[go: up one dir, main page]

Academia.eduAcademia.edu

Η διπλωματία μεταξύ 1 ης και 2 ης τουρκικής εισβολής

2021, Η ΔΕΛΤΟΣ

Στις 20 Ιουλίου 1974 η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε γενική επιστράτευση. Την ίδια μέρα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κάλεσε όλα τα εμπόλεμα μέρη να σταματήσουν τις εχθροπραξίες. Με τη μεσολάβηση του αμερικανού υφυπουργού εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο ανάμεσα στις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, συμφωνήθηκε η κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο στις 22 Ιουλίου 1974. Συμφωνήθηκε επίσης να συγκληθεί στις 25 Ιουλίου 1974 τριμερής διάσκεψη (Βρετανίας Ελλάδας Τουρκίας) για το Κυπριακό στη Γενεύη. Στο παρόν κείμενο θα αναπτυχθούν οι κυριότερες διπλωματικές ενέργειες που λήφθηκαν από την τριμερή διάσκεψη στη Γενεύη μέχρι και τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.

Αλέκου, Αλέξης (2021) «Η διπλωματία μεταξύ 1ης και 2ης τουρκικής εισβολής». Η Δέλτος, 7, σσ. 177-189 Δρ. Αλέξης Αλέκου Ιστορικός, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου Η διπλωματία μεταξύ 1ης και 2ης εισβολής Εισαγωγή Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου στην Κύπρο, ως αποτέλεσμα πολιτικών συγκρούσεων μιας ολόκληρης δεκαετίας, τόσο εντός της ελληνοκυπριακής κοινότητας όσο και μεταξύ Λευκωσίας Αθηνών, πέτυχε να ανατρέψει την κυβέρνηση Μακαρίου και να θέσει το κράτος υπό τον έλεγχο της Εθνικής Φρουράς. Η απόδραση του Μακαρίου από το βομβαρδισμένο προεδρικό μέγαρο και η διαφυγή του στην Πάφο, η έκκληση του από το ραδιοφωνικό σταθμό της Πάφου προς τους Κύπριους για αντίσταση στο πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών, οι συγκρούσεις πιστών στον Μακάριο αστυνομικών μονάδων και ένοπλων ομάδων με την Εθνική Φρουρά, και τέλος ο βομβαρδισμός του λιμανιού και του ραδιοφωνικού σταθμού της Πάφου στις 16 Ιουλίου 1974 από την ελληνική ακταιωρό «Λεβέντης» μετέτρεψαν το «αστραπιαίο πραξικόπημα» που είχε επιδιώξει ο Ιωαννίδης σε ανοικτή στρατιωτική επέμβαση της Ελλάδας στην Κύπρο. Για να αμβλυνθεί αυτή η εντύπωση, οι πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς προχώρησαν στο σχηματισμό νέας κυβέρνησης υπό το Νίκο Σαμψών, η οποία δεν ήταν της απόλυτης έγκρισης της ελληνικής χούντας.1 Η πραξικοπηματική κυβέρνηση Σαμψών εναπόθεσε τις ελπίδες της στην αμερικανική υποστήριξη, η οποία όμως μέχρι και τις 18 Ιουλίου δεν είχε ακόμα πάρει θέση για τη νέα εξέλιξη. Παράλληλα, ο Μακάριος ο οποίος είχε διαφύγει από την Κύπρο, το απόγευμα της 17ης Ιουλίου συναντήθηκε στο Λονδίνο με τον βρετανό πρωθυπουργό Χάρολντ Γουίλσον, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι η Μ. Βρετανία εξακολουθούσε να τον αναγνωρίζει ως το μόνο νόμιμο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις 19 Ιουλίου 1974 ο Μακάριος απευθύνθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, όπου κατάγγειλε τα γεγονότα στην Κύπρο όχι ως πραξικόπημα, αλλά ως ξένη εισβολή: «Δεν έγινε επανάστασις εις Κύπρον, η οποία θα ηδύνατο να θεωρηθή ως μία εσωτερική υπόθεσις. Ήτο μια εισβολή, η οποία παραβίασε την ανεξαρτησίαν και την κυριαρχίαν της Δημοκρατίας. Και η Μηλιός Γ. – Κυπριανίδης Τ., "Το Κυπριακό μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο. Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική. Μέρος Δ' (1974-1977), Θέσεις τ. 29, 1989. 