[go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τάλερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τέσσερα τάλερ και ένα διπλό τάλερ, σε σύγκριση με ένα τέταρτο δολαρίου των ΗΠΑ (quarter). Kάτω κέντρο, δεξιόστροφα από πάνω αριστερά: Σαξονία-Άλτενμπουργκ 1616, Σαξονία 1592, Αυστρία 1701, Σαξονία 1592. Κέντρο: διπλό τάληρο, Αυστρία 1635.

Το τάληρο, γερμ.: thaler, επίσης taler, είναι ένα από τα μεγάλα αργυρά νομίσματα, που κόπηκαν στις πολιτείες και τα εδάφη της Γερμανίας (Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) και της Μοναρχίας των Αψβούργων κατά την Πρώιμη Νεότερη περίοδο. Ένα αργυρό νόμισμα μεγέθους τάλερ έχει διάμετρο περίπου 40 χλστ. και βάρος περίπου 25-30 γραμ. (περίπου 1 ουγγιά). Η λέξη είναι συντόμευση από το γιόαχιμσταλερ (joachimsthaler), το πρώτο τάλερ που κοβόταν στο Γιόαχιμσταλ (Joachimstal) της Βοημίας από το 1518.

Ενώ το πρώτο κανονικό νόμισμα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν το γκούλντενγκροσεν του 1524, το μακροβιότερο νόμισμα ήταν το ράιχσταλερ (αυτοκρατορικό τάλερ), το οποίο περιείχε 19 μάρκα Κολωνίας από καθαρό ασήμι (ή 25.984 γραμ.) και το οποίο εκδόθηκε σε διάφορες εκδόσεις από το 1566 έως το 1875. Από τον 17ο αι. εμφανίστηκε μία μικρότερης αξίας νομισματική μονάδα τάλερ της Βόρειας Γερμανίας, η οποία τον 19ο αι. έγινε ισοδύναμη με το βερεϊνστάλερ (vereinsthaler, τάλερ της ένωσης).

Ο τύπος τού αργυρού τάλερ συνέχισε να κόβεται μέχρι τον 20ο αι. με τη μορφή του μεξικανικού πέσο μέχρι το 1914, του νομίσματος των 5 ελβετικών φράγκων μέχρι το 1928, του αργυρού δολαρίου των ΗΠΑ μέχρι το 1935 και του αυστριακού ταλίρου της Μαρίας-Θηρεσίας. Σήμερα τα αργυρά νομίσματα σε μέγεθος (ν)τάλερ δεν κυκλοφορούν πλέον, αλλά κόβονται από διάφορα κυβερνητικά νομισματοκοπεία ως ράβδοι ή νομισματικά αντικείμενα για συλλέκτες. Η αγγλική μορφή του ονόματος, dollar (δολάριο), επιβιώνει επίσης ως όνομα πολλών σύγχρονων νομισμάτων.

Το Γερμανικό τάλερ καταγράφεται από τη δεκαετία του 1530, ως συντομογραφία του γιόαχιμσταλερ (joachimsthaler). Τα ορυχεία αργύρου στο Γιόαχιμσταλ είχαν ανοίξει το 1516 και τα πρώτα τέτοια νομίσματα κόπηκαν εκεί το 1518. Η αρχική ορθογραφία ήταν taler (έτσι το αναφέρει ο Άλβερος το 1540). Στα Γερμανικά ταλ σημαίνει «κοιλάδα» και τάλερ σημαίνει «της κοιλάδας» (πρβλ. Νεάντερταλερ). Από τα τέλη του 16ου αι. η λέξη γράφεται στα Γερμανικά ποικιλοτρόπως: taler, toler, thaler, thaller, Κάτω Γερμανικά daler, dahler. Στη Γερμανική ορθογραφία του 18ου έως του 19ου αι. καθιερώθηκε το thaler, το οποίο άλλαξε σε taler στην ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1902.

Το όνομα taler, thaler γρήγορα χρησιμοποιήθηκε σε σύνθετα που δηλώνουν διάφορους τύπους αργυρών νομισμάτων μεγέθους τού τάλερ, έτσι Reichstaler (αυτοκρατορικό τάλερ, 1566), Silbertaler (αργυρό τάλερ), Albertustaler (του Αλβέρτου, 1612), Laubthaler (της πόλης Laub, 1726), Kronenthaler (τάλερ με την κορώνα, 1755), Ortsthaler (της πόλης Orts), Schützentaler (τάλερ της προστασίας), Bankthaler (τάλερ της τράπεζας), Speciethaler (μεταλικό τάλερ), και τα λοιπά.

Τα νομίσματα που χρησιμοποιήθηκαν στην Ολλανδία περιλαμβάνουν το daalder, το rijksdaalder και το leeuwendaalder. Από το 1754 πολλά Γερμανικά κρατίδια χρησιμοποιούσαν το conventionsthaler καθώς και ένα χαμηλότερης αξίας βορειο-Γερμανικό τάλερ ή reichsthaler αξίας 34 τού conventionsthaler. Από το 1840 τα διάφορα βορειο-Γερμανικά τάλερ συνέκλιναν στην αξία του Πρωσικού τάλερ και στη συνέχεια του vereinsthaler.

Το αντίστοιχο αγγλικό αργυρό νόμισμα της περιόδου ήταν η κορώνα. Η λέξη thaler της Κάτω Γερμανίας υιοθετήθηκε στα αγγλικά ως daler το 1550, τροποποιήθηκε σε dollar περίπου το 1600. Το αγγλικό τάλερ εισήχθη το πρώτο μισό του 19ου αι. για να αναφέρεται στα νομίσματα των Γερμανικών πολιτειών, καθώς η λέξη dollar γινόταν όλο και περισσότερο κατανοητό, ότι αναφέρεται στο δολάριο Ηνωμένων Πολιτειών.

Το πρώτο γκούλντενγκροσεν: του Σιγισμούνδου δούκα της Αυστρίας. Κόπηκε στο Τιρόλο. επιγρ.: SIGISMUNDUS ARCHIDUX AUSTRIAE.

