minor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός minor
συγκριτικός more minor
υπερθετικός most minor

minor (en)

  1. μικρός, μικρότερος, ασήμαντος, ελαφρός, όχι πολύ μεγάλο, σημαντικό ή σοβαρό
    a minor operation - μικρή εγχείρηση
    the minor planets - οι μικρότεροι πλανήτες
    a minor error - ένα ασήμαντο λάθος
    a minor headache - ελαφρός πονοκέφαλος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη insignificant
  2. (μουσική) ελάσσων, μινόρε
    a minor tone - ελάσσων τόνος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
minor minors

minor (en)