urinate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας urinate
γ΄ ενικό ενεστώτα urinates
αόριστος urinated
παθητική μετοχή urinated
ενεργητική μετοχή urinating

urinate (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]