cocotte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cocotte cocottes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cocotte (fr) θηλυκό

  1. είδος χύτρας από χυτοσίδηρο
     συνώνυμα: cocotte-minute (εμπορική επωνυμία), autocuiseur
     συνώνυμα: fait-tout (και faitout), marmite
  2. (παιδική λέξη) η κότα
  3. (οικείο) (παρωχημένο) γυναίκα χαμηλών ηθών, η κοκότα
     συνώνυμα: courtisane, demi-mondaine, (οικείο) poule
  4. τρυφερή προσφώνηση
     συνώνυμα: poule, poulette
  5. ενθαρρυντική προσφώνηση προς ένα άλογο