[go: up one dir, main page]

Przejdź do zawartości

Indeks:Nowogrecki - Transport

Z Wikisłownika – wolnego słownika wielojęzycznego

Środki transportu - Μεταφορικά μέσα

[edytuj]
nowogrecki α-ω → polski a-z →
τρένο n kolej
αμαξοστοιχία ż, τρένο n pociąg
επιβατηγό τρένο n, επιβατηγή αμαξοστοιχία ż pociąg osobowy
ταχεία ż pociąg pospieszny
εξπρές n pociąg ekspresowy
βαγόνι n wagon
κουπέ n przedział
διάδρομος m korytarz
θέση ż miejsce siedzące
(σιδηροδρομικός) σταθμός m dworzec kolejowy
πλατφόρμα ż peron
γραμμή ż tor
εκδοτήριο (εισιτηρίων) n kasa biletowa
πληροφορίες informacja
δρομολόγιο n rozkład jazdy
άφιξη ż przyjazd
αναχώρηση ż odjazd
αίθουσα αναμονής ż poczekalnia
εισιτήριο n bilet
αεροπλάνο n samolot
ελικόπτερο n helikopter
διεθνές αεροδρόμιο / διεθνής αερολιμένας n lotnisko międzynarodowe
αίθουσα αφίξεων ż hala przylotów
αίθουσα αναχωρήσεων ż hala odlotów
πτήση ż lot
έλεγχος διαβατηρίων m kontrola paszportowa
τελωνείο n odprawa celna
έλεγχος ασφάλειας m kontrola bezpieczeństwa
κατάστημα αφορολόγητων (ειδών) n sklep wolnocłowy
πύλη ż brama (bramka), wyjście do samolotu
διάδρομος προσγείωσης / απογείωσης m rękaw do samolotu
διάδρομος προσγείωσης / απογείωσης m pas startowy
λεωφορείο n autobus
στάση (λεωφορείου) ż przystanek autobusowy
αυτοκίνητο n samochód
φορτηγό n ciężarówka
πυροσβεστική ż wóz strażacki
ασθενοφόρο n ambulans
βυτιοφόρο n cysterna
δρόμος m droga
αυτοκινητόδρομος m autostrada
jezdnia
λουρίδα ż, λωρίδα ż pas jezdni
οδός ż ulica
διάβαση (πεζών) ż przejście dla pieszych
πεζοδρόμιο n chodnik
γέφυρα ż most
οδογέφυρα ż wiadukt
στροφή ż zakręt
περιφερειακός δρόμος m obwodnica
κόμβος m rondo
σήμα (οδικό) n znak drogowy
πινακίδα ż drogowskaz
κίνηση ż ruch uliczny
μποτιλιάρισμα n korek
τροχαίο n (ατύχημα n) wypadek drogowy