within
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]within (en) (χωρίς παραθετικά)
Πρόθεση
[επεξεργασία]within (en)
- εντός, μέσα σε, πριν περάσει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα· κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου
- σε, όχι περισσότερο από μια συγκεκριμένη απόσταση από κάτι
- ⮡ within a mile of the station - σε ένα μίλι από το σταθμό
- μέσα σε κάποιο χώρο