[go: up one dir, main page]

Academia.eduAcademia.edu
Η στρατευμένη τέχνη του Εντουάρ Λουί Συνέντευξη στη ΜΆΙΡΗ ΚΆΙΡΙΔΗ και τον ΓΙΆΝΝΗ ΠΆΠΆΔΟΠΟΥΛΟ Η ΕΚΘΕΣΗ ΠΆΡΘΕΝΗ ΜΆΡΙΛΕΝΆ Ζ. ΚΆΣΙΜΆΤΗ ΖΆΝ ΜΠΛΟΧ-ΜΙΣΕΛ, Ο ΆΝΘΡΏΠΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΡΟΣΔΆΝΗΣ Ο ΆΝΤΙΕΒΡΆΪΣΜΟΣ ΝΙΚΟΛΆΣ ΣΕΒΆΣΤΆΚΗΣ ΠΆΣΚΆΛ ΜΠΡΥΚΝΕΡ ΚΆΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΆ ΓΙΏΡΓΟΣ ΣΙΆΚΆΝΤΆΡΗΣ ΙΆΚΏΒΟΣ ΚΆΜΠΆΝΕΛΛΗΣ ΟΝΤΕΤ ΒΆΡΏΝ ΒΆΣΆΡ, ΟΛΥΜΠΙΆ ΓΛΥΚΙΏΤΗ Μιχαήλ Μπαχτίν: από τον Σαίξπηρ στα καρναβάλια ΓΙΆΝΝΗΣ ΚΙΟΥΡΤΣΆΚΗΣ ΜΆΤΙΝΆ ΠΆΡΆΣΚΕΥΆ ΓΙΏΡΓΟΣ ΠΙΝΆΚΟΥΛΆΣ 78 > 9 770001 792587 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και το Μαουτχάουζεν the books’ journal #136 [Νοέμβριος 2022] 25 Ο Καμπανέλλης και η ελληνική στρατοπεδική λογοτεχνία1 Από την Οντετ Βαρών Βαςαρ Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαουτχάουζεν, Κέδρος, Αθήνα 1995, 355 σελ. Τ ο Μαουτχάουζεν του Καμπανέλλη είναι ένα ιδιαίτερα πλούσιο έργο που δίνει αφορμή για σχολιασμό πολλών ζητημάτων. Θα εστιάσω σε τρία μόνον ζητήματα κι αυτά θα σχολιάσω. Πρώτον, θα εντάξω το έργο του Καμπανέλλη στο corpus εκείνο που ονομάζεται στρατοπεδική λογοτεχνία και θα υποστηρίξω πως πρόκειται για έργο ομόλογο με τα καλύτερα του είδους. Θα τον δω δηλαδή ως την ελληνική φωνή της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, είδος που περιλαμβάνει συγγραφείς από πολλές χώρες. Για το λόγο αυτό, η ματιά μου θα είναι εν πολλοίς συγκριτική. Το δεύτερο σημείο είναι ο έρωτας στο στρατόπεδο. Καθώς η ερωτική ιστορία είναι η ραχοκοκαλιά του πεζογραφήματός του, θα αναδείξω τα σημεία εκείνα που ο έρωτας κατορθώνει να επιζεί ακόμη και στις χειρότερες στιγμές του στρατοπέδου και αναβιώνει αμέσως μετά, μόλις έρθει η ελευθερία, σηματοδοτώντας την επιστροφή στη ζωή. Το τρίτο κι εξαιρετικά ενδιαφέρον για μένα ζήτημα είναι η θεώρηση του έργου από την άποψη της συνάντησης της νεοελληνικής λογοτεχνίας με τη γενοκτονία των Εβραίων, την ονομαζόμενη Ολοκαύτωμα, ή Shoah. Θα προσπαθήσω να αναδείξω πως το έργο κατέχει μια όλως ξεχωριστή θέση από αυτήν την άποψη που δεν έχει διόλου αναδειχθεί έως τώρα. ΟΙ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ο διάσημος δραματουργός Ιάκωβος Καμπανέλλης έγραψε ένα μόνο πεζογραφικό έργο, με τον τίτλο Μαουτχάουζεν.2 Ο ίδιος υπήρξε κρατούμενος σ’ αυτό το ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως στην κατεχόμενη Αυστρία από το κα- Το Μαουτχάουζεν του Ιάκωβου Καμπανέλλη γράφτηκε πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση από το στρατόπεδο του συγγραφέα. Και μαζί με το Stalag VI C. Ημερολόγιο της ομηρίας του Όμηρου Πέλλα, είναι τα δύο ελληνικά έργα στρατοπεδικής λογοτεχνίας που στέκονται δίπλα στα μείζονα και διεθνώς αναγνωρισμένα έργα αυτής της κατηγορίας. Αποτελούν την ελληνική φωνή της. λοκαίρι του 1943 ώς τον Μάιο του 1945. Εκκινώντας λοιπόν από την προσωπική του εμπειρία, επέλεξε να αφηγηθεί το στρατόπεδο από τη στιγμή της απελευθέρωσής του κι ύστερα και μέσα από μια ερωτική ιστορία που λαμβάνει χώρα στο απελευθερωμένο πια στρατόπεδο ανάμεσα στον ίδιο και μια νεαρή κρατούμενη. Αυτό το έργο αποτελεί την πρώτη και μοναδική του πεζογραφική σύνθεση, εφόσον αφιερώθηκε στη συγγραφή θεατρικών έργων. Ο ίδιος το χαρακτηρίζει «Χρονικό» στον πρόλογο της οριστικής επανέκδοσης του 1995 από τον Κέδρο (η πρώτη έκδοση του Κέδρου που διαβάστηκε πολύ από τη γενιά μου, ήταν το 1981). Αυτός ο πρόλογος ανοίγει ως εξής: «Αυτό το βιβλίο είναι ένα χρονικό». Στη γαλλική μετάφραση έχει μεταφραστεί Récit, αφήγημα. Αυτός ο όρος στα ελληνικά σημαίνει πως το βιβλίο δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας, πως ό,τι θα διαβάσουμε συνέβη στην πραγματικότητα σε υπαρκτούς ανθρώπους. Σ’ αυτόν τον όρο ο Καμπανέλλης καταλήγει το 1995. Στην πρώτη έκδοση του 1965 μια μικρή εισαγωγική παράγραφος προλογίζει μόνο το έργο, στην οποία ο συγγραφέας γράφει: «Το Μαουτχάουζεν είναι μια αληθινή ιστορία, όπως την ξανάζησα τις ώρες που ξανάβλεπα παλιές σημειώσεις, και προσπαθούσα να τη “θυμηθώ”» (έκδ. 1965, Θεμέλιο). Ο τόνος είναι σεμνός και κάπως διστακτικός. Στη β’ έκδ. του 1970, μεσούσης της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ένα μικρό προλογάκι