zappa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
zappa zappe

zappa (it) θηλυκό

  1. τσαπί, τσάπα
  2. η σκαπάνη

Συγγενικά

[επεξεργασία]