turning
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
turning | turnings |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]turning (en)
- (βρετανικά αγγλικά) η στροφή, η κάμψη δρόμου
- ↪ Take the first turning on the right.
- Πάρε την πρώτη στροφή δεξιά.
- ≈ συνώνυμα: turn (ειδικά αμερικανικά αγγλικά)
- ↪ Take the first turning on the right.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]turning (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του turn
Πηγές
[επεξεργασία]- turning - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 827. ISBN 9780194325684., λήμμα: στροφή