαμπρός Δεσπότης, κ πλησίονΤου άλλος κ η Θεοτόκος κ πλήθος Σώματα κ έλαμπαν• κ σε ολίγον ήταν αυτά όλα μαυροφορεμένα. Κ εκεί οπου έβλεπες αυτείνη την μεγάλη λάμψη, οπού’πεσα τα μπρούμυτα, ύστερα έβλεπες μιάν μεγάλη μαυρίλα κ λύπη. Ούτε μάτια είχα ύστερα να ιδώ, απο τα δάκρυα, ούτε διάθεσιν• κ εγώ δέν μπορώ να παραστήσω όλα. Κοντά <=σε λίγο> ζύγωσε ο καιρός, ήρθαν οι παπάδες, εξακολουθήσαμεν <=ούτε εγώ, που τα είδα> <=τελέσαμε> το ευκέλαιον. Ξανά πήγα να κάμω την προσευκήμου. Απο τα μεσάνυχτα περνώντας, όλο παρόμοια έβλεπα. Πήγαμεν κ μεταλάβαμεν. Την Λαμπρή δέν πήγα εις την πρώτη Ανάστασιν• την νύχτα ύστερα πηγαίνω εις την δευτέρα (δια να μήν μείνει το σπίτι μόνον, κ μένω με ανθρώπους κ κάνομεν πάντα την Ανάσταση εις το σπίτι) κ βλέπω την Αγαθότη του Θεού, όλες αυτές τις επίσημες ημέρες. Αφού είδα, κ βλέπω καθημερινώς την ΕυλογίανΤου κ της ΒασιλείαςΤου όλης, αποφάσισα: άλλο τίποτας δέν έχω να ευκαριστήσω, μόνον κ μόνον την αμαρτωλήμου προσευκή (κ να μου δώσει καθερά σπλάχνα να Τον ευκαριστώ, να μήν γένω αχάριστος), κ προσφέρνω αυγή κ βράδυ απο χίλιες τρακόσες 1300∴ μετάνιες κ εκατό 100∴ με το κομπολόγι, εννοεί 100 επαναλήψεις κάποιας ιερής φράσης> κ ό,τι μπορέσω <με το κομπολόγι, πρέπει να 211 κ ό,τι μπορέσω όταν θα πάγω εις την δουλειάμου κ όταν γυρίσω οπίσω στο σπίτι>, να Τον ευκαριστήσω ο αμαρτωλός. <=όταν πρόκειται να βγώ για κάποια δουλειά κ όταν μετά την δουλειά επιστρέψω Κ να σας ειπώ, αδελφοί αναγνώστες, κ την ωφέλειαν οπου είδα απο την ΠαντοδυναμίανΤου κ την ΒασιλείανΤου, πρώτα οπου δια της ΑγαθότηςΤου οπου αξιώθηκα να ιδώ αυτά όλα, κ πρωτύτερα, εξηγόμουν εις τ’ άλλο <ιστορικό> κ βλέπετε οπου αρφάνεψα κ μπήκα δούλος εφτά 7∴ χρονών κ έπλενα ακαθαρσίες των μικρών παιδιών, αγγειά, άλογα συγύρισμα, κ άλλες υπηρεσίες• κ πληρώθηκα απο δυόμισι γρόσια τον κάθε χρόνον. Πήγα εις έναν συγγενήμου• έγινα ώς δεκατέσσερων χρονών απάνω – κάτω, πήγαμεν σε ένα παγγύρι <=πανηγύρι>, εις τον Α-Γιάννη• έκαμα να ρίξω το τουφέκιτου κ τσακίστη η φωτιάτου• κ ώς ζώον με πέθανε απο το ξύλο εμπρός σε όλον τον κόσμο• εκεί τότε πήγα εις τον Άγιον, με πολλά δάκρυα κ με μετάνιες Του ζήτησα να μου δώσει άρματα κ χρήματα, κ να Του φκιάσω ένα καντήλι• σε δυό τρία χρόνια πήγα εις την Άρτα, εις τον αδελφόντου (παντρεύτη εκεί, ήταν με τον Αλήπασα. Καλός άνθρωπος – πολύ φιλάργυρος), έκατσα κ με αυτούς ώς δέκα χρόνια• του ζήτησα δάνειον κ μού’δωσε χίλια (1000) γρόσια, τα δέκα δώδεκα <=με τόκο 20%>, κ του τα πλέρωσα (έχω την ομολογίαντου εις τα χαρτιάμου) με την δύναμιν του Θεού κ των καλών ανθρώπων. Εκεί με κρεντιτάρησαν εκεί κ υποστατικά• <=μου έδωσαν με πίστωση. Απο τα Ιταλικά: credito =πίστωση>, αγόρασα σπίτι 212 κ <απέκτησα> χρήματα: του Θεού την Ευλογία, κ άρματα: οπου δέν τά’χε άλλος εκεί• έφκιασα κ το καντήλι εις τον Α-Γιάννη εις την Ντεσφίνα, γραμμένο με το όνομαμου, κ Του το πήγα ντυμένος κ αρματωμένος (κ σώζεται ώς την σήμερον). Μπήκα εις την Εταιρείαν της πατρίδος, την δούλεψα κατα τον όρκομου. Πιάστηκα απο τους Τούρκους, με φυλάκωσαν εις το κάστρο της Άρτας κ με παίδευαν <νομίζω η πραγματική ετυμολογία είναι απο την πέδη, άρα θα έπρεπε να γράφεται ‘πέδευαν’, πεδεμούς> με σίδερα εις τα ποδάρια, κ πλήθος παιδεμούς. Πήγαν εικοσι έξι 26∴ να μας κρεμάσουν, κρέμασαν τους 25∴, γλύτωσε ο Θεός μόνον εμένα. Έφυγα απο’κεί ανθρώπους, αγωνίστηκα όθεν τα δεινά της πατρίδος, εις ορδιά <=στρατόπεδα, ordu> <με> 18∴ κ κάστρα, πέντε πληγές πήρα εις το σώμαμου, ώς χίλιους τετρακόσιους 1400∴ με αξίωσε ο Θεός νά’χω εις την οδηγίανμου, Τον δοξάζω: αναφορά αναντίονμας δέν υπάρχει – ευκαριστήρια: πλήθος (εις το σπίτιμου είναι, όποιος θέλει άς τα βλέπει). Βαθμολογιώντας εκόλλησα ώς τον βαθμόν του στρατηγού. Καταδρομές πλήθος με ηύραν (κ ακόμα δέν σώνονται) <το ‘σώνεται’ με την έννοια ‘τελειώνει’ είναι απο το τουρκικό son = τέλος, θα έπρεπε όταν έχει αυτήν την έννοια να γράφεται «σόνεται». Ακολουθώ την παραδοσιακή ορθογραφία σε αυτό όπως κ σε πολλά άλλα> - δέν μπόρεσε (δια της ΔύναμηςΤου) ώς την σήμερον να με ντροπιάσει κανένας• με αδίκησαν κ μ’ αδικούνε οι άνθρωποι – ο Θεός μ’ έχει παραδικαιώσει. Άλλοι κλέβουν, προδίνουν, παίρνουν απο χοντρούς μιστούς κ απο άλλα – ο Θεός μού’χει ανοιχτό το σπίτιμου, πλουταίνει την κατάστασινμου με την ΕυλογίαΤου κ της ΒασιλείαςΤου. 213 Φίλους έχω τους τίμιους ανθρώπους, οχτρούς πάντοτες τους πουλημένους κ άρπαγους κ προδότες της πατρίδος κ θρησκείαςμου – κ ο Θεός άς τους κάμει την ανταμοιβήτους. Εις τα 1850∴ ο βασιλέαςμας πήγε εις την πατρίδατου να τηράξει δια διάδοχον κ άλλατου συμφέροντα (άφησε εδώ εις το ποδάριτου την βασίλισσαμας). Ήταν θέλησις εδώ να χαλάσουνε το σύνταγμα, δια το σαράντα άλθρο (της θρησκείας) – οτι αυτό μόνο βλάβει όλους τους δυτικούς. Το σύνταγμα τό’χουν κωλόπανο: όπως το θέλουν, έτσι το ενεργούνε. Κ οι υπουργοί οι δικοίτους κ πολλοί βουλευταί κ γερουσιασταί: όπως τους λαλήσει η εξουσία χορεύουν όλοι αυτείνοι κ οι οπαδοίτους. Αφού δέν με βλέπαν με την γνώμητους (κ’ εμένα πάντοτες με τηράνε με κακόν μάτι κ πικρόν): ήρθε ο βασιλέας, με συστήνουν τοιούτως: παρουσιάζονται, όλοι οι αξιωματικοί προσκαλιούνται – δέν μου λέγει κανείς τίποτα• λένε: «δίς κ τρίς τον προσκαλέσαμεν κ δέν ήρθε». Μαθαίνω εγώ αυτό, παρουσιάζομαι με καμόσες ημέρες, ζητώ απο τον βασιλέα να εξετάξει αυτό• στέλνει να μου κάμουν ανάκρισιν ο κομαντάντης της πιάτσας κ άλλοι 214 αξιωματικοί• τους λέγω: «φωνάξετε εκείνον οπου προσκαλούσε τους αξιωματικούς, νά’ναι παρών εδώ». Έρχεται αυτός, του λένε: «ήρθες εις τον Μακρυγιάννη να τον προσκαλέσεις?» - λέγει: «όχι» τη δουλειάσας, κ βάλτε εις τα πραχτικάσας ‘όχι’ <ή: ‘ουχί’>. <=πιθανότατα πρέπει να αναγνωσθεί ‘ουχί’>. Τους λέγω: «σύρτε εις Κ θέλω τον αίτιον, οπου έβαλε την υπογραφήμου». <=με παρουσίασε εν απουσίᾳμου με πλαστό τρόπο> Έλπιζα κ εγώ οτι σώθηκαν οι υποψίεςμου, οτ’ ήμουν αθώος – κ έχω κ υπουργόν τον φίλομου Σπυρομήλιο, του πολέμου, οπου ήμασταν Σεπτεμβριανοί: ένα σύστημα• αστυνόμος ο Δούκας, το ίδιον σύστημα: να τους κατατρέχουν κ εγώ να μιλώ να μπούνε σε εύνοια κ δουλέψεις <=υπηρεσίες. Είναι ολοκάθαρα γραμμένο με ‘ψι’ κ όχι ‘ψε’>• τους είχα βάλει κ σ’ άλλα μυστήρια, με τις υπογραφέςτους εις το χέριμου υπέρ της πατρίδος την αύξησιν, κ στερέωσιν της θρησκείαςμας – κ πάνε κ με προδίνουν σε όλα αυτά, κ κατηχώ κ ανθρώπους να είναι έτοιμοι: όταν γένει η θέλησις αυτείνων των ‘καλών ανθρώπων’, <συκοφαντούν> οτι 215 να τους χαλάσω τα σκέδιατους• κ <συκοφαντούν οτι> έχω όλους τους Ντερβενοχωρίτες κ άλλους με το πνεύμαμου κ δανείζω πολλούς με ξένα δάνεια δια να υποχρεώνω τους ανθρώπους να τους έχω με το πνεύμαμου, εις την θέλησημου, όταν ιδώ κίνημα αναντίον της πατρίδος κ θρησκείας: να κινηθούν• (κ όταν να έβλεπα αυτό, θά’κανα σέγρι <sejr et- =κοιτάζω διασκεδάζοντας (χωρίς να επέμβω)> <άν γινόταν κίνημα, δέν θα έκανα τίποτε, θα τους άφηνα μέσα στην ταραχή να βρούν το μπελάτους. Αυτά που λέγαν οτι θα έκανα ήταν όλα ψέματα> τους προδότες κ επιόρκους: οτι ο Σπυρομήλιος κ ο Δούκας υπεσκχέθηκαν αυτά: να δουλέψουν πιστοί - κ γένονται βουλευταί, γερουσιασταί, κ τιμητικούς> σταυρούς κ άλλα, κ εις τον πρώτον αγώνα: προδότες κ επίβουλοι! κ τώρα το ίδιον!). <παίρνουν παράσημα, <= ‘υτιον’, ήθελε να γράψει ‘υδιον’> Κ τηράτε -τί εποχές αυτές των εφημερίδων!- τί έκαμαν σε όλο το κράτος όλοι αυτείνοι: τί ληστείες κ άλλα, τί σκοτωμοί, τί φυλακές γιομάτες όλες του κράτους• τί λένε εις τις βουλές όσοι έχουν συνείδησιν, δια όλα αυτά• κ τα κάνουν μόνον κ μόνον δια να είναι πιστοί εις τον ανώτερότους, κ να κατακερματίσουν πατρίδα κ θρησκεία κ αυτείνοι να βυζαίνουν. Δια να εξελοθρέψουν κ’ εμένα όλως δια όλου, πρίν την τρίτη Σεπτεμβρίου, τα 1851 216 έγινε χερότερον: κωλόπανον κ πουλημένος αυτός κ αυτείνοι οι στενοί φίλοιτου κ αγωνισταί της Μεταβολής, τους σύστησε κ «βούρμαντι!» <γραμμένο βροματι. Είναι το τουρκικό vur-madı = ‘δέν (μας) χτύπησε’ / ‘δέν (μας) χτύπησαν’. Παροιμιωδώς περιγράφει το θράσος των ανθρώπων που λένε ‘δέν μας χτύπησε κανείς’, δηλαδή τους είναι αρκετό να μή συναντήσουν άμεση σωματική βία για να προχωρήσουν σε οτιδήποτε, όσο ανήθικο κ άν είναι, χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Ανάλογα χρησιμοποιείται παροιμιωδώς η φράση ‘kim sorar, kim baqar’ = ‘ποιός (μας) ρωτάει, ποιός (μας) κοιτάει’• κ στα ελληνικά ‘δέν μας είδανε’. Το ρήμα vur- είναι σύνηθες σε τουρκικές παροιμιώδεις εκφράσεις, π.χ. vur patlasın, xal ojnasın; vurdum-dujmaz; vur dedik-se, öldyr de-medik; vur abalıja; το σκέτο vur- (στα τουρκικά: προστακτική) χρησιμοποιείται ώς σήμερα στα Νέα Ελληνικά.> κ μπαίνει γερουσιαστής κ γένεται ο πλέον ποταπός προδότης κ αυτός κ ο γυναικάδελφοςτου <ο> βουλευτής, όλοι έγιναν προδότες κ όλοι κιντυνεύουν εμένα. (Οτι ι <ακόμη κ> στην Μεταβολή οπου ήταν <=συμμετείχαν> έγιναν προδότες κ επίορκοι). Κ’ ενεργούνε με τους άλλους όλους τ ς αναντίους, κ αυτείνοι σύμφωνοι κ χερότεροι απο τους άλλους, να γκρεμίσουνε κ να κατακερματίσουν σύνταγμα, θρησκεία, κ να σβέσει η πατρίδα• τέτοιες υποσκέσεις έδωσαν όλοι αυτείνοι κ τους έβαλαν εις τα πράματα• κ αφού τους είχα συντρόφους κ ξέρουν τί φρονώ, πάσκισαν κ’ εμένα <να με πάρουν συνεργάτη>, κ δέν θέλω την συντροφιά – αυτείνοι με κατατρέχουν, κ οι βάρδιες καθεμερινώς να με φυλάνε, κ να με κακοσυσταίνουν εις τους ανωτέρουςτους, κ θέλουν με κάθε τρόπον να με φάνε. Ήταν ένας στρατηγός εδώ (+Πολωνός), ήσυχος άνθρωπος• τί φρονήματα είχε: διαβάστε την εφημερίδα ‘Εβδομάς’, αριθμός εξηνταπέντε 65∴ - τον έκακαν ύποπτον κ τον έδιωξαν, συνένοχον κ’ εμένα, κ στέλνουν κ με πολιορκούν, κ να μου κάμουν κατ’ οίκον έρευνα• κ στέλνει ο υπουργός- 217 στείλαν είκοσι μέρες πρωτύτερα φίλοτους εις την Λαμίαν σ’ έναν ειρηνοδίκη μπερμπάντη εκεί, κ πήγε εις τον νομάρχη ο ειρηνοδίκης κ λέγει: «την τρίτη Σεπτεμβρίου, έχω πληροφορίες σωστές οτι αυτείνη την ημέρα εις την Αθήνα θα γένει ρήξη, κ αρχηγός είναι ο Μακρυγιάννης, κ θα σκοτώσουν τον βασιλέα!». Μου το λένε αυτό, δέν το πιστεύω• το ίδιον κ άλλοι πολλοί. Τότε, άρρωστος εγώ απο τις πληγές του σώματόςμου, δύο Σεπτεμβρίου, με μπλοκάρουν. Κ η σωτηρία ήτον οτι ο Χατζηχρήστος ήταν εις την γραμματεία του βασιλέως κ’ έμαθε αυτά πρώτα εκεί όλα, οτ’ είμαι φονιάς! Κ στέλνει ανθρώπους ο αστυνόμος Δούκας κ οι συντρόφοιτου να με κλείσουνε, κ έρχεται ο Χατζηχρήστος κ με βρίσκει κλεισμένον (κ εγώ του πεθαμού, κ η οικογένειαμου), πάγει ώς υπασπιστής, του λέγει του βασιλέως: «ασήμαντο πράγμα! καμία ακρόασιν! <=μή δίνετε σημασία>». Την άλλη ημέρα ηθα κάμουν τον κακότους σκοπόν – ο Θεός τους νέκρωσε κ τ’ άφησαν. Ύστερα έμαθα όλα αυτά, πάλι απο τους συντρόφουςτους, κ της Λαμίας, κ όλα τ’ άλλα. Αυτείνοι είναι οι Σεπτεμβριανοί της Μεταβολής! κ ο πρέσβης Μεταξάς, ο πολιτικός αρχηγός της Μεταβολής! 218 <Έστειλε ο> προδότης επίορκος Σπυρομήλιος άνθρωποτου πιστόν να μου ειπεί να κρύψω το χαρτί του όρκου οπου τους είχα όλους αυτούς μέσα με τις υπογραφέςτους περι θρηκείας κ πατρίδος. Τί λέγει αυτός ο όρκος, θα τον ιδείτε, κ τί θυσίασα κ θυσιάζω - κ αυτείνοι τα πρόδωσαν, κ’ οι δικοίτου με κυντυνεύουν κ εις την ζωή, αρχή κ τέλος, οι επίορκοι!) Τότε λέγω του ανθρώπου οπου μού’στειλε ο υπουργός: «πέςτου οτι όταν είδα τα πατρικά αιστήματα του Μαυροκορδάτου κ συντροφιάς, Μεταξά κ συντροφιάς, κ εκεινών ολονών, τον ξέκλισα, κ σφόνισα τον πάτομου <=σφουγγάρισα το πάτωμαμου. Μεταφορικώς, καθάρισα τη θέσημου, είμαι τώρα καθαρός, ‘έχω καθαρή τη φωλιάμου’. Στην Κρήτη λέγεται <α>ποσφονιάζει, <α>ποσφόνιαξε = έστυψε το σφουγγάρι, πρέπει να υπάρχει κ ρήμα σφονίζει ή σφονιάζει = σφουγγίζει, απο το αρχαίο ‘σπογγίζει’, απο ‘σπόγγος’>• κ να μήν έχουν υποψίαν, δέν υπάρχει πλέον <ο όρκος>! κ είναι ασφαλισμένοι όλοι αυτείνοι – κ άς κάμουν ό,τι θέλουν σ’ εμένα». Είχαν να διώξουν καμόσους αξιωματικούς κ εμένα, το ι σκέδιότ ους ήταν αυτό δια μένα, κ να μου ειπούνε <κάτι για> να με στείλουν αλλνού <=αλλουνού = αλλού> κ να με φυλακώσουνε εις φρούριον, κ εκεί να με φαρμακώσουνε (κ όλο αυτός είναι ο σκοπόςτους, τα μαθαίνω απο ίδιους, απο αυτούς <=απο κάποιους απο αυτούς τους ίδιους, απο κάποιους απο τον κύκλοτους>) <=περισσότερο> κ τότε να μείνουν μόνοιτους να κάμουν τους κακούςτους σκοπούς κ να γένουν πλέον αγαπημένοι εις τους ανωτέρουςτους. Ήθελαν να κάμουν κίνημα την Καθαριά Δευτέρα έξω οπου συνάζεταν ο λαός πάντοτες, πλησίονμου, εις τις Κολώνες – ο Θεός νέκρωσε τα σκέδιατους: έκαμεν μιάν νεροποντή κ φουρτούνα εκείνη την ημέρα, οπου δέν βήκε κανένας έξω απο το σπίτιτου. Ενέργησαν ύστερα πάλε: έκαμαν έγγραφα με υπογραφές βασιλικές: 219 έλεγαν όλες τις ετοιμασίες: πόσα κανόνια κ σε ποιά θέση, κ το ίδιον κ τα στρατέματα, του καθενού την θέση, κ έλεγαν τα γράμματα: θα μαζωχτούν πολίται περίτου απο πέντε χιλιάδες απόψε• κ περικαλούσαν τον βασιλέα να χαλάσει το Σύνταγμα (οτι το Σύνταγμα κ η θρησκεία τους βγαίνει τα μάτιατους! κ πότε έβαλαν το Σύνταγμα σ’ ενέργεια κ τους έφταιξε?). Κ αφάνισαν το κράτος όλοι αυτείνοι βγάζοντας ληστάς, κ γυμνώνουν αυτείνοι οι ίδιοι <= ‘υδιυγι’>, κινεί ο υπουργός Μήλιος, οτι τοιούτως έκαμεν κ ο θείοςτου εις την Ανάπολη: κ αφάνισαν τον τόπον. Κ αυτά όλα τα κάνει, τα <= ‘ανναπολη’, ποιόν τόπο εννοεί δέν γνωρίζω. Έψαξα στο διαδίκτυο για κάθε λέξη που ηχεί σάν Ανάπολη ή Ανάμπολη, δέν βρήκα παραμόνο την Αννάπολη των Η.Π.Α.. Κατα πάσα πιθανότητα ο τόπος που αναφέρει ο Μακρυγιάννης είναι κάποια Νεάπολη που το όνοματης είχε παραφθαρεί σε Ανάπολη. Έψαξα όλον τον κατάλογο με τα ονόματα πόλεων κ χωριών της Ελλάδος, υπάρχουν σήμερα 7 οικισμοί με το όνομα Νεάπολη, απο τους οποίους οι σημαντικότεροι είναι στους Νομούς: Κοζάνης, Λακωνίας κ Λασιθίου. Δεδομένου οτι ο τόπος ήταν αρκετά γνωστός αφού ο Μακρυγιάννης δέν δίνει κανένα άλλο στοιχείο εκτός απο το όνομα, κ πρέπει να ήταν μέσα στο τότε Ελληνικό Κράτος, υποθέτω πως εννοεί την Νεάπολη Λακωνίας που το όνοματης είχε παραφθαρεί σε *Νάπολη κ έπειτα Ανάπολη> κατασκότωσε τους ανθρώπους εκεί κατα διαταγή του ανωτέρουτου κ είναι εις την εύνοιάντου τώρα. Είχε πάγει κ ο Μήλιος κ τον σύστησαν τοιούτον εδώ, κ ευτύς γίνη <εγίνηκε=έγινε> υπασπιστής, βουλευτής, υπουργός, γερουσιαστής, κ σε μεγάλη εύνοια αυτός κ όλοι η συντροφιά, οι Σεπτεμβριανοί! Τί κάνουν εις όλο το κράτος: σκοτωμούς κ κλεψιές κ φυλακές γιομάτες: τηράτε την εφημερίδα ‘Αθηνά’ αριθμός 1839∴: τί λέγει ο βουλευτής Κουρμούζης εις την βουλή κ άλλοι πολλοί, οπου δέν έγιναν παρόμοια ποτές! Διαβάστε τις εφημερίδες κ άλλες πολλές της εποχής αυτής, διαβάστε τον ‘Φίλο του Λαού’ αριθμός 206∴ κ 211∴, κ άλλες, τί γίνονται έξω κ τί γύρευαν κ γυρεύουν να κάμουν εδώ – κ ο Θεός τους νέκρωσε εδώ τους κακούςτους σκοπούς 220 κ δέν μπήκαν σ’ ενέργεια ούτε τα κανόνιατους ούτε συνάχτη λαός. Τώρα καταγίνονται δια του Ευαγγελισμού να το κάμουν χωρίς άλλο• ο Θεός άς τους κάμει την ανταμοιβή κ να λυπηθεί τους αθώους.) Δια να μπορέσουνε να μήν τους μείνει υποψία απο’μένα, να με πάρουν με το πνεύματους να κάμουν τους κακούςτους σκοπούς (οτι έχουν εκεί με μαγείες οπου εργάζονται, εις το παλάτι -με πειρασμικά θα κάμουν δικαιοσύνη- κ βλέπουν με κατρεύτες <=καθρεύτες (μαγικούς)> Θεού δια τον κάθε έναν τί φρονεί κ τί δύναμιν έχει, κ είδαν κ δια τ’ εμένα, κ φοβούνται πολύ δια της νεκρωμάρας του <=φοβούνται εξαιτίας της δύναμης του Θεού να νεκρώνει τα σχέδιατους>• άλλη δύναμιν δέν έχω, ούτε εγώ ούτε η πατρίδαμου κ’ η θρησκείαμου κ’ οι τίμιοι άνθρωποι: εις την ΠαντοδυναμίανΤου τρέχομεν κ να μας σώσει).) Δι’ αυτά όλα τους είπαν οι αφεντάδεςτους οι διάβολοι οτι εγώ είμαι ανάντιοςτους κ θα κιντυνέψουν (μου τα λέγει πάλε απο αυτούς), τότε έκριναν εύλογον να με πλησιάσουν κ να με κολακέψουν: Με τον Γαρδικιώτη είχα ώς οχτώ μήνες <που> έκοψα κάθε σκέση• μού’στειλε μιά ημέρα την γυναίκατου κ κορίτσιτου, μου είπαν: διατί δέν με βλέπουν; τους είπα: «μπεζέρισα δούλος ολονών κ θέλω κ’ εγώ μόνοςμου <=ο ίδιος, στον εαυτόμου> να γένω αφέντης»• έκρινα καμόσα αναντίον του Γαρδικιώτη. Την άλλη μέρα ι ήρθε κ αυτός με τον συμπέθερότου Στάικον, μιλήσαμεν καμόσες ώρες, κ η συμφωνίαμας ήτον εις το εξής να είμαστε φίλοι• τ ους το επισκιώθηκα, <= ‘πισκυοθικα’. Εννοεί ‘υποσχέθηκα’. Το λαϊκό ρήμα ‘επισκιώνομαι’ είναι απο επι+σκιά, βλέπε σελίδα 294 στο 4.ο μέρος· λόγω ομοιότητος χρησιμοποιείται για το λόγιο ‘υποσχέθηκα’> σε καλά πράματα. Τότε έπρεπε να πάγω κ εγώ να τους κάμω βίζιτα• 221 την αυγή θα πάγαινα• κ το βράδυ βλέπω εις τον ύπνομου οτι με πήρε ο Γαρδικιώτης εις τα χέριατου κ με σήκωσε ψηλά• κ φώναζε τον λαόν όλον να’ρθούνε να με ιδούνε οτι μ’ έχει αυτός• <συχνά ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί το ‘έχει’ με την αρχαία έννοια= ‘κρατά’> κ αφού με είδε όλος ο κόσμος, μου δάγκωσε το δεξίμου χέρι με τα δόντιατου, θα μου τό’κοβε! Σηκώθηκα την αυγή κ πήγα. Έστειλε (χωρίς εγώ να γνωρίζω) κ ήρθαν κ’ οι υπουργοί, Μήλιος κ Χρηστίδης• κ μιλήσαμεν περι την άχλια κατάστασιν της πατρίδος• κ ο Μήλιος είπε: «όλα αυτά γένονται εξ αιτίας του Συντάγματος – κ πρέπει να χαλαστεί». Του λέγω κ εγώ: «σάν δέν είναι καλό, γκρεμίστετο. Εσείς το βυζαίνετε – σάν το λέπετε άχρηστον, γκρεμίστετου• εμένα με αφάνισε – ομως δέν είμαι ούτε υπέρ ούτε κατά, οτ’ είμαι αδύνατος, κ είμαι κ ορκισμένος εις τον Θεόν δι’ αυτό (οτ’ είναι δώρον του Θεού, κ δια’κείνο δέν μάτωσε μύτη κανενού: ο κόσμος εργαζόταν κ ο Θεός μας έκαμεν σύνταμα να σώσει πατρίδα, θρησκεία, κ βασιλέα). Καθώς το καταντήσετε, χαλάστετο!»• κ σηκώθηκα κ έφυγα. Μου λένε: «τώρα πρέπει να είσαι υπουργικός». – «Μάλιστα», τους λέγω, «όταν είναι δικαιοσύνη κ αυτείνοι δέν την αρνήθηκαν». – «Είναι!» μου είπαν• μού’δωσαν κ την καρότσατους, «οτ’ είν’αι βροχή», κ ήρθα εις το σπίτιμου. Ύστερα ενέργησαν ό,τι εσημείωσα πρωτύτερα: αυτείνη την δικαιοσύνη! 