1 εισβολή συνεχίζεται, εφ' όσον υπάρχουν Έλληνες αξιωματικοί εις Κύπρον (...) Τα γεγονότα εις Κύπρον δεν αποτελούν εσωτερικήν υπόθεσιν των Ελλήνων της Κύπρου. Οι Τούρκοι της Κύπρου επηρεάζονται επίσης. Το πραξικόπημα της Ελληνικής χούντας είναι μια εισβολή, και εκ των συνεπειών της θα υποφέρη όλος ο λαός της Κύπρου: Αμφότεροι Έλληνες και Τούρκοι».2 Προηγήθηκε βέβαια η επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ στο Λονδίνο στις 17 Ιουλίου 1974, όπου ζήτησε από τη βρετανική κυβέρνηση να αναλάβει από κοινού με την Τουρκία στρατιωτική δράση στη βάση της Συνθήκης Εγγύησης, για να αποτραπεί η ελληνική επέμβαση στην Κύπρο. Η βρετανική κυβέρνηση αρνήθηκε την πρόταση της Τουρκίας και στις 20 Ιουλίου 1974 άρχισε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο με απόβαση στην περιοχή της Κερύνειας και κατάληψη μέχρι τις 22 Ιουλίου 1974 μιας στενής λωρίδας εδάφους που συνέδεε την Κερύνεια με τον τουρκοκυπριακό τομέα της Λευκωσίας. Η αντίσταση από την ελληνοκυπριακή εθνοφρουρά και τις δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ υπήρξε σθεναρή, αλλά ασυντόνιστη. Ο ρόλος που διαδραμάτιζαν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις στην Κύπρο, αλλά και οι χουντικοί αξιωματικοί της εθνοφρουράς, ένας ρόλος διαρκούς υπονόμευσης της κυβέρνησης Μακαρίου, είχε απορυθμίσει το σύνολο των Ενόπλων Δυνάμεων σε ότι αφορούσε την πραγματική τους αποστολή που ήταν η υπεράσπιση της Κύπρου από κάθε ξένο εισβολέα. Επιπρόσθετα, το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου είχε επιφέρει σημαντική εξασθένιση όλου του αμυντικού μηχανισμού. Έτσι παρά το γεγονός ότι οι ελληνοκύπριοι και η ΕΛΔΥΚ σε πολλές περιπτώσεις επέδειξαν σθένος και αυτοθυσία, οι επιτυχίες των Τούρκων από την πρώτη μέρα ήταν σημαντικές και χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Στις 20 Ιουλίου 1974 η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε γενική επιστράτευση. Την ίδια μέρα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κάλεσε όλα τα εμπόλεμα μέρη να σταματήσουν τις εχθροπραξίες. Με τη μεσολάβηση του αμερικανού υφυπουργού εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο ανάμεσα στις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, συμφωνήθηκε η κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο στις 22 Ιουλίου 1974. Συμφωνήθηκε επίσης να συγκληθεί στις 25 Ιουλίου 1974 τριμερής διάσκεψη (Βρετανίας Ελλάδας Τουρκίας) για το Κυπριακό στη Γενεύη.3 Στο παρόν κείμενο θα αναπτυχθούν οι κυριότερες διπλωματικές ενέργειες που λήφθηκαν από την τριμερή διάσκεψη στη Γενεύη μέχρι και τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. 2 3 Κρανιδιώτης Ν., Ανοχύρωτη Πολιτεία. Κύπρος 1960-1974. Αθήνα, Εστία. 1985, σελ. 393-394 Μηλιός Γ. – Κυπριανίδης Τ., "Το Κυπριακό μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο…” ό.π. Η Τριμερής Διάσκεψη για την Κύπρο (Γενεύη, 25 Ιουλίου 1974) Μετά το πέρας του πρώτου κύματος των εχθροπραξιών, και µε βάση την παράγραφο 5 του ψηφίσματος 353 (της 20ής Ιουλίου 1974) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, διοργανώθηκε τριμερής διάσκεψη για την Κύπρο στο Μέγαρο των Εθνών στη Γενεύη στην οποία έλαβαν μέρος η Ελλάδα, Τουρκία και Ηνωμένο Βασίλειο, τις οποίες εκπροσώπησαν οι Υπουργοί Εξωτερικών Γεώργιος Μαύρος, Τουράν Γκιουνές και Τζέιμς Κάλαχαν αντίστοιχα.4 Η πρώτη μέρα της διάσκεψης αναλώθηκε σε διαδικαστικά ζητήματα και ολοκληρώθηκε με κοινό ανακοινωθέν των τριών Υπουργών Εξωτερικών: «Οι Υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας, Τουρκίας και Ηνωμένου Βασιλείου, κατά την πρώτη συνάντησή τους στη Γενεύη, την 25η Ιουλίου, εξέτασαν το ψήφισμα 353 του Συμβουλίου Ασφαλείας, και ιδιαίτερα την έκκληση για την αποκατάσταση της ειρήνης στη Δημοκρατία της Κύπρου, που περιέχεται σε αυτή. Λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς συνθήκες, στις οποίες το ψήφισμα αυτό αναφέρεται, επαναβεβαίωσαν την προσήλωσή τους σε αυτό καθώς και την αποφασιστικότητά τους να πραγματοποιήσουν τους αντικειμενικούς σκοπούς που αυτό ορίζει».5 Το γενικόλογο αυτό ανακοινωθέν έρχεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις