νικώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νικώ < αρχαία ελληνική νικάω

νικώ

  1. υπερισχύω επί του αντιπάλου σε πόλεμο, εκλογές, αθλητικό αγώνα
    οι Αθηναίοι νίκησαν τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα
    το κόμμα μας θα νικήσει στις εκλογές
    • (μεταφορικά)
      μια ιστορία που παραλληλίζει τη δική του ζωή σαν νέο παιδί που προσπαθούσε να νικήσει τις αντιξοότητες (από το λήμμα της βικιπαίδειας Ρόμαν Πολάνσκι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]