vert
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]vert (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vert | verts |
vert (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vert | verts |
vert (fr) αρσενικό