delta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- delta < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική δέλτα
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]delta (en)
- το γράμμα δ του ελληνικού αλφαβήτου
- το δέλτα ενός ποταμού
- το γράμμα D στο φωνητικό αλφάβητο του NATO
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]delta (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]delta (pl) αρσενικό
- το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: δέλτα
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]delta (sv)
Ρήμα
[επεξεργασία]delta (sv)
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Ελληνικό αλφάβητο (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)
- Ρήματα (σουηδικά)