incident
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]incident (en) (χωρίς παραθετικά)
- (φυσική) προσπίπτων (για το φως που αντανακλάται σε μια επιφάνεια)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
incident | incidents |
incident (en)
- (μετρήσιμο) το περιστατικό, κάτι που συμβαίνει, ειδικά κάτι ασυνήθιστο ή δυσάρεστο
- ↪ The incidence happened a few days ago.
- Το περιστατικό συνέβη πριν από λίγες ημέρες.
- ↪ I will tell you about just one of the many incidents from my tour.
- Θα σας διηγηθώ ένα μόνο από τα πολλά περιστατικά της περιοδείας μου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occurrence
- ↪ The incidence happened a few days ago.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το περιστατικό, ένα σοβαρό ή βίαιο γεγονός, όπως ένα έγκλημα, ένα ατύχημα ή μια επίθεση
- ↪ bombing incidents - βομβιστικά περιστατικά
- ↪ a deplorable incident - ένα θλιβερό περιστατικό
Πηγές
[επεξεργασία]- incident (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- incident (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 690. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιστατικό
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
incident | incidents |
incident (fr) αρσενικό
- το περιστατικό
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Φυσική (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)