jardin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jardin | jardins |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jardin (fr) αρσενικό
- ο κήπος, το περιβόλι (ιδιωματικά: , ο μπαξές, ο μπαχτσές)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- jardin - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- jardin - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé