traction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η έλξη, η έλκυση, η ενέργεια του τραβήγματος κάτι κατά μήκος μιας επιφάνειας, η δύναμη που χρησιμοποιείται για να γίνει αυτό
- ↪ steam/electric traction - έλξη με ατμό/ηλεκτρισμό
- η πρόσφυση, η φυσική δύναμη που εμποδίζει κάτι, για παράδειγμα τους τροχούς ενός οχήματος, να γλιστρήσουν στο έδαφος
Πηγές
[επεξεργασία]- traction - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 282. ISBN 9780194325684., λήμμα: έλξη
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]traction (fr) θηλυκό
- η έλξη, η ρυμούλκηση