που υπογράφουν οι «εκδόσεις α β γ» του Ε. Κόττη, ξεκινά ως εξής: «Το Μαουτχάουζεν είναι για πολλούς μια αυθεντική αφήγηση και μια πολύτιμη ιστορική μαρτυρία· για τους νεώτερους είναι και μια επίκαιρη συμβο- 26 the books’ journal #136 [Νοέμβριος 2022] λική παρουσία». Μάλλον υπαινιγμός στη δικτατορία οι τελευταίες λέξεις, κλείσιμο ματιού στον υποψιασμένο αναγνώστη. Ιστορική μαρτυρία, εδώ και αξιοδότηση του έργου. Η έκδοση αυτή ξεκινά μ’ ένα μεγάλο φωτογραφικό παράρτημα που δεν αφορά το στρατόπεδο, δεν περιέχει καμία φωτογραφία του Μαουτχάουζεν, αλλά διάφορες μεταπολεμικές φρικαλεότητες. Το φωτογραφικό παράτημα καλύπτει 14 σελίδες δίχως αρίθμηση κι έχει τίτλο «σαν πρόλογος». Η πρώτη φωτογραφία είναι η ατομική βόμβα στη Χιροσίμα κι ακολουθούν φωτογραφίες από τη Χιροσίμα, την Μπιάφρα αλλά και τα σοβιετικά τανκς στην Ουγγαρία. Στον πρόλογο του 1995, ο Καμπανέλλης δεν εντάσσει το έργο του στη στρατοπεδική λογοτεχνία, δεν μοιάζει να γνωρίζει ομόλογα έργα. Αντίθετα, επιμένει στην πρωτοτυπία του, που είναι γεγονός, να διηγηθεί το στρατόπεδο μετά την απελευθέρωσή του. Κι εκεί λέει κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον για το τι αντιπροσώπευε το στρατόπεδο μετά τις 5 Μαΐου 1945: Ηταν σε εμβρυακή μορφή η κατάσταση του μεταπολεμικού κόσμου, του έτοιμου να αλληλοεξοντωθεί μόλις καταλάγιασαν οι δοξολογίες για τη νίκη των καλών συμμάχων κατά των εχθρών της ανθρωπότητας και οι ευχές «Ποτέ πια! Ποτέ πια!». (σ. 9-10) Το Μαουτχάουζεν αποτελεί ένα μόνο στοιχείο του πελώριου στρατοπεδικού σύμπαντος που έστησαν οι ναζί και αυτό διατυπώνεται με την εξής οξυδερκή παρατήρηση στον πρόλογο της έκδοσης του 1970, συνδέοντας με πολύ δυνατό τρόπο το παρελθόν με το μέλλον: Μόνον έτσι καταλαβαίνουμε γιατί το Άουσβιτς, το Νταχά- ου, το Μαουτχάουζεν και τόσα άλλα χιτλερικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως κι εκτελέσεως, έσπασαν τα συρματοπλέγματά τους όχι για να χαθούν, μα για ν’ απλωθούν και ν’ αγκαλιάσουν σ’ αγκαλιά θανάτου τη Γη του μεταπολέμου. […] Το Μαουτχάουζεν ανήκει πια στο παρελθόν που τεκμηριώνει το μέλλον. (χωρίς αρ. σ., εκδ. α β γ, 1970). Όλα αυτά δεν είναι λοιπόν «παλιές ιστορίες, που δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν…», αλλά απεναντίας είναι η ρίζα του κακού η οποία ενυπάρχει σε κάθε ολοκληρωτισμό και ρατσισμό που θα συνεχίσει να υπάρχει μετά την κατάρρευση του Γ’ Ράιχ με διαφορετικές εκφάνσεις. Και το κλείσιμο του έργου, με την αναφορά στην ατομική βόμβα που έριξαν οι Αμερικανοί στη Χιροσίμα, είδηση την οποία διαβάζει μέσα στο ιταλικό τρένο της επιστροφής, σηματοδοτεί όπως γράφει « πως άρχιζε μια νέα εποχή». Το αφήγημα γράφτηκε εν θερμώ μια πρώτη φορά, σ’ ένα χειρόγραφο χιλίων σελίδων, πλημμυρισμένο από τη νωπή μνήμη αλλά δίχως τη δέουσα απόσταση κι επεξεργασία. Το 1947 «έσκισε» αυτά τα χειρόγραφα, σύμφωνα με το οπισθόφυλλο της πρώτης έκδοσης, και αφοσιώθηκε στη συγγραφή θεατρικών έργων. Δεν ξέρω αν έσκισε εξ ολοκλήρου τα πρώτα χειρόγραφα, αν κράτησε σημειώσεις ή αν τα έθαψε σε κάποιο συρτάρι.3 Ίσως είναι αυτά τα χαρτιά «οι παλιές σημειώσεις» που αναφέρει στον πρόλογο του 1965. Πέρα από τους προσωπικούς του λόγους, ποιον θα ενδιέφερε αυτό το χειρόγραφο-ποταμός ενός άγνωστου νέου μέσα στην αγριότητα και τη δίνη της Ελλάδας του εμφυλίου; Μετά τη δημοσίευση μιας πρώτης μορφής σε συνέχειες στην εφημερίδα Ελευθερία, που έτυχε πολύ Donald R. Ornitz / USHMM / National Archives and Records Administration, College Park θετικής απήχησης στις αρχές της δεκαετίας του 1960, και μετά την ενθάρρυνση ομοτέχνων, όπως ο Βασίλης Βασιλικός, ο Καμπανέλλης επεξεργάζεται το σύνολο, υπογράφει τον πρόλογο το 1963 και παραδίδει το χειρόγραφό του στον αριστερό εκδοτικό οίκο Θεμέλιο του εμπνευσμένου Μίμη Δεσποτίδη. Το βιβλίο θα προλάβει να δει το φως της δημοσιότητας το 1965, δυο χρόνια πριν από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου. Αυτή η έκδοση, λοιπόν, προϊόν λογοτεχνικής γραφής, ξαναδουλεμένη από τον συγγραφέα που είναι τώρα ένας έμπειρος και αναγνωρισμένος θεατρικός συγγραφέας, εγγράφεται κι αυτή στη «χαμένη άνοιξη», στην άνθηση εκείνη των γραμμάτων και των τεχνών που πρόλαβε να δει το φως πριν από τη δικτατορία. Αυτά από την ελληνική σκοπιά. ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ; Από τη διεθνή σκοπιά τώρα. Το οπισθόφυλλο της έκδοσης του 1965, στο οποίο δημοσιεύεται μόνο βιογραφικό του συγγραφέα, κλείνει ως εξής: Το Μαουτχάουζεν είναι η πρώτη πεζογραφική δουλειά του Ι. Καμπανέλλη και όπως λέει ο ίδιος μια «κατ’ εξαίρεσιν» απομάκρυνση από το θέατρο, για την εκπλήρωση ενός χρέους. (οπισθόφυλλο α’ έκδ.) Το χρέος αυτό, γνωστό ως χρέος της μνήμης, ανέλυσαν οι μεγάλοι συγγραφείς της στρατοπεδικής λογοτεχνίας και ιδιαίτερα ο Πρίμο Λέβι. Την ίδια αίσθηση του χρέους μοιράζεται κι ο Καμπανέλλης. Αυτό από μόνο του τον εγγράφει στη χορεία των συγγραφέων που ανταποκρίθηκαν στο ηθικό αίτημα να αναπλάσουν την ακραία εμπειρία σε γραφή. Το 1947, όταν ο Καμπανέλλης έσκισε ή καταχώνιασε το χειρόγραφό του, στην Ιταλία και στη Γαλλία θα εκδοθούν δύο από τα σημαντικότερα έργα της στρατοπεδικής λογοτεχνίας. Το Μαουτχάουζεν λοιπόν θα μπορούσε να συμβαδίζει με τα πρώτα πρώτα έργα αν είχε εκδοθεί το 1947. Ο Καμπανέλλης, όπως ο Πρίμο Λέβι στο Τορίνο κι ο Ρομπέρ Αντέλμ στο Παρίσι, είναι από τους λίγους συγγραφείς που θα γράψουν άμα τη επιστροφή τους. Οι περισσότεροι, όπως ο Χόρχε Σεμπρούν, χρειάστηκαν «Στις 5 του Μάη, λίγο πριν απ’ το μεσημέρι, ένα θεόρατο αμερικάνικο τάνκ, καπνισμένο και σημαδεμένο απ’ τον πόλεμο, γκρέμισε την πύλη του Μάουτχάουζεν και μπήκε στον περίβολο». Έτσι αρχίζει το Μαουτχάουζεν, το μοναδικό μυθιστόρημα του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο οποίος με καθυστέρηση επέλεξε να ανακαλέσει τις τραυματικές μνήμες του από την κράτησή του εκεί, τη διετία 1943-45. πολύ χρόνο. Αν όμως το Se questo e un uomo, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, του Πρίμο Λέβι και το L’Espèce humaine, Το ανθρώπινο είδος, του Ρομπέρ Αντέλμ, κυκλοφόρησαν ήδη το 1947 στο Τορίνο και στο Παρίσι αντίστοιχα 4, ο Καμπανέλλης θα χρειαστεί άλλα δεκαέξι χρόνια, από το 1947 έως το 1963, για να παραδώσει το ολοκληρωμένο έργο. Όταν ο Καμπανέλλης υπογράφει τον λιτό πρόλογό του το 1963, εγγράφεται εν αγνοία του σ’ ένα έτος-σταθμό για τη στρατοπεδική λογοτεχνία, που είναι εκείνη η χρονιά. Συμβαδίζει και συνομιλεί με τους κορυφαίους της συγγραφείς και στοχαστές. Στην έρευνά μου έχω εντοπίσει και συνδυάσει τα εξής: Το 1963 ο Χόρχε Σεμπρούν εκδίδει το πρώτο του βιβλίο, Το μεγάλο Ταξίδι, στις εκδ. Γκαλιμάρ (πρώτο βιβλίο των εκδ. Εξάντας της Μάγδας Κοτζιά στη Μεταπολίτευση, μεταφρασμένο από την πέννα του Άρη Αλεξάνδρου). Αμέσως μετά την έκδοση, ταξιδεύοντας στην Ιταλία, ο Σεμπρούν θα ανακαλύψει τον Λέβι με το δεύτερο βιβλίο του, La Tregua, H ανακωχή, που έχει μόλις εκδοθεί την ίδια χρονιά, κι αργότερα θα μιλή- σει γι’ αυτή του την ανακάλυψη στο Γραφή ή ζωή. Ο Ζορζ Περέκ, την ίδια χρονιά, θα γράψει με αφορμή το Ανθρώπινο είδος του Ριμπέρ Αντέλμ και για να νομιμοποιήσει την ένταξη αυτών των έργων στη λογοτεχνία: Η λογοτεχνία είναι αξεδιάλυτα δεμένη με τη ζωή, με την αναγκαία προέκταση της εμπειρίας, την προφανή της κατάληξη, το αναγκαίο της συμπλήρωμα. Κάθε εμπειρία εκβάλλει στη λογοτεχνία και κάθε λογοτεχνία αρδεύεται από την εμπειρία […]. 5 Κλείνει το κείμενο λέγοντας πως έργα στρατοπεδικής λογοτεχνίας όχι μόνο ανήκουν στη λογοτεχνία, αλλά την επαναπροσδιορίζουν. O Χόρχε Σεμπρούν επισημαίνει το έτος 1963 σαν χρονική στιγμή στην οποία αρχίζει να σπάει η σιωπή που κάλυψε το έγκλημα των ναζιστικών στρατοπέδων το οποίο οι κοινωνίες αρνούνταν να ακούσουν: Σαν, πέρα από κάθε βιογραφική συγκυρία, να είχε ωριμάσει αντικειμενικά μια ωριμότητα ακοής, μες από τις σκοτεινές και δυσερμήνευτες ιστορικές διαδρομές. Ωριμότητα ακόμη πιο συναρπαστική και συγκλονιστική, καθώς συμπίπτει και με τις πρώτες μαρτυρίες από το σοβιετικό Γκουλάγκ που κατόρθωσαν να υπερβούν το παραδοσιακό φράγμα δυσπιστίας και παραγνώρισης της Δύσης: το αφήγημα του Αλεξάντερ Σολτζενίτσιν, Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς, εκδόθηκε την ίδια εκείνη άνοιξη του ’63.6 Επανέρχομαι λοιπόν στον Καμπανέλλη. Η υπόθεσή που υποστηρίζω είναι πως το Μαουτχάουζεν αποτελεί έργο ομόλογο με τα έργα που προανέφερα και πως είναι εφάμιλλο ως προς τη λογοτεχνική του αξία. Μαζί