Η ανάπτυξη μεγάλων αργυρών νομισμάτων είναι μία καινοτομία της αρχής της Πρώιμης Σύγχρονης περιόδου. Τα μεγαλύτερα μεσαιωνικά αργυρά νομίσματα ήταν γνωστά ως γκρόατ (groat) (γερμανικά γκρόσεν, groschen, γρόσι), από το denarius grossus ή «χοντρό δηνάριο». Αυτά σπάνια ξεπερνούσαν το βάρος των 6 γραμ.

Ακόμη και αυτά τα νομίσματα υποβιβάζοντο ολοένα και περισσότερο λόγω της Μεγάλης Έλλειψης του χρυσού του 15ου αι., που συνέβη για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένου τού συνεχούς πολέμου και της μακροχρόνιας απώλειας αργύρου και χρυσού σε έμμεσες μονόπλευρες συναλλαγές εισαγωγής μπαχαρικών, πορσελάνης, μεταξιού και άλλων εκλεκτών υφασμάτων και εξωτικά προϊόντα από την Ινδία, την Ινδονησία και την Άπω Ανατολή. Αυτή η συνεχής υποβάθμιση είχε φτάσει σε ένα σημείο, που η περιεκτικότητα σε άργυρο στα νομίσματα τύπου γκρόσεν είχε πέσει, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε λιγότερο από 5 %, καθιστώντας τα νομίσματα πολύ μικρότερης αξίας από ό,τι ήταν στην αρχή.

Αυτή η τάση αντιστράφηκε με την ανακάλυψη νέων και σημαντικών κοιτασμάτων αργύρου στην Ευρώπη, που άρχισαν περίπου τη δεκαετία του 1470. Η Ιταλία ξεκίνησε τα πρώτα δοκιμαστικά βήματα προς ένα μεγάλο αργυρό νόμισμα με την εισαγωγή το 1472 της βενετικής λίρας τρον άνω των 6 γραμ., μία σημαντική αύξηση σε σχέση με το γκρος τουρνουά των 4 γραμ. της Γαλλίας. Ωστόσο, μόλις το 1484 ο αρχιδούκας Σιγισμούνδος του Τιρόλου εξέδωσε το πρώτο πραγματικά πρωτοποριακό αργυρό νόμισμα, το μισό γκούλντενγκροσεν (χρυσό γρόσι) των περίπου 15 γραμ. Αυτό ήταν ένα πολύ σπάνιο νόμισμα, σχεδόν δοκιμαστικό, αλλά κυκλοφόρησε τόσο επιτυχώς, που η ζήτηση δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί.

Τέλος, με τα κοιτάσματα αργύρου –που εξορύσσοντο στο Σβατς (Schwaz)– για να εργαστεί και το νομισματοκοπείο του στο Χαλ (Hall), ο Σιγισμούνδος εξέδωσε το 1486 μεγάλους αριθμούς από το πρώτο αληθινό νόμισμα σε μέγεθος τάλερ, το γκούλντενγκροσεν («χρυσό γκρόατ», από άργυρο, αλλά ίσο σε αξία με ένα χρυσό γκούλντεν). Ήταν μία στιγμιαία και ανεπιφύλακτη επιτυχία. Σύντομα αντιγράφηκε ευρέως από πολλές πολιτείες, που είχαν το απαραίτητο ασήμι. Οι χαράκτες, όχι λιγότερο επηρεασμένοι από την Αναγέννηση από άλλους καλλιτέχνες, άρχισαν να δημιουργούν περίπλοκα και περίτεχνα σχέδια με τους εραλδικούς θυρεούς και τα λάβαρα της πολιτείας που είχε το νομισματοκοπείο, καθώς και πολύ ρεαλιστικές, μερικές φορές μη κολακευτικές, σχεδόν βάναυσες απεικονίσεις του ηγεμόνα της.

Το πρώτο τάλερ: Εμπρός όψη, ο Άγ. Ιαωακείμ. Επιγρ.: ARma DOMInoruum SLIckorum STEphani ET FRAtrum COMitum De BAssano (θυρεός των κυρίων του Σλικ,Στεφανου και αδελφών του, κομήτων του Μπασάνο) 1525.

Μέχρι το 1518, γκούλντινερς (guldiners) παρόμοιου βάρους με το γκούλντενγκρόσεν εμφανίζοντο παντού στην κεντρική Ευρώπη. Στο βασίλειο της Βοημίας, που τότε το κυβερνούσε μαζί με την Ουγγαρία ο Λουδοβίκος Β΄ του δυναστικού Οίκου των Γιαγκελόνων, κόπηκε ένα γκούλντινερ –παρόμοιου φυσικού μεγέθους, αλλά ελαφρώς μικρότερης καθαρότηταςŒ– που ονομάστηκε στα Γερμανικά γιόαχιμσταλερ, από το ασήμι που εξορύχθηκε από τους κόμητες του Σλικ (Schlick), σε ένα πλούσιο κοίτασμα κοντά στο Γιόαχιμσταλ (Joachimsthal, ή κοιλάδα του Αγίου Ιωακείμ· σήμερα λέγεται Γιαχίμοβ, Jáchymov, και βρίσκεται στην Τσεχική Δημοκρατία), όπου t(h)al σημαίνει «κοιλάδα» στα Γερμανικά. Ο Ιωακείμ, ο πατέρας της Παναγίας, απεικονίστηκε στο νόμισμα μαζί με τον λέοντα της Βοημίας.

Παρόμοια νομίσματα άρχισαν να κόβονται σε γειτονικές κοιλάδες πλούσιες σε κοιτάσματα αργύρου, καθεμία από τις οποίες πήρε το όνομά της από το συγκεκριμένο «thal» ή κοιλάδα από την οποία εξορυσσόταν το ασήμι. Σύντομα υπήρχαν τόσα πολλά από αυτά, που εκείνα τα ασημένια νομίσματα άρχισαν να γίνονται ευρύτερα γνωστά ως «thaler» στα γερμανικά και «tolar» στα τσεχικά.

