wal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wal (nl)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]wal (pl)
- β' ενικό πρόσωπο προστακτικής του ρήματος του ρήματος walić