PhD Thesis by Lydia Petridou
Title in English: The presence of Proclus the Neoplatonist in George Pachymeres' Paraphrasis of D... more Title in English: The presence of Proclus the Neoplatonist in George Pachymeres' Paraphrasis of De divinis nominibus of Dionysius the Areopagite
(with a dictionary of concepts)
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή, στην οποία ως κείμενο αναφοράς χρησιμοποιούμε την Παράφραση του Γεωργίου Παχυμέρη στο Περί Θείων Ονομάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, επιχειρούμε να εντοπίσουμε τον βαθμό της γόνιμης συμπλοκής της Φιλοσοφίας της Ύστερης Αρχαιότητας με την Θεολογία της Ορθόδοξης Ανατολής, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε κυρίως κατά την εποχή της Παλαιολόγειας Αναγέννησης. Πρόκειται για ένα πεδίο έρευνας το οποίο, καθώς δομείται από την συνάρθρωση ποικίλων θεωρητικών επιπέδων και θεματικών ενοτήτων, φέρει στο προσκήνιο ένα πλέγμα ανεξάντλητων εξειδικεύσεων, με τις συνάφειες και τις διαφορές να αναδεικνύονται συνεχώς. Δύο είναι ειδικότερα οι κατευθύνσεις μας, οι οποίες παρουσιάζουν σαφώς και ιστορικό ενδιαφέρον: α) η σχέση θεολογίας και φιλοσοφίας στο Βυζάντιο και β) η παρουσία των πλατωνικών, των αριστοτελικών και, κυρίως, των νεοπλατωνικών θεωρητικών στοιχείων του Πρόκλου στο κείμενο του Παχυμέρη, ο οποίος, σημειωτέον, είναι από τους ελάχιστους βυζαντινούς συγγραφείς που χρησιμοποιούν το σύνολο του εννοιολογικού οπλοστασίου της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Η ερευνητική παράμετρος που κυρίως μας ενδιαφέρει, είναι η ανάγνωση ή η χρήση των εννοιών από τον Γ. Παχυμέρη. Ερευνούμε δηλαδή τον βαθμό στον οποίο η ελληνική εννοιολογία διασώζει την ακεραιότητά της ή υποτάσσεται στους σκοπούς που θέτει ο ιδεολογικός, με την ευρεία σημασία του όρου, χώρος στον οποίο έχει πλέον υπαχθεί. Αναφορικά με τον Γ. Παχυμέρη, η επιλογή μας εδράζεται στο ότι δεν πρόκειται για έναν απλό υπομνηματιστή του Διονυσίου, αλλά για έναν φιλόσοφο εκλεκτικιστή, ο οποίος συνιστά σταθμό στην πρόκλεια παράδοση, χωρίς ωστόσο αυτή η ανάγνωση να επηρεάζει στο ελάχιστον την χριστιανική συνέπειά του. Είναι σαφές ότι συγκροτεί ένα πλήρες σύστημα θεογνωσίας και ονοματοθεσίας με αιτιολογήσεις και θεμελίωση των αρχών του και παρά το ότι κινείται παράλληλα με τον Πρόκλο και δίδει πλείστες απαντήσεις, δεν συγκρούεται μαζί του, καθότι έχει απόλυτη επίγνωση της επιστημονικής αποστολής του. Ως προς την δομή της μελέτης μας, θα σημειώναμε τα εξής: Στο εκτενές εισαγωγικό σημείωμα, επεξεργαζόμαστε ζητήματα τα οποία κρίνουμε ότι συνιστούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την εις βάθος μελέτη των πηγών και οριοθετούμε, όσο είναι εφικτό, τα στοιχεία εκείνα τα οποία διεμόρφωσαν την περί θεωνυμιών θεωρία, η οποία προέκυψε από την γόνιμη συμπλοκή της νεοπλατωνικής με την χριστιανική φιλοσοφία τον πέμπτο αιώνα και η οποία, αντλώντας το εννοιολογικό υλικό της από την αρχαιοελληνική, την ελληνιστική, την βιβλική και την πρώιμη χριστιανική παράδοση, κριτικά το ανακατασκευάζει και το μεθερμηνεύει. Στην συνέχεια, αναλαμβάνουμε την προσέγγιση των εξειδικευμένων οπτικών του Πρόκλου σχετικά με την θεωνυμία τού Είναι. Οι αναφορές μας εστιάζουν στο τρίτο βιβλίο της Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας και σε συγκεκριμένα εδάφια, τα οποία έχουν ως κύριο άξονα για την ανάπτυξή τους τον πλατωνικό διάλογο Παρμενίδης. Ο στόχος μας είναι να αναδειχθεί, αφενός, το πώς η μεταφυσική Οντολογία υποτάσσεται στην ανώτερή της Ενολογία, και, αφετέρου, η κατά τον Λύκιο φιλόσοφο αναγκαιότητα της οντολογικής υποβάθμισης του μεταφυσικού συστήματος, προκειμένου να προκύψει το σύνολο του αντιληπτού διά των αισθήσεων φυσικού κόσμου. Στο επόμενο κεφάλαιο, μεταφέρουμε το ζήτημα περί τού Είναι στον βυζαντινό φιλόσοφο Γεώργιο Παχυμέρη. Συγκεκριμένα, εστιάζουμε στο πέμπτο κεφάλαιο της Παράφρασής του, το πιο αποφασιστικό αναφορικά με κεφαλαιώδους σημασίας έννοιες για την κατανόηση του χριστιανικού κοσμοειδώλου, κυριότερη εκ των οποίων αναδύεται ότι είναι το «πλήθος», και μάλιστα κατά την μεταφυσική παρουσία του. Επιπλέον, στο κεφάλαιο αυτό, όχι μόνον αναδεικνύουμε το πώς ο Παχυμέρης τεκμηριώνει τον μονοθεϊσμό διά της συζήτησης περί των θείων ουσιωνυμιών και περί των παραδειγμάτων, αλλά και το πώς μία πληθώρα όρων οι οποίοι αντλούνται από το νεοπλατωνικό οπλοστάσιο, αλλά και το πλατωνικό και το αριστοτελικό, αντιπροσωπεύουν το περιεχομενικά καινόν. Κατόπιν, επιχειρούμε μία συγκριτική συνεξέταση του ζητήματος περί του πώς ακριβώς αξιοποιείται ο πλατωνικός διάλογος Παρμενίδης από τους δύο στοχαστές. Εν συνεχεία, παραθέτουμε ένα εκτενές εγκυκλοπαιδικό-εννοιολογικό λεξικό, το οποίο περιλαμβάνει την αλφαβητική κατάταξη εννοιών, οι οποίες αντλούνται αποκλειστικά από το πέμπτο κεφάλαιο της Παράφρασης του Γ. Παχυμέρη. Πρόκειται για ένα εγχείρημα το οποίο δεν έχει παρουσιασθεί ποτέ ως τώρα ούτε στην εγχώρια ούτε στην διεθνή έρευνα. Η τελευταία ενότητα της μελέτης μας περιλαμβάνει κατηγορίες οι οποίες ανήκουν και στα δύο θεωρητικά παραδείγματα, αφενός, του Χριστιανισμού και, αφετέρου, του Νεοπλατωνισμού. Σημειωτέον ότι η συστηματικότητα η οποία προσδιορίζει το εδώ εγχείρημα, καταγράφεται διά θεωρητικώς ιεραρχικών διαβαθμίσεων, σύμφωνα δηλαδή με τις προτεραιότητες τις οποίες θα όριζε τόσο ένας χριστιανός όσο και ένας νεοπλατωνικός διανοητής. Με βάση τις εν λόγω ενότητες, αποκτούμε τις προϋποθέσεις, προκειμένου να καταγράψουμε με ιδιαίτερη σαφήνεια τις συνάφειες και τις διαφορές μεταξύ του Χριστιανισμού της Ανατολής και του Νεοπλατωνισμού στους τομείς πρωτίστως της Ενολογίας, της Κοσμολογίας και της Γνωσιολογίας. Ως γενική διαπίστωση, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι το ριζοσπαστικό στοιχείο, το οποίο απορρέει εκ του συνόλου των όσων διημείφθησαν, δεν είναι η εξύμνηση της θεολογίας, αλλά η προοπτική της ερμηνείας, παράμετρος εκ της οποίας καθίσταται σαφές ότι η σύνδεση της Φιλοσοφίας με την Θεολογία είναι άρρηκτη.
(αρ. σελ.: 730)
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Post-Doctoral thesis by Lydia Petridou
Εκδόσεις Ζήτρος (ISBN: 978-960-649-154-2), 2023
Title in English: The relationship between The... more Εκδόσεις Ζήτρος (ISBN: 978-960-649-154-2), 2023
Title in English: The relationship between Theology, Philosophy and Science in the anti-Neoplatonic perspective of Nicholas of Methone.
Η παρούσα μελέτη, έχοντας ως κείμενο αναφοράς την πραγματεία του Νικολάου Επισκόπου Μεθώνης με τίτλο Ἀνάπτυξις τῆς Θεολογικῆς Στοιχειώσεως Πρόκλου Πλατωνικοῦ Φιλοσόφου, επιχειρεί να εξετάσει το πώς σε έναν χριστιανό διανοητή, ο οποίος δραστηριοποιείται συγγραφικά κατά την εκπνοή τής Μέσης Βυζαντινής Περιόδου και ολίγον πριν από την ανατολή τής Παλαιολόγειας Αναγέννησης, μπορούν να τεθούν σε μία ενιαία και εσωτερικά αρθρωμένη εξέταση η Θεολογία, η Φιλοσοφία και η Επιστήμη. Πρόκειται για ένα θέμα το οποίο, καθώς προσεγγίζει την σχέση Νεοπλατωνισμού-Χριστιανισμού, εντάσσεται σε δύο γενικούς θεωρητικούς άξονες: α) της Ιστορίας της Φιλοσοφίας-Θεολογίας και β) της Συστηματικής Φιλοσοφίας-Θεολογίας.
(αρ. σελ.: 278)
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Books by Lydia Petridou
St. Sebastian Press (ISBN: 978-193-677-393-0), 2023
This study, titled Eastern Christianity and its Theoretical Foundations, explores how Eastern Chr... more This study, titled Eastern Christianity and its Theoretical Foundations, explores how Eastern Christianity, with Byzantium as its pivotal force, established its uniqueness through certain theological themes interwined with philosophy and science. The authors, Christos Ath. Terezis and Lydia Chr. Petridou, concentrate on an era in theological and philosophical hystory that could be described as a time of synthetic achivements, particularly the Byzantine period. During this era, Christianity engaged in a multifaceted dialogue with various streams and Ancient Greek philosophy, predominantly Platonism, Aristotelianism, and Neoplatonism. The first two chapters discuss divine transcendence, the third delves into divine creativity, and the fourth examines these metaphysical states through the lenses of epistemology and formal logic. This thematic structure aligns with the fundamental belief of Eastern Christianity that ontology-encompassing both metaphysics and physics - shapes and informes epistemology.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
St. Sebastian Press (ISBN: 978-1-936773-67-1), 2020
This book focuses on George Pachymeres' Paraphrasis of Pseudo-Dionysius' De divinis nominibus, sp... more This book focuses on George Pachymeres' Paraphrasis of Pseudo-Dionysius' De divinis nominibus, specifically investigating the fourth chapter of the treatise, which according to Pseudo-Dionysius is entitled "On the Good, on the Light, on the Beauty, on the Eros, on the Ecstasy, on the Zeal, and on the fact that evil is not a being". In this chapter, George Pachymeres deals with the names and the properties of God as the come from the divine providences and energies. Throughout the entire analysis, one is able to follow man’s attempt (and inability) to name God per se, who is inaccessible with respect to his essence yet accessible with respect to the projections of his energies. With frequent references to Platonic, Aristotelian and Neoplatonic concepts, both the similarities and the differences between Eastern Christianity, which is represented by Pachymeres, and Neoplatonism, which is served by Proclus, are presented and classified in precision in crucial fields such as Henology, Cosmology, Epistemology, Ethics and Aesthetics. At the end of our study, there is also a dictionary of concepts with their definitions.
(number of pages: 224)
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Εκδόσεις Ζήτρος (ISBN: 978-960-649-035-4), 2020
Title in English: Dogmatic Foundations in George Pachymeres: Christian teaching in Dionysian Trad... more Title in English: Dogmatic Foundations in George Pachymeres: Christian teaching in Dionysian Tradition.
Η ανά χείρας μελέτη αποτελεί μία ιστορική και συστηματική προσέγγιση της Δογματικής διδασκαλίας και πνευματικότητας της Ορθόδοξης Χριστιανικής Παράδοσης. Στον πυρήνα των προσεγγίσεων τίθεται το Αρεοπαγιτικό corpus ως μία κειμενική θεολογική πηγή η οποία αναπτύσσει έναν διάλογο τόσο με την Ελληνική Φιλοσοφία όσο και με αναφυόμενες αιρέσεις. Ο θεμελιώδης και εν ταυτώ συγκεντρωτικός όλων στόχος μας είναι να οριοθετηθεί με βάση την Παράφραση του Γεωργίου Παχυμέρη (1242-π.1310) στο Περί θείων ονομάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου το ειδικό περιεχόμενο της χριστιανικής μεταφυσικής Οντολογίας ή Ενολογίας, της Κτισιολογίας-Κοσμολογίας, της Γνωσιολογίας και της Ηθικής, ώστε να φωτισθούν οι προκείμενες επί των οποίων συγκροτείται και αναπτύσσεται μορφολογικά το ορθόδοξο δόγμα και σε σύγκριση με άλλες κοσμοθεωρίες. Βασικό μέλημά μας είναι να δειχθεί ότι ο Γεώργιος Παχυμέρης –ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας γνήσιος εκπρόσωπος της πιο ανεπτυγμένης εκκλησιαστικής μορφής της χριστιανικής αλήθειας–, παρά το ότι αντλεί το εννοιολογικό υλικό του από την Ελληνική Φιλοσοφία, προκειμένου να διατυπώσει τα περί του Θεού, παραμένει συνεπής τόσο με την Βιβλική όσο και με την Πατερική Παράδοση. Είναι, δηλαδή, ένας άριστος συνεχιστής μίας ενιαίας διδασκαλίας η οποία συνθέτει ό,τι θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως Δογματική Θεολογία του Χριστιανισμού της Ανατολής, ο οποίος λαμβάνει υπόψη και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο η κοσμοθεωρία την οποία εκπροσωπεί εκφράζεται και διαλέγεται. Το πόνημα το οποίο ακολουθεί περιλαμβάνει ένα εισαγωγικό σημείωμα και τέσσερα επιμέρους κεφάλαια στα οποία αποτυπώνεται το ερμηνευτικό εγχείρημα του εν λόγω χριστιανού διανοητή, κατά το οποίο αναφύεται η συμβολή του στην περαιτέρω θεμελίωση της Ιστορίας των Δογμάτων. Συνεπώς, αποτελεί μία συνεισφορά στην περιοχή της Θεολογίας της Ορθόδοξης Ανατολής, η οποία αφορά τόσο στους θεολογικούς όσο και στους φιλοσοφικούς κύκλους, οι οποίοι επιχειρούν, αφενός, ιστορικές και, αφετέρου, συστηματικές διεισδύσεις στην εν λόγω μακραίωνη διαδρομή του ανθρωπίνου πνεύματος.