του Μπουλέντ Ετσεβίτ, ο οποίος την ίδια μέρα στην Άγκυρα, δήλωσε πως «η παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο είναι αμετάκλητη», ενώ ο Ραούφ Ντενκτάς στη Λευκωσία τόνισε ότι «η Τουρκία δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψει την Κερύνεια στους Ελληνοκύπριους».6 Όταν κατά τη διάρκεια της τριμερούς διάσκεψης οι Υπουργοί Εξωτερικών εισήλθαν στα πρακτικά ζητήματα της ημερήσιας διάταξης, διαφάνηκαν οι ουσιαστικές διαφορές που χώριζαν τις θέσεις τους. Ο Γκιουνές υποστήριξε ότι η συμφωνία για την εκεχειρία δεν δεσμεύει την Τουρκία και ότι για αυτή, προτεραιότητα δεν ήταν τόσο το ζήτημα της κατάπαυσης του πυρός αλλά η συνολική λύση του κυπριακού. Η θέση αυτή καταδείκνυε την αποφασιστικότητα της Τουρκίας να εκμεταλλευτεί τη χρονική συγκυρία όπου οποιαδήποτε απόφαση θα ήταν αποτέλεσμα των νέων δεδομένων τα οποία μορφοποιήθηκαν με στρατιωτικά μέσα. Ο Μαύρος χαρακτήρισε ως απαράδεκτες τις θέσεις Γκιουνές και υποστήριξε ότι αντικείμενο της διάσκεψης δεν ήταν η επίλυση του Κυπριακού αλλά η εφαρμογή του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας, και κυρίως η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός. Μπροστά στο αδιέξοδο, οι Βρετανοί πρότειναν, και έγινε αποδεκτό από την Τουρκία και την Ελλάδα, η διάσκεψη να διακοπεί προσωρινά για να γίνουν επιμέρους διαβουλεύσεις. Κατά τη διάρκεια αυτής Σακελλαρόπουλος Σ., Ο Κυπριακός Κοινωνικός Σχηματισμός (1191-2004), Αθήνα. Τόπος. 2017, σελ. 607 Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη Πολιτεία, ό.π., σελ. 444 6 Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη Πολιτεία, ό.π., σελ. 444-445 4 5 της διακοπής, πραγματοποιήθηκαν διμερείς επαφές μεταξύ όλων των μερών, και αποφασίστηκε να συγκληθεί μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων που να προτείνει προτάσεις και ιδέες άρσης του αδιεξόδου. Έτσι, οι τρεις αντιπροσωπίες συναντήθηκαν ξανά στις 30 Ιουλίου, και αφού μελέτησαν τις προτάσεις των εμπειρογνωμόνων, συμφώνησαν στα ακόλουθα: α)Να µην επεκταθούν περαιτέρω οι περιοχές που είχαν στην κατοχή τους οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές κατά την 30ή Ιουλίου, ώρα Γενεύης 22:00. β)Να δημιουργηθεί µία ζώνη ασφαλείας γύρω από τις θέσεις που κατείχαν τα τούρκικά στρατεύματα τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα. γ)Να μειωθούν βαθμιαία οι ένοπλες δυνάμεις που βρίσκονταν στο νησί. δ)Να επιστραφούν στους τουρκοκύπριους όλοι οι θύλακες που είχαν καταληφθεί από ελληνοκύπριους. Στη συνέχεια, υπογράφηκε κοινή διακήρυξη, η οποία συνοδευόταν από την ακόλουθη κοινή δήλωση των τριών Υπουργών Εξωτερικών: «Οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου διευκρινίζουν, ότι η συμμόρφωση των Κυβερνήσεων τους προς το περιεχόμενο της σημερινής Διακήρυξης δεν επηρεάζει τις απόψεις ενός εκάστου επί της ερμηνείας ή της εφαρμογής της Συνθήκης Εγγύησης του 1960, ή των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη αυτή».7 Η συγκεκριμένη διακήρυξη ουσιαστικά αντανακλά τα αποτελέσματα της στρατιωτικής ήττας που υπέστη η ελληνοκυπριακή πλευρά από την τουρκική εισβολή. Με εξαίρεση μερικά γκρίζα σημεία, στην πραγματικότητα πρόκειται για μια σημαντική επιτυχία της τουρκικής διπλωματίας, αφού επετεύχθη να αγνοηθεί το ψήφισμα 353 του Συμβουλίου Ασφαλείας και ιδιαίτερα η παράγραφος 3 που αφορούσε την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων, και επιπρόσθετα συμφωνήθηκε όχι µόνο η παραμονή των Τούρκων στα εδάφη που είχαν κατακτήσει αλλά και η αποχώρηση των ελληνοκυπρίων από τους τουρκοκυπριακούς θύλακες που είχαν καταλάβει. Ταυτόχρονα, έγινε δεκτή η δημιουργία ζώνης ασφαλείας, η οποία αποτελούσε τον προάγγελο της διχοτόµισης μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Σε αυτό συνέβαλε