με το Stalag VI C. Ημερολόγιο της ομηρίας του Όμηρου Πέλλα, που εκδίδεται το 1961, ένα χρόνο πριν από τον πρόωρο θάνατο του συγγραφέα, είναι τα δύο ελληνικά έργα στρατοπεδικής λογοτεχνίας που στέκονται δίπλα στα μείζονα και διεθνώς αναγνωρισμένα έργα αυτής της κατηγορίας. Αποτελούν την ελληνική φωνή της. the books’ journal #136 [Νοέμβριος 2022] 27 Collections UShmm Γυναίκες κρατούμενες στο Μαουτχάουζεν, φωτογραφημένες στην απελευθέρωση. Ο Καμπανέλλης έγραψε ένα μόνο έργο για το στρατόπεδο, όπως κι ο Αντέλμ. Όμως το Μαουτχάουζεν έχει περισσότερες εκλεκτικές συγγένειες με το έργο του Χόρχε Σεμπρούν, που επανήλθε με πολλά βιβλία στο στρατόπεδο, το οποίο έγινε πυρήνας ενός μέρους του έργου του. Στο έργο του Η γραφή ή η ζωή, ο Σεμπρούν ανέλυσε διεξοδικά τους λόγους της καθυστερημένης γραφής αλλά και το πόσο η λογοτεχνική μορφή ήταν σημαντική γι’ αυτόν. Η ανεπεξέργαστη αφήγηση των γεγονότων που προσπαθεί να είναι πιστή όχι μόνο δεν τον ικανοποιούσε, αλλά θεωρούσε ότι πρόδιδε την τραγική πραγματικότητα. «Η πραγματικότητα πρέπει να επινοηθεί για να γίνει αλήθεια», είναι μια δική του φράση-κλειδί, με την έννοια ότι ερμηνεύει τον τρόπο που έγραψε.7 Νομίζω πως κάτι αντίστοιχο κάνει ο Καμπανέλλης, στήνει ένα μυθοπλαστικό σύμπαν, γιατί όσο κι αν υπήρξαν στην πραγματικότητα, ο Ιάκωβος και η Γιαννίνα, μέσα από το βιβλίο αναδεικνύονται σε λογοτεχνικούς ήρωες και μάλιστα πολύ δυνατούς. Επεξεργάζεται λοιπόν την εμπειρία και σε βάθος χρόνου τη μετατρέπει σε λογοτεχνία. Γυναικείο πρόσωπο που να ενσαρκώνει και τη γυναικεία συνθήκη του στρατοπέδου δεν υπάρχει στα άλλα έργα ανδρών συγγραφέων, όπως είναι και φυσικό, αφού άνδρες και γυναίκες κρατούνταν χωριστά. Για τη γυναικεία εμπειρία προστρέχουμε σε έργα γραμμένα από γυναίκες. Ο Καμπανέλλης δείχνει όμως μια ιδιαίτερη ευαισθησία και στο θέμα των γυναικών, πέρα από την ίδια τη Γιαννίνα. Ο Σεμπρούν έπαιξε πολύ με το χρόνο, το παρόν είναι η αφετηρία για να γίνονται διαρκώς φυγές προς το παρελθόν και προς το μέλλον, τα οποία διεισδύουν συνεχώς στο παρόν. Ο Καμπανέλλης θα χρησιμοποιήσει πολύ τα φλας μπακ, τις αναδρομές στο παρελθόν, τα οποία είναι δομικά στο έργο του. Έτσι, ενώ η αφήγηση ξεκινά με την είσοδο των αμερικανών απελευθερωτών του στρατοπέδου, δύο ιστορίες θα εκτυλίσσονται παράλληλα. Η ιστορία του Μαουτχάουζεν τον πρώτο καιρό της απελευθέρωσης και η ιστορία του Μαουτχάουζεν την εποχή των ναζί. Μέσα από εγκιβωτισμένες αφηγήσεις θα ζωντανέψει το στρατόπεδο σε όλη του την αγριότητα και τις πολυποίκιλες διαστάσεις. Υπάρχουν όμως και ουσιαστικές διαφορές. Ο Σεμπρούν, μέλος σημαντικής ισπανικής οικογένειας εξόριστης λόγω Φράνκο, εκτοπίστηκε στο Μπούχενβαλντ ως γάλλος αντιστασιακός. Η πολιτικοποίησή του προϋπήρχε κι είχε συναντηθεί με την πολιτική από τα παιδικά του χρόνια. Αντιθέτως, ο Καμπανέλλης θα μπορούσε την άνοιξη του 1943 να είχε γίνει μέλος της νεοϊδρυμένης ΕΠΟΝ (Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων), που κατακτούσε με γοργό ρυθμό τη νεολαία από τη μια ώς την άλλη άκρη της Ελλάδας κι εξαπλωνόταν ταχύτατα. Όμως δεν συνέβη αυτό. Συνελήφθη ακολουθώντας το τρελό σχέδιο ενός έλληνα φίλου του, του Θανάση Παπανικολάου, με τον 28 the books’ journal #136 [Νοέμβριος 2022] οποίο διέφυγαν από την Ελλάδα ελπίζοντας να φτάσουν στην Ελβετία. Συνελήφθησαν όμως στην Αυστρία. Την περιπέτεια αυτή την αφηγείται στο τέλος του βιβλίου με τρόπο λακωνικό και κάπως ευτράπελο. Αποσιωπά τους μήνες που γνώρισε τη φυλακή της Γκεστάπο στη Βιέννη, μαζί με τον φίλο του, πριν την εκτόπισή τους στο Μαουτχάουζεν.8 Ο Καμπανέλλης στο Μαουτχάουζεν θα γνωρίσει τους πολιτικούς κρατούμενους και θα διαμορφώσει τη συνείδηση του μαχόμενου τον φασισμό αριστερού ανθρώπου και βέβαια θα νιώσει στο πετσί του τον ναζισμό. Ιδίως η γνωριμία με τους ισπανούς κομμουνιστές τον σημάδεψε. Δεν θα επεκταθώ άλλο, νομίζω όμως πως όταν λέει σε συνέντευξή του του 2005: «Το Μαουτχάουζεν με καθόρισε ως άνθρωπο. Είμαι ακόμη ένας άνθρωπος του στρατοπέδου», εννοεί ότι τις ιδρυτικές εμπειρίες του τις έζησε στο στρατόπεδο. Ο ΕΡΏΤΑΣ ΣΤΟ ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ. «Αντιμέτωποι με το ακραίο», όπως χαρακτηρίστηκε η εμπειρία κράτησης σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως από τον Τσβέταν Τοντόροφ 9, σ’ αυτήν την «κόλαση», αυτή είναι η συχνότερη μεταφορά, με έκπληξη ανακαλύπτει κανείς ότι η φλόγα του πόθου ή του έρωτα δεν είχε σβήσει ολοκληρωτικά στους νέους ανθρώπους κι ότι στην παραμικρότερη ρωγμή αναδυόταν. Η στρατοπε- δική λογοτεχνία δίνει ενίοτε κάποιες πολύ σπάνιες, αλλά πολύ δυνατές στιγμές κατά τις οποίες νέες γυναίκες και νέοι άνδρες κατόρθωναν, έστω για μια φευγαλέα στιγμή να ανασύρουν θραύσματα της θηλυκότητας, της αρρενωπότητας και του ενδιαφέροντος για το άλλο φύλο, να ξαναγίνουν με δυο λόγια άνδρες και γυναίκες. Διότι βέβαια και αυτή τους την ιδιότητα στόχευε να εξουθενώσει το ναζιστικό στρατόπεδο. Ο häftling που δεν φέρει όνομα αλλά μόνο αριθμό δεν είναι βέβαια ένα άτομο με ζωτικές ορμές, δεν θα αναπαραχθεί και δεν έχει φύλο. Άρα οι στιγμές αυτές είναι στιγμές μεγάλης αντίστασης απέναντι στο στόχο της ολοκληρωτικής εξουθένωσης του ανθρώπου. Έτσι απεδείκνυαν με περίτρανο τρόπο ότι ανήκαν ακόμη στο ανθρώπινο είδος, και συναντούν τον Αντέλμ όταν γράφει στον πρόλογό του: Η κινητήρια δύναμη του αγώνα μας δεν υπήρξε άλλη από την ξέφρενη διεκδίκηση –διεκδίκηση που ήταν σχεδόν πάντα μοναχική– να παραμείνουμε μέχρις εσχάτων άνθρωποι. Οι ήρωες της λογοτεχνίας […] δεν έφτασαν ποτέ στο σημείο να εκφράσουν ως μόνη και τελευταία διεκδίκηση, μια ύστατη αίσθηση ότι ανήκουν στο ανθρώπινο είδος. (σ. 14) Η διεκδίκηση του ανήκειν στο ανθρώπινο είδος, ως ύψιστη αντίσταση. Αυτό γίνεται με διάφορους τρόπους. Όταν ο Αντώνης βοηθάει στη σκάλα των θρήνων τον εξαθλιωμένο κρατούμενο, αυτό αποδεικνύει. Αλλά γίνεται και μέσα από την επαφή με ζωτικές ορμές και συναισθήματα. Το ποίημα που προτάσσει ο Πρίμο Λέβι στο πρώτο του βιβλίο, το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, αρχίζει ως εξής. Κι εδώ η λέξη uomo (που σωστά στον τίτλο του βιβλίου μεταφράζεται άνθρωπος) γίνεται άνδρας. Εσείς που ήσυχοι ζείτε Στο ζεστό σας σπίτι Και το βράδυ γυρνώντας θα βρείτε φαγητό και πρόσωπα φίλων Σκεφτείτε αν αυτό είναι ο άντρας Αυτός Που δουλεύει στη λάσπη Που δεν ησυχάζει ποτέ Που παλεύει για λίγο ψωμί Που πεθαίνει για ένα ναι ή ένα όχι. Η ελληνική γλώσσα προσφέρει την υπέροχη λέξη άνθρωπος, που λείπει σε άλλες γλώσσες, και αρμόζει στον τίτλο. Αλλά όταν πρόκειται για το στίχο, εκεί ταιριάζει η λέξη άνδρας, εφόσον ο Λέβι κάνει ξεχωριστή αναφορά σε άνδρες και γυναίκες. Αν λοιπόν ο άνδρας χάνει την ανθρώπινη υπόστασή του, «την ανθρωπινότητά του», αν μπορούμε να πούμε, εξαιτίας των άθλιων συνθηκών εργασίας και διαβίωσης, η γυναίκα δεν είναι πλέον γυναίκα γιατί έχασε το όνομα και τα μαλλιά της, μέχρι και τη δύναμη να θυμάται.11 Σημείο αναφοράς τα μαλλιά για τη θηλυκότητα, παραμορφώνουν πολύ χειρότερα τις γυναίκες από τους άνδρες όταν τους τα στερούν, κι αυτός ο μεγάλος ακρωτηριασμός γίνεται την πρώτη ημέρα. Τα μαλλιά, ως στοιχείο θηλυκότητας, είναι εξίσου σημαντικά με το όνομα και τη μνήμη, ως στοιχεία ταυτότητας. Όσο για τη φαντασίωση του άνδρα για τον πάντοτε θερμό κόρφο της γυναίκας (της μάνας, της ερωμένης, της συζύγου), μεταμορφώνεται σε ψυχρό και απωθητικό σαν βάτραχος τον χειμώνα. Επιστρέφοντας στο Μαουτχάουζεν, το μεγαλύτερο ίσως μέρος του έργου, εκτυλίσσεται στο απελευθερωμένο στρατόπεδο. Το νήμα της αφήγησης είναι η ερωτική ιστορία που θα ενώσει τον εικοσιτριάχρονο Ιάκωβο από την Ελλάδα και τη Γιαννίνα, τη δεκαεννιάχρονη λιθουανή Εβραιοπούλα στο απελευθερωμένο στρατόπεδο. Ο συγγραφέας-αφηγητής χρησιμοποιεί την αφηγηματική στρατηγική της περιδιάβασης του στρατοπέδου για να δείξει στη Γιανίνα, αλλά συγχρόνως και στον αναγνώστη, ποιο υπήρξε το στρατόπεδο. Έτσι τα μέρη του στρατοπέδου αναδεικνύονται ήδη σε τόπους μνήμης μέσα από την αφήγηση. Την οδηγεί στην περίφημη «σκάλα των θρήνων», τα διακόσια σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο λατομείο γρανίτη του Wiener Graben, όπου το μαρτύριο της καταναγκαστικής εργασίας σκότωνε τους άνδρες. Ο Καμπανέλλης δημιουργεί τον δεύτερο λογοτεχνικό τόπο μνήμης ναζιστικού στρατοπέδου στην ελλη- Albin Michel Σκεφτείτε εάν αυτό είναι η γυναίκα Αυτή Που έχασε Το όνομά της τα μαλλιά της Τη δύναμη να θυμάται Κρύο το στήθος άδεια τα μάτια Σαν βάτραχος το χειμώνα. 