δάχτυλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δάχτυλο | τα | δάχτυλα |
γενική | του | δάχτυλου & δαχτύλου |
των | δάχτυλων & δαχτύλων |
αιτιατική | το | δάχτυλο | τα | δάχτυλα |
κλητική | δάχτυλο | δάχτυλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δάχτυλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δάχτυλ(ον) + -ο < δάκτυλον με ανομοίωση της προφοράς [kt] > [xt] < αρχαία ελληνική δάκτυλος (αρσενικό)[1] Συγκρίνετε με το δάκτυλος, δάκτυλο.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈða.xti.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δά‐χτυ‐λο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δάχτυλο ουδέτερο
- (ανθρώπινο σώμα) κάθε μία από τις αρθρωτές άκρες των χεριών και των ποδιών ανθρώπων και ζώων
- ⮡ τα πέντε δάχτυλα του χεριού
- άλλες μορφές: δάκτυλο
- (μονάδα μέτρησης κατά προσέγγιση) μονάδα μήκους, περίπου 2 εκατοστά
- ⮡ βάλε ένα δάχτυλο κρασί
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βάζω το δάχτυλό μου παρεμβαίνω σε μια υπόθεση χωρίς να έχω αρμοδιότητα
- κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου: προσπαθώ να κρύψω κάτι που όλοι γνωρίζουν ή καταλαβαίνουν
- μετριούνται στα δάχτυλα (του ενός χεριού): είναι πάρα πολύ λίγοι / λίγες / λίγα
- όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα: όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι
- παίζω κάτι στα δάχτυλα
Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα με δαχτυλο- ή και δακτυλο-
→ και δείτε τη λέξη δαχτυλίδι για θέμα δαχτυλιδ-
Σύνθετα
[επεξεργασία]σύνθετα με δαχτυλ(ο)- ή και δακτυλο-
- δαχτυλήθρα
- δαχτυλοβρεχτήρας
- δαχτυλογράφηση / δακτυλογράφηση
- δαχτυλογραφία / δακτυλογραφία
- δαχτυλογράφος / δακτυλογράφος
- δαχτυλογραφώ / δακτυλογραφώ
- δαχτυλοδεικτούμενος / δακτυλοδεικτούμενος
- δαχτυλομπογιά
- δεκαδάχτυλος
- παλαμοδάχτυλο
- ποδοδάχτυλο
→ δείτε και σύνθετα με δάκτυλο και δαχτυλίδι
- Όροι με δάχτυλο — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δάχτυλο (χεριού)
δάχτυλο (μονάδα μέτρησης)
δάχτυλο (ποδιού)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δάχτυλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)