(αρ. σελ.: 350)
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Εκδόσεις Ζήτρος (ISBN: 978-960-649-032-3), 2020
Title in English: Plato: Laws - Book II. The artistic and aesthetic foundations of Politics (intr... more Title in English: Plato: Laws - Book II. The artistic and aesthetic foundations of Politics (introduction/ translation/ comments/ dictionary of conepts).
Η ανά χείρας μελέτης επί του δευτέρου βιβλίου των Νόμων, η οποία έρχεται ως συνέχεια της μελέτης του 2017 με τίτλο Πλάτων: Νόμοι-Βιβλίο Α΄. Προς μία θεολογική ανάγνωση της Πολιτικής, αποκαλύπτει μία σειρά εκπλήξεων, καθώς θέτει εκποδών την αρχή τής θεματολογικής συνέχειας. Ο Πλάτων εδώ εμφανίζεται ως ένας συναρπαστικός διεμβολιστής τής σκέψης, ως ένας επαναστατικός ανατροπέας των θεωρουμένων ως βεβαιοτήτων και τελικά ως κριτής τού εαυτού του. Ενώ όντως διατηρεί τις βασικές σταθερές του περί Ηθικής και Πολιτικής, εντούτοις τις εγγράφει σε ένα μετα-ηθικό και σε ένα μετα-πολιτικό αντιστοίχως πεδίο. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαιτέρως συναρπαστική είναι η εκφραστική αφηγηματικότητά του: ο Πλάτων αναδεικνύεται σε έναν κορυφαίο γλωσσοπλάστη ο οποίος, ενώ δεν επινοεί κατά βάση νέες λέξεις, κατορθώνει μέσω της ποικιλότητας κυρίως των χρόνων και των εγκλίσεων και των συντακτικών εκπλήξεων-αποριών να προσφέρει μία άλλη δυνατότητα για τον τρόπο διά του οποίου καλούμεθα να μελετάμε ένα κείμενο.
(αρ. σελ.: 951)
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Εκδόσεις Ζήτρος (ISBN: 978-960-649-006-4), 2019
Title in English: Gregory Palamas: Henological Illuminations of the Byzantine Christian Philosoph... more Title in English: Gregory Palamas: Henological Illuminations of the Byzantine Christian Philosophy: Ποσαχῶς ἡ θεία ἕνωσις καὶ διάκρισις (introductions/ translation/ classification of conepts/ analysis)
Η μονογραφία του Δρ. Δρ. Χρήστου Αθαν. Τερέζη και της Δρ. Λυδίας Χριστ. Πετρίδου με τίτλο "Γρηγόριος Παλαμάς: Ενολογικές Ελλάμψεις της Βυζαντινής Χριστιανικής Φιλοσοφίας. Ποσαχῶς ἡ θεία ἕνωσις καὶ διάκρισις", αποτελεί μία συστηματική προσέγγιση –με εισαγωγές, με απόδοση στην νέα ελληνική, με κατηγοριοποίηση εννοιών και ανάλυση– του κειμένου του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά με τίτλο Ποσαχῶς ἡ θεία ἕνωσις καὶ διάκρισις. Το πόνημα αρθρώνεται σε πέντε ομόκεντρα κεφάλαια, το καθένα εκ των οποίων έχει τις προϋποθέσεις να λειτουργήσει και υπό –σχετικούς βεβαίως– όρους θεωρητικής αυτονομίας. Ως εκ της εν λόγω κατεύθυνσης, ορισμένα συλλογιστικά σχήματα συναντώνται σε πλείονα του ενός κεφάλαια, ενώ επίσης τα εισαγωγικά σημειώματα σε ελάσσονα και μόνον βαθμό παραλλάσσουν μεταξύ τους. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται, μετά την παράθεση του πρωτότυπου κειμένου και την απόδοσή του στην νέα ελληνική, στην καταγραφή και στον χαρακτηρισμό των επιμέρους εννοιών καθώς και στην κατά κεφάλαια και εν συνόλω κατηγοριοποίησή τους. Σκοπός τής εν λόγω ταξινόμησης είναι να αναδειχθεί, και εν μέρει και εν όλω, ο εννοιολογικός πλούτος της πραγματείας και να ισχυροποιηθεί διά της ποσοτικής ανάλυσης η ποιοτική ανάγνωση του περιεχομένου η οποία ακολουθεί. Διά της εν λόγω επιλογής, προσδίδονται πιο αντικειμενικές θεμελιώσεις στην ανάγνωση επί θεμάτων τα οποία έχουν υποστεί σε ορισμένες περιπτώσεις στρεβλώσεις ή ακόμη και ακρωτηριασμούς, κυρίως στην ελληνική βιβλιογραφία. Η αυτοϊδρυτικώς θεμελιούμενη θεία ενότητα αποτελεί το “προπύργιο” των θεωρητικών ταξινομήσεων των συγγραφέων, η οποία αποκλείει τις μεταβάσεις και τις αξιολογικές προτεραιότητες στην περιοχή του θείου, με ρητή την θέση ότι η όποια προβολή της ουσιοκρατίας ή του προσωποκεντρισμού όχι μόνον δεν συναντάται στα κείμενα του Χριστιανισμού της Ανατολής αλλά και εν ταυτώ συνιστά ασύγγνωστη αίρεση, καθότι και οι δύο επιλογές εισάγουν ιεραρχήσεις. Οι Πατέρες της Εκκλησίας συντάσσουν πραγματείες οι οποίες σαφέστατα και αναδεικνύουν τον ενορατικό τρόπο ανάγνωσης του θείου μυστηρίου, του οποίου όμως ουδόλως αίρεται η αυτοϊδρυτική και ως προς τον πυρήνα της τουλάχιστον ενότητά του. Πρόκειται για πραγματείες οι οποίες προέκυψαν από εκ βαθέων προσευχή και άσκηση και από μία εκρηκτική προβολή των ανθρώπινων διανοητικών ικανοτήτων, υπό το πρίσμα του γόνιμου και εν ταπεινότητι τελούντος σκεπτικισμού έναντι των κατά περίπτωση γνωστικών κατακτήσεών τους. Ως εκ των ανωτέρω, θέτουν την ερευνητική γραφίδα ενώπιον κορυφαίων ευθυνών, προκειμένου να αποφευχθεί σε πλήρη βαθμό το «τὰ ἅγια τοῖς κυσίν»…
(αρ. σελ. 755)
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Εκδόσεις Ζήτρος (ISBN: 978-960-463-308-1), 2017
Title in English: Plato’s Laws: Book I: Towards a theological reading of Politics (introduction/ ... more Title in English: Plato’s Laws: Book I: Towards a theological reading of Politics (introduction/ translation/ comments/ dictionary of conepts).
Στην μελέτη με τίτλο "Πλάτων Νόμοι - Βιβλίο Α΄: Προς μία θεολογική ανάγνωση της πολιτικής", ο Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστήμιου Πατρών Χρήστος Τερέζης και η Δρ. Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών Λυδία Πετρίδου επεξεργάζονται το πρώτο εκ των δώδεκα βιβλίων των Νόμων. Πρόκειται για την έσχατη χρονολογικά πραγματεία του Πλάτωνος, η οποία, εκτός τού ότι αποτελεί τον εκτενέστερο διάλογό του, εμπεριέχει και τις ωριμότερες σκέψεις του αναφορικά με θεμελιώδους σημασίας τομείς, κομβικής σημασίας τόσο για την εποχή συγγραφής του έργου όσο και διαχρονικά.
Το εν λόγω πόνημα αποτελεί την απαρχή ενός φιλόδοξου εγχειρήματος στον τομέα της πολιτικής φιλοσοφίας. Περιλαμβάνει μία γενική εισαγωγή, την παράθεση του αρχαίου κειμένου με το μεταφραστικό εγχείρημα των δύο συγγραφέων απόδοσής του στην νέα ελληνική γλώσσα, την φιλοσοφική –αλλά και ενίοτε την φιλολογική– προσέγγιση του κειμένου σε δεκαέξι κεφάλαια, τα οποία περιλαμβάνουν επιμέρους υποκεφάλαια και νοηματικές-θεματικές ενότητες και ένα ιδιαιτέρως εκτενές εννοιολογικό λεξικό, με τον ορισμό του συνόλου των εννοιών που ο ιδρυτής της Ακαδημίας χρησιμοποιεί στο πρώτο βιβλίο σε αλφαβητική κατάταξη.
Ο στόχος είναι σε κάθε περίπτωση να αναδειχθεί ο πλατωνικός στοχασμός ολιστικά ως προς τον μικρόκοσμο του εν λόγω βιβλίου και να ανιχνευθούν οι ιδιαίτερες διαδρομές τις οποίες ο Αθηναίος φιλόσοφος ακολουθεί κατά την εκτύλιξη της σπειροειδούς νοητικής λειτουργίας των συλλογισμών του. Επιπλέον, να δειχθεί το ότι οι έννοιες οι οποίες χρησιμοποιούνται δεν παραμένουν σε μία μονοσήμαντη λειτουργία. Επιχειρείται δηλαδή από τους συγγραφείς μία σύνθεση της ανάλυσης και της μετα-ανάλυσης, ανάγνωση η οποία παρέχει τις αναγκαίες τροφοδοτήσεις, ώστε να κατανοηθεί, με όσον ένεστι μείζονα ακρίβεια, η φιλοσοφική πρόταση –αλλά και οι προβληματισμοί– του Πλάτωνος περί του δικαίου και περί της σχέσης του με την ηθική, την θρησκεία, την πολιτική και την ιστορία.
(αρ. σελ. 1293)
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Lambert Academic Publishing (ISBN: 978-3-330-05945-0), 2017
In this concise treatise we attempt to present some aspects of the way in which the great Neoplat... more In this concise treatise we attempt to present some aspects of the way in which the great Neoplatonist philosopher of the Late Antiquity Proclus (410-485) addresses the issue of knowledge as a phenomenon and as a relation both between a teacher and his student and between the thinking subject and the world. Our main contribution lies on the fact that we are actually making a suggestion, potentially utilizable by all those involved in any way in the field of the modern Pedagogy, both the theoretical and the applied. We have to explain that by this inclusion we mean not only those who have been appointed to pass special knowledge, but those who are aware that an opportunity has been given to them to play a key role in shaping consciences, in order the cognitive process to be effective both in individual and socio-political level.
(number of pages: 62)
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Publications (peer-reviewed) by Lydia Petridou
ΣΧΟΛΗ: Ancient Philosophy and the Classical Tradition 18/1 (2024), 7-22.
The purpose of this article is to investigate how the discussion in Plato's Charmides is formed w... more The purpose of this article is to investigate how the discussion in Plato's Charmides is formed with respect to a) the ontological and epistemological approaches of the virtue of temperance and b) how the transition from a general definition of a virtue to its presence to a person is accomplished. We rely on Plato's Charmides. After a concise presentation of those discussed in the passage 156d-157c, where we follow Plato's views on the soul to that time, we focus on how dialectics between Socrates and Charmides develops in the passage 157c-158e. Our article includes, apart from an introduction and an epilogue, two chapters. The first one is mostly analytical and the second is mainly formed by synthetic judgements. They are both crucial mostly for methodological reasons, since through them we can follow how temperance turns gradually into a question to be investigated and how the Athenian philosopher attempts to set the foundations of a discussion based on rational reason with the main reference focusing on the criteria which someone can use to prove that he possesses temperance.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Dia-noesis. A Journal of Philosophy 14 (2023), 53-66.
In this article we focus on the third chapter of George Pachymeres’ Paraphrasis of Dionysius the ... more In this article we focus on the third chapter of George Pachymeres’ Paraphrasis of Dionysius the Areopagite’s De divinis nominibus, emphasizing the second and third paragraphs. The aim is to highlight the concept of “person” and “personality” in the context of the theological atmosphere of Eastern Christianity and, specifically, of the Dionysian tradition. Taking into account what the Byzantine thinker elaborates on Hierotheus, we shed light on the way whereby the question of values in human beings as “persons” who decide to follow a certain example is defined. This question derives from the degree of participation in the divine mystery and revelations. In any case, it is not a matter of class distinction but of different degrees of understanding divine reality, which is shaped by how divine gifts are assimilated by human “persons”.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
De Medio Aevo 11/2 (2022), 305-314.
In this paper we discuss the general question on how a Byzantine philosopher-theologian of the la... more In this paper we discuss the general question on how a Byzantine philosopher-theologian of the late Palaeologan Renaissance forms some aspects of Natural Science. Specifically, focusing on George Pachymeres' Paraphrasis of Pseudo-Dionysius the Areopagite's De divinis nominibus, we investigate how this philosopher builds his theory on the natural elements (earth, air, water, fire). We raise a number of questions that have to do with the way in which the elements exist, what is their relation to matter, how causality works in this case and whether priority is given to Ontology or Epistemology. From a methodological point of view, we approach the text scientifically, philosophically and theologically. The most important conclusion that we draw is that in this commentary George Pachymeres' references on the elements can be placed into three categories (the elements 1. as the products of the divine energies; 2. as cosmological sources; 3. as allegorical names), depending on the context. Finally, we can contend that, although he does not present here a systematic theory on the elements, the Byzantine thinker, who has a thorough knowledge of both the Platonic and Aristotelian tradition, manages to conceive the concept of the "element".
