doe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
doe | does |
doe (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- (ελαφίνα) hind
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Η λέξη χρησιμοποιείται για το θηλυκό διάφορων ζώων πέρα από τα παραπάνω· δείτε τον κατάλογο εδώ (στα αγγλικά).