222 ι Τί σου κακοφαίνεται, καημένε Σωκράτη? οτι οι απόγονοίσου πάνε της οπίσως<=πάνε πίσω>; Οι πατριώταισου δέν γνώριζαν τον έναν Θεόν, εσύ μόνος τον γνώρισες, κ’ οι δικοίσου σε φαρμάκωσαν• αμή εμείς ώς την σήμερον τα γνωρίζομεν όλα – τα θέλομεν δια τα νιτερέσιαμας, όλοι γενικώς• κ όταν πάμεν κόντρα της Θέλησης του Θεού, εργαζόμαστε με την βούλα του αφεντόςμας του διαβόλου, κ μεγάλοι κ μικροί, αυτεινού την ευλογίαν έχομεν, κ δια’κείνο εγίναμεν καθώς φαινόμαστε• κ πού θα μας πάγει ακόμα, αυτός το ξέρει, <αλλάζει η πένα, γίνεται λεπτότερη απο εδώ κ στις επόμενες σελίδες> γραμμής κ πρίν την αρχή της επόμενης> οτι αυτόν έχομεν όλοι οδηγόν κ συμβουλάτορα. <κενό στο τέλος της Πρωτύτερα ήμουν αστενής. Κ έρχεται ένας καλόγερος απο το Άγιον Όρος εδώ εις την Αθήνα, ήρθε κ σ’ εμέναν, ήξερε κ γιατρική, είχε κ βότανα• με συμβούλεψε (αφού του ξηγήθηκα, κ μού’δωσε τα βότανα) πώς να τα μεταχειριστώ. Ήρθε πολλές φορές, γ γνωριστήκαμεν καλά, μιλήσαμεν κ περι των μαναστηρ ιώνετους: του είπα οτι γένονται μεγάλα ατοπήματα κ αυτά είναι όλεθρος κ ασέβεια, κ οργή απο τον Θεόν. Μου είπε πώς ήταν το αίτιον αυτού: πως <εί>χαν προχωρέσει αλλόθρησκοι κ απάτησαν το όλον κ εγένονταν αυτά• κ με καιρόν προδόθηκαν, κ φόνεψαν απο αυτούς, κ’ εξόρισαν αρκετούς, περίτου απο πεντακόσιους• «και τώρα», μού’λεγε, «είναι η μεγαλυτέρα ηθική κ αρετή». Εχάρηκα δι’ αυτό πολύ• ήξερα οτι πήγαν πολλοί ώς περιηγηταί, κ τους απάτησαν κ τους πήραν σημαντικά χαρτιά, κ έναν Σταυρόν• 223 αλλόθρησκοι αυτείνοι – κ ετοιμάζονται απο’δώ να πάνε κ άλλοι τοιούτοι. Κ γνώριζα εγώ αυτό απο φίλουςμου. Σεβάσμιος άνθρωπος αυτός κ λογικός• αφού του είπα πολλά, μου είπε οτι έλαβαν μέτρα αυστηρά. Πρίν του ειπώ αυτά, θέλησα να τον ορκίσω, κ να είναι τίμιος άνθρωπος, να μείνει αναμεταξύμας ό,τι του ειπώ. Του είπα: «δι’ αυτό οπου σ’ όρκισα, σύρε πρώτα εις την κάμαρήσου, κάμε την προσευκήσου εις τον Θεόν, κ άν σε φωτίσει έλα να σου ειπώ• κ κάνω κ εγώ την προσευκήμου να μας φωτίσει». Πήγε αυτός καθώς του είπα, έκαμεν την προσευκήτου όλη νύχτα, καθώς μου είπε• έκαμα κ εγώ ό,τι μπορούσα. Του είπα: «κ ό,τι ιδείς εις τον ύπνοσου όταν αναπαυτείς, να μου ειπείς». Αναπαύτη ολίγον, καθώς μου είπε, κ βλέπει οτι ήρθε εις το σπίτιμου από’ξω κ ήταν τρία μεγάλα αγριόσκυλα οπου φύλαγαν από’ξω, κ κάτι άλλα, κ μία κουτσή σκύλα• <κττγνμμ ήταν τα περισσότερα ύαινες. Τα υπόλοιπα ήταν αγριόσκυλα της Αφρικής.. Επειδή ο μοναχός δέν γνώριζε τις ύαινες, τα είπε «κάτι άλλα, σάν σκυλιά». Η ύαινα είναι απο όλα τα ζώα το πιό αναίσχυντο, είναι το αρχέτυπο της ασέβειας. Μόνο μιά ηθική γνωρίζει, να σκοτώνει κ να τρώει κάθε αδύναμο πλάσμα• ακόμη κ σε λιοντάρια επιτίθεται η ύαινα όταν τα βρεί τραυματισμένα, γερασμένα, αδύναμα• κ μεταξύτους ακόμη κ αδέρφια απο την ίδια γέννα ύαινες μάχονται, κ το πιό δυνατό υαινάκι τρώει τα πιό αδύνατα αδέρφιατου. Συμβολίζουν αντίχριστους ανθρώπους. Καθώς κ αντίχριστες δυνάμεις που φέρνουν θάνατο στους ανθρώπους, ας πούμε τα ‘τρία αγριόσκυλα’ είναι η απληστία, το μίσος κ η αυταπάτη, η κουτσή ‘σκύλα’ είναι το ανεξέλεγκτο σεξουαλικό ένστικτο. Οι ύαινες επειδή όλο μάχονται κ αναμεταξύτους, συχνά έχουν τραύματα κ αναπηρίες, σάν την ‘κουτσή σκύλα’. Τον Μακρυγιάννη τον βρήκαν αδύναμο απο τις πληγέςτου, απο την μεγάλη ηλικίατου, κ ορμούσαν να τον φάνε. Αλλα τον προστάτευε το λιοντάρι, που είναι ο Χριστός> ακολούθησε <=έγινε> κάνει να πλησιάσει, δέν μπορούσε να μπεί μέσα. Αφού πολλάκις αυτό, δέν τον άφηναν• τότε ανοίγει η πόρτα κ βγαίνει ένα λιοντάρι απο μέσα, κ είχε κ κορώνα εις το κεφάλι, κατάτρεξε όλα τα σκυλιά• κ μπήκε μέσα, εις την σκάλα απαντάγει εμένα, καθώς μού’λεγε, κ είχα την εικόνα της Παναγίας εις το χέριμου κ του’δωσα κ ασπάστη. 224 Του’δωσα κ δυό μήλα, το ένα ήτον σάπιον (οτι κ τα λόγια οπου θα του’λεγα ήτον περασμένα κ καμωμένα την ενέργειάντους, κ ήτον ώς σάπια). Κ πέταξε αυτό το σάπιον μήλο· το άλλο μήλο γερόν, κ το ασπάστη κ τό’βαλε εις τον κόρφοτου. Αφού μου είπε αυτό οπου είδε, του είπα: «τρία μερόνυχτα θα κάμουμε την προσευκήμας, κ τότε θα σου ειπώ ό,τ’ είναι η φώτιση του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου». Μείναμεν σύμφωνοι. Βλέπει την άλλη βραδυά οτ’ ήρθε εις το σπίτιμου κ ήτον αυτά τα σκυλιά κ η σκύλα οπου με φύλαγαν, κ πασκούσαν κορώνες εις το κεφάλι <=πάσχιζαν> <=ο τρισυπόστατος Θεός> να φάνε την πόρτα, να μπούνε να με φάνε. Τότε κατεβαίνουν τρία λιοντάρια με κ τα καταξέκλησαν το πετσίτους, κ φύγαν• την σκύλα την κοψομέσασαν κ της τσάκισαν κ τ’ άλλοτης το ποδάρι, κ σέρνοντας έκαμε κατα τον δρόμον του παλατιού, φωνάζοντας πήγαινε. <=το παλάτι ήταν καταφύγιο αντιχρίστων!> Τότε μπαίνει μέσα ο καλόγερος, κ είδε τρία λιοντάρια με κορώνες, κ μέσα η σάλα γιομάτο όλη με κοκκινοφόρους• αφού είδε αυτός, εφοβήθη να μήν είναι Τούρκοι – του είπε ένας: «μή φοβάσαι». Ρώτησε δια ’μένα, κ τον πήρε κ ήρθε εις την κάμαράμου κ με είδε• κ ήτον κ ένας νέος κοκκινοφορεμένος κ μιά γυναίκα κ έλαμπαν και οι δυό, κ εγώ ήμουν εις την μέση κ μου μιλούσαν. Ήταν κ απο πάνωμας τρία χρυσά πουλιά κ βαστούσαν εις την μύτητους από’να χρυσό στεφάνι. Βαστούσα εγώ κ τέσσερα κουλούρια ψωμί εις τα χέριαμου, έδωσα το ένα του κοκκινοφόρου κ τ’ άλλο της κοκκινοφόρας, το ενανήμισυ <=ενάμισι> του καλόγερου 225 κ κράτησα εγώ το μισό. Ο καλόγερος ντράπηκε κ ζήτησε κ αυτός μόνον το ένα• του λέγει ο κοκκινοφόρος: «πάρε ό,τι σου δίνει ο Γιάννης, κ ό,τι του μένει: χορταίνει». <παγκόσμια κ πανάρχαια παράδοση: την μεγίστη χάρη έχει όποιος τρέφεται με τα υπολείμματα. Κ μετράει οτι τρέφεται με τα υπολείμματα όποιος τρώει αφού πρώτα προσφερθεί τροφή στη Θεότητα, στους αποβιώσαντες προγόνους κ στους επισκέπτες> Κ ξύπνησε ο καλόγερος. Κ τρίτως κάνει την προσευκήτου: κ έρχεται ελεύτερα εις την πόρτα, απο σκυλιά, κ κολλάγει απάνω κ πάμε εις το περιβόλιμου, εις την σπηλιάμου• κ εκεί βγαίνει ένα μεγάλο θερίον, έρχεταν απο του παλατιού τον δρόμον, κ μπαίνει μέσα απο την πόρτα την απάνω οπού’ναι ομπρός εις τις Κολώνες, κ ρίχτη να μας ρουφήξει. Τότε τα τρία λιοντάρια κ ένας κοκκινο-καβαλλάρης με το σπαθίτου το τέλειωσε το θερίον κ τού ’κοψε το κεφάλιτου, κ τ’ άφησε εις το ίδιον μέρος• κ ευτύς γιόμωσε διαφόρων λογιών σκουλήκια, κ βρώμησε κ το σώματου• μας είπε κ το πετάξαμεν όξω απο τον τοίχον του περιβολιού. <:οι κακοί άνθρωποι ακόμη κ αφού καταστραφούν είναι επικίνδυνοι, χρειάζεται να σφαλισθούν τα πτώματα κ οι ψυχέςτους. Στο 4.ο μέρος του βιβλίου βλέπουμε τον Μακρυγιάννη να τρομάζει ακριβώς επειδή οι αίτιοι του κακού τιμωρούνται> Αυτά είδε ο καλόγερος κ ξύπνησε. Κ μου είπε <λοιπόν> κ το τρίτον όνειρότου <που ανέφερα μόλις>.) Τότε τον ορκίζω κ του λέγω οτι: «πολλοί αλλόθρησκοι ώς περιηγηταί, κ άλλοι ασεβείς δικοίμας, ήρθαν κ έρχονται εις τα μοναστήριασας κ σας απατούνε κ σας πήραν πολυτίμητα πράματα της θρησκείαςμας, κ αρχαία, κ τα χάνομεν εμείς κ τα λαβαίνουν άλλοι οπου δέν τά’χουν• κ θα δώσετε λόγον δι’ αυτά κ εις τον Θεόν κ ανθρώπους. Κ ετοιμάζονται κ άλλοι τοιούτοι να’ρθούνε να σας απατήσουνε κ να σας γυμνώσουνε». (Ήξερα εγώ οτι όντως, κ παράγγειλα κ με άλλον εις τα μοναστήρια δι’ γ αυτό). «Κ να πάς να ειπείς των σημαντικών των μαναστηρ ιών 226 να προσέχουν εις αυτά, κ να βάνουν εις τ’ αρτοφυλάκια ανθρώπους τίμιους κ να προσέχουν όταν πηγαίνουν τοιούτοι να μήν τους απατούνε – κ πήραν τόσα σημαντικά πράματα, κ έναν πολυτίμητον Σταυρό. Πρώτο», του λέγω, «σε ορκίζω δι’ αυτό, κ ύστερα: εδώ είμαστε πολλοί τεμπέληδες, κ άν εβγείς - κ φανταζόμαστε καθεμερινώς πώς ν’ απατάγει ένας τον άλλον κ να του πουλεί λόγια της ορέξεως του καθενός να τον ενθουσιάζει κ να τον γυμνώνει κ να τον αφήνει αυτός να φεύγει, κ εκείνος οπου τον ακούγει να χάνεται κ να κιντυνεύει, καθώς το πάθετε πολλές φορές κ κιντύνεψαν κ έπαθαν τα μοναστήρια με λόγια της λευτεριάς – να μήν ακούτε κανέναν απο τους τοιούτους• κ να ειπείς αυτά όλα (οπου σε όρκισα κ σου είπα) των σημαντικών εκεί• κ άν ο Θεός θέλει να ενώσει όλο το χριστιανικόν ορθόδοξον έθνος κ να το λευτερώσει όταν είναι η ΑγαθότηςΤου, φωτίζει τοιούτους <=κατάλληλους> ανθρώπους».) Έφυγε κ πήγε ο καλόγερος κ είπε αυτά όλα• κ ευκαριστήθηκαν όλοι κ μου παράγγειλαν αυτό. <εσοχή> <κενό> γ Αφού ο ‘φιλόσοφος ορθόδοξος Χριστιανός’ με τον τύπο κ φόρεμα του Χριστού καλόγερος Κα ίρης, απατεώνας της Θέλησης του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, απατεώνας των ομογενώντου, απατεώνας εις τους γονέους των ομογενώντου, οπου τους απάτησε όλους κ πήρε τα παιδιάτους να τα φωτίσει 227 γράμματα της θεολογίας, της θρησκείαςτους, να τους εμπνέψει τέτοια ηθική κ αρετή εις αυτείνη την περίστασιν οπου ο Θεός κάνει νεκρανάστασιν κ ζωντανεύει τον νεκρόν τόσες αιώνες πεθαμένον κ τον αναστήνει – έτσι ανάστησε κ το έθνοςΤου απο τέτοιον ζυγόν κ ο Θεός κ η ΒασιλείαΤου, έκαμεν νεκρανάστασιν κ να ματα ειπωθούμεν κ εμείς ανεξάρτητον έθνος κ τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνίαν, να υπάρξωμεν ώς άνθρωποι τοιούτοι, κ ενωμένοι με τους δυνατούς να βοηθιόμαστε ν’ αναλάβωμεν κ να γένωμεν κ ένα όλοι οι ομόθρησκοι, να μήν βρίσκει αιτίες ένας του άλλοι δίκαιες, να βγούμεν πάλε εις την κοινωνίαν της ανθρωπότης κ να δοξάζωμεν τον Πλάστημας κ Ευεργέτημας – δέν θέλει αυτό ο φιλόσοφος καλόγερος Καΐρης, θέλει να φορεί όλα του Χριστού τα φορέματα, κ αυτόν <=τον ίδιο, με την αρχαία έννοια του ‘αυτός’, όπως συχνά το χρησιμοποιεί ο Μακρυγιάννης> τον Χριστόν κ Θεοτόκο κ Αγίους δέν θέλει, οτι ο Θεός δέν τον ρώτησε να τον συμβουλευτεί κ τον καλόγερον σοφό Καγίρη -κ τότε, άν συγκατανέψει ο Καΐρης, να γένουν τα κοντράτα- κ αφού αμέλησε ο Θεός κ δέν συμβουλεύτη αυτόν τον σοφόν, τότε κ αυτός δραπετεύει με τα ίδια φορέματα κ θέλει να γένει αρχίθρησκος: <ιδρυτής θρησκείας> με κούφια καρύδια κ με ασκιά γιομάτο αγέρα, <αυτά> είναι βορειοελλαδίτικη σύνταξη! (Ρουμελιώτικα θα έλεγε ‘όσων’). Άραγε αφομοίωσε γλωσσικά στοιχεία απο τη συναναστροφή με τους εξ Αγίου Όρους;> δίνει όσους <αυτή τον ακούνε, κ με αυτά αυτός δοξάζεται, κ όσοι τον ακούνε χορταίνουν απο αυτά 228 τα κούφια καρύδια κ πιωμένοι απο τ’ ασκιά του αγέρος. Συντρόφεψε ο σοφός αυτός με Λουτηροκλαβίνους <=Λουθηρο-Καλβίνους κ έβαλε κ αυτός τί; την φιλοσοφίαντου, το καπιτάλιτου =Λουθηρανούς κ Καλβινιστές, Προτεστάντες> <=το κεφάλαιότου> πατρίδατους κ θρησκείατους με αυτείνη την αρετή, επισκιώθη κ με άλλους τοιούτους, μαζί με αυτούς, κ ό,τι έργα έκαναν αυτείνοι εις την <=έρριξε τη σκιάτου=έδωσε την ευλογίατου> σε όλα αυτά κ έδωσε όρκον κ ο φιλόσοφος Καΐρης (κ αγοράστη) να μήν παραβεί ούτε γιώτα τί έκαναν κ κάνουν οι Λουτηρο-Κλαβίνοι εις το γ ιερόντους δικαστήριον (αυτεινών κ αλλονών τοιούτων ομοίωντους είναι περίφημον, να φωτίζεται κάθε άνθρωπος της κοινωνίας απλός, όχι σοφός! Είχε ηθική να σκοτώνει αδίκως, να γυμνώνει, να διατιμάγει, να κάνει τα πλέον μεγαλύτερα κακά της <=πόσο μάλλον> ανθρωπότης κ απάνθρωπα). Αφού αυτείνη η ηθική των ‘τίμιων ανθρώπων’ αυτείνων εμαθεύτηκε κ’ εξελοθρεύτηκε, ο Καΐρης πήγε γυρεύοντας δι’ αυτά τα φώτα κ αρετή αυτείνων κ ηύρε λείψανα απο αυτούς τους Μακεβέληδες κ τεμπέληδες της ανθρωπότης κ ανθρωποφάγους, τους ηύρε, ορκίστη με αυτούς, πλερώθη, κ με τα φορέματα του αρνι<ού> του Χριστού κανείς να διαβάσει ‘του αρνητού Χριστού’, αλλα παρακάτω δηλώνεται σαφώς πως ήταν φορέματα του Χριστού κ όχι φορέματα αρνητού Χριστού> <θα μπορούσε 229 έρχεται εις την πατρίδατου ο φιλόσοφος Καΐρης, όταν πολεμούσε με τον Τούρκον, τον γ<κ>ρανσινιόρη, πολεμούσε στεριά κ του πελάγου κ δίχως αυτά τ’ αναγκαία του πολέμου, διψασμένοι οι ομογενείςτου κ απο πολιτικούς με ηθική κ απο στρατιωτικούς κ φιλοσόφους – παρουσιάζεται αυτός ο σοφός ομόθρησκος Καΐρης με τα φορέματα του Χριστού, του αφιερωνόμαστε όλοι κ δοξάζομεν τον Θεόν οπου τον έσωσε κ τον ματα είδαμε, ηύρε την πατρίδατου σε πολέμους κ ταραχές, όχι όμως γυμνή απο αρετή, απο ηθική, όχι απο τον φόβο του Θεού, όχι ψευτιές κ άλλα τοιούτα (οτ’ ήταν ο φόβος κ η σέβας της θρησκείας: οπου νύχτωνε ο άνθρωπος εις την ερημιά – την αυγή ξύπναγε κ πάγαινε εις την δουλειάντου χωρίς να τον πειράξει άλλος κ να τον διατιμήσει• άν ήταν κ νηστικός, ο άλλος είχε ψωμί κ τού ’δινε• άν ήταν αστενής, τον περιποιγέταν ώς τον εαυτότου• άν ήταν κ άρρωστος, τον έβαινε εις το ζώοτου κ τον πάγαινε εις το σπίτιτου ή σ’ αλλουνού όσο να αναλάβει να πάγει εις την δουλειάτου• ηθα του χρειάζονταν χρήματα – δανείζεταν, όχι ομόλογον κ μάρτυρες: ο Θεός κ οι δύο αυτείνοι, κ εις την διορίαντου 230 να έβγει αληθινός, εις την ώρατου. Αυτά τα έθιμα είχαμεν, αυτόν τον Χριστόν φοβόμαστε, φιλόσοφε Καΐρη, κ αυτείνη η θρησκεία μας ξαναλευτέρωσε κ βήκαμεν εις την κοινωνίαν του κόσμου, οπου ήμαστε χαμένοι κ σβησμένοι απο τον κατάλογον όλου του γ κόσμου τόσες αι ώνες. Οι μαθηταίσου τώρα, φιλόσοφε, οπου σπούδαξες κράτοςμας>, <=τους οποίους δίδαξες> εσύ κ’ οι όμοιοίσου έξω κ μέσα <στο φαίνονται ώς την σήμερον, πού μας κατήντησαν τα φώτασου κ των μαθητώνσου: διατιμιόμαστε έξω κ σε όλον τον κόσμον, κ εμείς τρώμεν ένας τον άλλον, κ όλα του Θεού δέν είναι τίποτας, <παρα μόνο:> φύση, ρήξη, κ πολύ κακόν! <το οποίο> να σου γένει πρώτα εσένα, κ δεύτερα των μπερμπάντων μαθητώνσου, της ασέβειας κ παραλυσίας• κ ο Θεός να σου κάμει την ανταμοιβή εσένα κ των ομοίωνσου – κ δέν θα το αποφύγετε εσύ κ όλοι αυτείνοι, οπού’χαν προθυμίαν του φωτόςσου, καθώς δέν το απόφυγε κ ο στενόςσου φίλος κ πολύ-αγαπημένοςσου μαθητής Κωλέτης: εις τον πεθαμότου <=στα τελευταίατου> σάπισε κ βάβιζε σάν σκυλί, κ εις τον πεθαμότου φώναξε σάν γομάρι κ τότε του βήκε η βρωμερήτου ψυχή, κ κοντά σε τρία χρόνια πήγαν να τον ξεχώσουνε κ ήτον ο ίδιος <στη μορφή> κ ξεβρώμισε <=καταβασάνισε με την δυσοσμίατου> τους ανθρώπους• έτσι θα το πάθουν κ οι άλλοι μαθηταίσας, κ εσύ ώς δάσκαλοςτους περισσότερον• <η σελίδα που ακολουθεί είναι νομίζω η πιό κακογραμμένη σε όλο το βιβλίο, με γράμματα ψιλά ψιλά, βιαστικά, τσαπατσούλικα. ο συγγραφέας παραληρεί απο πάθη κ μάλλον με πυρετό κ έξαρση των ασθενειώντου>231 ον οτι τον <θεωρώ οτι είναι διττογραφία των γραμμάτων ‘ον’. Ή μήπως εννοεί ‘τον ών αφέντησας’ δηλαδή, τον όντα, πραγματικό; Χρησιμοποιεί συχνά το ‘όντως’, αλλα δέν έχω βρεί να χρησιμοποιεί τη μετοχή ων, ουσα, ον> αφέντησας τον διάβολον δουλεύετε όλοι εσείς, κ αυτός αυτείνη την πλερωμήν θα σας κάμει, κ περισσότερον εσένα, σοφό δάσκαλότους. Κ η πατρίςσας κ οι ομογενείςσας ορθόδοξοι Χριστιανοί, οι τίμιοι άνθρωποι, καθώς τους καταντήσετε περικαλούν τον Θεόν (όσο υπάρχει αυτείνη η ανθρωπότη, <=όσο υπάρχουν τέτιοι άνθρωποι, τίμιοι> όποιας θρησκείας κ άν είναι) να μήν βρείτε ανάπαψιν, όλο εις την οδηγίαν του αφεντόςσας να είστε, να σας βασανίζει δια την μεγάλη καλοσύνη οπου αγωνιστήκετε κ μας κάμετε κ περπατούμεν ξυπόλητοι κ γυμνοί οι περισσότεροι κ δέν σώνομεν απο τα καλάσας έργα κ φώτα. Την φέρετε <την πατρίδα, την ανθρωπότητα. Εδώ πλέον ταυτίζεται η έννοια της πατρίδας με το τίμιο μέρος της ανθρωπότητας> σε τούτην την δικαιοσύνη οπου τρώμεν ένας τον άλλον σάν σαλάτα, κ τον γυμνώνουμε απ’ όλα. Τί θιαμαίνεσαι <=θαμαίνεσαι, θαυμάζεις, απορείς> τους πατριώτεςσας κάνετε <=παρατατικός> Σωκράτη, <= ‘ισǒκρατι’, επηρεάστηκε απο το ‘Ισοκράτη’> Πλάτων, Λουκούργο, κ λοιποί; Εσείς εις ώς εσείς, τούτοι κάνουν ώς τοιούτοι• εσείς εγκωμιάζεστε ώς εσείς δια τα έργασας εις την πατρίδασας κ ομογενείςσας – κ τούτοι κατα τα έργατους κ αρετήτους: σάν ετούτος καθένας λαβαίνει δικαίως την πλερωμή των αγώνωντου. Κ αληθώς εσείς μαλώνετε πώς να την σώσετε <την <=μαλώνατε, παρατατικός> αναμεταξύσας, φιλόσοφοι κ πολιτικοί κ στρατιωτικοί κ πολίτες, πατρίδα>. Κ δια θρησκεία: σε όλους τους ναούςσας, σε τόσον πληθυσμόν, μετάνιες κ παρακλήσεις <ή: παράκλησες> κάνετε να την σώσετε – εμείς περικαλιόμαστε να μήν μείνει λιθάρι απάνω στ’ άλλο, ούτε δια πατρίδα ούτε θρησκεία, έτσι μας κατήντησαν κ είμαστε. <απο εδώ στρώνει το γράψιμο, γίνεται πιό αραιό κ με περισσότερη τάξη>232 Ήμουν αστενής, κ με πονούσαν οι πληγές του σώματόςμου καμόσες ημέρες• κ μιάν βραδιά: απο αυτούς τους πόνους ήμουν εις ανησυχίαν κ δέν μπορούσα να κοιμηθώ, κ έλεγαν τα παιδιά του Καΐρη κ οι συντρόφοιτου αυτείνης της πίστης οπου μας κυβερνούν με αυτείνη την αρετή: να με κάμουν εξορία, καθώς κ άλλους πολλούς αξιωματικούς. Κ (οτι έχουν υποψίαν να μή τους κάμω αντιστάσεις <= -‘ης’> η επιθυμίατους ήταν δια’μένα… εις τους κακούςτους σκοπούς, οτι θέλουν χωρίς άλλο να γκρεμίσουνε το Σύνταγμα δια το σαράντα άλθρο της θρησκείας, κ δι’ αυτό γένονται όσα οι εφημερίδες λαλούνε κ χιλιάδες περισσότερα κακά) – την θέλησίντους μου την είπε άνθρωπος της συντροφιάςτους, τί θέλουν να κάμουν εμένα: να με πάνε όθεν θέλουν, κ με τρόπον να με τελειώσουν, οτ’ είμαι ανάντιος των κακών σκοπώντους. Θυμώντας <=καθώς θυμήθηκα> το βράδυ όλα αυτά… κ αγανάχτησα πολύ• κ είπα: «εις το σπίτιμου με όλαμου τα συγύρια είμαι σ’ αυτείνη την άχλια κατάστασιν κ κιντυνεύω – άραγε εκεί οπου δέν θά’χω τίποτας; κ απο τούτο χαμένος είμαι, κ απο αυτεινών την αρετή, των Καϊριστών». 233 Συλλογώντας απο αυτά, τρόμαξα να με πάρει ύπνος. Βλέπω εις τον ύπνομου: μ’ έπιασε ένας κ μ’ εξόριζε! Ξύπνησα, κ βλέπω απο πάνωμου ένα λαμπρό φώς, κ μ’ ήφερνε γύρα, κ δυό – τρείς ίσκοι <= ‘ίσκιοι’, ισχύες, βλέπε προηγούμενα> σάν σώματα• στάθη ολίγον, κ αναλήφτη. Έκαμα τον Σταυρόμου κ δόξασα τον Θεόν κ την ΒασιλείανΤου. Συλλογίστηκα να ξεμολογηθώ κ να μεταλάβω, κ να φκιάσω κ την διαθήκημου κ να είμαι έτοιμος κ ώς Χριστιανός κ ώς στρατιώτης: άν μου ειπούνε τίποτας δια εξορία, να κάμω την ι απαραίτησίνμου απο τ ς ματοκυλισμένεςμου αγώνες κ να μείνω απλός πολίτης• κ να εγκλείσω εις την αναφοράμου δεκαπέντε 15∴ αποδειχτικά των γιατρών οπου λένε οτι δέν μπορώ να είμαι ξεμακρυσμένος ούτε απο γιατρούς ούτε απο συγύρια του σπιτιούμου• κ ένα βασιλικόν διάταγμα οπού’χω, οπου μου λέγει: δια όλα αυτά εγκρίνει κ: να μένω πάντοτες εδώ• άν αυτά όλα δέν ισκύσουν, τότε να πεθάνω με όποιον είναι της τύχηςμου. <=να πεθάνω πολεμώντας (μαζί με όποιον συμπολεμιστή ή αντίπαλο η τύχη θελήσει). Τον θάνατο σε μάχη ο Μακρυγιάννης ποτέ δέν τον φοβήθηκε, τον έβλεπε ώς λύτρωση, κάθαρση, πράξη τιμής. Φοβόταν όμως τον Θεό. Η παροιμία λέει: «ποιός είδε το Θεό κ δέν φοβήθηκε!»