set
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | set |
συγκριτικός | more set |
υπερθετικός | most set |
set (en)
- βρίσκομαι σε ορισμένη θέση
- ⮡ my village set on Mt. Parnon - το χωριό μου βρίσκεται στον Πάρνωνα
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) προκαθορισμένος, καθορισμένος, υποχρεωτικός
- ⮡ a set menu, a set amount of time - προκαθορισμένο μενού, προκαθορισμένος χρόνος
- ⮡ Hotel meals are at set times.
- Γεύματα στα ξενοδοχεία είναι σε καθορισμένες ώρες.
- ⮡ a list of set books for the final exams - κατάλογος υποχρεωτικών βιβλίων για τις τελικές εξετάσεις
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη predetermined
- αμετακίνητος, αποκρυσταλλωμένος, σταθερός, για απόψεις ή ιδέες που δεν είναι πιθανό να αλλάξουν
- ⮡ He is set in his ways.
- Είναι αμετακίνητος στις συνήθειές του.
- ⮡ The elderly have set ideas about almost everything.
- Οι ηλικιωμένοι έχουν αποκρυσταλλωμένες ιδέες σχεδόν για το καθετί.
- ⮡ a man of set habits and convictions - άνθρωπος με σταθερές συνήθειες και πεποιθήσεις
- ⮡ He is set in his ways.
- έτοιμος, πανέτοιμος, προετοιμάζω, είναι πιθανό να κάνω κάτι· είμαι έτοιμος για κάτι
- ⮡ All set? Let’s go then!
- Όλοι έτοιμοι; Λοιπόν, φεύγουμε!
- ⮡ Get set!
- Στις θέσεις σας!
- ⮡ I was all set to leave when…
- Ήμουν πανέτοιμος να φύγω, όταν…
- ⮡ Our Olympians are arriving at the airport in the afternoon and crowds of people are set to welcome them.
- Οι ολυμπιονίκες μας φτάνουν στο αεροδρόμιο το απόγευμα και πλήθη λαού τους προετοιμάζουν καλωσόρισμα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ready
- ⮡ All set? Let’s go then!
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) ακίνητος, μόνιμος, για την έκφραση ενός ατόμου· παγωμένος, τυπικός, σταθερό, όχι φυσικό
- ⮡ a set face/smile - ακίνητο πρόσωπο/μόνιμο χαμόγελο
- ⮡ The flight attendant had a set smile as she went about serving the passengers.
- Η αεροσυνοδός είχε πάντα ένα τυπικό/παγωμένο χαμόγελο καθώς σέρβιρε τους επιβάτες.
- (για τα μαλλιά) χτενισμένα με ένα συγκεκριμένο στιλ
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
set | sets |
set (en)
- η σειρά, το σύνολο, η συλλογή, μια ομάδα παρόμοιων πραγμάτων που ανήκουν κατά κάποιο τρόπο μαζί
- ⮡ a set of tools - σειρά εργαλείων
- ⮡ a complete set of Greek stamps - μια πλήρη σειρά Ελληνικών γραμματοσήμων
- ⮡ a set of students/residents - σύνολο των μαθητών/των κατοίκων
- ⮡ a set of false teeth - ψεύτικη οδοντοστοιχία
- το σερβίτσιο, το σετ, μια ομάδα αντικειμένων που χρησιμοποιούνται μαζί
- ⮡ a tea set - σερβίτσιο του τσαγιού
- ⮡ a chess set - ένα σετ σκακιού
- ⮡ a set of golf clubs - σετ μπαστουνιών γκολφ
- ⮡ I bought a set of chairs.
- Αγόρασα ένα σετ καρέκλες.
- ο κύκλος, ο κόσμος, μια ομάδα ανθρώπων που έχουν παρόμοια ενδιαφέροντα και περνούν πολύ χρόνο μαζί κοινωνικά
- ⮡ the literary/political sets - οι φιλολογικοί/πολιτικοί κύκλοι
- ⮡ the jet set (the international aristocrats with money) - ο κύκλος των διεθνών μεγιστάνων (η διεθνής αριστοκρατία του χρήματος)
- ⮡ the smart set - ο κομψός κόσμος
- ο δέκτης, η συσκευή λήψης τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών σημάτων
- ⮡ a TV set - δέκτης τηλεόρασης
- το σκηνικό που χρησιμοποιείται για θεατρικό έργο, ταινία κτλ.
- (αθλητισμός, τένις, βόλεϋ, πινγκ πονγκ) το σετ
- ⮡ The final was decided by the last set.
- Ο τελικός κρίθηκε στο τελευταίο σετ.
- ⮡ The final was decided by the last set.