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Mikonja Knezeviz (ed.), Aristotle in Byzantium, “St. Sebastian Orthodox Press”, Alhambra, Los Angeles 2020, 301-323
In this paper we investigate how Gregory Palamas understands the difference between apodictic and... more In this paper we investigate how Gregory Palamas understands the difference between apodictic and dialectical reasoning, as well as the priority he gives to the former in matters of Christianity. Using philosophical thought and, mostly, Aristotelian thought, the foundation of any of his arguments is solid: man cannot understand the divine essence, but he can describe the ad extra manifestations of God through apodictic syllogisms. Regarding the structure of our study, it consists of four subsections. In the first, we discuss the ontological conditions and the scientific range of apodictic and dialectical reasoning and we come to the conclusion that the former, in contrast to the latter, is characterized by objectivity. In the second subsection, we elaborate the four data on which dialectical reasoning is based and conclude that, according to Gr. Palamas, any limits can only be applied in the field of creation. In the third subsection on dialectical reasoning and on true theological propositions, we attempt to approach the methodological and conceptual questions that Gr. Palamas raises regarding the apodictic and the dialectical method. In the last subsection, we briefly present the impasses of the Platonic and Aristotelian theory based on the Christian criterion and highlight the importance of the middle term according to Gr. Palamas for the correctness of a syllogism. It becomes clear that the hesychast theologian manages to combine in an exceptional way the theories of Plato and Aristotle and to participate in a special way in the formation of the Orthodox Christian Epistemology.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Θεολογία 93 (2022/2), 187-201.
Title in English: The gnoseological distinction between the anonymity of the divine essence and t... more Title in English: The gnoseological distinction between the anonymity of the divine essence and the names of the divine energies in George Pachymeres.
Στην μελέτη αυτή, έχοντας ως κείμενο αναφοράς μας την έκτη παράγραφο του πρώτου κεφαλαίου της Παράφρασης του Γεωργίου Παχυμέρη (1242-π.1310) στο Περί θείων ονομάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, προσεγγίζουμε το ζήτημα περί του ανωνύμου της θείας ουσίας και του ονοματισμού των θείων ενεργειών. Η μελέτη αρθρώνεται σε δύο υποκεφάλαια. Στο πρώτο, καθιστούμε σαφές ότι πρόκειται για ένα γνωσιολογικό ζήτημα το οποίο αντλεί τις αφετηρίες του από την μονιστική οντολογική προσέγγιση την οποία υιοθετούν οι εκπρόσωποι του Χριστιανισμού της Ανατολής. Με βάση αυτή την κατεύθυνση, ο άνθρωπος δεν μπορεί να εντάξει στην εμβέλειά του μία γνώση περί του Θεού, αλλά αρκείται μόνον σε ό,τι του αποκαλύπτεται από την ίδια την ανώτατη Αρχή. Επί αυτής της διαπίστωσης αναπτύσσεται το δεύτερο υποκεφάλαιο της μελέτης μας, όπου θεμελιώνεται ότι τα θεία ονόματα τα οποία αποδίδονται στον Θεό και, πιο συγκεκριμένα, στις προβολές των ενεργειών του, διατυπώνονται στα ιερά κείμενα της Βίβλου, τα οποία αποτελούν τον λόγο του Θεού τον απευθυνόμενο προς τους ανθρώπους. Ο βασικός στόχος των δύο αυτών υποκεφαλαίων έγκειται στο να αναδείξουμε ορισμένες όψεις ενός προβληματισμού ο οποίος απετέλεσε τον θεματικό πυρήνα ποικίλων αιρέσεων στην ιστορία του χριστιανικού δόγματος. Επιπλέον, στοχεύουμε στο να εξετάσουμε αν και κατά πόσο μπορεί να αναδειχθεί ο ρεαλισμός του ονόματος και ο συνεπαγόμενος εννοιολογικός ρεαλισμός της βυζαντινής Οντολογίας-Γνωσιολογίας. Με βάση τα όσα αναπτύσσουμε, καταλήγουμε, καταρχάς στο ότι, διατυπώνοντας λόγο στο πλαίσιο του Χριστιανισμού της Ανατολής περί θείας ουσίας και περί θείων ενεργειών, δεν αναφερόμεθα σε δύο διακριτές πραγματικότητες, αλλά σε δύο τρόπους ύπαρξης της μίας ανώτατης Αρχής, δηλαδή του Θεού. Το γνωσιολογικό, επομένως, σχήμα το οποίο διαμορφώνεται, υποδεικνύει ότι στον Θεό προσιδιάζουν τόσο η ανωνυμία όσο και όλα τα ονόματα των κτιστών όντων, τα οποία στο σύνολό τους μετέχουν στις προβολές των θείων ενεργειών. Με το σχήμα αυτό έρχεται στο προσκήνιο, αφενός, η μεταφυσική της υπερβατικότητας και, αφετέρου, η μεταφυσική της εμμένειας. Αναδεικνύεται δηλαδή το πώς το αμέθεκτο Εν καθίσταται μεθεκτό από το πλήθος των κτιστών όντων.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
SingiLogos 2/1 (2022), 140-154.
Title in English: Gnoseological foundations of the divine transcedence in George Pachymeres.
Στ... more Title in English: Gnoseological foundations of the divine transcedence in George Pachymeres.
Στην μελέτη αυτή προσεγγίζουμε τον τρόπο διά τού οποίου ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242-π.1310), ο οποίος εντάσσεται στο πλαίσιο της Αρεοπαγιτικής παράδοσης αλλά δραστηριοποιείται συγγραφικώς κατά την Παλαιολόγεια Αναγέννηση, πραγματεύεται το ερώτημα περί τής θείας υπερβατικότητας σε γνωσιολογικό επίπεδο. Το πώς δηλαδή, ενώ ο Θεός ευρίσκεται υπεράνω κάθε ουσίας και κάθε γνώσης, είναι εφικτό να λάβει ένα συγκεκριμένο όνομα. Η μελέτη μας αρθρώνεται σε οκτώ επιμέρους θεματικές ενότητες, διά των οποίων παρακολουθούμε το πώς τεκμηριώνεται συλλογιστικώς από τον χριστιανό διανοητή η αρρητότητα της θείας ουσίας. Συμπερασματικώς, η Γνωσιολογία δεν συνιστά για τον Παχυμέρη ένα ενιαίο ερευνητικό μοντέλο, καθώς η ανθρώπινη συνείδηση ενεργοποιεί για κάθε επίπεδο –θείο-κτιστό– αντίστοιχες γνωστικές δυνάμεις. Αναφορικά με το θείο επίπεδο και δεδομένης τής οντολογικής ετερότητάς του ως προς το κτιστό, κυριαρχεί ο ρεαλισμός. Όθεν, οι θεωνυμίες οι οποίες αποδίδονται από τα έλλογα κτιστά όντα στην θεία πραγματικότητα, αφορούν αποκλειστικά στις προβολές των θείων ενεργειών, καθότι η θεία υπερβατικότητα παραμένει υπό οιανδήποτε οπτική γνωστικώς απροσπέλαστη.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Journal of Ancient Philosophy 16/1 (2022), 164-203.
In this study, we investigate the way in which Damascius describes the relation of the 'forms' wi... more In this study, we investigate the way in which Damascius describes the relation of the 'forms' with the 'parts' and the 'elements' in his treatise De Principiis (II 174.1-176.7), in which he utilizes aspects of the Pre-Socratic natural philosophy as well as Aristotle's Physica. We also shed light on the epistemological terms and conditions of his analysis. From a methodological point of view, we follow the categorical schemas found in the text, which reflect the philosopher's general positions with respect to the formation of the natural world, through which a particularly advanced and mathematically expressed natural science for studying the structures of the universe is revealed. Considering that Damascius' main research goal is to analytically describe the general archetypical categories of the sensible world, the greatest conclusion that we draw is that the formation of the natural world came from the activation-composition of the 'elements', that is, the material projections, in their separations, of the productive manifestations of the metaphysical archetypal Ideas.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Διάλογος: «Σπουδές στην Θεολογία», τόμ. 11ος της Επιστημονικής Επιθεώρησης του Μεταπτυχιακού Προγράμματος του Ε.Α.Π. «Ορθόδοξη Χριστιανική Θεολογία και Θρησκευτικός Πλουραλισμός» (2020),194-224.
Στην μελέτη αυτή, εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο δύο, κατά βάση, υπαρξιστές στοχαστές επιχειρο... more Στην μελέτη αυτή, εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο δύο, κατά βάση, υπαρξιστές στοχαστές επιχειρούν να ορίσουν την έννοια της προσωπικής ελευθερίας και της συνακόλουθης ευθύνης του εαυτού έναντι των κοινωνικών και των πολιτικών καταστάσεων τις οποίες βιώνουν. Πρόκειται για δύο πνευματικές προσωπικότητες οι οποίες δηλαδή ορθώνουν ως αντίσωμα των καιρών τους μία υποκειμενική ανάγνωση, με την οποία αξιώνουν να εισέλθουν στην σφαίρα του αντικειμενικού. Προκειμένου να αναδείξουμε τους όρους οι οποίοι διαμορφώνονται εκ των προτάσεών τους, επιχειρούμε έναν διάλογο με τα έργα τους. Κατά βάση, κινούμεθα στον αφηγηματικό άξονα. Η μελέτη μας διαρθρώνεται σε τέσσερις θεματικές ενότητες, στις οποίες προσεγγίζουμε τις ειδικές οπτικές τους, οι οποίες όμως φαίνεται να συγκλίνουν ως προς το οικουμενικό αίτημα το οποίο κομίζουν. Ο κύριος προσανατολισμός μας είναι να προσφέρουμε στον αναγνώστη τούς θεωρητικούς όρους υπό τους οποίους συντελείται εμμέσως και η μεταξύ τους διαλεκτική. Το κατεξοχήν στο οποίο θα μπορούσαμε να καταλήξουμε, είναι ότι αμφότεροι απορρίπτουν τον ντετερμινισμό και τις εξουσιαστικές αυθεντίες και υψώνουν ως λύση την δυναμική του προσώπου, η οποία θα οδηγήσει στο κοινωνικά και στο πολιτικά καινόν.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
ΣΧΟΛΗ: Ancient Philosophy and the Classical Tradition 16/1 (2022), 34-53.
In this article we present the general principles of Proclus’ ontological system, a topic that is... more In this article we present the general principles of Proclus’ ontological system, a topic that is also interesting for how spiritual activities are formed during the fifth century A.C. Specifically, we elaborate one of Proclus’ greatest theories, the theory on the intermediate realities as well as the main methodology in which he investigates these intermediates, which refers to the triadic schema “remaining-procession-reversion”. Although there is no distinction between theory and the methodology in which it is investigated, since they are in a mutual relationship and are almost identified, we make a distinction between them to understand the Proclean system. So, both the sections of our article have a general theoretical and particularly methodological orientation. The most important aspect that we attempt to show is how through the geometrically structured pyramidal openness of the first Principle these intermediate realities, which exclude the direct communication of the absolute unity of the One-Good with the infinite variation of the natural world, are formed.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Εκκλησιαστικός Φάρος 90 (2020-2021), σσ. 417-450.
Title in English: An approach of the concept of causality as a requirement of how matter exists i... more Title in English: An approach of the concept of causality as a requirement of how matter exists in Gregory of Nyssa.
Στην εν λόγω μελέτη ερευνούμε τον τρόπο διά του οποίου ο Γρηγόριος Νύσσης αναλαμβάνει να συγκροτήσει τον κλάδο της φυσικής επιστήμης, το πώς δηλαδή αξιοποιεί θεωρητικά τον κόσμο των υποκειμένων στην αισθητηριακότητα αντικειμένων και φαινομένων με βάση τις εμπειρικές-παραστασιακές ενδείξεις-σχηματοποιήσεις. Η μελέτη δομείται σε δύο υποενότητες: α) την έννοια της αιτιότητας και β) το ζήτημα της ύλης. Το κατεξοχήν συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι ο Γρηγόριος Νύσσης είναι υλιστής, υπό την έννοια ότι αποδέχεται ως κύριο συστατικό του κτιστού σύμπαντος την ύλη, αλλά αποκλείει οιαδήποτε αυτονόμησή της ως προς τις αιτιακές αφορμές της. Επιπλέον προκύπτει ότι η ύλη είναι για τον Γρηγόριο Νύσσης στην πραγματικότητα ένα ενεργειακό πεδίο και ότι η ενέργεια είναι αυτή που μετατρέπεται σε ύλη.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Φιλοσοφεῖν: ἐπιστήμη, εὔνοια, παρρησία 24 (2021), 101-118.
Title in English: The philosophical concepts of “similarity” and “dissimilarity” and their Christ... more Title in English: The philosophical concepts of “similarity” and “dissimilarity” and their Christian transformation by George Pachymeres.