> Κ με αυτά ησύχασα την ιδέαμου κ αποκοιμήθηκα.) Βλέπω εις τον ύπνομου οτ’ ήμουν με όλημου την 234 φαμελιά μέσα εις ένα μεγάλον τριπούντη μεγαλύτερον <πλοίο> <= ‘τριποντι’, πλοίο με τρείς πούντες = αιχμές = κατάρτια, εδώ συμβολίζουν το τρισυπόστατο της Θεότητος>, δέν υπάρχει, κ εις τα κατάρτιατου: έλαμπαν καί τα τρία, κ ήταν γιομάτο λαούς διαφόρων θρησκειών. Αυτό το καράβι έκαμεν τρείς βόλτες κ ύστερα στάθη εις το ίδιον μέρος. Τότε <πολλοί> απο μέσα απο αυτό το καράβι το τόσο μεγάλο (καμόσοι απο αυτούς σάν παπάδες δυτικοί ήτον κ:) πήραν μιά φελούκα κ την έρριξαν εις τη θάλασσα κ μπήκαν μέσα. Αυτείνη η φελούκα όσο πήγαινε μίκραινε, κ τότε <αφού μίκρυνε πολύ> πολλοί, αυτείνοι, πέσαν εις την θάλασσα• κ αφού <=ενώ πρωτύτερα> ήταν όλοι μέσα εις την φελούκα, τότε την πήραν εις τα χέριατους κ την βαστούσαν ψηλά όσο σώναν τα χέριατους• κ εκεί οπου βήκαν έξω απο την φελούκα, ήταν ρηχά τα νερά – ύστερα βάθαιναν τα νερά, κ χάνονταν. Βλέποντας αυτό, τον χαμόν, έλεγα: «τί ανοησίαν κάμαν αυτείνοι οι άνθρωποι! Ήταν μέσα εις τέτοιον καράβι – δέν κάθονταν, να μήν κιντυνέψουν, κ να πνίγονται αδίκως;». Απο την λύπημου οπου έβλεπα αυτό το κακόν, εξύπνησα. <το νόημα είναι ολοφάνερο: ενώ ήταν στην ασφάλεια της αληθινής λατρείας του Θεού, άφησαν την πατροπαράδοτη κ σωστή θρησκεία κ νόμιζαν κάτι σπουδαίο κάνουν, οι αιρετικοί, αλλα σύντομα πλήρωσαν το σφάλματους. Σημειωτέον οτι όλων των θρησκειών άνθρωποι στον ίδιο τριπούντη μέσα ήταν, που σημαίνει οτι ένας είναι ο Θεός, ένας κ ο ΝόμοςΤου, μ’όλο που οι άνθρωποι μοιράζουν τον ένα Θεό κ τον ένα Νόμο σε διάφορες θρησκείες. Εκείνοι που βγήκαν, αρνήθηκαν τον έναν Θεό κ λάτρεψαν τον εχθρόΤου. Στη φελούκα στηρίχτηκαν, έπειτα στα χέριατους τη σήκωσαν, δόξασαν τη δικήτους δαιμονική θεότητα. Την κάθε θεότητα οι λάτρειςτης την υψώνουν. Γι’ αυτό η πανάρχαια σοφία των Ινδών λέει: «οι Βραχμάνοι (=λειτουργοί, ιερείς) είναι το στόμα του Θεού, μέσω αυτών ο Θεός μιλά, κ μέσω αυτών τρέφεται. Δέν υπάρχει τίποτε στον κόσμο σπουδαιότερο απο τους Βραχμάνους• κ πώς θα μπορούσε να υπάρχει, αφού ακόμη κ οι Θεοί τρέφονται (με τις θυσίες) χάρις στους Βραχμάνους κ μόνο». Σάν παραβολή του Χριστού είναι το όνειρο αυτό. Όπως: «όποιος ακούει τα λόγιαμου κ δέν τα εφαρμόζει, είναι σάν εκείνον που έχτισε το σπίτιτου στην άμμο• κ ήρθαν οι άνεμοι κ το γκρέμισαν…> <αλλαγή πέννας:> Την αυγή έμαθα οτι νεκρώθηκαν τα σκέδιάτους όλα οπού’χαν αναντίον του Συντάγματος, κ προδόθηκαν. Μίλησαν οι βουλές, οι τύποι: κ με ημέρες σιώπησαν κ 235 κ την εξορίαμας, όλων των αξιωματικών. Οτι ήταν το διάταγμα: την πρώτη Μαρτίου να φύγει ο καθείς. Κ τρώγονται αναμεταξύτους μεγάλοι κ μικροί σάν τα σκυλιά, η ασέβεια <τους κάνει να πράττουν έτσι>.) Αφού ο Καΐρης κ ο Κωλέτης κ όλοι αυτείνοι οπου μας κυβερνούν, αρχή κ τέλος… Όσο ήμασταν μόνοιμας, με την δικήμας πίστη κ ηθική κ αρετή οπου κυβερνιόμασταν, κ με τα δικάμας φώτα: οι δύο πρώτες χρονιές της απανάστασηςμας το μαρτυρούν: χωρίς τα αναγκαία του πολέμου, χωρίς ζωοτροφές, χωρίς όπλα (τα περισσότερα γ δεμένα με τα σκοινιά), ποτέ δέν ήμασταν πενήντα χιλιάδες των αρμάτων άντρες, στερ ιά κ του πελάγου – κ όλους τους δυνατούς αναντίονμας: μας κατάτρεχαν κ εφόδιαζαν τα φρούρια του φίλουτους ‘γρανσινιόρη’, οπου τον είχαν κ τον έχουν στενόντους φίλον• τόσος πληθυσμός οπού’ναι αυτείνοι <οι Ευρωπαίοι>, τους καταπολέμαγε κ τους σύντριβε <ο γρανσινιόρης>• κ άν είναι <αληθινά> όσα λέγω, της Βιέννας το τζαμί μαρτυράγει: ακόμα σώζεται, δέν κοτάνε ακόμα να το γκρεμίσουνε, να μή ματα πάγει κ τους γυρέψει ικανοποίησιν• κ ένα μέρος απο αυτούς του πλέρωναν κ χαράτσι, οτ’ είν’ ‘Υψηλή Πόρτα’• τότε πήγαιναν οι πρέσβες κ στέ- 236 κ στέκονταν σούζα μπρός εις τον ‘γρανσινιόρη’ – κ δέν τον έβλεπαν κ με τα μάτιατους κάποιο παραβάν, τους άκουγε, τον άκουγαν αλλα δέν τον έβλεπαν>• <όταν συναντούσε τους πρέσβεις ήταν καλυμμένος πίσω απο τώρα, αφού πενήντα χιλιάδες ανθρώποι –δεμένα τα όπλατους με σκοινιά- του γάμησαν το κέρατον… (κ άν δέν τον βοηθούσαν τις δύο πρώτες χρονιές, γνωρίζουν πού πηγαίναμεν, με την Δύναμιν Εκεινού, του Παντουργού κ της ΒασιλείαςΤου. Οτι εμείς καθίσαμεν μέσα εις το μεγάλο καράβι κ εσείς πήρετε την φελούκα δια σεργιάνι κ ύστερα την βαστάγετε εις τα χέρια – κ’ εμείς καθόμαστε μέσα εις το καράβι όλοι κ με ψυχή κ με καρδιά, όχι δια επιδείξεις κ να είμαστε τέτιοι• κ με Αυτόν τον Αφέντη κ με την ΒασιλείανΤου, με των πενήντα χιλιάδων ανθρώπων τα δεμένα όπλα με σκοινιά, κ <παρά> τις δικέςσας αντενέργειες): οι πρέσβεςσας τώρα εις την Κωσταντινούπολη τρώνε κ πίνουν με τον σουλτάνο, κ χορεύουν τον μπάλο• κ του λένε «σούζα» κ στέκει (κ αυτό σας είναι γνωστόν πολύ• τώρα δέν είναι πλέον ‘γρανσινιόρης’, δέν είναι ‘Υψηλή Πύλη’).) Κ τότε μας είδετε τί κάμαμεν, κ τώρα μας βλέπετε πού μας καταντήσετε εσείς με την μεγάλη ηθική! Αλλα δοξασμένος, δοξασμένος να είναι ο Θεός κ η ΒασιλείαΤου! Ό,τι φώτα μας δώσετε εις την κυβέρνησήμας με τους Καϊριστάς κ μας δίνετε ολοένα 237 εσείς οι πεφωτισμένοι κ οι δυνατοί: ώς λιοντάρια καταδέχεστε να φάτε ένα κουνούπι, απογόνους εκείνων, γνωρίζετε ποιών∴• εσείς εις το κουνούπι κάμετε κ κάνετε ό,τι σας υπαγορεύει η συνείδησίςσας, κ μας καταντήσετε καθώς φαινόμαστε. Αλλα δοξασμένος ο Θεός, γύρισε εις το κεφάλισας <=σας ανταπέδωσε>. Εμείς εις την Μεταβολήμας (την Τρίτη Σεπτεβρίου): ανοιχτά τα’ργαστήρια, γράφεται το Σύνταγμα – δέν ματώνει μύτη, δέν αδικείται κανένας• κ τους ίδιους Μπαυαρέζους, οπου μας είχαν τόσα κακά κάμει, τους μπαρκαρίσαμεν ώς εμείς με όλη την ι ευγένειαν. Όταν άρχισαν τα τραπέζια του Λάιν ς, του Μπρόκινς <=προκυνις> κ Πισκατόρη κ αλλονών, κ με τους δικούςμας Καϊριστές, Κωλέτη κ γενεά, κ με τα φώτατους πώς να γένονται οι εκλογές με δόλον κ με απάτη, οπού’όλο με αυτές τις συμβουλέςσας κ των Καϊριστών των δικώνεμας: σκοτωθήκαμε με τους Τούρκους ένας κ με ταύτα εκατό 100νταπλάσιοι απ’ότι στον πόλεμο με τους Τούρκους> <=σκοτώθηκαν απο’μάς κ ακόμα σκοτωνόμαστε• κ οι φυλακές γιομάτες• κ η τζελατίνα, το κοπίδισας εσάς των ευγενών οπου μας εστείλετε να κόβει τους άγριους ανθρώπους, όλο τροχισμένο είναι κ κόβει απο’μάς!) Τέλος πάντων, όσους να κόψετε, δέν σωνόμαστε <=δέν τελειώνουμε>. Είδετε τα φώτασας εις τα 1848∴: πόσο αίμα χύσετε εσείς 238 οι πεφωτισμένοι, κ πού καταντήσετε, πού πήγε ο μέγας φιλόσοφος κ βασιλέας Φίλιππας, πού πέθανε• πού πήγανε οι σοφοί; Τί γένεται εις τα 1851∴ εις την μεγάλη κ σοφή Γαλλία; ποιοί έπαθαν, κ παθαίνουν; κ δέν τους αφήνει κανενού θέλησις –ούτε σοφού, ούτε αντρείου, ούτε κανένα- άσυλον! Τα φώτα οπου μας μέραζε ο πρέσβης της Γαλλίας ο Πισκατόρης, κ σκέδια της ψηφοφορίας: τα προσκάλεσε πίσω απο’μάς κ’ ενεργούνε εις την πατρίδατου, κ έτσι γένονται οι εκλογέςτους: παραγιομίσματα! Έτσι μας σπούδαξαν, κ μας σπουδάζουν κ τώρα: να γκρεμίσουν οι συντρόφοιτους οι Καϊριστές το Σύνταγμα, δια την θρησκεία. Έχει ο Θεός – κ αυτό <=άν θα πετύχουν> θα το ιδούμεν. Αφού εσείς όλοι, κ οι φίλοισας εδώ οι Καϊριστές οπου μας κυβερνούσαν κ μας κυβερνούνε κ τώρα: (οτι δέν τους αρέσει κ αυτείνων να είναι μέσα εις το μεγάλο καράβι, θέλουν την φελούκα εις τα χέρια να σωθούν αυτείνοι κ η πατρίδατους κ ο βασιλέαςτους)) θέλουν την ‘δικαιοσύνη’ του γερού <=ιερού> δικαστηρίου του εδικούσας, οπού’τρωγε ζωντανούς τους ανθρώπους• κ εδώ έτσι τους τρώνε, ολιγότερον είναι ακόμα, ομως το θέλουν να το καταντήσουνε εις την εντέλεια εκεινού• σε τούτο καταγίνονται νύχτα κ ημέρα• δέν ξέρομεν άν το επιτύχουν• οτι είναι πολλοί απο αυτούς με την φελούκα εις τα χέρια – είναι κ το καράβι, κ πολλοί μέσα 239 ναύτες• το καράβι δυνατό κ οι ναύτες αυτείνου κ άνθρωποι με τον καραβοκύρη: δέν φοβούμαι τον πνιγμό• ελπίζω οτι <=νομίζω> θα πνιγούν όσοι μπήκαν εις την φελούκα κ απο τούτους, οτι η φελούκα είναι εις τα χέρια οπου βαστιέται: με ασκιά με αγέρα κ κούφια καρύδια• χορταίνουν με αυτά. Κ όποιος θα κόψει τα ξύλα εις τον μεγάλον γκρεμνό, όχι οπου δέν μπορεί να βγεί μόνοςτου, κ φορτωμένος ξύλα: θα πέσει να κατασυντριφτεί (κ δέν θα επιρρωθεί, <=‘πιροθι’, θα μπορούσε να είναι λάθος για ‘πιλεροθι’=πλερωθεί, αλλα τα συμφραζόμενα δείχνουν τη σημασία ‘θα γίνει καλά’, άρα είναι το αρχαίο ρήμα ‘επερρώνυται’ που άκουσε απο κάποιον μορφωμένο γιατρό, με τους γιατρούς είχε συχνή επαφή. Ανάλογο του ‘επουλώνεται’.> αυτό είναι βέβαιον!). <:κ αυτή η παραβολή είναι φανερό πως προέρχεται απο κάποιο όνειρο του συγγραφέως, το οποίο όμως δέν έχουμε βρεί γραμμένο στο βιβλίο. Συνεπώς το είχε γραμμένο σε κάποιο φύλλο απο εκείνα που καταστράφηκαν. Το ίδιο τα μπορμπόλια που συνέστησε η Παναγία ώς γιατρικά στον Μακρυγιάννη, πρέπει να ήταν σε φύλλο που δέν διατηρήθηκε> γ Αφού οι Καϊριστές όλοι εξόντωσαν την ηθική κ όλα τα ιερά πράγματα, κ καταλαλώντας την θρησκείαν κάθε στιγμήν παντού: ήρθαν κ πολλοί ‘σοφοί’ της Ευρώπης κ τους βοηθούν εις τα έργατους• οτι αυτείνοι αυτά τα καπιτάλια έχουν: την φελούκα εις τα χέρια. Αφού είναι τόσοι, λέγω, απο αυτούς, κ απο’δώ μαθηταί αυτείνων, πολλών• κ ο ‘σοφός’ Αμερκανός Κίνης <=King>, <συμπεραίνω πως> γ το ιερό δικαστήριο ήρθε κ προ χρόνων φιλάνθρωπος πολύ κ αυτός δια τους Έλληνες ορθόδοξους Χριστιανούς, <ήρθε> να τους ημερέψει (οπού’ναι αγριάνθρωποι όλοι αυτείνοι), κ πολλάκις έγραφε κ εις την πατρίδατου Αμερική τί κόπους τραβάει κ αυτός μ’εμάς τους αγρίους, κ <έγραφε οτι> ελπίζει: (οτι έκαμεν σκολείον κ διδάσκει κ κατηχάγει πολλούς νέους κ νέες 240 κ τους εξευγένισε κ τους ήφερε εις τον ορθόν δρόμον!): κ θα ενεργήσει, κ να καταγένει όσο μπορεί, να ημερέψει αυτούς τους ανθρώπους!) <στο ίδιο στυλ έγραφε κ ο άλλος Αμερικανός, ‘φιλέλλην’ γιατρός Eduard How, που ήρθε κατα την Επανάσταση του 1821 να προσφέρει υπηρεσίες ιατρικές, ώς που βαρέθηκε κ γύρισε πίσω στις Η.Π.Α., που κατα τα γραφτάτου είναι η μόνη χώρα που αξίζει να αγαπηθεί. Κ τον προέβαλλαν (ακόμη κ στα σχολικά αναγνωστικά) σάν μεγάλο φιλέλληνα κ ευεργέτη κ σύμβολο της υποτιθέμενης ελληνο-αμερικανικής φιλίας> Καημένε Σωκράτη <γραμμένο ώς συνήθως ‘ισǒκρατι’>, καημένε Πλάτων κ λοιποί, πού κατήντησαν οι απόγονοίσας! Οι απόγονοι οι εδικοίσας… κ η Αμερική, χθεσινή εις την κοινωνία του κόσμου: ήμερη κ σοφή! – κ οι απόγονοίσας: άγριοι κ μωροί! Κ: έτσι είναι!) ν Δέν μπορώ να εκτα θώ περισσότερον: ούτε η μάθησίςμου με βοηθεί, ούτε κ τα μάτιαμου βλέπουν• οτι τρέχουν ποτάμι τα δάκρυα απο μέσατους• οτι όπου είναι τέτοια γομάρια, αυτά τα σαμάρια τους βάνουν <=ανάλογα με το είδος των γαϊδουριών, βάζουν τα σαμάρια>. Οι απόγονοίσας κ τα φώτασας φαίνονται, κ ο πατριωτισμόςσας, όσο στέκει ο κόσμος δια της ΔύναμήςΤου. Οι απόγονοίσας γ ‘άγριοι’! Κ είναι άγρι οι: οτι ο σοφός Καΐρης κ άλλοι τοιούτοι δίνουν τζιβαϊρκόν πολυτίμητον κ <σε αντάλλαγμα> παίρνουν ασκιά με αγέρα κ κούφια καρύδια, κ αυτά δίνουν κ χορταίνουν κ όλοι οι απόγονοίσας, κ είναι χορτάτοι όλοι απο τοιούτα!) Άλλα τα φώτα, κ άλλη η καρδιά. <=άλλη είναι η φώτιση που έρχεται απο έξω, με την τυπική παιδεία, κ άλλη η φώτιση που βγαίνει απο μέσα, απο την καρδιά. Οι δυτικοί στην καλύτερη περίπτωση έχουν μόνο την φώτιση της παιδείας. Στην χειρότερη δέ περίπτωση, είναι ακριβώς σάν τον διάβολο, για τον οποίο ο Ιησούς Χριστός είπε: «αυτός ανθρωποκτόνος ήτανε εξ αρχής, κ στην αλήθεια δέν στάθηκε γιατί αλήθεια δέν υπήρχε μέσατου> αιτίας:> Παύω… Οτι δέν είμαι εις κατάστασιν <να γράψω περισσότερα, εξ απ’ όλομου το σώμα, κ τα μάτιαμου κλαίνε, δικαίως, καυτερά δάκρυα. Αφού ο Κίνης, ο σοφός Αμερκανός, θυσιάζει αυτά τα φώτα (οπού’χει κ αυτός την φελούκα εις τα χέρια) – κάνει το χρέοςτου, δέν τον κατηγορεί κανένας εις αυτό• 241 οτι δέν έχει τίποτας κ ελπίζει τα αναγκαία> τους ανθρώπους• Κωλέτης κ οι άλλοι οπού’ναι <=νομίζει> οτι έχει, κ το σέβεται ώς τοιούτο κ το πουλεί με ευκαρίστησιν να <:αυτό κάνουν όλοι οι δυτικοί πάντοτε> <όμως> <στην εξουσία> οικονομήσει <=προμηθεύσει με ο καλόγερος ‘σοφός’ Καΐρης δέν ξέρει τί έχει? ο βρωμερός ώς σήμερον δέν ξέρουν πώς ήμασταν είλωτες τόσες αιώνες? κ με την δύναμιν κ αρετή αυτείνων των πολιτικών, θρησκευτικών κ στρατιωτικών λευτερωθήκαμεν? Εδώ <εννοείται απάντηση: όχι με τη δύναμη αυτεινών, αλλα με του Θεού> δέν μπορώ να συλλογιστώ, συλλογιστείτε όσοι θα ευαρεστηθείτε να διαβάσετε, άν αγαπάτε, κ ετούτα. Οτι’μένα δέν μου απομένει <= ‘ανμεμενι’, ίσως εννοεί ‘ανεμένει’> είμαι κ εγώ καμιά ελπίδα ώς την σήμερον κ απο σοφούς δικούςμας κ θρησκευτικούς κ στρατιωτικούς (το ίδιον <=στρατιωτικός>).) Αφού ο σοφός της Αμερικής Κίνης έλαβε την καλοσύνη ώς σοφός κ θρησκευτικός, παπάς Αμερικάνος: εφώτισε κ έσωσε πολλούς νέους κ γέροντες κ νέες, κάνει μαθήματα: εις αυτά κατακρένει την Θεοτόκον, τον Χριστόν, τους Αγίους κ τα εξής όλως δια όλου• λέγει: «αυτά δέν υπάρχουν• είναι δόλος κ απάτη». Παντρεύει νέους με τις νέες <ώς εξής>: γυμνώνει αυτούς (μ’ ένα αγανόν φόρεμα, να φαίνονται τα κεκρυμμένα του ενού κ του άλλου)• κόβει σχεδόν διαφανές. Άγανα λέγονται τα μουστάκια των σταχιών> εικόνα της Παναγίας με τα κεργιά μαζί κ καίγονται• κ <έτσι> <=λεπτό, κ την <=‘κοφι’> γένεται αυτός ο περίφημος γάμος. Κ άλλα πλήθος τοιούτα <κάνει>. 242 Κ δέν έχει ύστερα να πλερώσει το χρέοςτου• του πουλούνε τα πράματάτου οι συντρόφοιτου Καϊριστές. Κ’ δανεισταίτους τους δανείζουν με τριάντα τα εκατό, με είκοσι εις τα δεκοχτώ τους πουλούν τα πράματάτους: κάνουν είκοσι – τα πουλούνε ένα. Κ ύστερα <περιμένεις?> οι <=δηλαδή:> <=για 18 που παίρνουν υποχρεούνται να επιστρέψουν 20>• να φυλάξουν τον εξευγενισμότους! τότε <που> Όποιος τους αγοράσει, αυτείνοι πουλιούνται! Κ όσες προδοσίες κάμουνε κ άλλα τοιούτα, βραβεύονται! Κ όποιος ειπεί αλήθεια: χαζίρι <=έτοιμο είναι> το ορκωτόν, το γ ιερόν γ δικαστήριον των Κα ιριστών: κ αφανίζεται κ υποτηράγεται που έφτιαξε με το λαϊκό ‘τηράει’ κ την λόγια πρόθεση ‘υπο’> κ κακολαλιέται απ’ όλους αυτούς.) <=υποβλέπεται. Καταπληκτική λέξη, Τέλος πάντων, ματα κρίθη κ τούτες τις ημέρες ο σοφός παπάς Αμερικάνος Κίνης, κ μαζώχτηκε όλος ο λαός αγαναχτισμένος δια όλα αυτά της θρησκείας. Κ βεβαιώθηκαν οι κριταί με πλήθος αποδείξες βάσιμες. Κ τα παιδιά του Καΐρη, οι μαθηταί απο τα σκολεία εδώ, τον υπερασπίζονταν, κ ο κατηχητής του σκολείου ο Πλίκας διαβαστεί Μπλίκας> κ Τριανταφυλλί<δη>ς συνηγορούσαν υπέρ αυτού. <=‘πιλικας’, αρβανίτικης προέλευσης επώνυμο, θα μπορούσε επίσης να Αφού το κριτήριον είδε τόσες μαρτυρίες κ έγγραφα βάσιμα, κ τον λαόν αναμμένον, τον καταδίκασαν εις την φυλακή, το Μεντρεσέ, δεκάξι μέρες – κ ύστερα απο αυτό να φύγει δια πάντα απο’δώ. Στον Μεντρεσέ τους νόμους- πήγε εις το σπίτιτου κ κάθεται ώς την σήμερον. Κ οι συντρό- <=‘μετερσε’> φυλακή δέν πήγε –είναι ανώτερος απο <παραλείπω προς το παρόν τη σελίδα 243, διότι η φυσική συνέχεια της διήγησης είναι στη σ. 244>244 φοιτου Καϊρισταί όλοι εδώ, του κάνουν βίζιτες κ τον περιποιούνται, οτι αυτός έχει δίκαιον κ το κριτήριον κ όλοι οι άνθρωποι: άδικον.) Ρωτάγω αυτά τα μεγάλα κ επιφωτισμένα έθνη (οτι εγώ δέν γνωρίζω): <:σωκρατική ειρωνία> ο άνθρωπος όταν είναι σοφός, την σοφίατου θα την θυσιάζει δια να κάνει τους ανθρώπους εις την κοινωνίαν αληθινούς, τίμιους• να κάνει την κοινωνίαν τίμιους κ άφοβους, ένας με τον άλλον να βρίσκει άσυλον κ’ ειλικρίνειαν πραγματική, νά’χει ασφάλειαν εδώ• <το ερώτημα λοιπόν είναι:> ποίον δένει αυτό? - η θρησκεία του κάθε ενού, η σέβαση εις αυτείνη, κ ο φόβος του Θεού• - τότε πηγαίνει η κοινωνία εμπρός, ή όταν γυμνώνει ένας περι του άλλου αυτό <=όταν αφαιρεί ο ένας απο τον άλλο αυτό=την θρησκεία> καλό»? τους ρωτάγω: «ο Θεός έκαμεν αυτά, <=τα θρησκεύματα> ή άνθρωποι?»• κ του λέγει: «το δικόσου κάλπικον κ το δικόμου <ο Μακρυγιάννης (φιλοσοφώντας το θέμα ανώτερα απο τον καθένα) δέν κατακρίνει καμιά θρησκεία, αλλα κατακρίνει εκείνους που προσπαθούν να αλλάξουν (μέσω προπαγάνδας τη θρησκεία των αλλονών) ή να αλλοιώσουν (μέσω δημιουργίας αιρετικών δοξασιών τις θρησκείες), αφού θεωρεί όλα τα θρησκεύματα θεόσδοτα καθώς γράφει κ στα Απομνημονεύματα: «ο Θεός θέλησε να ακούει διαφορετική δοξολογία απο τον κάθε λαό». Συνεπώς προπάντων κατηγορεί κ δικαίως εκείνους που θέλουν να αλλοιώσουν την δικήμας θρησκεία, την αυθεντική χριστιανική> κ άν οι άνθρωποι είναι απατημένοι, κ’ οι σοφοί, να γνωρίζουν κ το καλό κ το κακόν, είναι τέτοιες δοκιμές πολλάκις γενόμενες, κ όποιος έχει ασκιά με αγέρα κ κούφια καρύδια, φαίνονται, είναι αποδειχμένο κ με καμώματα κ όλο γένονται κ εγγράφως. <=κ άν ακόμη κ οι σοφοί άνθρωποι απατώνται ωστε να μήν γνωρίζουν το καλό κ το κακό, συμβαίνουν συχνά δοκιμασίες των πεποιθήσεώντους που καταδεικνύουν ποιός έχει σφάλμα, τα σφάλματα αποδεικνύονται κ στην πράξη κ θεωρητικώς> Εγώ έχω το καράβι κ εσύ την φελούκα εις τα χέρια δια το εμπόριόνσου, έτσι σου δίνει χέρι. πραγματεύομαι• πιστεύω τον καραβοκύρη κ ναύτες κ κάθομαι μέσα <=αυτήν τη δυνατότητα έχεις> Εγώ δέν 245 κ αρμενίζω δια της ΔυνάμεώςΤου κ της ΒασιλείαςΤου. Άλλο θα ρωτήσω: εκείνο οπου πιστεύεις εσύ κ πραματεύεις, εσύ’σαι το πρωτότυπον, ή εγώ? Άν είμαι εγώ το πρωτότυπο (καθώς είμαι), το πιστεύω κ το προσκυνώ κατα την θέλησίνΤου κ κανόνες. αργότερα> <πρωτότυπη χριστιανική θρησκεία είναι η Ορθόδοξη, οι άλλοι χριστιανισμοί βγήκαν Άλλο θα ρωτήσω: Τούρκος λέγεσαι εσύ οπου μου κατακρένεις την θρησκείαμου, ή Χριστιανός? Άν είσαι Χριστιανός, πώς είπε κ εγεννήθη ο Χριστός? απόδειξέμου <άν είναι ψέμα> αυτό! Κ άν είναι ψεύμα, είσαι ο χερότερος ψεύτης εσύ, οτι άν δέν έχεις πεποίθηση κ πίστη εις Αυτόν, διατί Τον δοξάζεις κ δέν λές: «είμαι Μεμέτης, Αλής»? Ιησού, οι οπαδοί του Καΐρη κ King δέν Την δέχονταν> <σημειωτέον οτι ακόμη κ οι Μουσουλμάνοι δέχονται την υπερφυσική Γέννηση του Κ ώς αληθινό αυτό το ασπάζεσαι, κ φορείς το φόρεμα Αυτείνου - διατί το κατακρένεις κ πραματεύεις την ΣταύρωσήΤου κ λέγει ο αρχηγός της θρησκείαςσου οτ’: «είμαι δεύτερος Χριστός»? Ύστερα σε ρωτώ: ο άνθρωπος έκαμεν τον Θεόν ή ο Θεός τον άνθρωπον; Εκείνος οπού’καμεν τα πάντα, κ τον άνθρωπον, είπε κ’ εγεννήθη <ο Χριστός>• κ αυτό δέν σε συμβουλεύτη ο Θεός εσένα τον σοφόν άνθρωπον, καθώς τον σοφό καλόγερον Καΐρη κ οπαδούςτου, φ<λ>υαρίζετε ό,τι θέλετε. <δείγμα αληθινά υψηλής κ όχι ψιλής φιλοσοφίας. Αφού είναι φανερό οτι δέν έπλασε ο άνθρωπος τον Θεό αλλα ο Θεός τον άνθρωπο, γνωρίζει συνεπώς ο Θεός τον άνθρωπο, αλλα δέν μπορεί να εξηγήσει με ξερή ανθρώπινη λογική ο άνθρωπος τον Θεό, κ ούτε υποχρεούται ο Θεός να είναι κ να δρά κατα την ανθρώπινη λογική. Η λογική, την οποία οι δυτικοί θεοποιούν, δύναται μόνο να επεξεργάζεται τα δεδομένα της γνώσης, αλλα δέν είναι η ίδια γνώση. Η λογική είναι το δάχτυλο που δείχνει το φεγγάρι· δέν είναι το ίδιο το φεγγάρι, ούτε το φώςτου, ούτε είναι εκείνος που το βλέπει. Γνώση είναι η εμπειρία, απο την οποία η ανατολή είναι παλαιόθεν πλούσια, η δέ δύση μονίμως διψασμένη γι’ αυτήν> Σε ρωτώ άλλο: όταν έρχομαι εγώ ο άπιστος εις την πατρίδασου, δέν τολμώ να μιλήσω περι τί δοξάζεις• κ όταν πεθαίνω, εσύ ο σοφός ο εξευγενισμένος με βάνεις εις το σακκί 246 κ πάς κ με πετάς σάν σκυλί. Εγώ ο άγριος κ άπιστος της ιδέαςσου σε συντροφεύω με παράταξιν κ με όλα της τάξης κ σε πάγω εις τον τάφον• σ’ αφήνω: φκιάνεις εκκλησιές, μοναστήρια, σκολεία, ό,τι αγαπάς – κ όσοι Καϊριστές θέλουν, κ συντρόφοισου, άς σ’ ακούνε κ άς βγαίνουν τα μάτιατους μ’ εσένα• αλλα αναφανΔόν εις την πατρίδα της γεννήσεώςμου κ θρησκείαςμου να μου κάνεις αυτά: γνώρισε κ μόνοςσου οτ’ είσαι τρελλός δια δέσιμον κ αγριάνθρωπος κ απολίτευτος ψευτο-σερέτης <σερέτης=απο ιδεαλισμό κ έρωτα περιπλανώμενος χωρίς σταθερή διαμονή κ φτωχός> πραματεύεις κ όχι να δοξάζεις τίποτας. <=απολίτιστος> όλως δια όλου, κ κ έμπορος της θρησκείαςσου. Θέλεις να την <=αυτή είναι όλη η ουσία της υπόθεσης, την ξεσκεπάζει όλη με πέντε λέξεις> Κ φαίνεται η ηθικήσου κ’ η ειλικρίνειάσου οπου θυσιάζεις εις την κοινωνίαν, να τρώγει κ ν’ αφανίζει ένας τον άλλον. Με τον καιρόν κρίνει ο Θεός τον καθέναν, κ θελει του δώσει την ανταμοιβή των κόπωντου. <εσοχή> Αδελφοί αναγνώστες, αφού είδα κ άκουσα αυτά του σοφού παπά Αμερικανού Κίνη κ την μεγάλητου τρέλλιαν να κάθεται σ’ ένα έθνος χριστιανικόν ορθόδοξον κ να του κακολαλεί την θρησκείαντου την πατρογονική, το δικαστήριον δικαίως καταδίκασε αυτόν, κ’ ενέργεια δέν έγινε απο τους οπαδούςτου. Τότε συλλογώντας αυτό κ άλλες πολλές δικαιοσύνες οπου βλέπουμε εδώ <καθόμουν το βράδυ άγυπνος (πάμε σελίδα 247)>. 