speak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας speak
γ΄ ενικό ενεστώτα speaks
αόριστος spoke
παθητική μετοχή spoken
ενεργητική μετοχή speaking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
Και παλαιός αόριστος spake.

speak (en)

  1. (αμετάβατο) μιλάω σε κάποιον για κάτι· έχω μια συζήτηση με κάποιον
    What were you speaking about?
    Για ποιο πράγμα μιλούσατε;
    I spoke to a friend about it.
    Μίλησα μ' ένα φίλο γι' αυτό.
     συνώνυμα: talk
  2. (αμετάβατο) μιλάω, χρησιμοποιώ τη φωνή μου για να πω κάτι
    Speak up/louder!
    Μιλά δυνατότερα!
    Speaking during class time is not allowed.
    Απαγορεύονται οι ομιλίες κατά την ώρα του μαθήματος.
     συνώνυμα: talk
  3. (μεταβατικό) μιλάω, έχω την ικανότητα να μιλάω σε μια συγκεκριμένη γλώσσα
    I speak Greek very well because my mother is Greek.
    Μιλάω τα ελληνικά πολύ καλά επειδή η μητέρα μου είναι Ελληνίδα.
    Do they speak English here?
    Μιλάνε αγγλικά εδώ;
    English is spoken all over the world.
    Τα αγγλικά μιλιούνται σ' όλο τον κόσμο.
  4. (μεταβατικό) λέω, δηλώνω προφορικά μια λέξη ή φράση
    He did not speak a word to us.
    Δεν μας είπε λέξη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell

Σύνθετα

[επεξεργασία]