και η παραδοχή της ύπαρξης δύο κοινοτικών διοικήσεων και όχι ενός ενιαίου και επίσημου κυπριακού κράτους. Κυρίως όμως, η κατάπαυση του πυρός και η παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων λειτούργησε υποβοηθητικά για την Τουρκία η οποία είχε πλέον την ευχέρεια να ενισχύσει τις δυνάμεις της και να κατοχυρώσει στρατιωτικά τις θέσεις της. Συγκεκριμένα, οι Τούρκοι κατόρθωσαν στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εισβολών να ενισχυθούν με περίπου 35.000 άνδρες, 250-300 άρματα μάχης και πάνω από 1.000 οχήματα. Πέρα από αυτά, είχαν 7 Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη Πολιτεία, ό.π., σελ. 449 αποβιβάσει στο νησί πυροβολικό και είχαν εγκαταστήσει εκτενές σύστημα ανεφοδιασμού και επικοινωνιών.8 Η Τριμερής γίνεται Πενταμερής Στις 9 Αυγούστου 1974 άρχισε ο δεύτερος γύρος των διαπραγματεύσεων µε τη συμμετοχή και εκπροσώπων των δύο κοινοτήτων, του Γλαύκου Κληρίδη εκ μέρους της ελληνοκυπριακής κοινότητας και του Ραούφ Ντενκτάς εκ μέρους των τουρκοκυπρίων. Ο Κληρίδης επιδεικνύοντας διαλλακτικότητα δήλωσε: «Ήλθαμε στις διαπραγματεύσεις µε ευρύτητα πνεύματος και µε την προθυμία να πράξουμε κάθε τι που είναι δυνατό για τη διασφάλιση της ειρήνης στην Κύπρο, και τον σεβασμό της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός[...] Όταν οι όροι αυτοί επιτευχθούν, θα καταβάλουμε περαιτέρω προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης του Κυπριακού προβλήματος, που να βασίζεται στην αρχή μιας ανεξάρτητης και κυρίαρχης Κυπριακής Δημοκρατίας. Πιστεύουμε ότι ο στόχος µας δεν είναι εύκολος. Είναι ανάγκη να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης. Η λύση αυτή θα πρέπει να βασίζεται στις διεθνώς παραδεδεγμένες αρχές και να διασφαλίζει την πλήρη ανεξαρτησία και κυριαρχία του Κυπριακού κράτους».9 Απέναντι στις μετριοπαθείς δηλώσεις Κληρίδη, ο Ντενκτάς παρέθεσε τη δική του θέση: «Δεν υπάρχει άλλη πολιτική λύση για το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας, από τη δημιουργία μιας τουρκοκυπριακής αυτόνομης ζώνης, μέσα σε ένα ομοσπονδιακό κράτος. Η οργάνωση της ζώνης αυτής συνεπάγεται ανταλλαγή πληθυσμών, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους τουρκοκύπριους που απειλούνται στο υπόλοιπο νησί, και που είναι ανάγκη να επανεγκατασταθούν. Αναφορικά µε τους ελληνοκυπρίους, αυτοί θα είναι ελεύθεροι να παραμείνουν εκεί που βρίσκονται ή να φύγουν. Η τουρκοκυπριακή ζώνη θα πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που προστατεύει ήδη ο τουρκικός στρατός. Θα πρέπει να υπολογισθεί το γεγονός ότι ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός εκπροσωπεί το 20% του συνολικού πληθυσμού του νησιού και κατέχει το 30% των γαιών του».10 Η δήλωση Ντενκτάς συμπυκνώνει τη στρατηγική της Τουρκίας για το Κυπριακό: εισβολή, διχοτόµηση του εδάφους, μεταφορά πληθυσμού, δημιουργία ομόσπονδου κράτους με επέκταση της τουρκικής κυριαρχίας σε ακόμη μεγαλύτερη έκταση. Δηλαδή ότι δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, θα κερδιζόταν στη συνέχεια με τα όπλα. Τζερµιάς Π., “Γλυκείας Χώρας” Ιστόρηση. Η Κύπρος από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τόμος Α’. Αθήνα. Σιδέρης. 2004, σελ. 739-747 9 Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη Πολιτεία, ό.π., σελ. 450 10 Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη Πολιτεία, ό.π., σελ. 451. 