Τον 17ο αι. κάποια γιόαχιμσταλερ κυκλοφορούσαν στο Βασίλειο της Ρωσίας, όπου ονομάζονταν γιεφίμοκ (ефимок), μία παραμόρφωση του ονόματος Ιωακείμ.

Το πρώτο τάλερ: Οπίσθια όψη, λέων της Βοημίας. Επιγρ.: LUDOVICUS PRIMUS Dei GRATIA REX BOhemiae.

Γερμανία (Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα νέα μεγάλα αργυρά νομίσματα που έγιναν πανταχού παρόντα, καθώς συνέχιζε ο 16ος αι., ονομάστηκαν thaler στα Γερμανικά, ενώ στην Αγγλία και τη Γαλλία ονομάστηκαν κορώνες (έφεραν μία κορώνα επάνω) και écu (σκούδα), αντίστοιχα, και τα δύο ονόματα προερχόμενα από αυτά, που αρχικά ήταν χρυσά νομίσματα. Τα αργυρά νομίσματα μεγέθους τάλερ που κόπηκαν στην Ισπανία των Αψβούργων ήταν το νόμισμα των οκτώ ρεάλ, αργότερα γνωστό και ως πέσο και στα αγγλικά ως «ισπανικό δολάριο».

Το πρώτο μεγάλο αργυρό νόμισμα που τυποποιήθηκε από τη Γερμανία (Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) ήταν το γκούλντενγκροσεν το 1524, βάρους 18 του μάρκου Κολωνίας από άργυρο ή 29,232 γραμ., και καθαρότητας 0,9375. Ωστόσο, το πιο μακροχρόνια τυπικό νόμισμα ήταν το βασιλικό τάλερ (reichsthaler), που ορίστηκε το 1566 ότι περιείχε 19 του μάρκου Κολωνίας από καθαρό άργυρο, ή 25,984 γραμ. Χρησιμοποιήθηκε ευρέως και παρήχθη για τα επόμενα 300 χρόνια, σε ρυθμούς που κυμαίνονται από 9 έως 914 βασιλικά τάλερ στο ένα μάρκο.

Δείτε πιο κάτω «Χρονολόγιο ανάπτυξης του τάλερ» για την ανάπτυξη του βασιλικού τάλερ και των σχετικών νομισματικών μονάδων από το 1566 έως το 1875. Προκαλώντας σύγχυση, ορίστηκε επίσης ένα νόμισμα τάλερ της Βόρειας Γερμανίας (που ονομάζεται επίσης reichsthaler) μικρότερης αξίας από το τυπικό νόμισμα του είδους reichsthaler. Αυτό το τάλερ άξιζε 12 τέτοια σε ένα μάρκο μετά το 1690, 1313 σε ένα μάρκο μετά το 1754 και 14 σε ένα μάρκο (το Πρωσικό τάλερ) μέχρι τη δεκαετία του 1840. Επιπλέον, το 1754 αναπτύχθηκε ένα κονβένσιονσταλερ (conventionsthaler, συμβατικό τάλερ) από την Αυστριακή Αυτοκρατορία, που κόπηκε με ισοτιμία 10 σε ένα μάρκο από εκλεκτό άργυρο. Ενώ υιοθετήθηκε από τα περισσότερα Γερμανικά κράτη, η Σκανδιναβία και μερικά κράτη της Βόρειας Γερμανίας διατήρησαν το αρχικό είδος ράιχσταλερ των 914 σε ένα μάρκο ως το τυπικό τους νόμισμα μέχρι το 1875.

Τάλερ του Λεοπόλδου Ε΄ της Αυστρίας. Επιγρ.: LEOPOLDUS D. G. ARCHID. AUST., DUX BURG. ET CAESaris Majestatis ET RELIQua 1621 / ARCHIDUC, GUVERNATOR PLENARIUS (απόλυτος), COMES TYROLIS.

Τάλερ και λέζερ με "απόψεις της πόλης"

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα με «θέα στην πόλη» τάλερ του 17ου και 18ου αι. έχουν προκατόχους σε στυλιστικές αναπαραστάσεις των πόλεων σε χαρακτικά (τρεις πύργους, ή μία πύλη της πόλης) στην εμπρόσθια όψη των νομισμάτων τάλερ στα τέλη του 16ου αι., όπως το τάλερ τού Λύνεμπουργκ από τον Ροδόλφο Β΄ των Αψβούργων, που χαραχθηκε το 1584. Πιο περίτεχνες απόψεις της πόλης γίνονται επίκαιρες στο πρώτο μισό του 17ου αι. (π.χ. Άουγκσμπουργκ 1627, Νυρεμβέργη 1631). Ο τύπος αυτός νομίσματος συνεχίζει να είναι δημοφιλής καθ' όλη τη διάρκεια του 18ου αι., με αποκορύφωμα τα λεπτομερή πανοράματα πόλεων, που αποδίδονται με την προοπτική ενός σημείου.

Στα τέλη του 16ου και 17ου αι. υπήρχε μία μόδα των υπερμεγέθων νομισμάτων τάλερ, τα λεγόμενα «πολλαπλά τάλερ», που συχνά ονομάζοντο λόζερ (löser) στη Γερμανία. Τα πρώτα κόπηκαν στο δουκάτο του Μπράουννσβαϊγκ-Λύνεμπουργκ, και πράγματι η πλειοψηφία τους χτυπήθηκε εκεί. Μερικά από αυτά τα νομίσματα έφτασαν σε κολοσσιαίο μέγεθος, έως και δεκαέξι κανονικά τάλερ, ξεπερνώντας τη μια πλήρη λίβρα (πάνω από 450 γραμ.) από ασήμι και άνω των 12 εκατ. σε διάμετρο. Το όνομα λόζερ (löser) πιθανότατα προήλθε από ένα μεγάλο χρυσό νόμισμα, που κόπηκε στο Αμβούργο με το όνομα portugalöser, αξίας 10 δουκάτων, τα οποία βασίζονταν σε πορτογαλικά νομίσματα των 10 δουκάτων. Τελικά, ο όρος εφαρμόστηκε σε πολλά παρόμοια νομίσματα αξίας μεγαλύτερης από ένα μόνο τάλερ. Αυτά τα νομίσματα είναι πολύ σπάνια και περιζήτητα από τους συλλέκτες· καθώς λίγα από αυτά κυκλοφόρησαν με οποιαδήποτε πραγματική έννοια, είναι συχνά καλοδιατηρημένα.

