term
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- term < (κληρονομημένο) μέση αγγλική term < παλαιά γαλλική terme < λατινική terminus (όριο, τέλος)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
term | terms |
term (en)
- (μετρήσιμο) ο όρος, η λέξη
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σχολικό τρίμηνο, η διαίρεση σχολικής χρονιάς
- ↪ grades from first/second/third term - βαθμολογία πρώτου/δεύτερου/τρίτου τριμήνου
- (μετρήσιμο) η διάρκεια, η προθεσμία, η θητεία, η περίοδος, μια χρονική περίοδος για την οποία κάτι διαρκεί· καθορισμένο ή περιορισμένο χρόνο
- ↪ a term of/in office - διάρκεια αξιώματος
- ↪ the term of a lease/a business partnership - η διάρκεια μίσθωσης/εταιρείας
- ↪ a term of six months - εξάμηνη προθεσμία
- ↪ during his term as President - κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Πρόεδρος
- ↪ Η θητεία του προέδρου είναι 4 χρόνια.
- The President’s term is 4 years.
- ↪ The loan will be for a 20-year term.
- Το δάνειο θα είναι για περίοδο 20 ετών.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη period
- (μόνο στον ενικό, επίσημο) το τέλος, το τέλος μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, ειδικά μιας με αναμενόμενο τέλος
- ↪ He’s nearing his term.
- Πλησιάζω προς το τέλος του.
- ↪ He’s nearing his term.
- (μετρήσιμο, μαθηματικά) ο όρος
- ↪ the terms of a fraction/of an equation - οι όροι ενός κλάσματος/μιας εξίσωσης
- (μόνο στον πληθυντικό) οι όροι, οι δεσμευτικές υποσχέσεις σε μια σύμβαση ή συμφωνία
- ↪ the terms of an agreement - οι όροι μιας συμφωνίας
- ↪ the terms of sale/purchase - οι όροι πώλησης/αγοράς
- ↪ the terms of surrender/payment - οι όροι παράδοσης/πληρωμής
- ↪ On what terms would you accept?
- Με τι όρους θα δεχόσουν;
- ↪ I will help you but on my terms, not on yours.
- Θα σε βοηθήσω αλλά με τους δικούς μου όρους, όχι τους δικούς σου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη condition
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | term |
γ΄ ενικό ενεστώτα | terms |
αόριστος | termed |
παθητική μετοχή | termed |
ενεργητική μετοχή | terming |
term (en)
- (συνήθως στην παθητική φωνή, επίσημο) ορίζω, χρησιμοποιώ ένα συγκεκριμένο όνομα ή λέξη για να περιγράψω κάποιον ή κάτι
- ↪ Psychology can be termed as the science which…
- Η ψυχολογία μπορεί να οριστεί ως η επιστήμη που…
- ↪ Psychology can be termed as the science which…
Πηγές
[επεξεργασία]- term (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- term (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- term - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 226-227, 376, 632, 634, 687, 739. ISBN 9780194325684., λήμμα: διάρκεια, θητεία, ορίζω, όρος, περίοδος, προθεσμία
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίσημοι όροι (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)