8 Οι σημαντικές διαφορές των δύο πλευρών φάνηκαν µε την έναρξη των διαδικασιών. Ο Κληρίδης υποστήριξε πως αντικείμενο της διάσκεψης δεν μπορούσε να είναι η αλλαγή διακυβέρνησης ή η επιβολή νέου συντάγματος στο νησί, αλλά η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας του κράτους. Ως εκ τούτου η πρόταση της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν η επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 και επανεκκίνηση των διακοινοτικών συνομιλιών για διαπραγμάτευση επί των αμφισβητούμενων διατάξεων του Συντάγματος. Ο Γκιουνές εξέφρασε την κάθετη διαφωνία του με την πρόταση Κληρίδη και υποστήριξε ότι βασικό αντικείμενο της διάσκεψης ήταν η δομική αναδιάρθρωση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η θέσπιση νέου Συντάγματος. Το νέο Σύνταγμα θα έπρεπε να έχει τη μορφή ομοσπονδίας εντός της οποίας θα ενταχθούν οι δύο κοινότητες ως ισότιμα και ανεξάρτητα µέλη. Μετά την αντίδραση της ελληνικής πλευράς, ο Γκιουνές υπέβαλε στις 12 Αυγούστου δύο σχέδια. Το πρώτο προέβλεπε τη μετατροπή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε συνομοσπονδία δύο ομόσπονδων κρατών, ένα ελληνοκυπριακό και ένα τουρκοκυπριακό, τα οποία θα διέθεταν απόλυτο έλεγχο και πλήρη αυτονομία στο εσωτερικό τους. Η περιοχή του τουρκοκυπριακού ομόσπονδου κράτους θα περιλάμβανε το 34% του συνόλου του νησιού με συγκεκριμένες γεωγραφικές ρυθμίσεις. Το εναλλακτικό σχέδιο, ενδεδυμένο με τον μανδύα παραχωρήσεων προς την ελληνική πλευρά, προνοούσε ένα δικοινοτικό κράτος το οποίο θα συγκροτούσαν δύο γεωγραφικώς χωριστά αυτόνομα ομόσπονδα κράτη: α) Την ελληνοκυπριακή αυτόνομη ζώνη που θα την αποτελούσαν δύο επαρχίες: i) η κυρίως ελληνοκυπριακή επαρχία (µε βάση την κεντρική και τη νότια περιοχή του νησιού) και ii) η ελληνοκυπριακή επαρχία της Καρπασίας. β) Την τουρκοκυπριακή αυτόνομη ζώνη, η συνολική έκταση της οποίας θα ισοδυναμούσε και πάλι με 34% του νησιού. Οι τουρκοκύπριοι θα είχαν τον απόλυτο έλεγχο όλων των ουσιαστικών κυβερνητικών λειτουργιών εντός των περιοχών τους και θα συμμετείχαν και στην Κεντρική Κυβέρνηση. Οι πιο πάνω τουρκικές προτάσεις, οι οποίες κατατέθηκαν με τη μορφή τελεσίγραφου, φανέρωσαν την απόφαση της Τουρκίας να ελέγχει, είτε με τα όπλα είτε μέσω της διπλωματικής οδού το 1/3 του κυπριακού εδάφους. Όπως ορθά έχει γράψει ο Τούρκος δημοσιογράφος Μεχμέτ Αλί Μπιράντ, η δεύτερη φάση της Διάσκεψης της Γενεύης ήταν νεκρή ήδη πριν από την έναρξη της.11 Ο Κληρίδης αντιπρότεινε συγκεκριμένα σημεία που όμως απείχαν αισθητά από τις τουρκικές 11 Τζερµιάς, “Γλυκείας Χώρας” Ιστόρηση. ό.π., σελ. 746 προτάσεις: α) Η συνταγματική δομή της Κύπρου να διατηρήσει τον δικοινοτικό χαρακτήρα της, βασιζόμενη στη συνύπαρξη της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητας στο πλαίσιο μιας κυρίαρχης και ανεξάρτητης Δημοκρατίας, της οποίας να διασφαλιστεί η εδαφική ακεραιότητα. β) Η συνταγματική δομή, αναθεωρημένη µε την ενεργό συνεργασία και την ελεύθερα εκφρασμένη συγκατάθεση των κοινοτήτων, θα είναι τέτοια που να διασφαλίζει στις κοινότητες το αίσθημα της απόλυτης ασφάλειας. γ) Η συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων να επιτευχθεί µε θεσμικές συμφωνίες που να ρυθμίζουν την κατανομή των εξουσιών μεταξύ της Κεντρικής Κυβέρνησης και των αυτόνομων κοινοτικών διοικήσεων, της ελληνικής και της τουρκικής. δ) Η μορφή της Κεντρικής Διοίκησης να συνεχίσει να είναι Προεδρική. ε) Η Ελληνική και Τουρκική κοινοτική διοίκηση να ασκούν εξουσίες στις ζώνες που περιλαμβάνουν αμιγώς ελληνικούς και τουρκικούς Δήμους και χωριά. ΟΙ Δήμοι και τα χωριά που έχουν μεικτούς πληθυσμούς να τεθούν υπό την κοινοτική διοίκηση εκείνης της κοινότητας που θα έχει την πλειοψηφία. στ) Η Νομοθετική εξουσία στις κοινοτικές διοικήσεις να ασκείται αντίστοιχα από τα ελληνικά και τα τουρκικά µέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, τα οποία θα συνεδριάζουν χωριστά για τον σκοπό αυτό. Ήταν ξεκάθαρη η προσπάθεια της ελληνοκυπριακής πλευράς να συζητήσει και να προχωρήσει σε υποχωρήσεις, πάντα σε σχέση με τις προ της εισβολής διαπραγματεύσεις. Υπό το βάρος της ένοπλης τουρκικής παρουσίας, ο Κληρίδης αποδέχτηκε για πρώτη