plug
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
plug | plugs |
plug (en)
- το βύσμα, το φις, εξάρτημα εφοδιασμένο με μεταλλικές προεξοχές που μπαίνουν σε αντίστοιχες υποδοχές μιας πρίζας
- το βύσμα, ένα μικρό αντικείμενο που συνδέει ένα καλώδιο από ένα κομμάτι μιας ηλεκτρικής συσκευής σε ένα άνοιγμα σε ένα άλλο
- η τάπα, το βούλωμα
- ↪ the washbasin plug - η τάπα του νιπτήρα
- ↪ Give me the plug so I can close the bottle.
- Δώσε μου το βούλωμα, για να κλείσω το μπουκάλι.
- ...
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | plug |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plugs |
αόριστος | plugged |
παθητική μετοχή | plugged |
ενεργητική μετοχή | plugging |
plug (en)
- (συχνά με up) βουλώνω, φράζω, κλείνω μια τρύπα με μια ουσία ή ένα κομμάτι υλικού που εφαρμόζει σφιχτά
- (ανεπίσημο) διαφημίζω, προωθώ κάτι για να ενθαρρύνω τον κόσμο να το αγοράσει ή να το δει
Πηγές
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]plug (ro)