very

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

very (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. πολύ, παρά πολύ, σε μεγάλο βαθμό, ένταση, ή ποσότητα
    He is very good but Peter is much better.
    Είναι πολύ καλός αλλά ο Πέτρος είναι πολύ καλύτερος.
    It was still very early.
    Ήταν πολύ νωρίς ακόμα.
    It is very kind of you.
    Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας.
    He is very kind.
    Αυτός είναι πάρα πολύ καλός.
    very carefully - πάρα πολύ προσεχτικά
    a very useful book - ένα πάρα πολύ χρήσιμο βιβλίο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη extremely
  2. (εμφατική χρήση) ο πιο, η πιο, το πιο
    the very last - ο πιο τελευταίος, ο τελευταίος, ο ύστατος

Συγγενικά

[επεξεργασία]