Τάλερ Λεοπόλδου A΄ της Γερμανιας με επιγρ.: LEOPOLDUS Dei Gratia ROmanorum Imperator Semper Augustus GERmaniae, HUngariae BOhemiae REX / ARCHIDUX AUStriae, DUX BURgundiae, MARchio MORaviae, COmes TYrolis 1692.

Ολλανδική Δημοκρατία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ισπανικές Κάτω Χώρες και η ανεξάρτητη Δημοκρατία των Επτά Ηνωμένων Επαρχιών είχαν ιστορία κοπής μεγάλων αργυρών νομισμάτων ξεχωριστά από την υπόλοιπη Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εξέδωσαν το kruisdaalder (που απεικονίζει τον Σταυρό (kruis) της Βουργουνδίας, δηλ. ένα Χ) το 1567, και στη συνέχεια το leeuwendaalder (το «τάλερ με τον λέοντα», που απεικονίζει τον βελγικό λέοντα) το 1575, το τελευταίο βάρους 27,68 γραμ. (427,2 κόκκοι) και 0,743 καθαρότητας. Ωστόσο, με την αυξανόμενη δημοτικότητα του Γερμανικού ράιχσταλερ, η Δημοκρατία των Επτά Ηνωμένων Κάτω Χωρών έπρεπε να ακολουθήσει το δικό της ολλανδικό βασιλικό τάλερ (rijksdaalder) το 1583, βάρους 29,03 γραμ. (448 κόκκων) και 0,885 καθαρότητας, και με μισή προτομή με πανοπλία του Γουλιέλμου Α΄ του Σιωπηλού. Τα Φρίσλαντ, Χέλντερλαντ, Ολλανδία, Kάμπεν, Οφεράισσελ, Ουτρέχτη, Δυτική Φρίσλαντ, Ζηλανδία και Ζβόλε έκοψαν με μισή προτομή με πανοπλία βασιλικά τάλερ μέχρι τα τέλη του 17ου αι.

Ο ρυθμός υποτίμησης του μικρής ονομαστικής αξίας στούιφερ (stuiver) επιταχύνθηκε από τη δεκαετία του 1570, με το τάλερ με τον λέοντα να αυξάνεται από 32 σε 40 στούιφερ μέχρι το 1619 και το βασιλικό τάλερ από 42 σε 50 στούιφερ. Η Τράπεζα Ανταλλαγών του Άμστερνταμ (Amsterdam Wisselbank) ιδρύθηκε τότε το 1608, για να δημιουργήσει ένα σταθερό τραπεζικό νόμισμα με το βασιλικό τάλερ των 29,03 γραμ, 0,875 καθαρότητας (ή 25,4 γραμ. καθαρού αργύρου) σε 50 στούιφερ ή 212 γκούλντεν.

Η επιτυχία της Τράπεζας βοήθησε την Ολλανδική Δημοκρατία να γίνει το οικονομικό κέντρο της Ευρώπης τον 17ο αι. και να διατηρήσει το βασιλικό τάλερ ως τραπεζική νομισματική μονάδα, παρά την είσοδο της Γερμανίας στο χάος του Τριακονταετούς Πολέμου. Ως αποθήκη (entrepôt) χρυσού της περιόδου, η Ολλανδία παρήγαγε βασιλικά τάλερ για τη Γερμανία και τη Σκανδιναβία, και εξήγαγε τάλερ με τον λέοντα στο Λεβάντε και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το τελευταίο επιβιώνει μέχρι σήμερα με τη μορφή του βουλγαρικού λεβ, του ρουμανικού λέου και του μολδαβικού λέου.

Μέχρι τον 18ο αι. οι Ολλανδικές περιοχές που ελέγχονταν από την Ισπανία, έγιναν τελικά οι Αυστριακές Κάτω Χώρες. Το 1754 εξέδωσαν το κρόνενταλερ (kronenthaler) με βάρος 29,45 γραμ. και καθαρότητα 0,873 ή καθαρό ασήμι 25,71 γραμ. Αυτό το νόμισμα υιοθετήθηκε από πολλά κράτη της Νότιας Γερμανίας στις αρχές του 19ου αι.

Ο όρος ντάαλντερ (daalder) συνέχισε να αναφέρεται στο 112 γκούλντεν σε νόμισμα ακόμη και μετά τη διακοπή του 112 γκούλντεν ή 30 στούιφερ τον 19ο αι.

Τάλερ του Μπράουνσβαϊχ-Βόλφενμπυτελ με τον Αγριάνθρωπο (Wilder mann), δηλωτικό των ορέων Χαρτς. Επιγρ.: DEO ET PATRIAE * ANNO 1629.

Ισπανία και Γαλλία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανακάλυψη τεράστιων αποθεμάτων αργύρου στην Ισπανική Αμερική τη δεκαετία του 1530 επέτρεψε τη μαζική κοπή του ισπανικού νομίσματος των οκτώ ρεάλ μέχρι τον 20ο αι. βάρους 27,47 γραμ., 0,9306 καθαρότητας. Έχοντας σχεδόν το ίδιο βάρος με το Γερμανικό ράιχσταλερ, οι Βρετανοί άποικοι στη Βόρεια Αμερική ονόμασαν τελικά το ισπανικό νόμισμα ντάλερ/ντόλαρ, το οποίο έγινε το πρότυπο για το δολάριο ΗΠΑ και το δολάριο Καναδά.