- (μαθηματικά, θεωρία συνόλων) το σύνολο, μαθηματικό αντικείμενο συνισταμένο από διακριτά αντικειμένα
- ⮡ Modern mathematics is based on set theory.
- Τα μοντέρνα μαθηματικά στηρίζονται στη θεωρία των συνόλων.
- ⮡ Modern mathematics is based on set theory.
- (μόνο ενικός) η στάση, ο τρόπος με τον οποίο το πρόσωπο ή το σώμα κάποιου είναι σε μια συγκεκριμένη έκφραση
- ⮡ I recognized him by the set of his shoulders.
- Τον γνώρισα από τη στάση των ώμων του.
- ⮡ I recognized him by the set of his shoulders.
- (μόνο ενικός) το χτένισμα, μια πράξη τακτοποίησης των μαλλιών σε ένα συγκεκριμένο στυλ ενώ είναι βρεγμένα
- ⮡ A shampoo and set is 15 euros.
- Λούσιμο και χτένισμα είναι 15 ευρώ.
- ⮡ A shampoo and set is 15 euros.
- (και sett) η τρύπα ασβού
- ο βολβός, ένα νεαρό φυτό που μπορεί να φυτευτεί
- ⮡ onion sets - βολβοί κρεμμυδιού
- ζουμπάς, ένα εργαλείο που βοηθάει για να μπήξουμε βαθιά ένα καρφί σε ξύλο
- ⮡ a nail set - ζουμπάς για καρφιά
- (χορός) ο αρχικός ή κύριος σχηματισμός των χορευτών
Συγγενικά
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασία(πληροφορική)
- collection
- non-sequential (data structure)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | set |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets |
αόριστος | set |
παθητική μετοχή | set |
ενεργητική μετοχή | setting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
set (en)
- (μεταβατικό) βάζω, ρυθμίζω ένα ρολόι ή άλλο μηχάνημα για να είναι έτοιμο για χρήση ή στη θέση του
- ⮡ I set the alarm at 6 a.m.
- Βάζω το ξυπνητήρι στις 6 π.μ.
- ⮡ I am setting a clock.
- Ρυθμίζω ένα ρολόι.
- ⮡ I set the thermostat to 18°C.
- Ρύθμισα το θερμοστάτη στους 18°.
- ⮡ I set the alarm at 6 a.m.
- (μεταβατικό) στρώνω, βάζω, ετοιμάζω το τραπέζι για γεύμα
- ⮡ Please set the table for our guests.
- Παρακαλώ, στρώσε/βάλε το τραπέζι για τους καλεσμένους μας.
- ⮡ Please set the table for our guests.
- (μεταβατικό) δίνω, κάνω, διορθώνω κάτι για να το αντιγράψουν άλλοι ή να προσπαθήσουν να το πετύχουν
- ⮡ He sets a good example.
- Δίνει το καλό παράδειγμα.
- ⮡ My father set a record in wrestling.
- Ο πατέρας μου έκανε ρεκόρ στην πάλη.
- ⮡ He sets a good example.
- (μεταβατικό) βάζω, αναβάλλω, αναθέτω, ορίζω, δίνω σε κάποιον μια δουλειά να κάνει ή μια εργασία ή στόχο να επιτύχει
- ⮡ He set me to chopping wood.
- Μ' έβαλε να κόψω ξύλα.
- ⮡ I’ve set myself to learn English.
- Βάλθηκα να μάθω αγγλικά.
- ⮡ I set for myself a difficult task./I set myself to finish in ten days.
- Ανέλαβα δύσκολο έργο./Ανέβαλα να το τελειώσω σε δέκα μέρες.
- ⮡ He set her to various task.
- Της ανάθεσε διάφορα καθήκοντα.
- ⮡ Who will set (=write the questions for) the examination papers/the History paper?
- Ποιος θα ορίσει τα θέματα των εξετάσεων/της Ιστορίας;
- ⮡ Which books have been set for the exams?
- Ποια βιβλία έχουν οριστεί για τις εξετάσεις;
- ⮡ He set me to chopping wood.
- (μεταβατικό) προσδιορίζω, ορίζω, βάζω, κανονίζω ή διορθώνω κάτι, αποφασίζω για κάτι
- ⮡ The speed is set by a computer.
- Η ταχύτητα προσδιορίζεται από κομπιούτερ.
- ⮡ Set the price you want.
- Όρισε την τιμή που θέλεις.
- ⮡ to set the rent - να ορίσω το ενοίκιο (την τιμή ενοικίου)
- ⮡ We are setting a date for the wedding.
- Ορίζουμε ημερομηνία για το γάμο.
- ⮡ I set rules.
- Βάζω κανόνες.
- ⮡ The speed is set by a computer.