φορά την ύπαρξη αυτόνομης τουρκοκυπριακής διοίκησης, και θα συζητούσε το εύρος των αρμοδιοτήτων που θα είχαν οι τοπικές διοικήσεις και η Κεντρική Κυβέρνηση. Η τουρκική πλευρά απέρριψε χωρίς καμία συζήτηση τις προτάσεις Κληρίδη και έτσι η διάσκεψη ολοκληρώθηκε χωρίς αποτέλεσμα στις 3:30 το πρωί της 14ης Αυγούστου. Μια ώρα αργότερα, η τουρκική αεροπορία άρχισε να βομβαρδίζει τη Λευκωσία, την Αμμόχωστο και άλλες θέσεις, ενώ ο τουρκικός στρατός χωρίς να συναντήσει ουσιαστική αντίσταση προέλασε προς όλες τις κατευθύνσεις.12 Η Άγκυρα εκμεταλλεύθηκε την ευνοϊκή συγκυρία για να οριστικοποιήσει την επιβολή της διχοτόμησης. Η Ελληνική αντίδραση Η άμεση αντίδραση της Ελλάδας συνιστούσε στην απόφαση για αποχώρηση της από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ: «Κατόπιν της αναδειχθείσης ανικανότητος της Ατλαντικής Συμμαχίας όπως αναχαιτίσει την Τουρκίαν από του να δημιουργήσει κατάστασιν συρράξεως μεταξύ δύο συµµάχων, ο Πρωθυπουργός κ. Κ. Καραμανλής έδωκεν εντολήν, όπως αι Ελληνικαί Ένοπλαι Δυνάμεις αποσυρθούν από την συµμαχίαν του ΝΑΤΟ. Η Ελλάς θέλει παραμείνει µέλος της Συµµαχίας µόνον 12 Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη Πολιτεία, ό.π., σελ. 450-456 ως προς το πολιτικόν σκέλος αυτής».13 Η απόφαση της Ελληνικής κυβέρνησης ναι μεν επηρέασε σε κάποιο βαθμό τη Βορειατλαντική Συμμαχία, εντούτοις δεν επηρέασε τους τουρκικούς σχεδιασμούς. Η μόνη ενέργεια που θα μπορούσε να λειτουργήσει ανασχετικά στους τουρκικούς σχεδιασμούς θα ήταν η στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας, και όντως ο Καραμανλής δεν απέκλεισε εκ των προτέρων αυτό το ενδεχόμενο. Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε µε τους Αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων στις 3 Αυγούστου 1974, ζήτησε τις απόψεις των στρατιωτικών για το ποια θα μπορούσε να είναι η προοπτική ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Η απάντηση που έλαβε ήταν πως στη Θράκη οι Τούρκοι είχαν τριπλάσιες δυνάμεις, στο ναυτικό η Τουρκία είχε υπεροπλία, στην αεροπορία διέθετε περίπου διπλάσια μέσα και στην περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου δεν θα μπορούσαν να διεξάγονται επιχειρήσεις και στην Κύπρο, σημειώνοντας την αδυναμία της Ελλάδας να ανταποκριθεί σε πέραν του ενός μέτωπα.14 Σε επόμενη σύσκεψη, της 14ης Αυγούστου 1974, και αφού είχε αρχίσει η δεύτερη τουρκική εισβολή, ο Καραμανλής ζήτησε όπως τα τρία ελληνικά υποβρύχια που βρίσκονταν στα θαλάσσια ύδατα της Κύπρου να τορπιλίσουν τα τουρκικά πλοία που συμμετείχαν στην εισβολή, και παράλληλα να απογειωθεί σμήνος στρατιωτικών αεροπλάνων ώστε να βομβαρδίσει ζωτικούς τουρκικούς στόχους στην Κύπρο. Οι επικεφαλείς στρατιωτικοί σύστησαν στον Έλληνα πρωθυπουργό αντίθετα, αφού σε ότι αφορούσε την αεροπορία, εκτιμούσαν πως ήταν πιθανή η κατάρριψη μεγάλου τμήματος του σμήνους. Παράλληλα, τα υποβρύχια κινδύνευαν να γίνουν αντιληπτά από τα ηχοληπτικά μηχανήματα του εχθρού και επιπρόσθετα τα περισσότερα τουρκικά πλοία διέθεταν µηχανήµατα αντι-υποβρυχιακής επίθεσης. Η παρέμβαση των στρατιωτικών υπήρξε καταλυτική στο να αποσύρει την πρόταση του ο Καραμανλής, και να ζητήσει όπως ετοιμαστεί μεραρχία που θα μεταφερόταν είτε στη Ρόδο είτε στην Κρήτη, για να είναι έτοιμη να μεταβεί στην Κύπρο. Αλλά και σε αυτή την πρόταση διατύπωσαν επιφυλάξεις οι Αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων, θεωρώντας πως μια τόσο μεγάλη νηοπομπή θα κινδύνευε να µη φθάσει στην Κύπρο. Ο Καραμανλής εξουσιοδότησε τον Μαύρο να ζητήσει από τη Βρετανία αεροπορική κάλυψη της νηοπομπής, το Λονδίνο όμως απάντησε αρνητικά. Σύμφωνα με τον Κληρίδη, «ο κύριος παράγοντας που επηρέασε τον τρόπο του σκέπτεσθαι των Αρχηγών των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ήταν η υπεροχή των τουρκικών δυνάµεων σε όλα τα μέτωπα, και ότι τυχόν εμπλοκή δυνάµεων σε επιχείρηση ενίσχυσης της Κύπρου θα οδηγούσε τις ελληνικές δυνάµεις σε ένοπλη αντιπαράθεση µε τις τουρκικές δυνάμεις -εξέλιξη που θα είχε ως αποτέλεσµα έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο µε όλα τα πλεονεκτήματα υπέρ της Τουρκίας».15 Κάτω από Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη Πολιτεία, ό.