Το ζήτημα των καταφατικών θείων ονομάτων αποτελεί ένα από τα κυριότερα με τα οποία ασχολείται η Αρεοπαγιτική παράδοση. Έχοντας ως πηγή της κατά βάση τις ιερές Γραφές, αξιοποιεί το φιλοσοφικό παρελθόν σε εννοιολογικό επίπεδο, προκειμένου να αποσαφηνίσει, στο μέτρο τού εφικτού, το θείον μυστήριο. Σε αυτή όμως την διαδικασία οι φιλοσοφικές έννοιες μετασχηματίζονται σύμφωνα με το θεωρητικό πλαίσιο του Χριστιανισμού. Επομένως, πρόκειται για μία γόνιμη συνάντηση της χριστιανικής Θεολογίας με την Ελληνική Φιλοσοφία. Στην παρούσα μελέτη το ζήτημα με το οποίο ασχολούμεθα είναι το πώς οι φιλοσοφικές έννοιες της «ὁμοιότητος» και της «ἀνομοιότητος» μετασχηματίζονται από τον χριστιανό Γεώργιο Παχυμέρη, έναν από τους κύριους εκπροσώπους της παράδοσης που εξετάζουμε. Εστιάζοντας στην Παράφρασή του στο Περί θείων ονομάτων του Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου η θεωρητική στόχευσή μας αφορά στην μετάβαση από την μεταφυσική τής υπερβατικότητας στην μεταφυσική τής εμμένειας. Το κατεξοχήν συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμεθα είναι ότι ο Παχυμέρης αποδεικνύεται ως ένας γνήσιος εκπρόσωπος του χριστιανικού δόγματος, ο οποίος αξιοποιεί κατηγορίες της δεύτερης υπόθεσης του πλατωνικού διαλόγου Παρμενίδης.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Uploads
PhD Thesis by Lydia Petridou
(with a dictionary of concepts)
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή, στην οποία ως κείμενο αναφοράς χρησιμοποιούμε την Παράφραση του Γεωργίου Παχυμέρη στο Περί Θείων Ονομάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, επιχειρούμε να εντοπίσουμε τον βαθμό της γόνιμης συμπλοκής της Φιλοσοφίας της Ύστερης Αρχαιότητας με την Θεολογία της Ορθόδοξης Ανατολής, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε κυρίως κατά την εποχή της Παλαιολόγειας Αναγέννησης. Πρόκειται για ένα πεδίο έρευνας το οποίο, καθώς δομείται από την συνάρθρωση ποικίλων θεωρητικών επιπέδων και θεματικών ενοτήτων, φέρει στο προσκήνιο ένα πλέγμα ανεξάντλητων εξειδικεύσεων, με τις συνάφειες και τις διαφορές να αναδεικνύονται συνεχώς. Δύο είναι ειδικότερα οι κατευθύνσεις μας, οι οποίες παρουσιάζουν σαφώς και ιστορικό ενδιαφέρον: α) η σχέση θεολογίας και φιλοσοφίας στο Βυζάντιο και β) η παρουσία των πλατωνικών, των αριστοτελικών και, κυρίως, των νεοπλατωνικών θεωρητικών στοιχείων του Πρόκλου στο κείμενο του Παχυμέρη, ο οποίος, σημειωτέον, είναι από τους ελάχιστους βυζαντινούς συγγραφείς που χρησιμοποιούν το σύνολο του εννοιολογικού οπλοστασίου της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Η ερευνητική παράμετρος που κυρίως μας ενδιαφέρει, είναι η ανάγνωση ή η χρήση των εννοιών από τον Γ. Παχυμέρη. Ερευνούμε δηλαδή τον βαθμό στον οποίο η ελληνική εννοιολογία διασώζει την ακεραιότητά της ή υποτάσσεται στους σκοπούς που θέτει ο ιδεολογικός, με την ευρεία σημασία του όρου, χώρος στον οποίο έχει πλέον υπαχθεί. Αναφορικά με τον Γ. Παχυμέρη, η επιλογή μας εδράζεται στο ότι δεν πρόκειται για έναν απλό υπομνηματιστή του Διονυσίου, αλλά για έναν φιλόσοφο εκλεκτικιστή, ο οποίος συνιστά σταθμό στην πρόκλεια παράδοση, χωρίς ωστόσο αυτή η ανάγνωση να επηρεάζει στο ελάχιστον την χριστιανική συνέπειά του. Είναι σαφές ότι συγκροτεί ένα πλήρες σύστημα θεογνωσίας και ονοματοθεσίας με αιτιολογήσεις και θεμελίωση των αρχών του και παρά το ότι κινείται παράλληλα με τον Πρόκλο και δίδει πλείστες απαντήσεις, δεν συγκρούεται μαζί του, καθότι έχει απόλυτη επίγνωση της επιστημονικής αποστολής του. Ως προς την δομή της μελέτης μας, θα σημειώναμε τα εξής: Στο εκτενές εισαγωγικό σημείωμα, επεξεργαζόμαστε ζητήματα τα οποία κρίνουμε ότι συνιστούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την εις βάθος μελέτη των πηγών και οριοθετούμε, όσο είναι εφικτό, τα στοιχεία εκείνα τα οποία διεμόρφωσαν την περί θεωνυμιών θεωρία, η οποία προέκυψε από την γόνιμη συμπλοκή της νεοπλατωνικής με την χριστιανική φιλοσοφία τον πέμπτο αιώνα και η οποία, αντλώντας το εννοιολογικό υλικό της από την αρχαιοελληνική, την ελληνιστική, την βιβλική και την πρώιμη χριστιανική παράδοση, κριτικά το ανακατασκευάζει και το μεθερμηνεύει. Στην συνέχεια, αναλαμβάνουμε την προσέγγιση των εξειδικευμένων οπτικών του Πρόκλου σχετικά με την θεωνυμία τού Είναι. Οι αναφορές μας εστιάζουν στο τρίτο βιβλίο της Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας και σε συγκεκριμένα εδάφια, τα οποία έχουν ως κύριο άξονα για την ανάπτυξή τους τον πλατωνικό διάλογο Παρμενίδης. Ο στόχος μας είναι να αναδειχθεί, αφενός, το πώς η μεταφυσική Οντολογία υποτάσσεται στην ανώτερή της Ενολογία, και, αφετέρου, η κατά τον Λύκιο φιλόσοφο αναγκαιότητα της οντολογικής υποβάθμισης του μεταφυσικού συστήματος, προκειμένου να προκύψει το σύνολο του αντιληπτού διά των αισθήσεων φυσικού κόσμου. Στο επόμενο κεφάλαιο, μεταφέρουμε το ζήτημα περί τού Είναι στον βυζαντινό φιλόσοφο Γεώργιο Παχυμέρη. Συγκεκριμένα, εστιάζουμε στο πέμπτο κεφάλαιο της Παράφρασής του, το πιο αποφασιστικό αναφορικά με κεφαλαιώδους σημασίας έννοιες για την κατανόηση του χριστιανικού κοσμοειδώλου, κυριότερη εκ των οποίων αναδύεται ότι είναι το «πλήθος», και μάλιστα κατά την μεταφυσική παρουσία του. Επιπλέον, στο κεφάλαιο αυτό, όχι μόνον αναδεικνύουμε το πώς ο Παχυμέρης τεκμηριώνει τον μονοθεϊσμό διά της συζήτησης περί των θείων ουσιωνυμιών και περί των παραδειγμάτων, αλλά και το πώς μία πληθώρα όρων οι οποίοι αντλούνται από το νεοπλατωνικό οπλοστάσιο, αλλά και το πλατωνικό και το αριστοτελικό, αντιπροσωπεύουν το περιεχομενικά καινόν. Κατόπιν, επιχειρούμε μία συγκριτική συνεξέταση του ζητήματος περί του πώς ακριβώς αξιοποιείται ο πλατωνικός διάλογος Παρμενίδης από τους δύο στοχαστές. Εν συνεχεία, παραθέτουμε ένα εκτενές εγκυκλοπαιδικό-εννοιολογικό λεξικό, το οποίο περιλαμβάνει την αλφαβητική κατάταξη εννοιών, οι οποίες αντλούνται αποκλειστικά από το πέμπτο κεφάλαιο της Παράφρασης του Γ. Παχυμέρη. Πρόκειται για ένα εγχείρημα το οποίο δεν έχει παρουσιασθεί ποτέ ως τώρα ούτε στην εγχώρια ούτε στην διεθνή έρευνα. Η τελευταία ενότητα της μελέτης μας περιλαμβάνει κατηγορίες οι οποίες ανήκουν και στα δύο θεωρητικά παραδείγματα, αφενός, του Χριστιανισμού και, αφετέρου, του Νεοπλατωνισμού. Σημειωτέον ότι η συστηματικότητα η οποία προσδιορίζει το εδώ εγχείρημα, καταγράφεται διά θεωρητικώς ιεραρχικών διαβαθμίσεων, σύμφωνα δηλαδή με τις προτεραιότητες τις οποίες θα όριζε τόσο ένας χριστιανός όσο και ένας νεοπλατωνικός διανοητής. Με βάση τις εν λόγω ενότητες, αποκτούμε τις προϋποθέσεις, προκειμένου να καταγράψουμε με ιδιαίτερη σαφήνεια τις συνάφειες και τις διαφορές μεταξύ του Χριστιανισμού της Ανατολής και του Νεοπλατωνισμού στους τομείς πρωτίστως της Ενολογίας, της Κοσμολογίας και της Γνωσιολογίας. Ως γενική διαπίστωση, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι το ριζοσπαστικό στοιχείο, το οποίο απορρέει εκ του συνόλου των όσων διημείφθησαν, δεν είναι η εξύμνηση της θεολογίας, αλλά η προοπτική της ερμηνείας, παράμετρος εκ της οποίας καθίσταται σαφές ότι η σύνδεση της Φιλοσοφίας με την Θεολογία είναι άρρηκτη.
(αρ. σελ.: 730)
Post-Doctoral thesis by Lydia Petridou
Title in English: The relationship between Theology, Philosophy and Science in the anti-Neoplatonic perspective of Nicholas of Methone.
Η παρούσα μελέτη, έχοντας ως κείμενο αναφοράς την πραγματεία του Νικολάου Επισκόπου Μεθώνης με τίτλο Ἀνάπτυξις τῆς Θεολογικῆς Στοιχειώσεως Πρόκλου Πλατωνικοῦ Φιλοσόφου, επιχειρεί να εξετάσει το πώς σε έναν χριστιανό διανοητή, ο οποίος δραστηριοποιείται συγγραφικά κατά την εκπνοή τής Μέσης Βυζαντινής Περιόδου και ολίγον πριν από την ανατολή τής Παλαιολόγειας Αναγέννησης, μπορούν να τεθούν σε μία ενιαία και εσωτερικά αρθρωμένη εξέταση η Θεολογία, η Φιλοσοφία και η Επιστήμη. Πρόκειται για ένα θέμα το οποίο, καθώς προσεγγίζει την σχέση Νεοπλατωνισμού-Χριστιανισμού, εντάσσεται σε δύο γενικούς θεωρητικούς άξονες: α) της Ιστορίας της Φιλοσοφίας-Θεολογίας και β) της Συστηματικής Φιλοσοφίας-Θεολογίας.
(αρ. σελ.: 278)
Books by Lydia Petridou
(number of pages: 224)
Η ανά χείρας μελέτη αποτελεί μία ιστορική και συστηματική προσέγγιση της Δογματικής διδασκαλίας και πνευματικότητας της Ορθόδοξης Χριστιανικής Παράδοσης. Στον πυρήνα των προσεγγίσεων τίθεται το Αρεοπαγιτικό corpus ως μία κειμενική θεολογική πηγή η οποία αναπτύσσει έναν διάλογο τόσο με την Ελληνική Φιλοσοφία όσο και με αναφυόμενες αιρέσεις. Ο θεμελιώδης και εν ταυτώ συγκεντρωτικός όλων στόχος μας είναι να οριοθετηθεί με βάση την Παράφραση του Γεωργίου Παχυμέρη (1242-π.1310) στο Περί θείων ονομάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου το ειδικό περιεχόμενο της χριστιανικής μεταφυσικής Οντολογίας ή Ενολογίας, της Κτισιολογίας-Κοσμολογίας, της Γνωσιολογίας και της Ηθικής, ώστε να φωτισθούν οι προκείμενες επί των οποίων συγκροτείται και αναπτύσσεται μορφολογικά το ορθόδοξο δόγμα και σε σύγκριση με άλλες κοσμοθεωρίες. Βασικό μέλημά μας είναι να δειχθεί ότι ο Γεώργιος Παχυμέρης –ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας γνήσιος εκπρόσωπος της πιο ανεπτυγμένης εκκλησιαστικής μορφής της χριστιανικής αλήθειας–, παρά το ότι αντλεί το εννοιολογικό υλικό του από την Ελληνική Φιλοσοφία, προκειμένου να διατυπώσει τα περί του Θεού, παραμένει συνεπής τόσο με την Βιβλική όσο και με την Πατερική Παράδοση. Είναι, δηλαδή, ένας άριστος συνεχιστής μίας ενιαίας διδασκαλίας η οποία συνθέτει ό,τι θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως Δογματική Θεολογία του Χριστιανισμού της Ανατολής, ο οποίος λαμβάνει υπόψη και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο η κοσμοθεωρία την οποία εκπροσωπεί εκφράζεται και διαλέγεται. Το πόνημα το οποίο ακολουθεί περιλαμβάνει ένα εισαγωγικό σημείωμα και τέσσερα επιμέρους κεφάλαια στα οποία αποτυπώνεται το ερμηνευτικό εγχείρημα του εν λόγω χριστιανού διανοητή, κατά το οποίο αναφύεται η συμβολή του στην περαιτέρω θεμελίωση της Ιστορίας των Δογμάτων. Συνεπώς, αποτελεί μία συνεισφορά στην περιοχή της Θεολογίας της Ορθόδοξης Ανατολής, η οποία αφορά τόσο στους θεολογικούς όσο και στους φιλοσοφικούς κύκλους, οι οποίοι επιχειρούν, αφενός, ιστορικές και, αφετέρου, συστηματικές διεισδύσεις στην εν λόγω μακραίωνη διαδρομή του ανθρωπίνου πνεύματος.
(αρ. σελ.: 350)
Η ανά χείρας μελέτης επί του δευτέρου βιβλίου των Νόμων, η οποία έρχεται ως συνέχεια της μελέτης του 2017 με τίτλο Πλάτων: Νόμοι-Βιβλίο Α΄. Προς μία θεολογική ανάγνωση της Πολιτικής, αποκαλύπτει μία σειρά εκπλήξεων, καθώς θέτει εκποδών την αρχή τής θεματολογικής συνέχειας. Ο Πλάτων εδώ εμφανίζεται ως ένας συναρπαστικός διεμβολιστής τής σκέψης, ως ένας επαναστατικός ανατροπέας των θεωρουμένων ως βεβαιοτήτων και τελικά ως κριτής τού εαυτού του. Ενώ όντως διατηρεί τις βασικές σταθερές του περί Ηθικής και Πολιτικής, εντούτοις τις εγγράφει σε ένα μετα-ηθικό και σε ένα μετα-πολιτικό αντιστοίχως πεδίο. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαιτέρως συναρπαστική είναι η εκφραστική αφηγηματικότητά του: ο Πλάτων αναδεικνύεται σε έναν κορυφαίο γλωσσοπλάστη ο οποίος, ενώ δεν επινοεί κατά βάση νέες λέξεις, κατορθώνει μέσω της ποικιλότητας κυρίως των χρόνων και των εγκλίσεων και των συντακτικών εκπλήξεων-αποριών να προσφέρει μία άλλη δυνατότητα για τον τρόπο διά του οποίου καλούμεθα να μελετάμε ένα κείμενο.
