αριθμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αριθμός οι αριθμοί
      γενική του αριθμού των αριθμών
    αιτιατική τον αριθμό τους αριθμούς
     κλητική αριθμέ αριθμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αριθμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀριθμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αριθμός αρσενικό

  1. (αριθμητική) έννοια που δηλώνει το πλήθος των πραγμάτων στα οποία αναφερόμαστε, μας εξυπηρετεί στους μαθηματικούς υπολογισμούς και τις μετρήσεις και εκφράζεται με μαθηματικά σύμβολα (1, 2, 3 κ.λπ), γράμματα (α΄, β΄, γ΄ κ.λπ. ή i, ii, iii κ.λπ.) ή λέξεις (ένα, δύο, τρία κ.λπ.)
    ⮡  φυσικός / συμμιγής αριθμός, κεφάλαιο κγ' (: 23)
  2. έννοια που δηλώνει τη σειρά ενός στοιχείου σε μια διάταξη
    ⮡  μαζί διαβάσαμε το 5 από το περιοδικό (δηλ. το τεύχος με αυτόν τον αριθμό)
  3. οτιδήποτε δηλώνεται με αριθμό (διεύθυνση, λογαριασμός, δελτίο, τηλέφωνο, λεωφορείο κ.λπ)
    ⮡  θυμάμαι ακόμη ότι πήραμε το 11 για να πάμε στην έκθεση (δηλ. το τραμ με αυτόν τον αριθμό)
  4. το σύνολο, το πλήθος των προσώπων ή των πραγμάτων
    ⮡  εντυπωσιακός είναι ο αριθμός των συμμετεχόντων
  5. (συνήθως στον πληθυντικό) στατιστικός οικονομικός δείκτης
    ⮡  οι αριθμοί των στατιστικών δε συμφωνούν πάντα με την ευτυχία των ανθρώπων
  6. απροσδιόριστη, αδιευκρίνιστη ποσότητα
    ⮡  αριθμός θεμάτων σε εκκρεμότητα
  7. (γραμματική) υποκατηγορία που έχουν τα πτωτικά μέρη του λόγου και τα διακρίνει σε όσα αναφέρονται σε ένα ή πολλά (σε μερικές γλώσσες διακρίνει επίσης την αναφορά σε δύο ή τρία κλπ)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

γραμματική:

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • κωδικός/προσωπικός αριθμός: ειδικός συνδυασμός αριθμών, που καθορίζεται για την αναγνώριση της ταυτότητας του κατόχου του ή για την ταξινόμηση αντικειμένων σε αρχεία, για λόγους ασφάλειας σε χρηματοκιβώτια, βαλίτσες κ.λπ, για την κρυπτογράφηση στοιχείων, πληροφοριών, δεδομένων κ.λπ.
  • αύξων αριθμός: ο αριθμός που φανερώνει σειρά ανάμεσα σε όμοια πράγματα (συντομογραφικά δηλώνεται α.α.)
  • αριθμός κυκλοφορίας: ο αριθμός που αναγράφεται στην πινακίδα κυκλοφορίας των οχημάτων και χορηγείται από το Υπουργείο Μεταφορών
  • αριθμός πλαισίου: ο ξεχωριστός αριθμός που φέρει κάθε όχημα στο αμάξωμά του, αναγράφεται στην άδεια κυκλοφορίας του και εξυπηρετεί την αναγνώριση και γνησιότητα του οχήματος
  • αριθμός προτεραιότητας: ο αριθμός που φανερώνει τη σειρά που έχει κάποιος ανάμεσα σε άλλους προκειμένου να εξετασθεί ή να εξυπηρετηθεί αλλά και το χαρτί που φέρει αυτό τον αριθμό και δίνεται σε όσους προσέρχονται σε υπηρεσίες (τράπεζες, νοσοκομεία κ.λπ) ανάλογα με τη σειρά προσέλευσής τους για την καλύτερη εξυπηρέτησή τους
  • αριθμός τηλεφώνου: ο αριθμός ο οποίος αντιστοιχεί στην κάθε τηλεφωνική γραμμή και χορηγείται από τον πάροχο στους πελάτες του
  • ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός: πάρα πολλά, αναρίθμητα (όταν δεν μπορούμε να προσδιορίσομε ακριβή αριθμό)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]