π., σελ. 468 Σακελλαρόπουλος, Ο Κυπριακός Κοινωνικός Σχηματισμός, ό.π. σελ. 612 15 Κληρίδης Γ., Η Κατάθεσή μου, τόμος 4. Λευκωσία. Αλήθεια. 1991, σελ. 89-92 13 14 αυτά τα δεδομένα, ο Καραμανλής προχώρησε σε διάγγελμα στο οποίο, αφού αναφέρθηκε εκτενώς στις δύσκολες και ιδιόμορφες συνθήκες μέσα στις οποίες ανέλαβε την Πρωθυπουργία, κατέληξε: «Η ένοπλος αντιμετώπισις των Τούρκων εις την Κύπρον καθίστατο αδύνατος, και λόγω αποστάσεως και λόγω των γνωστών τετελεσµένων γεγονότων. Και δεν ήτο δυνατόν να επιχειρηθή χωρίς τον κίνδυνον εξασθενήσεως τῃς Ελλάδος». Η πιο πάνω παραδοχή του Καραμανλή καταδεικνύει δύο σημεία, με τεράστια σημασία τόσο στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο όσο και για τις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν: Αφενός, το ζήτημα της φυσικής απόστασης Ελλάδας -Κύπρου και η αδυναμία της πρώτης για αυτό το λόγο να παράσχει στρατιωτική υποστήριξη στην Κύπρο, παγιώνει το δυσμενή για την Κύπρο συσχετισμό δυνάμεων και ολοκληρώνει τη στρατιωτική αποχώρηση της Ελλάδας από την Κύπρο, κάτι που είχε ξεκινήσει από το 1967. Αφετέρου, η αποδοχή των γεγονότων της εισβολής ως τετελεσμένων, μη αναστρέψιμων, συνιστά σε παραδοχή στρατιωτικής ήττας της Ελλάδας σε ένα πόλεμο μάλιστα στον οποίο δεν είχε ουσιαστική εμπλοκή.16 Αντί επιλόγου: Η ολοκλήρωση της τραγωδίας Ταυτόχρονα στην Κύπρο τα τουρκικά βομβαρδιστικά κτυπούσαν θέσεις ανατολικά και δυτικά της Λευκωσίας, βομβάρδισαν στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς και το Αρχηγείο της Αστυνομίας. Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια της μέρας και επεκτάθῃκαν κατά µήκος της διαχωριστικής γραμμής. Παράλληλα, τουρκικά άρματα μάχης και δυνάµεις πεζικού άρχισαν να κινούνται από τα ανατολικά προάστια της Λευκωσίας προς την Αμμόχωστο, και από τα δυτικά προς τον τουρκοκυπριακό θύλακα της Λεύκας, ενώ βομβαρδιστικά έβαλλαν στην περιοχή μεταξύ Λαπήθου και Μύρτου. Δυνάµεις πεζικού προήλαυναν προς τα Κόκκινα και τον Λημνίτη, περιοχή την οποία ο Ντενκτάς στην πρόταση που κατέθεσε είχε ορίσει ως τη δυτική αφετηρία της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Στις 15 Αυγούστου, οι τουρκικές δυνάµεις κατέλαβαν χωρίς αντίσταση την Αμμόχωστο που είχε ήδη εκκενωθεί, και αποµόνωσαν ολόκληρη τη χερσόνησο της Καρπασίας. Ουσιαστικά, η ελληνοκυπριακή αντίσταση στο βόρειο τμήμα είχε καταρρεύσει. Τα τουρκικά άρματα μάχης και ο τουρκικός στρατός προχώρησαν χωρίς εμπόδια προς τα δυτικά και τις πρωινές ώρες της 16ης Αυγούστου ολοκληρώθηκε η σύνδεση µε τον τ/Κ θύλακα της Λεύκας, ενώ το απόγευμα κατελήφθη και η Μόρφου.17 Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με νέο ψήφισμα του (αρ. 358) στις 15 Αυγούστου εξέφρασε την ανησυχία του για τη βία και αιματοχυσία στην Κύπρο και για το γεγονός ότι τα εμπλεκόμενα μέρη 16 17 Σακελλαρόπουλος, Ο Κυπριακός Κοινωνικός Σχηματισμός, ό.π. σελ. 613 Σακελλαρόπουλος, Ο Κυπριακός Κοινωνικός Σχηματισμός, ό.