bull
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bull | bulls |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bull (en)
- (θηλαστικό ζώο) ο ταύρος, το αρσενικό της αγελάδας
- ↪ The bull rushed at me.
- Ο ταύρος όρμησε εναντίον μου.
- ↪ The bull rushed at me.
- (οικονομία) η άνοδος των αγορών
- Ταύρος (αστρον.) όνομα αστερισμού
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Η λέξη χρησιμοποιείται για το αρσενικό διάφορων ζώων πέρα από τα αγελάδα· για παράδειγμα ο βούβαλος, ο ελέφαντας και η φάλαινα.