243 Μαθαίνεται <ο King> σε όλα αυτά <που έκανε> (γένονται βιβλία, γένονται φωνές των ορθοδόξων Χριστιανών)• τον διώχνουν προσωρινώς απο’δώ – τα παιδιά του Καΐρη οπου μας κυβερνούν κ μας φωτίζουν εις τα σκολεία, τον φέρνουν οπίσω• κ κάνει χερότερα• τον βοηθούνε όλοι αυτείνοι, κ άλλος σοφός Χριστιανός, φίλος στενός του Κωλέτη κ συντροφιάς αυτείνης, Σοφιανόπουλος, «πεπαιδευμένος σοφίαν»• εις την κακίαν μαθητής του Καΐρη• γιατρός, τυπογράφος, κ σε όλα τ’ άλλα (ό,τι πέτρα σηκώσεις του διαβόλου, κ αυτός εκεί είναι). Λέγει κ αυτός όσα λέγει κ ο Κίνης κ άλλοι τοιούτοι οπου θα μας λευτερώσουνε κατα της Θεοτόκος κ τα εξής.) Πού τα λένε αυτά, Σωκράτη <=‘ισǒκρατι’>, Πλάτων, κ λοιποί? Εις την πατρίδασας Αθήνα, ορθόδοξους Χριστιανούς τώρα• πού είναι οι απόγονοίσας; οπου βλέπουν αυτά: οτι κατατρέχεται η θρησκείατους, καταλαλιούνται αυτείνοι όλοι – δέν τους μέλει! Πολυτέλειες θέλουν, εξευγενισμόν μεγάλον, θέατρα, μπιλλιάρδους, πιαναφόρτα, κιθάρες, γυμνές οι κυρίες το σώματους – έχουν όμως χερόκτια μισά εις τα χέρια, του εξευγενισμού. Κ οι περισσότεροι, να βαστήσουν αυτείνη την πολυτέλεια του εξευγενισμού: άλλος προδίνει, άλλος κλέβει κ άλλος δανείζεται. ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ μέρος 4ο 247 Είχα ξεχώσει το ίδϊον <το χειρόγραφο> κ σημείωσα ετούτα• κ ματα τό’κρυψα <το ρήμα ‘χώνει’ στον Μακρυγιάννη σημαίνει ‘βάζει μέσα στη γή’> (οτι κ βάρδιες με φυλάνε νύχτα κ ημέρα, κ προφάσεις γυρεύουν να μου βρούνε να κάμουν ό,τι τους υπαγορεύει η συνείδησίςτους αναντίονμου, κ γυρεύουν (καθώς σημείωσα εις το ίδϊον) να μου κάμουν κατ’ οίκον έρευνα• δια εκείνο τό’χωσα πίσω σε μέρος. Αφού τό’χωσα) καθόμουν το βράδυ άγυπνος• οτι έκαμεν χειμώνας πολύς κ κρύος, κ με πειράζει πολύ εις τις πληγές του σώματόςμου. Κ αφού ήμουν πονεμένος κ άγυπνος, συλλογιόμουν) κ έλεγα: «αυτά οπου μου λέγαν η γυναίκα κ άλλοι (κ καταεξοχήν η γυναίκα, οπου μού’λεγε πολυέλαιον, κολυμπήθρα, κ άλλα τόσα) άραγε να είναι όλα αληθινά αυτά;»• πάλι έλεγα: «αληθινά είναι• οτι όσα μου είπαν οι άνθρωποι, μου είπαν κ τα αίτια, οτι με τον καιρότους θα τα ιδώ μόνοςμου, όταν είναι η Θέλησις του Θεού». «;Δέν ευκαριστιούμαι», έλεγα μόνοςμου, «σε όσα αξιώθηκα κ λέπω νύχτα κ ημέρα, κ εις την προσευκήμου κ αλλού να βλέπω το Φώς του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, κ το ίδϊονΤου Χέρι να ευλογάει νύχτα κ ημέρα όταν έχω προσοχή κ Τον περικαλώ;». Βλέπω όλα 248 αυτά, κ την νύχτα να μου παρουσιάζουν τον ουρανό εκεί οπου κοιμούμαι, καθώς είναι έξω με τ’ άστρα κ με όλα• καθώς κ όταν παίρνει να γλυκοχαράξει, μου παρουσιάζουν την ημέρα: πολλές φορές ξυπνώ κ λέγω οτι έφεξε – κ είναι νύχτα• απο αυτό καταλαβαίνω… Κ όταν κάνω την προσευκήμου πολλές φορές οπου κοπιάζω με ζήλο κ τηράγω απάνω εις τον ουρανόν κ Τον δοξάζω με καρδιά (με όλον οπου είμαι ο χερότερος απο το πλάσμαΤου – το ΈλεοςΤου είναι πολύ σ’ εμένα), αφού τηράγω απάνω κ δοξάζω, βλέπω ένα Φώς σάν στεφάνι κ είναι καθώς η δόξα οπου λέπομεν όταν βρέχει <το ουράνιο τόξο, δοξάρι, κατα παρετυμολογία το λέγανε κ δόξα> κ ύστερα βγαίνει αυτό κ είναι σάν γιοφύρι με διάφορα χρώματα, το ίδιον είναι κ αυτό• κ αφού το βλέπω καμόσο καθώς είναι, ύστερα γίνεται ένας ίσκυος ανθρώπινος λαμπρός κ’ ευλογάει. Αυτό το στεφάνι δέν το βλέπω τόσο συχνά – σπανίως. Κ όποτε τελειώνω την προσευκή, τις μετάνιεςμου, κ θα τελειώσω κ στέκομαι ορθός, τότε βλέπω την Αγία Τριάδα κ Θεοτόκον κ άλλα Άγια Σώματα, σάν ίσκυον ανθρώπινον• κ εκεί249 νος ο ίσκυος γένεται ύστερα σάν ένα σύγνεφο μαύρο κ περνοδιαβαίνει απο πάνωμου: όσο οπου στέκω εκεί, με προσέχει.) Αυτά οπου σας λέγω, αδελφοί αναγνώστες, οτι βλέπω μόνοςμου με τα μάτιαμου ή στο όνειρόμου, κ όσα θα σας σημειώσω τώρα οπου είδα, άν σας απατήσω σε κανένα, του Θεού ψυχή να μή δώσω, κ <άν> δέν θα σας γράψω γυμνή την αλήθειαν. Εγώ θα γράψω αυτείνη την αλήθεια του Θεού, οπου αξιώθηκα να ιδώ εγώ ο αμαρτωλός με τα μάτιαμου – κ άν αυτά με απατούν, κ εγώ γελάγω εσάς. Δέν μένει όμως παραμικρή υποψία, είναι αληθέστατα. Κ περικαλώ τους τίμιους αναγνώστες (όποιας θρησκείας κ άν είναι) να μετανοήσωμεν κ να προσπέσωμεν εις τον Πανάγαθον Θεόν κ εις την ΒασιλείανΤου, κ να προσπέσωμεν με δάκρυα να μας απαλλάξει απο τις κακέςμας ιδέες κ φαντασίες ξερές, να οικειωθούμεν με τον Θεόν κ με την αγαθήΤου Θέλησιν, της ΒασιλείαςΤου, δια να σωθούμεν σε τούτη την προσωρινή ζωή οπου είμαστε μισαφιραίοι, κ εις την άλλη, την παντοτινή. Οτι, αδελφοί, 250 τί κατάλαβεν ο άνθρωπος όλον τον κόσμον να κερδαίσει εδώ κ να ζημιωθεί την ψυχήτου; Τίποτας δέν κέρδαισε, πολλοί είναι <που ξέρω> ζημιωμένους κ χαμένους δια πάντα. Εγώ ως τίμιος άνθρωπος χρωστώ να γράψω ό,τι είδα• κ ώς χρέοςμου, κ ώς άνθρωπος της κοινωνίας, δέν βϊάζω κανενού την θέλησήτου κ ιδέιεςτου – ο Θεός άς τον φωτίσει τον καθέναν εις τον ορθόν δρόμον• κ να φωτίσει κ’ εμένα να ειπώ μόνον αυτείνη την αλήθειαν. Αλλα είμαι αγράμματος ο ταλαίπωρος κ δέν θα παραστήσω αυτείνη την Αγαθότη του Θεού καθώς αξιώθηκα κ την είδα• οτι κ ο νούςμου θάμπωσε τότε, κ τα μάτιαμου τρέχαν βρύση δάκρυα <σαφής αλλαγή πέννας:> καυτερά, κ το σανίδι γιομίζει απο αυτά τα δάκρυα νύχτα κ ημέρα, κ τούτο το χαρτί, όταν γράφω δια την μεγάλη Αγαθότη του Πανάγαθου Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, οπου κάνει σ’ εμάς τους αχάριστους να μας σώσει κ να μας διατηρήσει – κ’ εμείς είμαστε θερία κ αγνώμονες.) Πάγω εις το προκείμενον, αφού σας σημειώνω ό,τι αξιώθηκα να ιδώ με τα μάτιαμου, κ εις τον ύπνομου, κ <να ακούσω> απο ανθρώπους: 251 Τα 1852∴ Μάρτιον μήνα, τις 9∴, Κυριακή των Αγίων Σαράντων την νύχτα έκανα την προσευκήμου κ σηκώνοντας απο τις μετάνιεςμου κ τηράγοντας εις τις εικόνες κ ψηλώνοντας τα μάτιαμου εις τον ουρανόν, βλέπω την Αγία Τριάδα, την Θεοτόκο κ Αγίους. Μπορώ, αδελφοί αναγνώστες, να περιγράψω αυτείνη την ωραιότη κ τις μεγάλες λάμψεις? – κ η Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι κάνοντας μετάνιες: κ περικαλούσαν την ΠαντοδυναμίανΤου, μετάνιες κ τον ΣταυρόνΤους, καθώς τον κάνουν οι ορθόδοξοι Χριστιανοί (φαίνονταν κ τα κινήματα των χεριώνΤους κ τα σώματάΤους) κ περικαλούσαν. Χωρίς να τελειώσουν αυτά, εγώ έπεσα τα μπρούμυτα κ δέν μπορούσα πλέον να ιδώ ούτε απο τον νού ούτε απο τα μάτια ούτε απο το σώμα• ο νούς νέκρωσε: κ χάρηκε πρώτα κ ελυπήθη ύστερα – κ τα μάτια άρχισαν βρύση, το σώμα έτρεμεν• ανάλαβα ύστερα τις δυνάμειςμου, έκατσα αρκετά μέσα, κουράστηκα κ έφυγα κ έπεσα ν’ αναπαυτώ.) Αυτά οπου θα σας σημειώσω, άρχισαν απο την Κυργιακή κ τα σημειώνω σήμερα Παρασκευή, του μηνός 14• 252 κ σας λέγω τα σημερινά κ αρχού ύστερα εις τα πρώτα <το αρχού είναι επίρρημα (κατα το αλλού, παντού, αυτού, πριχού κ.λπ.), με την έννοια ‘πιάνοντας απο την αρχή’.>. Επειδήτις, αδελφοί αναγνώστες, αξιώθηκα να ιδώ αυτά κ να τα γράψω: -είμαι άνθρωπος- να μήν απατηθώ κ κολάσω την αμαρτωλήμου ψυχή, αυτές όλες τις ημέρες περικαλιούμαι μόνον να με φωτίσει: να τα γράψω ή όχι; ‘οτ’ είμαι’ (έλεγα εις την αμαρτωλήμου προσευκή) ‘είμαι κ αμαρτωλός, είμαι κ αγράμματος’. Τότε, σήμερα Παρασκευή αγωνίστηκα αρκετές ώρες κ με αμαρτωλά δάκρυα• τις άλλες ημέρες κάνω τέσσερες ώρες, αυγή κ βράδυ, εις την προσευκήμου, κ όταν θα φύγω έξω απο το σπίτιμου κ όταν θα γυρίσω κ όταν θ’ αποφάγω <=τελειώσω το φαγητόμου, συνηθισμένη λέξη στην Κρήτη σήμερα>. Αφού είδα αυτό - <το οποίο> κ θα γράψω, αγωνίζομαι περισσότερον σήμερα: σηκώθηκα αυγήτερα. <=πιό αυγή, πιό νωρίς> Τις άλλες ημέρες, πρίν την Κυργιακή (σας γράφω πρωτύτερα αυτά) τελειώνοντας την προσευκήμου περικαλώ την ΠαντοδυναμίανΤου να σώσει πρώτα την πατρίδαμου κ θρησκείαμου κ όλους τους τίμιους ανθρώπους, όσοι είναι καλοί άνθρωποι εις την κοινωνίαν, όποιας θρησκείας κ άν είναι, κ φέρνουν δοξολογίαν εις τον Θεόν – καθερά <=καθαρά> να φυλάξει όλα αυτά• τότε λέγω: «ευλόγαμας κ συχώρεσέμας κ φώτισέμας εις το καλό 253 κ προφύλαξέμας απο εκείνο οπου μας βλάβει», τότε, καθημερινώς κ νύχτας, αυτά, όλα αυτά τα χρόνια οπου αξιώθηκα, κ το ΦώςΤου βλέπω ολοένα, κ τελειώνοντας η προσευκήμου κ τηράγω απάνω: βλέπω το Σώμα της Αγια-Τριάδος κ της ΒασιλείαςΤου όλης, κ τα χέριαΤους ευλογούν καθώς οι γιερείς.) Σήμερα, καθώς σας λέγω οπου θά’γραφα όλες αυτές τις ημέρες καθώς κ σήμερα, Του έλεγα με δάκρυα: άν είναι η αγαθήΤου Θέλησις, να με φωτίσει τί να κάμω, να γράψω αυτά; είμαι αγράμματος… κ έκλαιγα κ Τον περικαλούσα. Βλέπω ομπρόςμου, εκεί οπού’κανα τις μετάνοιεςμου, βλέπω την ΠαντοδυναμίανΤου, τον Χριστόν κ την Θεοτόκον, κ βαστούσαν τον Σταυρό εις τα ΧέριαΤους ο καθένας, κ έλαμπε εις του κάθε ενού το Χέρι ο Σταυρός• κ απο πάνω τον Σταυρόν το ΙΝΒΙ <= ‘φι’. Πρέπει να εννοεί παρα τα αρχικά της επιγραφής πάνω στο Σταυρό του Χριστού, ΙησούςΝαζωραίοςΒασιλεύςΙουδαίων. Εκτός κι άν ίσως πρόκειται πάλι για την ιερή συλλαβή ΩΜ γραμμένη σε διάφορες γραμματοσειρές , που ήταν εύλογο να το περάσει ο Μακρυγιάννης για το δικότου «φι», επικολλώ εδώ ένα , πιθανόν επηρεασμένος και απο τα αρχικά Ι.Ν.Β.Ι.. Στο εξής μεταγράφω ΙΝΒΙ, θυμίζοντας οτι ο Μακρυγιάννης το γράφει χειρόγραφότου «φι»: «φι»> γραμμένο, απο κάτω γράμματα έλεγαν «γράψε». Κ με τον Σταυρό εις το χέρι ο καθείς κ με το ΙΝΒΙ <= ‘φι’> ευλογούσανε όλοι. Σηκώνομαι απάνω, τηράγω εις τον ουρανόν: το ίδιον! Τότε με μεγάλα δάκρυα περικάλεσα την Θεοτόκο κ Αγίους να δοξολογήσουν τον Θεόν κ να Τον ευκαριστήσουν, οτι εγώ δέν είμαι 254 άξιος. Τότε, αδελφοί αναγνώστες –κ εγώ <που τα είδα> πώς να τα σημειώσω δέν ξέρω ο δυστυχής!- εκείνες τις μετάνιες της Θεοτόκος κ των Αγίων, κ τα χέριαΤους ψηλά κ τα μάτια – τα σφούγγιζαν με τα χέριαΤους• κ εγώ τώρα οπου σας γράφω, κλαίγω ο αμαρτωλός θυμώντας όλα αυτά. Τότε, τελείωσα την προσευκήμου κ είπα της φαμελιάςμου κ όλων των παιδιώνμου κ δούλουμου: να πάνε να κάμουν μετάνιες εις τις εικόνες κ να ευκαριστήσουν τον Θεόν κ την ΒασιλείαΤου.) Αυτά ή<τα>ν τα σημερινά. Θα πάγω εις την Κυργιακή, τις εννιά του μηνός• έγραψα τί είδα το βράδυ εις την προσευκήμου, πρωτύτερα.) Τώρα γράφω τί είδα εις τον ύπνομου:) <αλλαγή πέννας:> Βλέπω κ λέγει: «αχάριστοι βασιλείς κ έθνη εις τα αγαθά του Θεού, με τα δώρα του διαβόλου ζούνε!». <=τέλεια το είπε. Πράγματι η ανθρωπότητα γενικώς αυτήν την εποχή περιφρονεί τα πραγματικά αγαθά που δίνει η τήρηση του θείου Νόμου κ καταφέρνει να επιζεί όπως επιζεί χάρις στα απατηλά δώρα που δίνει ο διάβολος, κ τα δίνει για να μπορούν να τον υπηρετούν> Ξυπνάγω βλέποντας αυτό• ήμουν εις τον πρώτον ύπνο. Κ ξανακοιμούμαι• κ μου πόνεσε η καρδιάμου• κ μού’ρθε σάγουρος <=‘σαγορος’. Τα συμφραζόμενα δείχνουν την σημασία: έπειξις δια ούρησιν. Στα αρχαία υπάρχει ρήμα ‘στραγγουριᾷ’ που σημαίνει επείγεται να ουρήσει. Απο αυτό το ρήμα πρέπει είναι αυτή η λέξη ‘σάγουρος’, κ ίσως να μήν την έχει γράψει σωστά. Μπορεί π.χ. να ήθελε να γράψει ‘στραγορος’ ή ‘σταγορος’, κ αντί για το στ να έγραψε σ και να ξέχασε το πρώτο ρ> να κατουρήσω• σηκώνομαι, πολεμώ – κ δέν μπορούσα να βγώ• <απο τα σκεπάσματα, κουβέρτα> πέφτω σε μιάν υποκχονΔρία δι’αυτό <σκεπτόμενος> οτι «εγώ αμαρταίνω ό,τι κάνω – κ εδώ έπαθα κ αυτό το δυστύχημα!». Χάνω κ τον ύπνομου κ όλα δι’ αυτό• περικαλιόμουν να μήν πάθω νέον δυστύχημα. Με πονούσε κ το ξύγκιμου <=το μέρος της κοιλιάς που έχει λιπώδη ιστό, όπου ο Μακρυγιάννης είχε τραύμα> πρωτύτερα. 255 Έκατσα εις το στρώμαμου κ συλλογιόμουν αυτό• κ με πονούσε η καρδιάμου• έκανα τον Σταυρόμου, πέρασε καμόσο, μου πέρασε ο πόνος (θα ήταν εξ αιτίας των σαρακοστιανών οσπρίων οπου έφαγα)• <δέν αποκλείεται, γιατί οι Έλληνες δέν ξέραν κ ακόμη δέν ξέρουν πώς να φάνε όσπρια. Πρέπει να τα βάλεις να φυτρώσουν, κ έπειτα να τα σιγοβράσεις λίγη ώρα σε όσο γίνεται πιό χαμηλή φωτιά, κ έπειτα να τα φάς χωρίς καθόλου ψωμί ούτε ζυμαρικά ούτε γαλακτοκομικά. Άν τα φάς έτσι, είναι πολύ ωφέλιμα, ει δ’ άλλως: είναι βαριά στη χώνεψη κ ελάχιστα ωφελούν. Στην Ασία οι διάφοροι τρόποι προπαρασκευής των οσπρίων ωστε να παρέχουν το μέγιστο όφελος κ να μήν ενοχλούν στην πέψη είναι ολόκληρη επιστήμη, κ δέν μπορώ να ασχοληθώ εδώ. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα φυτρώνουμε κ να τα σιγοβράζουμε καθώς ανέφερα> κ σάν μου πέρασε, δόξαζα τον Θεόν. Τότε βλέπω τον Παντοκράτορα κ Θεοτόκον κ Αγίους, τον ίσκυοτους, πολλά λυπηρούς, κ μαύροι πολύ, κ περικαλιόνταν με μετάνιες κ με τα χέρια, κ δάκρυα, όλα αυτά τα κινήματα• αυτά ένιωθα κ έβλεπα. Στάθη καμόσον αυτό• τότε ένας μεγάλος ίσκυος εσκέπασε αυτά. Αποκοιμήθηκα, οτ’ ήμουν άγυπνος.) Την άλλη ημέρα, 10, Δευτέρα, εξακολούθησα την προσευκήμου, αυγή κ βράδυ. Τα μεσάνυχτα περνώντας ξυπνώ κ κάνω το Σταυρόμου εις το στρώμαμου• κάνοντας τον Σταυρόμου, βλέπω ένα μικρόν φώς• γένεται μεγάλο πολύ, κ ύστερα σώμα κ έλαμπε ο ουρανός, κ άλλα <σώματα> πλήθος. Σε αυτό το λαμπρό Σώμα παρουσιάζεται κ η Θεοτόκο καρσί <οθωμανικό qaršı =απέναντι, αντικρυστά>, πηγαίνει ένα Φώς απο τον Παντοκράτορα εις την Θεοτόκον, κ απο μέσα το στόμαΤης (το έχασα <απο τα μάτιαμου το Φώς>, πέρασε ολίγο διάστημα) βλέπω ένα μικρόν παιδάκι κ βγαίνει απο την Θεοτόκον, κ είχε όλα τα σημεία του μικρού παιδιού, ομως ήτον καθώς το Φώς οπου αναλήφτη εις την Θεοτόκον• πηγαίνει <το απο Φώς σχηματισμένο παιδάκι> εις τον Παντοκράτορα κ ευτύς γένεται ο πολυέλαιος κ απο κάτω η κολυμπήθρα κρέμεταν με τα τσιγγέλια, καθώς μου 256 την παράστηνε η γυναίκα οπου γράφω εις το ίδϊον πρωτύτερα. Ο πολυέλαιος αυτός ο λαμπρός κ η κολυμπήθρα σκηματίστη <=σχηματίσθηκε=άλλαξε μορφή κ έγινε> ύστερα ένας άνθρωπος εις τον Σταυρόν, καθώς τον ζωγραφίζομεν <τον Εσταυρωμένο>. Αυτό βλέποντας, αδελφοί αναγνώστες, εχάθηκα όλως δια όλου, κ θάμπωσε κ το μυαλόμου, κ τα μάτιαμου δέν έβλεπαν ανοιχτά – κ κλεισμένα έβλεπαν αυτά τα θάματα, κ πνιγμένα απο τα δάκρυα. Ύστερα στάθη ο Σταυρός, καθώς ήταν λαμπρός, κ η Θεοτόκος εις τα δεξιά του Χριστού γονατισμένη (δέν μπορώ, αδελφοί, να σας γράψω• μήτε μάθησιν έχω, ούτε σπλάχνα, ούτε μάτια βλέπουν κ τώρα απο τα δάκρυα. Κ το κεφάλιμου χτυπάγει <=στο κεφάλι χτυπάει έντονα, αισθητά ο σφυγμός> κ με ξύδι το βρέχω κ μυρίζομαι). Τότε εγώ νέκρωσα όλως δια όλου, κ έπεσα τα μπρούμυτα• πώς τελείωσε: δέν ξέρω άλλο.) <:άρχισε να βλέπει τη σκηνή της Σταύρωσης, άν συνέχιζε θα έβλεπε κ τον μαθητή Ιωάννη> Την άλλη ημέρα, Τρίτη 11∴, εξακολούθησα την προσευκήμου, το ίδιον κ το βράδυ• κ αγωνιζόμουν κ περισσότερον, κ περισσότερον διάστημα• πήρε η νύχτα καμόσον• σηκώνομαι απάνω οπου τέλειωσα, κ περικαλιόμουν – βλέπω τον Παντοκράτορα κ τον ίδιον Σταυρόν, Θεοτόκο κ Αγίους, κ έλαμπαν. Τότε απο το Χέρι του Παντοκράτορα βγαίνει ένα γράμμα κεφαλιακόν (εγώ δέν γνωρίζω αυτά), <πρώτα κττγνμμ βγήκε ένα Α κ έπειτα τα άλλα κεφαλαία γράμματα, κ έπειτα φράσεις. Είδαμε κ σε άλλα σημεία οτι ο Μακρυγιάννης δέν ήξερε να διαβάζει τα κεφαλαία γράμματα. Τα ‘ιστορικά’του είναι εξ ολοκλήρου γραμμένα με πεζά> άλλα ύστερα, άλλα, κ γιομίζει όλος ο τόπος εκεί γράμματα. Τα γράμματα ήταν μαύρα καθώς τούτα <που γράφω τώρα>. Το λαμπρό Φώς 257 της ΠαντοδυναμίαςΤου κ ΒασιλείαςΤου δέν μ’ άφηνε να τα διαβάσω, ούτε μπορούσα να τα βγάλω• κ τήραγα απο την μιά άκρη ώς την άλλη, γιομάτο ήταν <με γράμματα>, κ είναι ώς την σήμερον. Αφού είδα αυτά, άρχισα την προσευκήμου με δάκρυα ώς καμόσο. (Τελειώνοντας συνηθάγω κ ανοίγω την πόρτα της κάμαρης κ κάνω καμόσες μετάνιες: έξω τηράγοντας: την σάλα, σάν μού’λεγε η γυναίκα οτι εκεί είναι ο πολυέλαιος κ τ’ άλλα, κ <οτι> εκεί στέκεταν ο Παντοκράτορας κ η ΒασιλείαΤου). Ανοίγοντας την πόρτα, εκεί βλέπω τον Αφέντημας κ την ΒασιλείανΤου όλη, κ τον πολυέλαιον με την κολυμπήθρα, κ έφεγγε όλος ο τόπος, κ πλήθος προσώπατα Αγίων γύρα με στεφάνια εις τα κεφάλιαΤους, γύρα το σπίτι, καθώς είναι οι εκκλησιές ζωγραφισμένες όλες μέσα. Βλέποντας αυτά, έκαμα τις μετάνιεςμου ομπρός εις την πόρτα, σηκώθηκα κ άναψα λαμπάδες κ πήρα κ θυμιάτιζα οπίσω <=ξανά>. (Κ συνηθάγω πάντοτες κ βγαίνω εις την εξώπορτα κ ανοίγω κ λιβανίζω)• βήκα κ τότε την νύχτα, κ τηράγω εις τον ουρανό, κ βλέπω κ εκεί το ίδιον, όσα έβλεπα μέσα• κ έναν μεγάλον Σταυρόν κ έφεγγε. 