Η άνοδος των Γερμανικών και Ισπανικών δολαρίων στο ευρωπαϊκό εμπόριο του 16ου αι. μείωσε τη ζήτηση για Γαλλικά ασημένια φράγκα και testoon. Το 1641 ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΓ΄ παρουσίασε λοιπόν ένα νέο αργυρό Λουδοβίκειο (Louis d'argent) ίσο με το δολάριο Ισπανίας και αξίας τριών λιβρών τουρνουά, βάρους 27,19 γραμ. και καθαρότητας 0,917. Το 1726 η Γαλλία εξέδωσε το δικό της νόμισμα τάλερ, το ασημένιο εκύ (écu, εσκούδο) των 6 λιβρών με περίπου 26,7 γραμ. καθαρού ασημιού. Επίσης κόπηκε νόμισμα στη Νότια Γερμανία και την Ελβετία ως laubthaler. Τελικά, το 1795 καθιερώθηκε το γαλλικό φράγκο, με το νόμισμα των 5 φράγκων των 25,0 γραμ. και 90% καθαρότητας ασήμι να είναι πλησιέστερο σε μέγεθος με τα τάλερ, που χρησιμοποιούντο αλλού. Το σύστημα του γαλλικού φράγκου θα επεκταθεί σε άλλες χώρες με την σύσταση της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης το 1865.

Τάλερ Ζυγιμάντα Αυγούστου της Λιθουανίας. Επιγρ.: S A 1564.

Τα Δεκατρία Καντόνια της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας και οι Συνεργάτες τους έκοψαν τα δικά τους νομίσματα, με τα περισσότερα μεγαλύτερα ασημένια νομίσματα να συμμορφώνονται με καθιερωμένα γερμανικά ή γαλλικά πρότυπα. Τα κέρματα τάλερ και μισό τάλερ κόπηκαν από τις πόλεις Ζυρίχη (1512), Βέρνη, Λουκέρνη, Τσουκ (Zug), Βασιλεία, Φράιμπουργκ, Σόλοτουρν, Σάφχαουζεν, Σανκτ Γκάλεν και Γενεύη.

Οι Μεταρρυθμισμένες (→ Μεταρρύθμιση) πόλεις άρχισαν να παριστούν «όψεις πόλεων» στην εμπρόσθια όψη των τάλερ τους, καθώς δεν είχαν την επιλογή να αντιπροσωπεύουν ούτε τον προστάτη άγιο, ούτε τους άρχοντες πρίγκιπες. Το πρώτο τάλερ με θέα στην πόλη της Ζυρίχης κόπηκε το 1651 (το λεγόμενο Vögelitaler).

Η τελική μετάβαση σε αυτό το πρώτο νέο ελβετικό φράγκο σταμάτησε τον 19ο αι., ενώ η προτίμηση του κοινού μετατοπίστηκε στο νότιο γερμανικό Kρόνενταλερ των 25,71 γραμ. εκλεκτού αργύρου, αξίας 3,9 φράγκων ή 39 batzen. Το 1850 η Ελβετία καθιέρωσε το σύγχρονο ελβετικό φράγκο στο ίδιο επίπεδο με το γαλλικό φράγκο, με 40 ελβετικά φράγκα να ανταλλάσσονται με 7 κρόνενταλερ. Το νόμισμα των πέντε φράγκων των 25,0 γραμ. 90% καθαρού αργύρου έγινε το νόμισμα με την πλησιέστερη αξία στα διαφορετικά ιστορικά τάλερ.

Μισό πόρτουγκαλοζερ ή 5 δουκάτα. Επιγρ.: DEINE GÜTE HERR SEY VBER UNS WIE WIR AUFF DICH HOFFEN (Ας είναι η χάρις Σας μεθ' υμών, όπως ελπίσαμε σε αυτό). HAMBURG 1679/ GOTT LOB DER UNS SO GÜTIG LIEBT • DEM KRIEGE WEHRT UND FRIDEN GIBT (Ο Θεός αγαπά τον έπαινό μας με τόση χάρη, που στον πόλεμο δίνει πρώτα αντίσταση και μετά ειρήνη).

Το όνομα τάλερ (thaler) εισήχθη στη Σκανδιναβία ως ντάλερ (daler). Τα πρώτα σουηδικά νομίσματα ντάλερ κόπηκαν το 1534. Το Νορβηγικό σπεσιεντάλερ (speciedaler) κoβότανε από το 1560. Τα μεταγενέστερα σκανδιναβικά νομίσματα ντάλερ περιλάμβαναν το σουηδικό ρίξνταλερ (riksdaler, 1604) και το δανικό ριγκσντάλερ (rigsdaler, 1625). Στις αρχές του 19ου αι. αυτές οι χώρες εισήγαγαν το σύγχρονο νόμισμά τους με βάση τη μονάδα ντάλερ (daler). Στη Νορβηγία, μεταξύ 1544 και 1816 το όνομα του νομίσματος ήταν ριγκσντάλερ (rigsdaler) και μετά την Ένωση Σουηδίας-Νορβηγίας το όνομα άλλαξε στο σπεσιεντάλερ (speciedaler).

Αυτά τα νομίσματα στη Δανία και τη Σουηδία αντικαταστάθηκαν από την κορόνα Δανίας και τη κορόνα Σουηδίας το 1873, τα νέα νομίσματα που εισήχθησαν από τη Σκανδιναβική Νομισματική Ένωση. Η Νορβηγία εντάχθηκε στη Νομισματική Ένωση και εισήγαγε τη κορόνα Νορβηγίας το 1876.

Τάλερ με τον λέοντα Ολλανδίας. Επιγρ.: MOABCFROGN HOHDRITHF / CONFIDENS NON MOVATUR 1660

Γερμανία του 19ου αι.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές του 19ου αι. τα κράτη της Νότιας Γερμανίας αποτίμησαν το κονβένσιονσταλερ (conventionsthaler) σε 2,4 γκούλντεν της Νότιας Γερμανίας, ή 9,744 γραμ. εκλεκτού ασημιού ανά γκούλντεν. Στη συνέχεια ωστόσο άρχισαν να κόβουν το κρόνενταλερ (kronenthaler) αξίας 2,7 γκούλντεν, ως εκ τούτου με μειωμένη περιεκτικότητα σε καθαρό άργυρο για το γκούλντεν, στα 9,52 γραμ. Το 1837 το Πρωσικό τάλερ καθορίστηκε στο 134 γκούλντεν Νότιας Γερμανίας – επομένως 9,545 γραμμάρια εκλεκτού ασημιού ανά γκούλντεν.

