sure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | sure |
συγκριτικός | surer |
υπερθετικός | surest |
sure (en)
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) σίγουρος, βέβαιος, είμαι βέβαιος ότι ξέρω κάτι ή ότι έχω δίκιο
- ↪ I am sure of myself.
- Είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου.
- ↪ I am sure about something.
- Είμαι σίγουρος για κάτι.
- ↪ You are completely sure that…
- Είσαι απολύτως σίγουρος ότι…
- ↪ Are you sure it was the mailman?
- Σίγουρα ήταν ο ταχυδρόμος;
- ↪ I am sure of myself.
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) σίγουρος, είμαι σίγουρος ότι θα λάβω κάτι ή ότι κάτι θα συμβεί
- ↪ Are you sure of success?
- Είσαι σίγουρος για την επιτυχία;
- ↪ I am sure of the result.
- Είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα.
- ↪ You should always look through the viewfinder of the camera so you’re sure of what you’re shooting!
- Να κοιτάς διαρκώς μέσα από το βιζέρ της κάμερας για να είσαι σίγουρος ότι γι'αυτό που βγάζεις!
- ↪ Are you sure of success?
- (sure to) σίγουρος ότι, φροντίζω να, βέβαιο ότι θα κάνει κάτι ή θα συμβεί
- ↪ He is sure to be elected.
- Είναι σίγουρο ότι θα εκλεγεί.
- ↪ He is sure to come.
- Είναι σίγουρο ότι θα έρθει.
- ↪ If it’s about a mistake, I will be sure to fix it.
- Αν πρόκειται για λάθος, θα φροντίσω να το διορθώσω.
- ↪ He is sure to be elected.
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) σίγουρος, κάτι στο οποίο μπορεί κανείς να εμπιστευτεί ή να βασιστεί
- ↪ It is a sure sign of rain.
- Είναι σίγουρο σημάδια βροχής.
- ↪ It is a sure thing that he will come.
- Είναι σίγουρο ότι θα έρθει.
- ↪ There is no sure remedy for it.
- Δεν υπάρχει σίγουρο φάρμακο γι' αυτό.
- ↪ It is a sure sign of rain.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη certain
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | sure |
συγκριτικός | more sure |
υπερθετικός | most sure |
sure (en)
- βέβαια, ασφαλώς
- ασφαλώς, οπωσδήποτε
Επιφώνημα
[επεξεργασία]sure (en)
- ναι, μια πιο επιφυλακτική απάντηση του yes
- σίγουρα
- ↪ -“Will you go?” -“Sure I will!”
- -«Θα πας;» -«Σίγουρα!»
- ↪ -“Will you go?” -“Sure I will!”
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη yes
Πηγές
[επεξεργασία]- sure (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- sure (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 789. ISBN 9780194325684., λήμμα: σίγουρος