258 Κ τελείωσα κ μπήκα μέσα, οτι κουράστηκα πολύ. Ξυπνάγω την άλλη μέρα (Τετράδη), κάνω την προσευκήμου• τα γράμματα φαίνονται ώς την σήμερον – έξω εις την σάλα δέν είδα τίποτας. Το βράδυ κάνω την προσευκήμου, κ είδα τα ίδια μέσα κ έξω. Άναψα το κερί κ πήγα να κοιμηθώ – βλέπω κ φέγγει όλη η κάμαρήμου, κ την λάμψιν, κ αυτά όλα τα προσώπατα, του Αφεντόςμας κ της ΒασιλείαςΤου. Δέν παραστήνεται αυτείνη η λάμψη, κ του Σταυρού. Τότε αρχινούν τα γράμματα: βγαίνει <=βγάζει> ένα χαρτί ο Αφέντηςμας ώς μεγάλο Ευαγγέλιον <=ειλητάριο σάν εκείνα οπου κρατούν ανοιχτά οι Άγιοι στις εικόνες>• έλεγε <=είχε γραμμένο> μόνον ένα ‘πί’• ήταν κ σάν λαβίδα, κ απο’κεί βγαίναν τα γράμματα, κ αριθμοί, ψηφιά. <Δηλαδή δέν ήταν ακριβώς πί, έμοιαζε σάν το πί του Μακρυγιάννη, έμοιαζε κ σάν λαβίδα, απο την οποία έβγαιναν ψηφιά, δηλαδή σύμβολα γραφής (που δέν την γνώριζε). Κατα τη γνώμη του μεταγράφοντος το σύμβολο αυτό ήταν ένα σανσκριτικό ΩΜ, το οποίο σε διάφορες γραμματοσειρές καλλιγραφείται ώς εξής: . Απο αυτό έβγαινε η Saawitríi γραμμένη με γράμματα σανσκριτικά: τα οποία ο Μακρυγιάννης προσπαθούσε να αναγνωρίσει, να ταυτίσει με γνωστάτου γράμματα κ ψηφία. Χθές 26 Οκτωβρίου, του Αγίου Δημητρίου, μεγάλη η χάρηΤου, περπατώντας στο πάρκιγγ Ροδόπη, άκουσα δύο Τ.Ε.Ι.τζήδες που καθώς περπατούσαν ο ένας έλεγε στον άλλον: ‘τον νόμο του ΩΜ δέν ξέρεις; είναι ο πιό σπουδαίος νόμος, απο αυτόν βγαίνουν όλοι οι άλλοι νόμοι’. Κατάλαβα οτι αυτό που άκουσα ήταν σημάδι: οτι απο το ΩΜ βγαίνει η Saawitríi κ απο την Saawitríi όλοι οι άλλοι ιεροί λόγοι. ΩΜ ήταν ο ήχος που ακούστηκε τη στιγμή που άρχισε να δημιουργείται το Σύμπαν, είναι ο λεγόμενος Anaahata-Naada =‘ο μόνος ήχος που δέν παρήχθη απο κρούση’ (διότι όλοι οι ήχοι παράγονται απο άγγιγμα δύο πραγμάτων, αλλα τότε δέν υπήρχε παρα μόνο ένα όν, ο Θεός) =Αδημιούργητος Ήχος, Άκτιστος Λόγος• απο τον οποίο δημιουργήθηκαν όλοι οι άλλοι λόγοι. Απο τον Λόγο του Θεού δημιουργήθηκε κ δημιουργείται το κάθε τί> Βάσταξε αυτό πολύ. Βγαίνει ένα άλλο <βγάζει ο Αφέντης ένα άλλο ‘χαρτί ώς μεγάλο Ευαγγέλιον’> με μιάν βήτα μεγάλη, <πιθανόν ήθελε να γράψει ‘θήτα’ κ έγραψε β επηρεασμένος απο τα β που είχε ακριβώς απο πάνω γράψει σ’ εκείνο το σημείο στις απο πάνω γραμμές. Κατα τη γνώμη του σε διάφορες γραμματοσειρές, το πρώτο κ το πιό συνηθισμένο κ το πιό αδιαμόρφωτο αρθρωτικά απο όλα τα άλλα σανσκριτικά γράμματα. Των Ινδών ο Χριστός, ο QR,SNÁ, λέγει: «απο όλα τα γράμματα, είμαι το Α». Εκτός κι άν, πρόκειται ακόμη μεταγράφοντος ήταν ένα σανσκριτικό Α, γραμμένο μία φορά για το ΩΜ που ο Μακρυγιάννης με θολωμένα μάτια και επηρεασμένος απο τη λ. Βασιλεία το βλέπει σάν το δικότου β> κ άρχισαν κ αυτά, κ πέρασε καμόσο, άλλα, άλλα <γράμματα βγαίναν απο το ειλητάριο του Παντοκράτορος κ περνούσαν εν είδει αμαξοστοιχίας ή ηλεκτρονικής κυλιόμενης επιγραφής (έπειτα απο το πρώτο, ακολούθησαν τα υπόλοιπα σανσκριτικά γράμματα, 48 γράμματα σύνολο).> - κ εγώ δέν μπορώ να τα παραστήσω, οτι κ το φώς με σκότιζε κ η τρομάρα κ τα δάκρυα των ματιώνμου. Τελειώνοντας όλα αυτά, παρουσιάζουν ένα λείψανο, κ ήταν ξαπλωμένο εις το στρώματου κ του έβγαινε η ψυχή• τέτοια αγριότη δέν γένεται! <=τέτιο φρικαλέο θέαμα δέν μπορεί να υπάρξει στον κόσμο!> Το πήραν κατα το αριστερόν κ το συντρόφεψαν κάτι αλλόκοτοι• μόνον εις το υστερνόν είδα ένα – δυό <απ’ αυτούς που το συνόδευαν, ήταν:> με καπέλλο <ο ένας> κ περικεφαλαία ο άλλος. <=υποθέτω ήταν το αποκαθηλωμένο σώμα του Χριστού που το φρουρούσαν στρατιώτες με ρούχα της εποχής εκείνης, μιά σκηνή σάν εκείνες που ζωγράφισε ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Διότι οραματίσθηκε πρώτα την γέννηση του Χριστού, πώς βγήκε ‘Φώς εκ Φωτός’ απο τον Πατέρα κ εισήλθε στη Θεοτόκο απο της οποίας το στόμα βγήκε, ώς Λόγος του Θεού• στην επίγεια ζωήΤου ο Χριστός δίδαξε κ έπραξε ‘κάθε λόγο που βγήκε απο το στόμα του Θεού’, γι’ αυτό είδε τα γράμματα ο Μακρυγιάννης• έπειτα οραματίσθηκε τον θάνατοΤου, δηλαδή την ΘυσίαΤου> 259 Τότε ήταν αστενής η φαμελιάμου κ βογκούσε <= ‘βογκοσε’> πολύ. Βλέποντας τον πεθαμένον, διαβάζω να ιδώ τα γράμματα – δέν μπορώ• έβγαινα: «… Γιάννη… τελειώνει…» <=αυτά υποθέτω ήταν τα τελευταία λόγια του Χριστού, που μίλησε στον Ιωάννη, κ στερνά είπε ‘τετέλεσται’>• τότε λέγω: «πάγει η γυναίκα!». Μπαίνω σε συλλογισμόν• διαβάζω – ούτε <τα άλλα, προηγούμενα> γράμματα μπορούσα να βγάλω ούτ’ εκείνο <=ολόκληρη τη φράση απ’ την οποία είχε βγάλει κάτι σάν «… Γιάννη… τελειώνει…»> • ούτε κ ήπατα <=θάρρος> ούτε μάτια στεγνά. Τότε περικαλούσα δι’ αυτό κλαίγοντας• κακοσκεπάστηκα (οτ’ ήταν μεγάλο κρύον), κ ώς <=ήμουν σάν> μεθυσμένος – τρόμαξα να κοιμηθώ. Σηκώνομαι την αυγή, τηράγω την φαμελιάμου: είναι καλύτερα. Πάγω κ συγυρίζω εις τις εικόνες, κ κλαίγοντας• τελείωσα• τηράγω απάνω, κ βλέπω τον Αφέντημας, τον Σταυρόν, τον Εσταυρωμένον, την Θεοτόκον κ Αγίους. Μετάνιες η Θεοτόκος κ οι Άγιοι, κ γονατιστοί, κ με τα χέρια <δέονταν>, κ κλαμούς. Τότε απογίνηκα κ εγώ, έπεσα τα μπρούμυτα κ έκλαιγα• κ κάποτε έκανα μετάνιες, όταν αιστανόμουν άν είμαι ζωντανός κ εις τον κόσμον• ξανάσανα κομμάτι, άρχισα με το κομπολόγι, κ τί <άλλο> έκανα: κ εγώ δέν ξέρω. Τότε βλέπω, οπου κοίταγα απάνω όλες αυτές τις λάμψες, βγαίνει κατα μπροστά εις το Στήθος του Αφέντημας γράμμα <=κείμενο> κ έλεγε: «η ελπίς 260 εις τον Θεόν (μιάν μεγάλη θήτα κ τόνον)• <=η λέξη ‘Θεόν’ ήταν κατα βυζαντινό στυλ συντομογραφημένη ώς ένα μεγάλο γράμμα ϑ με τόνο. Ο Μακρυγιάννης δέν χρησιμοποίησε ποτέ τόνο στο γράψιμοτου, αλλα του ήταν γνώριμοι οι τόνοι (οξεία κ περισπωμένη) απο τα κείμενα που διάβαζε. Γιατί όμως δέν ήταν ολόκληρη γραμμένη η λέξη ‘Θεόν’; Κατα τη γνώμημου ήταν η λέξη γραμμένη ώς παραλλαγή του που επίτηδες έμοιαζε ϑ με τόνο, οξεία ή περισπωμένη, σάν βυζαντινή συντομογραφία• κ καλά ανέγνωσε, γιατί όντως σημαίνει τον Θεό> Η ελπίς εις τον Θεόν! Θα σώσει την πατρίδασας κ θρησκεία, κ όλα τα έθνη! Κ συντρίβει τους ασεβείς, κ δικαιώνεστε!» (όσες φορές το διάβασα, κ το διαβάζω, έτσι το έβγαλα).) <=αυτά, εκτός του , ήταν σε κανονική ελληνική γραφή>. Την άλλη ημέρα έβλεπα όλα τα ίδια. Έκαμα την προσευκήμου την ημέρα αυτείνη, τηράγω εις τον ουρανόν κ λέπω μιάν μεγάλη λάμψη κ έναν μεγάλον λαμπρόν Σταυρόν. Εξακολούθησα το βράδυ κ αγωνιζόμουν εις την αμαρτωλήμου προσευκή πολλές ώρες κ με μεγάλη κούρασιν κ δάκρυα, τένιασα <=εξαντλήθηκα>• ήρθα να κοιμηθώ, είχαν περάσει τα μεσάνυχτα – βλέπω κ φέγγει όλη η κάμαρήμου• κ ο Αφέντηςμας κ ο Χριστός κ η Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι. Αναγνώστες! Αναγνώστες! Αναγνώστες! Διαβάστε σας περικαλώ με προσοχή αυτά οπου σημειώνει ο χερότερος απ’ όλο το πλάσμα του Θεού, κ αγράμματος! Δέν είναι παραμύθια της Χαλιμάς• είναι Αγανάχτησις Θεού κ οδηγίες σ’ εμάς τους αμαρτωλούς ανθρώπους, όποιας θρησκείας κ άν είμαστε. Κ ηθα παθαίναμεν (κ δέν ελπίζω <=νομίζω> να μείνωμεν χωρίς να πάθωμεν κ να χυθούν αίματα ανθρώπινα ποτάμιν 261 κ η Ευσπλαχνία της ΠαντοδυναμίαςΤου, δια της Πρεσβείας αυτείνης της κακολαλισμένης απο μάς των ανθρώπων κάθε στιγμή Θεοτόκος, λέγω αυτής της αγαθής Θεοτόκος τα κλάματα κ αγώνες κ όλων των Αγίων, ίσως κ μας σώσουνε). <κενό στο τέλος αυτής της γραμμής κ εσοχή στην αρχή της επόμενης> Αφού αυτείνη την μεγάλη λάμψιν οπου είδα το βράδυ, του Αφεντόςμας κ της ΒασιλείαςΤου, οπου δέν μπορώ να σας την παραστήσω, ανάμεσα τον Αφέντημας κ εις τον Χριστόν εφάνη ένας Σταυρός• Τον πήρε ο Χριστός εις το χέρι• κ ευτύς βγαίνει ένας κ είχε μιάν μεγάλη τρομπέττα κ την έβαλε εις το στόματου κ φώναξε <=σάλπισε> πρώτα αριστερά κ δεύτερα δεξιά• κ ευτύς κίνησαν δύο καβαλλαραίγοι με τις σημαίες, κ συγχρόνως ο Σταυρός, κ ακολουθούσαν μαζίΤους απο πίσω στρατεύματα. Ύστερα άρχισε μιά θάλασσα, κ γιομάτη όλο καράβια μεγάλα κ τρανά με διάφορες σημαίες, κ πλήθος απο αυτά: πνιγμένη <=τίγκα γεμάτη> όλη η θάλασσα, όλο διάβαιναν. Ύστερα άρχισαν μυρμηγκινοί <= ‘μιρμκινι’ = μακριές αράδες μυρμηγκιών, εδώ μεταφορικά> στρατευμάτων μαύροι, κόκκινοι, κ τα εξής• διαβαίνοντας κ αυτά πολλή ώρα, <έπειτα> παρουσιάζεται μιά σάν αντάρα, κα262 πνός πολύς• κ ένας μεγάλος ποταμός όλο αίμα. Κ τελειώνοντας αυτά, άρχισαν τουρκικά <=με το αραβικό αλφάβητο> γράμματα• ο τουράςτους <tuğra=τίτλος ή υπογραφή με περίτεχνα συμπλεγμένα αραβικά γράμματα. Του σουλτάνου η tuğra = ο τουράς, γέμιζε την μία όψη όλων των οθωμανικών νομισμάτων> πρωτοβγήκε κ κίνησε ομπρός, κ κοντά <ακολούθησαν> τα γράμματα. Τελειώνοντας αυτά, περνούν γράμματα δικάμας• έλεγαν: ‘παίρνει τέλος’• ύστερα περνούν ψηφιά με αριθμούς πλήθος, <=αυτά κττγνμμ ήταν εβραϊκά ‘τετράγωνα’ γράμματα, συχνά το σχήματους θυμίζει δικάμας αριθμητικά ψηφία> πάλι βλέπω: ‘παίρνει τέλος το βασίλειον’• εσκοτίστηκα κ απο νού κ απο μάτια κ απ’ όλαμου τα ήπατα, κ αυτό μόνον μπόρησα να βγάλω. Πέφτω να ξεκουραστώ• στέκομαι με το κοντύλι, κ εγώ δέν ξέρω τί να γράψω! Εκεί οπού’μαι γυρισμένος, βλέπω κάτω: γράμματα μαύρα• τηράγω απάνω κ περικαλιούμαι, τα λέπω όλα άσπρα• τέλος, τούτο έβγαλα: «Θεία Δίκη δίνει τέλος εις την ασέβειαν».) Βλέπω ύστερα ψηφιά: <=άγνωστα γράμματα, μεταξύ των οποίων:> το ‘πί’ συχνά (το άλλο το μπροστινόν μου το μπερδεύει). <εννοεί το το οποίο το παρομοίαζε με τη δικήτου συλλαβή πι που επικολλώ εδώ: , αλλα δέν ήταν ακριβώς όμοιο, το μπροστινότου μέρος (δηλαδή το αριστερό, που το συναντάμε μπροστά πηγαίνοντας σε αυτό το γράμμα κατα τη φορά της γραφής) διέφερε απο το γνώριμοτου πί κ τον μπέρδευε, δέν μπορούσε να το καταλάβει τί είναι• αυτό το ‘μπροστινόν’ μέρος που τον μπέρδευε, το παρομοιάζει στη σελίδα 258 με ‘λαβίδα’ απο της οποίας το άνοιγμα βγαίναν τα άλλα γράμματα. Η όλη περιγραφή είναι η καλύτερη που μπορούσε να δώσει. Τα ‘ψηφιά’ που έβλεπε ήταν ιεροί σανσκριτικοί αφορισμοί, (ΩΜ)> Περικάλεσα, έκλαψα, δέν είδα αλλιώς. <=δέν είδα γνωστάμου γράμματα> Κ, βέβαια, βάρυνα που η κάθε φράσητους αρχίζει με το τον Θεόν• το κατάλαβα κ μόνοςμου. Δέν μ’ έχει σύντροφον να μου ειπεί τα μυστήριαΤου ο Θεός! Να με συγχωρέσει εις την τρέλλιαμου.) <Ο Μακρυγιάννης εδώ είδε το μήνυμα του Θεού προς όλους τους ανθρώπους, «όποιας θρησκείας κ άν είναι». Όλες οι σημαντικές σήμερα θρησκείες, βασίζονται σε αυτές τις γλώσσες: Αραβικά, Ελληνικά, Εβραϊκά, Σανσκριτικά. Το μήνυμα άρχισε απο τις πιό πρόσφατες θρησκείες πηγαίνοντας βαθμιαία στις αρχαιότερες. Πρώτα στα Αραβικά, έπειτα στα Ελληνικά (γιατί στην Ελληνική είναι τα κείμενα του Χριστιανισμού), έπειτα στα Εβραϊκά, που συνοδεύτηκαν απο Ελληνικά, γιατί η Εβραϊκή θρησκεία βοηθήθηκε απο την Ελληνική γλώσσα στα Ελληνιστικά χρόνια, η Παλαιά Διαθήκη μεταφράσθηκε στα Ελληνικά για να την καταλαβαίνουν οι ελληνόφωνοι Εβραίοι. Έπειτα στα Σανσκριτικά, γιατί στα Σανσκριτικά είναι γραμμένα τα αρχαιότερα σωζόμενα θρησκευτικά κείμενα, κ όλα τα φιλοσοφικά συστήματα της Ινδίας, που σημειωτέον έχουν μέσατους όλες τις θρησκευτικές κ παραθρησκευτικές ακόμη αντιλήψεις κ ιδεολογίες όλου του κόσμου. Τα μηνύματα μιλούν για τέλος του βασιλείου κ της ασέβειας, τέλος του βασιλείου της ασέβειας. Η αρχαιότατη θρησκεία των Περσών διδάσκει, παρόμοια με άλλες θρησκείες, πως ο Πανάγαθος Θεός έδωσε στον Ahriman, άρχοντα των δαιμονίων, εξουσία στη γή για ένα ορισμένο διάστημα, το οποίο τελειώνοντας η εξουσίατου θα παύσει. Το τελευταίο χαρτί που μπορούν να παίξουν οι οπαδοί του διαβόλου που εξουσιάζουν τον κόσμο, είναι να παρουσιάσουν έναν δήθεν Χριστό, τον οποίο προλέγει η δικήμας θρησκεία> Δι’ αυτό, της Τουρκίας, <πρέπει να σχολιάσω:> είναι καιρός οπού’δα εις τον ύπνομου οτι: ένας λαμπροφορεμένος ώς δεσπότης μου δίνει δύο χαρτιά τούρκικα, κ μου λέγει: «δώσ’ τα του Σπυρίδωνα• οτ’ είναι τα παλιά προικοσύμφωνα της Τουρκίας, 263 κ να της τα δώσει, οτι Εγώ έκαμα νέα». <κ αυτό έχει τεράστια σημασία. Η μεγαλύτερη αυτοκρατορία του κόσμου, δηλαδή η Βυζαντινή, δημιουργήθηκε απο το πάντρεμα της Ανατολής με την Δύση, εν προκειμένῳ απο το πάντρεμα της Τουρκίας με την Ελλάδα. Όταν το Βυζάντιο έπνεε τα λοίσθια, το μόνο που μπορούσε να το σώσει ήταν οι Τούρκοι. Αυτοί θα δημιουργούσαν την τάξη των στρατιωτικών, θα αναλάμβαναν το στρατό που πλέον δέν υπήρχε, κ τις ηγετικές θέσεις, ενώ ο εξαντλημένος Ελληνισμός θα θυσίαζε τους μεγαλογεωκτήμονες που καταδυνάστευαν όλον τον αγροτικό πληθυσμό κ θα συνδιοικούσε απο θέσεις πολιτικές κ πολιτιστικές σε όλους τους τομείς φροντίζοντας να μήν γίνονται αδικίες ούτε σε ορθόδοξους Χριστιανούς ούτε σε Μουσουλμάνους. Έτσι θα ενωνόταν απολύτως ειρηνικά το απομεινάρι του Ελληνισμού με τους τότε ακμάζοντες πλήν αριθμητικώς ελάχιστους Τούρκους, θα γλυτώναμε όλη τη βιαιότητα της άλωσης της Πόλης κ των άλλων πόλεων κ τόπων, θα γλυτώναμε το παιδομάζωμα κ τους καταναγκαστικούς εξισλαμισμούς, γιατί οι Χριστιανοί θα προσέφεραν εκούσια τις υπηρεσίεςτους στον κοινό στρατό κ στη διανόηση κ στη διοίκηση κ δέν θα χρειαζόταν να γίνουν Μουσουλμάνοι, γιατί ορθόδοξοι Χριστιανοί με Μουσουλμάνους θα ήταν αγαπημένοι κ αδερφωμένοι. Αυτό ήταν το πρώτο προικοσύμφωνο, δέν εφαρμόσθηκε, γιατί οι ‘Χριστιανοί’ μεγαλογεωκτήμονες δέν δέχονταν με τίποτε να χάσουν τα προνόμιατους, που είχαν χαρέμια κ απόλυτη εξουσία επι της περιουσίας κ της τιμής των δουλοπαροίκωντους (οι οποίοι έβλεπαν τους Τούρκους εισβολείς ώς ελευθερωτές απο την καταπίεση των ‘χριστιανών’ αφεντάδωντους, βλέπε κ σελίδα 166), κ έβαζαν τους ιερωμένους να πολεμούν με κάθε τρόπο εναντίον των Μουσουλμάνων κ να κινούν εναντίοντους τα τελευταία υπολείμματα της δύναμης που είχε απομείνει στον Ελληνισμό. Το δεύτερο προικοσύμφωνο ήταν αυτό που εφαρμόσθηκε ώς Τουρκοκρατία: ένας γάμος βιασμός με εχθρότητα κ μή συνεργασία μεταξύ ορθοδόξων Χριστιανών (που ήταν όσοι είχαν μιά σχετικά καλή κατάσταση κ γι’αυτό παρέμειναν Χριστιανοί) κ Μουσουλμάνων (που ήταν οι πιό κακομοίρηδες, εξισλαμίσθηκαν γιατί δέν άντεχαν άλλο την καταπίεση απο τους Χριστιανούς αφέντεςτους), όπου παρά ταύτα οι Χριστιανοί διατήρησαν κ αύξησαν τη δύναμητους ωστε να μπορούν να ελέγχουν όλο το κράτος, δέν το έκαναν, γιατί οι ισχυροί Χριστιανοί (ο Θεός Χριστιανούς να τους κάνει) ενδιαφέρονταν μόνο για προσωπικάτους οφέλη κ όχι για το έθνοςτους ή το κοινό κράτος. Αυτά ήταν τα δύο προικοσύμφωνα του Ελληνισμού με τον Τουρκισμό, κ έπαψαν να ισχύουν. Ο Θεός έφτιαξε ένα καινούργιο προικοσύμφωνο που λέει πως θα ξαναενωθεί ο Ελληνισμός με τον Τουρκισμό πάνω σε δίκαιες βάσεις, για να αναστηθεί η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η κραταιότατη πάντων. Αυτό το καινούργιο προικοσύμφωνο το εμποδίζουν με όλα τα μέσα οι ηγέτες καί των δύο χωρών, που υπηρετούν ξένα συμφέροντα, (διαίρει κ βασίλευε) για να μήν αναστηθεί το μέγα Βυζαντινό Κράτος με τέτοια δύναμη κ δικαιοσύνη που δέν είχε ποτέ πρίν ούτε το Βυζάντιο ούτε κανένα άλλο κράτος. Αλλα άν ο Θεός το θέλει, θα γίνει, όταν τελειώσει η βασιλεία της ασέβειας στη γή> Αυτά είδα κ σήμερα Παρασκευή εις την προσευκήμου, οπου έγραψα: καράβια κ άλλα, κ το ‘πενήντα’ θαμπωμένο.) <εκείνο που παρομοίαζε με το γράμμα ‘πί’, που ήταν μπροστά παράξενο κ έμοιαζε απο εκεί σάν λαβίδα ανοιγμένη, εδώ το παρομοιάζει με τον αριθμό 50 ‘θαμπωμένο’, δηλαδή παραμορφωμένο. Είναι πιά απολύτως σαφές πως πρόκειται για το (ΩΜ. Το δίνω σε όλες αυτές τις γραμματοσειρές)> Δευτέρα ξημερώνοντας, ένας αξιωματικός, αγωνιστής με πολλές πληγές, Χριστιανός πολύ καλός, η πατρίςτου απο χωριόν της Λειβαδιάς, Δίστομον, Αγγελής Οικονόμος λέγεται, γιατροχειρούργος• κ κάνει τον γιατρόν• ήταν έξω σ’ ένα χωριόν ονομαζόμενον Κορωπί• ήρθε κ μου λέγει: εκεί οπου ήταν τα μεσάνυχτα είδε εις τον ύπνοτου: είδε οτι ήτον ένα ψήλωμα, κ έβγαινε ένας ποταμός μεγάλος με καθαρόν νερόν• κ απο τον πάτο οπου πάγινε <=πάγαινε> το νερόν, εις το αριστερόν μέρος βγήκαν πλήθος άνθρωποι κοκκινοφορεμένοι κ άλλα <=κ με άλλα ρούχα>, κ πήγαν εις την κορφή του νερού• απο το δεξιόν μέρος παρουσιάζεται ο Παντοκράτορας με την ΒασιλείανΤου κ ένα πλήθος ανθρώπων με βιβλία εις το χέρι με γράμματα κ έλαμπαν <τα βιβλία με τα γράμματα> ώς τον ήλιον. Κ τότε ανοίγει ο ποταμός κ έβγαινε το νερόν σάν αίμα κ φωτιά κ αφανιστήκαν όλοι αυτείνοι οι κόκκινοι.) <=ο Παντοκράτωρ με τους ΑγίουςΤου κ τους ΣοφούςΤου νικούν τους αδικητές που μόλυναν κ τη φύση κ ανέβηκαν στην εξουσία (βουνό) της γής. Η φύση, Σώμα του Θεού, που ήταν αγνή, οργίστηκε εναντίοντους κ ζήτησε τον αφανισμότους. Φορούσαν κόκκινα ρούχα οτι ήταν καλότυχοι, ήταν κ αιματοβαμμένοι, κ γεμάτοι με πάθη> Ο ίδιος είδε εις τον ύπνοτου, ξημερώνοντας Πέφτη τα μεσάνυχτα, οτι ήτον ένας βρόχος <=βόθρος=βαθύς λάκκος> κ εις τον πάτοτου έβγαινε ένα νερό κατάμαυρον• <μαύρο σημαίνει λύπη, κ μυστικότητα. Μιά λύπη ανάβλυζε συνέχεια απο την ψυχή του Μακρυγιάννη, αλλα ήταν νερό, δηλαδή ζωογόνο, λύπη παραγωγική, πόνος που παράγει ζωή, σάν της γυναίκας που γεννάει. Μιά σοφία του αποκαλύπτονταν συνέχεια, αλλα ήταν απο πολύ βαθειά, γι’ αυτό του φαινόταν μυστηριώδης, δέν την καταλάβαινε παρα μόνο ώς ένα σημείο, ώς ένα βαθμό> κ απο πάνω το νερόν ήταν η σπηλιά του περιβολιούμου (έτσι την 264 συμπέρανε <=αναγνώρισε>) κ ήτον ζωγραφισμένη: ο Παντοκράτορας κ ο Χριστός με τον Σταυρόν εις το Χέρι, η Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι, κ έλαμπε ο τόπος• κ απο μέσα ήτον τ’ Άγιον Δήμα <=Βήμα> κ απο πάνω την Αγίαν Τράπεζα πήγε ο Αφέντηςμας κ στέκεταν κ’ ευλογούσε με τα δύοΤου Χέρια• κ την Αγιο-Τράπεζα την φύλαγαν γύρα πλήθος λαμπροφορεμένοι. <=Άγιοι ή Άγγελοι> Κ ήρθε απο το χωριόν ο άνθρωπος επίτηδες <=ήρθε γι’ αυτόν το σκοπό: για να μου τα πεί> κ μου είπε αυτά.) Ήρθε άλλος αγωνιστής, Αθηναίος, Χριστιανός αγαθός, με αρετή, Γιωργάκη Κοτζιά τον λένε, <κ μου είπε> οτι< στον ύπνοτου> του παράδωσαν μιάν σημαία μ’ έναν μεγάλον κ λαμπρόν Σταυρόν, του είπαν: «τρέξε αναντίον της απιστίας κ ασεβείας με Αυτόν»• κ κινήθη κ πήγε παντού εις την χώρα, κ σε μιάν εκκλησίαν κ <εκεί> ηύρε πολλούς αλλοθρήσκους, κ ήταν κ ο δεσπότης Αττικής κ άλλοι δεσποτάδες ανακατωμένοι όλοι• μπαίνοντας η σημαία μέσα, του είπε ο Αττικής: «τράβατην έξω!» ∴ <ο νοών νοείτω τί είναι αυτό που τρώει τον Χριστιανισμό> Δια της Παρασκευής οπου λέγω, αδελφοί αναγνώστες, θαμπωμένο, δέν μπορούσα να βγάλω τα γράμματα κ αμέλησα αυτά κ έλεγα άλλως δια άλλο κ τιμωρίστηκα <=τιμωρήθηκα> απο τον Θεόν με δίκαια αγανάχτησινΤου, κ αφού έκλαψα πικρά κ βάρεσα πολλάκις το κεφάλιμου, ματα είδα την ΕυσπλαχνίαΤου κ λέγει εις τα γράμματαΤου τ’ αγαθά: <λέγει εις τα γράμματαΤου, σημαίνει οτι τα παρακάτω δέν τα άκουσε ο Μακρυγιάννης αλλα τα είδε γραμμένα, άρα το «ν’ ακούς» σημαίνει ‘να υπακούς, να στέργεις’> «ό,τι να σου λέγω, ν’ ακούς κ να γράφεις:». Αριθμός πενήντα δύο 52, αρθιμός 53∴, αρθιμός 54∴, αριθμός 55∴, αριθμός 56∴, αριθμός 57∴, αριθμός πενήνταοχτώ 58. <δηλαδή ο Θεός ήθελε να