Το βορειο-Γερμανικό τάλερ, που αποτιμάτο σε 34 κονβένσιονσταλερ ή 1313 σε 1 καθαρού αργύρου μάρκας Κολωνίας στις αρχές του 19ου αι., επαναξιολογήθηκε τη δεκαετία του 1840 στο ίδιο επίπεδο με το Πρωσικό τάλερ, στο 14 σε 1 μάρκο, αν και με διάφορες υποδιαιρέσεις. Το 1857, το βεράινσταλερ (vereinsthaler), που άξιζε 1 βορειο-Γερμανικό τάλερ ή 134 νότιο-Γερμανικό γκούλντεν, υιοθετήθηκε ως πρότυπο νόμισμα από τα περισσότερα Γερμανικά κρατίδια, καθώς και στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Τα βεράινσταλερς εκδίδοντο μέχρι το 1871 στη Γερμανία και το 1867 στην Αυστρία.

Εντός της νέας Γερμανικής Αυτοκρατορίας, τα ασημένια νομίσματα παρέμεναν απεριόριστο νόμιμο χρήμα σε αξία 3 γερμανικών χρυσών μάρκων μέχρι το 1908, όταν αποσύρθηκαν και απονομιμοποιήθηκαν. Μερικά παλαιά τάλερ κυκλοφόρησαν με επισήμανση, ως νομίσματα έκτακτης ανάγκης στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της πληθωριστικής περιόδου, μετά την ήττα της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το τάλερ της Μαρίας-Θηρεσίας, το πιο διάσημο παράδειγμα του κονβένσιονσταλερ που κόπηκε από το 1751, απολάμβανε έναν ιδιαίτερο ρόλο ως εμπορικό νόμισμα και συνέχισε να κόβεται πολύ μετά το τέλος της Μαρίας-Θηρεσίας το 1780, με τα νομίσματα που κόπηκαν μετά το τέλος της να δείχνουν πάντα το έτος 1780. Ο Φραγκίσκος-Ιωσήφ της Αυστρίας το ανακήρυξε επίσημο εμπορικό νόμισμα το 1857, λίγο πριν χάσει το καθεστώς τού νόμιμου χρήματος στην Αυστρία μετά την έκδοση του βεράινσταλερ. Το τάλερ της Μαρίας-Θηρεσίας έγινε το de facto νόμισμα της Αιθιοπικής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 18ου αι. –το Αιθιοπικό μπιρ εισήχθη στο ίδιο επίπεδο με αυτό τού τάλερ–, και συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι τον 20ο αι. στο Κέρας της Αφρικής, στην Ανατολική Αφρική, την Ινδία και σε μεγάλο μέρος της Αραβικής Χερσονήσου.

Αν και διάφορα ασημένια τάλερ κόπηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης μέχρι τη δεκαετία του 1870, αυτά τα νομίσματα καταμετρούντο συχνότερα σε νομισματικές μονάδες που δεν ήταν τάλερ, όπως ολλανδικά ή αυστριακά φιορίνια, γαλλικά φράγκα, ισπανικά ρεάλ, κ.λπ. Μέχρι τα μέσα του 19ου αι. το τάλερ (ή ράιχσταλερ, rigsdaler) ήταν ακόμη η νομισματική μονάδα που χρησιμοποιήθηκε στη Βορειο-Γερμανική Συνομοσπονδία και τη Σκανδιναβία. Μέχρι το 1875 το ίδιο το τάλερ εξαφανίστηκε ως νομισματική μονάδα στην Ευρώπη, μετά την υιοθέτηση του κανόνα του χρυσού.

Ωστόσο η χρήση του τάλερ ως νομίσματος συνεχίστηκε εκτός Ευρώπης με τη μορφή του δολαρίου ΗΠΑ και του καναδικού δολαρίου, του μεξικανικού πέσο και των διάφορων πέσων της Ισπανικής Αμερικής και του μπιρ Αιθιοπίας. Το τάλερ (και οι γλωσσικές του παραλλαγές) θα επιβιώσει επίσης ως το ανεπίσημο όνομα νομισμάτων πανομοιότυπων με το ιστορικό νόμισμα, όπως το γερμανικό νόμισμα των 3 μάρκων, το ολλανδικό 212-γκούλντεν, τα νομίσματα των 5 φράγκων της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης (μεταξύ αυτών Γαλλίας, Βελγίου, Ελβετίας) και το Ελληνικό νόμισμα των 5 δραχμών (τάληρο).

Τα νομίσματα σε μέγεθος τάλερ που κόπηκαν στα πρότυπα τού τέλους τού 19ου αι. θα κοβόταν μέχρι το 1914 στο Μεξικό και στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, μέχρι το 1928 στην Ελβετία και μέχρι το 1934 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο εξής τα αργυρά νομίσματα σε μέγεθος τάλερ θα κόβοντο ως ράβδοι ή νομισματικά κομμάτια, μεταξύ των οποίων:

  • Το εμπορικό νόμισμα τάλερ της Μαρίας-Θηρεσίας.
  • Σύγχρονα ασημένια αναμνηστικά τάλερ, που κόπηκαν στη γερμανόφωνη Ευρώπη, π.χ. το ελβετικό σούτχενταλερ (schützentaler, «τάλερ σκοποβολής») το ελβετικό Ελβετία-Τάλερ (Helvetia-Taler) και το αυστριακό Haller-Taler.
  • Ο Αμερικανός Ασημένιος Αετός, ο οποίος σε 1 ουγγιά τρόυ (31,1 γραμ.) καθαρού αργύρου είναι στην πραγματικότητα βαρύτερος από το αρχικό ασημένιο δολάριο.

Χωρίς να σχετίζεται με συγκεκριμένα νομίσματα, το όνομα του τάλερ επιβιώνει σε διάφορες σύγχρονες ονομασίες νομισμάτων, με τη μορφή δολάριο σε 23 νομίσματα που χρησιμοποιούνται σε χώρες όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς, το Χονγκ Κονγκ, η Νέα Ζηλανδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, καθώς και τάλα Σαμόα, τόλαρ και τόλαρ Σλοβενίας (πριν από την υιοθέτηση του ευρώ).