(αρ. σελ.: 951)
Η μονογραφία του Δρ. Δρ. Χρήστου Αθαν. Τερέζη και της Δρ. Λυδίας Χριστ. Πετρίδου με τίτλο "Γρηγόριος Παλαμάς: Ενολογικές Ελλάμψεις της Βυζαντινής Χριστιανικής Φιλοσοφίας. Ποσαχῶς ἡ θεία ἕνωσις καὶ διάκρισις", αποτελεί μία συστηματική προσέγγιση –με εισαγωγές, με απόδοση στην νέα ελληνική, με κατηγοριοποίηση εννοιών και ανάλυση– του κειμένου του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά με τίτλο Ποσαχῶς ἡ θεία ἕνωσις καὶ διάκρισις. Το πόνημα αρθρώνεται σε πέντε ομόκεντρα κεφάλαια, το καθένα εκ των οποίων έχει τις προϋποθέσεις να λειτουργήσει και υπό –σχετικούς βεβαίως– όρους θεωρητικής αυτονομίας. Ως εκ της εν λόγω κατεύθυνσης, ορισμένα συλλογιστικά σχήματα συναντώνται σε πλείονα του ενός κεφάλαια, ενώ επίσης τα εισαγωγικά σημειώματα σε ελάσσονα και μόνον βαθμό παραλλάσσουν μεταξύ τους. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται, μετά την παράθεση του πρωτότυπου κειμένου και την απόδοσή του στην νέα ελληνική, στην καταγραφή και στον χαρακτηρισμό των επιμέρους εννοιών καθώς και στην κατά κεφάλαια και εν συνόλω κατηγοριοποίησή τους. Σκοπός τής εν λόγω ταξινόμησης είναι να αναδειχθεί, και εν μέρει και εν όλω, ο εννοιολογικός πλούτος της πραγματείας και να ισχυροποιηθεί διά της ποσοτικής ανάλυσης η ποιοτική ανάγνωση του περιεχομένου η οποία ακολουθεί. Διά της εν λόγω επιλογής, προσδίδονται πιο αντικειμενικές θεμελιώσεις στην ανάγνωση επί θεμάτων τα οποία έχουν υποστεί σε ορισμένες περιπτώσεις στρεβλώσεις ή ακόμη και ακρωτηριασμούς, κυρίως στην ελληνική βιβλιογραφία. Η αυτοϊδρυτικώς θεμελιούμενη θεία ενότητα αποτελεί το “προπύργιο” των θεωρητικών ταξινομήσεων των συγγραφέων, η οποία αποκλείει τις μεταβάσεις και τις αξιολογικές προτεραιότητες στην περιοχή του θείου, με ρητή την θέση ότι η όποια προβολή της ουσιοκρατίας ή του προσωποκεντρισμού όχι μόνον δεν συναντάται στα κείμενα του Χριστιανισμού της Ανατολής αλλά και εν ταυτώ συνιστά ασύγγνωστη αίρεση, καθότι και οι δύο επιλογές εισάγουν ιεραρχήσεις. Οι Πατέρες της Εκκλησίας συντάσσουν πραγματείες οι οποίες σαφέστατα και αναδεικνύουν τον ενορατικό τρόπο ανάγνωσης του θείου μυστηρίου, του οποίου όμως ουδόλως αίρεται η αυτοϊδρυτική και ως προς τον πυρήνα της τουλάχιστον ενότητά του. Πρόκειται για πραγματείες οι οποίες προέκυψαν από εκ βαθέων προσευχή και άσκηση και από μία εκρηκτική προβολή των ανθρώπινων διανοητικών ικανοτήτων, υπό το πρίσμα του γόνιμου και εν ταπεινότητι τελούντος σκεπτικισμού έναντι των κατά περίπτωση γνωστικών κατακτήσεών τους. Ως εκ των ανωτέρω, θέτουν την ερευνητική γραφίδα ενώπιον κορυφαίων ευθυνών, προκειμένου να αποφευχθεί σε πλήρη βαθμό το «τὰ ἅγια τοῖς κυσίν»…
(αρ. σελ. 755)
Στην μελέτη με τίτλο "Πλάτων Νόμοι - Βιβλίο Α΄: Προς μία θεολογική ανάγνωση της πολιτικής", ο Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστήμιου Πατρών Χρήστος Τερέζης και η Δρ. Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών Λυδία Πετρίδου επεξεργάζονται το πρώτο εκ των δώδεκα βιβλίων των Νόμων. Πρόκειται για την έσχατη χρονολογικά πραγματεία του Πλάτωνος, η οποία, εκτός τού ότι αποτελεί τον εκτενέστερο διάλογό του, εμπεριέχει και τις ωριμότερες σκέψεις του αναφορικά με θεμελιώδους σημασίας τομείς, κομβικής σημασίας τόσο για την εποχή συγγραφής του έργου όσο και διαχρονικά.
Το εν λόγω πόνημα αποτελεί την απαρχή ενός φιλόδοξου εγχειρήματος στον τομέα της πολιτικής φιλοσοφίας. Περιλαμβάνει μία γενική εισαγωγή, την παράθεση του αρχαίου κειμένου με το μεταφραστικό εγχείρημα των δύο συγγραφέων απόδοσής του στην νέα ελληνική γλώσσα, την φιλοσοφική –αλλά και ενίοτε την φιλολογική– προσέγγιση του κειμένου σε δεκαέξι κεφάλαια, τα οποία περιλαμβάνουν επιμέρους υποκεφάλαια και νοηματικές-θεματικές ενότητες και ένα ιδιαιτέρως εκτενές εννοιολογικό λεξικό, με τον ορισμό του συνόλου των εννοιών που ο ιδρυτής της Ακαδημίας χρησιμοποιεί στο πρώτο βιβλίο σε αλφαβητική κατάταξη.
Ο στόχος είναι σε κάθε περίπτωση να αναδειχθεί ο πλατωνικός στοχασμός ολιστικά ως προς τον μικρόκοσμο του εν λόγω βιβλίου και να ανιχνευθούν οι ιδιαίτερες διαδρομές τις οποίες ο Αθηναίος φιλόσοφος ακολουθεί κατά την εκτύλιξη της σπειροειδούς νοητικής λειτουργίας των συλλογισμών του. Επιπλέον, να δειχθεί το ότι οι έννοιες οι οποίες χρησιμοποιούνται δεν παραμένουν σε μία μονοσήμαντη λειτουργία. Επιχειρείται δηλαδή από τους συγγραφείς μία σύνθεση της ανάλυσης και της μετα-ανάλυσης, ανάγνωση η οποία παρέχει τις αναγκαίες τροφοδοτήσεις, ώστε να κατανοηθεί, με όσον ένεστι μείζονα ακρίβεια, η φιλοσοφική πρόταση –αλλά και οι προβληματισμοί– του Πλάτωνος περί του δικαίου και περί της σχέσης του με την ηθική, την θρησκεία, την πολιτική και την ιστορία.
(αρ. σελ. 1293)
(number of pages: 62)
Publications (peer-reviewed) by Lydia Petridou
Στην μελέτη αυτή, έχοντας ως κείμενο αναφοράς μας την έκτη παράγραφο του πρώτου κεφαλαίου της Παράφρασης του Γεωργίου Παχυμέρη (1242-π.1310) στο Περί θείων ονομάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, προσεγγίζουμε το ζήτημα περί του ανωνύμου της θείας ουσίας και του ονοματισμού των θείων ενεργειών. Η μελέτη αρθρώνεται σε δύο υποκεφάλαια. Στο πρώτο, καθιστούμε σαφές ότι πρόκειται για ένα γνωσιολογικό ζήτημα το οποίο αντλεί τις αφετηρίες του από την μονιστική οντολογική προσέγγιση την οποία υιοθετούν οι εκπρόσωποι του Χριστιανισμού της Ανατολής. Με βάση αυτή την κατεύθυνση, ο άνθρωπος δεν μπορεί να εντάξει στην εμβέλειά του μία γνώση περί του Θεού, αλλά αρκείται μόνον σε ό,τι του αποκαλύπτεται από την ίδια την ανώτατη Αρχή. Επί αυτής της διαπίστωσης αναπτύσσεται το δεύτερο υποκεφάλαιο της μελέτης μας, όπου θεμελιώνεται ότι τα θεία ονόματα τα οποία αποδίδονται στον Θεό και, πιο συγκεκριμένα, στις προβολές των ενεργειών του, διατυπώνονται στα ιερά κείμενα της Βίβλου, τα οποία αποτελούν τον λόγο του Θεού τον απευθυνόμενο προς τους ανθρώπους. Ο βασικός στόχος των δύο αυτών υποκεφαλαίων έγκειται στο να αναδείξουμε ορισμένες όψεις ενός προβληματισμού ο οποίος απετέλεσε τον θεματικό πυρήνα ποικίλων αιρέσεων στην ιστορία του χριστιανικού δόγματος. Επιπλέον, στοχεύουμε στο να εξετάσουμε αν και κατά πόσο μπορεί να αναδειχθεί ο ρεαλισμός του ονόματος και ο συνεπαγόμενος εννοιολογικός ρεαλισμός της βυζαντινής Οντολογίας-Γνωσιολογίας. Με βάση τα όσα αναπτύσσουμε, καταλήγουμε, καταρχάς στο ότι, διατυπώνοντας λόγο στο πλαίσιο του Χριστιανισμού της Ανατολής περί θείας ουσίας και περί θείων ενεργειών, δεν αναφερόμεθα σε δύο διακριτές πραγματικότητες, αλλά σε δύο τρόπους ύπαρξης της μίας ανώτατης Αρχής, δηλαδή του Θεού. Το γνωσιολογικό, επομένως, σχήμα το οποίο διαμορφώνεται, υποδεικνύει ότι στον Θεό προσιδιάζουν τόσο η ανωνυμία όσο και όλα τα ονόματα των κτιστών όντων, τα οποία στο σύνολό τους μετέχουν στις προβολές των θείων ενεργειών. Με το σχήμα αυτό έρχεται στο προσκήνιο, αφενός, η μεταφυσική της υπερβατικότητας και, αφετέρου, η μεταφυσική της εμμένειας. Αναδεικνύεται δηλαδή το πώς το αμέθεκτο Εν καθίσταται μεθεκτό από το πλήθος των κτιστών όντων.
Στην μελέτη αυτή προσεγγίζουμε τον τρόπο διά τού οποίου ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242-π.1310), ο οποίος εντάσσεται στο πλαίσιο της Αρεοπαγιτικής παράδοσης αλλά δραστηριοποιείται συγγραφικώς κατά την Παλαιολόγεια Αναγέννηση, πραγματεύεται το ερώτημα περί τής θείας υπερβατικότητας σε γνωσιολογικό επίπεδο. Το πώς δηλαδή, ενώ ο Θεός ευρίσκεται υπεράνω κάθε ουσίας και κάθε γνώσης, είναι εφικτό να λάβει ένα συγκεκριμένο όνομα. Η μελέτη μας αρθρώνεται σε οκτώ επιμέρους θεματικές ενότητες, διά των οποίων παρακολουθούμε το πώς τεκμηριώνεται συλλογιστικώς από τον χριστιανό διανοητή η αρρητότητα της θείας ουσίας. Συμπερασματικώς, η Γνωσιολογία δεν συνιστά για τον Παχυμέρη ένα ενιαίο ερευνητικό μοντέλο, καθώς η ανθρώπινη συνείδηση ενεργοποιεί για κάθε επίπεδο –θείο-κτιστό– αντίστοιχες γνωστικές δυνάμεις. Αναφορικά με το θείο επίπεδο και δεδομένης τής οντολογικής ετερότητάς του ως προς το κτιστό, κυριαρχεί ο ρεαλισμός. Όθεν, οι θεωνυμίες οι οποίες αποδίδονται από τα έλλογα κτιστά όντα στην θεία πραγματικότητα, αφορούν αποκλειστικά στις προβολές των θείων ενεργειών, καθότι η θεία υπερβατικότητα παραμένει υπό οιανδήποτε οπτική γνωστικώς απροσπέλαστη.
Στην εν λόγω μελέτη ερευνούμε τον τρόπο διά του οποίου ο Γρηγόριος Νύσσης αναλαμβάνει να συγκροτήσει τον κλάδο της φυσικής επιστήμης, το πώς δηλαδή αξιοποιεί θεωρητικά τον κόσμο των υποκειμένων στην αισθητηριακότητα αντικειμένων και φαινομένων με βάση τις εμπειρικές-παραστασιακές ενδείξεις-σχηματοποιήσεις. Η μελέτη δομείται σε δύο υποενότητες: α) την έννοια της αιτιότητας και β) το ζήτημα της ύλης. Το κατεξοχήν συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι ο Γρηγόριος Νύσσης είναι υλιστής, υπό την έννοια ότι αποδέχεται ως κύριο συστατικό του κτιστού σύμπαντος την ύλη, αλλά αποκλείει οιαδήποτε αυτονόμησή της ως προς τις αιτιακές αφορμές της. Επιπλέον προκύπτει ότι η ύλη είναι για τον Γρηγόριο Νύσσης στην πραγματικότητα ένα ενεργειακό πεδίο και ότι η ενέργεια είναι αυτή που μετατρέπεται σε ύλη.