10 Νεανική φωτογραφία του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που χρησιμοποιήθηκε για να εικονογραφήσει το εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης του Μαουτχάουζεν. νική λογοτεχνία, μετά το Στάλαγκ του Όμηρου Πέλλα, μεταπλάθοντας τα αληθινά του βιώματα. Την εποχή του ναζιστικού στρατοπέδου άνδρες και γυναίκες κρατούνταν χωριστά και οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους απαγορευόταν αυστηρά. Παρ’ όλα αυτά, μια κάποια σχέση αναδυόταν ενίοτε ανάμεσά σ’ αυτούς τους κρατούμενους που «τα σώματά τους ήταν πετσί και κόκαλο, τα μάγουλά τους ρουφηγμένα και μαλλιαρά από την αβιταμίνωση» (σ. 220). Σε μία από τις αναδρομές του ο Καμπανέλλης μιλά γι’ αυτή τη σχέση νέων ανδρών και γυναικών, στο κεφάλαιο με τίτλο «Ερωτικό…» (σ. 219). Το ηλεκτροφόρο με το ρεύμα υψηλής τάσης και το συρματόπλεγμα με τις σκοπιές δεν ήταν μια απλή τεχνική εγκατάσταση, ένας αδιάβατος φράχτης. Εδώ μια διαταγή όριζε να χωριστεί τελεσίδικα τ’ αρσενικό απ’ το θηλυκό. Μια διαταγή σε μέγεθος μοίρας. Μια διάσπαση του αιωνίου ζεύγους. Ένα παρά φύση κόψιμο των από ουρανό και γη ταγμένων να «έσονται εις σάρκα μίαν». Η ζωή έσπασε, η φύση είχε δολοφονηθεί. Μέσα στο φαΐ ρίχνανε φάρμακα. Οι γυναίκες δεν νιώθανε πια γυναίκες. Τα σημά- δια του μήνα είχανε χαθεί. Οι άντρες είχαν σακατευτεί, ούτε στύσεις, ούτε ονειρώξεις, τα σώματα δείχνανε νεκρωμένα. Κι όμως, αυτές οι Κυριακές ήταν οι μέρες του έρωτα στο Μαουτχάουζεν. Το αλληλοκοίταγμα επί ώρες ατέλειωτες, ανέβαζε στα μεγάλα και βαθιά μάτια την επιθυμία σ’ όλη της την ιερότητα και το σπαραγμό. Κι ένιωθες ένα τράνταγμα στα πόδια, έτσι σαν κάποιος χωμένος βαθιά μέσα στη γη να βροντούσε ένα θεόρατο ταμπούρλο. Αν οι φράχτες ξαφνικά φεύγανε… Άντρες και γυναίκες θα χιμούσαν για μια λυσσασμένη αλληλαρπαγή. (σ. 220) Από τα φάρμακα που έβαζαν στην τροφή, οι άνδρες είχαν χάσει τις ορμές τους και οι γυναίκες επιπλέον του πόθου είχαν χάσει και την περίοδό τους. Στη συγκλονιστική τριλογία της Το ΄Αουσβιτς και το μετά,12 η Σαρλότ Ντελμπό, που βίωσε το Άουσβιτς και το Ράβενσμπρουκ, το κατεξοχήν στρατόπεδο των γυναικών, μίλησε για τη συνθήκη των κρατουμένων γυναικών τόσο την εποχή του στρατοπέδου όσο και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Πείνα για τροφή και σεξουαλική πείνα: και οι δύο στερήσεις είναι εξίσου φριχτές για νέους ανθρώπους, γυναίκες και άνδρες. Όταν όμως αφυπνίζεται ο πόθος, παρά την εξαθλίωση και τις απειλές, και διεκδικεί τα δικαιώματά του, πρόκειται για πράξη αντίστασης. Γιατί μπορούμε να σκεφτούμε με τον Πρίμο Λέβι πως ο άνδρας και η γυναίκα είναι επίσης αυτοί που μπορούν και να νιώσουν πόθο και να τον προκαλέσουν. Στους πρώτους μήνες του απελευθερωμένου στρατοπέδου ο αφηγητής περιγράφει μια γιορτή των γυναικών μεταξύ τους. Τις παρατηρεί έκπληκτος γιατί υπήρχε κάτι τι το μυστηριώδες σ’ αυτές τις γυναίκες που χορεύαν αγκαλιασμένες, ντυμένες με τα καινούργια τους φορέματα που είχαν ράψει από κουρτίνες, σεντόνια ή τραπεζομάντιλα. «Χαίρονταν μια βαθιά χαρά που πετάριζε και λαμπύριζε στα μάτια τους. […] κι η μικρή Στέλλα, στολισμένη σα ζωγραφιά, σώπαινε και χαμογελούσε πάνω στο τραπέζι. […] Της είχανε βάψει τα χείλια, τα μάγουλα, τα φρύδια, παραπάνω απ’ όσο θα ’πρεπε, κι ήταν, αστεία, νόστιμη και ξωτικιά μαζί. Η μικρή Στέλλα είχε τεντώσει το χέρι και έδειχνε προς το μέρος μου. Στο αδύνατο χέρι της ήταν περασμένο ένα βραχιόλι από κορδονέτο και φούντες» (σ. 114). Ο αφηγητής επιμένει να του the books’ journal #136 [Νοέμβριος 2022] 29 αποκαλύψουν τι γορτάζουν κι η Χάνα του είπε πόσο φοβόντουσαν ότι είχαν χάσει για πάντα την περίοδό τους και τη δυνατότητα να τεκνοποιήσουν: «Και σήμερα τα χαράματα η μικρή Στέλλα είχε αίμα!... Η πρώτη!» (σ. 115) Ο φόβος δεν ήταν δίχως έρεισμα, διότι όντως πολλές από τις κρατούμενες των στρατοπέδων, ειδικά του Άουσβιτς-Μπίρκεναου, δεν μπόρεσαν πια να τεκνοποιήσουν. Η ιστορία του Ιάκωβου και της Γιανίνας, όσο δυνατή κι αν είναι, δεν θα μπορέσει να αντέξει στη μετά το στρατόπεδο ζωή και, παρά τις προσπάθειές του, εκείνη θα επανέλθει στον σύζυγό της. Ήταν ένας έρωτας του στρατοπέδου. Ο αποχωρισμός στο σταθμό του τρένου που εκείνη δεν θα έρθει τελικά είναι μια τρομερά δυνατή στιγμή. ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΒΡΑΙΟΙ ΤΟΥ ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ Το Μαουτχάουζεν έχει μια ιδιαίτερη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία και από μία άλλη άποψη, που έχει περάσει μάλλον απαρατήρητη ώς τώρα. Μετρημένα στα δάχτυλα είναι τα λογοτεχνικά έργα που αναφέρονται στο Ολοκαύτωμα μέχρι τη δεκαετία του 2010 τουλάχιστον, όταν μια νέα γενιά συγγραφέων δοκιμάζει να καταπιαστεί με το θέμα, όχι πάντα με επιτυχία. Το 1965, ο Καμπανέλλης είναι ένας από τους πρώτους και τους ελάχιστους που τίμησε το θέμα από τη σκοπιά του προσωπικού του βιώματος.13 Η δική του όμως αναφορά έχει τον εξής ιδιαίτερο χαρακτήρα: δεν γνώρισε Εβραίους στον γενέθλιο τόπο, η Νάξος δεν είχε εβραϊκή κοινότητα που να υποστεί εκτόπιση. Δεν βιώνει δηλαδή το τραύμα της μαζικής σύλληψης, εκτόπισης κι εξόντωσης των Εβραίων της πόλης του, όπως ο Δημήτρης Χατζής στα Γιάννενα κι ο Γιώργος Ιωάννου στη Θεσσαλονίκη, για να μείνω σε δύο μείζονες λογοτεχνικές αναφορές. Ούτε στην Αθήνα εξάλλου, γιατί εκείνος φεύγει την άνοιξη του 1943 και οι Εβραίοι της Αθήνας εκτοπίζονται τον Μάρτιο του 1944. Στο Τέλος της μικρής μας πόλης, ο Χατζής και σε διάφορα έργα του ο Ιωάννου, ξεκινώντας από την πρώτη του ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια, που ο πρώτος τίτλος της ήταν Ηλιοτρόπια για τους Εβραίους, αποτύπωσαν το τραύμα της σχεδόν συνολικής εξόντωσης του εβραϊκού πληθυσμού των δύο αυτών πόλεων. Ο Καμπανέλλης δεν θα γνωρίσει λοιπόν Εβραίους στην Ελλάδα ούτε θα βιώσει την εκτόπισή τους. Η γνωριμία του με Έλληνες Εβραίους θα γίνει στο στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν, όταν θα φτάσουν εκεί οι επιζώντες του Άουσβιτς, όσοι δηλαδή κατάφεραν να επιβιώσουν και από τις τρομερές πορείες θανάτου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γνωριμία αυτή τον σημάδεψε. Μέσα στο Μαουτχάουζεν, που δεν ήταν στρατόπεδο της «τελικής λύσης», έμαθε τι σήμαινε στρατόπεδο εξοντώσεως Εβραίων, έμαθε τι σήμαινε Άουσβιτς-Μπίρκεναου, θάλαμοι αερίων και καθημερινή εξόντωση χιλιάδων ανθρώπων. Έτσι έγινε σ’ όλα τα ναζιστικά στρατόπεδα όπου έφτασαν επιζώντες του Άουσβιτς, αυτοί έφεραν την είδηση. Ο Σεμπρούν, κρατούμενος στο Μπούχενβαλντ, έχει κάνει μια μεγάλη συζήτηση με τον Ελί Βιζέλ που μετά τις πορείες θανάτου κατέληξε στο Μπούχενβαλντ, όπου αντιπαραβάλλουν την εμπειρία του πολιτικού κρατούμενου και του Εβραίου κρατούμενου στο ΄Αουσβιτς.14 Οι δύο καλύτεροι φίλοι του στο στρατόπεδο είναι ο Θανάσης (Παπανικολάου) κι ο Ίωνας (ο δεύτερος είναι Εβραίος από την Ελλάδα). Γι’ αυτήν την ομάδα Ελλήνων Εβραίων που μετά την απελευθέρωση του στρατοπέδου δεν ήθελαν πια να επιστρέψουν στον γενέθλιο τόπο, αλλά είχαν αποφασίσει να φτάσουν με κάθε τίμημα στην Παλαιστίνη, ο Καμπανέλλης θα μείνει οικειοθελώς άλλους τρεις μήνες στο απελευθερωμένο στρατόπεδο, από τον Μάιο ώς τον Αύγουστο του 1945. Θα τους γνωρίσει από κοντά και θα συνδεθεί τόσο βαθιά μαζί τους που θα καθυστερήσει την επιστροφή στην πατρίδα τρεις ολόκληρους μήνες. Πώς μπορεί να φανταστεί κανείς πιο έμπρακτη κίνηση αλληλεγγύης; Συνδέεται λοιπόν μαζί τους με πολύ έντονο συναισθηματικό δεσμό και δεσμεύεται απέναντί τους με μία υπόσχεση που θα τηρήσει: να μη φύγει πριν από αυτούς, να συμβάλει ουσιαστικά ώστε να φύγουν για την Παλαιστίνη. Η ομάδα υπολογίζει πάρα πολύ στη βοήθεια του χαρισματικού διαμεσολαβητή. Τέλος, θα φύγει από το στρατόπεδο την ίδια μ’ εκείνους στιγμή, με το ίδιο φορτηγό, στην επιχείρηση την οργανωμένη από Εβραίους αξιωματικούς. Ούτε σημαίες ούτε επίσημη τελετή αναχώρησης στο φως της μέρας, όπως όταν αναχωρούσαν για τις πατρίδες τους οι άλλες εθνικές ομάδες κρατουμένων. Τα φορτηγά έφυγαν όσο πιο σιωπηλά γινόταν το γλυ- 30 the books’ journal #136 [Νοέμβριος 2022] κοχάραμα και οι επιβάτες έτρεμαν μην πέσουν σε βρετανική περίπολο που θα τους έστελνε πίσω στο στρατόπεδο. Ο Καμπανέλλης μοιράζεται τη μοίρα τους, διακινδυνεύοντας κι ο ίδιος, και δεν τους αποχαιρετά παρά μόνο όταν το φορτηγό προχωρήσει αρκετά στην Ιταλία. Ο αποχαιρετισμός είναι σπαραχτικός. . Αν λάβουμε υπόψη μας