maxime
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
maxime | maximes |
maxime (fr) θηλυκό
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]maxime (la) υπερθετικός βαθμός του magnopere
magnopere / magno opere |