Το ζήτημα των καταφατικών θείων ονομάτων αποτελεί ένα από τα κυριότερα με τα οποία ασχολείται η Αρεοπαγιτική παράδοση. Έχοντας ως πηγή της κατά βάση τις ιερές Γραφές, αξιοποιεί το φιλοσοφικό παρελθόν σε εννοιολογικό επίπεδο, προκειμένου να αποσαφηνίσει, στο μέτρο τού εφικτού, το θείον μυστήριο. Σε αυτή όμως την διαδικασία οι φιλοσοφικές έννοιες μετασχηματίζονται σύμφωνα με το θεωρητικό πλαίσιο του Χριστιανισμού. Επομένως, πρόκειται για μία γόνιμη συνάντηση της χριστιανικής Θεολογίας με την Ελληνική Φιλοσοφία. Στην παρούσα μελέτη το ζήτημα με το οποίο ασχολούμεθα είναι το πώς οι φιλοσοφικές έννοιες της «ὁμοιότητος» και της «ἀνομοιότητος» μετασχηματίζονται από τον χριστιανό Γεώργιο Παχυμέρη, έναν από τους κύριους εκπροσώπους της παράδοσης που εξετάζουμε. Εστιάζοντας στην Παράφρασή του στο Περί θείων ονομάτων του Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου η θεωρητική στόχευσή μας αφορά στην μετάβαση από την μεταφυσική τής υπερβατικότητας στην μεταφυσική τής εμμένειας. Το κατεξοχήν συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμεθα είναι ότι ο Παχυμέρης αποδεικνύεται ως ένας γνήσιος εκπρόσωπος του χριστιανικού δόγματος, ο οποίος αξιοποιεί κατηγορίες της δεύτερης υπόθεσης του πλατωνικού διαλόγου Παρμενίδης.
(with a dictionary of concepts)
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή, στην οποία ως κείμενο αναφοράς χρησιμοποιούμε την Παράφραση του Γεωργίου Παχυμέρη στο Περί Θείων Ονομάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, επιχειρούμε να εντοπίσουμε τον βαθμό της γόνιμης συμπλοκής της Φιλοσοφίας της Ύστερης Αρχαιότητας με την Θεολογία της Ορθόδοξης Ανατολής, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε κυρίως κατά την εποχή της Παλαιολόγειας Αναγέννησης. Πρόκειται για ένα πεδίο έρευνας το οποίο, καθώς δομείται από την συνάρθρωση ποικίλων θεωρητικών επιπέδων και θεματικών ενοτήτων, φέρει στο προσκήνιο ένα πλέγμα ανεξάντλητων εξειδικεύσεων, με τις συνάφειες και τις διαφορές να αναδεικνύονται συνεχώς. Δύο είναι ειδικότερα οι κατευθύνσεις μας, οι οποίες παρουσιάζουν σαφώς και ιστορικό ενδιαφέρον: α) η σχέση θεολογίας και φιλοσοφίας στο Βυζάντιο και β) η παρουσία των πλατωνικών, των αριστοτελικών και, κυρίως, των νεοπλατωνικών θεωρητικών στοιχείων του Πρόκλου στο κείμενο του Παχυμέρη, ο οποίος, σημειωτέον, είναι από τους ελάχιστους βυζαντινούς συγγραφείς που χρησιμοποιούν το σύνολο του εννοιολογικού οπλοστασίου της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Η ερευνητική παράμετρος που κυρίως μας ενδιαφέρει, είναι η ανάγνωση ή η χρήση των εννοιών από τον Γ. Παχυμέρη. Ερευνούμε δηλαδή τον βαθμό στον οποίο η ελληνική εννοιολογία διασώζει την ακεραιότητά της ή υποτάσσεται στους σκοπούς που θέτει ο ιδεολογικός, με την ευρεία σημασία του όρου, χώρος στον οποίο έχει πλέον υπαχθεί. Αναφορικά με τον Γ. Παχυμέρη, η επιλογή μας εδράζεται στο ότι δεν πρόκειται για έναν απλό υπομνηματιστή του Διονυσίου, αλλά για έναν φιλόσοφο εκλεκτικιστή, ο οποίος συνιστά σταθμό στην πρόκλεια παράδοση, χωρίς ωστόσο αυτή η ανάγνωση να επηρεάζει στο ελάχιστον την χριστιανική συνέπειά του. Είναι σαφές ότι συγκροτεί ένα πλήρες σύστημα θεογνωσίας και ονοματοθεσίας με αιτιολογήσεις και θεμελίωση των αρχών του και παρά το ότι κινείται παράλληλα με τον Πρόκλο και δίδει πλείστες απαντήσεις, δεν συγκρούεται μαζί του, καθότι έχει απόλυτη επίγνωση της επιστημονικής αποστολής του. Ως προς την δομή της μελέτης μας, θα σημειώναμε τα εξής: Στο εκτενές εισαγωγικό σημείωμα, επεξεργαζόμαστε ζητήματα τα οποία κρίνουμε ότι συνιστούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την εις βάθος μελέτη των πηγών και οριοθετούμε, όσο είναι εφικτό, τα στοιχεία εκείνα τα οποία διεμόρφωσαν την περί θεωνυμιών θεωρία, η οποία προέκυψε από την γόνιμη συμπλοκή της νεοπλατωνικής με την χριστιανική φιλοσοφία τον πέμπτο αιώνα και η οποία, αντλώντας το εννοιολογικό υλικό της από την αρχαιοελληνική, την ελληνιστική, την βιβλική και την πρώιμη χριστιανική παράδοση, κριτικά το ανακατασκευάζει και το μεθερμηνεύει. Στην συνέχεια, αναλαμβάνουμε την προσέγγιση των εξειδικευμένων οπτικών του Πρόκλου σχετικά με την θεωνυμία τού Είναι. Οι αναφορές μας εστιάζουν στο τρίτο βιβλίο της Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας και σε συγκεκριμένα εδάφια, τα οποία έχουν ως κύριο άξονα για την ανάπτυξή τους τον πλατωνικό διάλογο Παρμενίδης. Ο στόχος μας είναι να αναδειχθεί, αφενός, το πώς η μεταφυσική Οντολογία υποτάσσεται στην ανώτερή της Ενολογία, και, αφετέρου, η κατά τον Λύκιο φιλόσοφο αναγκαιότητα της οντολογικής υποβάθμισης του μεταφυσικού συστήματος, προκειμένου να προκύψει το σύνολο του αντιληπτού διά των αισθήσεων φυσικού κόσμου. Στο επόμενο κεφάλαιο, μεταφέρουμε το ζήτημα περί τού Είναι στον βυζαντινό φιλόσοφο Γεώργιο Παχυμέρη. Συγκεκριμένα, εστιάζουμε στο πέμπτο κεφάλαιο της Παράφρασής του, το πιο αποφασιστικό αναφορικά με κεφαλαιώδους σημασίας έννοιες για την κατανόηση του χριστιανικού κοσμοειδώλου, κυριότερη εκ των οποίων αναδύεται ότι είναι το «πλήθος», και μάλιστα κατά την μεταφυσική παρουσία του. Επιπλέον, στο κεφάλαιο αυτό, όχι μόνον αναδεικνύουμε το πώς ο Παχυμέρης τεκμηριώνει τον μονοθεϊσμό διά της συζήτησης περί των θείων ουσιωνυμιών και περί των παραδειγμάτων, αλλά και το πώς μία πληθώρα όρων οι οποίοι αντλούνται από το νεοπλατωνικό οπλοστάσιο, αλλά και το πλατωνικό και το αριστοτελικό, αντιπροσωπεύουν το περιεχομενικά καινόν. Κατόπιν, επιχειρούμε μία συγκριτική συνεξέταση του ζητήματος περί του πώς ακριβώς αξιοποιείται ο πλατωνικός διάλογος Παρμενίδης από τους δύο στοχαστές. Εν συνεχεία, παραθέτουμε ένα εκτενές εγκυκλοπαιδικό-εννοιολογικό λεξικό, το οποίο περιλαμβάνει την αλφαβητική κατάταξη εννοιών, οι οποίες αντλούνται αποκλειστικά από το πέμπτο κεφάλαιο της Παράφρασης του Γ. Παχυμέρη. Πρόκειται για ένα εγχείρημα το οποίο δεν έχει παρουσιασθεί ποτέ ως τώρα ούτε στην εγχώρια ούτε στην διεθνή έρευνα. Η τελευταία ενότητα της μελέτης μας περιλαμβάνει κατηγορίες οι οποίες ανήκουν και στα δύο θεωρητικά παραδείγματα, αφενός, του Χριστιανισμού και, αφετέρου, του Νεοπλατωνισμού. Σημειωτέον ότι η συστηματικότητα η οποία προσδιορίζει το εδώ εγχείρημα, καταγράφεται διά θεωρητικώς ιεραρχικών διαβαθμίσεων, σύμφωνα δηλαδή με τις προτεραιότητες τις οποίες θα όριζε τόσο ένας χριστιανός όσο και ένας νεοπλατωνικός διανοητής. Με βάση τις εν λόγω ενότητες, αποκτούμε τις προϋποθέσεις, προκειμένου να καταγράψουμε με ιδιαίτερη σαφήνεια τις συνάφειες και τις διαφορές μεταξύ του Χριστιανισμού της Ανατολής και του Νεοπλατωνισμού στους τομείς πρωτίστως της Ενολογίας, της Κοσμολογίας και της Γνωσιολογίας. Ως γενική διαπίστωση, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι το ριζοσπαστικό στοιχείο, το οποίο απορρέει εκ του συνόλου των όσων διημείφθησαν, δεν είναι η εξύμνηση της θεολογίας, αλλά η προοπτική της ερμηνείας, παράμετρος εκ της οποίας καθίσταται σαφές ότι η σύνδεση της Φιλοσοφίας με την Θεολογία είναι άρρηκτη.
(αρ. σελ.: 730)
Title in English: The relationship between Theology, Philosophy and Science in the anti-Neoplatonic perspective of Nicholas of Methone.
Η παρούσα μελέτη, έχοντας ως κείμενο αναφοράς την πραγματεία του Νικολάου Επισκόπου Μεθώνης με τίτλο Ἀνάπτυξις τῆς Θεολογικῆς Στοιχειώσεως Πρόκλου Πλατωνικοῦ Φιλοσόφου, επιχειρεί να εξετάσει το πώς σε έναν χριστιανό διανοητή, ο οποίος δραστηριοποιείται συγγραφικά κατά την εκπνοή τής Μέσης Βυζαντινής Περιόδου και ολίγον πριν από την ανατολή τής Παλαιολόγειας Αναγέννησης, μπορούν να τεθούν σε μία ενιαία και εσωτερικά αρθρωμένη εξέταση η Θεολογία, η Φιλοσοφία και η Επιστήμη. Πρόκειται για ένα θέμα το οποίο, καθώς προσεγγίζει την σχέση Νεοπλατωνισμού-Χριστιανισμού, εντάσσεται σε δύο γενικούς θεωρητικούς άξονες: α) της Ιστορίας της Φιλοσοφίας-Θεολογίας και β) της Συστηματικής Φιλοσοφίας-Θεολογίας.
(αρ. σελ.: 278)
(number of pages: 224)
Η ανά χείρας μελέτη αποτελεί μία ιστορική και συστηματική προσέγγιση της Δογματικής διδασκαλίας και πνευματικότητας της Ορθόδοξης Χριστιανικής Παράδοσης. Στον πυρήνα των προσεγγίσεων τίθεται το Αρεοπαγιτικό corpus ως μία κειμενική θεολογική πηγή η οποία αναπτύσσει έναν διάλογο τόσο με την Ελληνική Φιλοσοφία όσο και με αναφυόμενες αιρέσεις. Ο θεμελιώδης και εν ταυτώ συγκεντρωτικός όλων στόχος μας είναι να οριοθετηθεί με βάση την Παράφραση του Γεωργίου Παχυμέρη (1242-π.1310) στο Περί θείων ονομάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου το ειδικό περιεχόμενο της χριστιανικής μεταφυσικής Οντολογίας ή Ενολογίας, της Κτισιολογίας-Κοσμολογίας, της Γνωσιολογίας και της Ηθικής, ώστε να φωτισθούν οι προκείμενες επί των οποίων συγκροτείται και αναπτύσσεται μορφολογικά το ορθόδοξο δόγμα και σε σύγκριση με άλλες κοσμοθεωρίες. Βασικό μέλημά μας είναι να δειχθεί ότι ο Γεώργιος Παχυμέρης –ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας γνήσιος εκπρόσωπος της πιο ανεπτυγμένης εκκλησιαστικής μορφής της χριστιανικής αλήθειας–, παρά το ότι αντλεί το εννοιολογικό υλικό του από την Ελληνική Φιλοσοφία, προκειμένου να διατυπώσει τα περί του Θεού, παραμένει συνεπής τόσο με την Βιβλική όσο και με την Πατερική Παράδοση. Είναι, δηλαδή, ένας άριστος συνεχιστής μίας ενιαίας διδασκαλίας η οποία συνθέτει ό,τι θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως Δογματική Θεολογία του Χριστιανισμού της Ανατολής, ο οποίος λαμβάνει υπόψη και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο η κοσμοθεωρία την οποία εκπροσωπεί εκφράζεται και διαλέγεται. Το πόνημα το οποίο ακολουθεί περιλαμβάνει ένα εισαγωγικό σημείωμα και τέσσερα επιμέρους κεφάλαια στα οποία αποτυπώνεται το ερμηνευτικό εγχείρημα του εν λόγω χριστιανού διανοητή, κατά το οποίο αναφύεται η συμβολή του στην περαιτέρω θεμελίωση της Ιστορίας των Δογμάτων. Συνεπώς, αποτελεί μία συνεισφορά στην περιοχή της Θεολογίας της Ορθόδοξης Ανατολής, η οποία αφορά τόσο στους θεολογικούς όσο και στους φιλοσοφικούς κύκλους, οι οποίοι επιχειρούν, αφενός, ιστορικές και, αφετέρου, συστηματικές διεισδύσεις στην εν λόγω μακραίωνη διαδρομή του ανθρωπίνου πνεύματος.