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) διαδραματίζω, δίνω μια εικόνα, τοποθετώ την υπόθεση ενός έργου, περιγράφω κάτι εισαγωγικά
- ⮡ His next movie will be set in France.
- Η επόμενη ταινία του θα διαδραματίζεται στη Γαλλία.
- ⮡ I'll tell you what happened, but first let me set the scene.
- Θα σου πω τι έγινε, αλλά πρώτα να σου δώσω μια εικόνα της σκηνής.
- ⮡ His next movie will be set in France.
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) βρίσκομαι σε συγκεκριμένο μέρος
- ⮡ The church is set on a hill.
- Η εκκλησία βρίσκεται σ' ένα λόφο.
- ⮡ The church is set on a hill.
- (μεταβατικό) βάζω, θέτω, φέρω, βάζω κάτι ή κάποιον σε μια συγκεκριμένη θέση
- (μεταβατικό) βάζω, προκαλώ, κάνω, προκαλώ κάποιον ή κάτι να υπάρχει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, αρχίζω να συμβαίνει κάτι
- ⮡ I set fire to something.
- Βάζω φωτιά σε κάτι.
- ⮡ The news set me thinking.
- Τα νέα μ' έβαλαν σε σκέψεις/μ' έκαναν να σκεφτώ.
- ⮡ It’s time we set the machines in motion.
- Καιρός να βάλουμε μπρος τις μηχανές.
- ⮡ His jokes set everyone laughing.
- Τα αστεία του προκάλεσαν γενικό γέλιο/έκαναν όλους να γελάσουν.
- ⮡ He set them at ease.
- Τους έκανε να νιώθουν άνετα.
- ⮡ I set fire to something.
- (αμετάβατο) δύω, για ένα ουράνιο σώμα
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) δένω, διακοσμώ, βάζω μια πολύτιμη πέτρα σε ένα κόσμημα
- ⮡ I set a diamond in gold.
- Δένω ένα διαμάντι σε χρυσό.
- ⮡ a crown set with jewels - στέμμα διακοσμημένο με πετράδια
- ⮡ I set a diamond in gold.
- (αμετάβατο) στερεοποιούμαι, σφίγγω, πήζω, δένω, για κάτι αραιό που πήζει
- (μεταβατικό) τακτοποιώ τα μαλλιά κάποιου ενώ είναι βρεγμένα ώστε να στεγνώνουν με συγκεκριμένο στυλ
- ⮡ The hairdresser set her hair.
- Ο κομμωτής της τακτοποίησε τα μαλλιά.
- ⮡ The hairdresser set her hair.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) βάζω ένα σπασμένο κόκκαλο σε σταθερή θέση και το κρατάω εκεί, ώστε να επουλωθεί
- ⮡ I set a bone.
- Βάζω ένα κόκκαλο (στη θέση του).
- ⮡ I set a bone.
- (μεταβατικό) μελοποιώ, βάζω, γράφω μουσική με τα λόγια
- ⮡ I set a poem to music.
- Μελοποιώ ένα ποίημα.
- ⮡ I am setting new words to an old tune.
- Βάζω καινούρια λόγια σε παλιό σκοπό.
- ⮡ I set a poem to music.
- (μεταβατικό) μπήγω ένα καρφί σε ξύλο, ώστε το κεφάλι του να είναι κάτω από την επιφάνεια
- (μεταβατικό) φτιάχνω (σταυρόλεξο)
- (μεταβατικό, αθλητισμός, βόλεϋ) στρώνω τη μπάλα σε ένα συμπαίκτη για μία επίθεση
- (αμετάβατο) για φρούτα, δένω
- ⮡ The apple blossoms/the apples did not set well this year.
- Οι μηλιές/τα μήλα δεν έδεσαν καλά φέτος.
- ⮡ The apple blossoms/the apples did not set well this year.
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- Weisenberg, Michael (2000) The Official Dictionary of Poker. MGI/Mike Caro University. ISBN 978-1880069523
Πηγές
επεξεργασία- set (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- set (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- set (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 210, 211, 340, 484, 632, 774, 782-783, 812, 857-858. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, δέκτης, δένω, έτοιμος, κύκλος, ορίζω, ρυθμίζω, σειρά, σταθερός, σφίγγω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
set | sets |
Ετυμολογία
επεξεργασία- set < (άμεσο δάνειο) αγγλική set
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαset (fr) αρσενικό
- (αθλητισμός, τένις, βόλεϋ) σετ
- όλα τα πετσετάκια ενός σερβίτσιου που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί για (ή πάνω σε) ένα τραπεζομάντηλο
- (ειδικότερα) ένα απ' αυτά τα πετσετάκια
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαset (ca)
Οξιτανικά (oc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαset (oc)
- η δίψα