who
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]who (en) (γενική: whose, αιτιατική: (επίσημο) whom, who)
- (ερωτηματική αντωνυμία) ποιος
- ↪ Who are you? - Ποιος είσαι;
- ↪ I don't know who he is.
- Δεν ξέρω ποιος είναι.
- ↪ They elbowed their way through to see who would be first to shake the winner’s hand.
- Διαγκωνίζονται ποιος θα σφίξει πρώτος το χέρι του νικητή.
- (αναφορική αντωνυμία) ο οποίος, που (για πρόσωπα)· χρησιμοποιείται ως υποκείμενο ή αντικείμενο
- ↪ The woman who is speaking is tall.
- Η γυναίκα η οποία μιλάει είναι ψηλή.
- ↪ This is the man who helped us
- Αυτός είναι ο άντρας ο οποίος/που μας βοήθησε.
- ↪ the man who came - ο άνθρωπος που ήρθε
- ↪ the men who came - οι άνθρωποι που ήρθαν
- → δείτε την αναφορική αντωνυμία that
- ↪ The woman who is speaking is tall.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]αγγλικές αντωνυμίες - English pronouns
Πηγές
[επεξεργασία]- who - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 728. ISBN 9780194325684., λήμμα: που