uniforme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
uniforme | uniformes |
uniforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
uniforme | uniformes |
uniforme (fr) αρσενικό
- η στολή
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- en uniforme - ένστολος