π. σελ. 614 δεν συμμορφώθηκαν με το προηγούμενο (αρ. 357) ψήφισμα του Συμβουλίου. Παράλληλα, υπενθύμισε τα ψηφίσματα 353, 354, 355, ζητώντας την πλήρη εφαρµογή των όσων προνοούσαν, καθώς και την άµεση κατάπαυση του πυρός. Επιπρόσθετα, λόγω και του πλήγματος φυλακίου του ΟΗΕ από τουρκικές δυνάμεις που είχε ως αποτέλεσμα νεκρούς και τραυματίες μέλη της ειρηνευτικής δύναμης, το Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε το ψήφισμα 359 το οποίο ζητούσε απόλυτο σεβασμό των προηγούµενων αποφάσεων του και αποχή από οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια και τη ζωή των µελών της διεθνούς δύναμης. Η πλήρης αγνόηση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ από την Τουρκία, οδήγησε το Συμβούλιο να συνέλθει εκ νέου και να εγκρίνει γαλλικό σχέδιο το οποίο ανέφερε τα ακόλουθα: «Το Συμβούλιο Ασφαλείας, Επαναβεβαιώνοντας τα Ψηφίσματα του 353 (1974), 354 (1974), 355 (1974), 356 (1974), 357 (1974), 358 (1974), Σημειώνοντας ότι όλα τα κράτη έχουν διακηρύξει τον σεβασμό τους για την κυριαρχία, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Δημοκρατίας της Κύπρου, Ανησυχώντας σοβαρά για την επιδείνωσῃ της κατάστασης στην Κύπρο από τη συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, που αποτελεί μια πολύ σοβαρή απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου, 1. Επαναλαμβάνει την προηγούμενη αποδοκιμασία του για τη μονομερή πολεμική δράση που αναλήφθηκε εναντίον της Δημοκρατίας της Κύπρου. 2. Παροτρύνει τα μέρη να συμμορφωθούν µε όλες τις πρόνοιες των προηγουμένων ψηφισµάτων του Συµβουλίου Ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν στην αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση από τη Δημοκρατία της Κύπρου όλου του στρατιωτικού προσωπικού που βρίσκεται στο νησί, παρά τις διεθνείς συμφωνίες. 3. Παροτρύνει τα μέρη να επαναλάβουν χωρίς καθυστέρηση, σε ατμόσφαιρα εποικοδοµητικής συνεργασίας, τις διαπραγματεύσεις που προνοούνται από το Ψήφισμα 353 (1974), η έκβαση των οποίων δεν θα πρέπει να παρεμποδισθεί ή να προδικασθεί από την κτήση πλεονεκτημάτων που προήλθαν από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. 4. Ζητεί από τον Γενικό Γραμματέα να το ενημερώσει, οσάκις παρίσταται ανάγκη, µε την προοπτική της πιθανής ανάληψης περαιτέρω µέτρων για την προαγωγή και αποκατάσταση ειρηνικών συνθηκών. 3. Αποφασίζει να παρακολουθήσει εκ του πλησίον το ζήτημα και να συνέλθει οποτεδήποτε, για να αποφασίσει τῃ λήψη µέτρων τα οποία πιθανόν να απαιτηθούν κάτω από το φως της εξελισσόµενης κατάστασης».18 Οι πιέσεις του διεθνούς παράγοντα (ΟΗΕ, ΗΠΑ και Βρετανίας κυρίως) ανάγκασαν τον Ετζεβίτ να αποδεχτεί την κατάπαυση του πυρός στις 18:00 της 16ης Αυγούστου. Στην πραγματικότητα όµως η τουρκική προέλαση συνεχίστηκε και στις 17 Αυγούστου, μέχρι που ολοκληρώθηκε η κατάληψη όλων των περιοχών που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο της Τουρκίας, καθώς και της πόλης των Βαρωσίων και μιας σημαντικής έκτασης κοντά στο χωριό Δάλι.19 Η τουρκική εισβολή λειτούργησε καταλυτικά για το κυπριακό πρόβλημα αναπροσαρμόζοντας όλα τα δεδομένα: κατέστησε ανέφικτη την προοπτική της ένωσης και ακύρωσε τη δυνατότητα ύπαρξης ενός κράτους θεμελιωμένου στο διαχωρισμό πλειοψηφίας και μειοψηφίας.20 Η ελληνοκυπριακή πλευρά μη συνειδητοποιώντας την πλήρη εικόνα της αλλαγής των συσχετισμών πρότεινε την επιστροφή στο καθεστώς της Ζυρίχης. Αντιθέτως, η τουρκική και η τουρκοκυπριακή πλευρά αντιπρότειναν ομοσπονδιακή λύση με ευρύτατη αυτοκυβέρνηση των τουρκοκυπριακών περιοχών. Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριψαν τις προτάσεις αυτές (14/8/74) και το απόγευμα της ίδιας μέρας ξεκίνησε η δεύτερη φάση της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής που είχε ως αποτέλεσμα το σημερινό διαμελισμό της Κύπρου. Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη Πολιτεία, ό.π., σελ. 659-660 Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη Πολιτεία, ό.π., σελ. 476-477 20 Γ. Μηλιός- Τ. Κυπριανίδης, "Το Κυπριακό μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο. Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική. Μέρος Δ' (1974-1977), Θέσεις τ. 29, 1989 18 19