disband

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

disband (en)

  • διαλύω ένα οργανωμένο σύνολο (π.χ. ομάδα, συμμορία, κόμμα κ.λπ)
  • διαλύομαι (για οργανωμένο σύνολο ανθρώπων)