μας μάθει πώς να μετράμε απο το 52 ώς το 58; Στην πραγματικότητα ήταν σανσκριτικά ψηφία (δηλαδή γράμματα) επτά ιερών Το : που δείχνει την κατάληξη της συλλαβής σε -H (-χ) το ήτοι: έπαιρνε για τις τρείς τελείτσες που συνήθιζε να βάζει μετά απο αριθμητικά ψηφία, κ γενικά μή μπορώντας να σκεφθεί οτι ήταν γράμματα σανσκριτικά που δέν είχε δεί ούτε ακούσει παρα μόνο σε οράματα, τα ερμήνευσε ώς αριθμητικά ψηφία> αναφωνήσεων οι οποίες προλογίζουν τη Saawitríi, 265 «Δια της ΕυσπλαχνίαςΤου ο Θεός κάνει νεκρανάστασιν κ σώνει κ λευτερώνει το πλάσμαΤου κ γενικώς την ανθρωπότη όλων των εθνών απο την τυραγνίαν κ δόλον κ απάτη της ασεβείας, κ γένονται όλοι οι άνθρωποι ένα, μιά ποίμνη, εἷς ποιμήν, όλα τα τέκνα του Θεού θα ιδούνε την ΕυλογίανΤου κ τ’ αγαθά Αυτεινού κ της ΒασιλείαςΤου• κ τσακίζονται κ συντρίβονται οι άλυσοι της ασεβείας, ο πλάνος του διαβόλου κ των οπαδών αυτού, οπου αφάνισαν το πλάσμαΜου οι καταραμένοιΜου». Αδελφοί αναγνώστες, απο την ημέρα οπου σας σημείωσα ώς την σήμερον, Δευτέρα, όλα αυτά τα γράμματα είναι απο πάνωμου, άβυσσος της θαλάσσης, <=πάρα πολλά. Αλλα μας σημείωσε απο αυτά τόσο λίγα. Τα περισσότερα δέν τα αναγνώριζε, γιατί ήταν σε γραφές που δέν είχε δεί ποτέ, κ πολλά απο τα γράμματα των άγνωστωντου γραφών τα ερμήνευε ώς αριθμητικά ψηφία, που δέν ήταν> αρχή ώς την σήμερον, με αριθμούς κ με όλες τις τάξες• είμαι ο δυστυχής κ αγράμματος κ αστενής κ δέν μπορώ να τα εννοήσω κ να τα γράψω. Ο Θεός άς κάμει το ΈλεοςΤου σ’ εμάς τους αμαρτωλούς, να μήν μας πλανάγει ο καταραμένος κ οι οπαδοίτου δια τροφές σε τούτην την προσωρινή ζωή – κ να μας δίνουν κούφια καρύδια κ ασκιά με αγέρα• οτι όλον τον κόσμον να κερδαίσει ο άνθρωπος σε τούτην την προσωρινή ζωή κ να χάσει την ψυχήτου: τίποτας δέν κέρδαισε.) Το Σαββάτο, ξημερώνοντας Κυριακή, εις τις εννιάμιση ώρες έπεσα να κοιμηθώ κ δέν μπορούσα, σηκώθηκα κ έκατσα εις το στρώμαμου• ευτύς βλέπω τον Αφέντημας κ όληΤου την Βασιλείαν. Ήμουν χωρίς λύχνο (οτι συνηθώ 266 κ κοιμούμαι σκοτίδι) – έφεξε ο τόπος όλος• εις το δεξιόν του Αφεντόςμας ο Χριστός κ η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι στην σειράΤους. Βγαίνει η τρομπέττα κ την λαλεί <= ‘λαγι’. Ίσως ήθελε να γράψει ‘λαλάγει’> ένας γύρα, το ένα μέρος κ τ’ άλλο <=προς όλες τις κατευθύνσεις> αρκετή ώρα, γύρα τρείς φορές. Τότε άρχισαν κ γράμματα τούρκικα με τον τουράτους <tuğra, βλέπε σελίδα 262> κ άρχισαν πλήθος στρατεύματα κοκκινοφορεμένα, <επίσης:> άλλων λογιών φορέματα, κ’ έβγαιναν, πεζούρα κ καβαλλαρία, κ έρχονταν δεξιόν• κ μπαίναν μέσα αμάξια πλήθος κ αναγκαία του πολέμου• αυτό βάσταξε πολύ, έρχονταν όμως σάν σικιασμένοι κ απο Γαλλία, κ γιόμωσε, ο τόπος επνίγηκε απο αυτούς. Τότε ολίγοι άνθρωποι ασπροφορεμένοι, κ άλλοι πολλά ολίγοι εις αυτόν τον μεγάλον πληθυσμόν, κ κινούνε αναντίοντους η Θεοτόκος μ’ έναν λαμπρόν Σταυρόν εις το Χέρι κ οι Άγιοι κ δυό καβαλλαραίγοι με λαμπρές σημαίες, κ παίρνουν ομπρός αυτόν τον χείμαρρον κ δέν έβλεπε ένας τον άλλον, κατασυντρίβονταν <οι πολλοί (‘χείμαρρος’) κοκκινοφορεμένοι κ οι απο Γαλλία κατασυντρίβονται απο τους λίγους ασπροφορεμένους κ απο τους Αγίους με τη Θεοτόκο. Οι στρατιές των κοκκινοφορεμένων κ απο Γαλλία ήταν οι κομμουνιστές. Θεωρητικά ο κομμουνισμός είναι η σωτηρία της οικουμένης. Στην πράξη ήταν μόνο ένα μέσον να καταπολεμήσουν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, κ αφού κάνουν αυτήν τη δουλειάτους να γυρίσουν στον καπιταλισμό. Βλέπε κ εισαγωγή, γ>. Πρίν αυτό, βγαίνει ο βασιλέαςμας Όθων καβαλλάρης κ άλλοι μαζίτου κ γένεται σωρός με τ’ άλογότου• τον πλάκωσε απο κάτω τ’ άλογον κ’ έμεινε ξερός κ αυτός κ αυτό <=το άλογο>. Κ απο πάνωτου ήταν ένας μ’ ένα χαρτί ώς ευαγγέλιον, <=σάν εκείνα τα ειλητάρια που κρατάνε ανοιχτά οι Άγιοι στις εικόνεςτους> τα γράμματα έλεγαν: «αχάριστε κ παραβάτη του όρκουσου! Σε ανάστησα κ σου έδωσα τ’ αγαθάΜου, κ απο τους δολερούςσου σκοπούς κ των ομοίωνσου: έχυσες αθώα αίματα κ χύνονται, κ ταλαιπωριόνται οι αθώοι! Κ τα αίματάτους κ κόπους αυτείνων μεράζεις εις τους βρωμερούςσου! Βουλωμένοι του καταραμένου είστε. 267 Εις το πύρ να πάτε όλοισας! Δέν μετανόησες κ ν’ ακούσεις τους λόγουςΜου• πολλάκις εκιντύνεψες – σ’ έσωσα• κ σου δίνω κ το ΕυαγγέλιονΜου, κ κοπιάζω τόσο να σας σώσω, αχάριστοι – το πνίξετε εις το αίμα κ αδικίες των αθώων• ήθελες να το φάτε – αυτείνη την ημέρα σ’ έφαγε εσένα κ οπαδούςσου». Κ όντως (δοξασμένο! δοξασμένο! δοξασμένο το ΠανάγαθόΤου Όνομα κ της ΒασιλείαςΤου: πολύν καιρόν είχαν οπού’ θελαν να το χαλάσουνε, κ καταξοχή <=κατ’ εξοχήν> όταν έγινε η Μεταβολή της Γαλλίας απο τον Αναπολέων <=Ναπολέοντα> κ η ζήτησις του Αγίου Τάφου• τότε κ αυτείνοι θέλαν χωρίς άλλο να γκρεμίσουν το Σύνταγμα <το Σύνταγμα εννοεί οτι είναι Ευαγγέλιο που δόθηκε στον Όθωνα> δια τ’ άλθρο της θρησκείας (τηράτε τις εφημερίδες τί λένε)• κ του Ευαγγελισμού το είχαν χωρίς άλλο <να πραγματοποιήσουν το σχέδιοτους> με μεγάλη προσπάθεια (κ πόσοι αθώοι θα χάνονταν, ο ίδιος Θεός το γνωρίζει, κ έκαμεν την δικαίανΤου κρίσιν). Τότε, αφού έπεσε απο τ’ άλογον κάτω (εγώ δέν ένιωθα τί είναι κ πώς• κ θάμπωσε κ ο νούςμου) τότε ένα πλήθος ανθρώπων τον σήκωσαν, κ παρουσιάστη το παλάτι κ τον πήγαν μέσα. Έπιασαν άλλοι να σηκώσουνε τ’ άλογον• κ το σήκωναν κ έπεφτε κάτω κ τεντώθη• άσπρο άλογον ήτον. <το άλογο είναι η δύναμη, τα μεγάλα μέσα. Ο Όθων είχε δύναμη απο τον Θεό, (γι’ αυτό άσπρο το άλογο) αλλα την έχασε> Τότε έφυγε κ Εκείνος με το Ευαγγέλιον. Ύστερα άρχισαν ευτύς κάτι λαμπροφόροι κ με πήραν απο το στρώμαμου καθώς ήμουν• κ ήμουν ο ίδιος κ το σώμαμου εκεί – κ εγώ εις το κρεββάτι268 μου κ έβλεπα• (οτι κ τότε οπου με κόλλησε εις τους ουρανούς, οπου γράφω εδώ, εμέναν έβαλε κ εκεί εις τα δεξιάΤου, ανάμεσα τον Χριστόν• κ η γυναίκαμου εις τ’ αριστερόν του Αφέντημας. Κ το έκρυβα: δέν τολμούσα ούτε να φανταστώ αυτό ούτε να το ειπώ. Τότε γύμνωσαν τον βασιλέαμας κ βασίλισσάμας εμπροστά εις τον Αφέντημας κ εις την ΒασιλείανΤου –ήταν όλοι μαυροφορεμένοι, ο Αφέντηςμας κ η ΒασιλείαΤου– εις το κριτήριον το ανώτατον κ έκριναν αυτούς κ τους γύμνωσαν, το ίδιον κ τους οπαδούςτους, κ άλλους πολλούς: ξένους, κ τους έρριξαν εις το πύρ• κ όσοι κάμαν με τις κουμπάρεςτους αμαρτία: κομμάτιασαν αυτές κ φόρτωσαν τα κομμάτιατους εις τον ώμοτους• κ όσοι άλλοι είχαν άλλα κακά, οπου ήταν ζεμένοι κ τραβούσαν τα πέτρινα αμάξια γιομάτο πέτρες μέσα• αφού κρίναν όλους αυτούς, τρείς φορές ο Αφέντηςμας με το αριστερόνΤου Χέρι κ έπειτα όλη η ΒασιλείαΤου οπου τους έκριναν είπαν: «στο πύρ! στο πύρ! στο πύρ το εξώτερον!», κ εκεί άνοιξε το θερίον το μεγάλοτου στόμα, κ τους έρριξαν κ μέσα εις αυτείνη την φωτιά• ήταν κ ανέμες με τσιγγέλια κ καίγονταν πιασμένοι κ φωνάζαν• τό’χω εδώ, γραμμένα αυτά, κ ματα τα γράφω• σας λέγω, αδελφοί αναγνώστες: ούτε σκυλί να μήν ιδεί αυτό!) 269 Πάγω εις το προκείμενον: (δέν ήθελα να γράψω οτ’ ήμουν εγώ• κ πάλι με μάλωσε ο Αφέντηςμας)• αφού με πήγαν πλησίον εις τον Αφέντημας, πέρασε ο Χριστός παρ’έκει, πλησίον εις την Θεοτόκον, κ άφησε τον θρόνον άδειον αυτόν• κ εις το δεξιόν του Αφεντόςμας με βάλαν εις τον θρόνον οπου κάθεταν ο Χριστός• κ ευτύς κατέβη ολίγον αυτός ο θρόνος απο την γραμμή του Αφεντόςμας κ του Χριστού κ της Θεοτόκος• σηκώνεται ο Αφέντηςμας κ ο Χριστός κ η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι, κ μ’ ευλόγησαν τρείς φορές• κ τότε βγαίνει <=βγάζει> την κορώναΤου απο το κεφάλιΤου ο Αφέντηςμας κ μου την βάνει, κ μου δίνει κ τον Σταυρόν οπού’χε εις το ΧέριΤου με το ΙΝΒΙ <= ‘φι’, βλέπε σελίδα 253> – κ μου τον δίνει εις το χέριμου το δεξί με το δεξίΤου χέρι (πρίν αυτά, έκαμα τρείς μετάνιες κ με ξαναευλόγησαν)• <ο Καραϊσκάκης για να τιμήσει τον Μακρυγιάννη τον έβαλε να καβαλλήσει το άλογότου. Έτσι τιμώνται οι άνθρωποι που βάζοντας την δικαιοσύνη πάνω απο τον εαυτότους επιτυγχάνουν μεγάλα πράγματα> κ μου δίνει κ ένα λαμπρό σπαθί κ ένα… είχε κόμπους κ έστραφτε <=ένα σκήπτρο ήταν, είχε κόμπους σάν στρογγυλωπά εξογκώματα όπως τα αρχαία ρόπαλα, ή κόμπους σάν του καλαμιού, συμβολικό όργανο τιμωρίας κ μέτρησης, κ ώς σκήπτρο σύμβολο εξουσίας>• κ ο Χριστός με τον Αφέντη μού’βαλαν το στεφάνι απο πάνω την κορώνα, κ με σταύρωσαν με αυτό• έβγαλε ο Αφέντηςμας ένα λαμπρόν δισκοπότηρον κ με μετάλαβαν• κ μου τό’δωσε, <=το δισκοπότηρο> ευλογώντας όλοι. Τότε η Θεοτόκος μού’δωσε ένα λαμπρό πράμα. <=δέν το αναγνώρισε ωστε να το ονομάσει. Αφήνω την φαντασίαμου να το βρεί: ήταν ένα πολύτιμο πανί σάν μπέρτα, χρυσοκεντημένο• ή ένα αγγείο μεγάλο με μυτερή βάση, παρόμοιο με σχήμα σβούρας, σάν αρχαίος μεταφορικός αμφορέας. Μπορεί να είχε μέσα μιά θαυματουργή ρίζα σάν μεγάλο ζαχαρότευτλο, ή κάποιο θαυματουργό φάρμακο> Μπήκε η Θεοτόκος εις την λίνια <=γραμμή. Απο τα ιταλικά> κ όλοι οι Άγιοι, κ με πολλές μετάνιες κ κλαμούς δόξαζαν τον Θεόν κ Χριστόν. Τότε ήρθε ο πολυέλαιος κ όλα όσα μου φέρναν πρωτύτερα (οπου τά’χω γραμμένα 270 ι στο ίδϊον με την εποχήτ ς)• ύστερα ήρθαν όλοι οι Άγιοι κ μου δίναν δώρα διαφόρων λογής <=λογιών>• <απο εδώ αλλάζει η μελάνη, γίνεται πιό πυκνή, πιό σκούρη:> ύστερα ήρθαν όλα τ’ αθώα παιδάκια οπού’ναι εις την ΒασιλείανΤου, κ Τον δόξασαν (οτι εις την προσευκήμου περικαλούσα όλα αυτά τ’ αθώα παιδάκια να πρεσβέψουν εις τον Αφέντημας κ ΒασιλείανΤου να μας σώσουνε)• ύστερα ήρθαν πλήθος λαός διαφόρων εθνών κ δόξαζαν τον Θεόν κ την ΒασιλείανΤου, κ τους ευλογούσαν όλους <τους λαούς αυτούς οι Άγιοι>. Τότε πήρε ο Αφέντηςμας έναν μπαλτά κ έκοψε έν’ άσκημον μεγάλον δέντρο, κ λέγει: «κόβεται εις το εξής κ χάνεται η ασέβεια κ ο δόλος κ απάτη. <το δέντρο με τα κλαδιά κ παρακλάδιατου είναι το σύστημα της τυραγνικής εξουσίας> Κ λευτερώνω όλα τα έθνη οπου καταφάνιζαν οι καταραμένοι παραβάτες του όρκουτους κ της υπόσκεσήςτους. Κ στο εξής ευλογώ όλαΜου τα τέκνα των εθνών κ τους δίνω τ’ αγαθάΜου όλα κ της ΒασιλείαςΜου, κ θέλει <=θα> ζήσουνε εις το εξής ευτυχείς κ με ειρήνη. Κ τα ευλογώ»• κ’ ευλόγησε ο Αφέντηςμας κ η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι, με πολλές μετάνιες εδόξασαν τον Αγίᾳ Τριάδι Θεόν. Τότε πέρασαν κ τον Όθων <= ‘& τονοθον’, θα μπορούσε να διαβαστεί ‘τον νόθον’, αλλα δέν είναι συνήθης λέξη ‘ο νόθος’ στο έργο του Μακρυγιάννη> βασιλέα με παράταξιν κ τον πήγαν εις τον τάφον. Τότε ο Αφέντηςμας κ όλη η ΒασιλείαΤου κ ο λαός όλος κ εγώ κινηθήκαμεν δια έξω• κ τότε άρχισαν 271 κ πλήθος στρατέματα των εθνών κ μπαίναν πεζούρα κ καβαλλαρία κ άμαξες κ μεγάλες ετοιμασίες. Ύστερα έγινε θάλασσα κ γιόμωσε καράβια• κ βρεθήκαμεν εις την Κωσταντινούπολη• πήγαμεν εις την Αγίαν Σοφία, κ σε όλα τα μέρη• κ με τα γράμματα έβλεπα το καθένα κ θέσητου• <=εμφανίζονταν γράμματα που έλεγαν το όνομα του κάθε τόπου> τότε όλα αυτά τα στρατέματα κ ο πληθυσμός των καραβιών: έβλεπες εκείνες τις φωτιές κ έγινε καπνός, καμόσο στάθη αυτό, τότε κατέβη στύλος απο τον ουρανόν κ έπαψεν αυτό• κ ευτύς <φάνηκε> το φεγγάρι κ ο τουράς – κόλλησε απο πάνωτου ένας λαμπρός Σταυρός κ αυτά έσβησαν. <το φεγγάρι κ ο τουράς εμφανίστηκαν ώς σύμβολα του Ισλαμισμού. Ο Ισλαμισμός είναι αίρεση του Χριστιανισμού. Ήρθε απο πάνω απο αυτά τα σύμβολα ο Σταυρός κ έσβησαν, θα πεί: θα έρθει καιρός που ο καθαρός Χριστιανισμός θα καταργήσει τον Ισλαμισμό, όπως όταν βγαίνει κ λάμπει ο ήλιος κάνει να μήν φαίνεται πιά το φεγγαρόφωτο> γ Απο τις εννιάμιση ώρα ξημερώνοντας Κυρ ιακή άρχισαν αυτά, όσο οπου έφεξεν καλά τελείωσαν• όλη νύχτα δέν κοιμήθηκα καθόλου, όσο <=ώσπου> έφεξεν. Ξημερώνοντας Δευτέρα, πάλι απο βραδύς ώς το πουρνό: κατέβη ο Αφέντης κ ο Χριστός, η Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι κάτω εις την κάμαρήμου, εις τον θρόνοΤους. Κ η Θεοτόκος, ο Αγι-Γιάννης, η Αγια-Κατερίνη: κ ο Άγιος Σπυρίδωνος έγραφε κ η Θεοτόκο έβγαινε το κάθε πράμα κατα την περίστασιν, οπου μου το φέρναν εις την Καθέντρατις, εις το σπίτι• τά’γραφε ο Άγιος Σπυρίδωνας, κ ο Α-Γιάννης κ η Αγια-Κατερίνη τα βαίναν με την τάξητους, γράφοντας κ δίνοντας. Άρχισαν απο τον Σταυρόν πρώτα, κ πολυέλαιγο κ κολυμπήθρα, κ δισκοπότηρον, κ άλλα μιλλεούνια, <= ‘εκατομμύρια’, αμέτρητα πράγματα> γιόμωσε ο τόπος. Κ μου τά’δειχναν, οπου <παλιότερα, μέχρι τότε> τ’ άκουγα κ δέν τά’λεπα 272 μόνοςμου. Στο τέλος μου γύρεψαν κ ό,τι μού’χαν δώσει• είπα της Θεοτόκος, άνοιξε την κασέλαμου κ πήρε την σκέπη του Αφεντόςμας, οπου μου την είχε δώσει προ καιρού• την εγράψανε, την έβαλαν πίσω εις την κασέλα. Μου γύρεψαν το χαμαιλίμου• έβγαλαν το δαχτυλίδι κ άλλα, κ τά’γραψαν κ μου τό’δωσαν πίσω <καθώς κ τα άλλα πράγματα>. Ήτον κ ένα βλισίδι <=βαλιτσάκι. Γραμμένο ‘βιλισιδι’. Η λέξη συγγενεύει με την ‘βαλίτσα’. Κάπου έχω ακούσει τη λέξη ‘βλισίδι’, αλλα το ενσωματωμένο λεξικό του υπολογιστή δέν αναγνωρίζει την λέξη> χρημάτων εις την σπηλιά του περιβολιού κ μου το είχαν ειπεί <οι Άγιοι> προ καιρού (κ γελάστηκα ώς άνθρωπος: το είπα ενού πειρασμικού ανθρώπου οπού’ξερε πειρασμικών δουλιές)• κ με πήραν <τώρα οι Άγιοι> κ πήγαμεν κ ανοίξαμεν εκεί: κ ήταν ένα θερίον ψόφιον: τα χρήματα αυτά έγιναν ψόφιον θερίον! Αυτά κάνουν οι ανόητοι. Τότε μου δίνει ο Αφέντηςμας κ μιάν σαΐτα, <=βέλος, λατινικό sagitta> έλαμπε, κ ένα χρυσό… με τρείς κουμπέδες <qubbe=τρούλος (αραβικής προέλευσης οθωμανική λέξη, απο σημιτική ρίζα qp=καμπύλη, κάμπτει.) Θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε οτι του έδωσε μιά χρυσή εκκλησίτσα με 3 τρούλους, αλλα τα συμφραζόμενα όλα αναφέρονται σε όπλα. Επιπλέον, άν ήταν εκκλησίτσα, θα το ονόμαζε• δέν το ονόμασε, διότι ήταν κάτι όχι γνώριμοτου: ήταν ένα τόξο με τρείς καμπύλες. Εδώ είναι όχι η συνηθισμένη έννοια του κουμπέ = ‘τρούλος’, αλλα η λιγότερο συνηθισμένη έννοια ‘αρχιτεκτονικό τόξο, καμάρα, καμπύλη’> κ ένα χρυσό τουφέκι, το σπαθί, κ τ’ άλλα• κ τά’γραψαν όλα κ τά’βαλαν εις τον τόποτους. Παρουσιάζει κ τον βασιλέα Όθωνα πεσμένο απο τ’ άλογον• του λέγει ο Αφέντηςμας: «παραβάτη του όρκουσου κ της υπόσκεσήςσου! Ενεργητή με την θέλησιν του πειρασμού! Έγινες αίτιος μεγάλων δυστυχιών, κ αθώα αίματα πλήθος έχυσες, κ αδίκησες απο’κείνους οπού’χα διορίσει κ ταλαιπωργιούνταν• κ έγινες εσύ, στάθης επίγιορκος κ αχάριστος σε όλαΜου τ’ αγαθά• κιντύνεψες τα πάντα! Κ την θρησκείαν σου έδωσα, κ το ευαγγέλιόνΜου <=εννοεί το Σύνταγμα> κ σ’ έσωσα κ μόνοςΜου τόσον, κ το ΤέκνοΜου, κ όλοι, αρχή κ τέλος – ποτέ γνώμη δέν άλλαξες εσύ κ όσους έχεις• πήγες κόντρα εις την ΘέλησίνΜου• δέν σεβάστης τα δώραΜου. 273 Την ημέρα αυτείνη οπου ελπίζετε να κατακερματίσετε το ευαγγέλιονΜου κ τα πάντα, ετσακίστης εσύ κ συντρί<φτη>ς• σύρε τώρα εκεί οπου <σου πρέπει ώς αμοιβή των πράξεων που> εργαζόσουν κ θα’ρθούν κ’ οι οπαδοίσου. Κ χάνεται απο’σάς όλους της οικογενείαςσας κ όλων των δυτικών αυτείνη η ιδέα κ απαίτησις <=η απαίτηση να παρατήσουν οι ορθόδοξοι το Σύνταγμα κ την θρησκείατους> δια πάντα, απο την ορθοδοξίαν• είναι νέον οικοδόμισμα, Θέλησις δικήΜου κ της ΒασιλείαςΜου, νά’χουν αυτό, οπου ματα το είχαν: Εγώ το σήκωσα κ Εγώ το δίνω οπίσω• κανένα έθνος απο’σάς να μή ματα τολμήσει νά’χει αυτείνη την απαίτησιν, κ ούτε, κ ούτε, κ ούτε κ αυτείνη η Ρωσία! Οτι όποιος φανταστεί αυτό: είναι η δικαίαΜου Οργή εις αυτόν, κ όσοι φανταστούν να τον συνδράμουν δι’ αυτό. Είναι Βασιλεία <=κράτος με πολίτευμα> του ΜονογενούςΜου κ της Βασιλείας της εδικήςΜου• <=η Ελλάδα θεσμοθετημένη άμεση δημοκρατία, κ εθνική ανεξαρτησία, κ Ορθοδοξία είχε, κ θέλει ο Θεός να ξαναγίνει η Ελλάδα κράτος με αυτά ακλόνητο. Αμέσως παρακάτω, στις σελίδες 274 Γ – 275, ο Θεός δίνει οδηγίες για την οργάνωση του Θεϊκού πολιτεύματος στην Ελλάδα> κ διορίζω επίτροπον αυτού τον ιωάννη Πρόδρομον κ της γενεάς Αυτού εις γενεά προς γενεά εις πάντας τους <= ‘απατος’> αιώνες, δίνω αυτό, αυτείνη είναι η ΘέλησήΜου κ ΕυκαρίστησίςΜου. Εσύ, Γιάννη, πίστη εις Εμέ κ εις την ΒασιλείανΜου, κ η γενεάσου να μιμηθούν εσένα• κ εις του Κωνσταντίνου το σπίτι είναι η κατοικίασου κ των απογόνωνσου, όχι αλλού».) «Πηγαίνετε εις την Θεσσαλίαν με την συναιστθησίαν Μου», μου λέγει, «με την Θεοτόκον» <=ο Θεός ονομάζει την Θεοτόκον ‘συναισθησίαν’Του, νομίζω επειδή συναισθάνεται τον Θεό, κ συναινεί με τον Θεό> (κ δέν μπορώ να Του προσφέρω αυτό, κ εγώ γράφω το ίδϊον, Τον περικάλεσα) «κ εκεί είναι θησαυρός κρυμμένος χρημάτων, κ λαβαίνοντας αυτόν να φκιάσεις τις εννιά 9 274 εκκλησίες κ γκρεμισμένες οικίεςΜου κ της ΒασιλείαςΜου. Κ όπου επισκοπές: <εκεί να έχετε> κ κριτήρια πλησίονΜου• κ ένας <ιερέας> κ δύο κ ο επίσκοπος το τέλος, μέσα εις την οικίανΜου• αυτό <να εφαρμόσετε> κ τέλος, όχι άργητα! Κ αλλού τέλος: <=στην κορυφή της ιεραρχίας σε κάθε επισκοπή> εκεί κ ο αντιπρόσωπόςσου, Γιάννη, πλησίονΜου, κ όχι άργητα• αυτείνη είναι η μεγαλυτέραΜου Θέλησις κ εις πάντα <= ‘οαν’, επηρεάσθηκε απο τα γράμματα που ακολουθούν> τον αναντίον ΟργήΜου ταχέα, κ εις τον αμελούντα αυτά. Πρώτη οικίαΜου (Νεκρανάστασις!) εις του παραβάτη την οικίαν, <=το ανάκτορο• να μετατραπεί σε ναό ονομαζόμενο Νεκρανάστασις. Αυτή η γ μετατροπή θα είναι νεκρανάσταση για την ορθοδοξία> οπου Με εμπαίζει κάθε στιγμή με τους ομοίουςτου! Να λογαρ ιαστείτε με τους αυτούς, πλησίον συγγενείς, ακριβώς: τί σας έχουν κ τί τους έχετε; τέλος εις αυτούς κ εις την οικίαν αυτού με αυτά! (κ όποιος <χρωστά> του άλλου, να δώσει το εδικόντου κ δίκαιον). <=να λογαριαστείτε με τον βασιλέα Όθωνα κ τους αυλικούςτου κ τους συγγενείςτου, να ξεκαθαρίσετε ποιά είναι η σχέση μεταξύσας. Κ με αυτήν την πράξη (=ξεκαθάρισμα λογαριασμών κ μετατροπή του ανακτόρου σε ορθόδοξο ναό) να βάλετε τέλος στην βασιλείατους κ παραμονήτους στην Ελλάδα, προσέχοντας όμως να μή μείνουν οφειλές μεταξύ των δύο μερών: Ελλάδας κ βαυαρικής προέλευσης ανακτορικού περιβάλλοντος> Δευτέρα οικίαΜου <να γίνει> εις το σπήλαιόνσου: Αγία Τριάδα κ Παναγία. Τρίτο: του Α-Γιάννη Βαπτιστή πλησίον απο κάτω οπου Τού’χεις <=λίγο πιό κάτω απο εκεί οπου Του έχεις ήδη ένα εκκλησάκι>. Τέταρτον: πλησίον της οικίαςσου <να οικοδομήσετε ναό, του Θεού> άλλη οικίαν δια το Φώς το εδικόΜου, <=επειδή εκεί αποκαλύφθηκε το ΦώςΜου> κ εις την ΚαθέντραΜου κ της ΒασιλείαςΜου <δηλαδή> εις την οικίανσου να γένει κ να σώζεται εσένα κ της γενεάςσου προς ευκαρίστησίνΜου κ ΕυλογίανΜου. <= να γίνει ναός κολλητά στο σπίτι του Μακρυγιάννη, κ το ίδιο το σπίτι του Μακρυγιάννη να