voice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
voice | voices |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]voice (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η φωνή, η λαλιά, ο ήχος ή οι ήχοι που παράγονται μέσω του στόματος από ένα άτομο που μιλά ή τραγουδά
- ⮡ You have the right voice for singing.
- Έχεις τη σωστή φωνή για τραγούδι.
- ⮡ He lost his voice out of fear.
- Έχασε τη λαλιά του από το φόβο του.
- ⮡ You have the right voice for singing.
- η φωνή, μια συγκεκριμένη στάση, γνώμη ή συναίσθημα που εκφράζεται· ένα συναίσθημα ή μια άποψη που συνειδητοποιώ μέσα μου
- ⮡ I suppressed the voice of my conscience.
- Κατέπνιξα τη φωνή της συνείδησής μου.
- ⮡ I suppressed the voice of my conscience.