uniforme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
uniforme uniformes

uniforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ομοιόμορφος, ομοειδής
  2. ενιαίος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
uniforme uniformes

uniforme (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]