ότι μαρτυρίες Ελληνοεβραίων επιζώντων δεν αρχίζουν να δημοσιεύονται πιο συστηματικά στα ελληνικά παρά μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αρχές δεκαετίας του 1990, το Μαουτχάουζεν είναι πραγματικά ένα από τα εντελώς πρώτα βιβλία στην Ελλάδα15 που αναφέρονται στην εκτόπιση και στην εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων, στο «δράμα των Εβραίων», πολύ πριν αυτό ονομαστεί Ολοκαύτωμα ή Shoah και αρχίζει να συνειδητοποιείται από τον δυτικό κόσμο σε όλο του μέγεθος και να μετατρέπεται σε πολιτισμικό τραύμα. Σε μία από τις πρώτες και σημαντικότερες μαρτυρίες, στην Κραυγή για το αύριο της Μπέρρυς Ναχμίας16, η προμετωπίδα είναι οι στίχοι από το Άσμα ασμάτων από τον κύκλο Μαουτχάουζεν. Μια φιλία ζωής συνέδεε την Μπέρρυ Ναχμίας με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη. Η συνεισφορά του λοιπόν είναι τεράστια και από αυτήν την άποψη. zx 1. Επεξεργασμένη μορφή ομιλίας στην εκδήλωση του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και του υπουργείου Πολιτισμού για το έτος Καμπανέλλη, 30 Ιουνίου 2022, στο Μουσείο Μπενάκη, με συνομιλήτριες την Ολυμπία Γλυκιώτη και τη μεταφράστρια του έργου στα γαλλικά Solange Festal-Livanis. Ευχαριστώ για την πρόσκληση τον καθηγητή Πλάτωνα Μαυρομούστακο. 2. Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαουτχάουζεν, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1965 / β’ έκδ.: εκδ. α β γ (Ε. Κόττη & Σία), Αθήνα 1970 / γ’ έκδ. εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1981 / δ’ έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1995 (οριστική έκδοση, αναθεωρημένη από τον συγγραφέα, με νέο πρόλογο). Στη σελίδα τίτλου γράφει «25η έκδοση», εννοεί προφανώς τις ανατυπώσεις. Οι αναφορές στα παραθέματα παραπέμπουν σ’ αυτό το κείμενο. 3. Σ’ αυτό δεν μπόρεσε να με διαφωτίσει ούτε η κόρη του συγγραφέα, την οποία ευχαριστώ για την επικοινωνία μας. 4. Ο Λέβι από τη β΄εκδοση του Se questο e un uomo το 1957 και μετά εκδίδεται πάντοτε από τον Einaudi, κι ο Αντέλμ εκδόθηκε από τον Gallimard, δηλαδή εκδοτικούς οίκους με μεγάλο κύρος στη λογοτεχνία. 5. Κείμενο του Περέκ που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1963 στο περιοδικό Partisans. 6. Χόρχε Σεμπρούν, Η γραφή ή η ζωή, μτφρ. Β. Τομανάς, Εξάντας 1996. 7. Για τον Σεμπρούν βλ. αφιέρωμα του περ. the books’ journal, τχ. 9, Ιούλιος 2011, με κείμενα των Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Κατερίνας Σχινά, Μαρίας Τοπάλη. Το αφιέρωμα εκδόθηκε με την αφορμή του θανάτου του, τον Ιούνιο του 2011. 8. Προφορική μαρτυρία στην εκδήλωση της 30ής Ιουνίου 2022, στο Μουσείο Μπενάκη, από τον γιο τού Θανάση Παπανικολάου. Η Κατερίνα Καμπανέλλη μου επιβεβαίωσε ότι ο πατέρας της έκανε κάποιους μήνες φυλακή στη Βιέννη. Είχαν συλληφθεί διότι συμμετείχαν σε κάποιον αντιστασιακό σύλλογο, άρα προϋπήρξε μια πολιτικοποίηση και η σύλληψή του δεν ήταν τυχαία. 9. Τσβέταν Τοντόροφ, Απέναντι στο ακραίο, εκδ. Εστία 10. Πρίμο Λέβι, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, εκδ. Άγρα, 1997, σ. 11. 11. Στο πρωτότυπο είναι «μέχρι τη δύναμη να θυμάται». 12. Charlotte Delbo, Auschwitz et après, εκδ. du Minuit, Παρίσι 1971. Για τη Σαρλότ Ντελμπό στα ελληνικά βλ. τη μελέτη μου, Ο. Βαρών-Βασάρ, «Σαρλότ Ντελμπό: Το Άουσβιτς και το μετά», στον τόμο Βιογραφία, Αυτοβιογραφία, Ιστοριογραφία, εκδ. Εταιρείας Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα 2021. 13. Το ζήτημα έχει μελετήσει ενδελεχώς η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου στο βιβλίο της Ο άλλος εν διωγμώ (α’ έκδ. Θεμέλιο 1998, β’ έκδ. Πατάκη 2020). Δεν υπάρχει όμως αναφορά στον Καμπανέλλη. 14. Χόρχε Σεμπρούν- Ελί Βιζέλ, Η σιωπή είναι αβάσταχτη, μτφρ. Β. Τομανάς, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 2000. 15. Μαζί με το Οι Εβραίοι κάποτε, της Λιλής Ζωγράφου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1973, 1983 (α’ εκδ. 1966), τα Ματωμένα χρόνια του Σωτήρη Πατατζή, Αθήνα 1964 και την Τζιοκόντα, του θεσσαλονικιού ψυχίατρου Νίκου Α. Κοκάντζη το 1975 (επανέκδοση 2005). 16. Μπέρρυ Ναχμίας, Κραυγή για το αύριο, επιμέλεια-επίμετρο Οντέτ Βαρών-Βασάρ, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2020.