uxor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]uxor (la)
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uxor | uxōrēs |
γενική | uxōris | uxōrum |
δοτική | uxōrī | uxōribus |
αιτιατική | uxōrem | uxōrēs |
κλητική | uxor | uxōrēs |
αφαιρετική | uxōre | uxōribus |
Πηγές
[επεξεργασία]- uxor - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.