ox

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ox (en) (πληθυντικός oxen)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ox (az)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]