vinco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vinco < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyk- (νικώ, καταβάλλω)

vinco

  1. νικώ
  2. κατακτώ

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]