mafia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mafia (en)
- μαφία, συνδικάτο εγκλήματος, εγκληματική οργάνωση
- (μεταφορικά) ένας κύκλος προσώπων που δρα στο εσωτερικό ενός οργανισμού
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mafia | mafias |
mafia (fr) θηλυκό
- η μαφία