γίνει ένα με αυτόν τον ναό, γιατί το σπίτιτου ήταν ιερό, σε εκείνο φάνηκε το Φώς του Θεού κ έδρευε ο Θεός κ οι ΆγιοιΤου> Πέφτον <=5ον> άλλη οικίανΜου <να φτιάξετε> εις την πατρίδα της γεννήσεώςσου: επισκοπή κ τ’ άλλα <τ’ άλλα=κριτήριο κ ό,τι άλλο οικοδόμημα πρέπει να συνοδεύει κάθε γ επισκοπή> πλησί οντης, οικίανΜου ονομαζομένη ‘της ΕυσπλαχνίαςΜου’. Εις Μισολόγγι <να οικοδομήσετε, τον έκτο ναό:> επισκοπή κ οικίανΜου ονομαζομένη <= ‘ονΝομαζομενι’. Είναι η μόνη φορά ώς τώρα που βρήκα κεφαλαίο γράμμα στο έργο του Μακρυγιάννη> ‘η ΝίκηΜου’. Εις Πάτρα <να κατασκευάσετε, τον έβδομο ναό:> οικίανΜου κ επισκοπή κ άλλα, ονομα275 <ναόν> ονομαζόμενον δια ‘του ΦωτόςΜου’. Τροπολιτσά: <εκεί να φτιάξετε, τον όγδοο ναό:> οικίανΜου κ επισκοπή κ άλλα, ονομαζομένη ‘της Αγαθότης’ <=της Αγαθότητος του Θεού>. Εις Κωνσταντινούπολη <να χτίσετε, τον ένατο ναό:> οικίανΜου <με το όνομα:> ‘της ΣτερέωσήςΜου’ κ άλλα, όλες εννιά εκκλησίες 9∴. Κ να είσαι επιτηρητής εις αυτά όλα να ενεργηθούν δικαίως κατα την ΘέλησίνΜου, κ εις τις ελεημοσύνες, κ δικαιοσύνη εις τους αγωνιστάς κ χήρες κ αρφανών απο αυτών, κ εις τις συμφωνίες κ συνθήκεςΜας, Γιάννη, <=σε όλα αυτά να είσαι επιτηρητής, αυτά> είναι με την ΕυλογίανΜου ώς την συντέλειαν του κόσμου».) <το παραπάνω κομμάτι της σ. 275 κ η σ. 274 με δυσκόλεψε απο συντακτικής απόψεως όσο καμία άλλη ώς εδώ• έλεγα ‘άραγε θα βγάλω άκρη;’• έβγαλα, δόξα τῷ Θεῷ> Αγαθέ πατέρα του Παντός! Εμείς κανένα καπετάλι <=κεφάλαιο> δέν είχαμεν, όλο κάλπικη μονέδα μας είχε μείνει. Είχαμεν παστρική μονέδα πρώτα – την χάσαμεν απο την ανοησίαμας κ κακίαμας, τόσες αιώνες, κ εγίναμεν παλιόψαθα όλων των εθνών• κ εκείνος οπου μας κυρίεψε: άχρηστην μονέδα μας άφησε η τυραγνίατου. Μας ανάστησε η ΑγαθότηςΣου κ της ΒασιλείαςΣου τα 1821∴. Μόνον την ΕυσπλαχνίανΣου είχαμεν καπετάλι λαμπρό, κ της ΒασιλείαςΣου. Εκοπίασες κ μας λευτέρωσες απο την τυραγνίαντου κ απο την κακίαμας• μας ευλόγησες κ μας συγχώρεσες, κ μας ανάστησες σάν τον Λάζαρον• κ μας έδωσες κ δόξα κ θησαυρούς των πεθα276 μένων εμάς <=σε εμάς που ήμασταν πεθαμένοι> – κ αχάριστοι κ εις την ΠαντοδυναμίανΣου κ εις την ΒασιλείανΣου ήμασταν, κ εις τ’ αγαθάΣου• κ ποταμούς αίματα χύσαμεν απο την ανοησίανμας, κ χερότεροι απο τα πρώτα κ με μεγάλη κακοήθεια εγίναμεν, κ είμαστε, καθώς φανήκαμεν κ φαινόμαστε. Πάλε ο Θεός μας εσπλαχνίστης κ μας ελυπήθης, απο τόσες κιντύνους μιλλιούνια φορές μας γλύτωσες – άκουσες παστρική δοξολογίαν κ ευκαρίστησιν ποτές απο’μάς; Μας καταπλάκωσαν πάλε λύκοι με τροχισμένα δόντια, ξένοι κ ιδικοίμας – μας ανάστησες, μας λευτέρωσες: τους διώξαμεν με ειρήνη, με την ΔύναμήΣου• Σε δόξασαν αυτείνοι οπου τους έσωσες; απο’μάς <αφαιρετική διαιρετική: αυτείνοι απο’μάς> οπου μας καταβασάνιζαν κ μας κόβαν κ μας κόβουν χερότερα απο τους Τούρκους! Τους έσωσες αυτούς <=τους Βαυαρούς τυράννους> κ’ εμάς τα 1843∴, εκοπίασες η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου οχτώ μήνες οπου ήμασταν λυσασμένοι, ντόπιοι κ ξένοι, κ δέν άφησες να ματώσει μύτη. Έσωσες βασιλέα κ’ εμάς – Σε δόξασε αυτός κ οι οπαδοίτου; Σε δόξασαν εκείνοι οπού’ταν γυμνοί, κ τους έκαμες γερουσιαστάς, βουλευτάς; Σε δόξασε κανένας? Δέν έγιναν κωλοπάνηδες <=κωλόπανα, άκρως χαμερπείς δούλοι> 277 της ασεβείας κ κακίας? Σε δόξασε το γιερατείονΣου, οι υπηρέτες της εκκλησίαςΣου; Σε δοξάσαμεν οι στρατιωτικοί κ πολίτες; Πέςμου, αγαθέμου Θεέ! Τί καπετάλια είχαμεν εμείς παστρικά κ έκαμες συνθήκες μ’ εμάς; Η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου πάντοτες θεοτικά καπετάλια έβαλες, κ Αγαθότη: άβυσσος της θαλάσσης σ’ εμάς κ σε όλη την ανθρωπότη. Βλέπομεν την μεγάληΣου κ απερίγραφτη Ευσπλαχνίαν κ της ΒασιλείαςΣου• κ όντως κοπιαστής, θεμελιωτής, εφευρετής εις τα πάντα – κ’ εμείς τρέχομεν εις τον γκρεμνόν – κ η ΠαντοδυναμίαΣου ελυπάσαι σάν Θεός Αγαθός• Δόξα! Δόξα! Δόξα της ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου! Κ φώτισέμας, ένωσεμας, δώσεμας γνώση να υπάρξωμεν εις την πρώτημας ηθική κ αρετή οπού’χαμεν <ώς> μονέδα παστρική, να υπάρξωμεν κ εις το εξής με την Ευκχή κ Ευλογία της ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου. Τρίτη ξημερώνοντας, τα μεσάνυχτα, παρουσιάζεται ο Άδης ο αναχόρταγος, κ μέσα εκεί εις την κάμαρήμου. Μέσα εις αυτό το περιβόλι του καταραμένου: πρώτος παρουσιάζεται ο βασιλέαςμας Όθων με τ’ άλογότου, εκεί κ όλοιτου οι οπα278 παδοί κ συμπράχ τορέςτου απ’ όλα τα μέρη. (Ο Θεός να μήν το χρωστάει του οχτρούΤου το σκυλί να ιδείς τοιούτως!). Αφού κ ήταν όλοι αυτείνη η συντροφιά με τον αφέντητους τον έναν: τον πειρασμόν, κ με τον άλλον <=τον Όθωνα> κ ήτον εις αυτείνη την δυστυχίαν, τότε πάγει ένας μ’ ένα φανάρι κ τους έλεγε καθενού τ’ όνομάτου κ του έλεγε: «φάγε, χόρτασε δώρα του ενού αφεντόςσου κ του αλλουνού, κ αναπαυτείτε τώρα όλοι μαζί», τους έλεγε• κ’ εμένα του δυστυχή μου σηκώθηκε το πετσίμου βλέποντας όλα αυτά κ πνίγηκα εις τα κλάματα, αυτά οπου έβλεπαν τα μάτιαμου. Ταλαίπωρε άνθρωπε! Του Θεού τα λόγια: τυφλώνεσαι σε τούτην την προσωρινή ζωή κ τά’χεις παραμύθια! Κ όντως, το ρητό του Θεού λέγει: «άν κερδαίσεις όλον τον κόσμο κ χάσεις την ψυχήσου, τίποτας δέν έκαμες!». Να βλέπεις βασιλείς κ σημαντικούς ανθρώπους κ να τους τραβάνε ποιοί; ξυπόλητοι, νηστικοί, γυμνοί, κ να τους τσαλοπατούνε, κ ο αφέντηςτους ο διάβολος να τους καταβασανίζει, διατί; διατί παίρνει ο χορτάτος βασιλέας: του ξυπόλητου, του νηστικού, του γυμνού το δίκαιον, κ οι άλλοι οπαδοίτους• κ κατατυφλωμένοι <λένε:> «δέν είναι τίποτας!». 279 Αφού είδα αυτά όλα, πήρα: την φαμελιάμου πρωτύτερα, κ όλαμου τα παιδιά, κ όλους του σπιτιού, κ τους είπα να πάνε να φέρουν την δοξολογίαντους εις τον Πανάγαθον Θεόν κ εις την ΒασιλείανΤου• με κόπον κ με δάκρυα να Τον ευκαριστήσουνε δια την μεγάληΤου νεκρανάστασιν οπου έκαμεν γενικώς δια την ανθρωπότη, όποιας θρησκείας κ άν είναι. Γυρίζοντας τα παιδιάμου φαμελικώς <όλα μαζί τα παιδιά με την μαμάτους> απο την προσευκήτους, πήρα πρώτα την γυναίκαμου κ της λέγω οτι: «ώς την σήμερον, τόσα χρόνια είχες εμένα προστάτησου• εις το εξής δέν μ’ έχεις• έχεις τον Θεόν κ την ΒασιλείανΤου, εσύ κ τα παιδιάμας». Πήρα κ τα παιδιάμου κ είπα αυτό. Τελειώνοντας την ομιλίανμου απ’ όλους αυτούς, βλέπω γράμματα ομπρόςμου, με μεγάλη αγανάχτησιν απο τον Θεόν κ της ΒασιλείαςΤου αναντίονμου διατί να ειπώ αυτό εις του σπιτιούμου αυτούς! Παράηρθε η ώρα, ήμουν κ αστενής, κ απο το γράψιμον –κ αγράμματος– τένιασα• <:Πρέπει να προέρχεται απο το λατινικό tenuis=ισχνός> ήθελα να πάγω να κάμω την προσευκήμου ν’ αναπαυτώ• οτι όλες αυτές τις ημέρες οπου γράφω αυτά, είμαι άγυπνος κ τένιασα όλως δια όλου κ δέν μπορούσα να σταθώ. 280 Πηγαίνοντας εις την προσευκήμου, αγωνίστηκα πολύ εις αυτό, κ ώρες, κ αποτένιασα <=καταεξαντλήθηκα>• τελειώνοντας σηκώθηκα, κ τηράγω εις τον ουρανόν• μπορώ να σας γράψω εγώ αυτά; Η ωραιότης αυτείνη, οι μεγάλες λάμψες λογής των λογιών, κ εις την τάξηΤου ο Αφέντηςμας κ η ΒασιλείαΤου, κ εκείνος ο πληθυσμός λαμπρών προσώπων κ εις τάξεις – βλέπω κ τον Μακρυγιάννη εις τον θρόνον εις τα δεξιά του Αφεντόςμας κ ανάμεσα εις τον Χριστόν, κ γράμματα εις το στήθοςμου εκεί λαμπρά κ λένε: «τέκνοΜου εδικόΜου κ τέκνο της συναίστθησήςΜου, κ αδελφός του ΜονογενήΜου Χριστού! Η αρετήσου κ ο υπέρτατόςσου αγώνας νύχτα κ ημέρα: ετρύπησαν το σώμασου• κ περικαλώντας Εμέν κ την ΒασιλείανΜου δια την πατρίδασου κ θρησκείασου κ γενικώς η ανθρωπότη να λευτερωθεί απο την παγίδα του καταραμένου, κ να τσακίσω το όπλοτου κ την ασέβεια, για να σωθούν η ανθρωπότης, όλοΜου το πλάσμαΜου, όποιας θρησκείας κ άν είναι. Ο Θεός είναι ένας, κ η ΒασιλείαΜου <=μία>• κ ώς τοιούτως ο Θεός κ η ΒασιλείαΜου: ο ουρανός κ η γής σαλεύει – οι λόγοιΜου δέν σαλεύουν, άπαντες, <=όλοι οι λόγοιΜου είναι ασάλευτοι> σε όλες τις αιώνες! Κ δια τον αγώνασου προς Εμέν κ αρετήσου, σου δίνω τον λόγοΜου, του Θεού: οτι εις το εξής ζήτησις απο Εμένα κ της συναίστθησήςΜου κ του ΜονογενούςΜου, 281 του συνεταίρουσου: η αίτησίςσου, ό,τι ζητήσεις παρ’ Εμού κ της ΒασιλείαςΜου: ο λόγοςσου είναι λόγοςΜου κ υπόσκεσίςΜου, αγαθόΜου τέκνον, κ άλλος ποτέ ούτε είδε αυτήν την χάρη, ούτε θα την ιδεί, μόνος είσαι εσύ. Κ’ η υπόσκεσίςΜου είναι δικήσου κ των τέκνωνσου εις γενεά σε γενεές• δέν μπορεί άλλος ούτε να ενεργήσει <προς τούτο> ούτε να το απολάψει –να μήν περάσει ανθρώπου αυτείνη η ιδέα: του είμαι πολέμιος Εγώ ο Θεός!». Αφού ήταν αυτά τα γράμματα γραμμένα εις το στήθοςμου, οπου τήραγα εις τους ουρανούς βλέπω τον ίδϊον Μακρυγιάννη εκεί να ευλογάει τον άλλον εδώ, με την κορώνα εις το κεφάλιτου, κ με τον λαμπρόν Σταυρόν εις το χέρι με το ΙΝΒΙ <= ‘φι’> – κ μ’ ευλογάει! Πώς σας φαίνονται αυτά, αδελφοί, αξιότιμοι αναγνώστες; Όνειρα; Κ εγώ ο ίδιος: ούτε μου περνούσε αυτείνη η ιδέαμου – κ όποιος να μου τό’λεγε, θα τον έλεγα μωρόν κ άφρονα, κ να τον έπιανα τον μεγαλύτερονεμου οχτρό! οτι ούτε μάθησιν, ούτε αρετή, ούτε γενναιότης, τέλος πάντων κανένα, κανένα, κανένα καπετάλι παστρικόν, όλο κάλπικη μονέδα είχα (οτι τέτοιους μαστόρους κ δασκάλους είχαμεν: τέτοια μονέδα έφκιαναν <= ‘αυκυναν’>, τέτοια είχαμεν κ’ εμείς). Μόνο η υπερτάτη, η μεγάλη, η ακατανόητη Αγαθότη του Αγαθού Θεού κ της ΒασιλείαςΤου: ‘τα αδύνατα ανθρώπῳ δυνατά προς τον Θεόν’ κ ΒασιλείανΤου• τους μικρούς κάνει μεγάλους, κ τους 282 μεγάλους: μικρούς• κ τους σοφούς μωρούς, κ τους μωρούς σοφούς• δια να μήν φαντάζεται κανένας άνθρωπος κ να λέγει «εγώ»• να λέγει: ο Θεός τί θέλει, εκείνο να παίρνει• κ νά’χει τις ελπίδεςτου εις τον Θεόν, κ να φέρνει την δοξολογίαντου κ την ευκαρίστησίντου εις τον Αφέντητου κ εις την Βασιλείαντου, κατα την ΑγαθήΤου Θέλησιν• κ να μήν λέγει: «πώς ο Θεός εκείνο; κ πώς εκείνο;»• σύντροφον δέν είχε <ο Θεός> όταν αγωνίστη σε <=για να φτιάξει> όλα τούτα τα πάνσοφα κ στέρεα κατορθώματα• κ βάσεις στέρεες κ ακλόνιστες οπου λέπομεν, κ τ’ αγαθά οπου χαιρόμαστε: <είναι δημιουργήματα κ κατορθώματα> Αυτείνου του Αγαθού Θεού – κ γενόμαστε αχάριστοι εις τον Θεόν κ εις την ΒασιλείανΤου, κ αφήνομεν την Ευλογίαν του Θεού κ παίρνομεν του διαβόλου κ της γενεάς αυτού. Ποιός σου ετοίμασε εσένα του βασιλέα αυτό το βασίλειον, του κάθε έθνους, κ διόρισε κ’ εσένα τον άνθρωπον κ σ’ έκαμεν ανώτερον απο τους άλλους ανθρώπους κ σε ονόμασε βασιλέα κ σου έδωσε την ΕυλογίανΤου κ τ’ όνομα του ‘βασιλέα’ κ όλα τα μέσα; Ο Θεός έχει όνομα ‘Βασιλέα’, ή ο διάβολος; Ο διάβολος αυτό μόνον τ’ όνομα έχει, δια τις κακέςτου πράξεις. Αυτός ο Βασιλέας ο Δίκαιος οπου αξιώνει εσένα τον άνθρωπον κ σε κάνει ανώτερον των άλλων κ σου δίνει τ’ όνομάΤου κ επισκιώνεσαι <=επισκιάζεσαι, μπαίνεις κάτω απο τη σκιάτου, τίθεσαι υπο την Χάρη κ ΕυλογίαΤου (με την ευθύνη να Του είσαι πιστός). Έγραψε ‘υπισκυνεσε’> εις τον ανώτερόνσου Βασιλέα κ Αφέντησου κ Ευεργέτησου κ του δίνεις υπόσκεσιν κ όρκον οτι θά’χεις δικαιοσύνη εις το πλάσμαΤου, εις το ποίμνιονσου οπου 283 οπου σ’ έβαλε πιστικόν να Του το φυλάξεις απο τους λύκους κ άλλα θερία, κ ν’ αγρυπνείς, να το φυλάς: κ το διάφορότου, εισόδημάτου, είναι κέρδος δικόνσου• τα πρόβατα αλλουνού Αφέντη, κ εσύ να παίρνεις το μασούλι <αραβικής προέλευσης οθωμανικό mahsul = προϊόν, παραγόμενο αγαθό, κέρδος. Στα ελληνικά λεγόταν συνήθως ‘μαξούλι’. Ενίοτε κ οι Οθωμανοί Τούρκοι το λένε maqsul> εκείνης της συμφωνίας οπου έκαμες, κ έδωσες κ όρκον κ υπόσκεσιν τοιούτη: οτι θέλεις <=πρόκειται να> πάρεις τον κόποσου, εκείνο οπου συμφώνησες κ ορκίστης: εκείνο είναι δίκαιον κ ευλογημένον• κ η συμφωνία τοιούτη, κ’ η υπόσκεσις• κ τοιούτα κοντράτα ορκίστης: αυτό το μασούλι θα παίρνεις κ τα πρόβατα θα τα βαίνεις σε καλό λιβάδι κ σε καλό μαντρί, κ τρογυρισμένα με σκυλιά του μαντριού, όχι χασάπικα σκυλιά: εκείνα είναι μαθημένα οπου τρώνε αίματα κ άντερα, δέν φυλάνε πρόβατα. Εσύ ο επίτροπος του Θεού με τ’ όνομα ‘βασιλέα’, εσύ ο πιστικός έγινες ο μεγαλύτερος λύκος, κ το μαντρίσου τρογυρισμένο απο λύκους κ πλήθος απο αυτούς, κ κατακόβεις κ κομματιάζεις εσύ ο μεγάλος λύκος κ οι άλλοι ύστερα: αυτά τα πρόβατα! Κ έχεις κ χασάπικα σκυλιά κ πίνουν το αίματους κ τρώνε τ’ άντεράτους οπου μένουν απο’σένα τον λύκο τον μεγάλον κ άλλους. Κ του νοικοκύρη του πήρες δολερώς πολλά κ καλά – του’δωσες πίσω πολλά ολίγα, κ αυτά αστθενισμένα κ καταφοβισμένα απο’σένα τον μεγάλον λύκο κ συντροφι<ά>σου κ των σκυλιώνσου. 284 Κ δι’ αυτό το φύλαγμα το καλό οπού’καμες, θέλεις διαδοχικόν να μένει αυτό το κοντράτο, <υπονοούμενο που δέν θέλαν το άρθρο 40 του Συντάγματος που όριζε κάθε διάδοχος του ελληνικού θρόνου να είναι Xριστιανός Oρθόδοξος> να τα βρούν τα πρόβατα κ τα λυκόπουλάσου οπου θα γεννήσεις, μαζί <=λάθος γραμμένο ‘μεζι’> κ των συντρόφωνσου κ οπαδώνσου. Κ δια την τιμιότη οπου έδειξες κ όρκον οπου έκαμες –κ γίνετε όλοι οι λύκοι παραβάτες εις τον Αφέντησας κ υποσκέσεςσας– να σας βγεί εις το εξής αυτείνη η πετριά <=καθαρά γραμμένο ‘πετρια’, κανονικά σημαίνει ‘χτύπημα με πέτρα / βολή πέτρας’. Εδώ εννοεί ‘κάτι σκληρό σάν πέτρα’, δηλαδή η εμμονή. Πρέπει να ερευνηθεί μήπως όμως ξεκίνησε απο κάποια λέξη οθωμανική περσικής προέλευσης σύνθετη με το περσικό bed = κακό, όπως το beddua=κακή ευχή=κατάρα> απο το κεφάλισας: μήν ματάεχετε ελπίδες λύκοι να ματα φυλάξουν πρόβατα – ούτε γουρούνια δέν θ’ αξιωθείτε να φυλάξετε εις το εξής! Καρτέρεσε ο Θεός την μετανόησινσας ώς Θεός, κ η ΒασιλείαΤου, απο’σάς – δέν στάθη τρόπος. Έλεος βασιλέα <να ισχύει έχει καταντήσει> κ όχι Έλεος Θεού: <=υπονοεί τη φράση ‘Ελέῳ Θεοῦ βασιλεύς’> πλήθος γιορτές του βασιλέα κ με μεγάλες πομπές κ ζητωκραυγές – του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου ολίγες κ κατα-τσουρουτεμένες! <=ρήμα τσουρουτεύει απο το τουρκικό xyryt- = ‘κάνει να σαπίσει κάτι, παραμελεί κάτι’> Οι παπάδες, οι δεσποτάδες κ ο λαός: «ζήτω! ζήτω! ζήτω οι βασιλείς! Κύριε φύλακκετους!» <= ‘Κύριε, φύλαττε!’, ευχή μέσα στη Λειτουργία> – διατί να σε φυλάξει; ποίαν ευκαρίστησιν Του κάνεις; Εσείς σηκώσετε την δοξολογίαν απο τον Θεόν (κ οι οπαδοίσας) κ παίρνετε την ευλογίαν του διαβόλου: του αφέντησας! Ευχάριστοι <=ευγνώμονες> όλη η ανθρωπότης εις τον Θεόν – αχάριστοι εσείς όλοι κ εις Θεόν κ εις ανθρώπους! Τρογυριστήκετε κ με τοιούτους τεμπέληδες κ ασεβείς καθώς εσείς, γλυκόγλωσσους, κατασκόπους• με ληστάς, με αιμοβόρους, άρπαγους, κ καταφανίσετε την ανθρωπότη κ τους κάμετε πολεμίους του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου: ό,τι εσείς είστε – κ όχι άλλο! 285 ;Κ να σας ειπώ κ τις πράξεςσας τις καλές οπου κάμετε εις την ανθρωπότη (που <=η οποία. Κανονικά ‘οπου’ σε αυτήν τη χρήση, θαρρώ 3 φορές μόνο χρησιμοποιεί στο βιβλίο το ‘που’ ως αναφορικό> είναι το στρώμασας του καθενού οπου κοιμάται) εσάς των βασιλήδων <ονομαστική οι ι βασιλείς, γενική υπέθεσε ‘των βασιλήδων’> (έξω <=εκτός> απο ολίγους), κ <τί κάναν> οι οπαδοίσας, κ πώς λάβετε όλοι άνεσιν, <:βάζει ευφωνικό ημίφωνο ι πρίν απο φωνήεν του οποίου προηγείται φθόγγος ι, καθώς συνηθίζεται κ σήμερα στην Κρήτη> κ Ποία <= ‘πιυα’> τρύπησε κ τρυπάγει νύχτα κ ημέρα Ποδάρια κ Χέρια;<Της, απο τις μετάνοιες κ παρακλήσεις για να λάβετε άνεσιν> – Αυτείνη η Θεοτόκος η κακολαλημένη του Κίνη κ ομοίωντου, κ Καΐρη κ Σοφιανόπουλου κ οπαδώντους. Με την σειρά ξηγούμαι αυτό οπου με αξίωσε ο Θεός κ είδα εις την ΒασιλείανΤου κ χάρηκα κ χαίρομαι• κ δια’κείνο ελυπήθηκα κ λυπούμαι πικρά κ με ποταμούς δάκρυα ώς άνθρωπος, οτι τόσα χρόνια περικαλιόμουν τον Θεόν κ την ΒασιλείανΤου να λευτερώσει την ανθρωπότη γενικώς απο’σάς κ οπαδούςσας, κ θυσίαζα συστηματικώς κάθε μέρα περίτου <=παραπάνω> απο δύο χιλιάδες τρακόσες 2300 μετάνιες (κ εις τις επίσημες ημέρες τις δίπλωνα αυτές) κ Του ζήταγα επιμόνως αυτό, απο την Πρεσβεία της Θεοτόκος κ του ΜονογενήΤης• κ αφού το είδα, κλαίγω κ θρηνούμαι νύχτα κ ημέρα κ μετανογώ εις την ζήτησινμου κ γυρίζω ανάποδα την παράκλησήμου, να μήν με τύπτει η συνείδησήμου, κ περικαλώ νύχτα κ ημέρα την ΧάρηΤης να πρεσβέψει (κ όλοι οι Άγιοι), δι’ αυτό κ τρύπησαν τα σώματάΤους ολονών κ μένα του αμαρτωλού, κ έκαμεν το ΈλεοςΤου 286 σε ό,τι θα σημειώσω σειρά. Κ άν δέν κλαίγω κ βασανίζομαι δι’ αυτό οπου είδα! Κ παθαίνει η ιδιοτέλεια κ ο εγωισμός, κ χάνεστε μεγάλοι κ μικροί! Κ απο τα δάκρυαμου του αμαρτωλού, πρώτα της Θεοτόκος κ Αγίων –κ τούτο το χαρτί γιόμωσε κλάματα κ δάκρυα, όσο να ιδούμεν το μεγάλο Έλεος του Αφεντόςμας κ την θεοτικήν Ευσπλαχνία κ την υπόσκεσίνΤου– δι’ αυτό ενέκρινε την αίτησίνμας. Δευτέρα ξημερώνοντας, αποβραδίς άρχισε αυτό: βλέπω εις το σκότος εις την κάμαράμου: κ παρουσιάζονται ένα πλήθος σώματα –ο τοίχος γιομάτος γράμματα– κ κατέβαιναν από’να γκρεμνόν κάτω εις την κάμαρήμου τα σώματα αυτά. Ρωτάγω: «ποιός είναι αυτός;» – «ο Όθων, βασιλέας» – «ο άλλος;» – «Γαρδικιώτης• κ όλοιτου της Αυλής• κ η βασίλισσα• κ όλοι οι υπουργοίτους• κ βουλευταί, γερουσιασταί κ τα εξής• κ όλου του κράτους οι εκτελεσταί πολιτικοί κ στρατιωτικοί• κ πρέσβες δικοίμας όλοι, απο Μεταξά κ πέρα• κ πρόξενοι•». Κ εκεί ήτον ο Άδης ο αναχόρταγος• τί’ναι αυτός? Εγώ τον είδα κ κλαίγω ώς τώρα! Τότε σηκώθη ένας μ’ ένα φανάρι κ πάγει εις τον βασιλέα κ βασίλισσα• κατα όνομα <αποκαλώντας τον καθένα> «φάγε» του έλεγε, «εσύ’είσαι που είσαι <καταδικασμένος> – τώρα φάγε!»• κ’ ένα θερίον τρομερόν, φεύγοντας αυτός, τους καταβασάνισε 287 όλους αυτούς• κ αγρίεψε όλη η κάμαρη ύστερα, ήταν τρομάρα• κ έρχεται ο υπερασπιστήςτους: ο αφέντηςτους ο διάβολος με το φουσάτοτου να τους σώσει• κ ώς αίτιον αυτών δια τα δεινά οπου δοκιμάζουν, ενέκριναν εμένα! Κ ρίχνεται ο πρώτος απάνωμου με το σπαθίτου κ με κέρατα (είχαν όλοι), απάνωμου• η κακήμου τύχη: δέν άντησε <=έτυχε να βρίσκεται. Λέξη συνηθισμένη στο άλλο βιβλίο του Μακρυγιάννη ώς ‘άντεσε’> εις την κάμαρήμου κανένας της Βασιλείας του Θεού, ούτε Φώς τοιούτο έβλεπα θεοτικόν τίποτας• εις το πρώτο δείλιασα πολύ κ έτρεμεν όλομου το σώμα• είδα την υστερνήμου ώρα! οτι κιντύνευα• στάθηκα με γενναιότητα, κ αντιπολεμώ με αυτούς, πρώτα με το Όνομα του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, κ έπιασα κ το σπαθίμου, πηγαίνοντα κ έρχοντα <=επιρρηματικές μετοχές=καθώς πήγαιναν κ έρχονταν> απάνωμου• κ αδυνάτισα• <=κουράστηκα> πλάκωσε η Βασιλεία του Θεού, κ ευτύς έγιναν στάχτη κ κουρνιαχτός• κ ευτύς ήρθε κ ο Αφέντηςμας, κ έλεγε: διατί να με αφήσουν μόνον να κιντυνέψω;! (Κ μου έλεγαν ύστερα: άν δέν έκανα κουράγιον, με τελείωναν). Τον περικάλεσα να σηκωθούν κ όλα αυτά τα βρωμερά σώματα απο μέσα την κάμαρήμου. Κ σηκώθηκαν κ αυτά. Σε καμόσο <εμφανίστηκε> ο Αφέντηςμας εκεί, ο Χριστός, η Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι• έφεγγε ο τόπος ώς τα μεγαλύτερα φώτα οπου είναι <=υπάρχουν>. 