test
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
test | tests |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το τεστ, η εξέταση των γνώσεων ή των ικανοτήτων κάποιου
- ↪ an endurance/intelligence test - τεστ αντοχής/νοημοσύνης
- ↪ an individual/group test - ατομικό/ομαδικό τεστ
- ↪ I undergo a test.
- Περνάω από τεστ.
- το τεστ, η ιατρική εξέταση από γιατρό για έλεγχο της κατάστασης της υγείας μου
- ↪ The pregnancy test is positive/negative.
- Tο τεστ για εγκυμοσύνη είναι θετικό/αρνητικό.
- ↪ blood/urine test - εξέταση αίματος/ούρων
- ↪ test results - αποτελέσματα των εξετάσεων
- ↪ The pregnancy test is positive/negative.
- το τεστ, η εξέταση, η δοκιμή, ο έλεγχος της λειτουργίας μιας μηχανής ή ενός προϊόντος
- ↪ The car successfully passed all the endurance tests.
- Το αυτοκίνητο πέρασε με επιτυχία όλα τα τεστ αντοχής.
- ↪ the engine test - η εξέταση της μηχανής
- ↪ a speed test - δοκιμή ταχύτητας
- ↪ The engine performed well in the tests.
- Η μηχανή απέδωσε καλά στις δοκιμές.
- ↪ We need to do a test before we use it.
- Πρέπει να κάνουμε μια δοκιμή πριν το χρησιμοποιούμε.
- ↪ machinery tests - μηχανήματα ελέγχου
- ↪ The car successfully passed all the endurance tests.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη examination
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | test |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tests |
αόριστος | tested |
παθητική μετοχή | tested |
ενεργητική μετοχή | testing |
test (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εξετάζω
- ↪ I will test your knowledge.
- Θα εξετάσω τος γνώσεις σου.
- ↪ I will test your knowledge.
- δοκιμάζω
Πηγές
[επεξεργασία]- test (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- test (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 245, 279, 305, 875. ISBN 9780194325684., λήμμα: δοκιμή, έλεγχος, εξέταση, τεστ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
test | tests |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]test (fr) αρσενικό