Χρονολόγιο ανάπτυξης του τάλερ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • 1486: Ο Σιγισμούνδος τού Τυρόλου εκδίδει τα 31,93 γραμ. γκούλντενγκροσεν των 60 κρόιτσερ και 0,9375 καθαρότητας.
  • 1493: Η Ελβετία εκδίδει το πρώτο της γκούλντενγκροσεν στη Βέρνη.
  • 1499: Η Ουγγαρία εκδίδει το πρώτο γκούλντινερ/γκούλντενγκροσεν (guldiner/guldengroschen). Είναι το πρώτο έτος έκδοσης με αραβικούς αριθμούς στα νομίσματα στην Ουγγαρία.
  • 1500: Εκδίδεται το πρώτο γερμανικό γκούλντενγκροσεν από τη Σαξονία με βάρος 29,232 γραμμάρια, ή οκτώ σε μάρκο Κολωνίας.
  • 1518: Το πρώτο νόμισμα που στην πραγματικότητα ονομάζεται «τάλερ» («thaler») κόβεται στο Γιόαχιμσταλ (Joachimsthal, σημερινό Γιαχίμοβ) του Βασιλείου της Βοημίας (Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), βάρους επίσης 29,232 γραμ.
  • 1524: Το αυτοκρατορικό νομισματικό διάταγμα Reichsmünzordnung εκδίδεται στο Έσλινγκεν και είναι η πρώτη προσπάθεια σε ένα πρότυπο σύστημα νομίσματος για την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Καθόρισε το βάρος του γκούλντενγκροσεν στα 29,232 γραμ. (ή το 18 του μάρκου Κολωνίας, ή 233,856 γραμ.), την καθαρότητά του σε 0,9375, και πρότεινε να χωριστεί σε 21 γκρόσεν ή 60 κρόιτσερ.
  • 1534: Η Σαξονία και η Βοημία αλλάζουν τη λεπτότητα των γκούλτινέρ τους (ή του νομίσματος 1 γουίλντερ) από 0,9375 καθαρότητας 0,903 διατηρώντας το ίδιο βάρος νομίσματος, μειώνοντας έτσι την πραγματική ποσότητα καθαρού αργύρου στο νόμισμα. Αυτό έκανε το αυτοκρατορικό γκούλντενγκροσεν να αξίζει περισσότερο από το τοπικά εκδοθέν γκούλντινερ.
  • 1551: Ένα νέο χρηματικό διάταγμα εκδίδεται στο Άουγκσμπουργκ που μείωσε τη λεπτότητα του γκούλντενγκροσεν στο 0,882, αλλά αύξησε το βάρος του στα 31,18 γραμ. Πολλά Γερμανικά κρατίδια αρχίζουν να αποδέχονται αυτό το πρότυπο γκούλντενγκροσεν, αλλά αποτιμάται υψηλότερα στα 24 γκρόσεν ή 72 κρόιτσερ, ενισχύοντας περαιτέρω τον διαχωρισμό του από το λογιστικό γκούλντεν, που ορίζεται ως μόνο 60 κρόιτσερ. Μία τεράστια ποικιλία από άλλες λογιστικές υποδιαιρέσεις του νομίσματος επικράτησε σε όλη την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
  • 1559: Μετά το τέλος του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Καρόλου Ε΄, εκδίδεται ακόμη ένα νομισματικό διάταγμα στο Άουγκσμπουργκ, το οποίο σταμάτησε το γκούλντενγκροσεν 72-κρόιτσερ (κόπηκε στο 8,533 σε ένα σήμα της Κολωνίας από καθαρό άργυρο) υπέρ ενός "γκούλντινερ" 60-κρόιτσερ" ή νόμισμα 1-γκούλντεν, που κόπηκε στις 10,24 σε ένα μάρκο.
  • 1566: Διαμαρτυρίες για την εξαφάνιση του γκούντενγκροσεν οδήγησαν στην έκδοση του ράιχσταλερ (γνωστό αργότερα ως σπεσιστάλερ (speciesthaler), βάρους 29,232 γραμ. και λεπτότητας 0,889 (επομένως, 9 μεταλλικά (specie) ράιχσταλερ εκδόθηκαν σε ένα μάρκο Κολωνίας από εκλεκτό άργυρο). Αν και ήταν συγκρατημένα ελαφρύτερο από το γκούλντενγκροσεν, η δημόσια αποδοχή του στην ίδια τιμή των 24 γκρόσεν ή 72 κρόιτσερ (ή 10,8 γκίλντερ σε ένα μάρκο) καταδίκασε το τώρα υποτιμημένο γκούλντινερ.
  • 1618: Το ράιχσταλερ αποτιμάται σε 24 γκρόσεν, ή 90 κρόιτσερ, ή 112 γκούλντεν την παραμονή του Τριακονταετούς Πολέμου του 1618-1648 και της οικονομικής κρίσης Eλλειπούς ζύγισης και Kιβδηλίας (Kipper und Wipper) που κατέστρεψε τα διάφορα νομισματικά συστήματα της Γερμανίας.
  • 1667: Μία συμφωνία που έγινε στο Αβαείο της Τσίνα (Zinna) μεταξύ της Σαξονίας, του Βραδεμβούργου και του Μπράουνσβαϊγκ-Λύνεμπουργκ για να γίνει η κοπή μικρών νομισμάτων πιο οικονομική από ό,τι θα μπορούσε να γίνει σύμφωνα με τα παλαιά διατάγματα του Άουγκσμπουργκ, οδήγησε στη δημιουργία ενός χαμηλότερης αξίας τάλερ· αξίζει 112 γκούλντεν ή 90 κρόιτσερ, αλλά ίσο με 67 του αρχικού σπέσιεταλερ (ή 1012 τάλερς της Τσίνα (Zinnaische thalers) σε ένα μάρκο Κολωνίας από λεπτό ασήμι). Κράτη της Βόρειας Ευρώπης όπως η Δανία, το Αμβούργο και η Λυβέκη προσχώρησαν σε αυτή τη σύμβαση.