288 Τότε πάγει η Θεοτόκος, ο Α-Γιάννης, η Αγια-Κατερίνη, κ βγαίνουν <=βγάζουν> όλα όσα δώρα του Θεού μου είχαν φέρει εις το σπίτιμου, κ να μου τα παραδώσουν• άρχισαν, πρώτα τον Σταυρόν (έγραφε ο Άγιος Σπυρίδωνας, κ η Θεοτόκο μου τά’βαινε ομπρόςμου)• ύστερα τον πολυέλαιον κ κολυμπήθρα. Ύστερα μ’ ευλόγησαν ο Αφέντης κ όλη η ΒασιλείαΤου κ με διάβασαν• κ με μετάλαβε ο Αφέντηςμας κ μού’δωσε το δισκοπότηρο• ύστερα μιάν χρυσήν μεγάλη σαΐτα με πολλές γλώσσες, <=με πολλές αιχμές. Παρόμοια παρίσταναν οι αρχαίοι Έλληνες τον κεραυνό του Διός: σάν μιά σκυτάλη με αρκετές αιχμές απο τη μιά μεριά κ ισάριθμες αιχμές απο την άλλη> ένα άλλο χρυσό μεγάλο <πράγμα> με τρείς κόμπους, <=ένα τόξο με τρείς καμπύλες• τις ονομάζει κόμπους κατ’ αναλογίαν προς τους ‘κόμπους’ δηλαδή τα μεταξύ των κόμπων διαστήματα του καλαμιού, του σιταριού κ.λπ.. Μιά βλάχικη παροιμία για το σιτάρι λέει: ‘σε πέντε μήνες, έναν κόμπο (μεγαλώνει), σε έναν μήνα πέντε κόμπους’> κ ένα λαμπρό τουφέκι, κ σπαθί (μου το φόρεσαν με Ευλογίες)• κ γιόμωσε όλος το τόπος απο αυτά όλα τα θεοτικά δώρα κ της ΒασιλείαςΤου. Ρωτήθη ο Άγιος Σπυρίδωνας να τα διαβάσει, <να δούν> άν είναι όλα• ήταν όλα. Τότε μου λέγει ο Αφέντηςμας: «λάβετα, Γιάννη• είναι της βασιλείαςσου κ των απογόνωνσου. Κ άλλα θα λάβεις με την Ευλογίανμου». Τότε σηκώνομαι γονατιστικώς κ κάνω μετάνιες κ ευκαριστώ τον Αφέντημας κ την ΒασιλείανΤου κ <ζητώ> η ΕυλογίαΤους να με βγάλει καθαρόν να σταθώ εις τον όρκο οπού’δωσα κ εις την υπόσκεσίνμου (οτι με όρκισαν). Τότε κλαίγοντας λέγω του Αφέντημας <απευθυνόμενος> εις Θεόν κ εις την ΒασιλείανΤου: «μπορεί να μιλήσει άνθρωπος; έχει άδεια; έχει τόλμη αυτείνη, ή όχι; 289 Λέγει ο Αφέντηςμας: «τον άνθρωπον το έκαμα ανεξάρτητον• κ όταν είναι με τους ΛόγουςΜου, λαβαίνει κ αυτός ό,τι αγαθά έχω κ Εγώ». Τότε λέγω κλαίγοντας: «ό,τι ζητήματα έχω εγώ ο αμαρτωλός άνθρωπος απο Θεόν…». Ο Θεός <απάντησε οτι> τα γνωρίζει πρωτύτερα, κ δικαιώνει τον άνθρωπον άν ο άνθρωπος έχει Άδεια κ όχι Αγανάχτησιν Θεού• τον συχωράει ο Θεός κ μιλεί <=εκφράζει τα αιτήματάτου> όσα ο Θεός γνωρίζει πρωτύτερα• «έχεις Άδεια, κ Ευλογίαν». – «Όταν εγώ περικαλιόμουν νύχτα κ ημέρα (κ Σε περικαλώ κ με υγεία κ μ’ αστθένεια) Σου ζήτησα <να γίνει η χώραμου> βασίλειον• ζητούσα, κ ζητώ ακόμα κ επιμένω εις αυτό: να μου σώσεις την πατρίδαμου κ την θρησκείαμου κ γενικώς τους τίμιους ανθρώπους της κοινωνίας, όποιας θρησκείας κ άν είναι (έλεγα κ τό’χω γραμμένο: αυτά <τα λόγια>), κ: τους ατομικούς οχτρούς<μου> να τους συχωράς – κ όσοι βασανίζουν την ανθρωπότη: είσαι δίκαιος, έλεγα, κ κάμε ώς Θεός Δυνατός (οτ’ είμαστε όλοι αδύνατοι οι άνθρωποι), κ έγιναν θερία κ ανθρωποφάγοι εις εμάς• κ οι βασιλείςΣου κ οι αρχιγερείςΣου κ οι κριταίΣου κ όλοι αυτείνοι σήκωσαν την ευλογίαν απο την ΠαντοδυναμίανΣου κ της ΒασιλείαςΣου κ την έδωσαν όλοι αυτείνοι του αφεντόςτους του διαβόλου. 290 Κ: το ΈλεόςΣου ζητούμεν, να μήν λείψει η ΔύναμίςΣου, η ΕυλογίαΣου, η ΕυτυχίαΣου, η ΦώτισίςΣου, η ΠροφύλαξίςΣου, η Οδηγία της ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου: να μας σώσεις τους αμαρτωλούς, τους ανάξιούςΣου δούλους κ σκλάβους.) Σε απολάψαμεν κ’ εμείς οι αμαρτωλοί: το σπίτι της ΑγαθήςΣου Θέλησης, η ΚαθέντραΣου, απολάψαμεν την ΠαντοδυναμίανΣου, τον Χριστόν τον Αληθινόν, την Θεοτόκον κ τους Αγίους• σε απόλαψε η σκλάβαΣου, τα σκλαβόπουλάΣου, κ όλοι του σπιτιούΣου, κ εγώ ο αμαρτωλός, ο ανάξιοςΣου δούλος. Κ μας ευλόγησες κ μας συχώρεσες κ μας καθάρισες κ μας ανάστησες ώς τον Λάζαρον• μας γλύτωσες απο δολοφονίες, απο φαρμάκια, απο μαγείες, έργα του διαβόλου. Απο τόσα μιλλιούνια κακά γλύτωσες όλουςμας, έβγαλες το κακόν κ την αστένεια απο μέσα το σπίτιΣου• έσωσες κ ανάστησες την σκλάβαΣου, τα σκλαβόπουλάΣου, κ όλους του σπιτιού. Μας γιάτρεψες, Αγαθέ, η ΠαντοδυναμίαΣου κ Η ΒασιλείαΣου, έσωσες κ’ εμένα τον ανάξιονΣου σκλάβον! Κ δια της ΑγαθότηςΣου κ της ΒασιλείαςΣου 291 μού’δωσες το λαμπρόν κ πολυτίμητον Σταυρόν δια μέσον της Θεοτόκος κ των ΑγίωνΣου• μού’δωσες κ απο το λαμπρό κ πολυτίμητόΣου φόρεμα• μού’δωσες το λαμπρόΣου κ πολυτίμητόΣου δαχτυλίδι• μού’δωσες την λαμπράΣου σκέπη δια μέσον της Θεοτόκος κ των ΑγίωνΣου• μού’δωσε κ η Θεοτόκος το λαμπρό κ πολυτίμητον δίπλωμα• μού’δωσαν κ τ’ Άγια τα Σώματα το αγαθότους δώρον: δώρα θεοτικά του Χριστού του Αληθινού, της Θεοτόκος κ των Αγίων: εμένα του αμαρτωλού, εμένα του αναξίουΣου δούλου κ σκλάβου• Δόξα! Δόξα! Δόξα το ΠανάγαθόνΣου όνομα κ όληςΣου της Βασιλείας! Μιλλεούνια τούτα κακά <μόνο έχω>, Κύριε Πανάγαθε Θεέ, εγώ δέν έχω κανένα καπετάλι παστρικόν να Σου προσφέρω δια να Σε δοξολογήσω κ να Σε προσκυνήσω την ΠαντοδυναμίανΣου κ την ΒασιλείανΣου, κ να ευγνωμονήσω – όλο κάλπικη μονέδα έχω, οτ’ είμαι τοιούτος, 292 κ <επιπλέον> μας έντυσαν αυτείνο το φόρεμα <του διαβόλου> κ δοξολογώ με αυτό. Κ έκλαιγα κ έλεγα, κ λέγω: ‘σώσεμας απο αυτούς!’. Διατί έλεγα αυτό, κ λέγω με κλάματα να μας σώσεις κ να είναι <=να υπάρχει, να εφαρμόζεται> η ΔικαιοσύνηΣου; <το έλεγα κ το λέω διότι> με αυτό ευφραινόμαστε κ ζούμεν – οτι τιμωρίζεται γενικώς η αρετή κ δοξάζεται η ασέβεια! Διατί περικαλιούμαι; οτι αυτείνοι χάσαν την ΔικαιοσύνηΣου κ την υπόσκεσίντους κ όρκοτους, κ μας κατήντησαν <να είμαστε> τέτοιοι οπου φαινόμαστε, κ μισαφιραίοι <=μουσαφίρηδες, περιπλανώμενοι, ξένοι. Απο αραβική ρίζα sfr=ταξίδι, περιπλάνηση> κ κατατρεγμένοι εις την πατρίδα της γεννήσεωςμας! Θεέ του Ουρανού κ του Παντός! αυτείνοι γραμματισμένοι, αυτείνοι πολιτισμένοι έκαμαν κ κάνουν αυτά τα λάθη• κ εγώ: να ορκιστώ – κ να Σε απατήσω να κάνω χερότερα (οπου δέν έχω κανένα προσόντο απ’ όσα είπα αυτείνων) κ να γένω παραβάτης του όρκουμου; <:άν πράξω έτσι> με ζυγώνει Θεός άλλη φορά, κ η ΒασιλείαΤου; να μιλήσω θάματα έχω αρετή; να μετανοήσω; <=ενώ υποσχέθηκα να μή μιλήσω για θαύματα που βλέπω, να αλλάξω γνώμη κ να πατήσω την υπόσχεσήμου; τότε> πού θα την έχω εγώ αυτείνη την ψυχή κ πού θα ματα την ιδεί Θεός κ η ΒασιλείαΤου; Η ΠαντοδυναμίαΣου βρίσκεις βασιλείς να βάλεις εις το πλάσμαΣου – εγώ ψυχή δέν ματαβρίσκω• κ τρόμαξα με τόσους κόπους να Σου την παρουσιάσω – κ δια τον αχόρταγον Άδη δέν την δίνω, ούτε εις το πύρ (οτι με αξίωσες κ είδα αυτά όλα). 293 Πείσμωσε Θεός κ η ΒασιλείαΤου οτι εγώ είπα της γυναικόςμου κ παιδιώνμου ‘εις το εξής δέν είμαι εγώ πατέρας κ μητέρα, είσαι η ΠαντοδυναμίαΣου κ η Θεοτόκος, προστάτες εις το εξής αυτεινών’• θα ζητήσω απο τον Θεόν κ ΒασιλείανΤου εκείνα οπου μπορώ ν’ αντέξω – κ τότε λαβαίνω κ θεοτικά δώρα: πρώτα: βασιλέας να είναι ο Χριστός της πατρίδος κ της θρησκείας, κ η Θεοτόκο• να με οδηγούν να <ενε>ργώ, κ η βοήθειάΣου ποτέ να μήν λείπει. Δεύτερον, να μου δώσεις καθαρά ψυχή κ υγείαν να τρέχω• κ παιδιών κ φαμελιάς: να μήν έχω εγώ αυτεινών τις φροντίδες κ χάνω τον καιρόμου εις αυτούς – κ τότε τα δώρα άς τα έχει ο Χριστός κ η Θεοτόκο κ οι Άγιοι». <=την φροντίδα της οικογένειαςμου, άς την έχει ο Χριστός, η Θεοτόκος κ οι Άγιοι, κ τότε άς κρατήσουν Αυτοί τα δώρα που θα δίνονταν σ’ εμένα κ που μου δόθηκαν> Λέγει ο Αφέντηςμας: «γραμμένο! όλα αυτά γίνονται• ομως τον Χριστόν κ Θεοτόκον κ Αγίους δέν είναι δυνατό<αυτό που ζητάς, να αναλάβουν (ο Χριστός, η Θεοτόκος κ οι Άγιοι) την κηδεμονία της οικογένειαςσου κ να πάρουν τα ανάλογα δώρα. Προσέξτε την αιτιατική: τον Χριστόν, Θεοτόκον, Αγίους, ώς υποκείμενα νοητών απαρεμφάτων που εξαρτώνται απο την απρόσωπη έκφραση «δέν είναι δυνατό», καθαρά αρχαιοελληνική σύνταξη οφειλόμενη είτε στο αρχαΐζον ύφος του Παντοκράτορος είτε στο μυαλό του Μακρυγιάννη που λειτούργησε όπως των αρχαίων Ελλήνων που θεωρούσαν πως το υποκείμενο απαρεμφάτου δέν μπορεί να μπεί σε ονομαστική γιατί είναι εξαρτώμενο, όπως εξαρτώμενο είναι κ το απαρέμφατο>» – «το μεγαλύτερόμου ζήτημα είναι αυτό, κ τολμώ να ειπώ σε Θεόν: επιμένω εις την ταπεινήμου αίτησιν• αλλιώς είμαι κ εγώ δια τον λαβύρινθο <= <=αίτημα> γ ‘λαφιραθο’, επηρεάστηκε απο ‘λάφυρα’. Εννοεί την Κόλαση> κ πύρ! κ δέν πά ω εκεί! χάνω δια πάντα…<= δέν θέλω να πάω εκεί, γιατί τότε θα χαθώ για πάντα> 294 Κ ζητώ κ άλλο: να μου δέσεις τα χέρια να μήν μαζώνουν μέταλλον, αλλα να δύνονται έθεν η ανάγκη. Κ: έχω γυναίκα κ παιδιά, είναι σκλάβοι δικοίΣου – κ εγώ: κ βασιλέα να με κάμεις, εκείνη την κατάστασιν οπού’χω απο την ΕυλογίανΣου (απο τέσσερες χιλιάδες δραχμές πέφτει του κάθε ενούμας), αυτά έχω να δώσω, αυτά έχω δικάμου κ θα τους επισκιωθώ <=επισκιώνομαι=επισκιάζω, μεταδίδω χάρη. Το (απο τ’ αραβικά) οθωμανικό saje=σκιά, σημαίνει επι το πλείστον (οφειλόμενη) χάρη, δυνατότητα που χαρίζεται> κ την ΕυλογίανΣου κ της ΒασιλείαςΣου – κ εγώ το μερίδιόνμου θα το δώσω εις τους ναούςΣου οπου με διόρισες να γένουν• κ έχουν χρέος όλη η ανθρωπότη, όποιας θρησκείας κ άν είναι, να συνεισφέρουν όλοι να γένουν προς ΔόξαΣου κ της ΒασιλείαςΣου. Οτι βλέπω: την ΕυσπλαχνίανΣου κ τ’ αγαθάΣου κ της ΒασιλείαςΣου τα μεράζεις σε όλους, κ όλοι έχομεν χρέος δια τα σπίτιαΣας: να δοξάζωμεν το ΠανάγαθόΣου Όνομα κ της ΒασιλείαςΣου εις τόπον ανάλογον δια Θεόν κ της ΒασιλείαςΤου. Τότε έπεσα τα μπρούμυτα κ έκλαιγα κ έτρεμα (κ κλαίγω οπου γράφω). Λέγει ο Θεός: «κ μωρολόγος είσαι κ ενοχλητικός κ πεισματώδης!». Τότε σηκώθηκα, κ μού’ρθαν <δάκρυα μεγάλα κ λυγμοί>. <Εδώ τελειώνει το σωζόμενο χειρόγραφο, στο πιό κρίσιμο σημείο. Γι’ αυτό τα παρακάτω τα συμπληρώνω όπως με φώτισε ο Θεός:>. < Τότε μου λέγει ο Κύριος: «Τί κλαίς, ωρε Μακρυγιάννη;». Έκαμα να του απαντήσω – πού να μου βγεί φωνή του δόλιου! Μονάχα λυγμός μου βγήκε, σάμπως να κλαψουρίζουν τα σκυλιά κ οι λύκοι• κ έπεσα ξανά τα μπρούμυτα, οτι δέν έχω πλέον πρόσωπο να βλέπω τον Αφέντημας, που με αποπήρεν έτσι!. Τότε μου λέγει: «Τί κλαίς ωρε Μακρυγιάννη; Άν κλαίνε κ οι πολεμιστές, οι άλλοι άνθρωποι τί θα κάμουνε; Άν κάτι σου φταίγω, να μου το ειπείς! Τίποτας δέν σου φταίγω! Άλλοι δέν είδαν κ πιστέψανε• εσύ – κ απο άλλους άκουσες τα μηνύματάΜου, κ μόνοςσου Με είδες κ Με βλέπεις, κ δέν πιστεύεις! Αφού σου το είπα κ άλλη φορά: η θάλασσα σαλεύει κ η γής – οι λόγοιΜου δέν σαλεύουν! Κ τώρα πασκίζεις γνώμη να Μου αλλάξεις; Για παιδάκι του σκολειού με πέρασες κ πάς να μου αλλάξεις τη γνώμη; Δέν είμαι παιδάκι του σκολειού, είμαι ο Δάσκαλος όλων των Δασκάλων, κ όποιος Με ακούγει κ φυλάγει τους λόγουςΜου, προβοδεύει σε κάθε τί – κ όποιος δέν Με ακούγει τον τιμωρώ! Κ διατί κάνεις λόγον δια χρήματα κ εκκλησίες? Ρουσφέτι να μου κάνεις προσπαθείς? Μήτε εσύ μήτε κανένας μπορεί να μου κάμει ρουσφέτι, οτι οι άνθρωποι όλοι έχετε την ανάγκηνΜου, δέν έχω Εγώ την ανάγκηνσας! Κ οι εννέα εκκλησίες οπου σου παρήγγειλα, θα γίνουν στην ώρατους• τώρα δέν μπορείς να τις φκιάσεις, οτι χρειάζεται κ η κρατική βούλησις• όταν το κράτος γένει ιδικόνΜας, τότες εσύ, το πνεύμασου, θα επιστατήσεις να γένουν καθώς παρήγγειλα. Ντροπής ωρε Γιάννη! Πολέμησες, κιντύνεψες κάθε στιγμή την ζωήνσου• πόσες φορές έκαμες την απόφασιν να πεθάνεις δια να μήν πέσεις εις των εχθρών τα χέρια; πόσες φορές αποφάσισες να πολεμήσεις μέχρι το τέλος κ όταν δέν μείνει πιά καμία ελπίς, να βάλεις φωτιά εις το μπαρούτι να πάς εις τον αγέρα κ εσύ κ οι συμπολεμισταίσου μαζί με τους οχτρούς; κ εσύ δέν είσαι που έλεγες ‘αφήστεμε εδώ να τελειώσω, να μήν ιδώ τους Τούρκους ζωντανός να μου πατήσουνε το ταμπούριμου;’ Εσύ τά’λεγες όλα, κ τά’γραψες, κ θα τα βρούν οι γενιές που θά’ρθουν! Κ τώρα κιότεψες, οτι είδες μερικά απο τα εργαλεία που έχει ο Θεός για να τιμωρεί τους οχτρούς της αληθείας κ της δικαιοσύνης! Είσαι κ εσύ οχτρός ωρέ; Τί σ’ έβαλα να κάτσεις εις τον θρόνον δεξιάΜου, ανάμεσα Εμένα κ του ΜονογενήΜου; Τί σού’ βαλα το στεφάνι εις το κεφάλι; - οπου ο ΜονογενήςΜου φόρεσε το αγκάθινο, κ εσένα σου έβαλα τον στέφανον της ισχύος, να ευλογείς τους δικαίους, καθώς ευλόγησες κ τον τωρινόν εαυτόσου τον ασθενικό κ δειλό – κ πότε η ευλογία θα σε πιάσει, να ξεθαρρέψεις σάν πολεμιστής της αληθείας κ του δικαίου; Άλλοι τό’ χουνε το θάρρος, οπου ενεργούν ό,τι τους υπαγορεύει η απληστίατους – κ εσένα που σου έκαμα αυτές τις τιμές: τρέμεις ωσάν το ψάρι οπου το πιάσαν εις τ’ αγκίστρι!; Ή λυπήθηκες εκείνους οπου πιάνει η τιμωρίαΜου, οπου γοδέρουν την εξουσία χωρίς την εδικήΜου την άδεια δια να κάνουν τους κακούςτους σκοπούς, οπου είναι σκοποί του αφέντητους του αντιχρίστου! Τί θαρρείς, οτι εξ αιτίαςσου τους έπιασε η δικαία τιμωρίαΜου? Σιγά σιγά θα Μας ειπείς πως δέν είμαι Εγώ Παντοκράτορας, μονο είσαι’σύ! Εγώ είμαι ο Κύριοςσου, ούτε ενεργείς ούτε μιλείς ούτε σκέφτεσαι χωρίς την εδικήΜου έγκρισιν! Εμοί η εκδίκησις, Εγώ ανταπωδώσω, λέγει Κύριος! Απο ’Μένα είναι όλα τα αγαθά, απο’Μένα κ όλες οι τιμωρίες! Δέν είναι απο σένα βέβαια! Κ όσο θέλω Εγώ, τόσο θα τουςε τιμωρήσω, καθώς τιμώρησα κ Εσένα για την απιστίασου κ ανομίεςσου κ είσαι τόσον καιρόν αστενής κ πονεμένος• κ εις το εξής να πάψεις απο τον φόβον, οτι είναι για Μένα προσβολή• έχεις την ΒασιλείανΜου που σε φυλάγει, έχεις κ το όνομάΜου• με αυτό θα υπερασπίζεσαι όποτε σε κιντυνεύουν, κ να γυμνώνεις το σπαθίσου κ με αυτό να σφάζεις τους δαίμονες• κ κανείς δέν θα σου πάρει την ζωήν, παρα μόνον Εγώ όταν είναι η ώρασου, οπου σου ξηγήθηκα παλιότερα δια μέσου της γυναικός. Κ μετά τον θάνατόνσου εδώ εις την γή, θα είσαι πνεύμα εις την υπηρεσίανΜου να εργάζεσαι υπέρ των τιμίων ανθρώπων, καθώς κ όλοι οι ΆγιοιΜου εις αυτό εργάζονται• κ θα λέγει κ το δικόσου όνομα ο κάθε κατατρεγμένος εδώ εις την γή οπου ζητά προστασίαν απο τους απατεώνες κ παραβάτες του Νόμου του εδικούΜου». Τότες με κλάματα Τον περικάλεσα να μου πάρει το αμανάτιΤου, την ψυχήν, οτι μονάχα πόνος είναι για μένα η ζωή εδώ εις την γήν, εις αυτό το καταπληγωμένονμου σώμα – κ να βλέπω ολοένα το άδικον να πνίγει το δίκαιον! Κ μου οργίστηκε ο Αφέντηςμας όσο δέν οργίστηκε άλλοτε ποτές αναντίονμου• κ άκουσα βροντές απο τον ουρανόν• κ μου λέγει θυμωμένος: «αυτό οπου είπες να μήν το ξανα ειπείς, οτι δέν θα το κάμω• κ τιμωρίασου θα είναι αυτείνοι οι πόνοι οι ατελείωτοι κ εις το σώμασου κ εις την ψυχήσου άσωτοι πόνοι! Οτι την ώρασου την όρισα, κ δέν θα την αλλάξω. Κ το ποτήρι οπου σου δίνω, θα το πιείς ολόκληρον! Έχεις μύρια πράματα ακόμη να μάθεις εις αυτείνη την ζωήν, κ μύρια ακόμη θα ιδείς κ θα ακούσεις• κ θα πονέσεις ακόμη, οτι με τον πόνον πλερώνεις κ καθαρίζεσαι, κ δέν θα σου μείνει ούτε η παραμικρή βρωμιά όταν θα σε πάρω, να μείνεις κοντάΜου κατακάθαρος εις την υπηρεσίανΜου. Κ έχεις γυναίκα κ παιδιά να φροντίσεις• είσαι ο άντραςτης, κ δέν θα την αφήσεις χήρα, κ δέν θα αφήσεις παιδιά αρφανά! Κ θα φροντίζεις κ δι’ αυτήν την δυστυχισμένη κ δια τα χελιδονάκιασου• κ δέν θέλω ούτε τέσσερες ούτε οχτώ ώρες να μου κάνεις μετάνιες κ προσευκές – κ μετά να μου γίνεσαι άπιστος κ να χάνεις την εμπιστοσύνησου εις την ΔικαιοσύνηνΜου! νύχτα κ ημέρα να μου προσεύκεσαι θέλω αλλα με τον νούσου, νύχτα κ ημέρα ο νούςσου εις Εμένα να είναι, το ΌνομάΜου να σκέφτεσαι, ό,τι άλλη δουλειά κ άν κάνεις• αυτό θέλω! Κ να μου προσεύκεσαι ώς ένα κάρτο κάθε φορά πρίν το φαγητόσου, κ πρωί κ μεσημέρι κ βράδυ κ κάθε ώρα που θα φάγεις κάτι ή που θα πιείς, πρωτύτερα να προσεύκεσαι. Κ να ξυπνάς κάθε ημέρα προτού να χαράξει, απο τις τέσσερες η ώρα την νύχτα ή απο τις πέντε, κ να προσεύκεσαι μίαν ώραν μέχρι να βγεί ο ήλιος κ μετά άλλη μισήν ώρα, ώς μιάν ώρα τις επίσημες ημέρες, όχι περισσότερον. Κ το βράδυ την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος, να θυμάσαι την ΒασιλείανΜου κ να προσεύκεσαι ώς μισήν ώρα πρίν το ηλιοβασίλεμα κ ένα κάρτο μετά, όχι περισσότερον. Το όλο ώς τρείς ώρες κάθε μερόνυχτον να προσεύκεσαι, όχι περισσότερον με φωνήν κ μόνος εις την κάμαρη. Κ να πλένεις καλά το στόμασου προτού προσευκηθείς, κ να φοράς καθαρά σκουτιά κ με καθαρό πλυμένο το σώμασου, τα πόδια κ τα χέριασου. Κ να πέφτεις για ύπνο κάθε ημέρα εις τις 8 το βράδυ, όχι αργότερα. Κ όποτε η γυναίκασου επιθυμεί να συμβρεθείτε μαζί ώς άνθρωποι, να ξυπνάς ώς μίαν ώρα προτού τα μεσάνυχτα, κ να συμβρίσκεσθε απο μιά ώρα πρίν τα μεσάνυχτα έως μίαν ώρα μετά, σε αυτό το διάστημα. Αλλα μόνον όταν η φαμελιάσου είναι τελείως καθαρή, κ όχι όταν έχει τα συνήθειατης. Κ όταν είναι τελείως καθαρή, κ δέν είσαι πολύ αστενής, κ δέν είναι αστενής κ εκείνη, να κοιμάσαι και μαζίτης εις το ίδιον κρεββάτι• κ όταν είναι ακάθαρτη να κοιμάσαι χώρια, καθώς το κάνεις. Κ να πασκίζεις με κάθε τρόπον μέχρι να μπορείς να συμβρίσκεσαι με την φαμελιάσου χωρίς να τρέχεις όξω απο το σώμασου σπόρον• οτι άλλη είναι η συνεύρεσις της σποράς, κ άλλη η συνεύρεσις της Αγάπης: είναι χωρίς να τρέξεις τον σπόρονσου• οι αδύνατοι άνθρωποι δέν το μπορούν αυτό, αλλα οι δυνατοί το μπορούν, κ σιγά σιγά να γίνεσαι δυνατός μέχρι να το μπορείς. Κ να έχεις εμπιστοσύνην εις την ΠαντοδυναμίανΜου, κ θα σε διδάξω πώς να κάνεις αυτό. Κ εκείνα οπου βλέπεις γραμμένα εις τους τοίχουςσου κ δέν μπορείς να τα διαβάσεις, οτι είναι ξένα, άγγελοι δικοίΜου θα σου τα διαβάζουν κ θα τα ακούς κ να ευφραίνεσαι την δοξολογίανΜου• κ ό,τι μπορείς εσύ να μάθεις, θα το μάθεις να το λέγεις εις την προσευκήσου, κ να το λέγεις κ νύχτα κ ημέρα εις τον νούσου, απο μέσασου. Κ να μάθεις κ να λέγεις κ να ερμηνεύεις το «Πάτερ Ἡµῶν» κ το «Βασιλεῦ Ουράνιε», κ την ευκή του Χριστού ‘Κύριε Ιησού Χριστέ Υἱέ του Θεοῦ του Ζῶντος, ελέησονµε τον ἁµαρτωλόν κ ανάξιον δοῦλονΣου’ κ την ευκή της Παναγίας ‘Ὑπεραγία Θεοτόκε, Σῶσον Ἡµᾶς’. Κ άν κάνεις όλα αυτά οπου σου λέγω, θα αλαφρώνουν κ οι πόνοι του σώματόςσου, κ η ψυχήσου θα γίνεται καθαρά. Εἰ δέ, θα έχεις την τιμωρίανΜου δικαίως. Κ μήν φοβάσαι εις το εξής τίποτας, κ όσους τιμωρώ: μήτε να χαίρεσαι μήτε κ να τους λυπάσαι• οτι είναι δικήΜου δουλειά κ όχι δικήσου. Κ θα σου δίνω οδηγίες λεπτομερείς εις την προσευκήσου κάθε ανατολή κ δύση, τις ώρες οπου σου είπα, κ εις τον ύπνοσου, δια να μπορείς να κάνεις ευκολότερα όλα αυτά οπου σου λέγω. Αμήν»>. κλί κ για κλίκ στο 瞳 για επιστροφή στην αρχική σελίδα.