two hundred

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

two hundred (en)

  • διακόσια, διακόσιοι
    ⮡  I see two hundred men and three hundred women.
    Βλέπω διακόσιους άντρες και τριακόσιες γυναίκες.