  • 1690: Η Σύμβαση της Λειψίας για το νόμισμα συνεδρίασε για να αντιμετωπίσει την κακή ποιότητα της νομισματοκοπίας στη Σαξονία, το Βραδεμβούργο και το Μπράουνσβαϊκ, καθώς και την περιορισμένη αποδοχή του προτύπου zinnaische του 1667. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε ήταν να μειωθεί περαιτέρω το βορειο-Γερμανικό τάλερ 34 το σπέσιεταλερ, ή 12 τάλερ της Λειψίας, που κόπηκαν από ένα μάρκο Κολωνίας από εκλεκτό ασήμι. Το πρότυπο της Λειψίας επικράτησε τελικά σε όλη την Αυτοκρατορία, με μία ποικιλία υποδιαιρέσεων που εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται από τα διάφορα κράτη γι' αυτό το τάλερ: 112 γκούλντεν, 90 κρόιτσερ, 24 gutegroschen, 36 mariengroschen, κ.λπ.
  • 1690: Η Σύμβαση της Λειψίας για το νόμισμα συνεδρίασε για να αντιμετωπίσει την κακή ποιότητα της νομισματοκοπίας στη Σαξονία, το Βραδεμβούργο και το Μπράουνσβαϊκ, καθώς και την περιορισμένη αποδοχή του προτύπου zinnaische του 1667. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε ήταν να μειωθεί περαιτέρω το βορειο-Γερμανικό τάλερ 34 το speciethaler, ή 12 τάλερ της Λειψίας, που κόπηκαν από ένα μάρκο Κολωνίας από εκλεκτό ασήμι. Το πρότυπο της Λειψίας επικράτησε τελικά σε όλη την Αυτοκρατορία, με μία ποικιλία υποδιαιρέσεων που εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται από τα διάφορα κράτη γι' αυτό το τάλερ: 112 γκούλντεν, 90 κρόιτσερ, 24 gutegroschen, 36 mariengroschen, κ.λπ.
  • 1754: Η νομισματική συμφωνία μεταξύ της Αυστρίας και της Βαυαρίας το 1753 αντικατέστησε το αρχικό speciethaler με ένα νέο conventionsthaler, με δέκα στο ένα μάρκο Κολωνίας από καθαρό ασήμι (ή 23,3856 γραμ). Το βάρος του ήταν 28,06 γραμ. με καθαρότητα 0,833. Αυτό το conventionsthaler άξιζε 113 βορειο-Γερμανικά τάλερ, ή 1,4 Πρωσικά τάλερ, ή 2 αυστρο-ουγγρικά γκούλντεν, ή 2,4 γκούλντεν Νότιας Γερμανίας. Με τον καιρό αυτό το νόμισμα θα εξαπλωθεί σε μεγάλο μέρος της κεντρικής και νότιας Γερμανίας, αλλά όχι στη Σκανδιναβία.
  • Από το 1820: Το kronenthaler (τάλερ που εικονίζονται 3 ή 4 κορώνες μεταξύ του σταυρού της Βουργουνδίας), ένα νόμισμα που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1754 από την Αυστριακή Αυτοκρατορία για χρήση στις Αυστριακές Κάτω Χώρες (σημερινό Βέλγιο), έγινε ευρέως αποδεκτό από διάφορους Νότιους Γερμανούς, με ισοτιμία 2,7 γκούλντεν Νότιας Γερμανίας. Το kronenthaler είχε βάρος 29,45 γραμ. και καθαρότητας 0,873.
  • Από το 1837: η Γερμανική Τελωνειακή Ένωση υπό την ηγεσία της Πρωσίας οδήγησε σε μία πιο δυναμική μετάβαση στο πρότυπο του Πρωσικού νομίσματος, με τα βορειο-Γερμανικά τάλερ να αντικατασταθούν από Πρωσικά τάλερ χαμηλότερης αξίας, 14 σε ένα μάρκο Κολωνίας από εκλεκτό ασήμι (ή 16.704 γραμ.) και με κάθε τάλερ τώρα διαιρεμένο σε 30 silbergroschen. Το Πρωσικό τάλερ καθορίστηκε επίσης στο 134 γκούλντεν Νότιας Γερμανίας.
  • 1857: Το νομισματικό συμβόλαιο της Βιέννης καταργεί τελικά το μάρκο Κολωνίας ως πρότυπο, με το οποίο υπολογίζονται τα αργυρά νομίσματα της Αυστρίας και της Γερμανίας, αντικαθιστώντας το με ένα απλό πρότυπο 500 γραμ. καθαρού αργύρου. 30 vereinsthalers έχουν ρυθμιστεί να κόβονται από αυτό το πρότυπο 500 γραμ. (επομένως 16,67 γραμ. καθαρού αργύρου ή βάρους 18,52 γραμ. 0,900 καθαρότητας). Το vereinsthaler έγινε ίσο με 112 Αυστροουγγρικά γκούλντεν, 134 γκούλντεν Νότιας Γερμανίας, 30 silbergroschen και άλλες υποδιαιρέσεις.
  • 1873: Ο κανόνας του χρυσού υιοθετείται από την πρόσφατα ενοποιημένη Γερμανική Αυτοκρατορία, με το αργυρό vereinsthaler να παραμένει απεριόριστο νόμιμο χρήμα στα τρία χρυσά μάρκα, παρά το γεγονός ότι η αξία του χρυσού πέφτει κάτω από τα 3 μάρκα χρυσού τα επόμενα χρόνια.
  • 1908: Το vereinsthaler απο-νομισματοποιήθηκε επίσημα στη Γερμανία και έγινε αξία μόνο σε χρυσό.

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


  • Duve, Gebhard (1966). HISTORY OF THE REDEEMABLE, MULTIPLE AND MINING TALERS OF BRUNSWICK-LUNEBERG. Johannseburg: Duve.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Thaler στο Wikimedia Commons