who

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: WHO

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

who (en) (γενική: whose, αιτιατική: (επίσημο) whom, who)

  1. (ερωτηματική αντωνυμία) ποιος
    Who are you? - Ποιος είσαι;
    I don't know who he is.
    Δεν ξέρω ποιος είναι.
    They elbowed their way through to see who would be first to shake the winner’s hand.
    Διαγκωνίζονται ποιος θα σφίξει πρώτος το χέρι του νικητή.
  2. (αναφορική αντωνυμία) ο οποίος, που (για πρόσωπα)· χρησιμοποιείται ως υποκείμενο ή αντικείμενο
    The woman who is speaking is tall.
    Η γυναίκα η οποία μιλάει είναι ψηλή.
    This is the man who helped us
    Αυτός είναι ο άντρας ο οποίος/που μας βοήθησε.
    the man who came - ο άνθρωπος που ήρθε
    the men who came - οι άνθρωποι που ήρθαν
    → δείτε την αναφορική αντωνυμία that

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]