dedo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dedo < de + do

dedo (la)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dedo (pt)