(αρ. σελ.: 350)
Η ανά χείρας μελέτης επί του δευτέρου βιβλίου των Νόμων, η οποία έρχεται ως συνέχεια της μελέτης του 2017 με τίτλο Πλάτων: Νόμοι-Βιβλίο Α΄. Προς μία θεολογική ανάγνωση της Πολιτικής, αποκαλύπτει μία σειρά εκπλήξεων, καθώς θέτει εκποδών την αρχή τής θεματολογικής συνέχειας. Ο Πλάτων εδώ εμφανίζεται ως ένας συναρπαστικός διεμβολιστής τής σκέψης, ως ένας επαναστατικός ανατροπέας των θεωρουμένων ως βεβαιοτήτων και τελικά ως κριτής τού εαυτού του. Ενώ όντως διατηρεί τις βασικές σταθερές του περί Ηθικής και Πολιτικής, εντούτοις τις εγγράφει σε ένα μετα-ηθικό και σε ένα μετα-πολιτικό αντιστοίχως πεδίο. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαιτέρως συναρπαστική είναι η εκφραστική αφηγηματικότητά του: ο Πλάτων αναδεικνύεται σε έναν κορυφαίο γλωσσοπλάστη ο οποίος, ενώ δεν επινοεί κατά βάση νέες λέξεις, κατορθώνει μέσω της ποικιλότητας κυρίως των χρόνων και των εγκλίσεων και των συντακτικών εκπλήξεων-αποριών να προσφέρει μία άλλη δυνατότητα για τον τρόπο διά του οποίου καλούμεθα να μελετάμε ένα κείμενο.
(αρ. σελ.: 951)
Η μονογραφία του Δρ. Δρ. Χρήστου Αθαν. Τερέζη και της Δρ. Λυδίας Χριστ. Πετρίδου με τίτλο "Γρηγόριος Παλαμάς: Ενολογικές Ελλάμψεις της Βυζαντινής Χριστιανικής Φιλοσοφίας. Ποσαχῶς ἡ θεία ἕνωσις καὶ διάκρισις", αποτελεί μία συστηματική προσέγγιση –με εισαγωγές, με απόδοση στην νέα ελληνική, με κατηγοριοποίηση εννοιών και ανάλυση– του κειμένου του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά με τίτλο Ποσαχῶς ἡ θεία ἕνωσις καὶ διάκρισις. Το πόνημα αρθρώνεται σε πέντε ομόκεντρα κεφάλαια, το καθένα εκ των οποίων έχει τις προϋποθέσεις να λειτουργήσει και υπό –σχετικούς βεβαίως– όρους θεωρητικής αυτονομίας. Ως εκ της εν λόγω κατεύθυνσης, ορισμένα συλλογιστικά σχήματα συναντώνται σε πλείονα του ενός κεφάλαια, ενώ επίσης τα εισαγωγικά σημειώματα σε ελάσσονα και μόνον βαθμό παραλλάσσουν μεταξύ τους. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται, μετά την παράθεση του πρωτότυπου κειμένου και την απόδοσή του στην νέα ελληνική, στην καταγραφή και στον χαρακτηρισμό των επιμέρους εννοιών καθώς και στην κατά κεφάλαια και εν συνόλω κατηγοριοποίησή τους. Σκοπός τής εν λόγω ταξινόμησης είναι να αναδειχθεί, και εν μέρει και εν όλω, ο εννοιολογικός πλούτος της πραγματείας και να ισχυροποιηθεί διά της ποσοτικής ανάλυσης η ποιοτική ανάγνωση του περιεχομένου η οποία ακολουθεί. Διά της εν λόγω επιλογής, προσδίδονται πιο αντικειμενικές θεμελιώσεις στην ανάγνωση επί θεμάτων τα οποία έχουν υποστεί σε ορισμένες περιπτώσεις στρεβλώσεις ή ακόμη και ακρωτηριασμούς, κυρίως στην ελληνική βιβλιογραφία. Η αυτοϊδρυτικώς θεμελιούμενη θεία ενότητα αποτελεί το “προπύργιο” των θεωρητικών ταξινομήσεων των συγγραφέων, η οποία αποκλείει τις μεταβάσεις και τις αξιολογικές προτεραιότητες στην περιοχή του θείου, με ρητή την θέση ότι η όποια προβολή της ουσιοκρατίας ή του προσωποκεντρισμού όχι μόνον δεν συναντάται στα κείμενα του Χριστιανισμού της Ανατολής αλλά και εν ταυτώ συνιστά ασύγγνωστη αίρεση, καθότι και οι δύο επιλογές εισάγουν ιεραρχήσεις. Οι Πατέρες της Εκκλησίας συντάσσουν πραγματείες οι οποίες σαφέστατα και αναδεικνύουν τον ενορατικό τρόπο ανάγνωσης του θείου μυστηρίου, του οποίου όμως ουδόλως αίρεται η αυτοϊδρυτική και ως προς τον πυρήνα της τουλάχιστον ενότητά του. Πρόκειται για πραγματείες οι οποίες προέκυψαν από εκ βαθέων προσευχή και άσκηση και από μία εκρηκτική προβολή των ανθρώπινων διανοητικών ικανοτήτων, υπό το πρίσμα του γόνιμου και εν ταπεινότητι τελούντος σκεπτικισμού έναντι των κατά περίπτωση γνωστικών κατακτήσεών τους. Ως εκ των ανωτέρω, θέτουν την ερευνητική γραφίδα ενώπιον κορυφαίων ευθυνών, προκειμένου να αποφευχθεί σε πλήρη βαθμό το «τὰ ἅγια τοῖς κυσίν»…
(αρ. σελ. 755)
Στην μελέτη με τίτλο "Πλάτων Νόμοι - Βιβλίο Α΄: Προς μία θεολογική ανάγνωση της πολιτικής", ο Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστήμιου Πατρών Χρήστος Τερέζης και η Δρ. Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών Λυδία Πετρίδου επεξεργάζονται το πρώτο εκ των δώδεκα βιβλίων των Νόμων. Πρόκειται για την έσχατη χρονολογικά πραγματεία του Πλάτωνος, η οποία, εκτός τού ότι αποτελεί τον εκτενέστερο διάλογό του, εμπεριέχει και τις ωριμότερες σκέψεις του αναφορικά με θεμελιώδους σημασίας τομείς, κομβικής σημασίας τόσο για την εποχή συγγραφής του έργου όσο και διαχρονικά.
Το εν λόγω πόνημα αποτελεί την απαρχή ενός φιλόδοξου εγχειρήματος στον τομέα της πολιτικής φιλοσοφίας. Περιλαμβάνει μία γενική εισαγωγή, την παράθεση του αρχαίου κειμένου με το μεταφραστικό εγχείρημα των δύο συγγραφέων απόδοσής του στην νέα ελληνική γλώσσα, την φιλοσοφική –αλλά και ενίοτε την φιλολογική– προσέγγιση του κειμένου σε δεκαέξι κεφάλαια, τα οποία περιλαμβάνουν επιμέρους υποκεφάλαια και νοηματικές-θεματικές ενότητες και ένα ιδιαιτέρως εκτενές εννοιολογικό λεξικό, με τον ορισμό του συνόλου των εννοιών που ο ιδρυτής της Ακαδημίας χρησιμοποιεί στο πρώτο βιβλίο σε αλφαβητική κατάταξη.
Ο στόχος είναι σε κάθε περίπτωση να αναδειχθεί ο πλατωνικός στοχασμός ολιστικά ως προς τον μικρόκοσμο του εν λόγω βιβλίου και να ανιχνευθούν οι ιδιαίτερες διαδρομές τις οποίες ο Αθηναίος φιλόσοφος ακολουθεί κατά την εκτύλιξη της σπειροειδούς νοητικής λειτουργίας των συλλογισμών του. Επιπλέον, να δειχθεί το ότι οι έννοιες οι οποίες χρησιμοποιούνται δεν παραμένουν σε μία μονοσήμαντη λειτουργία. Επιχειρείται δηλαδή από τους συγγραφείς μία σύνθεση της ανάλυσης και της μετα-ανάλυσης, ανάγνωση η οποία παρέχει τις αναγκαίες τροφοδοτήσεις, ώστε να κατανοηθεί, με όσον ένεστι μείζονα ακρίβεια, η φιλοσοφική πρόταση –αλλά και οι προβληματισμοί– του Πλάτωνος περί του δικαίου και περί της σχέσης του με την ηθική, την θρησκεία, την πολιτική και την ιστορία.
(αρ. σελ. 1293)
(number of pages: 62)
Στην μελέτη αυτή, έχοντας ως κείμενο αναφοράς μας την έκτη παράγραφο του πρώτου κεφαλαίου της Παράφρασης του Γεωργίου Παχυμέρη (1242-π.1310) στο Περί θείων ονομάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, προσεγγίζουμε το ζήτημα περί του ανωνύμου της θείας ουσίας και του ονοματισμού των θείων ενεργειών. Η μελέτη αρθρώνεται σε δύο υποκεφάλαια. Στο πρώτο, καθιστούμε σαφές ότι πρόκειται για ένα γνωσιολογικό ζήτημα το οποίο αντλεί τις αφετηρίες του από την μονιστική οντολογική προσέγγιση την οποία υιοθετούν οι εκπρόσωποι του Χριστιανισμού της Ανατολής. Με βάση αυτή την κατεύθυνση, ο άνθρωπος δεν μπορεί να εντάξει στην εμβέλειά του μία γνώση περί του Θεού, αλλά αρκείται μόνον σε ό,τι του αποκαλύπτεται από την ίδια την ανώτατη Αρχή. Επί αυτής της διαπίστωσης αναπτύσσεται το δεύτερο υποκεφάλαιο της μελέτης μας, όπου θεμελιώνεται ότι τα θεία ονόματα τα οποία αποδίδονται στον Θεό και, πιο συγκεκριμένα, στις προβολές των ενεργειών του, διατυπώνονται στα ιερά κείμενα της Βίβλου, τα οποία αποτελούν τον λόγο του Θεού τον απευθυνόμενο προς τους ανθρώπους. Ο βασικός στόχος των δύο αυτών υποκεφαλαίων έγκειται στο να αναδείξουμε ορισμένες όψεις ενός προβληματισμού ο οποίος απετέλεσε τον θεματικό πυρήνα ποικίλων αιρέσεων στην ιστορία του χριστιανικού δόγματος. Επιπλέον, στοχεύουμε στο να εξετάσουμε αν και κατά πόσο μπορεί να αναδειχθεί ο ρεαλισμός του ονόματος και ο συνεπαγόμενος εννοιολογικός ρεαλισμός της βυζαντινής Οντολογίας-Γνωσιολογίας. Με βάση τα όσα αναπτύσσουμε, καταλήγουμε, καταρχάς στο ότι, διατυπώνοντας λόγο στο πλαίσιο του Χριστιανισμού της Ανατολής περί θείας ουσίας και περί θείων ενεργειών, δεν αναφερόμεθα σε δύο διακριτές πραγματικότητες, αλλά σε δύο τρόπους ύπαρξης της μίας ανώτατης Αρχής, δηλαδή του Θεού. Το γνωσιολογικό, επομένως, σχήμα το οποίο διαμορφώνεται, υποδεικνύει ότι στον Θεό προσιδιάζουν τόσο η ανωνυμία όσο και όλα τα ονόματα των κτιστών όντων, τα οποία στο σύνολό τους μετέχουν στις προβολές των θείων ενεργειών. Με το σχήμα αυτό έρχεται στο προσκήνιο, αφενός, η μεταφυσική της υπερβατικότητας και, αφετέρου, η μεταφυσική της εμμένειας. Αναδεικνύεται δηλαδή το πώς το αμέθεκτο Εν καθίσταται μεθεκτό από το πλήθος των κτιστών όντων.
Στην μελέτη αυτή προσεγγίζουμε τον τρόπο διά τού οποίου ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242-π.1310), ο οποίος εντάσσεται στο πλαίσιο της Αρεοπαγιτικής παράδοσης αλλά δραστηριοποιείται συγγραφικώς κατά την Παλαιολόγεια Αναγέννηση, πραγματεύεται το ερώτημα περί τής θείας υπερβατικότητας σε γνωσιολογικό επίπεδο. Το πώς δηλαδή, ενώ ο Θεός ευρίσκεται υπεράνω κάθε ουσίας και κάθε γνώσης, είναι εφικτό να λάβει ένα συγκεκριμένο όνομα. Η μελέτη μας αρθρώνεται σε οκτώ επιμέρους θεματικές ενότητες, διά των οποίων παρακολουθούμε το πώς τεκμηριώνεται συλλογιστικώς από τον χριστιανό διανοητή η αρρητότητα της θείας ουσίας. Συμπερασματικώς, η Γνωσιολογία δεν συνιστά για τον Παχυμέρη ένα ενιαίο ερευνητικό μοντέλο, καθώς η ανθρώπινη συνείδηση ενεργοποιεί για κάθε επίπεδο –θείο-κτιστό– αντίστοιχες γνωστικές δυνάμεις. Αναφορικά με το θείο επίπεδο και δεδομένης τής οντολογικής ετερότητάς του ως προς το κτιστό, κυριαρχεί ο ρεαλισμός. Όθεν, οι θεωνυμίες οι οποίες αποδίδονται από τα έλλογα κτιστά όντα στην θεία πραγματικότητα, αφορούν αποκλειστικά στις προβολές των θείων ενεργειών, καθότι η θεία υπερβατικότητα παραμένει υπό οιανδήποτε οπτική γνωστικώς απροσπέλαστη.
Στην εν λόγω μελέτη ερευνούμε τον τρόπο διά του οποίου ο Γρηγόριος Νύσσης αναλαμβάνει να συγκροτήσει τον κλάδο της φυσικής επιστήμης, το πώς δηλαδή αξιοποιεί θεωρητικά τον κόσμο των υποκειμένων στην αισθητηριακότητα αντικειμένων και φαινομένων με βάση τις εμπειρικές-παραστασιακές ενδείξεις-σχηματοποιήσεις. Η μελέτη δομείται σε δύο υποενότητες: α) την έννοια της αιτιότητας και β) το ζήτημα της ύλης. Το κατεξοχήν συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι ο Γρηγόριος Νύσσης είναι υλιστής, υπό την έννοια ότι αποδέχεται ως κύριο συστατικό του κτιστού σύμπαντος την ύλη, αλλά αποκλείει οιαδήποτε αυτονόμησή της ως προς τις αιτιακές αφορμές της. Επιπλέον προκύπτει ότι η ύλη είναι για τον Γρηγόριο Νύσσης στην πραγματικότητα ένα ενεργειακό πεδίο και ότι η ενέργεια είναι αυτή που μετατρέπεται σε ύλη.
