understand

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας understand
γ΄ ενικό ενεστώτα understands
αόριστος understood
παθητική μετοχή understood
ενεργητική μετοχή understanding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

understand (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) καταλαβαίνω, κατανοώ, ξέρω ή αντιλαμβάνομαι τη σημασία των λέξεων, μιας γλώσσας, τι λέει κάποιος κτλ.
    ⮡  When he speaks quickly, I cannot understand what he is saying.
    Όταν μιλάει γρήγορα, δεν καταλαβαίνω τι λέει.
    ⮡  You are not understanding me.
    Δεν με καταλαβαίνεις.
    ⮡  I don’t know how much I am understood.
    Δεν ξέρω κατά πόσο γίνομαι κατανοητός.
    ⮡  I’m not totally understanding your idea.
    Δεν αντιλαμβάνομαι εντελώς την ιδέα σας.
     συνώνυμα:  catch, figure out, follow, get, grasp, make sense και tell
  2. (μεταβατικό) καταλαβαίνω, κατανοώ, ξέρω ή αντιλαμβάνομαι πώς ή γιατί συμβαίνει κάτι, πώς λειτουργεί ή γιατί είναι σημαντικό
    ⮡  I don’t understand French/math.
    Δεν καταλαβαίνω γαλλικά/τα μαθηματικά.
    ⮡  He doesn’t understand what a difficult situation we’re in.
    Δεν καταλαβαίνει σε τι δύσκολη θέση είμαστε.
    ⮡  His theory is hard to understand.
    Η θεωρία του είναι δύσκολο να κατανοηθεί.
    ⮡  I hope he understands his error.
    Ελπίζω να κατανοήσει την πλάνη του.
    ⮡  I completely understand his reasons for resignation/refusal.
    Κατανοώ απόλυτα τους λόγους της παραίτησής του/της άρνησής του.
    ⮡  I understand the seriousness of the situation.
    Αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της κατάστασης.
     συνώνυμα:  get, grasp και tell
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) καταλαβαίνω, κατανοώ, γνωρίζω τον χαρακτήρα κάποιου, πώς νιώθει και γιατί συμπεριφέρεται με τον τρόπο που συμπεριφέρεται
    ⮡  You don’t understand me.
    Δεν με καταλαβαίνεις.
    ⮡  A teacher must understand children.
    Ένας δάσκαλος πρέπει να καταλαβαίνει από παιδιά.
    ⮡  I understand and forgive you.
    Σε κατανοώ και σε δικαιολογώ.
     συνώνυμα:  get
  4. (μεταβατικό, επίσημο) αντιλαμβάνομαι, νομίζω, συμπεραίνω, καταλαβαίνω, πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια επειδή μου έχουν πει ότι είναι
    ⮡  I understand that you intend to sell your house.
    Αντιλαμβάνομαι ότι θέλετε να πουλήσετε το σπίτι σας.
    ⮡  I understand that you wish to tell me something.
    Νομίζω ότι θέλετε να μου πείτε κάτι.
    ⮡  I understood him to be your friend.
    Νόμιζα (είχα την εντύπωση) ότι ήταν φίλος σου.
    ⮡  Am I to understand that you are resigning?
    Πρέπει να συμπεράνω (θέλετε να πείτε) ότι παραιτείστε;
    ⮡  You were alone from what I understand.
    Ήσουν μόνος, απ' ό,τι καταλαβαίνω.
  5. (μεταβατικό, it is understood that…) εξυπακούεται ότι, συμφωνείται χωρίς να χρειάζεται να ειπωθεί
    ⮡  When you are involved in public affairs, it is understood that you will lose part of your free time.
    Όταν ασχολείσαι με τα κοινά, εξυπακούεται ότι θα χάσεις ένα τμήμα από τον ελεύθερο χρόνο σου.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]