word

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ward

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

word (en)

  1. λέξη
  2. (πληροφορική) λέξη
    δείτε επίσης: word στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]