Το ζήτημα των καταφατικών θείων ονομάτων αποτελεί ένα από τα κυριότερα με τα οποία ασχολείται η Αρεοπαγιτική παράδοση. Έχοντας ως πηγή της κατά βάση τις ιερές Γραφές, αξιοποιεί το φιλοσοφικό παρελθόν σε εννοιολογικό επίπεδο, προκειμένου να αποσαφηνίσει, στο μέτρο τού εφικτού, το θείον μυστήριο. Σε αυτή όμως την διαδικασία οι φιλοσοφικές έννοιες μετασχηματίζονται σύμφωνα με το θεωρητικό πλαίσιο του Χριστιανισμού. Επομένως, πρόκειται για μία γόνιμη συνάντηση της χριστιανικής Θεολογίας με την Ελληνική Φιλοσοφία. Στην παρούσα μελέτη το ζήτημα με το οποίο ασχολούμεθα είναι το πώς οι φιλοσοφικές έννοιες της «ὁμοιότητος» και της «ἀνομοιότητος» μετασχηματίζονται από τον χριστιανό Γεώργιο Παχυμέρη, έναν από τους κύριους εκπροσώπους της παράδοσης που εξετάζουμε. Εστιάζοντας στην Παράφρασή του στο Περί θείων ονομάτων του Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου η θεωρητική στόχευσή μας αφορά στην μετάβαση από την μεταφυσική τής υπερβατικότητας στην μεταφυσική τής εμμένειας. Το κατεξοχήν συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμεθα είναι ότι ο Παχυμέρης αποδεικνύεται ως ένας γνήσιος εκπρόσωπος του χριστιανικού δόγματος, ο οποίος αξιοποιεί κατηγορίες της δεύτερης υπόθεσης του πλατωνικού διαλόγου Παρμενίδης.
Λαμβάνοντας υπόψη το πλήθος των φιλοσοφικών-θεολογικών θεωριών οι οποίες έχουν αναπτυχθεί κατά την διάρκεια της ιστορίας της Ελληνικής Φιλοσοφίας αναφορικά με την οντολογική πηγή και τον τρόπο παραγωγής του φυσικού κόσμου, στην παρούσα μελέτη, μετά από μία ευσύνοπτη ιστορική αναδρομή η οποία παρατίθεται στο εισαγωγικό σημείωμα, εστιάζουμε σε δύο μονιστικά συστήματα τα οποία αναπτύσσουν με εξαιρετικά διϋλισμένο τρόπο τον φιλοσοφικό τομέα της Ενολογίας: του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πρόκλου (412-485) και του βυζαντινού διανοητή Γεωργίου Παχυμέρη (1242-π.1310), οι οποίοι εντάσσονται σε μία κοινή παράδοση λόγω της χρήσης κοινών εννοιών. Ο κύριος στόχος μας είναι να αναδείξουμε τον τρόπο διά του οποίου η αρχή της υπεροχής θεωρείται στα εν λόγω συστήματα ως απαραβίαστος όρος της αιτιότητας, παρά το ότι οι θεωρητικές διαδρομές τους διαφέρουν ως προς τον αριθμό των θεοτήτων. Συνεπώς, εξετάζουμε το πώς λειτουργεί η θεία «πρόοδος», καταρχάς, στο πλαισίου του πολυθεϊστικού μεταφυσικού και οντολογικώς ιεραρχικού συστήματος του Πρόκλου και, ακολούθως, στο απολύτως μονοαιτιακό και μονοθεϊστικό σύμπαν του Γεωργίου Παχυμέρη, προκειμένου να αναδειχθεί στο είναι ο φυσικός κόσμος με τις επιμέρους μορφές του. Στην πρώτη περίπτωση, αναπτύσσουμε κυρίως το ζήτημα της μεταφυσικής ιεραρχίας η οποία εκκινεί από το Εν-Αγαθόν, ενώ στην δεύτερη προσεγγίζουμε το άπειρο πλήθος των θείων ενεργειών. Θεμελιώδεις έννοιες οι οποίες εντάσσονται στην σχετική θεωρητική προσέγγιση είναι οι ακόλουθες: «ἀμέθεκτον-μεθεκτόν», «αἴτιον-αἰτιατόν», «ὅλον-μέρη», τα οποία συνεπικουρούν στην πληρέστερη παρουσίαση της διαδικασίας της θείας «προόδου». Όσον αφορά στην περίπτωση του νεοπλατωνικού Πρόκλου, αναδεικνύεται ότι το μονιστικό σύστημά του θεμελιώνεται επί ενός συνόλου οντολογικών και αξιολογικών εξαρτήσεων μεταξύ θείων οντοτήτων, το οποίο καταλήγει στην απόλυτη υπεροχή του Ενός. Το εν λόγω Εν ίσταται στην κορυφή της μεταφυσικής ιεραρχίας, από την οποία εκκινεί την θεία «πρόοδος». Η μετάβαση από το Εν στο μεταφυσικό πλήθος των αιτιών επιτυγχάνεται διά των ενάδων, των άμεσων δηλαδή απορροών του Ενός. Αναφορικά με την περίπτωση του Γεωργίου Παχυμέρη, η διάκριση μεταξύ ακτίστου-κτιστού αποτελεί το θεμέλιο του θεωρητικού συστήματός του. Οντολογικώς, το κτιστό υπάγεται απολύτως στο άκτιστο. Το ενδεχόμενο μίας μεταφυσικής ιεραρχίας αποκλείεται εδώ ρητώς. Η θεία «πρόοδος» οφείλεται στην υπερπληρότητα της θείας αγαθότητας, η οποία αποτελεί τον αυτοϊδρυτικό τρόπο υπάρξεως του Θεού. Η μετάβαση από την μεταφυσική της υπερβατικότητας στην μεταφυσική της εμμένειας επιτυγχάνεται διά του άπειρου πλήθους των θείων ενεργειών, οι οποίες θεωρούνται ότι συνιστούν έναν διαφορετικό τρόπο υπάρξεως του Θεού. Παρά τις επιμέρους εξειδικευμένες διαφορές μεταξύ των δύο κοσμοθεωριών, το κατεξοχήν το οποίο συμπερασματικά εξάγεται, είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις η διαδικασία της αιτιότητας ανάγεται στην υπεροχή της πρώτης Αιτίας.
Η φιλοσοφία και η λογοτεχνία αποτελούν τους όρους ανάγνωσης της ύπαρξης, καθώς διαμορφώνουν έναν τρόπο και έναν τόπο μιας ιδιότυπης συνάντησης ανά τους αιώνες. Στην ανά χείρας μελέτη επιχειρούμε να αναζητήσουμε αυτόν τον τρόπο και τόπο στο έργο του Πλάτωνα και του Camus, προκειμένου να διαλεχθούμε με τις επιμέρους προκείμενες των θεωρητικών προσεγγίσεών τους. Ειδικότερα, επιχειρούμε να προσεγγίσουμε την έννοια της «ελευθερίας» εκκινώντας από την ηθική και πολιτική φιλοσοφία του ιδρυτή της Ακαδημίας και καταλήγοντας στον τρόπο με τον οποίο πρωταγωνιστεί στον στοχασμό του Camus. Οι όροι φιλοσοφίας και λογοτεχνίας μας οδηγούν στο βασίλειο ελευθερίας τους, θέτοντας εκ παραλλήλου ζητήματα υπαρξιακών διερωτήσεων κατά την πορεία μας προς τον άνθρωπο. Η μελέτη μας διαρθρώνεται σε τρεις θεματικές ενότητες. Στην πρώτη εξ αυτών, επιχειρούμε να ορίσουμε το γενικό περίγραμμα των όρων οι οποίοι υποδηλώνουν την φιλοσοφική σύγκλιση των δύο στοχαστών. Λαμβάνουμε, βεβαίως, υπόψη την χρονική απόστασή τους και, κατ’ επέκταση, τις ειδικές πολιτισμικές συνθήκες εντός των οποίων διαβιούν. Ωστόσο, καταλήγουμε στην υπερχρονικότητα του αιτήματός τους. Στην δεύτερη ενότητα, υπεισερχόμεθα σε έναν ιδιαίτερο διάλογο μεταξύ των δύο στοχαστών, φωτίζοντας επιμέρους όψεις της υπαρξιακής εξέγερσης απέναντι στις συμβάσεις του βίου. Εδώ επιχειρούμε να εστιάσουμε στις ειδικές λεπτομέρειες του στοχασμού τους και σε αποσπάσματα εκ των οποίων μπορεί να δομηθεί μία θεωρία περί του ηθικού χρέους του ανθρώπου ως πολίτη. Στην τρίτη ενότητα, κινούμεθα στο να παρουσιάσουμε την πορεία των δυο φιλοσόφων προς τον άνθρωπο, ανιχνεύοντας τον κόσμο της σιωπής τους. Ένας εκ των βασικών στόχων μας εδώ είναι να αναδείξουμε και τον ρόλο των αρετών, των κατά τον Πλάτωνα μεταφυσικώς θεμελιωμένων, στην διαδικασία διαμόρφωσης του εαυτού, με τις γνωσιολογικές προεκτάσεις να πλαισιώνουν γόνιμα το ανθρωπολογικό ζήτημα. Σημειωτέον ότι η μελέτη μας, αν και κινείται συχνά με αφηγηματικούς όρους, θεωρούμε ότι αποτελεί μία συστηματική διείσδυση στον τρόπο με τον οποίο οι δύο στοχαστές κορυφώνουν την αγωνία τους για την πνευματική απελευθέρωση του ελλόγου υποκειμένου και την αναγωγή του στην αλήθεια, την οποία ερμηνεύουμε ως αποδέσμευση από τα περιρρέοντα δεσμά. Το κατεξοχήν συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε, είναι ότι το ζήτημα της ελευθερίας τόσο στον Πλάτωνα όσο και στον Camus δεν παραμένει στα όρια της θεωρίας, αλλά ανάγεται σε μία πραγματική απαίτηση η οποία ίσταται διαχρονικώς, ανεξάρτητα δηλαδή από τον χρόνο αλλά και τον τόπο. Σε αυτή την διαδρομή η δυνατότητα του ανθρώπου αποκαλύπτεται μέσω της νόησης, διά της οποίας το προσωπικό εντάσσεται στο συλλογικό, οπότε και αναδύεται η προοπτική της ύπαρξης, η οποία, ως έλλογο υποκείμενο, καλείται να εστιάσει στην ενέργειά της.
Το περίφημο θεολογικό ζήτημα περί της συνάφειας και της διάκρισης μεταξύ της θείας ουσίας, των θείων Προσώπων και των θείων ενεργειών, όπως επίσης και έτερων θείων αυτοϊδρυτικών καταστάσεων, έχει απασχολήσει εκτενώς τον χριστιανικό στοχασμό του Βυζαντίου, ο οποίος επεχείρησε διά εξειδικευμένων θεωρητικών προσεγγίσεων να προβεί σε αναλύσεις, συνθετικές κρίσεις και ερμηνευτικές προεκτάσεις με σαφή μεθοδολογικά και εννοιολογικά περιγράμματα. Στην παρούσα μελέτη επιχειρούμε να παρουσιάσουμε ορισμένες όψεις του τρόπου με τον οποίο δομεί την σχετική θεωρία ο Γεώργιος Παχυμέρης στην Παράφρασή του στο Περί θείων ονομάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Ειδικότερα, εξετάζουμε κατά ποίο τρόπο συσχετίζει ο βυζαντινός στοχαστής τις έννοιες «ἕνωσις» και «διάκρισις» με την θεία ουσία και με τα θεία Πρόσωπα, με τον αυτοϊδρυτικό δηλαδή τρόπο υπάρξεως της θείας πραγματικότητας και, εν συνεχεία, πώς ερμηνεύονται οι δύο έννοιες σε σχέση με τις δημιουργικές θείες πρόνοιες και τις προόδους, σε σχέση δηλαδή με τις θείες αυτοϊδρυτικές καταστάσεις. Το κατεξοχήν που αναδεικνύεται είναι ότι παρουσιάζεται συνολικά ο θείος τρόπος ύπαρξης, τόσο ως καθεαυτότητα όσο και ως ad extra δημιουργική οικονομία, χωρίς να προκαλείται ουδεμία αντίφαση. Σε αυτό το πλαίσιο, αναδεικνύονται ονόματα τα οποία χαρακτηρίζουν την Τριάδα στο σύνολό της και ονόματα τα οποία αφορούν σε κάθε θεία υπόσταση ιδιαιτέρως και διακριτά από τις υπόλοιπες, με την αλληλοπεριχώρηση όμως να αποτελεί θεμέλιο των όποιων προσεγγίσεων. Το μονιστικό παράδειγμα που αναδεικνύεται είναι ιδιαιτέρως δυναμοκρατικό.
Στην παρούσα μελέτη, εστιάζοντας στην Παράφραση του Γεωργίου Παχυμέρη στο Περί θείων ονομάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, επιχειρούμε, μέσα από τις απολογητικές θέσεις του βυζαντινού φιλοσόφου, την ανασύνθεση, στον βαθμό που οι κειμενικές διατυπώσεις επιτρέπουν, της διδασκαλίας του Μανιχαϊσμού, μίας αίρεσης η οποία, αν και είναι ιδιαιτέρως προγενέστερη της εποχής συγγραφής της Παραφράσεως, ωστόσο, είχε εκ νέου εμφανισθεί μέσα από τα δόγματα σύγχρονων του χριστιανού διανοητή αιρετικών ομάδων. Ως προς την δομή, κινούμεθα σε δύο άξονες, οι οποίοι μας οδηγούν όχι μόνον στην προαναφερόμενη ανασύνθεση αλλά και στην έκθεση των σχετικών χριστιανικών θεωρητικών απόψεων. Επιπλέον, φέρουμε στο προσκήνιο και τις διαφορές μεταξύ του μανιχαϊστικού θεωρητικού συστήματος και των κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων των Ελλήνων φιλοσόφων, ενώ επίσης αποδεικνύουμε ότι οι πρώτοι εκπροσωπούν έναν σαφώς διαφορετικό δυϊσμό από τον αντίστοιχο των δεύτερων.